𝐹𝑜𝑢𝑟𝑡𝑦. 𝑇ℎ𝑒 𝐺𝑎𝑟𝑑𝑒𝑛 𝑅𝑜𝑠𝑒

Ο οποιοσδήποτε θα ήθελε να είναι μπροστά όταν η Ρωξάνη έστειλε το βιογραφικό της στον υπεύθυνο του Εσκομπάρ και έπειτα σχεδόν λιποθύμησε από το άγχος της όταν το μέιλ στάλθηκε. Κρατούσε το κινητό της συνεχώς στο χέρι και κάθε ειδοποίηση που ερχόταν την κοιτούσε αρχικά μανιωδώς και έπειτα εντελώς απογοητευμένα την αγνοούσε γιατί ήταν πάλι ένα μήνυμα σε μια ομαδική.

Εν τω μεταξύ, απάντηση στο μέιλ της ήρθε μέσα στην νύχτα, οπότε εκείνη την είδε το πρωί και σοκαρίστηκε με την απλότητα της, σαν να απομυθοποίησε τον υπεύθυνο που διάβασε το βιογραφικό της.

Την καλούσε να πάει για δοκιμαστικό, ίσως το πιο αγχωτικό δοκιμαστικό που έχει κάνει ποτέ της. Στα μάτια της κυρίως.

Σηκώθηκε νωρίς εκείνη την μέρα παρόλο που το δοκιμαστικό ξεκινούσε στις τρείς και στην καλύτερη των περιπτώσεων η σειρά της να ερχόταν πέντε λεπτά πριν το μαγαζί ανοίξει, οπότε με την τύχη της δεν θα την έβλεπαν πολύ και έτσι η δουλειά θα πήγαινε σε κάποιον που θα τους είχε φάει τον χρόνο ώρες.

Παρόλα αυτά από πολύ πρωί είχε ξεκινήσει τα μποτέ της, είχε βάλει μάσκες προσώπου και είχε βάψει μέχρι και τα νύχια της ώστε στη μία και μισή να κοιτάει την ντουλάπα της.

Είχαν συμφωνήσει με την Αλέξ να μην βάλει κάτι πολύ απλό, τύπου τζινάκι και μπλούζα γιατί θα έδειχνε πολύ απλή αλλά από την άλλη, αν αυτό είναι το στυλ της καλό θα ήταν να το ξέρουν από πριν. Την άκουσε βέβαια. Έβαλε υφασμάτινο χαλαρό παντελονάκι, με τιραντάκι αλλά με το κρύο που είχε έβαλε και ένα γκρι πουλόβερ, έτσι για να νιώθει ζεστασιά καθώς της λένε «θα σας ειδοποιήσουμε».

Ήταν αρκετά απαισιόδοξη η αλήθεια είναι αλλά εντάξει, αυτό θα το έφτιαχνε με τον καιρό.

Στο ταξί για το Εσκομπάρ αναλογιζόταν τι μπορεί να πάει στραβά. Στο ταξί για το Εσκομπάρ δεν σκέφτηκε καθόλου τι θα γινόταν αν τα πράγματα πήγαιναν κατευχήν.

Φτάνοντας, όπως υπέθεσε και η ίδια, δεν ήταν μόνη της.

Περίμεναν περίπου πενήντα άτομα μπροστά της και ήδη έρχονταν αρκετοί μετά από εκείνη. Και το δοκιμαστικό ξεκινούσε σε ένα τέταρτο, πόσοι ακόμη θα έφταναν; Άραγε θα τους έβλεπαν όλους; Ήλπιζε ναι, δεν ήταν να αγχώνεται και για το αν θα προλάβαινε να δοκιμαστεί σήμερα.

Τελικά, άκουσε το όνομά της στους πρώτους τριάντα και ενώ νόμιζε πως θα είχε απίστευτο άγχος, τα χέρια της λύθηκαν όταν της είπαν τι ποτά θέλει να τους φτιάξει και της ζήτησαν να τους παρουσιάσει τον εαυτό της στο μεσοδιάστημα.

Το καλό με την Ρωξάνη είναι πως ποτέ, μα ποτέ, δεν έκανε ζογκλερικά για να εντυπωσιάσει απλώς. Δεν ήταν επιτηδευμένα, απλώς τύχαινε να προκαλούν αντιδράσεις, έντονες μάλιστα.

Την ενδιέφερε από πάντοτε να έχει ένα πεντανόστιμο ποτό, παρά να έχει μια φαντασμαγορική παρουσίαση των ταλέντων της στο πως πετάει τα μπουκάλι στον αέρα, πως γλιστρούν μέσα από τα δάχτυλά της τα ποτήρια, τα δοχεία, τα σέικερ.

Παράλληλα, δεν ήταν στατική. Οι κινήσεις της ψάχνοντας τα υλικά της ήταν απαλές και ταίριαζαν με την μελωδία που έβγαινε από τα χείλη της όσο έπαιζε χαμηλά η μουσική, για να μην βυθιστούν εντελώς στην σιωπή.

Ένας από τους επιβλέποντες δεν μπορούσε παρά να νιώσει, να αισθανθεί πως αυτή η κοπέλα θα ήταν σίγουρα μια παρουσία ευχάριστη πίσω από την μπάρα, ίσως να επιβίωνε και σε μια πιθανή επίσκεψη στο γραφείο του αφεντικού.

Δεν πέρασε καν πολλή ώρα από την στιγμή που τις ζήτησαν τι να τους φτιάξει και άφησε μπροστά τους τα ποτήρια με τα ποτά. Ήταν ειλικρινά πανέμορφα, χρώματα έντονα αλλά σωστά, χρώματα που τους δελέαζαν να τα δοκιμάσουν αμέσως και μια παρουσίαση που θα έδενε τέλεια με το υπόλοιπο πακέτο.

«Ρωξάνη, έτσι;» Η κοπέλα γνέφει. «Όσο εμείς δοκιμάζουμε, θες να μας φτιάξεις κάτι τελευταίο;»

«Αμέ!» το αγαπημένο της, «Υπάρχει κάποιος περιορισμός;»

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

«Όχι, κανένας.»

Χαμογέλασε και ξεκίνησε να ψάχνει γύρω της για τα ποτά που ήθελε.

Για μια στιγμή γύρισε και κοίταξε φευγαλέα στο βάθος του μαγαζιού, σαν να περνούσε κάποιος από εκεί, μια φιγούρα σωματώδης, μια φιγούρα σκοτεινή.

Δεν είδε πολλά, πρόλαβε μονάχα ένα γκρι βλέμμα να πέφτει για κλάσματα του δευτερολέπτου πάνω της και μια ουλή να σκίζει στην μέση το σκότος.

Ο άνδρας εξαφανίστηκε προς τις σκάλες στο βάθος. Εκείνη έμεινε με μια ταχυκαρδία αδικαιολόγητη.

Ήταν το σκοτάδι που πλησίασε στην καρδιά της μα το αγνόησε γιατί είδε φτερά κομμένα στην πλάτη του; Ήταν το αγνό λευκό ή το αμαρτωλό κόκκινο που γέμισε το δωμάτιο;

Ήταν διαφορετικός από οποιονδήποτε είχε γνωρίσει.

Χρειάστηκε μια ματιά για να νιώσει την αντίθεση. Χρειάστηκε μια ματιά για να αισθανθεί το απαλό άγγιγμα των φτερών του και δύο φανταστικά χείλη να ακουμπούν το δέρμα της τραχιά, σκληρά, παγωμένα.

Βρισκόταν στον Υπόκοσμο.

Και έτσι το ποτό που τους έφτιαξε ήταν της στιγμής. Ήταν κάτι που γέννησε το μυαλό της και δεν μπόρεσε να αντισταθεί από το να τους το δώσει να δοκιμάσουν.

«Λέγεται Underworld» είπε εκείνη.

Ο Κάτω Κόσμος... Ο Άδης... Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

Αυτή είναι. Αυτή είναι η ιδανική και το ήξεραν.

Αυτή δεν θα φοβόταν τον υπόκοσμο, ψιθύρισαν μεταξύ τους.

«Προσλαμβάνεσαι.»

Έγνεψε και ήταν έτοιμη να ξεκινήσει από την ίδια μέρα. Η ελπίδα να δει ξανά εκείνον τον άνδρα δεν έφυγε στιγμή από το μυαλό της. Ήταν θαρραλέα, ήταν αποφασισμένη να τον πλησιάσει, να νιώσει από κοντά το σκότος και το φως που έκρυβε τόσο καλά μέσα του.

Στιγμή δεν τον έβγαλε από το μυαλό της. Και όταν τον είδε μισό χρόνο αργότερα να τραβά έναν άνδρα από τον γιακά, να κρατά έπειτα το χέρι της ανήσυχος να δει αν είναι εντάξει και τελικά να χτυπά με δύναμη τον ίδιο άνδρα που της είχε επιτεθεί νωρίτερα, αισθάνθηκε την μάχη του εαυτού του με το αγνό και το αμαρτωλό.

Αν την ρωτήσεις τώρα τι αισθάνθηκε τότε, όταν τον είδε για πρώτη φορά, ίσως να σου απαντούσε πως ήταν απλώς ενθουσιασμένη μαζί του. Μα ούτε εκείνη δεν ξέρει πως ακριβώς εκείνη την πρώτη φορά, που η ματιά της έπιασε το βλέμμα του, ερωτεύτηκε τις αντίθετες πλευρές του μεμιάς.

Τις γνώρισε αργότερα. Πρώτα την φωτεινή και έπειτα το σκοτάδι της άλλης.

Μα τις είχε ερωτευτεί από την αρχή.

Θυμάσαι εκείνα τα λουλούδια; Αυτά που είχαν ανθίσει και ο ίδιος ο Αφέντης του Παλατιού δεν γνώριζε πως;

Η ίδια η Περσεφόνη τα φύτεψε. Έσπειρε τους καρπούς τους εκείνη την πρώτη φορά που αναζήτησε το σκοτάδι.

Έτσι άνθισαν εκείνα τα λουλούδια.

......................

Διάβαζε την εφημερίδα του ήρεμος, χαλαρός, με ένα τσιγάρο στο στόμα να ενοχλεί μια χαρμόσυνη μελωδία από το να βγει καθαρή απ' τα χείλη του.

Από εκείνη την θέση είχε απίστευτη θέα, στην άκρη ενός γκρεμού που οδηγούσε σε ένα χαλαρωτικό μπλε, ατελείωτο. Σιγά-σιγά έπεφτε ο ήλιος και ένα ψυχρό αεράκι φιλούσε το δέρμα του. Δεν τον ενοχλούσε καθόλου, αντιθέτως έκανε την ώρα του να περνά πιο ευχάριστα, αλλάζοντας τις σελίδες στην εφημερίδα.

«Δεν πιστεύω να κρυώνεις;» ρωτά και περιμένει απάντηση άμεσα.

«Όχι, όχι καθόλου.»

Ο συνομιλητής του ακούγεται λαχανιασμένος. Απορεί, μα δεν κοιτά προς το μέρος του. Εκείνο το άρθρο σχετικά με την χρήση λιγότερου πλαστικού στην καθημερινότητα του έχει τραβήξει την προσοχή.

«Πως νιώθεις;»

«Με πονάνε ο λαιμός και τα χέρια μου, αλλά είμαι καλά.»

«Χαίρομαι που επικοινωνείς τα προβλήματά σου, Κρίστοφερ. Ειλικρινά, η επικοινωνία σε μια σχέση είναι πλεονέκτημα και το ότι το χρησιμοποιείς στο έπακρον είναι μονάχα υπέρ σου. Συνέχισε να σκάβεις τώρα.»

«Μάλιστα, αφέντη

Ο Άδης χαμογέλασε.

Ήταν υποτακτικός πολύ και αρκετά υπάκουος πράγμα που δεν περίμενε. Ο Κρίστοφερ Τζόουνς ήταν ένας μεγάλος επιχειρηματίας που χρωστούσε πολλά λεφτά στον Ρίο. Ήταν μια από τις πολλές υποχρεώσεις που άφησε πίσω του με τον θάνατό του και η αλήθεια είναι πως ο Άδης ανυπομονούσε να τον αναλάβει. Πέρα από εξαιρετικός στο να χρωστά λεφτά, φαινόταν πως δεν γνώριζε πότε να κρατά το πουλί του στην θέση του και είχε κατηγορηθεί για έξι βιασμούς, τρεις απόπειρες βιασμού και αυτό που κυρίως ενοχλεί το μυαλό του Άδη ήταν οι τέσσερις βιασμοί μικρών παιδιών.

Και αυτός ήταν ο λόγος που ο Κρίστοφερ Τζόουνς έσκαβε αυτή την στιγμή τον ίδιο του τον λάκκο.

Όχι, κυριολεκτικά. Έσκαβε τον ίδιο του τον λάκκο και το ήξερε.

«Χρειάζεται να σου θυμίσω τι θα γίνει αν δεν χωράς στον λάκκο έτσι;»

Εκείνος αρνήθηκε με μια κίνηση του κεφαλιού του μα ο Άδης θέλησε τον ψυχολογικό πόλεμο σκληρό. Να του θυμίσει ξανά καθώς κοιτά τα δάκρυά στα μάτια του, τι παθαίνει ένας βιαστής.

«Ότι προεξέχει το κόβω. Δε θέλεις να κόψω τίποτα, έτσι;»

Πάλι έγνεψε αρνητικά και συνέχισε να σκάβει τον λάκκο με περισσότερη μανία από πριν. Ήταν όμως κι αυτή η αλυσίδα στον λαιμό του που τον έσφιγγε τόσο πολύ που κάποιες φορές αισθανόταν πως θα πνιγεί. Δεν έβγαζε μιλιά ωστόσο.

Είχε ήδη δύο κομμένα δάχτυλα σε κάθε χέρι επειδή τόλμησε να του αντιμιλήσει σήμερα το πρωί, ήθελε να συνεχίσει αρτιμελής, όσο μπορούσε. Του είχε υποσχεθεί πως θα τον άφηνε να ζήσει αν έκανε ό,τι του έλεγε.

Και τώρα ο Κρίστοφερ απλώς θα υπέμενε την δυνατή αλυσίδα που έσφιγγε το δέρμα του λαιμού του και που κατέληγε μέσα στα χέρια του αφέντη.

Εν τω μεταξύ, το επόμενο άρθρο στην εφημερίδα του Άδη ήταν εντελώς βαρετό οπότε η όρεξη του για να συνεχίσει το διάβασμα απλώς έσβησε. Άφησε την εφημερίδα στην άκρη και σφίγγοντας το τελείωμα της αλυσίδας στο χέρι του σηκώθηκε από την καρέκλα του χαμογελώντας.

«Ξέρεις κάτι Κρίστοφερ; Βαρέθηκα λίγο.»

Ο άνδρας δεν απαντά. Συνεχίζει να σκάβει εκείνο τον λάκκο. Είχε στα ρούχα του αρκετό χώμα, πολύ βρωμιά πράγμα που σήμαινε ότι ο Κρίστοφερ έκανε πολλές δοκιμές στον λάκκο για να δει αν χωράει.

Μάλλον θέλει να μείνει όντως αρτιμελής.

Χαμογελά στην χαζή σκέψη του.

«Λοιπόν, Κρίστοφερ. Μάλλον ήρθε η ώρα να ελέγξουμε αν ο λάκκος σου σε χωράει. Σκοτεινιάζει κιόλας, θα πιάσει περισσότερο κρύο αργότερα.»

Εκείνος του γνέφει και αφήνει το φτυάρι στην άκρη. Το αίμα στα κομμένα του δάχτυλα είχε σταματήσει εδώ και ώρες και ο πόνος το ίδιο. Ίσως είχε μουδιάσει. Αυτό σκέφτηκε, βασικά. Δεν τον ένοιαζε όμως τώρα.

Το χέρι του Άδη κάθισε στον ώμο του και γύρισε να τον κοιτάξει όσο το δυνατόν λιγότερο έντρομα μπορούσε. Ήταν ειλικρινά τρομακτικός.

«Γδύσου Κρίστοφερ.» Ένα ανατριχιαστικό στραβό χαμόγελο έκατσε στο πρόσωπό του. Ο τύπος δεν είχε άλλη επιλογή. Έβγαλε την μπλούζα του και έπειτα το παντελόνι του μα έμεινε με το εσώρουχο.

Και έπειτα, δίχως να το καταλάβει είχε σωριαστεί στο έδαφος πιάνοντας πονεμένος την κοιλιά του. Τα παπούτσια του Άδη είχαν καρφιά, το κατάλαβε όταν τον κλώτσησε. Και τώρα τρέχει αίμα, πάρα πολύ αίμα. Πονάει απίστευτα.

Ύστερα, πάλι χωρίς να το καταλάβει, βρισκόταν κοντά στον γκρεμό. Βασικά, πάνω στον γκρεμό. Το κεφάλι του προεξείχε και το σώμα του ήταν ανίκανο να αντιδράσει μιας που το βάρος του εκτελεστή καθόταν πάνω του με μαεστρία, τόση ώστε να μπορεί να τον σώσει ανά πάσα στιγμή ή να τον πετάξει στον γκρεμό δίχως να παρασυρθεί μαζί του, όποτε το αποφασίσει.

«Ξέρεις κάτι Κρίστοφερ; Η δικαιοσύνη δεν είναι πάντα σε ένα δικαστήριο. Αυτά απέτυχαν να δικαιώσουν κάθε ένα θύμα που βρέθηκε στον δρόμο σου και βίασες.»

Ένα πρώτο μικρό κλαψούρισμα έφτασε κοντά του και εκείνος χαμογέλασε.

«Δικαιοσύνη θα βρουν από εμένα. Όλοι τους.»

Πήγε να αφήσει άλλον έναν λυγμό. Η λεπίδα όμως από ένα μαχαίρι τον έκανε να σιωπήσει. Να χάσει για πάντα την μιλιά του, ίσως. Και εκείνος άρχισε να γελάει. Δυνατά, έντονα, ανατριχιαστικά.

«Κανένας δεν ξεφεύγει από τον Άδη Κρίστοφερ.»

Η λεπίδα δεν πρόλαβε να σταματήσει στα πόδια του για να τον προειδοποιήσει. Βρέθηκε να ουρλιάζει αβοήθητος καθώς η αιμορραγία ανάμεσα στα πόδια του γινόταν όλο και περισσότερη.

«Άνοιξε τα μάτια σου.»

Και εκείνος δεν το έκανε. Προσπαθούσε, αλλά δεν μπορούσε.

Ο Άδης έπρεπε να πάρει δραστικά μέτρα. Με το γυμνό χέρι του έπιασε την αλυσίδα ξανά στα χέρια του και τον τράβηξε όρθιο, με το ματωμένο και γεμάτο, πίεσε το σημείο της αιμορραγίας δυνατά.

Τα μάτια του άνοιξαν αμέσως.

Του χαμογέλασε. «Το βλέπεις αυτό που κρατώ;» Το ματωμένο ύφασμα του εσώρουχού του κάλυπτε τα γεννητικά του όργανα. Ο άνδρας έγνεψε. «Αυτό έπρεπε να σου έχουν κάνει πριν δέκα χρόνια, στην πρώτη σου κατηγορία για βιασμό. Αλλά υποθέτω είμαστε πολιτισμένη κοινωνία... Εγώ δεν είμαι πολιτισμένος όπως βλέπεις.»

Με μια κίνηση, τα γεννητικά όργανα βρέθηκαν στον πάτο του λάκκου λίγο πιο πέρα. Με μια δεύτερη κίνηση, ο Άδης τράβηξε την αλυσίδα ισχυρά, τόσο που έπεσε κι ο άνδρας μέσα στον λάκκο. Κοιτώντας από ψηλά, χαμογέλασε.

«Πίστευες θα σε άφηνα να ζήσεις;»

Ένα σιγανό κλαψούρισμα έφτασε στα αφτιά του.

Με ένα άλμα βρέθηκε πάνω του, μέσα στον λάκκο. Τα πόδια του πάτησαν ισχυρά στην πλάτη του και τα καρδιά μπήκαν με βία στο δέρμα του.

Τον διέταξε να γυρίσει ανάποδα και εκείνος δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον υπακούσει. «Μάλιστα, αφέντη» του είπε. Κι εκείνος χαμογέλασε.

Έμπηξε τα καρδιά στον λαιμό του. Έπειτα στα πόδια, στην κοιλιά, στα χέρια... Παντού... Μα άφησε κενό τον χώρο στο στέρνο. Ήθελε να ακούσει το μαχαίρι του να σπάει τον θώρακά του, ήθελε να ακούσει την λεπίδα να διαπερνά το κορμί του και έπειτα να ευχαριστηθεί την κραυγή πόνου καθώς θα σέρνει το μαχαίρι προς τα κάτω.

Προτού το κάνει του μουρμούρισε κάτι ξανά. «Κανείς δεν ξεφεύγει από τον Άδη.»

Και έγινε ακριβώς αυτό. Όσο ο Αφέντης του Κάτω Κόσμου απολάμβανε σαδιστικά όσα είχε προβλέψει από πριν, εκείνος προσπάθησε να ξεφύγει. Την ψυχή του όμως την φυλάκισε ο Κέρβερος στα σαγόνια του.

Κανείς δεν ξεφεύγει από τον Κέρβερο.

.....................

Γύρισε στο Μάντσεστερ ελαφρύτερος από πριν. Είχε μείνει αρκετές μέρες μόνος του και είχε κλείσει όλες τις υποθέσεις του πατέρα του. Ήταν μια ανάσα ανακούφισης πλέον για εκείνον η επιστροφή του και ήταν έτοιμος για όλα όσα θα έρχονταν στην συνέχεια.

Ο Φίλιπ απ' όταν γύρισε περνούσε κάθε μέρα μαζί του για να διοργανώνουν εκείνη την δεξίωση που είχαν αναβάλλει για πολύ καιρό, την μεγάλη δεξίωση ευχαριστιών για την βοήθεια όλης της Ευρώπης στην εύρεση του, στην σωτηρία του από την απαγωγή. Η Ελίνα εν τω μεταξύ είχε ξεκινήσει να δέχεται το γεγονός πως αυτή είναι η καινούρια της ζωή και θα έπρεπε να την δεχτεί. Ο Ιβάν κι ο Τζάκσον ήταν λιγότερο χαρωποί από πριν αλλά θα έβρισκαν τους ρυθμούς τους. Τα υπόλοιπα μέλη της Οικογένειας είχαν ήδη αναγκαστεί να βρουν τις ισορροπίες τους αμέσως την επόμενη από την κηδεία του Ρίο.

Όλα φαίνονταν να πηγαίνουν εντάξει. Προς το παρόν.

......................

Το κουδούνι της χτύπησε όταν έφτιαχνε κάτι μπισκότα που ανακάλυψε σε ένα σάιτ με βότκα και χυμό ροδάκινο.

Ήταν, αρχικά, πολύ περίεργο που κάποιος αποφάσισε να την επισκεφτεί έτσι απρόσκλητος, ειδικά αφού η Αλέξα με τον Τζον είχαν αποφασίσει να μετακομίσουν στον Λονδίνο οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να ήταν εκείνη και η μία ελπίδα της να είναι ο Γκάμπριελ πήγε άπατη όταν θυμήθηκε πως πριν κάποιες μέρες της τόνισε πως χρειάζεται να μείνει μόνος του.

Παρόλα αυτά, ακόμη κι αν δεν της είχε πει τίποτε τέτοιο, στην πόρτα της ούτως ή άλλως στεκόταν ένας κούριερ που κρατούσε ένα μαύρο βελούδινο κουτί με μια μαύρη, κάπως σατέν, κορδέλα.

Η Ρωξάνη τον κοίταξε παραξενευμένη.

Ο υπάλληλος από την άλλη την αγνόησε. «Θα χρειαστώ μια υπογραφή ότι παρέλαβες το δέμα για να φύγω.» Δεν φαινόταν έτοιμος να συνεργαστεί λίγο μαζί της, μπας και της δώσει καμία πληροφορία σχετικά με το δέμα, οπότε απλώς έβαλε την υπογραφή της εκεί που της υπέδειξε κι έπειτα έκλεισε την πόρτα ανυπομονώντας να δει περί τίνος πρόκειται.

Η κορδέλα από κοντά ήταν ακόμη πιο όμορφη. Και μπορεί αυτή την φορά να μην είχε σφραγίδα σε λιωμένο κερί αλλά πάνω στο σατέν του υφάσματος ήταν χαραγμένο καλλιτεχνικά ένα Μ.

Χαμογέλασε. Ήταν το ίδιο Μ που είχε το δέμα της πριν μερικές μέρες.

Άφησε στην άκρη την κορδέλα και ανοίγοντας το κουτί προσπάθησε να αγνοήσει το ανοιχτό μωβ ύφασμα κάτω από έναν μέτριου μεγέθους φάκελο. Ήταν απλός, με ακριβό χαρτί και μονάχα το όνομά της τυπωμένο στην κρεμ άδεια πλευρά.

Προσπάθησε αρκετά να μην χαλάσει τον φάκελο, ήταν πανέμορφος εξάλλου και το κατάφερε μερικά λεπτά αργότερα όταν κρατούσε στο ένα της χέρι τον σχεδόν ατσαλάκωτο φάκελο ενώ στο άλλο δύο φύλλα χαρτιού.

Το ένα ήταν μια πρόσκληση.

Και ήταν η πρόσκληση για την Δεξίωση Ευχαριστιών στις Οικογένειας της Ευρώπης.

«Η Οικογένεια του Μάντσεστερ, μαζί με τις συμμαχικές Βρετανικές δυνάμεις, ζητούν την επίτιμη παρουσία σας στην Δεξίωση Ευχαριστιών που θα λάβει χώρα στην Πρώτη του Ιουλίου.»

Ήταν τυπική και απρόσωπη, έτσι συνέχισε στο άλλο φύλλο χαρτί. Περίμενε πως τουλάχιστον αυτό θα ήταν χειρόγραφο, αλλά βρέθηκε απογοητευμένη να κοιτά τα τυπωμένα λόγια στο χαρτί. Παρόλα αυτά, χαμογέλασε. Αυτός ήταν ο τρόπος του να την προσεγγίσει ξανά, σκέφτηκε, και της άρεσε πάρα πολύ. Αναστέναξε και μόνο στην κίνηση.

«Με συγχωρείς για τις προάλλες. Αυτή η πρόσκληση είναι μια κίνηση μετάνοιας. Θα ήταν τιμή μου να δεχτείς αυτό το φόρεμα ως δώρο και ακόμη μεγαλύτερη τιμή μου αν παρευρισκόσουν στην δεξίωση με αυτό, ως ένδειξη αποδοχής της συγγνώμης μου

Το σήκωσε ψηλά μονάχα για να δει ένα πανέμορφο φόρεμα με κοψίματα που γνώριζε ήδη πως θα την πήγαιναν γάντι και να αποκαλύψει πως υπήρχαν δύο ακόμη κουτιά, μικρότερα από πριν. Το ένα, όπως υπέθεσε ήταν παπούτσια -λευκά ψηλά πέδιλα που φαίνονταν πανάκριβα. Το άλλο, είχε κοσμήματα. Δύο ασημένια σκουλαρίκια, μακριά αλλά μίνιμαλ, απλά, όμορφα...

Χαμογέλασε, γέλασε, ενθουσιάστηκε, ήταν έτοιμη να ουρλιάξει τόσο δυνατά που όλοι στο κτήριο θα την άκουγαν. Ωστόσο, απλώς έσπευσε να κρεμάσει το φόρεμα και να αρχίσει να ετοιμάζει ένα πλάνο ετοιμασιών για την μέρα εκείνη. Ήταν μονάχα μερικές μέρες μακριά.

Μέχρι και ραντεβού στο κομμωτήριο έκλεισε.

Ο Γκάμπριελ ήταν τόσο καλός μαζί της... έπρεπε κάπως να του το ανταποδώσει. Θα έβρισκε τον τρόπο τις επόμενες μέρες. Για αρχή, θα δεχόταν την συγγνώμη του φορώντας το δώρο του, ακριβώς όπως της ζήτησε.

.....................

Της φαινόταν περίεργο να περπατά ξανά στον έξω κόσμο, σαν φυσιολογικός άνθρωπος, με τον Γκάμπριελ στο πλάι της να λειτουργεί σαν δικλείδα ασφαλείας για οτιδήποτε προκύψει.

Η Ελίνα είχε δεχτεί την πρόσκληση του Φίλιπ να παρευρεθεί στην Δεξίωση οπότε τώρα, μαζί με τον λογιστή, περπατούσαν προς τον τελευταίο όροφο του εμπορικού, εκεί όπου βρισκόταν το αγαπημένο μαγαζί του Γκάμπριελ.

«Μου φαίνεται τόσο περίεργο όλο αυτό», κατάφερε να του ψιθυρίσει κάποια στιγμή μερικές ώρες νωρίτερα όταν βρίσκονταν μέσα στο αμάξι του.

«Λυπάμαι που έπρεπε να το συνηθίσεις με τον δύσκολο τρόπο. Παρόλα αυτά είναι μια ευκαιρία να βρεις ξανά τους ρυθμούς σου πλάι στην δική μας Οικογένεια. Τι λες;»

Η κοπέλα του έγνεψε και αποδέχθηκε πως αυτή θα ήταν η ζωή της από εδώ και πέρα· καλό θα ήταν να ξεκινήσει τις προσπάθειες να ενταχθεί σε αυτήν ομαλά.

Πρώτο βήμα, όπως την συμβούλεψε κι ο Γκάμπριελ, ήταν να δεχθεί την πρόσκληση. Εκείνος μάλιστα την διαβεβαίωσε πως θα είναι ο συνοδός της αν νιώθει ανασφάλεια, αλλά η Ελίνα θέλησε να παρασταθεί μόνη της, σε μια προσπάθεια να φανεί ανεξάρτητη, δυναμική.

Δεύτερο βήμα, ήταν να μιλήσει με τον Φίλιπ. Δεν πήγε τόσο καλά αυτό, όσο θα περίμενε ο λογιστής τουλάχιστον, αλλά η Ελίνα κέρδισε ένα δωμάτιο, έφυγε από τα υπόγεια και μάλιστα είχε ξεκινήσει ήδη να μιλά με δικηγόρους σχετικά με την περιουσία της δικής της Οικογένειας και του τρόπου που θα μεταβιβάζονταν όλα σε εκείνη.

Τρίτο βήμα, να περάσει λίγο χρόνο με τον Ιβάν και τον Τζάκσον. Περιέργως, ο Τζάκσον την συμπάθησε αμέσως, ενώ ο Ιβάν φάνηκε να αδιαφορεί. Η Λόρεν ήταν μικρή ακόμη για να αφήσει εντυπώσεις.

Τέταρτο βήμα, η σημερινή βόλτα με τον Γκάμπριελ. Είχαν πιεί καφέ μόνοι τους σε μια ιδιωτική ταράτσα, συζητώντας πολλά και διάφορα. Ο λογιστής ήθελε να επιχειρήσει να της μιλήσει για τις μέρες που βρισκόταν αιχμάλωτος στο υπόγειο του παλιού της σπιτιού αλλά η Ελίνα αποφάσισε να μιλήσουν για τα παλιά. Για το πώς γνωρίστηκαν πρώτη φορά και πως παρέμειναν φίλοι μέχρι... μέχρι.

Τελικά, μπήκαν μετά από αρκετές ώρες στο μαγαζί που επέμενε ο Γκάμπριελ πως θα έβρισκε σίγουρα κάτι να φορέσει.

Οι πωλήτριες έσπευσαν να τον βοηθήσουν ενώ η Ελίνα ξεκίνησε να περπατά σε όλο το μαγαζί κοιτώντας τις επιλογές της. «Τι θα πρέπει να φοράω; Έχουμε κάποιον κώδικα;»

Εκείνος την διαβεβαίωσε πως δεν υπάρχει κάποιος περιορισμός, αρκεί να είναι αρκετά επίσημο και εντυπωσιακό για να σταθεί απέναντι από τόσες Οικογένειες που θα παρευρεθούν σε εκείνη την Δεξίωση.

Δοκίμασε πολλά χρώματα, μα εκείνο το φούξια φόρεμα που έκανε απίστευτη αντίθεση με το σκούρο δέρμα της την εντυπωσίασε απίστευτα. Γύρισε και κοίταξε τον Γκάμπριελ ενθουσιασμένη, ανοίγοντας την κουρτίνα.

«Πως σου φαίνεται;»

Ο λογιστής θα ήταν ψεύτης αν της έλεγε πως δεν εντυπωσιάστηκε σε τέτοιο βαθμό μαζί της που ήταν έτοιμος να σηκωθεί από την θέση του για να την αγκαλιάσει. «Είσαι πραγματικά πολύ όμορφη, Ελίνα.»

«Είναι καλό για μια τέτοια εκδήλωση;»

Εκείνος της χαμογέλασε. «Είναι ο ορισμός της δεξίωσης.» Γύρισε έπειτα στην πωλήτρια και της έκανε μονάχα ένα νεύμα, κάτι που σήμαινε πως θα έπρεπε να το κάνει πακέτο.

Όσο η Ελίνα ήταν στο δοκιμαστήριο, εκείνος κοιτούσε τα φορέματα του μαγαζιού με την φαντασία του να τρέχει στην Ρωξάνη και πως θα φαινόταν μέσα σε κάποιο από αυτά τα πολύ έντονα χρώματα. Άραγε το έντονο ροζ να της πήγαινε όσο περίμενε να της πηγαίνει το έντονο πορτοκαλί;

Δεν είχε σημασία βέβαια. Σε όλα τα χρώματα ήταν πανέμορφη και σίγουρα την ήθελε σε όλα.

Η Ελίνα τον σκούντησε έπειτα από λίγο, χαμογελώντας, εμφανώς πιο εύθυμη από πριν. Εκείνος ανταπέδωσε και προσφέρθηκε να κρατήσει την τσάντα με το φόρεμά της.

«Πάμε;» Του έδωσε την τσάντα και πέρασε το χέρι της μέσα από το μπράτσο του, αγκαλιάζοντάς το απαλά. Η Ελίνα ήταν τώρα πια ελάχιστα αισιόδοξη.

.....................

«Είναι όλα έτοιμα έτσι;»

Ο Φίλιπ έγνεψε. «Θα γίνει σήμερα τελικά.»

«Θα πρέπει να φροντίσουμε να αποχωρίσουν νωρίς όσοι δεν θέλουμε να πάθουν τίποτα. Θα τα καταφέρουμε;»

Ο Αρχηγός έγνεψε. «Δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορούμε να καταφέρουμε.»

Ένα χαμόγελο από τον Άδη ήταν αρκετό.

.....................

Φίλιπ

Δείχνω ήρεμος αλλά δεν είμαι, εντάξει;

Έχω κάνει μια τεράστια μαλακία με την Ρωξάνη και θα το εκτιμούσα αν το σύμπαν, το κάρμα, ο Θεός, όποιος καθορίζει εν πάσει περιπτώσει τι θα συμβεί στην ζωή μου να με βοηθούσαν ώστε ο Γκάμπριελ να ΜΗΝ μάθει το πόσο μαλάκας είμαι.

Είναι πολύ κακό που θα του το κρύψω αλλά για χάρη της δικής μου προσωπικής σωματικής ακεραιότητας θα φανώ για δεύτερη φορά αρκετά εγωιστής και θα τον αφήσω στην αφάνεια γιατί δεν είμαστε τώρα για να μας απειλήσει ο Άδης.

Επίσης, κάθισα και το σκέφτηκα. Πολύ καλά.

Ο Γκάμπριελ είχε κοιμηθεί με την Λιζ. Ναι, το είχε κάνει.

Αλλά ήταν ένας γάμος διαλυμένος. Ήμασταν ο ένας για τον άλλον τοξικοί. Ενώ εδώ; Εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος, ένας έρωτας βαθύς.

Συν ότι η Ρωξάνη είναι ο πρώτος έρωτας του Γκάμπριελ.

Το οποίο αυτομάτως με πάει ένα βήμα πιο κοντά στον θάνατο αν το μάθει. Γιατί, μεταξύ μας τώρα, αν ο Γκάμπριελ κοιμόταν με την Ελίνα νομίζω θα είχα κηρύξει εμφύλιο πόλεμο τον οποίο και πάλι δεν θα κέρδιζα γιατί, έλα τώρα, Άδης, αλλά θα πέθαινα πολεμώντας για τον πρώτο μου έρωτα ρε γαμώτο!

Άλλο κι αυτό. Δεν μου μιλάει η Ελίνα.

Οριακά δεν με κοιτάει.

Μαχαιριά στην καρδιά ρε γαμώτο.

Μαθαίνω από εδώ κι από εκεί πως μιλάει με τον Γκάμπριελ, ζητάει να τον δει, πηγαίνει μαζί του σε βόλτες στο οικόπεδο. Της αρέσει να μιλάνε, από πάντα αυτό έκαναν οι δύο τους. Από τότε δηλαδή, η Ελίνα έβρισκε καταφύγιο στον δεκτικό, στον ήρεμο, στον γαλήνιο Γκάμπριελ.

Οπότε εμένα πάντα με είχαν στην απέξω όταν ήταν οι δύο τους.

Καλά, δεν ζηλεύω κιόλας. Εγώ είμαι ο δικός της πρώτος έρωτας. Αλλά δεν μου μιλάει καθόλου, νομίζω όντως με μισεί.

Βέβαια, δεν το βοηθάω κι εγώ πολύ, να λέμε και την αλήθεια μας.

Έχουμε κι έναν εγωισμό.

Της μιλάω ψυχρά, αρκετά ψυχρά να πω την αλήθεια και όλο διαταγές λέω όταν είμαστε στον ίδιο χώρο. Δεν την κοιτάω όσο δεν με κοιτάει, δεν κάθομαι να ακούσω αν χρειάζεται κάτι.

Είμαι κι εγώ μαλάκας.

Σήμερα όμως στην δεξίωση είμαι αποφασισμένος να μαλακώσω λίγο. Πολύ λίγο, έτσι ίσως να την πλησιάσω, να της χαμογελάσω από μακριά, να της ρίξω καμία ματιά μπας και ελαφρύνω το κλίμα.

Δεν θα έπρεπε να μου είναι πιο εύκολο επειδή την ξέρω ήδη;

Θα έπρεπε να μπορώ να της μιλήσω, ξέρω τι την κάνει να χαμογελά, να ντρέπεται, να κοκκινίζει. Αλλά μου είναι τόσο δύσκολο να την πλησιάσω μετά από τόσα χρόνια.

Είναι κι ο τρόπος που τελείωσε. Μεγάλη ιστορία, ίσως την πω κάποια άλλη φορά. Τώρα πίνω αγχωμένος ένα ποτάκι στο γραφείο μου, μελετώντας κάτι αόριστο σε έναν λευκό τοίχο.

Η πόρτα που χτύπησε με έκανε λίγο να ξυπνήσω αλλά δεν έχω πολλή όρεξη για πολλά-πολλά.

Ο Ζακ κι ο Βίνσεντ εμφανίζονται έπειτα από λίγο μπροστά μου, κάποια μέτρα μακριά, μου χαμογελάνε και φαίνονται να είναι σε καλή διάθεση για την δεξίωση η οποία σε μερικές ώρες ξεκινά.

«Τι έγινε αγόρια, θα με κοιτάτε πολλή ώρα;»

«Είσαι κούκλος αφεντικό.»

Ο Βίνσεντ πάει να πνίξει ένα γέλιο όσο ο Ζακ μιλάει εντελώς σοβαρά. Του χαμογελάω για να μην νομίζει ότι το πήρα στραβά, μην με λένε και ξινομούρη.

«Ευχαριστώ Ζακ, ανταποδίδω τα κομπλιμέντα.»

«Φίλιπ έχουν ξεκινήσει να καταφτάνουν μερικές Οικογένειες. Μας έστειλαν σήμα πιλότοι πως σε λίγο καταφτάνουν, ενώ το ελικοδρόμιο έχει ήδη ξεκινήσει να γεμίζει. Μήπως πρέπει να κατέβεις να τους υποδεχτείς;»

«Από οχήματα;»

«Έχουν σχηματιστεί μεγάλες φάλαγγες στον δρόμο που οδηγεί στην είσοδο, είναι σχεδόν όλοι τους εδώ.»

«Εντάξει, θα κατέβω. Ο Γκάμπριελ;»

Ο Βίνσεντ αποφασίζει να μιλήσει τώρα. «Είναι με την Ελίνα στο δωμάτιό της. Άκουσα πως δεν θέλει να κατέβει τελικά και προσπαθεί να την πείσει.»

Χαμογελώ κάπως ψεύτικα. «Ας ελπίσουμε πως θα την πείσει.»

Οι δύο άνδρες τελικά φεύγουν. Εγώ μένω πάλι μόνος μου.

Η ιδέα να πάω στο δωμάτιό της και να της μιλήσω είναι πολύ δελεαστική. Λες να το κάνω;

...........

Τελικά δεν το έκανα.

Γιατί;

Γιατί είμαι ένας δειλός τύπος που ενώ μπορώ να σταθώ σε ένα δωμάτιο και να μιλήσω με τον πιο αυθάδη τρόπο σε πενήντα αρχηγούς Οικογενειών, απλά αδυνατώ να την κοιτάξω στα μάτια και να της πω: «Σημαίνει πολλά για εμένα να παρευρεθείς σήμερα στην δεξίωση».

Βέβαια, από ότι μου είπε ο Γκάμπριελ, το έκανε εκείνος για εμένα. Οπότε τώρα την έχει αφήσει στο δωμάτιό της να ετοιμαστεί όσο εμείς περνάμε από όλες τις αντιπροσωπείες των Οικογενειών που ανταποκρίθηκαν στις προσκλήσεις που στείλαμε.

Εννοείται, ο λογιστής είναι ο επίκεντρο της προσοχής.

Για εκείνον είναι αυτή η Δεξίωση εξάλλου, έτσι γράφει και το πρωτόκολλο εξάλλου, αν και εκείνος επέμενε να την αφιερώσει στον Ρίο, ίσως θα ήταν ένας ωραίος τρόπος να γιορτάσουμε την ζωή του. Κλάψαμε τον θάνατό του αλλά ήταν ένας άνθρωπος στις ζωές μας που τις φώτιζε. Θα ήταν κρίμα να μην γιορτάσουμε όσα μας πρόσφερε.

Οπότε ας πούμε ότι τελικά ο Γκάμπριελ κι ο Ρίο ήταν τα πρόσωπα που συζητούνταν περισσότερο.

Οι Αρχηγοί εξέφραζαν τον σεβασμό τους στον λογιστή κι εκείνος του χαμογελούσε γιατί είναι ένας ευγενικός κύριος ενώ εγώ απλά θα τους κοιτούσα και θα έγνεφα αδιάφορα γιατί όλα αυτά τα βαριέμαι.

Σε κάποια φάση, όταν είχαν φτάσει όλες οι μεγάλες δυνάμεις με τις κατώτερες συμμαχικές τους, συνειδητοποιώ πως είχαν μείνει μονάχα μερικοί μεμονωμένοι καλεσμένοι να εμφανιστούν. Το θέμα σύντομα με βρήκε αδιάφορο όταν ο Γκάμπριελ και η Ελίνα φάνηκαν στην αρχή της σκάλας έτοιμοι να κατέβουν.

Είναι απίστευτο πόσο της πηγαίνει εκείνο το χρώμα.

Νιώθω τα χείλη μου να σηκώνονται σε ένα απαλό χαμόγελο μα τα μάτια μου δεν γίνεται να μην λάμπουν. Δεν την αφήνει το βλέμμα μου καθόλου, την ακολουθεί ώσπου φτάνει στο τελευταίο σκαλί και ο Γκάμπριελ την βοηθά να σηκώσει το φόρεμά της για να μην πατήσει το ύφασμα.

Ψίθυροι ακούγονται γύρω μου.

Λένε διάφορα για εκείνη.

Λένε πως ήταν τυχερή που επέζησε από την εκδίκηση της Οικογένειά μας.

Αδιαφορώ και δεν κάθομαι να τους κοιτάξω αλαζονικά, να τους πω πως ήταν ένα λάφυρο, μια απόδειξη πως κανείς δεν μπορεί να μας κάνει τίποτε. Απλώς την κοιτώ καθώς προχωρά προς το μέρος μου μαζί με τον καλό μου φίλο.

Δεν είναι αλήθεια.

Δεν ήταν λάφυρο.

Είναι ο πρώτος μου έρωτας και δεν θα την άφηνα να πάθει ποτέ τίποτα.

Πλησιάζουν όλο και περισσότερο, η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Πολύ δυνατά. Είναι δυνατόν η καρδιά σου να χτυπάει τόσο δυνατά; Βασικά είναι φυσιολογικό; Δεν παθαίνω καμία ανακοπή, έτσι;

«Σε ευχαριστώ για την πρόσκληση Φίλιπ» μουρμουρίζει σχεδόν με το ζόρι. Κοιτώ το χέρι του Γκάμπριελ που χαϊδεύει την πλάτη της δίνοντάς της δύναμη. Φαίνεται ότι δεν ήθελε να είναι εδώ. Όπως επίσης δεν ήθελε να μου μιλήσει.

Την κοιτώ και δεν αρθρώνω ούτε λέξη. Ο Γκάμπριελ κάνει μερικά βήματα πίσω και οι υπόλοιποι τον ακολουθούν. Ίσως τώρα δεν μας ακούν.

«Είναι τιμή μου που επέλεξες να κατέβεις σήμερα.»

«Δεν ήθελα.»

«Το ξέρω. Αλλά σε ευχαριστώ που κατέβηκες.»

«Δεν το έκανα για εσένα.»

«Κι αυτό το ξέρω.»

Προχωρά προς τον Γκάμπριελ με το κεφάλι της κατεβασμένο. Μένω λίγο μόνος μου στην άκρη, πίνοντας από το ποτό μου και έπειτα πλησιάζω ξανά την Οικογένειά μας, όπου συζητούν χαλαρά περί ανέμων και υδάτων.

Ωστόσο, τα πράγματα δεν μένουν για πολύ ήρεμα.

Ο Γκάμπριελ κοιτάει την είσοδο καθαρά έκπληκτος. Τα δάχτυλά του πιέζουν το κρύσταλλο τόσο πολύ που σύντομα θα σπάσει. Η Ελίνα κοιτά την είσοδο δίχως να καταλαβαίνει. Ο Ζακ κι ο Βίνσεντ στραβοκαταπίνουν.

Κι εγώ; Εγώ παρακαλώ το σύμπαν, τον Θεό, το κάρμα, οτιδήποτε υπάρχει εκεί έξω να με σώσει.

«Τι στο διάολο κάνει εδώ η Ρωξάνη;»

̶Φ̶ί̶λ̶ι̶π̶

.............

Η Ρωξάνη είναι ειλικρινά ενθουσιασμένη. Το φόρεμα της πηγαίνει απίστευτα και ενώ ήθελε να αφήσει τα ίσια μαλλιά της κάτω, η ψηλή κοτσίδα ήταν η καλύτερη επιλογή.

Αχ κι αυτά τα σκουλαρίκια! Από τα καλύτερα κομμάτια στην συλλογή της, αναμφισβήτητα.

Πρέπει να ήταν η τελευταία καλεσμένη εν τω μεταξύ αλλά αυτό έκανε τον λέοντα μέσα της να σηκώσει με αυτοπεποίθηση τους ώμους και να προχωρήσει στην τεράστια αίθουσα λες και ο χώρος της άνηκε.

Έψαχνε με το βλέμμα της τον Γκάμπριελ και δεν άργησε να τον βρει μαζί με αρκετούς από τους άνδρες που έμαθε να αναγνωρίζει μετά από τις τόσες εκδηλώσεις που είχε παρευρεθεί.

Ωστόσο είναι και μια γυναίκα ανάμεσά τους που δεν αναγνωρίζει. Θα φροντίσει να την γνωρίσει αφού μιλήσει πρώτα σε εκείνον.

Ξεκινά να πλησιάζει με σταθερό βήμα και αυτοπεποίθηση, νιώθοντας πολλά βλέμματα πάνω της μα εκείνο το ένα της άρεσε περισσότερο απ' όλα.

Την κοιτά έντονα.

Φτάνει κοντά τους και ενώ του χαμογελά, έτοιμη να του μιλήσει, ο Φίλιπ πρώτος παίρνει το χέρι της μέσα στο δικό του, χαμογελώντας και το φιλά ευγενικά προτού μιλήσει.

«Σε ευχαριστώ που δέχθηκες την πρόκληση μου, Ρωξάνη. Η αποδοχή της συγγνώμης μου είναι κάτι που με χαροποιεί.»

Το χαμόγελο από τα χείλη της φεύγει αμέσως. Κοιτάξει απότομα τον Γκάμπριελ, ο οποίος κρύβει μέσα στα μάτια του κάτι που δεν είχε δει ποτέ εκείνη μέσα τους μα αμέσως κοιτά ξανά τον Φίλιπ.

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς. Ποια συγγνώμη;»

Μα εκείνος δεν της απαντά. «Τελικά η επιλογή του μωβ χρώματος στο φόρεμα ήταν σωστή. Είσαι πολύ όμορφη σήμερα, Ρωξάνη.»

«Δεν έχω καταλάβει... ένα λεπτό...» γυρίζει να κοιτάξει τον Γκάμπριελ, που μιλιά δεν έχει βγάλει, «δεν μου έστειλες εσύ το φόρεμα;» τον ρωτά άμεσα. Εκείνος δεν απαντά γιατί ο Φίλιπ μιλάει.

«Όχι, εγώ στο έστειλα. Μαζί με τα παπούτσια και τα κοσμήματα. Ένα ευχαριστώ και μια μετάνοια από εμένα.»

«Νόμιζα...» ακούγεται χαμένη, «νόμιζα ότι τα έστειλε ο Γκάμπριελ.»

Τελικά το ποτήρι στα χέρια του λογιστή σπάει. Όλη η αίθουσα γυρνά να κοιτάξει προς το μέρος απ' όπου ο θόρυβος προήλθε.

Η μπαργούμαν καλύπτει το στόμα της με το χέρι της αμέσως. Ο Φίλιπ αισθάνεται μια ζαλάδα. Η μαλακία στον εγκέφαλο αρχίζει να τον επηρεάζει φαίνεται αλλά έπρεπε να τελειώσει την δουλειά που άρχισε.

Ο Γκάμπριελ αισθάνεται οργή.

Οργή.

Πόσα χρόνια είχε να αισθανθεί κάτι τέτοιο;

Οργή; Θυμό;

«Με συγχωρείτε» κατάφερε να μουρμουρίσει καθώς πισωπάτησε και ξεκίνησε να ανεβαίνει τις σκάλες γρήγορα, θυμωμένα. Ο Φίλιπ κοίταζε χαμένος. Μέχρι να δει την Ρωξάνη να τρέχει πίσω από τον Γκάμπριελ, δεν είχε σκεφτεί να τον ακολουθήσει, φοβόταν κιόλας.

Αλλά μέσα στην αμήχανη σιωπή που επικράτησε για λίγα δευτερόλεπτα γύρω του κατάφερε να σκεφτεί σωστά. Χαμογέλασε σε όλους και ζήτησε να τους δώσουν μερικά λεπτά προτού ξεκινήσει για τα καλά η δεξίωση, με την Τελετή Έναρξης να αναβάλλεται για λίγο.

Ακούει όταν φτάνει στον όροφο, την πόρτα του γραφείου του να κλείνει κι έπειτα να ανοίγει και τελικά να ξανακλείνει.

Τεράστιες δρασκελιές τον έφτασαν στην πόρτα και έπειτα μέσα στο γραφείο. Είναι λαχανιασμένος μα πολύ περισσότερο φοβισμένος.

Λες να πεθάνω σήμερα;

«Γκάμπριελ πρέπει να σου εξηγήσω!»

Κι αν μέχρι πριν λίγο κατευθυνόταν φουριόζος πίσω από το έπιπλο του γραφείου για να βρει καμία γάζα για το κόψιμο από τα γυαλιά, στο άκουσμα του Φίλιπ σταματά απότομα και γυρίζει εξίσου γρήγορα. Χρειάστηκε δύο βήματα για να τον φτάσει, να τον πιάσει από τον λαιμό και έπειτα να τον σύρει μέχρι τον κοντινότερο τοίχο.

«Τι πας και κάνεις γαμώ το κεφάλι σου;»

Η Ρωξάνη στην ηχηρή συνάντηση του Φίλιπ με τον τοίχο τραντάχτηκε ολόκληρη.

«Γκάμπριελ να σου εξηγήσω-»

«Τι στο διάολο μου κρύβεις;»

Η Ρωξάνη πάει κάτι να πει αλλά την κόβει με ένα βλέμμα-φωτιά. Μαζεύεται αμέσως.

«Τίποτα, ειλικρινά!»

«Το βλέπω στα μάτια σου, το διαβάζω γαμώ, απλά πες μου γιατί!»

«Γκάμπριελ, ένα λεπτό, άσε τον να σου εξηγήσει!»

«Ρωξάνη μπορείς να φύγεις; Πήγαινε πίσω, φύγε τώρα!»

«Όχι, δεν φεύγω.» Σταυρώνει και τα χέρια της στο στήθος, έτσι για να δώσει λίγη ένταση στην στάση της. Ωστόσο, ο Γκάμπριελ την κοιτά κατακεραυνώνοντάς την και τότε σαν να αλλάζει γνώμη. «Εντάξει, θα σας αφήσω μόνους σας.»

Δεν τον σώζει κανείς τώρα.

«Γιατί της έστειλες πρόσκληση;»

«Γιατί ήθελα να είναι εδώ.»

«Γιατί ήθελες να είναι εδώ;»

«Για εσένα.»

Τον τραβά ελάχιστα από τον τοίχο και έπειτα τον ρίχνει με δύναμη επάνω του ξανά. «Μαλακίες. Γιατί ήθελες να είναι εδώ;»

«Στ' ορκίζομαι, αυτός ήταν ο λόγος. Ήθελα να της ζητήσω συγγνώμη για την συμπεριφορά μου όλον αυτόν τον καιρό και αυτός ήταν ένας τρόπος να το κάνω.»

Σταμάτησε να τον πιέζει κόντρα στον τοίχο. Το κράτημά του χαλάρωσε μα δεν τον άφησε. «Ποια ήταν η συμπεριφορά σου;»

«Ήμουν κάπως μπερδεμένος, Γκάμπριελ.»

«Αδιαφορώ, τι της έκανες;»

«Ειλικρινά;» στραβοκατάπιε με ένα νεύμα του. Μάλλον είχε έρθει η ώρα να αποδημήσει εις τόπο χλοερό. «Νόμιζα ότι θα μπορούσα να την κάνω να με ερωτευτεί και προσπάθησα να την φιλήσω μια φορά.»

Το κεφάλι του έχει γίνει κατακόκκινο, οι φλέβες στο κεφάλι του ξεχωρίζουν τώρα και αισθάνεται τους παλμούς του παντού μέσα του, αισθάνεται το αίμα του να τρέχει στον εγκέφαλο γρήγορα και τα πάντα έχουν μπει σε κόκκινα.

Τα δάχτυλά του σφίγγουν ξανά τον γιακά του. Και εκεί, δεν μπόρεσε παρά να τον σηκώσει ελάχιστα προτού τον πετάξει στο πάτωμα, λίγο πιο πέρα. Η κραυγή πόνου του Φίλιπ ήταν αυτή που τον έκανε να πάρει μερικές ανάσες, το έντονο κλαψούρισμα όταν το κεφάλι του χτυπά βίαια το έδαφος, αυτό τον έκανε να κοιτάξει δεύτερη και τρίτη φορά προς το μέρος του, να βεβαιωθεί πως είναι καλά.

Και όταν είχε την πονεμένη του έκφραση, τα πάντα ηρέμησαν ξαφνικά.

Τα θυμωμένα χαρακτηριστικά του βέβαια δεν σβήστηκαν αλλά έτρεξε στο πλάι του και τον σήκωσε δίχως να του πει τίποτε.

«Ήμουν μπερδεμένος αλλά τώρα ξέρω, η Ρωξάνη δεν είναι για εμένα, εγώ θέλω να προσπαθήσω ξανά με την Ελίνα, εγώ εκείνη θέλω.» Ακούγεται πως πονάει αλλά αν μπορεί να μιλήσει, δεν είναι καν σοβαρό, σκέφτηκε εκείνος.

«Γιατί σήμερα, Φίλιπ; Γιατί έπρεπε σήμερα να την καλέσεις; Ξέρεις ότι σήμερα θα αιφνιδιάσουμε τους Ρώσους, γιατί έπρεπε να την βάλεις σε κίνδυνο;»

«Γιατί πίστευα πως αν συμβεί τίποτα, αν γίνει κάτι σε εσένα, αν γίνει κάτι σε εμένα, θα έπρεπε να της έχουμε πει όσα θέλουμε. Εγώ ήθελα να της πω συγγνώμη. Ήθελα στην Ελίνα να της μιλήσω, ίσως να της πω κάτι που κρατώ μέσα μου καιρό. Εσύ δεν έχεις κάτι να της πεις;»

Ο Γκάμπριελ ξεφύσησε προτού τείνει το χέρι του μπροστά στον Φίλιπ και τον σηκώσει όρθιο.

«Αφού ήξερες τι έγινε, έχεις μάθει να με διαβάζεις, ήταν αναγκαστικό να με χτυπήσεις;»

Τον αγνοεί επιδεικτικά. «Θα πρέπει να τις βάλουμε κάπου με ασφάλεια.»

«Η Ελίνα στο δωμάτιό της και η Ρωξάνη στο παλιό δικό σου. Θα είναι εντάξει.»

«Αν πάθει τίποτα έστω μια από τις δύο, θα σε σκοτώσω να το ξέρεις.»

«Θα το έχω υπόψιν μου, Γκάμπριελ.»

Προτού βγουν από το γραφείο, αγκαλιάστηκαν.

Αν πάθουν τίποτα, ο Φίλιπ ξέρει πως θα τον σκοτώσει. Αλλά δεν θα πάθουν, είναι σίγουρος.

......................

Η δεξίωση φαίνεται να προχωρούσε κανονικά από την στιγμή που ο Φίλιπ κι ο Γκάμπριελ κατέβηκαν ξανά στον κύριο χώρο ενώ η Τελετή Έναρξης ξεκίνησε άμεσα, από την στιγμή που τους είδαν να κατεβαίνουν μαζί τις μεγάλες σκάλες.

Ήταν μια διαδικασία που βαριούνταν και οι δύο αλλά έπρεπε να γίνει.

Θα μιλούσαν μερικοί σύμμαχοι, ενώ εκείνοι που ήθελαν κι επίσημα να ενταχθούν στις συμμαχικές δυνάμεις θα εξέφραζαν την επιθυμία τους αργότερα, στην Τελετή Λήξης. Οι Ρώσος ήταν από αυτούς πάντως. Και εκεί, εκεί ακριβώς κρυβόταν όλο τους το σχέδιο.

Μέχρι τότε όμως, μέχρι να ολοκληρωθεί το πλάνο που είχαν φτιάξει, ο Φίλιπ κι ο Γκάμπριελ φρόντισαν όλοι τους να περνούν όμορφα. Πολύ όμορφα.

Κάποιοι χόρευαν υπό τον ρυθμό απαλής μουσικής, ενώ άλλοι συνέχιζαν με τις διαπροσωπικές και διπλωματικές τους σχέσεις. Η Ρωξάνη καθόταν στο μπαρ, κάνοντας παρέα στον Φρέντ, τον μοναδικό άνθρωπο που δεν πίστευε ότι θα ήθελε να έχει για παρέα τώρα αλλά κοίτα να δεις που έγινε κι αυτό.

Έπινε το τρίτο της ποτό την στιγμή που η Ελίνα την πλησίασε για να της μιλήσει και να την γνωρίσει. Ήξερε ποια ήταν, την θυμόταν από τις μέρες που η Νιόβη έψαχνε για εκείνη.

«Γιατί κάθεσαι εδώ μόνη σου;» την ρώτησε απαλά και γλυκά.

«Εσύ γιατί κάθεσαι εκεί μόνη σου;»

«Γιατί αντί να γνωριστούμε οι δύο μας, αποφασίσαμε να αγνοήσουμε η μία την άλλη. Με λένε Ελίνα.» Έτεινε το χέρι της μπροστά της και χαμογέλασε ευγενικά στην κοπέλα με το κατάλευκο δέρμα και τα μακριά ξανθά μαλλιά.

Η Ρωξάνη ανταπόδωσε στο χαμόγελο και στην χειραψία. «Με λένε Ρωξάνη.»

«Χαίρομαι που σε γνωρίζω επιτέλους. Έχω ακούσει πολλά για εσένα.»

«Να κάτι που δεν περίμενα.»

Της γέλασε και με το χέρι της να κάθεται στο μπράτσο, την ώθησε να προχωρήσουν προς το μέρος των ανδρών του Μάντσεστερ.

Ο Γκάμπριελ δεν μπορεί να τραβήξει τα μάτια του μακριά από την φιγούρα της. Της πάει κολασμένα εκείνο το φόρεμα. Και τα κόκαλα της κλείδας της φαίνονται απίστευτα με αυτό το ανοιχτό ντεκολτέ του ρούχου, το μακιγιάζ της την κολακεύει, το ακάλυπτο δέρμα της του δημιουργεί έξαψη παντού.

Του είχε λείψει.

Κι όσο ριψοκίνδυνο κι αν είναι, όσο παράξενη κι αν ήταν η συμπεριφορά του Φίλιπ, δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί πως είχε δίκιο. Πως έκανε το σωστό.

Και όταν οι δύο τους έφτασαν κοντά τους, ο Γκάμπριελ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Ύψωσε το χέρι του μπροστά της, καλώντας την να χορέψει μαζί του.

Μια συνήθεια που είχαν οι δύο τους, μια συνήθεια που τους είχε λείψει, μια συνήθεια που έκανε την καρδιά και των δύο να φτερουγίσει. Η Ρωξάνη έγνεψε ευθύς και έχωσε το μικρό χέρι της μέσα στο δικό του, αφήνοντας το μέσα της να αναπηδήσει στην αίσθηση.

Θα έκλαιγε μονάχα επειδή τον άγγιζε. Πως θα ήταν αν τον φιλούσε; Τι θα ένιωθε αν τα χείλη τους άγγιζαν έστω και για λίγο, ακόμη και μερικά δευτερόλεπτα;

Σταματά για να σταθεί απέναντί της, για να βάλει το χέρι του χαμηλά στην μέση της και να την φέρει πολύ κοντά του, τόσο που να είναι έτοιμος να την φιλήσει, να πάρει ξανά ζωή, να αισθανθεί τον κόσμο του ξανά φωτεινό και ζωντανό.

Η Ρωξάνη ένιωσε ανακούφιση. Ένιωσε γαλήνη.

Και όταν άρχισε η μουσική να παίζει και το βιολί να πατά σε μια μελωδία γνωστή για εκείνη, η ξανθούλα σιγομουρμούριζε τους στίχους από εκείνο το γαλλικό τραγούδι.

Il attend
(He waits for her)
Devant cette photo d' antan
(In front of this picture from long ago)

Μια εικόνα πέρασε γοργά από το μυαλό της καθώς άκουγε εκείνους τους στίχους που χρόνια αγκάλιαζαν την καρδιά της αλλά τώρα, τώρα ήταν αγκάθι για αυτήν. Ήταν εκείνος, μπροστά από ένα μαγαζί να την περιμένει, να την περιμένει για ώρες.

Il, il n'est pas fou
(He's not crazy)
Il y croit c'est tout
(But he believes he is)

Την ίδια στιγμή εκείνος ξεχνάει κάθε πόνο που πέρασε για τον έρωτά της. Δεν τον πείραζαν τώρα πια τα λόγια που του είχε πει τότε, δεν τον πείραζε που τον είχε πληγώσει, που τον είχε διώξει, που τον έκανε να περιμένει ώρες χωρίς να φανεί...

Il la voit partout
(He sees her everywhere)
Il attend debout
(He waits for her standing)

Προσπαθούσε να σχηματίσει τα λόγια για να του πει όσα αισθάνεται. Πολλές λέξεις έτρεχαν στο μυαλό της, όλες ζητούσαν να την συγχωρέσει, όλες έφτιαχναν λόγια έρωτα, όλες ήταν έτοιμες να αγκαλιάσουν την καρδιά του. Έτσι όπως είναι, ακριβώς όπως τον άφησε. Με το σκοτάδι και το φως του.

Μα ενώ τριγύριζαν τόσα πολλά μέσα στο κεφάλι της, έμεινε σιωπηλή να σιγομουρμουρίζει τους στίχους.

Une rose a la main
(A rose in hand)
A part elle, il n'attend rien
(Apart from her, he's waiting for nothing)

Εκείνος δεν σκεφτόταν τίποτα. Μονάχα χαμογελούσε. Τα μαλλιά της μύριζαν άνοιξη, τα μάγουλά της ήταν ροζ σαν τριαντάφυλλα, τα χείλη της είχαν το χρώμα της φράουλας και τα μάτια της, δύο πράσινες σταγόνες πάνω σε γρασίδι που τον κοιτούσαν σαν να ήταν μονάχα εκείνος εκεί, μαζί της.

Γύρω τους όλα έγιναν σκοτάδι και το μόνο φως ήταν εκείνη.

Η Περσεφόνη φώτιζε την είσοδο του παλατιού. Ο Χάροντας έστρεψε το βλέμμα του αλλού, τυφλώθηκε από τα χρυσάφι των μαλλιών της, δεν μπορούσε να αφήσει το βλέμμα του κοντά της. Ο Κέρβερος χαμήλωσε στην όψη της, έτεινε τα κεφάλια του κοντά της και την οδήγησε μέσα στο Παλάτι ταπεινωμένος κοντά της.

Στο βάθος βρισκόταν ο Αφέντης του.

Στο βάθος καθόταν στον θρόνο του ο θεός Άδης.

Στο βάθος ο σκοτεινός Βασιλιάς χαμογελά στην Βασίλισσα του Παλατιού του.

Είδε πως στο διάβα της άνθιζαν λουλούδια, χαμογέλασε και περπάτησε κοντά της. Κοίταξε τον πιστό του δούλο, τον Κέρβερο και χαμογέλασε. Ένα γρύλισμα και πισωπάτησε.

Όλος ο Κάτω Κόσμος είχε την προσοχή τους. Χιλιάδες ψυχές παρακολουθούσαν τον Αφέντη να πλησιάζει την Περσεφόνη, να ακουμπά το γυμνό δέρμα των χεριών της και να το φιλά απαλά. Για λίγο όλα σταμάτησαν και μόνο ο Άδης, ο κυρίαρχος του Κόσμου εκείνου έκλεισε τα μάτια του και μύρισε την Άνοιξη.

Η Περσεφόνη του γύρισε.

.................

«Πρέπει να σου πω κάποια πράγματα Ρωξάνη», της μουρμουρίζει καθώς χορεύουν, δίχως να δείχνει την ανησυχία του στο βλέμμα. Εκείνη τον κοιτά απορημένα.

«Τι έγινε;»

«Θα συμβεί κάτι σε λίγο. Θα είναι επικίνδυνο.»

Ανάσαινε βαριά και ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. «Πόσο επικίνδυνο;»

«Θα γίνει μια αιφνίδια επίθεση στους ευθύνοντες για τον θάνατο του Ρίο.»

Κλείνει τα μάτια της και σφίγγει τα χέρια της γύρω του. Η καρδιά του χτυπά πιο δυνατά μα μόλις αφήνει ένα φιλί στο μέτωπό της, ηρεμεί.

«Θα κάνεις ό,τι σου πω, εντάξει;»

«Τι πρέπει να κάνω δηλαδή;»

«Θα σου δώσω ένα κλειδί. Θυμάσαι που σου είχα δείξει το παλιό μου δωμάτιο; Θα πας εκεί, θα κλειδωθείς μέσα και δεν θα ανοίξεις σε κανέναν. Θα σε ανεβάσω εγώ μέχρι ένα σημείο, μα από εκεί κι έπειτα όποιος τύχει να περάσει από κοντά σου δεν τον κοιτάς, δεν του μιλάς... Θυμάσαι όσα σου είχα πει την πρώτη φορά που ήρθες εδώ, μην τα ξαναλέω. Είναι για το καλό σου, υποσχέσου ότι δεν θα παραβλέψεις τίποτα από όσα σου είπα.»

«Θα ανέβουμε τώρα;»

«Σε λιγάκι. Σε λιγάκι να μην τραβήξουμε την προσοχή. Μόλις ξεκινήσει η Τελετή Λήξης.»

Μέχρι τότε, απλώς έμεινε στο στέρνο του πάνω ακουμπισμένη και άκουγε την καρδιά του να χτυπά ρυθμικά.

Ο καλλιτέχνης άνοιξε ξανά εκείνο το ατελιέ που είχε αφήσει ξεχασμένο για καιρό. Ο καλλιτέχνης πλησίασε το έργο τέχνης. Ο καλλιτέχνης το άγγιξε.

Τα χρώματα έγιναν ξανά ζωντανά.

Πήρε ξανά ανάσα.

.....................

Ανεβαίνουν τα σκαλιά ήρεμα, δίχως να φαίνεται το άγχος στην αναπνοή της Ρωξάνης και η ανησυχία στις σφιχτές γροθιές του Γκάμπριελ. Του χαμογελά για να κρύψει κάποια δάκρυα άγχους και της χαϊδεύει την πλάτη επειδή παρατήρησε τα υγρά μάτια της.

Παρόλα αυτά, κι ενώ ο Γκάμπριελ γνώριζε πως η Τελετή Λήξης είχε ξεκινήσει, πως οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν αποχωρίσει και οι εν δυνάμει σύμμαχοι στέκονταν κάπου απομακρυσμένα περιμένοντας τον να συνεχιστεί, ακούστηκε ένας πυροβολισμός πριν ακόμη προλάβει η Ρωξάνη να κλειδωθεί μέσα στο δωμάτιο, πριν ακόμη σιγουρευτεί ο λογιστής πως θα είναι ασφαλής.

Γύρισε και τον κοίταξε έντρομη.

Την μια στιγμή ανέβαιναν ήρεμα τις σκάλες και την επόμενη έτρεχε στο πλάι του, παρατηρώντας φευγαλέα το όπλο που κρατούσε στο χέρι. Ακούστηκε και δεύτερος πυροβολισμός, η Ρωξάνη αγνόησε τον πόνο από τα τακούνια της και έβαλε στόχο την πόρτα λίγα μέτρα μακριά της.

Προσπαθούσε να βάλει το κλειδί στην τρύπα μα τα χέρια της έτρεμαν.

Και οι δεκάδες επόμενοι πυροβολισμοί έκαναν τα πράγματα χειρότερα. Γύρισε πίσω από τον ώμο της και τον κοίταξε ανήσυχα, εκείνος όμως είχε το μυαλό του γύρω τους, είχε το μυαλό του να την προστατέψει.

Και όταν άνδρες εμφανίστηκαν στην άκρη της σκάλας, η Ρωξάνη παράτησε κάθε πανικοβλημένη προσπάθειά της να ανοίξει. Κρύφτηκε πίσω από το παχύ κούφωμα της πόρτας και παρακαλούσε όποιον την ακούει να την σώσει.

Ο θεός Άδης μπροστά της την άκουσε.

Την είδε που είχε σφίξει τα μάτια της και ψιθυρίζει πως δεν θέλει να πεθάνει.

Χρειάστηκε μερικούς πυροβολισμούς για να την αναγκάσει να ανοίξει τα μάτια της ξανά, να πέσει το βλέμμα της πάνω στο δικό του, να της δείξει πως εκείνος θα την προστατεύει για πάντα, σε κάθε ευκαιρία και στιγμή.

Και όσο εκείνος άδειαζε τα όπλα του σε εκείνους που θέλησαν να τον πειράξουν, εκείνη κοιτούσε τα μάτια του.

Τον έβλεπε να σκοτώνει και η καρδιά της χτυπούσε έξαλλη.

Τον έβλεπε να παίρνει ζωές, πολλές ζωές και η ανάσα της έτρεμε.

Παρόλα αυτά τα μάτια του ήταν η ίδια.

Έκρυβαν σκότος αλλά έκρυβαν και φως. Έκρυβαν ελπίδα.

Έκρυβαν τον ίδιο τον Άδη, αλλά έκρυβαν και τον Γκάμπριελ.

Όταν έπεσε ο τελευταίος πυροβολισμός, ο εκτελεστής γύρισε να την κοιτάξει. Η κοπέλα στραβοκατάπιε, έκλεισε τα μάτια της και ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της.

Του έδωσε ένα φιλί προτού φύγει, ένα φιλί προτού ξεκλειδώσει την πόρτα και χωριστούν για λίγο ακόμη.

Κι αυτό το φιλί γέμισε την καρδιά του με περισσότερα άνθη.

......................

Η Ρωξάνη είχε μείνει για πολλή ώρα μόνη της ακούγοντας τον πανζουρλισμό που γινόταν στο υπόλοιπο σπίτι. Είχαν προσπαθήσει πολλοί να παραβιάσουν την πόρτα της αλλά κάθε φορά ένας ακόμη πυροβολισμός και δεν υπήρχε πια απειλή.

Αναρωτιόταν αν βρισκόταν έξω από εκεί ο Άδης αλλά πίστευε πως θα τον είχε καταλάβει μέχρι τώρα οπότε υπέθετε πως απλώς κάποιος άλλος είχε αναλάβει να φυλάει την Ελίνα, εκείνη και τα παιδιά από τις επιθέσεις.

Παρόλα αυτά, μπορεί να άκουγε πυροβολισμούς, να άκουγε τις προσπάθειες πολλών να διαπεράσουν την πόρτα της, αλλά όταν άκουσε ένα χτύπημα κι όχι κάτι βίαιο, κάτι επικίνδυνο, η καρδιά της σκίρτησε.

«Ποιος είναι;» ρωτά αφελώς αλλά είναι μια αρχή κι αυτό μετρούσε.

«Ο Γκάμπριελ.»

Κι αν δεν είναι ο Γκάμπριελ; Κι αν είναι κάποιος που τον παριστάνει για να την παγιδεύσει; Δεν τα χάφτει έτσι εύκολα αυτά.

«Δεν σε πιστεύω.»

«Ρωξάνη πρέπει να ανοίξεις είναι επείγον.»

Οκέι, θα μπορούσε όντως να είναι αλήθεια αλλά ο φόβος του να είναι παγίδα παραμένει. Οπότε ρωτάει το αυτονόητο για να καταλάβει ποιος είναι πίσω από την πόρτα κι αν είναι πράγματι αυτός που λέει ότι είναι, δηλαδή εκείνος.

«Τόνι Σταρκ ή Κάπτεν Αμέρικα;»

Ακολουθεί σιωπή.

Κι άλλο λίγο που καλύπτεται από μερικούς μακρινούς πυροβολισμούς.

«Γαμημένος Κάπτεν Αμέρικα, Ρωξάνη άνοιξέ μου!»

Και αυτό ήταν. Η πόρτα ξεκλείδωσε στην στιγμή και η Ρωξάνη ήρθε αντιμέτωπη με ένα ματωμένο μπράτσο που αιμορραγούσε ακατάπαυστα.

Η κοπέλα τσίριξε. «Τι έγινε;»

«Κόπηκα στο πόκερ, τι να έγινε Ρωξάνη, με πέτυχαν με σφαίρα!»

Μπαίνει στο δωμάτιο φουριόζος μα συνάμα ήρεμος και αφήνει την κοπέλα να κλειδώσει όσο εκείνος βγάζει το πουκάμισό του και ανοίγει ένα συρτάρι για να βρει το φαρμακείο με τα απαραίτητα.

Η Ρωξάνη άργησε να καταλάβει πως αυτά που βλέπει μπροστά της είναι υλικά για ράμματα και σκέφτηκε ποια θα μπορούσε να ήταν η ερώτηση της στον γιατρό που θα ερχόταν να του κλείσει την πληγή.

«Ευτυχώς δεν έχει μείνει μέσα η σφαίρα και η πληγή είναι επιφανειακή οπότε τώρα Ρωξάνη θα χρειαστώ να μου καθαρίσεις με τις γάζες το αίμα και να μου κάνεις τα ράμματα.»

Το είπε σαν να την ρωτά τι κάνει. Σαν να της ανακοινώνει πως σήμερα ο καιρός θα κυμανθεί από τους είκοσι πέντε έως τους τριάντα βαθμούς Κελσίου.

«Παιδί μου σε χτύπησαν στον κεφάλι ή θέλεις και τα λες;»

«Δεν είναι τίποτα δύσκολο, ξέρεις πόσες φορές έχω ράψει εγώ τον εαυτό μου;» Ταυτόχρονα καθάριζε μόνος του την πληγή με τις γάζες και διατηρούσε ένα παγωμένο βλέμμα δίχως να φαίνεται ότι πονάει.

«Δεν πονάς;»

«Έχω περάσει και χειρότερα, θα έρθεις να βοηθήσεις;»

Και τι να κάνει; Να κάθεται να τον κοιτάει; Όχι, αυτό θα ήταν κάφρικο από μέρους της. Οπότε τον πλησίασε και τον βοήθησε να καθαρίσει το αίμα. Οι κινήσεις τους ήταν γρήγορες και πάνω στην αδρεναλίνη ήταν και παραδόξως σωστές. Δεν είχε τόσο άγχος τελικά.

Ώσπου της ζήτησε να του κάνει την ένεση της ξυλοκαϊνης και εκείνη πάγωσε.

Οπότε κι αυτή την έκανε μόνη του.

«Κοίτα, Ρωξάνη, τα ράμματα δεν μπορώ να τα κανω μόνος μου οπότε θα σου δείξω το πρώτο και θα κάνεις τα υπόλοιπα, εντάξει;»

Εκείνη έγνεψε από λάθος. Δεν ήταν καθόλου εντάξει. Παρόλα αυτά, παρατηρούσε την λεπίδα του υλικού να περνάει από τα χείλη του τραύματος και με μια εύκολη κίνηση, εκείνος μόνος του είχε κάνει το πρώτο ράμμα.

«Δεν είναι και το καλύτερο της αγοράς αλλά είναι λύση ανάγκης οπότε δεν έχω θέμα. Το 'χεις;»

Πάλι έγνεψε μηχανικά.

Παρόλα αυτά με την καθοδήγηση και την αδρεναλίνη της στιγμής να επιμένει, κατάφερε με έξι ράμματα να σταματήσει το πολύ αίμα και έπειτα με μια μεγάλη γάζα, να απορροφήσουν όσα υγρά έβγαιναν στην συνέχεια.

Εκείνος έμεινε λίγο σιωπηλός και έκλεισε τα μάτια του ξαπλώνοντας στην καρέκλα κάπως άτσαλα.

«Είδες τι καλό κορίτσι που είσαι; Μαθαίνεις τόσο γρήγορα.»

Επικράτησε σιωπή για λίγο. Πρώτη βέβαια μίλησε εκείνη.

«Τουλάχιστον πήγαν όλα καλά; Δεν ακούω πυροβολισμούς.»

«Πήγε καλά. Απλώς μας ξέφυγε ο Ρώσος.»

Εκείνη ξεφύσησε. «Κι αυτό πόσο κακό είναι;»

Ο Γκάμπριελ έσκυψε κοντά της και της απάντησε κάτι προτού την φιλήσει στα χείλη έντονα και παρατεταμένα. «Πολύ κακό.»

»«»«»«

1) Το παρελθοντικό κομμάτι γράφτηκε με το The Fruits να παίζει 2) Η πρώτη σκηνή με τον Άδη και τον βιαστή -μας έλειψε ο Άδης να σκοτώνει βιαστές; Πείτε ναι, την κρατάω την σκηνή πόσα κεφάλαια- την έγραψα με το Wicked Ones να παίζει και έχω λατρέψει τον τρόπο που με κάνει να νιώθω 3) ΕΙΝΑΙ ΟΚΤΩ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

Τεράστιο.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΣΚΗΝΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ: Εκει που η Περσεφόνη γύρισε ουυυυυυυφ

Πείτε μου κι εσείς!

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top