Μείον ένας


Σε όλη τη διαδρομή την κρατώ από το χέρι. Ανασαίνει βαριά και με δυσκολία. Τα δάκρυα της πνίγουν την αναπνοή της. Σε πολλούς τυχαίνει αυτό που της έτυχε, μα κανείς δεν φανταζόταν ότι θα της τύχαινε.
Τα δάχτυλα μας είναι μπλεγμένα και σφικτά αγκαλιασμένα. Είμαστε όλοι εδώ. Όλοι ξανά ενωμένοι, όπως παλιά. Από την άλλη μεριά την κράτα ο παιδικός μου φίλος. Είναι παράξενο αλήθεια, που χρόνια είχαμε να μιλήσουμε αληθινά. Ναι αληθινά και όχι τυχαία στο δρόμο. Και όμως σαν να μην πέρασε μία μέρα. Έπρεπε να γίνει αυτό για να βρεθούμε, για να καταλάβουμε πόσο λείπει ο ένας από τον άλλον.
Φτάσαμε! Εδώ είμαστε για να πούμε το τελευταίο αντίο.
Την αποδεσμεύω από το κράτημά μου, μα μένω χιλιοστά πίσω της ακίνητη, παγωμένη. Την βλέπω να σκύβει και να γονατίζει πετώντας το λευκό ανθισμένο τριαντάφυλλο μέσα στο λάκο. Γονατίζω πλάι της, και νιώθω μικρά πετραδάκια να τρυπούν τα γυμνά μου γόνατα. Ο κόσμος περνά και αφήνει τα χρωματιστά λουλούδια που δεν θα ξαναδούν το φως του ήλιου, καθώς θα παγιδευτούν κάτω από το χώμα, μαζί του. Αφού σιγουρεύτηκε ότι έφυγαν όλοι, ελευθέρωσε όλο τον πόνο της με μία δυνατή κραυγή, που με διέκοψε απότομα από το ήσυχο κλάμα μου. Οι φίλοι μας τρομαγμένοι έσπευσαν να βοηθήσουν, την σήκωσαν και την απομάκρυναν σχεδόν λιπόθυμη σε μία σκιά.
Τότε εσύ με στηριξες για να σηκωθώ και κοίταξες σοκαρισμένος τα ξεσκισμένα μου πόδια, και τις πληγές που είχαν ανοίξει το δρόμο ώστε το αίμα μου να ρέει ανενόχλητο. Στεκόμασταν μπροστά του για τελευταία φορά, και σε άφησα να πλησιάσεις, να συνηδειτοποιήσεις το γεγονός,ότι δεν θα ξανά έβλεπες τον κολλητό σου, εξαιτίας ενός απρόσεκτου, μεθυσμένου οδηγού, που ποιος ξέρει τι τον ώθησε να πιει, ποιες λύσεις αναζητούσε να βρει στο ποτό. Δεν σε άγγιξα Άλκη, σε άφησα εκεί να το ζήσεις, να κλαις με λυγμούς και απομακρύνθηκα, ήξερα ότι αυτό είχες ανάγκη. Ήμουν ένα θέαμα αξιοθρήνητο, με μαλλιά μπλεγμένα, μάτια κόκκινα, πρησμένα, βουρκωμένα, με μαύρους κύκλους, χλωμό δέρμα, ματωμένα πόδια, λερωμένα ρούχα από το χώμα και το πιο τρομακτικό ήταν το βλέμμα μου, αχανές και κενό. Τα χείλη μου ήταν ξερά, άχρωμα και σφραγισμένα, όμως από μέσα μου ούρλιαζα.
Ένιωσα ένα αδύνατο, παγωμένο χέρι να με ακουμπάει, ήταν εκείνη. Με πήρε αγκαλιά και κλαίγαμε μαζί...εκείνη  τον αδερφό της και γω
το χαμένο μέλος της εξάδας μας, της παιδικής μας παρέας.
Αλλά ακόμη και σήμερα ένα χρόνο αργότερα, είμαστε εδώ ρε Άλκη, οι δύο μας, γιατί πάλι τελευταίοι μείναμε κάτω από τον παχύ ίσκιο του πεύκου και γύρω από τα πολλά κυπαρίσσια.
Για να ξαναβρεθούμε ήταν αιτία ο θάνατος του, και πλέον είμαστε πεντάδα, και μου λείπει..
-Κι εμένα.









Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top