𝐹𝑜𝑢𝑟. 𝐿𝑎𝑠𝑡 𝑊𝑜𝑟𝑑

Ο Ρίο ήταν για χρόνια το δεξί χέρι του Άλμπερτ, σαν λογιστής αλλά και ως ένας από τους πιο ικανούς διοικητές της μαφίας, της οικογένειας εκείνη την εποχή. Όταν όμως ο Φίλιπ κληρονόμησε την οικογένεια, εξαιτίας του θανάτου του πατέρα του, ο Ρίο απομακρύνθηκε και έδωσε την θέση του στον πλέον έτοιμο Γκάμπριελ και στον ακόμη πιο έτοιμο, Άδη.

Μέχρι τότε γνώριζε κάθε μυστικό, είχε προετοιμαστεί εξαιρετικά για να σταθεί στο πλευρό του έως τότε καλύτερου φίλου του. Μεγάλωσαν μαζί, ο Φίλιπ και ο Γκάμπριελ και έκαναν όνειρα, όσα μπορούσαν, για το πώς θα είναι όταν οι δύο τους θα διοικούν την μεγαλύτερη μαφία της Αγγλίας. Τελικά ο Γκάμπριελ δήλωσε μεγάλη αδιαφορία για την διοίκηση και θέλησε να μείνει αυστηρά ένας ταπεινός λογιστής.

Μα ο Φίλιπ γνώριζε.

Γνώριζε πως ο Γκάμπριελ θα διοικεί άθελά του τον Κάτω Κόσμο όλης της Ευρώπης. Ο Άδης, μα πως το κατάφερε!, φρόντισε να γίνει ο αφέντης μα παρόλα αυτά παρέμεινε πιστός στις εντολές του φίλου του. Ανακούφιση για τον μαφιόζο που για λίγο φοβόταν.

Έτσι, λοιπόν, έχουν μια καλή συνεργασία. Ακόμη και μετά την αποκάλυψη του Γκάμπριελ. Ο Φίλιπ στην αρχή παραξενεύτηκε. Μα έπειτα κατάλαβε.

Εν τέλει, δεν φταίει καν ο Γκάμπριελ! Με την Λιζ γνωρίζονται όλοι τους από μικροί, ο Φίλιπ έκανε ένα λάθος με εκείνη μια νύχτα, το συνέχισε σε γάμο, σε ένα δεύτερο παιδί και έπειτα την άφησε να δυστυχεί. Στο πλευρό του. Η Λιζ από μικρή έδειχνε την συμπάθειά της στον Γκάμπριελ. Ήταν ήρεμος, φιλικός και δεν την πείραζε ποτέ σε αντίθεση με τον πλέον άνδρα της. Οπότε όταν ο Γκάμπριελ την επισκέφτηκε και όταν η Λιζ ένιωσε αυτή τη συμπάθεια να μετατρέπεται σε έλξη, διαβάζοντας την επιθυμία για σαρκική επαφή στα μάτια του, άρπαξε την ευκαιρία.

Τον άφησε να κοκκινήσει κάθε εκατοστό της που χρειαζόταν, τον άφησε να χαϊδέψει τους γοφούς της, το στήθος της, να γλείψει τα ευαίσθητα σημεία της και γεμίσει το κενό της με την δική του καυτή και σκληρή σάρκα.

Μα έπειτα ήθελε περισσότερα. Η Λιζ ήθελε όσα ο Γκάμπριελ δεν είχε να της δώσει. Ή καλύτερα δεν ήθελε να της δώσει.

«Είσαι ακόμη η νόμιμη σύζυγος του Φίλιπ.»

«Αυτό σε κρατάει;» τον ρώτησε κάπως ελπιδοφόρα.

«Είναι ένα δεδομένο.»

«Σύντομα μπορεί να αλλάξει αυτό.»

«Λιζ, θα τα πούμε.»

Τον σταμάτησε και τον παρακάλεσε με δάκρυα στα μάτια να μην φύγει. «Μην μου πεις κι εσύ ότι ήταν ένα λάθος αυτό!»

«Όχι, Λιζ, αν το θεωρούσα λάθος δεν θα το έκανα. Απλώς ήταν κάτι της μιας φοράς. Έτσι δεν είναι; Είχες εσύ μια ανάγκη κι εγώ μια αδυναμία. Τίποτε άλλο.»

Η κοπέλα πισωπάτησε και θέλησε να χτυπήσει τον εαυτό της που νόμισε έστω και για μια στιγμή πως ο Γκάμπριελ θα φερθεί λάθος. Γιατί όσα λέει είναι αλήθεια, είναι σωστά, είναι ακριβώς όσα συμφώνησαν. Όταν η πόρτα στο δωμάτιό της έκλεισε και ο παλιός της φίλος χάθηκε, η Λιζ έκλαψε και αναθεμάτισε την δυστυχία της.

Μα σύντομα θα έβαζε τέλος. Και αυτό ήταν η τελευταία σταγόνα στο γεμάτο ποτήρι της.

.....................

Όταν το κουδούνι του Ρίο χτύπησε δεν φάνηκε έκπληκτος. Όλο το πρωινό περίμενε να χτυπήσει και τώρα είναι πέρα για πέρα προετοιμασμένος. Και πίσω από την πόρτα είναι ακριβώς εκείνος που περίμενε.

«Γκάμπριελ! Παιδί μου!»

Στην προσφώνηση, ο λογιστής χαμογελά. Αληθινά, μια από τις σπάνιες φορές που το κάνει και πέφτει στην αγκαλιά του προπάτορά του.

«Ήρθα σε ακατάλληλη στιγμή;»

«Καθόλου. Μόλις έφυγε και η Τίνα, δεν την πρόλαβες.» Η πονηράδα στην χροιά του προκαλεί ένα αχνό, ήρεμο γελάκι.

«Καλύτερα.»

«Καλύτερα; Πως κι έτσι;»

«Γιατί αν έβλεπε αυτό που σου έφερα θα μου φώναζε. Και όχι όπως θα μου άρεσε.» Από το παλτό του, μέσα από την εσωτερική τσέπη βγάζει μια καπνοθήκη.

«Να στρίψω;» ρωτά ο Ρίο μα ο Γκάμπριελ δεν τον αφήνει.

«Κάτσε, γέρο, να στο στρίψω εγώ.» Ο Ρίο γελάει και κάθεται σε μια από τις δύο καρέκλες στο τεράστιο μπαλκόνι. Και όσο ο Γκάμπριελ ξεκινά να στρίβει, ο Ρίο τον ρωτά διάφορα για την ζωή του. Είχαν να τα πουν και μια εβδομάδα, είχε πολλά να του πει. Για τον Πίτερ Μπλαν, για τον Ρίκο Φερνάντες, για τον Μάικ Ρότζερς, για το σεξ με την Λιζ, τον τσακωμό με τον Φίλιπ αλλά και για την γνωριμία του με την Ρωξάνη.

«Η μόνη που δεν γνωρίζω είναι αυτή η Ρωξάνη. Τι μέρος του λόγου είναι;»

«Δεν γνωρίζω πολλά. Μόνο ότι είναι εξαιρετική μπαργούμαν.»

«Το ανακάλυψε αυτό ο Φίλιπ;»

«Φαντάζομαι.»

Ο Γκάμπριελ δίνει το τσιγάρο που έστριψε σε εκείνον και έπειτα φτιάχνει στα γρήγορα το δικό του, για να το καπνίσουν παρέα.

«Ο Άδης; Ο Άδης πως είναι;»

«Σε φόρμα.»

«Τον εμπιστεύομαι.»

«Κι εγώ.»

Σιωπή, μόνο απόλαυση εκείνων των λίγων λεπτών ηρεμίας και ησυχίας.

«Οι γιατροί τι λένε;»

«Δουλεύει καλά το εργαλείο. Και η καρδιά καλά πάει.»

«Καλά, για το πρώτο, Ρίο, δεν ανησυχούσα καθόλου. Η Τίνα είναι η τρανή απόδειξη.» Ο Γκάμπριελ γελάει και ο Ρίο συμφωνεί.

«Μπορείς να αντισταθείς σε μια τέτοια νοσοκόμα;»

«Εγώ δεν αντιστάθηκα σίγουρα.»

«Το τηλέφωνό της το ξέρεις, Γκάμπριελ, μπορείς να την καλέσεις όποτε θέλεις.»

Ο λογιστής γελάει και εκπνέει τον καπνό. «Όχι, μια φορά ήταν αρκετή για να καταλάβω τι εννοούσες. Δεν μου χρειάζεται άλλη.»

«Εντάξει, άρα όλη δικιά μου από εδώ και πέρα;»

«Εννοείται, Ρίο. Όπως πάντα.»

Τα επόμενα λεπτά τα παίρνει ο καθένας για δικό του όφελος. Ο Ρίο για να περηφανευτεί σιωπηλά για τον άνδρα που έγινε εκείνο το μικρό αγόρι και ο Γκάμπριελ για να απολαύσει εκείνες τις λίγες στιγμές ηρεμίας του.

Αυτή η συνάντηση έληξε λίγες ώρες αργότερα. Όταν ο λογιστής έφυγε από το σπίτι του Ρίο, εκείνος έμεινε στο μπαλκονάκι του να κοιτάζει την φιγούρα του καθώς απομακρύνεται.

Και σε εκείνον κάτι δεν κολλάει. Αυτός, βέβαια, είναι πιο κοντά στο να το ανακαλύψει. Εύχεται μόνο να μην είναι αργά.

...............

Η Ρωξάνη έχει πολλές αγάπες, άλλες μικρότερες άλλες μεγαλύτερες. Μια από τις πρώτες είναι οι εκδρομές στην θάλασσα ενώ μια από τις τελευταίες είναι οι πολύωρες δοκιμές σε κοκτέιλ καλώντας την κολλητή της σπίτι.

Η σημερινή μέρα είναι μια από αυτές που νιώθει σκουριασμένη, που αισθάνεται πως η ικανότητά της στο να φτιάχνει τα καλύτερα κοκτέιλ ολόκληρης της χώρας έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Η Αλέξα πάντως, στο πρώτο ποτό που δοκιμάζει μπορεί να επιβεβαιώσει για το ακριβώς αντίθετο.

«Ξέρεις, εκπλήσσομαι με το πόσα ποτά μπορείς να φτιάξεις. Τα θυμάσαι όλα απέξω;»

Η σγουρομάλλα ξανθιά χαμογελάει και έπειτα γνέφει. «Όσο πιο πολύ φτιάχνω μερικά ποτά τόσο περισσότερο μένουν στον εγκέφαλό μου. Δεν θυμάμαι να σου φτιάξω οτιδήποτε μα άπαξ και δω την συνταγή τα χέρια μου γνωρίζουν τι κάνουν.» Η Αλέξα μοιάζει ικανοποιημένη από την απάντηση της φίλης της.

«Και για πες, έχουμε να τα πούμε μια εβδομάδα. Τι συνέβη στην ζωή σου;»

Η Ρωξάνη γελάει ξανά. Μάλλον ήπιε παραπάνω από όσο θα έπρεπε.

«Τίποτα το πολύ σημαντικό.»

Αυτό το πονηρό ύφος που φοράει και εκείνο το τερατάκι μέσα της που της θυμίζει την νέα της γνωριμία με έναν εξαιρετικά επικίνδυνο λογιστή είναι που προδίδει στην φίλη της πως λέει ψέματα.

«Έχεις δύο επιλογές, να μου το πεις μόνη σου ή να στο βγάλω με το τσιγκέλι. Σε κάθε περίπτωση κερδίζω εγώ οπότε μπορείς να κερδίσεις χρόνο.»

«Έκανα έναν νέο φίλο.»

Η Αλέξα την κοιτά σχεδόν προσβεβλημένη, μα έπειτα η Ρωξάνη συνεχίζει και τελικά η κοπέλα αναθαρρεί. «Τον λένε Γκάμπριελ, είναι λογιστής για το αφεντικό μου και μου έσωσε την ζωή.»

«Και πως μοιάζει; Είναι ωραίος;»

«Είναι ψηλός, είναι σοβαρός. Έχει περίεργο χρώμα ματιών, είναι ξυρισμένος μπόμπα και έχει μια ουλή τεράστια στο δεξί μάτι. Παρόλο το τρομακτικό, σχεδόν, παρουσιαστικό του, είναι εξαιρετικά ευγενικός και σεβαστικός.»

Το χαμόγελό της καθώς τον περιγράφει μπορεί να αποπροσανατολίσει την φίλη της που αρπάζει από το χέρι της Ρωξάνης το ποτό με το ελαφρύ πράσινο χρώμα. Η έκφραση της Αλέξας αλλάζει σε αηδιασμένη όταν η γλώσσα της ακουμπά την άκρη του ποτηριού.

«Τι έχει;»

«Πες μου ότι δεν έχει τζιν μέσα.»

«Εννοείται και έχει τζιν μέσα.»

«Αφού ξέρεις πόσο το σιχαίνομαι!»

Αφήνει το ποτήρι άτσαλα στο τραπεζάκι και πίνει από το νερό της.

«Νόμιζα ότι το Last Word θα σου αρέσει...»

«Ρωξάνη με δουλεύεις; Το τζιν είναι απαίσιο.»

«Η βάση του, αν θες να ξέρεις δεν είναι το τζιν, αλλά το λικέρ σαρτρέζ. Είναι αυτό με το πράσινο χρώμα. Μετά έβαλα και λίγο από το μαρασίνο, το λικέρ που τρελαίνεσαι! Λάιμ, τζιν κι έτοιμο. Νόμιζα πως θα το ευχαριστιόσουν...»

Η Αλέξα είναι έτοιμη να μιλήσει μα το κινητό της μπαργούμαν χτυπά και διακόπτει οποιαδήποτε συζήτηση υπήρχε μέχρι πρότινος. Ο Ρούντι, ο μάνατζερ στο Escobar την καλεί τέτοια ώρα; Και σε άδεια; Σχεδόν δεν ξέρει τι να πει.

Το σηκώνει με μεγάλη ανυπομονησία. Στην άλλη γραμμή βέβαια ακούει πράγματα που δεν πίστευε ότι θα ακούσει. Κλείνοντας το τηλέφωνο, η Ρωξάνη κοιτά το απέραντο κενό σαστισμένη.

«Τι συνέβη Ρώξυ;»

«Τίποτα, απλά το αφεντικό μου, ο Φίλιπ, με προσλαμβάνει για να αναλάβω την κάβα σε μια μεγάλη εκδήλωση που θα κάνει αύριο, σπίτι του.»

Το βλέμμα της επιμένει στο κενό.

«Αύριο; Λίγο αργά δεν σε ενημέρωσαν. Και αν εσύ είχες κανονίσει; Δηλαδή νομίζουν ότι η μόνη σου υποχρέωση είναι η δουλειά σε εκείνους; Τι πιστεύουν, δηλαδή; Πάρε τους τηλέφωνο και παίξε το δύσκολη, την άλλη φορά που σε φώναξαν έτρεξες σαν το σκυλάκι!»

«Άλεξ, ο Φίλιπ δεν είναι ένα αφεντικό που μπορείς να αρνηθείς.»

«Σιγά τον εργοδότη, Ρώξυ! Και τι; Επειδή είσαι ασφαλισμένη και έχεις τέλειο μισθό; Έχεις κι άλλα δικαιώματα, ξέρεις, όπως το να ευχαριστηθείς την άδειά σου!»

«Ο συγκεκριμένος εργοδότης δεν δέχεται όχι. Συν ότι, στο προηγούμενο πάρτι πήγε ο Φρέντι και εμένα με πήρε μαζί του για βοήθεια. Δεν ήταν δεξίωση, πέντε έξι τύπους σερβίραμε. Σιγά.»

Η κοπέλα ξεφυσά και ρίχνει την πλάτη της πίσω σε αυτή του καναπέ. «Εσύ ξέρεις.» Είναι κάπως εκνευρισμένη, το ακούει στον τόνο της. Μα η Ρωξάνη δεν δίνει σημασία. Αυτή η εκδήλωση είναι μια ακόμη ευκαιρία να ανοίξει τα φτερά της και ίσως να κάνει γνωριμίες, να εξελιχθεί. Είναι καλό για εκείνη.

Και δεν πρόκειται να χάσει μια τέτοια ευκαιρία.

................

Ο Γκάμπριελ δεν περνά ωραία σε ετούτη την εκδήλωση. Βασικά, δεν είναι από αυτές τις διασκεδαστικές όπου μέλη της μαφίας μεθάνε και ξεμπροστιάζουν ο ένας τον άλλον και έπειτα ο Άδης εμφανίζεται για να εκτελέσει όσους αποκάλυψαν μυστικά που κρύβονταν για καιρό κάτω από το χαλάκι της κουζίνας.

Όχι, αυτή η εκδήλωση ήταν βαρετή. Δεν είχε δα τόσο ποτό και κάθονταν όλοι γύρω μικρά τραπέζια κάνοντας συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων, μα κυρίως για συμμαχίες και μελλοντικά σχέδια που κρυφά ο ένας πίσω από την πλάτη του άλλου σχεδιάζει.

Και δυστυχώς, ο Άδης δεν χρειάζεται πουθενά. Οπότε και ο Γκάμπριελ, σαν ένας απλός λογιστής, θεωρεί την παρουσία του στον χώρο ασήμαντη. Έτσι, από την ώρα που έφτασε, γύρω στις επτά και έπειτα περνά τον χρόνο του στο δωμάτιο του μικρού Τζάκσον.

Ο Τζάκσον είναι ο πρωτότοκος γιος του Φίλιπ που αγγίζει τα επτά χρόνια και ίσως η μοναδική αδυναμία που έχει ο Γκάμπριελ.

«Που είχαμε μείνει, Τζαξ;»

 Εκείνος τον κοιτά απορημένος. «Νομίζω στο να ταΐζουμε την Ντάρλα, την γουρουνίτσα.»

«Α, ναι. Έχεις δίκιο.» Σηκώνει τα μανίκια του πουκάμισου του πιο ψηλά και κάθεται καλύτερα δίπλα στον μικρό που κρατάει ένα κουτάλι και βάζει από το αόρατο φαγητό μικρές ποσότητες. «Έχει τεράστια σημασία στο να φροντίζεις μια γυναίκα, Τζαξ.»

Ο μικρός ξεκινά και χώνει το κουτάλι άγαρμπα στο στόμα της γουρουνίτσας. Και ο Γκάμπριελ τον κοιτά επικριτικά. «Αν αυτή ήταν η αδερφή σου τώρα θα είχε πνιγεί. Πιο ήρεμα, θέλεις να φάει για να δυναμώσει, όχι για να τελειώνεις εσύ με τις δουλειές σου πιο γρήγορα.»

Το μικρό αγόρι κουνά το κεφάλι του αποφασιστικά και ο λογιστής ελπίζει να κατάλαβε ακριβώς τι του είπε. Βέβαια, οι κινήσεις του επιβεβαιώνουν ότι ο Τζάκσον έχει μάτια και αφτιά ανοιχτά οποτεδήποτε ο θείος Γκάμπριελ μιλάει. Με προσοχή φέρνει το κουτάλι στο στόμα της Ντάρλα της γουρουνίτσας και έπειτα, με την καθοδήγηση του μεγάλου του φίλου, ο Τζαξ σκουπίζει με το μαντήλι από το σακάκι του λογιστή το στόμα της.

Τον κοιτά περήφανα, ενθουσιασμένα και αγαπώντας την επιβεβαίωση στο βλέμμα του σκοτεινού άνδρα, πέφτει στην αγκαλιά του χαρούμενα.

«Θα πάμε να δούμε την αδερφή μου;» με το παρακλητικό ύφος του δεν μπορεί να κάνει τίποτε περισσότερο ο λογιστής. Σηκώνεται όρθιος με τον Τζάκσον ακόμη στην αγκαλιά του και με το σακάκι στον ώμο βγαίνουν από το τεράστιο δωμάτιο, κατευθυνόμενοι στο δωματιάκι της Σκάρλετ.

Η πόρτα ανοίγει και βρίσκουν την Λιζ να θηλάζει. Και ενώ άλλες φορές η γυναίκα κάλυπτε το στήθος της, τώρα επιλέγει να το αφήσει εκτεθειμένο. Εξάλλου σε εκείνο το δωμάτιο το είχα δει και το είχαν πιπιλήσει όλοι.

«Μαμά!» Ο Τζάκσον τρέχει στην μεγάλη πολυθρόνα μα η Λιζ δεν τον αφήνει να ανέβει στα πόδια της. Κοιτά τον Γκάμπριελ και χαμογελά πονηρά, εκείνος δεν δίνει σημασία. Μα η Λιζ δεν το δέχεται αυτό.

Σηκώνεται όρθια την στιγμή που το μωρό στην αγκαλιά της αποδεσμεύει την θηλή της και έπειτα ενώ είναι έτοιμη να πλησιάσει τον Γκάμπριελ με το στήθος της ακόμη εκτεθειμένο, εκείνος περπατά ήρεμος στην πολυθρόνα και αφήνει τον Τζάκσον να σκαρφαλώσει επάνω του. Τότε η Λιζ καλύπτεται και με την μικρή Σκάρλετ στην αγκαλιά πλησιάζει τόσο που μπορεί να ακούσει τον ψίθυρο του γιου της.

«Δεν πρέπει να κοιτάς την μαμά όταν είναι γυμνή.»

«Τζαξ, δεν υπάρχει πιο αθώα διαδικασία από αυτή του θηλασμού.»

«Μα η μαμά είναι γυμνή.»

«Απλώς ταϊζει την αδερφή σου. Όπως έκανε και με εσένα, όπως έκανα κι εγώ με την δική μου μαμά.»

Η Λιζ μιλάει.

«Όπως έκανες κι εσύ μαζί μου, Γκάμπριελ.»

Ο Τζάκσον ευτυχώς δεν καταλαβαίνει τι λέει η μητέρα του. Κοιτά μονάχα τους δύο ενήλικες να κοιτούν ο ένας τον άλλον επίμονα. Της κάνει νόημα να του δώσει την Σκάρλετ και εκείνη το κάνει.

«Εγώ θα ντρεπόμουν να συγκρίνω τον θηλασμό με κάτι τέτοιο.»

«Μάλλον δεν κατάλαβες τι εννοούσ-»

«Λιζ θα μου αφήσεις λίγο χρόνο με τα ανίψια μου;»

Βουρκωμένα μάτι και έπειτα η Λιζ εξαφανίζεται από το δωμάτιο. Ο Γκάμπριελ χαλαρώνει στην πλάτη της πολυθρόνας και κοιτά τον Τζάκσον που κρέμεται από τα χείλη του.

«Όμορφα. Τι είχαμε πει την προηγούμενη φορά στο μάθημα;»

Η Σκάρλετ είναι στο όριο να αποκοιμηθεί. Σχεδόν νανουρίζεται από τις ακαταλαβίστικες λέξεις που ακούει, οπότε τώρα δεν συμμετέχει ούτε με τους περίεργους ήχους της, ούτε με μικρά πνιχτά γελάκια. Απλώς ακούει τον αδερφό της.

«Λογιστική Ισότητα.»

«Προχωράμε γρήγορα, βλέπω.»

Και βέβαια, βέβαια ο Γκάμπριελ θα μάθαινε από μικρά τα ανίψια του για μια επιστήμη που ο ίδιος μπορεί να την χρησιμοποιεί σαν κάλυψη μα ξέρει πως σε έναν από τους δύο θα φανεί χρήσιμη.

«Σήμερα θα πούμε για το ενεργητικό, που αφορά περιουσιακά στοιχεία και περιλαμβάνει οικονομικούς πόρους που ελέγχονται από μια επιχείρηση ως αποτέλεσμα γεγονότων του παρελθόντος και από τους οποίους αναμένεται να εσρεύσουν οικονομικά οφέλη.»

Ο Τζαξ εκεί γέρνει το κεφάλι του στο στέρνο του αντικριστά από αυτό της αδερφής του. Είναι και η ώρα περασμένη, πλησιάζει η ώρα του να κοιμηθεί.

«Άρα ένας οικονομικός πόρος για να αποτελέσει μέρος του Ενεργητικού μιας λογιστικής οντότητας θα πρέπει να ελέγχεται από αυτή, να έχει περιέλθει στον έλεγχο της λογιστικής οντότητας μετά από συγκεκριμένο λογιστικό γεγονός και συνεπώς να έχει προσδιορισθεί σε αυτό τιμή στo πλαίσιo μίας συναλλαγής.»

Κοιτά ξανά, τα παιδιά έχουν κοιμηθεί.

«Να είναι δυνατόν να διατίθεται ή να χρησιμοποιείται για την επίτευξη των αντικειμενικών σκοπών της λογιστικής οντότητας, να απορρέουν οικονομικά οφέλη από τη χρήση του.»

Ακούει ροχαλητό. Το σήμα κατατεθέν.

Σηκώνεται προσεκτικά και έπειτα πλησιάζει την κούνια αφήνοντας την Σκάρλετ απαλά στο μαλακό στρώμα και δίπλα της τον Τζάκσον που θα της παρέχει ασφάλεια περισσότερη από ότι θα ένιωθε η μικρή καρδούλα της άμα κοιμόταν μόνη της.

Σκεπάζει με το σεντόνι τα μικρά σώματά τους και έπειτα αποχωρεί με ήσυχα, τόσο που να μην ακούγεται. Πάει να μπει στο δωμάτιο του μικρού μα βλέπει φως, η μισόκλειστη πόρτα του δίνει αρκετό χώρο για να καταλάβει πως η Λιζ τον περιμένει εκεί. Ο Γκάμπριελ διαολίζεται και προς στιγμήν μπαίνει στον πειρασμό.

Ωστόσο αλλάζει κατεύθυνση τελευταία στιγμή και την προσοχή του τραβά το ανοικτό φως κάτω από την χαραμάδα στο γραφείο του Φίλιπ.

Με τις ομιλίες που ακούει, αποκλείεται να έχει ανέβει τόσο νωρίς εκεί. Δεν έχει λόγο άλλωστε. Κάτι δεν του κολλάει.

Πιάνει την σιδηρογροθιά του και την περνά στα δάχτυλά του άμεσα. Μετά θυμίζει στον εαυτό του τα κρυμμένα όπλα σε όλο το γραφείο του. Αν δεν τον απατά η μνήμη του, ακριβώς δίπλα από την πόρτα έχει ένα απλό περίστροφο.

Κάνει, για αρχή.

Περπατά σταθερά και φτάνοντας να γυρίσει το πόμολο καταπίνει κάθε ίχνος του Άδη που είναι έτοιμος να βγει.

Σημασία έχει ο συγχρονισμός. Πρέπει να συμβαδίζεις με τις συνθήκες.

Σοφά τα λόγια του Ρίο, τα ακολουθεί κατά γράμμα.

Γυρίζει το μεταλλικό στρογγυλό πόμολο και ανοίγει την πόρτα σιγά σιγά. Κάνει ένα βήμα και έπειτα την κλείνει εξίσου ήρεμα, με το τυφλό σημείο ως προς το γραφείο να του δίνει το πλεονέκτημα να προετοιμαστεί. Βαθιά ανάσα και κάνει ένα ακόμη βήμα.

Σγουρά ξανθά μαλλιά και μια πλάτη που ανεβοκατεβαίνει έντονα, σχεδόν πανικοβλημένα γρήγορα.

Ο Γκάμπριελ δεν μπορεί να δει από εκεί που είναι τι κάνει. Έχει σκύψει μπροστά από κάτι και στηρίζει τα χέρια της στο ξύλινο έπιπλο. Κάνει ακόμη περισσότερα βήματα και την φτάνει σιωπηλά. Με ένα χέρι στην μέση κι άλλο ένα στο πρόσωπο καταφέρνει να εγκλωβίσει την μιλιά της και να την φυλακίσει πάνω στο στέρνο του.

«Δώσε μου έναν καλό λόγο που βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή εδώ», ψιθυρίζει και προκαλεί στην κοπέλα ανακούφιση, απίστευτη ανακούφιση. Αφήνει τον εαυτό της ελεύθερο και βάζει τα κλάματα ευθύς. Τα υγρά της μάγουλα παρασέρνουν και τα δάχτυλα του λογιστή ο οποίος δεν μπορεί να καταλάβει αν όντως κλαίει ή αν τελικά είναι η ιδέα του.

Ξεσφίγγει την μέση της και η επόμενη κίνηση είναι αναπάντεχη. Η μπαργούμαν γυρίζει πρόσωπο με πρόσωπο σε εκείνον και χώνεται στο στέρνο του. Κλαίει σιωπηλά μα με αναφιλητά που δεν μπορούν να μην ακουστούν λίγα εκατοστά πιο πάνω.

«Τι συνέβη, Ρωξάνη;» Τα χέρια του βρίσκουν τα μπράτσα της.

Ηρεμεί και έπειτα απαντά. «Ήρθα εδώ για να πάρω ένα ουίσκι.»

«Ήρθες εδώ; Για να πάρεις ένα μόνο ουίσκι;» Δύσπιστος.

«Ναι. Ρώτησα από πού θα βρω κάποιο άλλο μπουκάλι, κάποια από τις οικονόμους με δασκάλεψε να έρθω εδώ.»

Ηλίθιες, στέλνουν το πρόβατο στον λύκο. «Και γιατί κλαις; Δεν έχει ουίσκι; Θα βρούμε δεν-»

«Βρήκα αυτό.»

Ένα πατωμένο όπλο ακριβώς δίπλα από το μπουκάλι για το οποίο ήρθε. Ο λογιστής ξεφυσά και τρίβει το μέτωπο του προσπαθώντας να βρει λέξεις να την καθησυχάσουν.

Πως σκατά το δικαιολογείς αυτό; «Ήταν φάρσα, δεν το κατάλαβες;» Όχι τέλειο αλλά τίμιο.

Η Ρωξάνη τον κοιτά και γελά. «Τι είδους φάρσα είναι αυτή;»

«Δεν παραξενεύτηκες που σε έστειλαν εδώ ενώ έχει ολόκληρο παντοπωλείο –εσύ μου το είχες πει– στην κουζίνα του ο Φίλιπ; Προφανώς ήθελαν να σε ψαρώσουν.»

Ρουφάει την μύτη της. «Ναι, το κατάφεραν. Μα τι δουλειά έχει το αίμα και το όπλο στα χέρια τους;»

«Ρωξάνη...» της λέει ήρεμα «προφανώς σε άκουσαν. Ξέρουν πως ξέρεις.»

Αυτό δεν θα έπρεπε να της το πει. Αυτό ήταν μια λεπτομέρεια που δεν θα έπρεπε να αποκαλύψει μα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Εξάλλου, ήταν άκακο.

«Ξέρουν;» ρωτά έντρομη. Περισσότερα δάκρυα τρέχουν στα μάγουλά της.

«Ξέρουν και προσπαθούν να καταλάβουν αν είσαι έμπιστη.»

«Είμαι!» σπεύδει να υπερασπιστεί.

«Η μούρη σου λέει το αντίθετο.»

Τρομοκρατείται ξανά. «Και τι θα κάνω;»

«Βασικά, τι θα κάνω εγώ.»

Το σκέφτηκε λίγο. Άλλη μια γρήγορη απόφαση. Πιάνει το μπουκάλι, το ρίχνει κάτω. Εκείνο θρυμματίζεται, το ποτό μουσκεύει το πάτωμα.

«Είσαι τρελός;» του ουρλιάζει. Ο ήχος θα ακούστηκε σε όλον τον όροφο.

«Είμαι τρελός.»

Παίρνει ένα γυαλί και κόβει τον αστράγαλό της. Η κοπέλα πονάει, τσούζει και θέλει να τον χτυπήσει. «Είσαι πραγματικά τρελός!»

«Ρωξάνη!» την κοιτά αυστηρά. «Μπες στον ρόλο.»

«Ποιον ρόλο;»

Χαμένη στα λόγια του δεν προλαβαίνει να επεξεργαστεί την πληροφορία και όταν η πόρτα άνοιξε, έμεινε να τον κοιτάει.

Η Λιζ μπήκε στο δωμάτιο την στιγμή που ο Γκάμπριελ έβαλε το ματωμένο όπλο στην ζώνη του, μέσα από το σακάκι και όταν η Ρωξάνη έπιασε τον ματωμένο αστράγαλό της έχοντας ζωγραφισμένη την έκφραση του πραγματικού πόνου.

Γυρνώντας να κοιτάξει τον λόγο που ακούει ο λογιστής τακούνια στο γραφείο, καταλαβαίνει πως ίσως τελικά δεν ήταν πανέξυπνη ιδέα το φιάσκο με το ουίσκι και τα σπασμένα γυαλιά.

Γιατί η Λιζ στέκεται λίγα μέτρα μακριά τους με ένα μαχαίρι υψωμένο στην ευθεία τους. Και ο Γκάμπριελ δεν προλαβαίνει να καλύψει την ματιά της Ρωξάνης. Και ούτε μπορεί να εξηγήσει με ένα βλέμμα του στην Λιζ τι συνέβη.

«Τι στο διάολο κάνει αυτή στο γραφείο του άντρα μου;»

Και έπειτα για την Ρωξάνη, τίποτα δεν έβγαλε νόημα.

»«»«»«

Τι γίνεται αμιγκος; Πώς είστε; καλά τρελή συγγνώμη που άργησα δύο εβδομάδες να ανεβάσω, είμαι απαράδεκτη αλλά δεν ήξερα πως να γράψω τις ιδέες. Συχνό φαινόμενο.

Εν τω μεταξύ, γυρίσαμε στα σημειώματα του συγγραφέα που γράφω στις πέντε το πρωί. Στις οκτώμιση πρέπει να φύγω από το σπίτι όμως και αυτό είναι κακό γιατί ξεκινώ πρακτική άσκηση σε κέντρο υγείας. Γέλασε ο κόσμος και ο ντουνιάς.

Για να μην πολυλογώ όμως εγώ και επειδή θέλω να ακούσω την γνώμη σας, πείτε μου πως νομίζετε ότι θα πάει αυτό. Ξέρετε, ο Γκάμπριελ μπροστά από όπλο με την Ρωξάνη στην αγκαλιά του, ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΧΑ μωρό μου συγγνώμη.

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top