Το τέλος

Νεφέλης POV

Μετά την συνομιλία μου με τον αστυνομικό κατευθυνόμαστε στο αστυνομικό τμήμα ήταν να δώσω την πλήρη κατάθεση μου. Ακόμα δεν έχω οργανώσει τα λόγια μου, δεν εχω σκεφτεί τι ακριβώς να αποκαλύψω. Άλλωστε ο Γιάννης κι εγώ είχανε ένα ιδιαίτερο δέσιμο, μια σχέση που δεν περιορίζονταν στα πλαίσια της σχέσης καθηγητή - μαθήτριας.

Ο Γιάννης είναι για μένα μια σωτηρία. Με έσωσε από τον τύπο που με πλησίασε στο μπαρ. Επίσης με βοήθησε να καταλάβω τα μαθηματικά, τα οποία δεν τα καταλάβαινα ποτέ και εξαιτίας του δεν έβγαζα τον επιθυμητό βαθμούς.

Βέβαια δεν μπορώ να ξεχάσω ότι ο Γιάννης δολοφόνησε έναν άντρα χρησιμοποιώντας μόνο τα χέρια του. Χέρια τα οποία λίγο καιρό πριν με άγγιξαν,  με χάιδευαν. Χέρια, όμως, που σκότωσαν τον μπαμπά μου!

Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιον λόγο να το κάνει αυτό. Δεν είπα κάτι στον Νίκο και στην Νικολέτα. Πρέπει να το περάσω μόνη μου για να βγάλω ένα αποτέλεσμα σωστό χωρίς να επηρεαστώ από την καχυποψία του Νίκου ή την συμπάθεια της Νικολέτας.

《Είσαι σίγουρη πως δεν κάνεις λάθος; Είσαι σίγουρη λες ένας απλός καθηγητής σκότωσε τον μπαμπά σου;》

Απόλυτα. Αδιαμφησβητητα.

《Ναι. Έχω στοιχεία. Θα χρειαστεί απλά να δω το πτώμα ή έστω μια περιγραφή》 Ο αστυνομικός με κοιτάζει έκπληκτος ενώ μου νεύει θετικά.

《Καλώς αλλά έχω εντολές που πρ-》 Τον διακόπτω ρίχνοντας του μια δολοφονική, εχθρική μάτια.

《Είμαι η μόνη που μπορεί να βρει τον δολοφόνο! Η μόνη που μπορεί να τον οδηγήσει σε σένα!》 Σηκώνει ελαφρώς το βλέμμα του ενώ αυξάνει ταχύτητα.

《Υποθέτω πως μπορείς να δεις κάποιες φωτογραφίες》 Μόλις τελειώνει την φράση του, παρκάρει το αυτοκίνητο. Κατεβαίνουμε βιαστικά και προχωράμε προς το γραφείο του.

Μου δείχνει την θέση απέναντι από την δική του. Καθόμαστε και μου δίνει έναν καλά κλεισμένο φάκελο.

Εδώ μέσα είναι ο πατέρας μου. Είναι νεκρός και δεν θα τον ξαναδώ. Ακουμπώ τα κρύα μου χέρια στην επιφάνεια του φακέλου και με μια κίνηση τον ανοίγω.

Ο μπαμπάς μου, ο τρανός δικηγόρος κίτεται στο πάτωμα νεκρός με μια έκφραση ξαφνιασμένη. Τον νίκησε ο θάνατος, τον νίκησε η κακία και η ψυχοπάθεια του Γιάννη.

Εξαιτίας μου πέθανε. Εξαιτίας μου!

Αφήνω στην άκρη τις καταθληπτικές μου σκέψεις και παρατηρώ τα τραύματα που στολίζουν το άψυχα σώμα του. Δεν υπήρξε πυροβολισμός, ούτε σφαίρες.. ούτε κάποιο θανατηφόρο αέριο.

Η "δουλειά" έγινε με τα χέρια.

Όπως ακριβώς έχασε την ζωή του ο άντρας στο μπαρ από τα δυνατά χέρια του καθηγητή μου.

Ο λαιμός του μπαμπά μου είναι σπασμένος, το πρόσωπο του ματωμένο. Όπως ακριβώς ο άτυχος άντρας. Στο σώμα του υπάρχουν μελανιές και διάφορα τραύματα που μου προκαλούν ένα αίσθημα μελαγχολίας και θλίψης.

《Μου λείπει》 Αναφωνώ ξαφνικά και ο νεαρός αστυνομικός μου δίνει ένα βλέμμα κατανόησης.

Όλα θα πάνε καλά!

Αλλά όχι δεν θα πάνε. Αυτός λείπει.

Και εφόσον θα λείπει αυτός τίποτα δεν θα είναι ίδιο. Προς το παρόν οφείλω να αποδώσω δικαιοσύνη, ή έστω να βοηθήσω. Σκοπός μου είναι σπουδάσω νομική. Να γίνω σαν εκείνον. Μα για να το κάνω αυτό πρέπει πρώτα να ξεπεράσω τον θάνατο του. Και αυτό θα το κάνω μόνο όταν όλα ξεχαστούν.

《Να υποθέσω  πως βρήκατε ένα ακόμα πτώμα, τα ξημερώματα με παρόμοια τραύματα. Ήμουν μπροστά στο περιστατικό. Για την ακρίβεια εκείνος ο άντρας έχασε την  ζωή του πέντε μέτρα μακριά μου, εξαιτίας μου, από τα χέρια ενός ανθρώπου που υποτίθεται πως ήξερα καλά.  Που υποτίθεται ότι και ο πατέρας μου ήξερε καλά. Αυτός λοιπόν ο άντρας δουλεύει στο σχολείο μου. Τον λένε Γιάννη Θεοδωρόπουλο και μας διδάσκει μαθηματικά. Σας διαβεβαιώνω πως είναι ο δολοφόνος του άτυχου άντρα μα και του πατέρα μου.  Έχει μια ιδιαίτερη συμπεριφορά. Κτητική και παρανοϊκή. Ακριβώς όπως ένας δολοφόνος》 Αν και ξεκίνησα δυναμικά την ομιλία μου κατέληξα με δάκρυα. Δάκρυα θλίψης και πόνου για τον πατέρα μου, δάκρυα οργής και απογοήτευσης για τον άντρα που υποτίθεται ήταν καθηγητής μου.

《Θα το ψάξουμε. Ευχαριστούμε για την βοήθεια. Γνωρίζω πως σου είναι δύσκολο μα θα σου ζητήσω να περιμένεις. Θα βάλουμε τα δυνατά μας.》

Νεύω καταφατικά και πλησιάζω στην πόρτα όμως κάτι με σταματάει.
《Αν χρειαστεί θα σας πάω σε αυτόν. Απλά θέλω να πληρώσει για το κακό που προκάλεσε》Απαντάω και καθώς βγαίνω ακούω την φωνή του.

《Αν προκάλεσε》

[...]

Στέκομαι έξω από το γραφείο εδώ και πολλές ώρες. Αμέτρητοι αστυνομικοί μπαινοβγαίνουν από νωρίς. Άλλοι κρατάνε φακέλους, άλλοι κουβαλάνε φωτογραφίες ενώ άλλοι μεταφέρουν στικάκια και καφέδες για τους ανώτερους.

Προφανώς ο Νίκος θα με ψάχνει μα το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι τώρα είναι το άγχος και η απαισιοδοξία του. Επίσης μαζί με τον Νίκο υπάρχει Νικολέτα η οποία είμαι σίγουρη πως θα μου τα ψάλει που εκθέτω την "αγάπη" της. 

Η αλήθεια είναι πως νιώθω ένα βάρος που δεν έχω μιλήσει ακόμη με την μαμά μου αλλά ξέρω πως τα λόγια δεν καλύπτουν εύκολα το κενό που έχει δημιουργηθεί. Το να ανταλλάζουμε βλέμματα αμηχανίας και θλίψης δεν θα οδηγήσει πουθενά. Τουλάχιστον τώρα εγώ κάνω κάτι πρακτικό.

Η πόρτα του γραφείου ανοίγει και ο αστυνομικός που έχει αναλάβει την υπόθεση του μπαμπά μου έρχεται σε εμένα.

《Θα μας οδηγήσεις σε αυτόν τον άντρα. Είναι εγκληματίας. Δεν θέλουμε να καταλάβει το παραμικρό. Πρέπει να το κάνεις να φανεί πειστικό. Ελπίζω να μην το έχει σκάσει ακόμα.》Ακούω τα λόγια του σαν μαγνητισμένη.
Πρέπει να παίξω θεάτρο. Πρέπει να σκεφτώ πως είναι ο άντρας που έβλεπα παλιά.
Πρέπει να τιμήσω τον μπαμπά μου.

《Πολύ καλά. Ας πάμε σε αυτόν》 Σηκώνω το κεφάλι μου και παίρνω ανάσες προκειμένου να κατεγάσω τον θυμό και την αγωνία μου. Πρέπει να φανώ πειστική.

Χωρίς δεύτερη σκέψη βγαίνω στον δρόμο, με τον αστυνομικό πίσω μου να μπαίνει στο αυτοκίνητο. Συνεχίζω να περπατάω βιαστικά χωρίς να δίνω σημασία σε οτιδήποτε υπάρχει γύρω μου.

Τώρα θα κριθούν όλα και τώρα οφείλω να τα δώσω όλα.

Στρίβω στην γωνία και διασχίζω τρέχοντας τον ίσιο δρόμο. Ακολουθώ μια αρκετά πολύπλοκη διαδρομή ώσπου σταματώ μπροστά από το σπίτι του. Ανεβαίνω δύο-δύο τα σκαλοπάτια. Χτυπώ την πόρτα πιο δυνατά από το φυσιολογικό και αμέσως μαλώνω τον εαυτό μου. Επαναλαμβάνω το χτύπημα λίγο πιο φυσικά και χαμογελώ αχνά βλέποντας τον να ανοίγει την πόρτα αγουροξυπνημένος.

《Νεφέλη μου. Πως είσαι; Άκουσα τι συνέβη και ειλικρινά λυπάμαι που δεν ήρθα. Δεν μπορώ να φανταστώ πως το αντέχεις όλο αυτό.》 Τα μάτια του είναι μαλακά, τα λόγια του υπό άλλες συνθήκες θα μου προκαλούσαν πεταλούδες, μα τώρα αηδιάζω και μόνο που τον κοιτάζω.

《Προσπαθώ》Είναι το μόνο που λέω μα φροντίζω να τον κοιτάξω λίγο πιο γλυκά καθώς γλιστρώ στο εσωτερικό του σπιτιού.
《Πώς κι από εδώ;》Ρωτάει με καχύποπτη φωνή. 《Θα έπρεπε να βρίσκεσαι με την μαμά σου, ή με τον Νίκο ή..》

《Είμαι εκεί που θέλω, κάπου που νιώθω καλύτερα》Απαντώ χαμογελώντας. Και όντως δεν ψεύδομαι. Αυτό που κάνω τώρα ικανοποιεί όχι μόνο εμένα μα και την μητέρα μου και πιθανότατα άλλα θύματα που έχουν πέσει στα χέρια του.

Τα μάτια του φωτίζονται και ξαφνικά με κλείνει στην αγκαλιά του. Το καλό με τον έρωτα είναι πως τα βλέπεις όλα διαφορετικά, πως παρακάμπτεις κάθε τι που φαίνεται ψεύτικο ή μη πιστευτό. Και έτσι, ακόμη και ένας άριστος εγκληματίας πέφτει στα χέρια της αστυνομίας.
Ύπουλο πράγμα ο έρωτας.

Αφού με αφήνει κάθεται στον καναπέ και μου κάνει νόημα να ακολουθήσω το παράδειγμα του. Όμως εγώ προτιμώ να μείνω όρθια για να μην φανεί πόσο νευρική νιώθω αυτή τη στιγμή. Παρ' όλα αυτά πρέπει να δείξω μια φυσιολογική συμπεριφορά γι' αυτό κάθομαι δίπλα του.

《Πώς έγινε;》Ρωτάει γεμάτος ενδιαφέρον. Προσποιητό ενδιαφέρον. Ψεύτικο όπως και αυτός.

《Του επιτέθηκε κάποιος όταν άνοιξε την πόρτα. Η  αστυνομία υποστηρίζει πως ήταν κάποιος άνθρωπος που ήξερε επειδή δεν αντιστάθηκε. Πέθανε με άσχημο και βάναυσο τρόπο.》

Κουνάει μουδιασμένα τον κεφάλι του και εν τέλει ακουμπά το χέρι του στον γόνατο μου. Το χέρι με το οποίο σκότωσε τον μπαμπά μου και τον άτυχο άντρα στο μπαρ. Χέρι γεμάτο αίμα αθώων.

《Λυπάμαι πολύ μικρή. Θα προσπαθήσω να βρω τον δολοφόνο. Για χάρη σου》 Κουνάω το κεφάλι καταφατικά. 《Όμως πρόσεχε. Αυτός ο δολοφόνος μπορεί να είναι πιο κοντά από όσο εσύ νομίζεις. Εννοώ πως χθες ο Νίκος έφυγε από μπαρ.. και μετά τσουπ ο μπαμπάς σου νεκρός. Ίσως θα έπρεπε να το πεις στην αστυνομία ε;》Συνεχίζω να κουνώ το κεφάλι μου ενώ μέσα μου νιώθω το αίμα μου να βράζει.

《Έχεις δίκιο ίσως θα έπρεπε όντως να μιλήσω στην αστυνομία》Κοιτάζω έξω από το παράθυρο και διακρίνω το νεύρα του αστυνομικού.
《Και το έχω ήδη κάνει. Αλλά όχι για τον Νίκο, βλέπεις δεν μπορώ να κατηγορήσω τον παιδικό μου φίλο επειδή στάθηκε στην μητέρα μου.. αλλά μπορώ να μιλήσω για έναν δήθεν καθηγητή που σκότωσε έναν τυχαίο άντρα και δολοφόνησε τον ίδιο μου τον πατέρα γιατί.. γιατί είναι απλά τρελός!》 Ουρλιάζω όσο πιο δυνατά μπορώ.

Ο Γιάννης παίρνει μία έκφραση έκπληξης μα σύντομα στο πρόσωπο του διακρίνεται ένα κύμα οργής και ανησυχίας. Οι αστυνομικοί μπαίνουν στο δωμάτιο και χωρίς να χάνουν χρόνο περικυκλώνουν τον Γιάννη και εμένα.

《Μιχάλη Χανιώτη συλλαμβάνεσαι για την δολοφονία του Σταύρου Εμιρλή και του Βασίλη Παπαδόπουλου. Έχεις το δικαίωμα να μην μιλήσεις χωρίς την παρουσία του δικηγόρου σου. Ό,τι πεις θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου.》

Μιχάλη Χανιώτη;

Κοιτάζω παγωμένα τον Γιάννη δηλαδή τον Μιχάλη. Του περνάνε τις χειροπέδες και εκείνος απλώς σκύβει το πρόσωπο του με ντροπή.

Τελικά μέχρι και οι μεγαλύτεροι εγκληματίες κάνουν λάθη. Ερωτεύονται, παλεύουν, αλλάζουν.

《Νεφέλη θα έρθεις μαζί μας;》Με πλησιάζει ο Κωνσταντίνος, ο αστυνομικός που έχει αναλάβει την υπόθεση του μπαμπά μου.
《Έχω μια δουλειά να κάνω. Αλλά σου υπόσχομαι πως θα έρθω πιο μετά. Μην σας ξεφύγει》 Απαντώ έχοντας μια ικανοποιημένη έκφραση.

《Σε ευχαριστούμε.》
《Εγώ σε ευχαριστώ.. πίστεψες σε εμένα.》 Νεύει θετικά το κεφάλι του και ακολουθεί τους υπόλοιπους έξω.

[...]

《Τον έπιασαν μαμά. Βοήθησα τους αστυνομικούς να βρουν τον δολοφόνο του μπαμπά. Όλα τελείωσαν》 Την αγκαλιάζω και της χαϊδεύω τα μαλλιά.

Τα μάτια της κατακόκκινα, πρησμένα από το κλάμα μα πλέον έχουν μια σπίθα ελπίδας.
《Ποτέ δεν αμφέβαλλα για σένα Νεφέλη. Είσαι διαφορετική, έχεις μέσα σου κάτι μοναδικό. Δεν θρήνησες, δεν παρηγορήθηκες, έπιασες όμως τον δολοφόνο και ας ήταν δουλειά άλλων.》 Η φωνή της είναι πιο γλυκιά από ποτέ μα το άγγιγμα της κρύο και τρεμάμενο.

《Θρήνησα μαμά με τον δικό μου τρόπο. Ο μπαμπάς δεν θα ήθελε να κλαίμε. Πρέπει να φανούμε δυνατές. Έχουμε η μία την άλλη και αυτό μετράει. Εννοείται πως θα ήταν τέλειο αν ήταν εδώ, όμως όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Ένας εγκληματίας πιάστηκε, ήρθαμε κοντά.. όλα γίνονται για κάποιο λόγο αυτό να το θυμάσαι.》Της φιλάω απαλά το μάγουλο και κοιτάζω μέσα στα πανέμορφα μάτια της.

《Αχ παιδί μου ποτέ δεν το ξέχασα. Δεν θα άλλαζα τίποτα. Εφόσον έχω εσένα μπορώ να συνεχίσω. Ναι θα είναι δύσκολο, να θα είναι αβάσταχτος ο πόνος μα θα υπάρχεις εσύ και αυτό είναι το μόνο που μετρα πια. Με κάνεις περήφανη κάθε στιγμή. Και ποτέ δεν θα σταματήσεις να με κάνεις..》Τυλίγει τα χέρια της γύρω μου και με σφίγγει στην ζεστή αγκαλιά της.

Είναι η καλύτερη μαμά του κόσμου. Είναι το σπίτι μου. Είναι ο μόνος άνθρωπος που δεν θα στραφεί ποτέ εναντίον μου.

《Χμ.. ενοχλώ;》Ακούω την βραχνή φωνή του να προέρχεται από την πόρτα. Γυρίζω προς αυτόν και παρατηρώ το πρόσωπο του, το σώμα του, τα μάτια του.

《Πέρασε παιδί μου.》Προλαβαίνει να απαντήσει η μαμά μου. 《Σας αφήνω μόνους να τα πείτε.》Συνεχίζει να μιλά και εξαφανίζεται στην κρεβατοκάμαρα.

《Πού ήσουν;》Η φωνή του απλή, φυσιολογική, μα φτάνει στα αυτιά μου σαν κήρυγμα.
《Έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω Νίκο. Κάτι που δεν θα γινόταν σωστά αν μιλούσα σε εσένα, στην Νικολέτα ή ακόμα και στην μαμά μου. Έπρεπε να το κάνω μόνη μου. Και το έκανα.》Στέκεται πλέον μπροστά μου και χαμογελάει περήφανα.

《Δεν περίμενα κάτι λιγότερο από εσένα μικρή μου.》Βάζει το χέρι του στον ώμο μου και νεύω καταφατικά.
《Με ξέρεις καλύτερα από όλους.》
《Ήξερα πως θα πάρεις την σωστή επιλογή. Και το έκανες》Με αγκαλιάζει και χαϊδεύει στοργικά τα μαλλιά μου.

《Συγγνώμη που δεν σε πίστεψα. Ή μάλλον δεν ήθελα να σε πιστέψω. Νομίζω πως βαθιά μέσα μου, ούτε εμένα μου κολλούσε η ιστορία του Γιάννη. Ήταν τόσο καλό για να είναι αληθινό. Τουλάχιστον εσύ είσαι και τέλειος και αληθινός.》Λέω με νάζι και τον χαϊδεύω. Με φιλάει απαλά και τα μάτια του περιπλανούνται στο κορμί μου.

《Ξέρεις και.. η Νικολέτα ήθελε να σου μιλήσει πριν αλλά δεν σε βρήκε.》Αμέσως καταλαβαίνω τον δισταγμό στην φωνή του.

《Ίσως θα έπρεπε να με προσεγγίσει λίγο διαφορετικά. Είμαστε φίλες καιρό, χρόνια ολόκληρα αλλά εξαιτίας ενός άντρα χωρίσαμε. Κυρίως επειδή το ήθελε αυτή. 》Εκφράζω το παράπονο μου σαν παιδί.

《Και εσύ όμως ζήλευες. Ίσως να ζηλεύεις ακόμα.》Ψιθυρίζει στο αυτί μου.
《Να ζηλεύω επειδή αυτό το χαζό άνοιξε τα πόδια της σε έναν εγκληματία χωρίς καν να τον ξέρει!》
《Νεφέλη ας μην κοροϊδευόμαστε. Θα έκανες το ίδιο λίγο καιρό πριν. Πρόθυμα κιόλας. Σε πρόλαβε όμως και σκότωσε τον μπαμπά σου χωρίς καν να σε σκεφτεί.》Απαντά με έναν φυσιολογικό τόνο αλλά τα λόγια του με πόνεσαν.

Ίσως έχει δίκαιο. Η αλήθεια πονάει πάρα πολύ. Και ειλικρινά έναν μήνα πριν η μόνη μου επιθυμία ήταν να τον κερδίσω, να ανταγωνιστώ την καλύτερη μου φίλη εξαιτίας του.

Γυρίζω το κεφάλι μου αλλού και κλείνω σφιχτά τα μάτια μου.
《Ξέρω πως η αλήθεια σε πονάει Νεφέλη. Όλους τους πονάει》Φιλάει το μάγουλο μου. 《Μην τα σκέφτεσαι αυτά τώρα. Όλα τελείωσαν. Μένει το δικαστήριο και μετά αυτός ο άνθρωπος δεν θα μας ξανά ενοχλήσει. Θα σαπίσει στην φυλακή εκεί που αξίζει. Όλα θα πάνε καλά.》 Στα χείλη του σχηματίζεται ένα πλάγιο χαμόγελο.

《Εννοείται πως θα πάνε εφόσον θα είσαι κοντά μου. Θα είσαι, έτσι δεν είναι;》
《Δεν φεύγω αγάπη μου..  όχι ξανά.》Μου φιλάει το μέτωπο και με τραβάει στην αγκαλιά του.

《Αυτό σημαίνει πως εμείς..》Δεν συνεχίζω την πρόταση.
《Ναι Νεφέλη μου. Ναι αυτό σημαίνει.》Με φιλάει με ένταση και εγώ ανταποκρίνομαι.

Στο μυαλό μου έρχεται ο εφιάλτης που είχα δει τις προάλλες. Τώρα μπορώ να με φανταστώ να είμαι η γυναίκα του, να έχουμε παιδιά, να ζούμε ευτυχισμένα. Ναι τώρα νιώθω αυτή την σύνδεση.

《Ναι.. αλλά η Νικολέτα;》Ψιθυρίζω καθώς σταματώ το γλυκό φιλί του.
《Ω έλα τώρα δεν θα θυμώσει που επιτέλους είμαστε χαρούμενοι. Μας αγαπάει και ξέρει τα συναισθήματα μου για σένα.》Κατανοώ αυτά που μου λέει και μόλις τελειώνει την πρόταση του χαϊδεύω τα απαλά μαλλιά του.

《Πού είναι τώρα;》Ρωτώ δειλά
《Πάνω υποθέτω. Δεν ξέρω αν έφυγε ή όχι. Νεφέλη στ' αλήθεια νοιάζεται. Είναι η κολλητή που είχες πριν λίγο καιρό. Πριν έρθει αυτός. Δεν άλλαξε.》
《Το ξέρω Νίκο, το ξέρω》

Χωρίς να περιμένω κάτι άλλο ανεβαίνω τα σκαλοπάτια και ανοίγω την πόρτα του δωματίου μου.  Παρατηρώ την Νικολέτα να κάθεται στα πλακάκια με την πλάτη της να ακουμπά στο σιδερένιο κρεβάτι μου. Στα χέρια της κρατάει το άλμπουμ που έχω από παιδί. Έχει φωτογραφίες με την οικογένεια μου, με εκείνη και τον Νίκο. Τα ματια της είναι βουρκωμένα, δάκρυα  κυλούν συνεχώς στο πρόσωπο της ενώ τα μαλλιά της φαίνονται απεριποίητα. Δεν την έχω ξαναδεί έτσι.

《Δεν είμαι καλή φίλη όσο κι αν προσπαθώ. Από μικρή, Νεφέλη, προσπαθούσα να γίνω κάτι καλύτερο, να γίνω σαν εσένα. Εσύ χωρίς καν να προσπαθείς είσαι τέλεια, κοινωνική και έξυπνη. Το ιδανικό κορίτσι. Εγώ είμαι απλώς μια σκιά, μια άσχημη και διαβολική σκιά. Και ναι Νεφέλη προσπάθησα! Προσπάθησα να μην δείχνω νευριασμένη, προσπάθησα να ζητήσω την βοήθεια σου αλλά δεν με έπαιρνες στα σοβαρά. Και ο Νίκος;》 Λέει ειρωνικά ενώ σκουπίζει την μύτη της. 《 Ο Νίκος από πάντα κολλημένος μαζί σου. 'Κοίτα την Νεφέλη που έκανε αυτό', 'Κοίτα πόσο ωραίο φόρεμα η Νεφ', 'Μα τι ωραίο σώμα', 'Πανέξυπνη αυτή η κοπέλα'. Δεν μπορούσα να αντέξω άλλο. Εγώ να είμαι κολλημένη με έναν άνθρωπο ο οποίος ζει μόνο για σένα!》 Αυξάνει τον τόνο της φωνή της στιγμιαία. 《Και τότε ήρθε ο Γιάννης. Αλλά και αυτός εσένα θέλει! Το κατάλαβα την στιγμή.. την στιγμή που κάναμε έρωτα! Νόμιζε πως δεν το άκουσα, πως δεν το κατάλαβα! Αλλά ψιθύρισε το όνομα σου γαμώτο! Πάντα αυτό γίνεται..》 Το κλάμα της μου ραγίζει την καρδιά. 《Δεν φταις καν εσύ Νεφ. Εσύ δεν κάνεις τίποτα. Δεν δίνεις δικαιώματα, δεν είσαι εύκολη, δεν είσαι δεύτερη. Είσαι ανεξάρτητη και το θαυμάζω αυτό σε σένα. Ειλικρινά το κάνω Νεφέλη.. και σου ζητάω συγγνώμη για αυτό》 Με κοιτάζει στα μάτια και αμέσως διακρίνω το παιδικό βλέμμα της κολλητής μου.

Την αγκαλιάζω σφιχτά και κοιτάζω το άλμπουμ  που κρατά.
《Δεν είναι τίποτα αυτό εδώ. Θα κάνουμε πολλά περισσότερα. Και οι τρεις μαζί μικρή. Και οι τρεις.》

10 χρόνια μετά

《Νίκο πάρε το τάπερ. Θα αργήσουμε πάλι. Που είναι η Βασιλίνα; Ελπίζω να μην κρύφτηκε πάλι》Απαντάω αγχωμένα ενώ τσεκάρω ακόμη μια φορά τις τσάντες.

《Ηρέμησε μωράκι μου. Ένα ρεβεγιόν στην μαμά σου είναι. Στο αμάξι είναι το παιδί και μας περιμένει. Άντε μην μου αγχώνεσαι.. είσαι και έγκυος》 Μου χαϊδεύει την κοιλιά και ενώνει τα χείλη μας για ένα απαλό φιλί.

《Το ξέρω αγάπη μου.. απλά θέλω όλα να είναι τέλεια. Μην ξεχνάς ότι θα είναι και η Νικολέτα με τον Κωνσταντίνο. Έχουμε καιρό να τους δούμε.》Χαμογελάω και δίνω στον Νίκο και τις υπόλοιπες σακούλες.

《Καλά καλά καλά.  Ό,τι πεις. Άντε τώρα πάμε θα αργήσουμε.》 Βγαίνουμε έξω και μπαίνουμε στο αυτοκίνητο.

《Μαμά πότε θα έρθει ο Άη Βασίλης;》 Η Βασιλίνα παίζει με την κούκλα της.
《Το βράδυ δεν είπαμε μικρή μου;》Απαντά γλυκά ο Νίκος. Τελικά είναι χαζομπαμπάς.

《Δεν θέλω να περιμένω μέχρι το βράδυ..》Λέει με παράπονο η Βασιλίνα και αμέσως γελάω. 《Θα περάσεις καλά.  Θα είναι η Νικολέτα και ο Κωνσταντίνος και η γιαγιά..》

《Η γιαγιάκα!!》Φωνάζει από την χαρά της.
《Ε εννοείται η γιαγιάκα μικρούλα》Ο Νίκος βάζει το κλειδί στην μίζα και πατάει γκάζι.

《Αγάπη μου θα με αφήσεις εκεί που είπαμε;》Ρωτώ χαμηλόφωνα.
《Αφού επιμένεις..》Λέει διστακτικά. 《Θα περιμένουμε στο πάρκινγκ.》

Νεύω καταφατικά. 《Δεν θα αργήσω. Είσαι τέλειος σε αγαπάω》 Τον φιλάω πεταχτά και κατεβαίνω από το αυτοκίνητο.

Μπαίνω στις φυλακές και ζητάω να επισκεφτώ τον Μιχάλη Χανιώτη. Ένας μεγάλος σε ηλικία αστυνομικός με οδηγεί μέσα από έναν μακρόστενο διάδρομο στο κελί του Μιχάλη.

《Θα είμαι εδώ.》 Λέει ψυχρά μα δεν ξεκλειδώνει την πόρτα.

《Νεφέλη;》Ρωτάει έκπληκτος ενώ σηκώνεται απευθείας από την θέση του.

《Μιχάλη.. εγώ πιστεύω στην συγχωρεση και ναι.. οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν αν το θέλουν με υπερβολική προσπάθεια.》 Καθώς μιλάω τον κοιτάζω στα μάτια ενώ το χέρι μου χαϊδεύει την κοιλιά μου.

《Σε συγχωρώ Μιχάλη.. μετά από τόσα χρόνια κατάφερα να σε συγχωρήσω και όταν ακούω το όνομα σου να μην νιώθω μίσος ή οργή.》Κοιτάζω τα μάτια του και με έκπληξη βλέπω δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του.
《Ευχαριστώ.. ευχαριστώ πολύ.. αυτό μου αρκεί.》Είναι το μόνο που λέει και κλείνει με ακούφιση τα μάτια του.

Με δύο σταθερά βήματα κολλάει στα κάγκελα και απλώνει δειλά τα χέρια του έξω. Χωρίς φόβο του χαϊδεύω τα άγρια και ξερά χέρια ενώ παρατηρώ τις εκφράσεις του. Εντελώς ξαφνικά χαϊδευει την κοιλιά μου και χαμογελάει πλατιά.

《Συγχαρητήρια》Είναι το μόνο που λέει.
《Έχω μια ακόμη κόρη》Τον πληροφορώ και χαμογελάει αληθινά.
《Εύχομαι να σου μοιάζει. Θα είναι ειλικρινά πανέμορφη και τυχερή που σε έχει μαμά. Πως την λένε;》Ρωτάει με ενδιαφέρον.
《Βασιλίνα. Πως αλλιώς να την λένε;》Απαντώ με την λογική να υπερτερεί.

《Καλά Χριστούγεννα Νεφέλη》
《Καλά Χριστούγεννα Μιχάλη》

Χαμογελάει και χαμογελάω και εγώ. Δακρυζω σιωπηλά όπως κάνει και εκείνος.

Τον χαιρετώ και βγαίνω προς τα έξω. Μπαίνω στο αμάξι και κοιτάζω ευθεία μπροστά.

[...]

《Νικολέτα μου!!》Φωνάζω χαρούμενη και την αγκαλιάζω.
《Μικρή μουυ》Με σφίγγει στην αγκαλιά της και γελάει δυνατά.
《Μάθαμε το φύλο;》Το χαμόγελο φτάνει στα αυτιά της.
《Αγοράκι μωρέ》Πετάγεται ο Νίκος.
《Επιτέλους ένας μικρός Ζαγοραίος!》Σχολιάζει ο Κωνσταντίνος.

《Επιβάλλεται》Απαντά η μαμά μου έχοντας στην αγκαλιά της την Βασιλίνα.
《Ναι! Θα τον προσέχω και θα τον φροντίζω》Λέει με την παιδική της φωνή και η μικρή.

《Λοιπόν πάμε να φάμε;》Προτείνει η μαμά μου και κατευθυνόμαστε στο τραπέζι.

[...]

《Χαρούμενο το 2029!!》Μου ψιθυρίζει ο Νίκος.
《Χαρούμενο, γεμάτο υγεία, αγάπη και..》
《Όχι άλλο παιδί》Πετάγεται η Βασιλίνα.
Την αγκαλιάζουμε και παρατηρούμε μαζί τα πυροτεχνήματα.

*Τέλος κεφαλαίου.. τέλος βιβλίου.

Ελπίζω να σας άρεσε ❤

Ειλικρινά συγκινήθηκα με το τέλος.

Η Νεφέλη με τον Νίκο μαζί
Ο Γιάννης δηλαδή Μιχάλης στην φυλακή..❤ -τον αγαπαω λίγο παραπάνω ακόμα ❤-
Η μαμά της Νεφέλης χήρα όμως όχι μόνη της.

Αυτό είναι το τέλος 😢

Ευχαριστώ την ioanna-4- για την βοήθεια της🔝

Είσαι κορυφή 🔝

Αφήστε τα σχόλια σας ❤

Αντίο ❤

Τα λέμε σε άλλες ιστορίες ❤*

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top