𝐸𝑖𝑔ℎ𝑡𝑒𝑒𝑛. 𝐵𝑒𝑡𝑤𝑒𝑒𝑛 𝑡ℎ𝑒 𝑆ℎ𝑒𝑒𝑡𝑠

«Ήρθα να τελειώσω αυτό που άρχισα

Η πόρτα έκλεισε, τα γυμνά χέρια του αγκάλιασαν το σώμα της προτού προλάβει να πάρει ανάσα. Αγκάλιασε τον λαιμό του πατώντας στις μύτες των ποδιών της, πιέζοντας τον εαυτό της πάνω στο σώμα του, βαθαίνοντας το φιλί τους εκείνο όλο και περισσότερο.

Οι χούφτες του γέμισαν με τα σγουρά της μαλλιά. Και όσο τα δικά της δάχτυλα χάιδευαν τον λαιμό του, περνούσαν μέσα από τα κοντοκουρεμένα του μαλλιά, τόσο εκείνος την έσπρωχνε στο σώμα του. Σαν να ήθελαν να γίνουν ένα, σαν να μην τους έφτανε το φιλί τους, ζητούσαν κι άλλα.

Την σήκωσε εύκολα και την ακούμπησε απαλά πάνω στο τραπέζι λίγο πιο πέρα. Το μπλουζάκι της βρέθηκε πιο δίπλα, το γυμνό στέρνο του είχε πάρει φωτιά, καιγόταν και αναζητούσε το δικό της που σύντομα σφυροκοπούσε κάτω από τις γρήγορες ανάσες της.

Και όταν το παντελόνι της ήταν κι αυτό στο πάτωμα, μένοντας με τα εσώρουχά της, ο Γκάμπριελ απλώς δεν άντεξε άλλο. Με το εσώρουχο του ακόμη φορεμένο και τον εαυτό του κολλημένο πάνω της, την άφησε να νιώσει μέσα από τα υφάσματα πόσο σκληρός είναι για εκείνη.

Πόσο ερεθισμένος, πόσο η επιθυμία τον φέρνει στα όρια του.

Τα χείλη του έφυγαν από τα δικά της. Την φιλά στον λαιμό, στην κλείδα, στο στήθος. Και παρόλο που η αρχή εκείνου του μονοπατιού όδευε γρήγορα προς την κοιλιά, απλώς σταματά κοντά στο σουτιέν της. Τα στήθη της ξεπροβάλλουν, οι ρώγες της σκληρές και η γλώσσα του έτοιμη να αφήσει υγρά φιλιά πάνω τους.

Δαγκώνει το δέρμα της, το ρουφά και το γλείφει, όλα με επιδεξιότητα, αρκετή για να την ακούει να βαριανασαίνει σε κάθε κύκλο της γλώσσας του, σε κάθε που την φιλάει και κάθε εκατοστό που κατεβαίνει πιο κάτω, εκείνη είναι πιο ανυπόμονη.

Και η γλώσσα του βρίσκει το ύφασμα που τον χωρίζει από την απόλυτη ηδονή της ξανθούλας. Σηκώνει το βλέμμα του, καθώς την βρίσκει, εκεί είναι η απόλυτη απόλαυση της. Υγραίνει με τα φιλιά του το πιο ευαίσθητο σημείο της, κοιτώντας το πρόσωπό της, που σε κάθε κύκλο που διαγράφει εκείνος, τα μάτια της κλείνουν, τα χείλη της ανοίγουν περισσότερο, κλαψουρίζει και τον παρακαλεί, δεν ξέρει γιατί, απλώς του το ψιθυρίζει.

Το ύφασμα περνάει στην άκρη. Η ζεστή του ανάσα την κάνει να ριγήσει και να τον κοιτάξει με προσμονή. Τελικά, η άκρη της γλώσσας του την αγγίζει και έπειτα την φιλάει, υγραίνοντας την περισσότερο. Και σε κάθε άλλη περίπτωση δεν θα κοιτούσε μα τώρα τα μάτια της φυλακίζουν τα δικά του. Και ερεθίζεται περισσότερο, αισθάνεται το κάψιμο και την προσμονή να κορυφώνονται καθώς η γλώσσα του την περιπαίζει, την βασανίζει.

Τα χείλη του αφήνουν στην κλειτορίδα της ένα τελευταίο φιλί προτού σηκωθεί ξανά στα πόδια του. Τα δάχτυλά του την αγγίζουν εκεί ξανά και όσο εκείνος σκύβει για ένα φιλί, η Ρωξάνη απλώς αφήνει τον εαυτό της να βογγήξει στο άγγιγμά του, μέσα στα χείλη του να τον παρακαλέσει για περισσότερα.

Όσο τα δάχτυλά του διέγραφαν εκεί κάτω κύκλους, εκείνη κρατούσε το χέρι του σφιχτά, ξανά ήθελε κι άλλο. Τελικά, άφησε το ερεθισμένο της κέντρο, την γέμισε με δύο δάχτυλα προετοιμάζοντάς την για εκείνον. Πήγαινε ήρεμα στην αρχή. Σταμάτησε το φιλί τους γιατί το να την ακούει τον ερέθιζε περισσότερο. Τον ωθούσε να επιταχύνει. Αλλά κι εκείνη, με το κεφάλι της ακουμπισμένο στον λαιμό του έχανε τις ανάσες της.

«Κι άλλο. Σε παρακαλώ, θέλω κι άλλο.»

Την άφησε λίγο ακόμη να πλησιάσει στην απόλυτη ολοκλήρωση με τα δάχτυλά του. Μα ούτε εκείνος θα άντεχε για πολύ ακόμη να βρίσκεται μακριά της. Ήθελε να είναι μέσα της, να την γεμίσει, να σκληρύνει κι άλλο μέσα στα τοιχώματά της, να αισθανθεί την ζέστη της, να την ακούσει να τον παρακαλεί για περισσότερα κι αυτός να της το δίνει. Όπως θέλει εκείνη, θα κάνει τα πάντα για εκείνη.

Κατεβάζει το εσώρουχό του, φοράει το προφυλακτικό που του έδωσε και προτού μπει μέσα της απλώς την κοιτά. Κι εκείνη κλαψουρίζει όσο την χαϊδεύει. «Πες μου πόσο το θέλεις.»

«Το θέλω πολύ, σε παρακαλώ

«Εμένα; Εμένα με θέλεις

Η Ρωξάνη αφήνει το κεφάλι της να πέσει προς τα πίσω, κλαψουρίζει και αγκομαχά όταν νιώθει μόνο μερικά εκατοστά του να την γεμίζουν. «Σε θέλω τόσο πολύ, τόσο πολύ

Τον αισθάνεται που ωθεί τον εαυτό του μέσα της, τον αισθάνεται να αφήνει μια ανάσα καθώς την γεμίζει όλο και περισσότερο και έπειτα τον κοιτά να κλείνει τα μάτια του, να παίρνει τον χρόνο του προτού ξεκινήσει να την παίρνει πάνω στο τραπέζι. Η αίσθηση της γύρω του είναι μοναδική, το είχε φανταστεί ξανά μα τίποτα αυτό ξεπέρασε κάθε προσδοκία του.

Στην σκέψη της και μόνο μπορεί να τελειώσει εκεί, μέσα της, μα κάνει υπομονή και ξεκινά. Αφήνει τον εαυτό του να χωρέσει όλος προτού βγει ελάχιστα, την κοιτά και τώρα τα σκοτεινά γκρι μάτια του δεν την αφήνουν από την ματιά του.

«Κι εγώ σε θέλω, Ρωξάνη. Πάρα πολύ.»

Η κοπέλα ανασαίνει γρήγορα όσο εκείνος ξεκινά και επιταχύνει. Όσο εκείνος την γεμίζει και την αδειάζει με περισσότερη δύναμη, εκείνη αφήνει τον εαυτό της ελεύθερο. Να φωνάξει το όνομά του, να κλαψουρίσει από την ευχαρίστηση, να τον αφήσει να σφυροκοπήσει το σώμα του στο δικό της γρήγορα, και άλλο, και περισσότερο από αυτό, σε παρακαλώ!

Η Ρωξάνη για πρώτη φορά ένιωθε τον εαυτό της να φτάνει στην ολοκλήρωση τόσο νωρίς και νωρίτερα από τον άλλον. Μα ήταν ο τρόπος που κρατούσε τα πόδια της σφιχτά και την γέμιζε όλο και πιο γρήγορα, ήταν το χέρι του που πίεζε το κάτω μέρος της κοιλιάς της όσο την άκουγε να φωνάζει περισσότερο, ήταν τα δάχτυλά του που ξεκίνησαν να παίζουν με την κλειτορίδα της ξανά όταν του ψιθύριζε πως θα τελειώσει.

Οπότε εκείνη τύλιξε τα πόδια της στην μέση του, αγκάλιασε τον λαιμό του και ώθησε μόνη της το σώμα της πάνω του.

«Το κάνεις τόσο καλά...» της ψιθύριζε όσο την ένιωθε να «χορεύει» κοντά του κι εκείνη, να βογκάει πιο δυνατά, πιο έντονα. «Τελείωσε για εμένα, μωρό μου.»

Κι παίζοντας μαζί της, γεμίζοντάς την, την ένιωσε να αφήνεται ελεύθερη, να τρέμει πάνω του, να ανασαίνει γρήγορα και βαθιά καθώς στηρίζεται επάνω του. Ο Γκάμπριελ ήξερε πως είχε κι εκείνος λίγο ακόμη για να τελειώσει.

Τα χέρια της τον τύλιξαν στα δικά της. Τώρα, η Ρωξάνη πέφτει στα γόνατα.

Και δεν χρειάζεται πολλή προσπάθεια για εκείνη, τον βασανίζει και μόνο που τον αγγίζει, μα όταν αφήνει την γλώσσα της να τρέξει πάνω του, τότε τον υποδουλώνει κανονικά. Και είναι δύσκολο να τον χωρέσει στο στόμα της μα η διαταγή του την αναγκάζει να προσπαθήσει.

«Άνοιξε το στόμα σου

Τον κοιτά στα μάτια, τα χείλη της είναι πρησμένα και κόκκινα καθώς τον χωράνε μέσα τους, χαμογελά και μόνο που τον ακούει να αγκομαχά από ηδονή. Δακρύζει, μα επιμένει και όταν τον βγάζει από το στόμα της δεν μπορεί ξανά. Μα δεν χρειάζεται. Δύο, τρεις το πολύ κινήσεις των χεριών της και εκείνος τελειώνει στα χείλη της.

Χαμογελά, σκύβει κοντά της και την σκουπίζει με μια πετσέτα άμεσα. Την φιλά ύστερα από λίγο.

Σιωπηλά την τραβά προς το μπάνιο. Σε εκείνο το μπάνιο που είχαν ζήσει την πιο πονεμένη περίοδο της κοπέλας, μπαίνουν τώρα να πλυθούν ύστερα από την καλύτερη βραδιά και των δύο. Το νερό τους βρέχει, τα σώματά τους κολλούν και πάλι μαζί, τα χείλη τους γίνονται ένα ξανά. Τώρα όμως δεν έχει την ένταση την προηγούμενη.

Τώρα την φιλά, όχι έντονα και κτητικά, ούτε λαίμαργα και αχόρταγα. Την φιλά ήρεμα, απαλά, τόσο όσο να νιώσει πως τα εννοούσε αυτά που της είπε. Κι εκείνη αγκαλιάζει την μέση του με όση δύναμη της απέμεινε.

Η σιωπή που ακολούθησε καθώς ξέπλεναν σαπουνάδες και τυλίγονταν με πετσέτες δεν ήταν αμήχανη. Ήταν σωστή, ήταν ιδανική. Την βοήθησε να ντυθεί με ένα δικό του εσώρουχο και ένα φούτερ του, όπως τότε.

Της χτένισε τα μαλλιά και εκείνη τον κοιτούσε ντροπαλά μέσα από τον καθρέφτη. Έπαιξε με τις πρώτες μπούκλες που σχηματίστηκαν μετά από λίγο και την βοήθησε ύστερα να τα στεγνώσει με μια παλιά του μπλούζα.

Ξάπλωσαν στο κρεβάτι εκείνο, σαν εραστές τώρα πια, χαμογελώντας και οι δύο. Η Ρωξάνη χώνεται στην αγκαλιά του με περισσότερη άνεση. Ένιωσε τα χείλη του στα μαλλιά της και ένιωσε και το φιλί του έπειτα από λίγο. Η κοπέλα όμως, ένιωσε κυρίως ανακούφιση.

«Τα εννοούσα, όλα», ψιθύρισε έπειτα από λίγο. «Είμαι ερωτευμένη μαζί σου, το ξέρω.»

Η καρδιά του φτερουγίζει. Το στέρνο του γεμίζει από κάτι άγνωστο, χαμογελάει και αισθάνεται την επιβεβαίωση να τον κυριεύει. Είναι διαφορετικό τώρα, τώρα που του το είπε. Ίσως έφταιγε η προηγούμενη ώρα ή ότι δεν άκουγε το μπέρδεμα στην φωνή της. Τώρα το ακούει, την αισθάνεται πως το εννοεί.

«Κι εγώ Ρωξάνη, σε έχω ερωτευτεί.»

Τα λόγια του είχαν άλλη χροιά από εκείνη που ακουγόταν στο κεφάλι του. Της συνειδητοποίησης ίσως, που κατάφερε να γεμίσει τον πίνακα τελικά ο καλλιτέχνης.

Το έργο τέχνης δικαιώθηκε. Και υποτάχθηκε στον καλλιτέχνη του.

...................

Άκουσε το κινητό του από το πρώτο χτύπημα το πρωί και βλέποντας το όνομα αποφασίζει να το αγνοήσει. Το βάζει στο αθόρυβο, μα το καταραμένο μπαίνει στην δόνηση και εξακολουθεί να μένει ξύπνιος καθώς χτυπά.

Δεν ανησυχεί για την Ρωξάνη, εξάλλου θυμάται πολύ καλά ότι για να ξυπνήσει θέλει το λιγότερο κανόνι. Οπότε το αφήνει να χτυπά, αγνοώντας τον Φίλιπ επιδεικτικά.

Μετά όμως ήρθε μήνυμα, και αυτό σίγουρα θέλει να το διαβάσει.

«Αν δεν μου απαντήσεις θα περάσω από εκεί, ξέρω ότι δεν κοιμάσαι.»

Και αυτό το σενάριο θα ήταν εφιάλτης. Τελικά, το σήκωσε.

Ταυτόχρονα, πλανάται στο σαλόνι σε μια προσπάθεια να μαζέψει και να καθαρίσει έπειτα από τα χθεσινά.

«Τι συνέβη με την Ρωξάνη εχθές;» Κάποιος άλλος θα μπερδευόταν, θα κοιτούσε για κάμερες στο σπίτι αλλά όχι ο Γκάμπριελ.

«Είχαμε μια έντονη φάση στο γραφείο σου και μετά έφυγε εκείνη σαν κυνηγημένη, το ίδιο κι εγώ. Τι να γίνει;» Εκεί, ο λογιστής ευχαριστεί το μυαλό του που φρόντισε να διαγράψει το υλικό από τις κάμερες. Μα ο Φίλιπ τον πήρε να τον ρωτήσει γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο. «Και τι νομίζεις, θα άφηνα στο αρχείο εμένα με την Ρωξάνη σε έντονη στιγμή

Ο Αρχηγός χαμογελά. «Γιατί όχι; Να μην δούμε κι εμείς τίποτα;»

Ο Γκάμπριελ όμως δεν γέλασε. «Αν ήταν οποιαδήποτε άλλη θα τα άφηνα, όχι με τη Ρωξάνη όμως.»

«Τι κάνατε εκεί πάνω τέλος πάντων;»

«Είχαμε τα ρούχα μας οπότε αυτό θα πρέπει να σου φτάνει. Επειδή έχω δουλειές τώρα, θα τα πούμε μετά, εντάξει;»

«Ανήμερα Χριστουγέννων, τι δουλειές μπορεί να έχεις;» Καχύποπτος; Όχι, απλώς θέλει να τον πειράξει. «Εκτός κι αν θες να πας στην Ρωξάνη και να τα βρείτε μετά τα χθεσινά.» Φορά κι ένα πονηρό χαμόγελο το οποίο ο λογιστής δεν μπορεί να δει αλλά το ακούει.

«Γενική στο σπίτι θέλω να κάνω εντάξει;» Με την Ρωξάνη στο πάτωμα, στο μπάνιο, στην κουζίνα –ξανά, στον καναπέ, στα έπιπλα, στο κρεβάτι, στα-

«Εντάξει, Γκάμπι. Εντάξει. Κάνε εσύ την χαρωπή νοικοκυρά όσο χάνεις χρόνο με την Ρωξάνη. Εγώ για σένα το λέω.»

«Καλημέρα, Φίλιπ!»

Και τερματίζει την κλήση. Κρατά στα χέρια του τα ρούχα τους, και αφήνοντας το κινητό στο τραπεζάκι του σαλονιού, μπορεί να μαζέψει και τις πετσέτες, τα περιτυλίγματα, τα απομεινάρια από τα χθεσινά. Κοιτά και το ρολόι. Είναι νωρίς ακόμη. Έχει χρόνο να μαζέψει προτού ξυπνήσει η Ρωξάνη.

.................

Είναι ανήμερα Χριστουγέννων και η Ρωξάνη δεν θέλει με τίποτα να χάσει την καθιερωμένη βόλτα της στο εμπορικό. Φαντασιώνεται ήδη το μεγάλο παγοδρόμιο που στήνουν κάθε χρόνο στο ισόγειο να είναι γεμάτο από κόσμο και πιο πέρα τα μαγαζάκια να πουλάνε γλυκά και σνακ στο κλίμα των γιορτών. Είναι η αγαπημένη της συνήθεια κάθε Χριστούγεννα και το να πάει εκεί με τον Γκάμπριελ σήμερα είναι η πρώτη της κουκίδα στην λίστα «Πράγματα που θα κάνω σήμερα».

Πηγαίνοντας στην κουζίνα λοιπόν, τον παρατηρεί που κοιτάει κάτι στο κινητό του, σχεδόν χαμένος από την πραγματικότητα. Ωστόσο, στον πρώτο ήχο που κάνει καταλάθος η κοπέλα, εκείνος σηκώνει το βλέμμα του σε εκείνη που αναθεματίζει την ώρα και την στιγμή που δεν κατάφερε να τον τρομάξει. Εκείνος χαμογελά.

Κάθεται πάνω του, κοιτά μαζί του την σελίδα ειδήσεων που έχει ανοίξει στο κινητό του και παίζει με την μπλούζα του σιωπηλά.

«Κάτι θέλεις, τι είναι;»

«Είχα μια ιδέα.»

Το κινητό του κλείνει και την κοιτά. Στρώνει τις τούφες που πετάνε λόγω ύπνου και περιμένει να ακούσει την ιδέα της. Έχει καλό προαίσθημα γι' αυτό; Ναι, έχει.

«Ξέρεις τι είναι σήμερα;»

«Σάββατο;»

«Και αυτό, αλλά τι άλλο είναι;»

«Χριστούγεννα.»

«Τέλεια! Και ξέρεις τι γίνεται στο κέντρο του Μάντσεστερ;»

«Πανικός.»

«Και αυτό, αλλά και τι άλλο;»

«Χρειάζεται να παίζουμε την κολοκυθιά τώρα;»

«Ναι, τι άλλο γίνεται στο κέντρο;»

«Νομίζω έχει μια γιορτή στο εμπορικό.»

Η Ρωξάνη χαμογελάει με το πλάνο στα μάτια της ζωγραφισμένο. «Ωραία. Τι θα έλεγες να πάμε;»

Με τέτοιο κρύο και χιόνι, δεν θα ήθελε με τίποτα να βγει από το σπίτι του μα το ανυπόμονο χαμόγελό της δεν του αφήνει επιλογές. «Να πάμε, γιατί όχι; Δεν έχω πάει ποτέ εξάλλου.»

«Ποτέ;»

«Ποτέ;»

«Καθόλου;»

«Καθόλου.»

Η κοπέλα σηκώνεται όρθια, ανοίγει σαν στο σπίτι της ένα ντουλάπι και ετοιμάζει καφέ φίλτρου και για τους δύο τους. Και όταν τελικά βάζει εκείνος από λίγο σε δύο κούπες, η Ρωξάνη αποφασίζει να ανοίξει το θέμα.

«Εχθές παρατήρησα την αδυναμία σου στις χορεύτριες.»

Την λοξοκοιτά προτού πιει λίγο από τον καφέ του αγνοώντας πόσο καυτός είναι –ο καφές, και χαμογελά αφήνοντας την κούπα στο τραπέζι. «Ο Φίλιπ κάνει πάντα τις καλύτερες επιλογές για τις γιορτές. Πέρυσι, φαντάσου-»

«Ειδικά αυτή η τύπισσα που είχε κολλήσει πάνω σου, αυτή παίζει να ήταν η αγαπημένη σου.» Τώρα πίνει λίγο από τον δικό της καφέ που είναι πικρός γιατί ξέχασε να βάλει ζάχαρη αλλά δεν είναι η ώρα για να σηκωθεί. Είναι στην μέση μιας συζήτησης.

«Μπα, δεν με τρέλανε αυτή.»

«Σε τρέλανε κάποια δηλαδή;»

«Εννοείται!» Το λέει εντελώς φυσικά, χαμογελώντας νομίζοντας πως δεν περπατά πάνω σε σκοινί τεντωμένο με τις απαντήσεις του. Εκεί η Ρωξάνη αναρωτιέται αν ήταν ποτέ σε σχέση για να ξέρει πόσο λάθος απάντηση ήταν αυτή. Εν τω μεταξύ σε αυτό το διάστημα, ο Γκάμπριελ την κοιτούσε γνωρίζοντας πως είπε όλες τις λάθος απαντήσεις.

«Δεν μου λες Ρωξάνη, στην ταινία Ηλίθιος και Πανηλίθιος που είδαμε, ποιος λες να ήμουν;» Η μπαργούμαν δεν έχει απάντηση. Οπότε ο λογιστής συνεχίζει. «Με χαζές ερωτήσεις θα παίρνεις χαζές απαντήσεις.» Κοκκινίζει ολόκληρο το πρόσωπό της και μοιάζει να μην έχει τίποτε να προσθέσει. Εκείνος τραβά την καρέκλα της κοντά του και την φιλά γρήγορα, πεταχτά.

«Ελπίζω αυτό να μην ήταν ζήλεια.»

Εκεί, γελάει η ξανθομάλλα. «Όχι δα! Από πού κι ως που;»

«Εγώ υποθέσεις κάνω.» Κι εκεί κοκκινίζει ξανά. Εκείνος σηκώνεται και αφήνει τον καφέ του στην άκρη, έχοντας στο μυαλό του πως πρέπει να ντυθεί για να φύγουν, να περάσουν από το σπίτι της, να αλλάξει και να πάνε επιτέλους στο εμπορικό.

Μετά από πολλά χρόνια, είναι η πρώτη φορά που θα περάσει Χριστούγεννα με κάποιον άλλον πέρα από τον Φίλιπ και τον Ρίο. Οπότε, τους ενημερώνει με γραπτό μήνυμα πως λόγω εκτάκτου γεγονότος δεν θα παρευρεθεί στην καθιερωμένη τους συνάντηση για πόκερ, χόρτο και ποτό. Ο Ρίο μοιάζει έκπληκτος, ο Φίλιπ προσπαθεί να αποσπάσει παραπάνω πληροφορίες μα όλα τελειώνουν όταν εκείνος απενεργοποιεί το κινητό του και φτάνει μετά από κάποια ώρα στην κουζίνα έτοιμος, με το παλτό στο χέρι και τα γάντια στις τσέπες.

Η Ρωξάνη παίρνει λίγο τον χρόνο της. Πουλοβεράκι πρώτη φορά τον βλέπει να φοράει με ένα απλό υφασμάτινο παντελόνι. Κασκόλ επιβλήθηκε έπειτα από την μπαργούμαν και είναι τελικά έτοιμος. Η Ρωξάνη φορά μόνο το παντελόνι της για να βγει στον έξω κόσμο, κρατώντας τα χθεσινά της ρούχα και προσωπικά αντικείμενα στο χέρι, ενώ χαίρεται απίστευτα με τις νιφάδες χιονιού που κάθονται στα μαλλιά της.

Το κρύο δεν την αφήνει να το ευχαριστηθεί αρκετά. Μπαίνει στον συνοδηγό και απολαμβάνει την προσεκτική οδήγηση του Γκάμπριελ μέσα στα στενά του Μάντσεστερ προς αποφυγή της κίνησης στον κεντρικό λόγω χιονιά και Χριστουγέννων.

Το ότι βρίσκει πάρκινγκ είναι θαύμα οπότε περπατούν δίπλα-δίπλα προς την μεγάλη πολυκατοικία που μένει η κοπέλα, προσέχοντας ξανά το πατημένο χιόνι.

Στο ασανσέρ, το πολυβόητο, δεν υπήρχε εκείνη η σιωπή που υπήρχε μεταξύ τους άλλες φορές. Ούτε αμηχανία. Γιατί ο Γκάμπριελ είχε φανταστεί πολλές φορές την σκηνή αυτή, να την φιλάει εκεί μέσα. Είχε φανταστεί και τον εαυτό του να την παίρνει μπροστά από τον καθρέφτη του ασανσέρ αλλά αυτή είναι μια σκέψη που προς το παρόν δεν μπορεί να επιχειρήσει.

Οπότε μένει στο φιλί.

Είναι βαθύ, είναι ζεστό, είναι όλοι οι λόγοι που η Ρωξάνη θα σταματούσε εκεί το ασανσέρ και θα έπεφτε στα γόνατα για εκείνον ξανά. Αλλά σταματούν στον όροφο της και το όνειρό της για επί γονάτου ικανοποίηση πάει άπατο.

Ανοίγει με τα κλειδιά της και τρέχει προς το δωμάτιο της θέλοντας να βιαστεί. Εκείνος κάθεται στον καναπέ, μπροστά από την μεγάλη τζαμαρία με θέα το Μάντσεστερ. Αυτός ο καναπές μπαίνει στην λίστα με τα μέρη που θέλει να την γδύσει. Και μάλιστα είναι πολύ ψηλά σε αυτήν την λίστα.

Την ακούει που τρέχει πάνω, κάτω, πέρα, δώθε, τραγουδάει ένα τραγούδι, αναθεματίζει μια μπλούζα, ένα χάος!

Μα δεν της παίρνει ώρα να εμφανιστεί στο καθιστικό έτοιμη να φύγουν.

Ο Γκάμπριελ χαμογελά καθώς το βλέμμα του την περνά από έλεγχο. Ζιβάγκο μωβ, μπλε φαρδύ τζινάκι και ανακατεμένες ξανθές μπούκλες να κάθονται πάνω στο χοντρό μπουφάν της. «Τι λες; Καλή είμαι;»

Εκείνος μουγκρίζει και την τραβά κοντά του. Δεν την φιλά, απλώς την αναγκάζει να φύγουν όσο πιο γρήγορα γίνεται γιατί ο καναπές γίνεται δελεαστικός ξαφνικά. Και αναγνωρίζει και την προσπάθεια της να ετοιμαστεί, κρίμα να πασαλείψει μάσκαρα στα μάτια της.

Μπαίνουν ξανά στο ασανσέρ και η Ρωξάνη του κάνει λίστα με γλυκά που θέλει να φάει. Και μετά του λέει πως θέλει να μπει στο παγοδρόμιο οπωσδήποτε. «Εννοείται θα κάνεις κι εσύ πατινάζ!»

«Αυτό ούτε να το σκέφτεσαι.»

«Γιατί;»

«Γιατί εγώ είμαι σαδιστής, μου αρέσει να βλέπω τους άλλους να πονάνε, όχι εμένα.»

Αυτό ο Γκάμπριελ το είπε με χιούμορ. Η Ρωξάνη όμως σκέφτηκε πολλά, ανήθικα κυρίως, πράγματα. Στραβοκατάπιε μπαίνοντας στον συνοδηγό και συνεχίζοντας την κουβέντα σε φυσιολογικούς ρυθμούς.

Το ευχάριστο γεγονός είναι ότι όντως ο Γκάμπριελ δεν μπήκε στο παγοδρόμιο. Προσπάθησε, δηλαδή, αλλά είδε πως πρέπει να ισορροπήσει σε δύο λεπίδες και αποφάσισε αμέσως ότι δεν θα το κάνει. Καθόταν γύρω από τα ξύλινα φράγματα και κοιτούσε την Ρωξάνη που τα πήγαινε πολύ καλά με τα πέδιλα και μάλιστα ξεκίνησε να κάνει πλάκα με κάτι άλλες κοπέλες που έπεφταν συνεχώς.

Την είδε να μαθαίνει σε ένα παιδάκι κάποιους βασικούς κανόνες για να ισορροπήσει και την είδε να πέφτει ύστερα από λίγο.

Γέλασε πνιχτά.

Ώσπου το γέλιο του κόπηκε μαχαίρι. Ένα ανδρικό χέρι χτύπησε δυνατά τον ώμο του και για μια στιγμή μετάνιωσε που δεν είχε κάτι άλλο πέρα από την σιδηρογροθιά του στην τσέπη.

Ο Φίλιπ όμως δεν είναι εχθρός και σίγουρα δεν είναι άξιος μπουνιάς με σιδερογροθιά. «Μας πούλησες για να μπανίσεις την Ρωξάνη; Και δεν είπες τίποτα;»

Ο Ρίο από την άλλη γελάει με την κοπέλα στο βάθος που πέφτει ξανά. Ο Γκάμπριελ τον λοξοκοιτά. «Τι θέλετε εσείς εδώ;»

«Βόλτα στο εμπορικό ήρθαμε και είδε ο Ρίο από μακριά το κεφάλι σου. Ήταν πεπεισμένος ότι είσαι εσύ, να που είχε δίκιο!»

«Λίγο διακριτικοί δεν μπορείτε να είστε; Έλεος, σας κάνω εγώ χαλάστρες;»

Ο Ρίο το σκέφτηκε καλά, ο Γκάμπριελ είναι πάντα διακριτικός και ο Φίλιπ μπορεί να επιβεβαιώσει τις χιλιάδες φορές από έφηβοι που ήταν πως ο λογιστής τηρούσε πολύ καλά τα όρια. Αλλά τους νοιάζει; Όχι!

«Ρωξάνη! Ρωξάνη Καλά Χριστούγεννα!» φωνάζει ο Αρχηγός στην μπαργούμαν που πλησιάζει και εκείνη, κρατώντας με το ένα χέρι το πεζούλι, επιταχύνει και φτάνει κοντά τους. Σχεδόν πέφτει αλλά την κρατάει ο Γκάμπριελ προτού γίνει ρεζίλι μπροστά τους.

«Καλά Χριστούγεννα και σε εσάς!»

«Ρωξάνη, χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω!» Ο Ρίο της χαμογελά αληθινά και στο ζεστό του χαμόγελο ανταποδίδει.

«Θα περιμένετε πέντε λεπτά να βγω από εδώ και να σας χαιρετήσω σαν κανονικός άνθρωπος; Μην φύγετε!» Ο Φίλιπ και ο Ρίο γνέφουν και αφήνουν την κοπέλα να πατινάρει με χάρη ως την άλλη άκρη του παγοδρομίου.

«Πάρτε τον πούλο τώρα, έχετε φύγει χθες!»

«Γκάμπριελ γιατί είσαι ξινός; Αφού μας είπε η Ρωξάνη να περιμένουμε!»

«Κι εγώ σας λέω να φύγετε. Τώρα.»

Ο Ρίο έχει όρεξη όμως. «Τς τς τς, έτσι σε έμαθα; Να είσαι αγενής;»

«Για μια φορά ήθελα να περάσω Χριστούγεννα με κάποια κι εσείς θέλετε να σας φάω στην μάπα πάλι. Είστε απαίσιοι.»

Γελούν οι άλλοι δύο, ο Γκάμπριελ στέκεται ανάμεσα τους μουτρωμένος. Η Ρωξάνη πλησιάζει σχεδόν τρέχοντας το παρεάκι των ανδρών και αγκαλιάζει τον Φίλιπ και τον Ρίο δίχως να το σκεφτεί. Κάθεται στο πλευρό του Γκάμπριελ δίχως να περιμένει κάτι, μόνο ανοίγει την κουβέντα περί ανέμων και υδάτων σχετικά με τον κόσμο στο εμπορικό. Ωστόσο, τυλίγει το χέρι του στον ώμο της κοκκινίζει τα μάγουλά της.

Αυτή τη φορά ο Φίλιπ και ο Ρίο είναι διακριτικοί οπότε τους προτείνουν να περάσουν από τα μαγαζάκια μια βόλτα χωρίς να σχολιάσουν την μικρή αυτή κίνηση του λογιστή. Ωστόσο, όσο η Ρωξάνη δεν κοιτούσε και ασχολιόταν με το να αγοράσει γλυκά, οι δύο άνδρες παρίσταναν τους ερωτευμένους. Αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλον, προσποιούνταν πως φιλούνται, καβαλούσαν τα πόδια τους και εγκαίρως κάθε φορά σοβαρεύονταν την στιγμή που η κοπέλα γυρνούσε με τέσσερα γλυκά στο χέρι και τους τα μοίραζε.

Ο Γκάμπριελ ήθελε να κρατήσει σοβαρό πρόσωπό κάθε φορά, όμως τελικά δεν μπορούσε να συγκρατηθεί, γελούσε προτού σοβαρέψει απότομα καλοδεχούμενος του γλυκού που έτρωγε.

Πάντως και οι τρεις τους έκαναν οτιδήποτε περνούσε από το χέρι τους για να περάσει καλά η Ρωξάνη. Πήγαιναν όπου ζητούσε, δοκίμαζαν ό,τι ήθελε και ποτέ δεν την άφησαν να νιώσει πως είναι στην απέξω. Την πείραζαν, ο Ρίο με τον Φίλιπ περισσότερο, την έκαναν να γελάει και έβγαλαν από τους ώμους του Γκάμπριελ το βάρος που ένιωθε με την άφιξή τους.

Τελικά, αργά το απόγευμα ο Φίλιπ πήρε τον Ρίο να φύγουν για να τους αφήσουν και λίγο μόνους τους –επιτέλους.

«Ρωξάνη να σε περιμένουμε στο ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς την επόμενη εβδομάδα, έτσι;»

Η σγουρομάλλα τον κοιτά με ερωτηματικά και έπειτα ρίχνει ένα βλέμμα στον Γκάμπριελ για να βρει απάντηση. «Τι με κοιτάς, εσύ θα αποφασίσεις.»

«Εσύ θα πας;» του ψιθυρίζει.

«Γι' αυτό σε καλούν, επειδή θα πάω. Είναι εθιμοτυπικό της Οικογένειας.»

«Να με περιμένετε τότε!»

Η παρέα σπάει και ο λογιστής με την μπαργούμαν περπατούν προς άσχετη κατεύθυνση. Το χέρι του αγκαλιάζει συνεχώς τους ώμους της και εκείνη απλώς χαμογελά περήφανα. Τον κοιτούν αρκετές, μα εκείνος έχει μάτια για εκείνη. Και την Ρωξάνη, την κοιτούν αρκετοί, μα η κοπέλα δεν κοιτά άλλον πέρα από τον λογιστή.

Η βόλτα τους είναι αδιάφορη από κάποιο σημείο και μετά. Η Ρωξάνη προτείνει να φύγουν, ο Γκάμπριελ δεν βλέπει την ώρα.

Στο αμάξι η κοπέλα ρυθμίζει τους σταθμούς όπως πάντα, ο Γκάμπριελ την κοιτά να τραγουδάει, όπως πάντα και φτάνουν κάτω από το σπίτι της να τον καλεί στο διαμέρισμά της, όπως κάθε φορά.

Αυτή όμως είναι διαφορετική γιατί ο λογιστής δεν το σκέφτεται καθόλου.

Στο ασανσέρ κρατάει τα προσχήματα. Μα όταν η πόρτα στο διαμέρισμα κλείνει την φιλάει πιο κτητικά από ό,τι έκανε την υπόλοιπη μέρα. Η Ρωξάνη αποτραβιέται, καταλαβαίνει τι σημαίνει αυτό. Ωστόσο, παίρνει το πανωφόρι του μαζί με το δικό της και τα αφήνει στον καλόγερο μαζί με τα κασκόλ τους. Εκείνος πήγε στο μπάνιο κι εκείνη τους έφτιαξε δύο ποτά.

Κάθισαν στον καναπέ έπειτα από λίγο, η Ρωξάνη τον φίλησε παίρνοντας εκείνη την πρωτοβουλία, δίνοντας του το πράσινο φως να την τραβήξει πάνω του.

Τα χέρια του έπιασαν στον λαιμό της ξανά και για άλλη μια φορά ήταν το αγαπημένο της κολιέ από όλα. Άφησε τον πρώτο της αναστεναγμό, κάνοντας τον Γκάμπριελ να αποτραβηχτεί.

«Ξέρω ότι σου αρέσουν τα χέρια μου στον λαιμό σου...» της ψιθυρίζει προτού την φιλήσει ξανά, χαϊδεύοντας τα χείλη του στα δικά της, «...δείξε πως αλλιώς θέλεις να σε αγγίξω».

Από ό,τι φαίνεται, δεν έμελλε να πιούν εκείνο το ποτό.

»«»«»«

Είναι πολλά που περιμένω να μου πείτε. Μην ρωτήσετε, θα έχουμε και στο επόμενο σκηνή, σας προετοιμάζω το έδαφος απλά. (Η σκηνή η πρώτη δεν έχει διορθωθεί γιατί απέφυγα να την διαβάσω δευτερη φορά). Η ερώτησή μου όμως είναι η εξής:

ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ; Ορίστε, η επιθυμία σας διαταγή. Και η λίστα της Ρωξάνης αυξάνεται και ο Γκάμπριελ προσθέτει κι άλλα μέρη που θέλει να την πάρει, κι εγώ θέλω να με πατήσει τρένο, τα γνωστά-

Για να μην παίρνω τον χρόνο σας άσκοπα. Θα περιμένω επιθυμίες για επόμενα κεφάλαια (δημιουργικότητα!). Αυτα από εμένα. Σας αγαπώ και σας στέλνω στεγνά βρακιά.

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top