𝐸𝑖𝑔ℎ𝑡. 𝐷𝑒𝑎𝑡ℎ 𝑖𝑛 𝑡ℎ𝑒 𝐴𝑓𝑡𝑒𝑟𝑛𝑜𝑜𝑛

Το πρώτο βράδυ στο σπίτι του Ρίο και του Άλμπερτ δεν ήταν δύσκολο για τον μικρό Γκάμπριελ, παρόλο που οι δύο φίλοι το περίμεναν να είναι εφιαλτικό.

Μέχρι ο Ρίο να ετοιμάσει έναν από τους ξενώνες για το μικρό παιδί, ο Άλμπερτ στο γραφείο του μίλησε σοβαρά με τον γιο του Φίλιπ.

«Ο μικρός σκότωσε τον πατέρα του, είδε την μάνα του να πεθαίνει από τα χέρια του πατέρα του... Να προσέχεις πως του μιλάς, να προσέχεις πως τον πειράζεις.»

Ο Φίλιπ, ο δεκαπεντάχρονος έφηβος, κοιτά τον μπαμπά του με μια αυτοπεποίθηση και ένα παραξενευμένο ύφος. «Δεν θα φοβηθώ ένα εντεκάχρονο, το ξέρεις έτσι; Εγώ είμαι ο μελλοντικός αρχηγός της Οικογένειας!»

«Ο Γκάμπριελ δεν είναι επικίνδυνος. Θα μεγαλώσει μαζί μας, θα γίνει όπως και να έχει μέλος, θα γίνει ένας από εμάς. Απλώς πρόσεξε τις χορδές που θα τραβήξεις.»

Το αγόρι τον κοιτά σχεδόν ανακουφισμένος. Αν ο μπόμπιρας δεν αποτελεί κίνδυνο, τότε δεν πρόκειται να τον ενοχλήσει. «Γιατί σκότωσε τον μπαμπά του;»

«Γιατί βίαζε την μητέρα του. Την χτυπούσε και τελικά την σκότωσε.»

Ο γιος του Άλμπερτ είχε μεγαλώσει μέσα στην Οικογένεια, είχε δει κι εκείνος σκληρά πράγματα για την ηλικία του, αυτό είναι σίγουρο. Είχε δει βασανιστήρια, είχε δει θανάτους, είχε δει εμπόριο ναρκωτικών, είχε πιάσει όπλο, ακόμη δεν είχε σκοτώσει μα είχε δει αίμα στα ρούχα του. Ακόμα δεν ήταν έτοιμος να αφαιρέσει ζωές, άκουσε τον πατέρα του να λέει κάποια φορά πίσω από κλειστές πόρτες.

Τότε ο Φίλιπ νόμιζε πως το να κουβαλήσεις στην πλάτη σου ψυχές ήταν κάτι εύκολο, κάτι ελαφρύ, κάτι που δεν θα τον σημάδευε σε όλη του την ζωή. Οπότε ένα βράδυ, που ο Άλμπερτ και ο Ρίο έπαιζαν χαρτιά στην Λέσχη, εκείνος έτρεξε κρυφά σε μια από τις πόρτες του υπόγειου. Τότε, στο παλιό σπίτι της Οικογένειας, δεν είχαν πολλά δωμάτια για τους κρατούμενους, οπότε δεν είχε και πολλές επιλογές.

Στο δωμάτιο που μπήκε, ήταν ένας από τους προδότες της Οικογένειας. Βρίσκονταν εκεί, μέσα στο σκοτάδι, για πάνω από έναν χρόνο. Και όταν είδε τον Φίλιπ να έχει μεγαλώσει, σχεδόν είχε γίνει άνδρας στην όψη, φοβήθηκε.

Μετά είδε και το υψωμένο όπλο, εκεί γνώριζε ότι θα πεθάνει.

Μα όταν ο Φίλιπ σήκωσε το όπλο, το ετοίμασε και το δάχτυλο του βρέθηκε πάνω στην σκανδάλη, ένιωσε την δειλία του να τον διακατέχει. Ένιωσε το χέρι του να τρέμει. Πίεσε ελάχιστα το μέταλλο μα και πάλι δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να τον σκοτώσει. Δεν μπορούσε.

Πράγματι, δεν ήταν έτοιμος να σκοτώσει. Οπότε όταν εκείνο το βράδυ έμαθε για τον μικρό Γκάμπριελ, γνώριζε πως αυτή τη στιγμή στο κεφάλι του μικρού παιδιού τριγυρίζουν σκοτεινές σκέψεις. Γι' αυτό, ο Φίλιπ πέρασε το βράδυ στο δωμάτιό του Γκάμπριελ, το πρόχειρο.

Χτύπησε την πόρτα και τον είδε να στέκεται δίπλα από την ανοιχτή βαλίτσα.

«Γιατί δεν κοιμάσαι;» τον ρωτά με πραγματικό ενδιαφέρον. Περίμενε να δει ένα αγόρι ξαπλωμένο, ίσως όχι κοιμισμένο, αλλά σίγουρα κουλουριασμένο.

«Θέλω να φτιάξω τα πράγματά μου.»

«Να σε βοηθήσω;» Τον ακουμπά απαλά στον ώμο και του χαμογελά. Ο Γκάμπριελ είδε εκείνη την ζεστή καμπύλη και ένιωσε λίγο από το βάρος που σήκωνε να φεύγει από πάνω του. Σαν το στέρνο του να ελάφρυνε.

«Θέλεις; Μπορείς; Καλύτερα να μην σε κουράζω.» Έσκυψε το κεφάλι του, η μαμά του όταν τον βοηθούσε να μαζέψει το δωμάτιο συνήθιζε να κουράζεται. Ίσως έφταιγαν και οι μελανιές, οι πληγές, τα χτυπήματα σε όλο της το σώμα. Μα τότε ο Γκάμπριελ νόμιζε πως απλώς την κούραζε το να τακτοποιεί το αγορίστικο δωμάτιο, με τους γκρι τοίχους και τα μπλε έπιπλα. Οπότε μετά από κάποια ηλικία δεν την άφησε να μαζέψει τίποτα ξανά. Τώρα όμως έλειπε, χρειαζόταν βοήθεια και ο Φίλιπ, το αγόρι με τα καστανά μαλλιά και τα καστανά μάτια που τον κοιτούσαν εγκάρδια, έμοιαζε να θέλει πράγματι.

«Ποια κούραση, Γκάμπριελ; Μην λες βλακείες.» Κάθεται μαζί του στο κρεβάτι. Η βαλίτσα του δεν είναι μεγάλη. Έχει μερικά ρούχα, παλιά τα περισσότερα, υπέθεσε πως οι γονείς του δεν είχαν μεγάλες οικονομικές ευχέρειες μα δεν έκρινε περισσότερο. Εξάλλου, τώρα θα μπορούσε να αγοράσει νέα ρούχα. Έπειτα, είδε τα λιγοστά παιχνίδια του. Δεν είχε στρατιώτες, δεν είχε όπλα. Απλώς αμάξια και μερικά κουζινικά. Εκεί, ο Φίλιπ χασκογέλασε. «Τι τα θέλεις τα κουζινικά μικρέ;»

Κοιτάζει το αγόρι με τα μαύρα μαλλιά να αγκαλιάζει την κορνίζα με την μαμά του. Τελικά, ο Γκάμπριελ σηκώνει το βλέμμα του. «Η μαμά μου τα είχε πάρει.» Ένα δάκρυ στα μάτια του. «Μου είπε πως πρέπει από μικρός να μάθω να φροντίζω τον εαυτό μου και τους γύρω μου.»

«Και τα κατσαρολάκια με τις κουτάλες; Πως βοηθάνε;»

Σιωπή. Το αγόρι δεν ήξερε να απαντήσει σε αυτό. Απλώς σχολίασε τις κούκλες που άφησε πίσω του. Άφησε στο παλιό του δωμάτιο πολλές κούκλες. Ο Φίλιπ πάλι γέλασε, αυτή τη φορά ο Γκάμπριελ δεν έμεινε σιωπηλός. «Μην γελάς. Τουλάχιστον εγώ ξέρω να χτενίζω τα μαλλιά των κοριτσιών και να τις ντύνω.»

«Και που θα σε βοηθήσει αυτό μικρέ;»

«Η μαμά έλεγε πως όταν μεγαλώσω θα χρειαστεί να φροντίσω ένα κορίτσι, ίσως όχι μόνο ένα. Μπορεί και περισσότερα. Πρέπει να μάθω από μικρός να τους συμπεριφέρομαι στοργικά. Έτσι έλεγε.»

Και ο Φίλιπ έμεινε έκπληκτος να τον κοιτά.

Πως γίνεται αυτό το παιδί να σκότωσε τον πατέρα του; Δεν μπορεί ούτε να φανταστεί το χεράκι του να χτυπά, να καίει, να ξεσπά πάνω σε ένα ανδρικό σώμα. Έμοιαζε ανίκανος. Έμοιαζε ψυχικά αδύναμος. Έμοιαζε μαλθακός.

«Αυτά είναι βλακείες, Γκάμπριελ. Ίσως να βρεις άλλα παιχνίδια να παίζεις εδώ πέρα. Θα σου αρέσουν καλύτερα.»

Πράγματι, ο Γκάμπριελ όσο βρισκόταν στο παλιό σπίτι της Οικογένειας και μέχρι να μετακομίσουν όλοι μαζί σε ένα μεγαλύτερο, πιο πολυτελές, δύο χρόνια αργότερα, δεν ασχολήθηκε πάλι με κούκλες, κουζινικά, φορέματα και «κοριτσίστικα πράγματα» όπως άκουγε πολλούς να λένε.

Ο Ρίο είχε κάνει μερικά σχέδια στο μυαλό του.

Αρχικά, ο Γκάμπριελ ξεκίνησε πολεμικές τέχνες. Εκεί, άφησε για πρώτη φορά έκπληκτους τον αρχηγό της Οικογένειας και μερικούς διοικητές. Όσο ασκληραγώγητος και τρυφερός φαινόταν, τόσο επιθετικός γινόταν σε κάθε αγώνα που είχε. Οι προπονητές του μιλούσαν για ένα έμφυτο αίσθημα «που δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν» το οποίο τον μετατρέπει σε αγρίμι. Ακολουθούσε τους κανόνες, πέταγε αντιπάλους σε κάθε αγώνα γρήγορα. Γρήγορα αναδείχτηκε ο καλύτερος στο τμήμα του... Ήταν εξαιρετικός.

Ο Ρίο δοκίμασε να τον γράψει σε κάθε μορφή πολεμικής τέχνης, σε εντατικά μαθήματα, ένα χρόνο αργότερα ήταν άπιαστος. Στα δώδεκα του, είχε γυμνασμένο παιδικό σώμα, είχε δύναμη στα χέρια, στα πόδια... Ήταν ένα παιδί που πλέον δεν έμοιαζε τρυφηλός και αδύναμος. Ήταν δυνατός.

Ο Άλμπερτ ήταν περήφανος. Πράγματι, ένιωθε πως αυτό το παιδί, που συνήθιζε να περπατά μέσα στους διαδρόμους με σκυφτό κεφάλι, τώρα μπορεί να γίνει άξιο μέλος της Οικογένειας στο μέλλον.

«Τον περιπαίζουν, Ρίο», έλεγε στον φίλο του συμπονετικά κάθε φορά που οι διοικητές που δε γνώριζαν το παρελθόν του και απλώς τον φώναζαν «μπάσταρδο» νομίζοντας πως οι γονείς του τον παράτησαν σε κάποιο ορφανοτροφείο, ή απλώς μπροστά στην είσοδο του σπιτιού τους. Τον ενοχλούσαν, τον έσπρωχναν, μα ο Γκάμπριελ συνέχιζε να προχωρά με το κεφάλι ψηλά πλέον. Δεν ανταπέδιδε σε τίποτα. Ήξερε, η ώρα του θα έρθει. Το ένιωθε μέσα του. Και ο Ρίο τον είχε δασκαλέψει.

«Δεν θα τους πούμε το παρελθόν του, Άλμπερτ. Δεν θα του κάνει καλό, μετά θα τον λυπούνται, θα του συμπεριφέρονται με επιείκεια. Πρέπει να σκληραγωγηθεί εδώ μέσα, κάποια στιγμή θα ενηλικιωθεί, ίσως φύγει, ίσως μείνει και γίνει μέλος. Καλύτερα ας το κρατήσουμε κρυφό.»

Και ο φίλος του συμφωνούσε κάθε φορά γιατί εμπιστευόταν την σκέψη του.

Κάτι θα ήξερε, κάτι θα έβλεπε, κάτι θα είχε στο μυαλό του.

Στα δεκατρία του, λίγο πριν γίνει η μεγάλη μετακόμιση για το άλλο σπίτι, ο Γκάμπριελ και ο Φίλιπ είχαν την πρώτη τους διαμάχη, λεκτική η οποία αργότερα έγινε σωματική.

Κάτι είχε πει ο Φίλιπ και για πρώτη φορά ο Γκάμπριελ δεν άφησε λέξη να πέσει κάτω όπως συνήθιζες. Ο πλέον δεκαεπτάχρονος Φίλιπ είχε αρχίσει να επηρεάζεται περισσότερο από την εφηβεία και ο δεκατριάχρονος Γκάμπριελ έκανε τα πρώτα του βήματα στην δύσκολη αυτή περίοδο.

«Τι είπες;» του φώναξε, με την φωνή του τώρα πια να είναι πιο βαριά από πρώτα μα είχε καιρό ακόμη για να ακούγεται πιο ανδρική.

«Τι είπα; Δεν άκουσες;» τον πλησιάζει απειλητικά, μα ο Γκάμπριελ δεν το αισθάνεται ως απειλή καθόλου. «Σου είπα πως κουμάντο κάνω εγώ, εσύ δεν είσαι τίποτα εδώ μέσα, ένας άχρηστος μπάσταρδος είσαι, τι δεν καταλαβαίνεις;»

Έκατσε μπροστά του. Είχαν σχεδόν το ίδιο ύψος, ο μικρός φαινόταν να είχε καλά γονίδια εξ αρχής.

Με τα χέρια του τον σπρώχνει μακριά, ο Φίλιπ ήξερε πως θα γινόταν αυτό και δεν επέτρεψε στον εαυτό του να παραπατήσει παραπάνω από δύο με τρία βήματα. Το δεξί χέρι του απειλεί το αριστερό μάτι του Γκάμπριελ, μα εκείνος γνώριζε περισσότερα από αυτοάμυνα και με τα αντανακλαστικά του να βρίσκονται στο κόκκινο, ο μικρός απέφυγε κάθε εγχείρημα του Φίλιπ να τον χτυπήσει. Με μια κλωτσιά, ο «αντίπαλός» του βρέθηκε να χάνει την ισορροπία του και με μια δεύτερη, έπεσε στο έδαφος.

Ο Ρίο τους διακόπτει με τις φωνές του.

Ο Γκάμπριελ κάθεται πάνω στον Φίλιπ που δεν μπορεί να πάρει ανάσα με το στέρνο του αντάμα στο πάτωμα. Το κεφάλι του πιέζεται από το γόνατό του μικρού, τα χέρια του εγκλωβίζονται από του άλλου και αν αργούσε λίγο ακόμη, μπορεί ο Φίλιπ τελικά να παραδινόταν μόνος του.

«Σηκωθείτε τώρα! Τι είναι αυτά τα πράγματα;» φωνάζει ο λογιστής της Οικογένειας. Περίμενε ο Γκάμπριελ να μαζευτεί. Περίμενε να τραβηχτεί μακριά αλλά εκείνος πίεσε περισσότερο το βάρος του πάνω στον Φίλιπ. Έσκυψε και ψιθύρισε κάτι στο αφτί του φίλου του.

Ο Ρίο δεν άκουσε μα μετά έμαθε πως ο μικρός με ένα χαμόγελο βουτηγμένο στον εκνευρισμό κατάφερε να επιβληθεί. «Για άχρηστο μπάσταρδο, εύκολα σε κερδίζω.»

Ο Άλμπερτ κοίταξε τον γιο του απογοητευμένος. «Καλά σου είπε.»

Και ο Φίλιπ απλώς χάιδεψε τον λαιμό του που ήταν ακόμη ερεθισμένος από την άγρια επαφή του με το γόνατο του Γκάμπριελ. «Το ξέρω, είχε δίκιο. Και εννοείται έκανα λάθος. Δεν έπρεπε να του μιλήσω έτσι.»

Ο Ρίο κοιτούσε μερικά λογιστικά βιβλία και δεν μιλούσε καθόλου. Μα όταν άκουσε τον Φίλιπ να μετανιώνει, ύψωσε το βλέμμα του στον πατέρα και τον γιο. «Φέρθηκες ανώριμα. Φέρθηκες επιπόλαια. Φέρθηκες όπως δεν θα φερόταν κανένας διάδοχος της αρχηγίας. Με απογοήτευσες.»

Ο Φίλιπ σηκώθηκε νευριασμένος από την θέση του και κλείστηκε έπειτα στο δωμάτιό του. Για ώρες. Άντε και κάτι μέρες. Και δεν βγήκε επειδή απλώς ξεθύμανε, ή επειδή έριξε τον εγωισμό του απέναντι στον Ρίο.

Βγήκε γιατί έμαθε.

Ήταν μια από εκείνες τις μέρες που ο Ρίο έπαιρνε μαζί του τον Γκάμπριελ στο υπόγειο για να καταλάβει πλήρως τις διαδικασίες που επικρατούν εκεί κάτω. Πέρασαν από τα δωμάτια, κάποια είχαν αδειάσει, οι κρατούμενοι τους είχαν εκτελεστεί λόγω της επικείμενης μετακόμισης. Μόνο ένας είχε μείνει ζωντανός και κρατούνταν στο τελευταίο δωμάτιο του ορόφου.

Ο Γκάμπριελ έκανε την αφελή ερώτηση να ρωτήσει. «Γιατί δεν τον σκοτώσατε αυτόν;»

«Γιατί εκείνος αξίζει να βασανιστεί.»

«Τι έκανε;» Ακόμη δεν είχε καταλάβει την σημαντικότητα των πράξεων εκείνου του παλιού μέλους που τον έφεραν σε αυτή την θέση. Ο Ρίο γελάει. Ξεκλειδώνει την πόρτα και τον αφήνει να περάσει πρώτος μέσα. Τα φώτα παραδόξως είναι κλειστά.

Και όταν ο Γκάμπριελ περπατά λιγάκι, νιώθει δύο χέρια να πνίγουν τον λαιμό του. Εκείνος ο άνδρας δεν ήταν σαν τους συμμαθητές του στις πολεμικές τέχνες, δεν ήταν σαν τον Φίλιπ που πολλές φορές εξασκούνταν μαζί. Αυτός ήταν πολύ ψηλός, ακόμη γεροδεμένος ύστερα από τόσα βασανιστήρια. Του ήταν δύσκολο να αυτοαμυνθεί, μα προσπάθησε.

Ο Ρίο όταν άνοιξε το φως τον είδε να παλεύει με ένα χέρι στο λαιμό του να τον δυσκολεύει, με τις ανάσες του να λιγοστεύουν λεπτό με το λεπτό. Πανικοβλήθηκε.

Έτρεξε κοντά στον άνδρα που κρατάει τον μικρό προστατευόμενό του και με μια δυνατή γροθιά καταφέρνει να τον πληγώσει τόσο που το χέρι του ξεσφίγγει τον λαιμό του παιδιού. Ο Γκάμπριελ τρέχει μακριά, βήχει και έπειτα βλέπει τους δύο άνδρες να παλεύουν. Κάπως κατάφερε εκείνος ο κρατούμενος να αποδεσμεύσει τις αλυσίδες από τα χέρια του, κάπως μπόρεσε τώρα να τους απειλεί.

Φαινόταν ο Ρίο να νικάει σε αυτή την πάλη. Φαινόταν να μπορεί να τον σκοτώσει με τα χέρια του. Ο Γκάμπριελ ήταν έτοιμος να επέμβει όποτε τον χρειαστεί ο προστάτης του. Μα ο κρατούμενος τους εξέπληξε και τους δύο.

Με ένα όπλο στο χέρι να απειλεί τον Ρίο, κατάφερε να γεμίσει τα μάτια του μικρού Γκάμπριελ με φόβο, πρώτα για τον θάνατο του άνδρα που τον έσωσε, ο οποίος έπειτα έγινε καθαρή αποφασιστικότητα.

Άκουσε τον κρατούμενο να κομπάζει. «Είδες, Ρίο, τελικά δεν είσαι αήττητος όπως συνήθιζες να λες

Κάποιος οπλίζει στο δωμάτιο. Και μέχρι οι δύο ενήλικες να καταλάβουν τι και πως, ο Γκάμπριελ είχε πατήσει την σκανδάλη στο όπλο που βρήκε παράμερα, όταν έπεσε από την ζώνη του Ρίο στην πάλη.

Ο κρατούμενος έπεσε στο έδαφος με τον ώμο του να αιμορραγεί.

Ο Ρίο μένει να κοιτά τον μικρό έφηβο που πέταξε έπειτα το όπλο και έτρεξε να βεβαιωθεί πως εκείνος είναι καλά.

«Ρίο, είσαι καλά έτσι; Είσαι σίγουρα καλά; Δεν χτύπησες κάπου, έτσι; Πες μου ότι δεν άργησα! Είσαι καλά, έτσι;» ακουγόταν στ' αλήθεια έντρομος. Ο άνδρας δεν το περίμενε, δεν το περίμενε σε καμία περίπτωση.

Δεν φανταζόταν ποτέ πως ο Γκάμπριελ θα τον έσωζε κάποια στιγμή, πως θα σκότωνε για ακόμη μια φορά αλλά τώρα είναι για χάρη του. Για χάρη ενός ανθρώπου που τον έσωσε από βέβαιο θάνατο, που τον πήρε μακριά από το αθεράπευτο τραύμα του και ξεκίνησε να φτιάχνει τα ράμματα πάνω στην πληγή του.

Ο Ρίο έριξε μια τελειωτική σφαίρα στο στήθος του κρατούμενου και έπειτα έπεσε αποκαμωμένος στα γόνατα. Ο Γκάμπριελ τον αγκάλιασε σφιχτά.

«Είμαι καλά, Γκάμπριελ. Είμαι καλά.»

«Πρόλαβα, ε;» τον κοιτά στα μάτια με ανακούφιση. Ο Ρίο του γνέφει. Και έπειτα ο Γκάμπριελ ψιθυρίζει. «Ναι, αυτή τη φορά πρόλαβα.»

Το δωμάτιο άδειασε αμέσως. Όταν η φήμη εξαπλώθηκε στην Οικογένεια, πως κάποιος σκότωσε τον τελευταίο κρατούμενο, πως κάποιος σκότωσε τον πατέρα του Άλμπερτ, του αρχηγού της, κανένας δεν ήξερε ποιος. Ο Ρίο φρόντισε να το καλύψει και τώρα όλοι μιλούσαν για εκείνον, τον εκτελεστή, που κατάφερε να σκοτώσει αυτόν που δεν είχαν την δύναμη να το κάνουν όλοι οι άλλοι.

Το όνομά του μαθεύτηκε σε όλους.

Τον έλεγαν Άδη.

Σε κάθε σπιθαμή της Οικογένειας ακουγόταν εκείνος. Ο Άδης. Ο εκτελεστής. Ο δολοφόνος. Αυτός, που κατάφερε όσα δεν μπορούσαν οι άλλοι.

Κανένας δεν ήξερε πως έμοιαζε και δεν επρόκειτο να μάθει.

Γιατί ο Αφέντης του Κάτω Κόσμου είχε κλειστεί στο παλάτι του και περίμενε να εμφανιστεί ξανά όταν ο Χάροντας θα ζητούσε απεγνωσμένα να κουβαλήσει μια νέα ψυχή, όταν ο Κέρβερος θα τον παρακαλούσε για φρέσκια σάρκα να ξεσκίσει.

...............

Στο Μάντσεστερ, ο Γκάμπριελ έφτασε γύρω στη μια το ξημέρωμα. Σε όλο τον γυρισμό αισθανόταν ένα βάρος στο στήθος, αισθανόταν μια ανακατωσούρα και ήθελε επειγόντως να κάνει ένα μπάνιο προτού κοιμηθεί για τα καλά. Μπορεί να έπαιρνε ρεπό την επόμενη μέρα.

Ναι, αυτό θα έκανε το είχε αποφασίσει!

Μα όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι του και θέλησε να απολαύσει το στρώμα του όσο ποτέ άλλοτε, κάτι του κίνησε το ενδιαφέρον στον σχεδόν ανεπαίσθητο ήχο που ακούστηκε από την αυλή του.

Χαμογέλασε κάπως κουρασμένα προτού σηκωθεί όρθιος.

Στρώνει το κρεβάτι του, αφήνει ανοιχτό το πορτατίφ και λίγο πριν περάσει στο σαλόνι του απλώς ανοίγει εκείνο το συρτάρι κοντά στην τηλεόραση του, με το ξεχασμένο M&P R8 που ενώ μέχρι κάποια χρόνια πριν ήταν από τα αγαπημένα του, τώρα το θυμάται μόνο όταν κάποιος τολμάει τέτοια ώρα να ενοχλήσει το σπιτικό του.

Κάθεται στην πολυθρόνα του. Και έπειτα περιμένει.














Η πόρτα άνοιξε μετά από την σχεδόν αθόρυβη διάρρηξη κατά τις τρεις παρά δέκα. Το ρολόι στον τοίχο που με το ζόρι φαίνεται μέσα στο απόλυτο σκοτάδι ακούγεται μονάχα. Οι δείκτες προχωρούν και αφήνουν τον διαρρήκτη να πατά πάνω σε κάθε βήμα που κάνουν.

Τικ, τακ.

Ο Άδης μπορεί μέσα στο σκοτάδι να διακρίνει την μορφή εκείνου που τόλμησε να τον ενοχλήσει. Σχεδόν δεν αναπνέει. Δεν θέλει να χαλάσει την έκπληξη που του φυλά τόσο καλά μέσα στο πέπλο του σκότους.

Τικ, τακ.

Ο διαρρήκτης προχωρά και προς όφελος της προσωπικής σαδιστικής ευχαρίστησης του Άδη, δεν ανοίγει κανένα φως. Συνεχίζει να πατά προσεκτικά πάνω στους χτύπους του ρολογιού. Όταν ο εκτελεστής τον βλέπει να προχωρά προς τα δωμάτια και όχι προς το υπόγειο, σηκώνεται όρθιος.

Τικ, τακ.

Κάθε χτύπος, ένα βήμα του εκτελεστή. Κάθε χτύπος ένα βήμα του διαρρήκτη. Τι ψάχνει; Ούτε που ξέρει, μα ο άνδρας περιμένει να μάθει. Έχει υπομονή, πολλή.

Τικ, τακ.

Ο διαρρήκτης προχωρά προς το δωμάτιό του. Αν κάνει λίγα βήματα ακόμη θα δει πως αυτός που ψάχνει δεν κοιμάται, ίσως με το φως από την λάμπα στο κομοδίνο του καταλάβει πως τελικά, ο άνδρας αυτός στέκεται πίσω του. Θα τον αφήσει να το καταλάβει μόνος του;

Τικ, τακ.

Ο διαρρήκτης στέκεται για μια στιγμή μονάχα πριν η συνειδητοποίηση γεμίσει κάθε πόρο του σώματός του. Πισωπατεί μα βρίσκει ένα στέρνο αντάμα στην πλάτη του και έπειτα δύο χέρια στιβαρά σπρώχνουν το σώμα του στο πάτωμα, αφήνοντας έναν κρότο να γεμίσει το σιωπηλό δωμάτιο.

Μέχρι ο άνδρας στο έδαφος να γυρίσει να τον κοιτάξει με το όπλο στραμμένο στον άνδρα που είναι όρθιος, ο Άδης τον απειλεί, με την κάννη να στοχεύει το στήθος του. Και μέχρι να οπλίσει ο ένας, ο άλλος είχε ήδη πετάξει το όπλο από το χέρι του άλλου με μια δυνατή κλωτσιά, και έπειτα μια γροθιά στο πρόσωπο.

Μια δεύτερη κλωτσιά στο πρόσωπο, ο Άδης αποκτά πλεονέκτημα.

Τικ, τακ.

Η χούφτα του εκτελεστή γεμίζει με τα μαλλιά του διαρρήκτη. Μα θα ήταν χαζός αν νόμιζε πως επρόκειτο για μια απλή διάρρηξη.

«Ποιος σε έστειλε;» του ψιθυρίζει κοντά στο αφτί.

Τικ, τακ.

Δεν απαντάει. Σαν να ζορίζεται λίγο να αναπνεύσει όπως σηκώνεται το κεφάλι του ψηλά, ο Άδης χάνει την όρεξη του να παίξει το συνηθισμένο του παιχνίδι.

Τικ, τακ.

«Ποιος σε έστειλε;»

Εκείνος θέλει να μιλήσει, αλήθεια! Μα τελικά απλώς κλαψουρίζει. Όποιος κι αν τον έστειλε, δεν ήταν επαγγελματίας.

Τικ, τακ.

Ο χρόνος σου τελείωσε.

Με μια σφαίρα στο κεφάλι, ο άνδρας που βρέθηκε σπίτι του Άδη, είναι πια παρελθόν. Κάποιος άλλος απλώς θα επέμενε να μάθει περισσότερα, μα ο εκτελεστής ξέρει πως μπορεί να βρει αλλού πληροφορίες που ζητά.

Βρέθηκε προ εκπλήξεως όταν είδε στις τελευταίες του κλήσεις εκείνον τον χαμένο αδερφό του Εστεμπάν, εκείνου του προδότη που σκότωσε τις προάλλες; Αλίμονο αν δεν περίμενε εκδίκηση. Όλοι ζητούν εκδίκηση.

Πριν φύγει από το σπίτι του στις τρεις και μισή, ο Γκάμπριελ τηλεφώνησε στον Φίλιπ. Εκείνος, όταν άκουσε πως κάποιος μπήκε σπίτι του λογιστή του έπαθε σχεδόν νευρικό κλονισμό. Ούρλιαζε, φώναζε στο τηλέφωνο και έβριζε θεούς, δαίμονες, τους πάντες όλους! Ο φίλος του όμως απλώς του είπε «να ηρεμήσει».

«Τι να ηρεμήσω Γκάμπριελ; Αν κοιμόσουν; Τώρα τι θα γινόταν;»

«Δε κοιμόμουν.» Η απάθεια του τον εκνευρίζει μα δεν προλαβαίνει να του τα ψάλλει γιατί ο Γκάμπριελ προτού κλείσει το τηλέφωνο, προσθέτει κάτι ακόμη. «Έχω ένα πτώμα εδώ που πρέπει να ξεφορτωθώ. Στείλε κάποιον να καθαρίσει, να το θάψει κάπου. Έχω μερικές δουλειές να κάνω τώρα.»

Στις τρεις και μισή δεν συνήθιζε να κάνει τέτοιες δουλειές όπως το ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Στις τέσσερις ακριβώς όμως ήταν μια πολύ καλή ώρα. Οπότε όταν μπούκαρε με το «έτσι θέλω» στο πατρικό του μακαρίτη Εστεμπάν, ένιωθε πανέτοιμος να σερβίρει κι εκείνος την δικιά του σπεσιαλιτέ.

Εκείνοι του σέρβιραν την Εκδίκηση, εκείνος θα τους προσφέρει κάτι πολύ καλύτερο. Ζεστό. Λίγο πικρό μα πάντα καλύτερο από οτιδήποτε άλλο. Γιατί η Αλήθεια ποτέ δεν είναι γλυκιά, γλυκόξινη ναι, γλυκόπικρη ακόμη καλύτερα. Μα γλυκιά και κρύα μονάχα... ποτέ.

Παρόλο που όλοι περίμεναν τον αδερφό τους να γυρίσει από την αποστολή στο σπίτι του Γκάμπριελ, δεν έμειναν έκπληκτοι καθώς ο λογιστής περπατούσε στον μεγάλο διάδρομο μιας πλούσιας έπαυλης. Ο αρχηγός τον περίμενε, είχε δώσει εντολή να μην τον ακουμπήσει κανένας.

Και όταν στάθηκε όρθιος μπροστά στην πόρτα του, χαμογέλασε.

Ο Γκάμπριελ πήρε την θέση του σε μια από τις δερμάτινες καρέκλες αγνοώντας όλους εκείνους που τους κοιτούν με μάτια εξεταστικά, βρίσκονται όλοι τους σε επιφυλακή. Μια λάθος κίνηση δικιά του και μπορεί τόσος πλούτος να πάει χαμένος.

«Ξέρεις, Αλφρέντο», ξεκινά να μιλά πρώτος, «αν δεν ήξερα ότι τον έστειλες για εκδίκηση, θα πίστευα απλώς ότι ήθελες να τον σκοτώσεις και βρήκες την εύκολη λύση.»

Στο βάθος κάποιος μένει έκπληκτος. Ο αδερφός του είναι νεκρός; Θέλει να κλάψει.

«Τι θέλεις εδώ Γκάμπριελ; Σχεδόν ξημέρωσε, τι θέλει ένα λογιστής εδώ;»

«Δεν ξέρω, τι ήθελε εκείνος που έστειλες στο σπίτι ενός λογιστή;»

Περιέργως χαμογελά. Ο Αλφρέντο τσιτώνεται ολόκληρος.

«Σκότωσες τον Εστεμπάν Γκάμπριελ.»

«Τον σκότωσα γιατί ήταν προδότης, Αλφρέντο. Εσύ πρώτος από όλους θα έπρεπε να ξέρεις πως είναι ζεις στην ίδια στέγη με όχι έναν προδότη, αλλά πολλούς.» Χασκογελά και απλώνει τα πόδια του στο τραπεζάκι μπροστά του. Ο άνδρας πίσω από το γραφείο τον κοιτά απορημένα μα έπειτα εξαγριώνεται, πολύ και τελικά τον απειλεί με όπλο.

«Περίμενα ότι απλώς θα ρωτούσες τι εννοώ...» Ξανά γελάει, είναι όντως αναίσθητος. Ή απλά πολύ κουρασμένος για οτιδήποτε περισσότερο από μερικά γελάκια. Η εκτέλεση του μικρού Μπεν πριν μερικές ώρες τον είχε εξουθενώσει, ο διαρρήκτης το ίδιο, το να σκοτώσει τον Αλφρέντο απλά δεν είναι στο πρόγραμμα.

«Δεν με νοιάζει τι εννοείς, είναι όλα ψέμματα. Ό,τι νομίζεις πως ξέρεις!»

Ο Γκάμπριελ σταματά να χαμογελά. Κατεβάζει τα πόδια του από τραπεζάκι, απογοητευμένος σχεδόν βγάζει μερικά διπλωμένα χαρτιά από την εσωτερική τσέπη στο πανωφόρι του και κοιτά τον Αλφρέντο πιο παγωμένα από ποτέ. «Φαντάζομαι το γνωρίζεις ήδη, αλλά ας πούμε ότι πέρα από εσένα το ξέρουν και όλες οι υπόλοιπες Οικογένειες της Ευρώπης. Έχεις ρεζιλευτεί παντού.»

«Δεν καταλαβαίνω...» μουρμουρίζει ο άνδρας που διαβάζει με μανία μερικά συμβόλαια. Όχι, δεν γνωρίζει τίποτα.

Ο Γκάμπριελ το ήξερε πως ο Αλφρέντο είναι ανίδεος.

Ο αρχηγός εκείνης της Οικογένειας δεν είχε ιδέα πως το δεξί του χέρι, μαζί με τους πιο έμπιστους από όλους που επάνδρωναν την δικιά του μαφία, είχαν διαπράξει την έσχατη προδοσία κι εκείνος δεν το είχε καταλάβει καθόλου.

Ούτε που του πέρασε από το μυαλό πως εκείνοι οι άνδρες που στέκονται ανέκφραστοι στο βάθος δίχως να γνωρίζουν πως το τέλος τους πλησιάζει, σχεδίαζαν χρόνια ολόκληρα την ημέρα που ο Αλφρέντο θα κατατροπωθεί. Τι έκανε τόσο λάθος; Ούτε που γνώριζε.

«Ο Εστεμπάν ήταν ένας από αυτούς. Έπρεπε να το φανταστείς πως όταν κάποιος προδίδει τόσο εύκολα το χέρι που τον ταΐζει, μάλλον θα έκανε το ίδιο και σε οποιονδήποτε άλλον.»

Αυτό που ακολούθησε ήταν σχεδόν κωμικό για τα μάτια του.

Οι μισοί άνδρες σκότωσαν τους υπόλοιπους, ο Γκάμπριελ βοήθησε τον Αλφρέντο να τους αφανίσει και αυτούς οπότε τελικά ο αρχηγός και ο λογιστής στάθηκαν αρκετή ώρα μετά δίπλα από ματωμένα κορμιά, ο ένας κοιτώντας τα με απέχθεια, με μια πληγή βαθιά μέσα του να αναβλύζει αίμα από τα μάτια του, ενώ ο άλλος είναι απαθής μπροστά στα γεγονότα.

«Περιμένεις να σε ευχαριστήσω που μου άνοιξες τα μάτια;»

«Όχι, δεν περιμένω τίποτα κι από κανέναν.»

«Τότε; Γιατί είσαι ακόμη εδώ;»

Το όπλο στον κρόταφο του δίνει την απάντηση. Μα και εκείνος, με τα αντανακλαστικά του ακουμπά το δικό του όπλο στο στέρνο του άνδρα με την ουλή στο μάτι σχεδόν να γυαλίζει κάτω από το ματωμένα φωτεινό δωμάτιο.

«Αν πατήσεις την σκανδάλη θα πεθάνουμε κι οι δύο» ψιθυρίζει ο Αλφρέντο.

«Δεν με ενδιαφέρει.»

«Θα έπρεπε.»

«Έχω περισσότερα πράγματα να με τραβάνε στον θάνατο από όσα με κρατούν εδώ, οπότε αν πατήσεις την σκανδάλη ούτε που με νοιάζει. Μα να είσαι σίγουρος πως θα σε πάρω μαζί μου, ο Κέρβερος έχει ακονίσει τα δόντια του για εσένα.»

Και ο άνδρας δεν χρειάζεται περαιτέρω εξηγήσεις. Στην αναφορά του μυθικού τέρατος μπορεί απλώς να γουρλώσει τα μάτια και να αφήσει τα χείλη του σε μια γραμμή σχεδόν καθώς το όπλο του χαλαρώνει στην λαβή του, τελικά βρίσκει το σώμα ενός προδότη.

Δεν έχει σημασία να τον πάρει μαζί του.

Ο Άδης, ξέρει πως, ακόμη δεν έχει επισκεφτεί όσους χρειάζεται. Γι' αυτό ο Αλφρέντο κλείνει τα μάτια του και όταν η βοή της σφαίρας που σφηνώνεται στο κεφάλι του γεμίσει κάθε σπιθαμή του χώρου, πέφτει στο έδαφος. Γίνεται ένα με τα υπόλοιπα πτώματα.

Τα βήματα του Γκάμπριελ είναι προσεκτικά καθώς προχωρά στην έξοδο. Κανένας δεν βρίσκεται στο κτήριο για να μάθει για εκείνη την μαζική δολοφονία προδοτών και αντιπάλων. Και έτσι εκείνος αποφασίζει να μην τυλίξει στις φλόγες το δωμάτιο με την προδοσία να αιωρείται ακόμη στον χώρο.

Η σπίθα όμως μέσα του υπάρχει ακόμη.

.............

Το ρολόι του έλεγε πως σε λίγο θα ξημέρωνε. Πέντε παρά όμως κι ακόμη η ουρά στο Escobar φαινόταν αποπνικτική. Πέρασε μπροστά, στην υποδοχή οι πορτιέρηδες τον άφησαν να περάσει αμέσως.

Ο άνδρας με το κοντοκουρεμένο μαλλί και τους κουρασμένους ώμους δεν βλέπει δεξιά και αριστερά. Είναι ξύπνιος σχεδόν μια ολόκληρη μέρα, έχει σκοτώσει τρεις ανθρώπους και το μόνο που θέλει είναι να κοιμηθεί. Αλλά δεν μπορούσε να γυρίσει σπίτι, ασυναίσθητα έφτασε το κλαμπ.

Ο Φίλιπ εκπλήσσεται που τον βλέπει στην πόρτα του γραφείου του.

Ο αρχηγός κάθεται μόνος του και μάλιστα είναι έτοιμος να φύγει μα όταν ο Γκάμπριελ κάθεται στην πολυθρόνα μπροστά του μοιάζει να χρειάζεται ένα ακόμη ποτό από την κάβα του. «Περίμενα να πας απευθείας σπίτι σου.»

«Περίμενα να ηρεμήσω.»

Ακούγεται ήρεμος, κουρασμένος σίγουρα, αλλά ίχνος ταραχής δεν ακουμπά την χροιά του.

«Συνέβη κάτι;»

«Ο μικρός Μπεν είναι παρελθόν, αυτό το ήξερες. Όπως επίσης και ο διαρρήκτης που μπήκε στο σπίτι μου στις τρεις. Ή καλύτερα, ο τύπος που έστειλε ο Αλφρέντο για να με σκοτώσει. Κι αυτός νεκρός είναι, έφυγα από το σπίτι του πριν μερική ώρα, αφανίστηκε όλη η Οικογένεια σχεδόν.»

Δεν μπορεί παρά να μην χαμογελάσει ικανοποιημένος ο Φίλιπ. Βάζει λίγο αλκοόλ και στο ποτήρι του φίλου του μα εκείνος δεν ακουμπά καθόλου το κρύσταλλο. «Θέλω ρεπό, θέλω να μην σκοτώσω άνθρωπο τις επόμενες μέρες. Θέλω να κάτσω να κοιμηθώ, χρειάζομαι ξεκούραση.»

«Σκούριασες, Άδη;»

«Αν δεν περιποιηθώ τα όπλα μου θα σκουριάσουν εκείνα. Απλώς ηρέμησε λίγο με τους φόνους. Ή βάλε άλλον να τα κάνει. Εγώ θα είμαι εκτός για λίγες μέρες, εντάξει;»

Σηκώνεται προτού πάρει απάντηση. Ανοίγει την πόρτα και πέφτει για δεύτερη φορά μέσα σε μία μέρα πάνω στην Ρωξάνη η οποία με πιασμένα μαλλιά μοιάζει διαφορετική.

«Τι κάνεις εδώ;» ρωτούν ο ένας τον άλλον ταυτόχρονα.

Πρώτα απαντά εκείνος. «Ήρθα για ένα ποτό με τον Φίλιπ και τώρα φεύγω.»

Έπειτα, εκείνη. «Εγώ ήρθα να πιάσω δουλειά πρόωρα και σε είδα που μπήκες, ήρθα να σε χαιρετήσω.»

Μια δεύτερη πιτσιλιά στον λευκό καμβά του Γκάμπριελ έρχεται να βάλει ένα βάρος στο στήθος του. Ο καλλιτέχνης χαμογελά καθώς ακούει την καρδιά του έργου τέχνης του να χτυπά δυνατά. Αυτό σημαίνει ένα πράγμα μονάχα, πως τελικά δεν είναι άψυχος όπως νόμιζε.

«Να με χαιρετήσεις; Πριν λίγες ώρες δεν τα είπαμε;»

Η Ρωξάνη χαμογελά. «Ούτε γεια δεν μου είπες. Που είναι οι κανόνες ευγένειάς σου;» Του προκαλεί ένα τόσο δυνατό γέλιο που η κοπέλα χαμογελά μόνο στην όψη του προσώπου του να παραμορφώνεται.

«Έχεις δίκιο. Λάθος μου, συγγνώμη.»

«Ξέρεις, Γκάμπριελ, σου έχω μια πρόταση.»

Κερδίζει πάνω της την προσοχή του στο εκατό. «Πρόταση;»

«Ο Φίλιπ θα διοργανώσει δεξίωση μια από τις επόμενες μέρες. Είμαι καλεσμένη», κοιτά γύρω της πριν συνεχίσει ψιθυριστά, «ως ένδειξη ευγνωμοσύνης που δεν μίλησα μάλλον», τώρα δυναμώνει τον τόνο της, «και μου είπε πως μπορώ να φέρω έναν συνοδό.»

Εκείνος στραβοκαταπίνει. Βλάκας είναι; Πάλι στο στόμα του λύκου την στέλνει; Ξεφυσά.

«Και ρωτάω εγώ τώρα, θα είσαι κι εσύ στην δεξίωση;»

Της γνέφει.

«Ωραία, θέλεις να είσαι εσύ ο συνοδός μου;» Η πρόταση έφυγε από τα χείλη της πριν καν μπορέσει να το σκεφτεί δεύτερη φορά. Έκλεισε και τα μάτια της σφιχτά, για να αποκρούσει ίσως μια πιθανή απόρριψη, έκανε και ένα βήμα πίσω για να μην νιώθει την ζέστη του κοντά της.

«Από όλους τους ανθρώπους πάνω στην Γη, εσύ θέλεις εμένα για συνοδό;»

Δεν γίνεται να του φαίνεται απίθανο, σκέφτεται η Ρωξάνη, ειδικά μετά από τις προηγούμενες ώρες θα έπρεπε να του μοιάζουν όλα λογικά. Μα ο Γκάμπριελ δεν το βλέπει έτσι.

«Αν νιώθεις εσύ εντάξει με αυτό και αν δεν σε πιέζω δηλαδή-»

Ο Γκάμπριελ δεν βρίσκει λόγια να της απαντήσει. Απλώς την κοιτά.

Η Ρωξάνη βέβαια φαίνεται ότι πήρε την απάντησή της και πισωπατεί λίγο ακόμη, χαμογελώντας νευρικά προτού χαθεί από μπροστά του, ίσως κι από προσώπου Γης. Θέλει να χώσει το κεφάλι της στην άμμο και να υποδυθεί τον στρουθοκάμηλο από τη ντροπή της.

Το χέρι του γραπώνει το δικό της πριν να είναι αργά.

«Που πας χωρίς να σου απαντήσω;»

«Φαντάστηκα ότι αρνήθηκες μετά τα πέντε δευτερόλεπτα σιωπής, ήρθα κι εγώ να στο πω έτσι απότομα, είμαι χαζή, έπρεπε να το σκεφτ-»

«Θέλω να είμαι συνοδός σου, Ρωξάνη.»

Η κοπέλα αυθόρμητα χαμογελά και ακόμη πιο αυθόρμητα τον αγκαλιάζει. Σφίγγει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και ακουμπά το κεφάλι της στον ώμο του απαλά.

Ο Γκάμπριελ στην αρχή σαστίζει, δεν ξέρει τι να κάνει τα χέρια που μένουν παγωμένα στον αέρα μα έπειτα απλώς σφίγγει την μέση της και το σώμα του ακουμπά το δικό της.

Η κοπέλα απομακρύνεται και χαμογελά αληθινά.

Χάνεται από μπροστά του και αφήνει τον άνδρα παγωμένο στην θέση του να αναρωτιέται... Ήταν όνειρο αυτό, ή όντως το έζησε;

»«»«»«

Δύσκολες ώρες για τον Γκαμπριέλ. Αλήθεια δεν έχω να πω πολλά. Θα περιμένω εσεις να μου πείτε εντυπώσεις.

Εδώ μπορείτε να μου πείτε επιθυμίες (οτιδήποτε θέλετε) που θα θέλατε να πραγματοποιηθούν στη συνέχεια του βιβλίου. Είμαι ανοιχτός άνθρωπος σε προτάσεις—

Σας αγαπώ,

-Φέικ Σίλβερ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top