𝐹𝑜𝑢𝑟𝑡𝑦-𝑓𝑖𝑣𝑒. 𝐿𝑒𝑡ℎ𝑎𝑙 𝑊𝑒𝑎𝑝𝑜𝑛
«Είμαι έτοιμη.»
Έμπλεξε τα δάχτυλά τους μεταξύ τους και φίλησε τα δικά της απαλά. Γύρισε το πόμολο και όταν η πόρτα άνοιξε και το μαύρο σκοτάδι απλώθηκε μπροστά τους, η Ρωξάνη ανατρίχιασε ολόκληρη. Έσφιξε το χέρι του, να πάρει θάρρος. Εκείνος την κοίταξε φευγαλέα προτού προχωρήσει πρώτος στο δωμάτιο.
Την τράβηξε κοντά του, ακόμα στα σκοτεινά και όταν η πόρτα έκλεισε πίσω τους, την κλείδωσε. Ο άνδρας γνώριζε εκείνο το δωμάτιο καλύτερα από κάθε άλλο σε εκείνο το σπίτι. Ακόμα και μέσα στο βαθύ σκοτάδι, ήξερε κάθε σπιθαμή αυτού του μέρους. Ήξερε λοιπόν πως είχε πίσω από την πλάτη της όλο τον Κόσμο του, όσα έκρυβε εκείνο το δωμάτιο θα της φανερώνονταν αν γυρνούσε το σώμα της μισή στροφή.
Προτού ανοίξει τα φώτα, κρατά τα μπράτσα της, που φαντάζουν μικροσκοπικά μέσα στα δικά του, με δύναμη. Η πλάτη της κοιτά το βάθος του δωματίου και το στέρνο της χαϊδεύει το δικό του.
«Θα ανοίξω τα φώτα τώρα.»
Ψιθυρίζει ένα απλό «εντάξει» και με την παλάμη της ακουμπά το στέρνο του. Νιώθει το σώμα του κάτω από το άγγιγμά της να τεντώνεται και έπειτα από λίγο το δωμάτιο φωτίζεται. Όχι πολύ, όχι έντονα, αλλά φανερώνονται τα χρώματα των τοίχων μπροστά της.
Παρόλα αυτά δεν γυρνά το σώμα της, στέκεται ακόμη με την πλάτη της στο βάθος, κοιτώντας τον άνδρα μπροστά της να περπατά με την ματιά του από άκρη σε άκρη.
«Θα σου ζητήσω να μην τρομάξεις.»
«Οκέι, τρομάζω.»
«Απλά για να ξέρεις», την κοιτά για τελευταία φορά προτού γυρίσει το σώμα της να κοιτάξει το δωμάτιο, «αυτό είναι ο Άδης.»
Βαθιά ανάσα και κλειστά μάτια για λίγο.
Έπειτα, με μια μισή στροφή, έρχεται αντιμέτωπη με... αυτό.
Βιτρίνες με πολλών ειδών όπλα, θήκες με μαχαίρια, έπιπλα με ράφια και ντουλάπια που αν τα άνοιγε θα έβρισκε σίγουρα περισσότερα από όσα έχει ήδη δει. Και ένα τραπέζι στην μέση του δωματίου, σιδερένιο, με ράφια κάτω από την επιφάνειά του και το φως να πέφτει στην μέση του.
Ο Άδης ανοίγει έναν ακόμη διακόπτη, αποκαλύπτοντας κρυφούς φωτισμούς στις βιτρίνες, δημιουργώντας μια σχεδόν αλλόκοτα ωραιοποιημένη εικόνα των τόσων όπλων που έκρυβε αυτό το δωμάτιο.
Και όλος αυτός ο θάνατος που έσερναν στην κάννη τους...
Η Ρωξάνη στραβοκατάπιε.
Την άφησε από το κράτημά του και παρέμεινε στην θέση του, να στέκεται καθώς την κοιτά να κάνει μερικά μικρά βήματα προς το βάθος του δωματίου.
Μέσα στο τόσο σκότος, στον τόσο θάνατο, η μορφή της, με τα ξανθά μαλλιά και το λαμπερό της πρόσωπό, έκανε την αντίθεση να μοιάζει μεγαλύτερη.
Τα χέρια της τα κρατούσε ψηλά μα δεν άγγιζε τίποτα. Περιεργαζόταν κάθε τι που έβλεπε και έπειτα από λίγο προχωρούσε παρακάτω. Το μοναδικό ίσως που άγγιξε ήταν οι αλυσίδες και κάποιες δερμάτινες ζώνες, με καρφιά.
Με την ησυχία του δωματίου μπορούσε να ακούσει την βαριά ανάσα της και αν τα βήματά της σταματούσαν για κάποια δευτερόλεπτα, άκουγε την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή στο στήθος της.
Η Ρωξάνη τα κοιτούσε όλα υπνωτισμένη. Φανταζόταν πως θα τα ένιωθε κόντρα στο άγγιγμά της μα δίσταζε να τα ακουμπήσει. Είχαν όλα πάνω τους το δικό του αποτύπωμα, θα ήταν άδικο να έπαιρνε την υπογραφή του μακριά, βάζοντας την δική της.
Έκλεισε τα μάτια της, κάνοντας εικόνα τον άνδρα που στεκόταν λίγα μέτρα μακριά να τα κρατά. Να τα καθαρίζει, να τα κοιτά, να στοχεύει με αυτά, να κερδίζει, να παίρνει ζωές.
Και με κάποιον διαστροφικό τρόπο, η ζέστη ανάμεσα στα πόδια της μεγάλωσε, τα χείλη της ξεράθηκαν και ένιωσε τις ρώγες της να σκληραίνουν μέσα από το ελαφρύ ύφασμα της μπλούζας της.
Περπάτησε λίγο ακόμη στο δωμάτιο, ακουμπώντας τα μαχαίρια, σέρνοντας τα δάχτυλά της πάνω στις λεπίδες με προσοχή, χωρίς να θέλει να κοπεί. Καταπολεμά την επιθυμία της να κρατήσει κάποιο από αυτά στα χέρια της, γλείφει τα χείλη της ελαφρώς, κάνοντας τα να γυαλίζουν στο άτονο φως του δωματίου.
Αισθάνθηκε την ανάσα του κοντά στον λαιμό της, το στέρνο του κόντρα στην πλάτη της και τα χέρια του παραμόνευαν να συναντήσουν τα δικά της.
Η ανάσα της κόπηκε όταν την καθοδήγησε, με το δεξί του χέρι κάτω από το δικό της, σε ένα μαχαίρι, μικρό, με σκούρα λαβή μα κοφτερή λεπίδα. «Πιάσ' το», της ψιθύρισε.
Έκανε ακριβώς αυτό που της είπε.
Τον ένιωσε πίσω της να βγάζει την μπλούζα του. Δεν υπέβαλε καμία αντίσταση όταν έβγαλε και την δικιά της. Τράβηξε τα μαλλιά της στην άκρη, αφήνοντας το καθαρό δέρμα της να ακουμπήσει το σημαδεμένο δικό του.
«Σκέψου πόσες ουλές έχω πάνω μου από μια λεπίδα σαν κι αυτή.»
Η συνειδητοποίηση, η σκέψη πως ένα όπλο σαν κι αυτό βρέθηκε κάποτε να τον πληγώνει, έκανε τα πάντα να φανούν πιο πραγματικά μέσα της. Το δέρμα της κόντρα στο δικό του θα μπορούσε να της δώσει την απάντηση που έψαχνε αλλά ήθελε να το δει με τα ίδια της τα μάτια. Να τις μετρήσει όλες έτσι.
Σιγά σιγά, γύρισε το σώμα της, το στήθος της να ακουμπά το σώμα του.
«Τα μαχαίρια ήταν από πάντα το αγαπημένο μου όπλο.»
«Γιατί;»
«Γιατί τα υποτιμούν.» Πιάνει το χέρι της, καθοδηγεί το μαχαίρι πάνω στο σώμα του δίχως να το πιέζει, απλώς για να ακούσει την ανάσα της να επιταχύνει. «Γιατί νομίζουν πως μια σφαίρα μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική αλλά μια λεπίδα σε βασανίζει περισσότερο.» Με το άλλο της χέρι, χαϊδεύει μερικές από τις ουλές του. Κλείνει τα μάτια της, εντείνει την αφή της, τα λόγια του ηχούν πιο έντονα. «Η λεπίδα γίνεται η προέκταση του εαυτού σου. Προκαλεί όσα της αφήνεις να προκαλέσει, σπείρει τον θάνατο μόνο αν την διατάξεις να το κάνει. Η λεπίδα είσαι εσύ ο ίδιος.
»Κι ενώ μια σφαίρα διαπερνά την σάρκα, μια λεπίδα σε χαράζει ψυχή τε και σώματι. Κάθε ουλή και διαφορετικός πόνος, διαφορετική πληγή.» Δεν την αγγίζει πια. Την αφήνει να κρατήσει το μαχαίρι στα χέρια της, αναμένει την επόμενη κίνησή της εκστασιασμένος, ναρκωμένος από το θάρρος της, από την έκφραση στο πρόσωπό της.
Περνάει κάποια ώρα μέχρι να ανοίξει τα μάτια της ξανά.
Και όταν η κορυφή του μαχαιριού ακουμπά το στέρνο του, χαμογελά, σαδιστικά, τρομακτικά διασκεδασμένος από την κίνησή της.
Αισθάνεται την πίεση στο δέρμα του. Κοιτώντας τον τρόπο που τα δάχτυλά της αγκαλιάζουν την λαβή, καταλαβαίνει την επιθυμία της να πιέσει κι άλλο.
«Κάνε το.»
Διστάζει, δεν τον κοιτά, κοιτά οπουδήποτε πέρα από το βλέμμα του.
«Κάνε το, Ρωξάνη.»
Ο Άδης ένιωσε την λεπίδα πιο έντονα στο στήθος του. Δεν ήταν αρκετό για να τον πονέσει, την κρατούσε εκεί, απειλώντας να τον κόψει, να τον γεμίσει με αίματα.
«Κάνε αυτό που χρειάζεται. Χάραξε το σώμα μου όπως ακριβώς έχεις κάνει με την ψυχή μου.» Ακούει την ανάσα της να τρέμει, γέρνει πιο κοντά της, πιέζοντας το μαχαίρι πάνω του, κάνοντας την να χάσει μερικούς χτύπους. «Όμως θα πρέπει να ξέρεις πως την στιγμή που η πρώτη σταγόνα τρέξει στα χέρια σου, θα σε γαμήσω σαν να μου ανήκεις όπως σου ανήκω. Είσαι σίγουρη πως το θέλεις αυτό;» Να σε χαράξω όπως με χάραξες, ήθελε να της πει.
Κι αν μέχρι τώρα οι λέξεις του δεν της είχαν πάρει την ανάσα ξανά και ξανά, η ανάσα του που έπεφτε όλο και πιο κοντά στα χείλη της την έκανε να χάνει τα λογικά της.
Ήταν πολύ αργά τώρα. Του άνηκε με κάθε τρόπο.
Σαν την λεπίδα στον αφέντη της. Ψυχή τε και σώματι. Θα της άνηκε κι αυτός. Ψυχή τε και σώματι.
Πίεσε βαθιά το μαχαίρι. Την κοιτούσε καθώς χάραζε κάτι στο στέρνο του, που αργότερα θα έμοιαζε με «Ρ», απολάμβανε την ικανοποίηση της γνωρίζοντας από αυτό θα έμενε πάνω του σημάδι, για πάντα.
Η πρώτη σταγόνα έπεσε στο χέρι της. Ένα σαδιστικό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. Τα χέρια του βρήκαν τον λαιμό της, ένα βογκητό ήταν αρκετό για να τον κάνει να συνεχίσει.
Την φίλησε με την λεπίδα να βρίσκεται ακόμη ανάμεσά τους.
Η απειλή της να την διαπεράσει έστελνε ζέστη σε όλο της το κορμί, έκανε τα πόδια της να τρέμουν, τα μάτια της να σφίγγουν από επιθυμία.
Τα χέρια τους ήταν ματωμένα, το ίδιο και οι κορμοί τους. Παρόλα αυτά ήταν αδιάφορο αυτό για εκείνους. Την σήκωσε ψηλά για να την καθίσει πάνω στο μεγάλο σιδερένιο τραπέζι. Εκεί που άλλες φορές καθάριζε τα όπλα του, τώρα ξάπλωνε την Ρωξάνη, εκεί που άλλοτε γυάλιζε την κάννη του πιο εύχρηστου ημιαυτόματου, τώρα έπιανε το στήθος της στο στόμα του και έγλειφε, έγλειφε μέχρι να ακούσει τα αγκομαχητά της να γίνονται ολοένα και πιο έντονα.
Λίγο αργότερα, με τα μαλλιά της στην χούφτα του, ήταν και οι δύο γυμνοί.
Τα πόδια της ήταν ανοιχτά πάνω στο τραπέζι, τα χείλη της απασχολημένα με τα δικά του, τα χέρια της άγγιζαν την στύση του και όλα έκαναν την πίεση ανάμεσα της να μεγαλώνει.
Μπήκε μέσα τις αργά, τρεις φορές, απλώς για να την ακούσει να χάνει την ανάσα της και να την δει να χαλαρώνει τους ώμους της καθώς τα τοιχώματά της τον αγκάλιαζαν τέλεια. Και αφού την γέμισε μια τελευταία φορά, την κατέβασε από το τραπέζι, γύρισε το σώμα της και την έκανε να σκύψει απόλυτα πάνω στην σιδερένια επιφάνεια. Μπήκε ξανά μέσα της, αυτή τη φορά πιο γρήγορα.
Το ένα του χέρι κρατά τα μαλλιά της.
Και το άλλο το μαχαίρι.
Η απειλή να χαράξει πάνω της με την λεπίδα δρόμους που αργότερα θα έγλειφε με την γλώσσα του, απλώς για να γευτεί τον τρόπο που αιμορραγεί, έστελνε την αδρεναλίνη της Ρωξάνης στα ύψη. Δεν την ακουμπούσε καν κι όμως κοφτερά την διαπερνούσε.
Ώσπου το μαχαίρι άγγιξε από ψηλά την σπονδυλική της στήλη και το κρύο μέταλλο έστειλε ρίγη σε όλο της το κορμί. Τα μαλλιά της σφίχτηκαν περισσότερο στην χούφτα του, την τράβηξε κοντά του, με τα χείλη του να βουρτσίζουν σχεδόν τον λοβό του αυτιού της. Το μαχαίρι καθόταν ακόμη απαλά πάνω της.
«Αν μείνεις ήσυχη δεν θα χαράξω τίποτα πάνω σου.»
Η κοπέλα βόγκηξε στην τραχιά χροιά του. Εκείνος χαμογέλασε.
«Για κάθε βογκητό σου όμως, θα χαράζω και κάτι στην πλάτη σου.»
Μπήκε ξανά μέσα της, επιθετικά, σπρώχνοντας το κορμί της πάνω στο τραπέζι. Τα κόκκαλα της λεκάνης της είχαν ξεκινήσει να πονούν αλλά η ευχαρίστηση του εαυτού του μέσα της ήταν εντονότερη από οτιδήποτε άλλο.
«Αν θες να σταματήσω, ξέρεις την λέξη.»
Μούγκρισε προτού τον νιώσει ξανά μέσα της λίγο πιο έντονα από πριν. Με λίγη ώθηση, η Ρωξάνη ήταν ξαπλωμένη ξανά μπρούμυτα στο τραπέζι, με τα πόδια της ανοιχτά να κρατούν αντίσταση στο έδαφος.
Μπήκε μέσα της, ξανά και ξανά, με την ίδια ένταση, πιο γρήγορα, γεμίζοντας την ολόκληρος, στην προσπάθειά του να πάρει από εκείνη και το πιο μικρό αγκομαχητό, οτιδήποτε για να την φτάσει στα άκρα. Προσπάθησε να καλύψει το στόμα της με το χέρι της αλλά δεν την άφησε, το τράβηξε μακριά, ωθώντας τον εαυτό του και πιο έντονα πάνω της, πιο κοφτά.
Σύντομα, δεν μπορούσε να κρατήσει άλλον τον εαυτό της.
Με το πρώτο βογκητό, ο Άδης χαμογέλασε.
Έσυρε την λεπίδα ξανά στην κορυφή της πλάτης της, αφήνοντας το κρύο υλικό και την απειλή του πόνου να την στείλουν ένα βήμα πιο κοντά στο επόμενο αγκομαχητό της.
Τελικά, σταμάτησε το μαχαίρι κοντά στην μέση της.
Την γέμισε άλλη μια φορά έντονα, κέρδισε ακόμη ένα βογκητό και έπειτα πίεσε το μαχαίρι στο δέρμα της.
Ο οξύς πόνος που την διαπέρασε, το υγρό που ξεκίνησε να κυλάει λίγο-λίγο από την ανοιχτή χαρακιά, η ταυτόχρονη διείσδυση του μέσα της και τα τοιχώματά της που διογκώνονταν όλο και περισσότερο έκαναν αυτή την στιγμή για εκείνη ξεχωριστή.
Δεν σταμάτησε με την λεπίδα για τα επόμενα δευτερόλεπτα.
Αισθάνθηκε σαν να χαράζει κάτι συγκεκριμένο πάνω της. Αργότερα θα έβλεπε πως ήταν δύο γράμματα του ονόματός του. Όπως την χάραξε στην ψυχή, τώρα του ανήκει και το σώμα, σκέφτηκε.
Δεν έτρεχε πολύ αίμα αλλά ήταν αρκετό για να στείλει τον σαδιστικό εαυτό του στα ύψη της ικανοποίησης. Με μια ακόμη εισχώρηση μέσα της και την λεπίδα να απειλεί και τα επόμενα εκατοστά δέρματός της, η Ρωξάνη άφησε μια ακόμη ανάσα ικανοποίησης που με μια δεύτερη ώθηση έγινε βογκητό. Η λεπίδα γλίστρησε με πίεση πιο κάτω, ξανά βόγκηξε. Και το μαχαίρι χάραξε ακόμη δύο γράμματα.
Συνέχισε να την γεμίζει γρήγορα.
Η λεπίδα κατέβαινε όλο και πιο κάτω, φτάνοντας στους γλουτούς της. Το ένα του χέρι ανακάλυπτε δρομάκια με την απειλή και το άλλο χάιδευε τα στητά οπίσθιά της καθησυχάζοντας την από το τσούξιμο των πληγών.
Η παλάμη του πέρασε από το χαμηλότερο σημείο της μέσης της, άγγιξε τα λακκάκια της και με μερικές ακόμη ωθήσεις κατάφερε να βρει εκείνο το σημείο που δεν είχαν ακόμη ανακαλύψει οι δύο τους.
Ο αντίχειράς του το χάιδεψε απαλά, κάνοντάς την να κλαψουρίσει λίγο ακόμη, να ανατριχιάσει από την αρχή της ραχοκοκκαλιάς της μέχρι και το τέλος. Με δύο ακόμη κυκλικές κινήσεις, η Ρωξάνη βόγκηξε για τα καλά.
Χάραξε το τελευταίο γράμμα του ονόματος του κάτω από τα υπόλοιπα, ακούγοντάς την να φωνάζει σταδιακά και ισχυρότερα. Αποφάσισε να μην χαράξει τίποτε άλλο, αρκούσε να κρατά την λεπίδα στο δέρμα της, αρκούσε η απειλή.
Μπήκε μέσα της, βγήκε, ξανά ώθησε τον εαυτό του στην σχισμή της μόνο που αυτή τη φορά, ο αντίχειράς του χώθηκε στην δεύτερη είσοδό της, εκείνη που δεν είχε προλάβει να ανακαλύψει ακόμη.
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα στις απαλές τους κινήσεις και όταν το δάχτυλό του βγήκε απαλά με την πρόθεση να εισχωρήσει ξανά, κλαψούρισε από επιθυμία.
Ήταν ο τέλειος συνδυασμός.
Η λεπίδα να απειλεί το δέρμα της, ο πόνος από τις χαρακιές στην πλάτη της είχε γίνει γλυκός, όπως της άρεσε, ο ίδιος την γέμιζε ξανά και ξανά όλο και πιο έντονα και τώρα με τα δάχτυλά του φρόντισε και μια δεύτερη πηγή ικανοποίησης.
Χρειάστηκε μερικές ακόμη ωθήσεις για να φωνάξει δυνατά και εν τέλει να τελειώσει με εκείνον ακόμη μέσα της. Λίγο αργότερα, τελείωσε κι εκείνος κάπου πάνω της.
Η Ρωξάνη προσπάθησε να βρει την ανάσα της, όσο εκείνος περιεργαζόταν το σώμα της. Την φίλησε, επιβεβαιώνοντας για τους δύο πως αυτή ήταν η καλύτερη τους φορά μαζί. Η κοπέλα χαμογέλασε μέσα στο φιλί, ανακουφίζοντας την ανησυχία του.
Έπειτα από λίγο, ο Άδης την οδήγησε στο μπάνιο.
Κάθισαν μαζί στην μπανιέρα που γέμιζε σταδιακά με νερό. Εκείνος σαπούνιζε τα μαλλιά της κι εκείνη χαλάρωνε ελαφρώς ξαπλωμένη πάνω στο σώμα του.
Η κοπέλα είχε βρει τον άνθρωπό της και πλέον ήταν απόλυτα σίγουρη γι' αυτό. Ο άνδρας σκεφτόταν ακριβώς το ίδιο, την ίδια στιγμή.
Καθώς έπαιζε με την σαπουνάδα στα χέρια της, σαν να την άκουσε να λέει κάτι. Έφερε τον εαυτό του πιο κοντά της και η Ρωξάνη επανέλαβε. «Νομίζω εσύ θα είσαι η καταστροφή μου» ψιθύρισε.
Ο Άδης γέλασε. «Μήπως σε τρομάζει αυτό;»
Η κοπέλα αρνήθηκε αμέσως. «Αν είμαστε μαζί, τίποτα δεν με τρομάζει πια.»
Το στήθη του γέμισαν με ανακούφιση. Ο Άδης, ο εκτελεστής που τιμωρούσε τους ανθρώπους δίνοντας τις ψυχές τους στους πιστούς του δούλους, τον Χάροντα και τον Κέρβερο, ο Άδης, το τέρας, βρήκε τον άνθρωπο του.
Βρήκε εκείνη που τον είδε να σκοτώνει και τον αγάπησε ακόμη και έτσι.
Για κάθε πτυχή του.
....................
Η Ελίνα αγαπά τα παιδιά.
Τα λατρεύει.
Αλλά όταν έχει περίοδο και η Λόρεν τσιρίζει για περισσότερο από είκοσι δευτερόλεπτα, θέλει να αναστηθεί ο Ηρώδης, να δώσει ένα τέλος σε αυτό το παραλήρημα του δαιμόνιου δίποδου που ανικανοποίητο από οτιδήποτε άλλο εκτός από προσοχή κλαίει και ωρύεται εδώ και πόση ώρα.
Θα έπρεπε να ανησυχεί που κλαίει εδώ και δέκα λεπτά συνεχόμενα; Ναι.
Ανησυχεί; Ναι, για την ψυχική της ηρεμία.
Μέχρι τώρα δεν θα σηκωνόταν από το κρεβάτι της. Πονούσε απίστευτα και παρόλο που είχε ανοιχτό κλιματισμό λόγω της ζέστης του Ιούλη, η αιμορραγία του μήνα την έκανε να σιχαίνεται τον εαυτό της, να αισθάνεται ο πιο βρώμικος άνθρωπος στον κόσμο, δεν ήθελε να κουνηθεί και θα έμενε στο κρεβάτι με το κινητό της να βλέπει βίντεο από Κορεάτες να τρώνε διάφορα φαγητά και να χαλαρώνει με τους εξαιρετικά χαλαρωτικούς και ικανοποιητικούς ήχους που έβγαζαν.
Ναι, αυτό θα ήταν το απόγευμά της.
Αλλά η Λόρεν τσίριζε για δεκαπέντε λεπτά συνεχόμενα τώρα. Τι στο καλό κάνουν οι νταντάδες της; Ο πατέρας της που είναι;
Όταν πια είχε περάσει εικοσάλεπτο με το μωρό να κλαίει, ε η Ελίνα δεν άντεξε.
Έχει και κάποια όρια η ψυχική της ηρεμία! Και η Λόρεν τα είχε ξεπεράσει κατά πολύ.
Σηκώθηκε λοιπόν από το κρεβάτι της, αδιαφορώντας για το αν έχει λερωθεί με αίμα και ξυπόλυτη περπάτησε μέχρι το δωμάτιο που ακούει το τσιριχτό, τέρμα ενοχλητικό κλάμα.
Χτυπάει εννοείται προτού μπει αλλά μπουκάρει όπως και να έχει.
Στο βάθος, ο Φίλιπ κρατά την Λόρεν στην αγκαλιά του και προσπαθεί κάπως να την κάνει να ηρεμήσει. Το δυνατό κλείσιμο της πόρτας τραβά την προσοχή τόσο του άνδρα όσο και του κοριτσιού στην αγκαλιά του.
«Αφού βλέπεις ότι δεν ηρεμεί με αυτό που κάνεις, γιατί δεν κάνεις κάτι άλλο, που έχει σηκώσει στο πόδι ολόκληρο οικόπεδο;»
Ο Φίλιπ ξεφυσά, εντελώς αγανακτισμένος, σχεδόν πνιγμένος. «Της άλλαξα πάνα. Την έκανα μπάνιο. Την τάισα. Τι άλλο μένει να κάνω μετά εκτός από χαδάκια;»
Τον πλησίασε σχετικά μαλακωμένη. Ίσως επειδή άκουγε το μπούχτισμα στην φωνή του. Θα ήταν σίγουρα δύσκολο για εκείνον, ειδικά από την στιγμή που πριν τον θάνατο της Λιζ αυτός δεν ασχολούνταν τόσο πολύ με την μικρή και τώρα όσο μπορεί προσπαθεί να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο.
Πήρε την Λόρεν από την αγκαλιά του και την έσφιξε στην δικιά της. Όχι ότι θα γινόταν τίποτα διαφορετικό απλώς ίσως αν άλλαζε χέρια έστω και για λίγο να ηρεμούσε. Το μωρό εν τω μεταξύ δεν ηρέμησε, εννοείται.
Ίσα-ίσα, το κλάμα της έγινε περισσότερο.
Η Ελίνα θέλει να βάλει κι εκείνη τα κλάματα.
Και μετά ποιος θα τις ηρεμήσει και τις δύο; Ο Φίλιπ είναι ανίκανος να ηρεμήσει μόνο την μία, όχι και την άλλη στην περίοδό της κιόλας.
Έκανε κίνηση να την πάρει πάλι στην αγκαλιά του αλλά η Ελίνα τραβήχτηκε μακριά με το μωρό να τσιρίζει όλο και περισσότερο. Δεν του είπε τίποτα, ούτε όταν της πρότεινε να φύγει να ξεκουραστεί γιατί φαίνεται χάλια. Βγήκε από το δωμάτιο προτού ο Φίλιπ πει κάτι άλλο.
Ο άνδρας κοίταξε γύρω του, το δωμάτιο το παιδικό ήταν ένα χάλι μαύρο η αλήθεια είναι. Ζήτησε να το καθαρίσουν και για πέντε λεπτά πετάχτηκε μέχρι το δικό του δωμάτιο, να κάνει ένα μπάνιο, να αλλάξει προτού πάει στην Ελίνα, να κάνει μια δεύτερη προσπάθεια να ηρεμήσει την Λόρεν, αν δεν το έχει καταφέρει ακόμη εκείνη.
Εκείνη πάντως περπατούσε ξυπόλυτη στον κήπο, μέχρι το αγαπημένο της σημείο, και της έλεγε διάφορα μπας και ηρεμήσει αλλά το κοριτσάκι δεν έλεγε να ηρεμήσει. Ώσπου την άφησε κάτω στο γρασίδι, σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος και κοίταξε το μωρό να ησυχάζει επιτέλους, κοιτώντας γύρω του μπερδεμένο.
Κρατούσε την ανάσα της μήπως ξανά ξεκινήσει να κλαίει από στιγμή σε στιγμή αλλά πέρασαν γύρω στα δέκα λεπτά που το παιδί έκανε αναγνωριστική βόλτα στον κήπο και δεν έβγαλε άχνα.
Μια σουβλιά στην κοιλιά της χρειάστηκε για να θυμηθεί πως αιμορραγεί λόγω περιόδου και έκατσε κάτω αμέσως γιατί πάντα την ανακούφιζε κάπως να φέρνει τα πόδια της κοντά στο στήθος της.
Η Λόρεν όμως απλώς αποφάσισε να χωθεί στην αγκαλιά της, χωρίς να της αφήνει χώρο. Η Ελίνα ξεφύσησε. Ξάπλωσε στο γρασίδι και άφησε την μικρή Λόρεν να ξαπλώσει πάνω της, μη έχοντας άλλη επιλογή. Εκείνη κινούνταν σαν να ανακατεύει ζύμη στο μίξερ πάνω της αλλά δεν έκλαιγε και η Ελίνα εκείνη την ώρα δεν πονούσε άρα δύο σε ένα αυτή η στάση.
Παρόλα αυτά, μόνες τους έμειναν το πολύ είκοσι λεπτά.
Κάποιος περπατά στο γρασίδι και αν η Ελίνα σηκώσει το βλέμμα της προς τα βάθος θα δει τον Φίλιπ. Κρατά σεντόνι, δεύτερο σεντόνι, νερό και φαγητό.
Της χαμογελά ελαφρώς προτού στρώσει το σεντόνι λίγο πιο δίπλα της και όταν αφήνει τα υπόλοιπα που κρατάει, της κάνει νόημα να μετακινηθεί εκεί που έστρωσε γιατί εντάξει, βρώμισαν αρκετά τα ρούχα τους, αλλά ας μην καθίσουν άλλο. Κρατούν και υγρασία τα χορτάρια.
Η κοπέλα δεν κάθισε να διαφωνήσει. Σηκώθηκε άτσαλα και μετακινήθηκε στο σεντόνι κρατώντας την Λόρεν στην θέση της σταθερή, χωρίς να κάνει σβούρες.
Ο Φίλιπ έκανε να φύγει. Η Ελίνα τον σταμάτησε.
«Φεύγεις;»
«Δεν νομίζω πως μπορείς να αντέξεις και τους δύο μας στον ίδιο χώρο αυτή τη στιγμή.»
Η Ελίνα γέλασε. «Μπορείς να καθίσεις για λίγο;»
Την κοιτά μπερδεμένος. «Είναι κάποιου είδους παγίδα αυτό;»
«Αν αλλάξω γνώμη, άλλαξα.»
Δεν χρειάστηκε κάτι παραπάνω από αυτό. Λίγες στιγμές αργότερα είχε πάρει την θέση του δίπλα της, ξαπλωμένος, να παίζει με την μικρή Λόρεν και να αφήνει την Ελίνα να τους κοιτά χαμογελώντας.
Το Σάββατο εκείνο ήταν δύσκολες οι ετοιμασίες.
Αρχικά, η Ελίνα έκλαιγε σε όλη την διάρκεια των ετοιμασιών. Από το επόμενο πρωί που ξύπνησε με μάτια πρησμένα, το δωμάτιο της είχε γεμίσει με κόσμο. Οι αδερφές της, Σεραφίνα και Νιόβη δεν της μιλούσαν καθόλου και τελικά δεν ξανά επισκέφτηκαν το δωμάτιό της μέχρι το μεσημέρι του Σαββάτου, όταν θα έπρεπε να ετοιμαστεί. Η Ελίνα ήταν σίγουρη πως αυτό ήταν πρωτοβουλία της Νιόβης, η Σεραφίνα ήταν πάντα πιο ευαίσθητη.
Δεν την επισκέφτηκαν λοιπόν, την άφησαν να το περάσει εντελώς μόνη της. Η Νιόβη ήταν της άποψης πως αν δεν πονέσει δεν θα το ξεπεράσει, δεν χρειαζόταν κανέναν να καθίσει μαζί της και να της δώσει κάποιον ώμο να κλάψει.
Παρόλα αυτά, δύο ώρες πριν να χρειαστεί να εμφανιστεί στην μεγάλη αίθουσα δεξιώσεων της Οικογένειας, η Νιόβη την άφησε να κλάψει γοερά με την υπόσχεση πως θα ήταν η τελευταία φορά. Με την υπόσχεση πως ο αρραβώνας δεν θα έσπαγε και θα έμενε πιστή στην Οικογένειά της, γιατί αυτή η δέσμευση ήταν για το καλό της Οξφόρδης.
Δύο ώρες μετά, όταν η μητέρα της ανέβηκε μέχρι το δωμάτιό της για να την συνοδέψει μιας που είχαν μαζευτεί όλες οι Οικογένειες, ήταν σαν να μην είχε κλάψει ποτέ. Έτοιμη, ντυμένη, στολισμένη με τα πιο ταιριαστά κοσμήματα, ένα φόρεμα που φώτιζε το βλέμμα της. Φορούσε και ένα μικρό χαμόγελο.
«Ο Τσάρλι είναι καλός άνδρας. Μετά τον αρραβώνα θα μείνετε μαζί, θα γνωριστείτε και θα δεις... Θα ταιριάξετε. Στο εγγυώμαι.»
Η Ελίνα έγνεψε και κράτησε το μπράτσο σφιχτά προτού κατέβουν τις σκάλες. Δεν της είπε τίποτα απολύτως απλώς χαμογέλασε πλατύτερα. Ένα βήμα σε ένα σκαλί και ένα επόμενο για να μαζέψει κάθε βλέμμα πάνω της.
Δεν άφησε τον εαυτό της να κοιτάξει τον Φίλιπ, αλλά άφησε τα μάτια της στον Γκάμπριελ ο οποίος την κοιτούσε χαμογελώντας. Η ματιά του της έδωσε θάρρος. Από εκεί και έπειτα ο Γκάμπριελ θα ήταν για εκείνη ένας φίλος και όποτε θα τον κοιτούσε θα ένιωθε ασφάλεια. Του χαμογέλασε με νόημα, αποστρέφοντας έπειτα την ματιά της. Δεν κοίταξε τον Φίλιπ λεπτό μέχρι να βρεθεί στο χαμηλότερο σκαλί και όταν μπήκε στον πειρασμό να το κάνει, ο Τσάρλι την πλησίασε, της χαμογέλασε προτού φιλήσει το χέρι της και την τραβήξει κοντά του.
Ο Φίλιπ δεν μπορούσε να κοιτάει.
Κρατούσε το ποτήρι με το ποτό του σφιχτά και έπινε σαν μανιακός κάθε φορά που αισθανόταν τον κόμπο στον λαιμό του να μεγαλώνει και τις κόγχες των ματιών του να δακρύζουν. Οπότε απλώς δεν την κοιτούσε.
Ο Γκάμπριελ τον είχε καταλάβει. Του έλεγε διάφορα άσχετα κατά την διάρκεια των αρραβώνων και ειδικά την στιγμή που τον είδε να περνά το δαχτυλίδι στο χέρι της, φρόντισε ο Φίλιπ να ακούει κάτι άλλο, όχι εκείνες τις τυπικές υποσχέσεις των Οικογενειών.
«Θες να φύγουμε;» τον ρώτησε κάποια στιγμή. Εκείνος κοίταξε τον πατέρα του, ο οποίος γελούσε με κάτι που του έλεγε ο Ρίο και φαινόταν να περνάει καλά.
«Είναι νωρίς ακόμη. Θα τραβήξουμε τα βλέμματα.»
«Πάμε στον κήπο;»
«Όχι», του ψιθύρισε, «όχι στον κήπο. Πάμε κάπου αλλού;»
Ο Γκάμπριελ είπε κάτι στον Ρίο και τον Άλμπερτ προτού απομακρυνθεί μαζί του στο βάθος της αίθουσας, εκεί όπου θα κρυβόταν κάτι που δεν είχαν ανακαλύψει αλλά θα τραβούσε την προσοχή του Φίλιπ μακριά από την Ελίνα, που κρατούσε το μονοπώλειό της.
Όλοι τους κοιτούσαν.
Ήταν η επόμενη γενιά διοίκησης της Βρετανικής Επικράτειας. Και από τα νέα των βασανιστηρίων του Γκάμπριελ κάποιους μήνες πριν, όλα έδειχναν πως αυτή η γενιά θα ήταν διαφορετική από τις προηγούμενες.
Ήδη περπατούσαν οι δύο τους στην αίθουσα και απέπνεαν σεβασμό και κυριαρχία. Τα θηλυκά της αίθουσας, που ανήκαν κι εκείνα στην επόμενη γενιά αγωνιούσαν, ποια από όλες τους θα γινόταν η Πρώτη Κυρία στο πλάι του Φίλιπ; Ποια θα γινόταν η πρώτη Επίτιμη Κυρία στο πλάι του Γκάμπριελ;
Και η Ελίνα τους κοιτούσε θλιμμένα.
Χάθηκαν από την οπτική όλων τους έπειτα από λίγο.
Η Ελίνα συνέχισε να χαιρετά κόσμο. Ώσπου δεν άντεξε και αποχώρησε από το πλάι του Τσάρλι με μια πιστευτή δικαιολογία. Λίγο αργότερα κρυβόταν στο πιο σκοτεινό σημείο του δωματίου που τους είχε ακούσει να περιεργάζονται.
Ο Γκάμπριελ κάτι έλεγε, ο Φίλιπ έμενε σιωπηλός.
Ο Γκάμπριελ την κατάλαβε αμέσως. «Θα πάω στο αυτοκίνητο. Νομίζω ήρθε η ώρα να φύγουμε, θα ενημερώσεις εσύ τον Ρίο;» Ο φίλος του του δεν τον κοίταξε, έγνεψε και συνέχισε να κοιτά κάποια συλλεκτικά κομμάτια μιας συλλογής που του περνούσε αδιάφορη μέχρι πρότινος αλλά τώρα αποσπούσε τις σκέψεις του από εκείνη.
Σύντομα, έμεινε μόνος του στο δωμάτιο, ή έτσι πίστευε.
«Νόμιζα δεν θα ερχόσουν.»
Τον είδε να ρίχνει το κεφάλι του προς τα πίσω, αφήνοντας ένα γέλιο ειρωνικό. «Δεν είχα άλλη επιλογή.»
«Αν είχες επιλογή;»
«Σημασία έχει πως δεν είχα επιλογή.»
Προχώρησε κοντά του, κρατώντας μια μικρή απόσταση ανάμεσά τους. «Σημασία έχει πως δεν είχα επιλογή», επαναλαμβάνει για την ίδια εκείνη.
«Αν είχες επιλογή;» την ρωτά τώρα αυτός.
Δεν του απαντά, μένει να τον κοιτάζει χαμογελώντας γιατί είναι η πρώτη φορά που τα μάτια του την άγγιξαν σήμερα. Και η σκέψη και μόνο την κάνει να φτερουγίσει ολόκληρη, να στείλει ζέστη παντού σε όλο της το κορμί.
«Τι επιλογή να είχα;»
«Αν σου έλεγα να φύγουμε εδώ και τώρα. Ο Γκάμπριελ είναι στο αμάξι, αν του πούμε να μας πάει στην άλλη άκρη της Αγγλίας, θα το κάνει. Αν σου έδινα την επιλογή να τα παρατήσει τώρα όλα και να φύγουμε μαζί μακριά από όλους... Τι θα έκανες;»
«Θα σου έλεγα πως είσαι τρελός.»
«Θα δεχόσουν όμως;»
«Το εννοείς;»
«Δεν χρειάζεται να πεις ναι, απλώς πιάσε το χέρι μου και πάμε να φύγουμε τώρα. Θα μας βρουν, αυτό είναι σίγουρο... Και μπορεί να μας σκοτώσουν ή μπορεί να μας τιμωρήσουν και έπειτα να παντρευτεί ο καθένας αυτόν που θα του πουν, αλλά θα έχουμε ζήσει κάτι. Όχι μόνο μερικά ραντεβού στον κήπο του σπιτιού μου. Τι λες; Θα το κάνεις; Θα φύγεις μαζί μου;»
Δάγκωσε τα χείλη της τόσο δυνατά που ένιωσε αίμα στην γλώσσα της. Αν φύγει τώρα η Οικογένειά της θα καταστραφεί. Αν δεν φύγει, θα καταστραφεί εκείνη.
Το χέρι του που τόση ώρα ήταν υψωμένο μπροστά της έπεσε μα φόρα στο πλάι του. Χαμογέλασε γλυκόπικρα, έκανε δύο βήματα πίσω και την άφησε να δει το τελευταίο δάκρυ που θα έριχνε για εκείνον τον έρωτα.
«Σου εύχομαι να ευτυχήσεις. Ειλικρινά. Στο εύχομαι με όλη μου την καρδιά. Αξίζεις όλα τα καλά του κόσμου, οπότε ίσως εγώ δεν είμαι το καλύτερο. Εύχομαι να κάνεις οικογένεια, να τον κοιτάς και να τον ερωτεύεσαι λεπτό με το λεπτό και εγώ να είμαι για εσένα ο πρώτος σου έρωτας που δεν θα ξεχάσεις ποτέ αλλά εκείνος να είναι ο έρωτας που θα με ξεπερνά και έτσι δεν θα πονάμε και οι δύο. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου και σου υπόσχομαι να μην σε αφήσω ποτέ να πάθεις κακό, αν αυτό περνά από το χέρι μου. Θα μου λείπεις, θα σε σκέφτομαι αλλά θα εύχομαι πάντα το καλύτερο για εσένα.»
Χάθηκε από το δωμάτιο προτού του απαντήσει.
Και από εκείνο το βράδυ, δεν έκλαψε ξανά για τον Φίλιπ. Πέρασαν οι μήνες, πέρασαν τα χρόνια.
Ο Τσάρλι δεν την πίεσε ποτέ για τίποτα αλλά κάποια χρόνια μετά, όταν έμαθε πως ο Φίλιπ παντρεύτηκε και ότι περίμενε παιδί, αισθάνθηκε πως ήταν υποχρέωσή της να τον αφήσει να κοιμηθούν στο ίδιο κρεβάτι.
Και κάποιες νύχτες μετά, τον άφησε να την αγκαλιάσει και κοιμήθηκε μαζί του με την ελπίδα πως αυτή θα ήταν η αρχή της νέας της ζωής.
Λίγο καιρό μετά έμεινε έγκυος.
Λίγο καιρό μετά απέβαλε.
Πέρασα μερικά χρόνια, δύο ή τρία.
Έμεινε πάλι έγκυος.
Απέβαλε ξανά.
Και μετά ο Τσάρλι πέθανε, σε μια από τις αποστολές της Οικογένειας.
Ήταν δυστυχισμένη. Σαν η ευχή του να είχε γίνει κατάρα. Και πέρασαν τα χρόνια, ο Γκάμπριελ βρέθηκε στο σπίτι τους αιχμάλωτος. Κάποια από τα βράδια που τον βασάνιζε η Νιόβη, τον άκουγε να φωνάζει τελικά και η ψυχή της πικραινόταν. Τον θεωρούσε φίλο της και τον είχε αφήσει να υποφέρει. Γι' αυτό της ήταν δύσκολο να τρώει μαζί του έπειτα σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Την κοιτούσε σαν να ήταν όλα καλά και αυτό την πλήγωνε περισσότερο.
Μετά τον έβαλε να υποσχεθεί πως δεν θα την σώσει από την καταστροφή που ερχόταν, όμως την έσωσε ο Φίλιπ και η καρδιά της, όσο κι αν το μισούσε αυτό, κάπου πολύ βαθιά, γαλήνεψε.
Τον μίσησε για κάποιες μέρες που αφάνισε όλη την Οικογένειά της, δεν ήξερε πως τα έκανε όλα ο Γκάμπριελ.
Μετά έμαθε να συνυπάρχει στον ίδιο χώρο μαζί του.
Έμαθε να απολαμβάνει την παρουσία του.
Και τώρα του ζητούσε να καθίσει μαζί της γιατί μισούσε την απουσία του.
Η Ελίνα σιγά σιγά έπεφτε ξανά στον πρώτο της έρωτα. Και δεν είχε δύναμη να το αρνηθεί.
....................
Η Ρωξάνη κοιτούσε το κινητό της καθώς ο Γκάμπριελ ήταν κάπου στο βάθος και περίμενε στην ουρά για να αγοράσει όσα θα φάνε και θα πιούν κατά την διάρκεια της ταινίας. Στην αρχή διαμαρτυρήθηκε αλλά από την στιγμή που του έκανε δώρο τα εισιτήρια για την καινούρια ταινία του Έλβις, εκείνος θα πλήρωνε για το φαγητό.
Δέχτηκε με ένα πεταχτό φιλί στα χείλη και έπειτα κάθισε στην άκρη του χώρου αναμονής μέχρι να τους αφήσουν να περάσουν στην αίθουσα. Κοιτούσε κάτι στα μηνύματά της όταν ένιωσε κάποιον να σκουντά τον ώμο της και έπειτα μια σχεδόν γνώριμη φωνή. «Ρωξάνη; Εσύ είσαι έτσι; Δεν κάνω κάποιο λάθος;»
Γύρισε το σώμα της να κοιτάξει αυτόν που την σκουντά και προς μεγάλη της έκπληξη, ο φίλος του Τζον από το πάρτι γενεθλίων του κάποιους μήνες πριν, με το αστείο όνομα, Θίοντορ, όπως ο σκίουρος, την κοιτά χαμογελώντας.
«Εγώ είμαι ναι», χαμογελά έπειτα από λίγο. Την αγκαλιάζει χωρίς να την ρωτήσει και την σφίγγει λες και είχαν περάσει περισσότερο από τρείς ώρες μαζί στο ίδιο πάρτι.
«Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!»
Γνέφει χαμογελώντας αμήχανα δίχως να συμφωνεί μαζί του.
«Δεν απάντησες ποτέ σε εκείνο το μήνυμα που σου είχα στείλει.» Η Ρωξάνη τον κοίταξε μπερδεμένη προσπαθώντας να θυμηθεί για τι πράγμα μιλάει. «Εκείνο που σου είχα πει να πάμε καμία βόλτα κάποια στιγμή», της θύμισε εκείνος.
Α. Εκείνο το μήνυμα. Γιατί δεν το είχε απαντήσει;
Α, ναι. Γιατί την περίμενε ο Γκάμπριελ έξω από το διαμέρισμά της, δύο εβδομάδες αφού είχε μάθει ότι είναι ο Άδης και αφού τον είχε δει να σκοτώνει. Οκέι, θα ήταν μια εντάξει δικαιολογία αν δεν περιλάμβανε τον εκτελεστή σύντροφό της.
«Δεν ήθελα να απαντήσω η αλήθεια είναι. Δεν ήθελα να σου πω ψέματα.»
«Το φαντάστηκα ότι δεν ήθελες. Εντάξει, δεν πειράζει. Τι σε φέρνει στο σινεμά;» Προσπαθεί ο καημένος να κάνει συζήτηση αλλά η Ρωξάνη δεν είναι καν σίγουρη αν θέλει.
«Με φέρνει ό,τι φέρνει και τους υπόλοιπους. Ήρθαμε για την νέα ταινία του Έλβις.»
«Ήρθατε; Είναι εδώ και η Αλέξα;» ακούστηκε ενθουσιασμένος. «Κάτσε, η Αλέξα με τον Τζον είναι στο Λονδίνο.»
Η Ρωξάνη ένεψε αμήχανα. «Έχουμε να μιλήσουμε πολύ καιρό με εκείνη.»
«Λυπάμαι γι' αυτό...»
Ανασήκωσε τους ώμους της. «Εντάξει, δεν με πειράζει.»
Την κοιτά για λίγο ακόμη, έχοντας ανάμεσα τους μια αμηχανία. Η οποία εννοείται και διακόπτεται από τον ψηλό άνδρα με την ουλή που τους πλησιάζει και κρατά με δυσκολία όσα φαγητά αγόρασε.
Ο Θίοντορ μένει παγωμένος να τον κοιτά, κυρίως γιατί βλέπει πόσο επικίνδυνος φαίνεται σε όλους και αναρωτιέται αν είναι πράγματι τόσο τρομακτικός αν του μιλήσει ή αν είναι η ιδέα του.
«Σου πήρα νάτσος με λιωμένο τυρί, ένα μεγάλο ποπ κορν και ζελεδάκια ουράνιο τόξο που σου αρέσουν, τα ξινά. Αναψυκτικά έχω στην τσάντα. Εντάξει;» Έσκυψε να την φιλήσει απαλά και έπειτα γύρισε τον κορμό του μονάχα λίγο.
«Είμαι ο Γκάμπριελ, χαίρομαι που σε γνωρίζω.» Με το ελεύθερο χέρι του κάνει κίνηση για χειραψία την οποία Θίοντορ εκμεταλλεύεται.
«Θίοντορ, χάρηκα κι εγώ.»
«Είσαι κι εσύ κάποιος τρελός μπάρμαν που θα έχει κάποια περίεργη ιστορία να μου πει σχετικά με την Ρωξάνη ή γνωρίζεστε από αλλού;» γελάει, μοιάζει εύθυμος και έτσι κανένας από τους δύο δεν καταλαβαίνει ότι είναι απλώς μια τακτική ανάκρισης.
«Α, όχι! Εγώ την Ρωξάνη την γνώρισα σε ένα πάρτι πριν κάποιους μήνες. Είχε γενέθλια ένας κοινός μας φίλος και κάναμε καλή παρέα. Αυτό.»
Η μπαργούμαν χαμογελάει και επιβεβαιώνει. «Ναι, δεν έχει καμία αστεία ιστορία εδώ.»
«Η αλήθεια είναι πως μου είχε τραβήξει την προσοχή, της είχα στείλει να βγούμε αλλά δεν απάντησε ποτέ.»
Ο Γκάμπριελ ανασήκωσε το φρύδι του. «Καταλαβαίνεις πως δεν είναι καλή επιλογή να πεις στον σύντροφό της ότι την γούσταρες έτσι; Αυτομάτως μπαίνεις στο μπλακ λιστ μου.» Αφήνει και ένα μικρό γελάκι για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Γελάει και ο Θίοντορ. Η Ρωξάνη έχει γίνει κόκκινη.
«Ναι, τώρα βγάζει νόημα γιατί δεν απάντησε ποτέ. Αν και ο Τζον μου είχε πει πως ήταν φρεσκοχωρισμένη οπότε-»
«-Χάρηκα πολύ που τα είπαμε, Θίοντορ, ειλικρινά! Επειδή μας φωνάζουν για να μπούμε στην αίθουσα, πρέπει να φύγουμε, εύχομαι να τα ξαναπούμε.»
Τραβά από το χέρι τον Γκάμπριελ προτού προλάβει ο τύπος να σηκώσει αντίσταση και με οδηγό εκείνη προχωρούν προς το βάθος όπου ο υπάλληλος ελέγχει τα εισιτήρια.
Νιώθει το βλέμμα του Γκάμπριελ πάνω της, η αλήθεια είναι πως την καίει καθώς την κοιτά χαμογελώντας.
«Έλα, πες το.»
Μα δεν της λέει κάτι. Γυρίζει να τον κοιτάξει και κρατά τα χείλη του όσο το δυνατόν πιο σφιχτά για να μην γελάσει. Αλλά δεν κρατιέται και ξεσπά σε γέλια. Η Ρωξάνη δεν κάνει τίποτα. Τίποτα απολύτως. Υπομένει το γάργαρο γέλιο του και προχωρά στον υπάλληλο με τα εισιτήριά τους χωρίς να του δίνει σημασία.
Εκείνος έχει ξεκαρδιστεί.
Την ακολουθεί πιστά μέχρι την αίθουσα που τους είπε ο κύριος και συνεχίζει να γελάει, φανερά διασκεδασμένος από την όλη φάση με τον Θίοντορ.
«Δεν καταλαβαίνω τι βρίσκεις τόσο αστείο.»
Κάθονται στις θέσεις του κι αυτός ακόμη δεν έχει ηρεμήσει. Σκουπίζει τα δακρυσμένα μάτια του, είχε καιρό να γελάσει έτσι. «Δεν ξέρω γιατί γελάω. Με τι απ' όλα γελάω βασικά.»
Η Ρωξάνη είχε την επιλογή να τον ακούει να γελάει σαν χαζός ή να του πει κάτι που θα τον κάνει να σοβαρέψει αμέσως και έτσι να σταματήσει να θυμώνει και περισσότερο.
Σιγά μην έμενε να τον ακούει να γελάει.
«Τώρα που σε βρίσκω έτσι... εύθυμο και χαρούμενο, είναι καλή ώρα να σου ανακοινώσω ότι την Κυριακή αυτή θα φάμε στους γονείς μου. Έτσι;»
Και εννοείται το γέλιο του κόβεται μαχαίρι. «Τι;»
«Αυτή την Κυριακή θα φάμε στους γονείς μου. Θα είναι και άλλοι συγγενείς. Η μαμά μου κάνει κάθε χρόνο τραπέζι για τα γενέθλιά μου μια εβδομάδα πριν οπότε φέτος ο μπαμπάς μου επέμενε να έρθεις κι εσύ. Και συμφωνώ. Θα φάμε με τους γονείς μου λοιπόν.»
Την κοιτά χαμένος. Αγχώθηκε απότομα; Περίπου.
«Δεν χαίρεσαι που θα γνωρίσεις την δική μου οικογένεια;»
Χαιρόταν. Βέβαια και χαιρόταν.
Αλλά το ερώτημα ήταν άλλο.
Πως στο καλό θα κατάφερνε να τον συμπαθήσουν;
»«»«»«
Πρώτον: Η ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ. Η ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ. Η ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ.
Μαχαίρια. Σεξ. Αίματα. Κακό. ΠΩΣ ΣΑΣ ΦΑΝΗΚΕ;
Δεύτερον: Ελίνα και Φίλιπ, μάθαμε τι συνέβη εντελώς μεταξύ τους και τώρα η Ελίνα είναι στο τσακ να ενδώσει στα συναισθήματά της.
Τρίτον: Την Καλησπέρα μας στον Θίοντορ. Έκανε τον Γκάμπριελ και γέλασε, ευτυχώς.
Τέταρτον: Ο Γκάμπριελ θα γνωρίσει τους γονείς της Ρωξάνης. ΤΕΛΕΙΟ; Αχ, μια από τις σκηνές που ανυπομονώ να γράψω.
Δεν άργησα πολύ πάντως, έτσι; Τρεις μερούλες. Άντε, μακάρι να μην αργήσω και στο επόμενο γιατί ρε σεις ανυπομονώ να φτάσω στο τέλος. Αυτές τις μέρες το τελειοποιώ στο μυαλό μου κι ενώ από την μια αγχώνομαι από την άλλη ανυπομονώ να το διαβάσετε. Αχ. Αυτά από εμένα.
Έχετε κάτι να μου πείτε; Να μου προτείνετε; Τίποτα; Καλά. Σας αγαπώ.
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top