𝑿𝑿𝑿𝑽𝑰. Επιθυμίες και Αδυναμίες
Στέκεται στην εξώπορτα του σπιτιού της χωρίς να κρατά κάτι στα χέρια του, ούτε γλυκά, ούτε λουλούδια, ούτε τα δικά του πράγματα. Μόνο τα κλειδιά του αυτοκινήτου βρίσκονται στην πίσω τσέπη του παντελονιού του.
Χτυπά το κουδούνι ύστερα από λίγο, αγχωμένος.
Μετανιώνει την απόφασή του την στιγμή που την ακούει να γελάει με κάτι πίσω από την πόρτα μα όταν κάνει ένα βήμα προς την φυγή, η πόρτα ανοίγει και έρχεται αντιμέτωπος με το χαρούμενο πρόσωπο μιας νέας κοπέλας που ταράζεται αμέσως όταν τον βλέπει.
«Τι κάνεις εδώ;»
«Πρέπει να μιλήσουμε...»
«Δε νομίζω πως έχουμε κάτι να πούμε Σίλβερ, αλήθεια.»
«Δεν θέλεις ούτε να με ακούσεις; Καθόλου;»
Η Πέιτον βρίσκει την επιθυμία του κάπως σωστή, πέρασαν και τρεις μήνες, κάπως της έφυγε η οργή, πρέπει κι εκείνος να λυτρωθεί. Να δώσει τις εξηγήσεις του. Να ξέρει πως έκανε τα πάντα τελικά. Το αξίζει, της φέρθηκε όμορφα μέχρι και την τελευταία στιγμή, όταν της αποκάλυψε την αλήθεια.
Κοιτά μέσα στο σπίτι και αφού φωνάξει στην μητέρα της πως θα βγει λίγο έξω, κλείνει την πόρτα δυνατά και φτάνει δίπλα του.
«Ας σε ακούσω τότε.»
«Άκου, Πέιτον-»
«Τι; Εδώ θα τα πούμε; Πάμε κάπου πιο βολικά!»
Η επιθυμία της κάπως του δίνει ελπίδες οπότε χαμογελαστός της δείχνει τον δρόμο για το αμάξι και με την ίδια διάθεση της ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού για να καθίσει. Τρέχει στον οδηγό και σύντομα βρίσκονται στον δρόμο για ένα άγνωστο μέρος που ακόμη κανένας από τους δύο δεν έχει σκεφτεί.
«Θέλεις να φας κάτι; Πεινάς;»
«Ένα μπέργκερ το έτρωγα τώρα που το είπες.»
«Και μετά παγωτό;»
«Και μετά παγωτό.»
Ο Σίλβερ πετάει στα ουράνια. Χαίρεται που είναι κοντά της, που νιώθει την ενέργειά της δίπλα του. Την πηγαίνει μέχρι τα κοντινότερα Μακ και οδηγεί μέχρι εκείνο το πάρκο στον λόφο με την θέα σε όλη την πόλη. Είναι δύσβατο το σημείο και έτσι ο κόσμος που κάθεται στο γρασίδι δεν είναι πολύς.
Η ατμόσφαιρα είναι απαλή, ωραία με κέφι ανάμεσά τους. Κάθονται στο γρασίδι και ξεκινούν να τρώνε σιωπηλά και κάπου-κάπου να κάνουν τις πλάκες τους. Όπως συνήθιζαν.
Όταν εκείνος τρώει όλο το φαγητό του, σκουπίζει τα χέρια του και καθαρίζει τον λαιμό του.
«Δεν φέρθηκα ωραία, το ξέρω.»
«Γιατί το λες αυτό; Ήσουν πάντα εξαιρετικός μαζί μου. Με υπομονή, ενθουσιασμό και με φροντίδα. Μια χαρά μου φέρθηκες.»
«Τότε να το διορθώσω και να πω ότι οι σκοποί μου δεν ήταν και οι καλύτεροι;» παίρνει την έγκρισή της άμεσα. «Όλη αυτή η γνωριμία με τον αδερφό σου δεν ήταν τυχαία μα ποτέ δεν θα σε προσέγγιζα με τον τρόπο που το έκανα για να βοηθήσω τον Τζον. Το ότι μπήκες στην ομάδα, ότι σου έδωσα όνομα, ότι σε φίλησα και ότι κάναμε όσα κάναμε ήταν όλα δική μου θέληση.»
«Κι αυτό το ξέρω Σίλβερ.» Τον κοιτά με λατρεία, βασικά, τον κοιτάει με αγάπη, με απόλυτη ευγνωμοσύνη για όσα πέρασαν μαζί.
«Ξέρω πως έπρεπε να σου έχω πει νωρίτερα για το ότι εσύ και ο Κλάιντ δεν είστε αδέρφια, ή τέλος πάντων, για όσα δεν ήξερες αλλά δεν πίστευα ότι εγώ ήμουν αρμόδιος να το κάνω αυτό...»
«Αυτό είναι που με πλήγωσε περισσότερο. Ότι γνώριζες. Ένιωσα χαζή, ένιωσα ότι με κορόιδευες. Και ξέροντας ότι θα με πληγώσεις, το ότι με πλησίασες έτσι...»
«Αυτά που ένιωθα ήταν πιο δυνατά, σε ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή και παρέβλεπα ότι κάποια στιγμή θα έβγαινε η αλήθεια.»
«Έπρεπε να το ξέρεις όμως. Αυτό με πλήγωσε.»
«Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω...»
Αφήνουν λίγο χρόνο μεταξύ τους και δεν λένε τίποτα άλλο. Εκείνος ζυγίζει τι να της πει, πώς να της προτείνει αυτό που θέλει, να είναι ξανά μαζί κι εκείνη δεν ξέρει τι να του πρωτοπεί.
«Θα ήθελα να με συγχωρέσεις πάντως.»
«Έλα, βρε Σίλβερ, στο έχω συγχωρήσει ήδη, μην το σκέφτεσαι...»
Φτάνει κοντά του, χώνεται στην αγκαλιά του και ακούει την καρδιά του που χτυπάει γρήγορα. Και η δική της δεν πάει πίσω. Νιώθει τόσα πολλά μα πρέπει να προστατεύσει τον εαυτό της. Το έκανε μια φορά με τον Τσακ, θα το κάνει και δεύτερη με τον Σίλβερ.
«Δεν ξέρεις πόσο θέλω να το προσπαθήσουμε ξανά αλλά... νομίζω πως ξενέρωσα με την όλη φάση.» Ψέμα.
«Ξενέρωσες;»
«Εμείς δεν είμαστε Μπόνι και Κλάιντ. Εμείς ερωτευτήκαμε μα σύντομα τα σπάσαμε, δεν είχαμε αναμνήσεις, δεν έχουμε κάτι να μας κρατάει άλλο. Εκείνοι ας το προσπαθήσουν όσο θέλουν μα εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Συγγνώμη...»
Τα φτερά του πέφτουν και χάνονται. Τα μάτια του σκυθρωπιάζουν, η Πέιτον ούτε να τον κοιτάξει δεν θέλει γιατί θα λυγίσει. Αν είναι γραφτό να είναι μαζί, έτσι θα γίνει, θυμίζει στον εαυτό της.
«Να ξέρεις όμως σε αγαπάω.»
Κοιτώντας τον βλέπει πως τα μάτια του, λυπημένα πολύ, είναι καρφωμένα στα δικά της. Με λίγη ώθηση τα χείλη της αγγίζουν τα δικά του και το φιλί που ανταλλάσσουν είναι έντονο, λυτρωτικό και έχει μια δόση αποχαιρετισμού στην γεύση του.
Έμειναν εκεί για αρκετή ώρα, να φιλούν ο ένας τον άλλον. Ήταν το δικό του Αντίο και το δικό της Συγγνώμη.
..............
Η Περλ έψαχνε μήνες ολόκληρους αυτά που θα έλεγε στον Κλάιντ όταν τελικά η αλήθεια θα ερχόταν στο φως και θα συστήνονταν τελικά ως ετεροθαλή αδέρφια.
Όμως από την ώρα που είδε το σοκ στα μάτια του και έζησε την έκρηξη του σχετικά με το θέμα, όσα είχε σκεφτεί έγιναν σκόνη και κάπως πισωπάτησε στην απόφαση να τον προσέγγισει κάποια άλλη στιγμή, να τα πουν, να συζητήσουν, ίσως να ακούσει όλα όσα είχε στο μυαλό του.
Μα ο Κλάιντ είχε άλλα σχέδια.
Η συνάντηση των μελών της ομάδας έλαβε χώρα λίγες μέρες αργότερα από την επιτυχημένη αποστολή τους. Το επόμενο εγχείρημά τους είναι ήδη στα σχέδια και μια νέα προσθήκη στην ομάδα ήρθε για να δώσει λίγο ενδιαφέρον σε αυτούς τους θεατρίνους που αφήνουν τον εαυτό τους ελεύθερο σε κάθε νέα δοκιμασία μέλους.
Και ενώ όλοι ήταν ενθουσιασμένοι, τρία με τέσσερα πρόσωπα κάθονταν σιωπηλά, χωρίς αυτό να παρατηρείται από τους υπόλοιπους.
«Τεράστιο Φεστιβάλ Τέχνης, αναμφίβολα θα είμαστε εκεί. Ευχαριστούμε Κάπτεν για τις προσκλήσεις και τα βιογραφικά.» Ο Σίλβερ χαμογελά στον κλέφτη που περήφανα φούσκωσε ολόκληρος και δέχτηκε όλα τα χειροκροτήματα με κέφι.
«Πρέπει να χωριστούμε όπως πάντα σε ζευγάρια δράσης. Το σχέδιο έχει ως εξής: Κάθε ζευγάρι ονοματοδότη-ονοματοδωσμένου θα χωριστεί σε υπάλληλο και καλεσμένο και έπειτα στις επιμέρους ομάδες θα έχουμε, όπως είπα πριν, ζευγάρια.»
Από εκεί παίρνει τον λόγο η Μπόνι, η οποία χώρισε τις αρμοδιότητες στα ζευγάρια νονού-βαφτιστηριού στα αντίστοιχα πόστα. «Θα θυμήσω τα ζευγάρια, Σκάι-Μπλου, Λέτερ-Σίλβερ, Μπλοκ-Κάπτεν, Λέμον-Γκριν, Σίναμον-Πέπερ, Ρόουζ-Πινκ, Λίντα-Φλέιμ, Περλ-Αμουρ, Σέβεν-Λάιφ και Μπόνι-Κλάιντ.»
Όλοι κοιτούν το ταίρι τους εκτός από την Μπόνι που δεν ανταποδίδει το βλέμμα της στον Κλάιντ. Και αυτό γιατί θα την αποσυντονίσει και θα πρέπει να συνεχίσει έπειτα με τον χωρισμό των ζευγαριών.
«Σκάι, Σίλβερ, εγώ, Κάπτεν, Λέμον, Πέπερ, Ρόουζ, Φλέιμ, Αμούρ και Λάιφ θα είστε μέρος του προσωπικού ενώ οι υπόλοιποι, μην λέω τα ονόματα ξανά, θα είστε απλοί προσκεκλημένοι. Εντάξει;»
Ομόφωνα όλοι τους λένε ένα σχεδόν άψυχο «Εντάξει» και έπειτα η κλέφτρα συνεχίζει.
«Πάμε, βρείτε τα ζευγάρια σας εσείς στις ομάδες σας, μην σας χωρίσω εγώ λες και είμαι δασκάλα δημοτικού.»
Κοιτάζονται οι περισσότεροι μεταξύ τους, μα ένας πετάγεται και μιλάει πάνω από τους ψιθύρους όλων. «Εγώ θα πάω με την Περλ.»
Η ξανθούλα μαζί με την γκριζομάλλα στρέφουν το βλέμμα τους σε εκείνον γρήγορα, έχοντας το σοκ ζωγραφισμένο πάνω τους και με την απορία έτοιμη να γλιστρήσει από τα μισάνοιχτα χείλη τους.
Οι υπόλοιποι, που δε γνωρίζουν εκείνη την μικρή λεπτομέρεια πως η Περλ και ο Κλάιντ είναι αδέρφια κατά κάποιον περίεργο τρόπο, νομίζουν πως η επικεφαλής τον κοιτά έτσι λόγω ζήλειας και η μαζεμένη κοπέλα από φόβο για την αντίδραση της Μπόνι. Αν ήξεραν όμως...
Ο Σίλβερ αισθάνεται την αμηχανία και σπεύδει να μιλήσει. «Περλ, είσαι σύμφωνη με αυτό;»
«Ναι, ναι εννοείται!» Η κοπέλα τον κοιτά περιμένοντας μια αντίδραση, κάτι. Αλλά εκείνος κοιτά απλώς το κομμάτι τραπεζιού που του αναλογεί και σκέφτεται διάφορα, που αν η ίδια μπορεί να μαντέψει, έχουν να κάνουν με όσα συνέβησαν τις τελευταίες μέρες.
Για λίγο αποθαρρύνεται αλλά επισημαίνει στον εαυτό της πως είναι η ευκαιρία της να του μιλήσει, να έρθουν πιο κοντά και ίσως καταφέρει να αναπτύξει εκείνη την σχέση αδερφών που έβλεπε στις τηλεοράσεις, στα βιβλία ή ακόμη και όσα έβλεπε στην καθημερινότητά της.
Μέχρι να σχηματιστούν και οι επόμενες ομάδες, δεν ξέρει τι να του πει αλλά και έπειτα, ούτε που μπορεί να αρθρώσει λέξη όταν σηκώνονται όλοι από το τραπέζι. Και πάλι όμως, ο Κλάιντ την βγάζει από την δύσκολη θέση.
«Περλ με τι γυρνάς σπίτι σου;» ρωτά σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Άρα έτσι πρέπει να φερθώ κι εγώ.
«Με ταξί.»
«Αν κεράσεις παγωτό σε πάω εγώ. Σύμφωνοι;» Η κοπέλα ανακουφίζεται και χαμογελά, γνέφει και τρέχοντας φτάνει δίπλα του. Περπατούν τώρα παράλληλα χωρίς να ενδιαφέρονται για τους ψιθύρους πίσω τους.
«Ο φάκελος;» τον ρωτά παρατηρώντας εκ των υστέρων αυτό που κρατάει.
«Είναι όλα όσα πρέπει να κάνουμε εμείς σε αυτή την αποστολή και τι πρέπει να προσέξουμε. Έχουμε δύο μέρες, θέλεις να πάμε σπίτι μου να το δούμε;» Κι άλλη ανάσα ανακούφισης για την κοπέλα.
«Ναι, δεν έχω θέμα.»
Και όσο απομακρύνονται και κατεβαίνουν τις σκάλες, ο Σίλβερ, ο Λέτερ και η Μπόνι τους κοιτούν με διαφορετικά συναισθήματα ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους. Ο Λέτερ απορημένος, ο Σίλβερ σχεδόν έκπληκτος ενώ η Μπόνι μοιάζει ευχαριστημένη, χαρούμενη που ο κλέφτης της έκανε ένα τόσο σημαντικό βήμα.
«Γρήγορα σε αντικατέστησε.»
Κανένας δεν μαντεύει ποιος, όλοι γνωρίζουν ποιος το είπε αυτό.
«Γρήγορα πετάς ό,τι σου κατέβει.»
«Απλά δες, δεν είναι κάτι που βγάζω από το μυαλό μου.»
Ο Σίλβερ έχει αρχίσει να βαριέται τον Λέτερ. Κάπως τον κουράζει αυτή η συνεχόμενη μαλακία που τον έπιασε από την πρώτη μέρα που ο Κλάιντ ονοματοδοτήθηκε. Κάπως θέλει να σκάσει γενικά.
«Λέτερ δεν ξέρεις γι' αυτό μην μιλάς.» Ο ξανθός επικεφαλής δεν περίμενε να το πει ο φίλος του αυτό. Οπότε τον κοιτά έκπληκτος. Η Μπόνι εκμεταλλεύεται αυτή τη στιγμή αστάθειας στην φιλία και πετάει το φαρμάκι της.
«Υπάρχει άραγε φορά που ο Λέτερ μιλάει και ξέρει τι λέει;»
Σιωπή και έπειτα βήματα, η κοπέλα χάνεται από μπροστά τους. Ο Λέτερ ξέρει ότι ο φίλος του δεν θα δώσει σημασία, πράγμα που τον βολεύει, ενώ ο Σίλβερ πιάνει τον εαυτό του να δυσανασχετεί. Φεύγει κι εκείνος από το δωμάτιο αφήνοντας τον κλέφτη μόνο του με απορίες, πολλές απορίες.
Κάπου λίγα χιλιόμετρα μακριά, ο Κλάιντ ανοίγει την πόρτα για το σπίτι του στην Περλ και την αφήνει να το εξερευνήσει αρχικά οπτικώς. Έπειτα της δείχνει το σαλόνι και την αφήνει να καθίσει όπου θέλει. Φέρνει νερό, φέρνει αναψυκτικά και παραγγέλνει πίτσες για τους δύο τους.
Όταν κάθεται κοντά της εκείνη τον κοιτά με την επιθυμία της να πει κάτι να είναι πια ολοφάνερη.
«Ξέρω ότι κάτι θέλεις να πεις αλλά ήθελα να το συζητήσουμε αργότερα, όταν θα κλείναμε τα θέματα με την υπόθεση και θα είχαμε χρόνο να συζητήσουμε λίγο... ξέρεις, σαν... αδέρφια;»
Η κοπέλα χαμογελά έντονα, δεν περίμενε να το ακούσει και μοιάζει να λυτρώνεται έστω και λίγο από τα λόγια του. Το περίμενε τόσους μήνες εξάλλου.
«Δεν έχω να πω πολλά, ίσως λεπτομέρειες να πούμε αργότερα αλλά προς το πάρον θέλω να γίνω ο δικηγόρος του διαβόλου...»
«Αν μου δικαιολογήσεις τον Τζον μην το κάνεις σε παρακαλώ. Έχουμε δύο διαφορετικές εκδοχές πατρικής φιγούρας ο καθένας στο μυαλό του, δεν είναι ανάγκη...»
«Όχι, την Μπόνι ήθελα να δικαιολογήσω.»
Την κοιτά σχεδόν σοκαρισμένος.
«Ο Τζον, αρχικά, δεν ήταν καλός πατέρας και για εμένα αλλά η διαφορά είναι ότι εγώ τον έζησα για να το διαπιστώσω, ενώ εσύ δεν τον έζησες και το κατάλαβες. Πέρα από ανίκανος πατέρας, είναι όμως και παράξενος εώς και κακός άνθρωπος. Όχι τόσο κακός, απλά είναι... μη σωστός.»
«Και αυτό πως συνδέεται με την Μπόνι;»
«Ο Τζον μας εκμεταλλεύτηκε όλους. Εμένα με έχωσε σε μια ομάδα κλεφτών χωρίς να με ρωτήσει, έγινα μια από εσάς ενώ εγώ απλώς γουστάρω το χάκινγκ, ο Σίλβερ συμφώνησε γιατί πέρα από όλα τα άλλα κάνει εξαιρετική πλύση εγκεφάλου ενώ η Μπόνι χειραγωγήθηκε από τον πατέρα της στην προσπάθεια να επιστρατεύσει όλες τις ικανότητες που έχει.»
«Αυτό το ξέρω. Ξέρω πως ήταν έρμαιο άλλων.»
«Και τότε γιατί δεν την συγχωρείς;»
Μια παύση κάπως μεγάλη και έπειτα μιλάει. «Απλώς αναρωτιέμαι γιατί δεν μου το είπε νωρίτερα, γιατί δεν πίεσε να το μάθω νωρίτερα...»
«Όσες συναντήσεις είχαν εγώ τις άκουγα από άλλα δωμάτια για να μην αποκαλύψω στην Μπόνι ότι εγώ κι εσύ είμαστε αδέρφια... Όμως κάθε φορά οι φωνές της έφταναν στο δικό μου δωμάτιο εύκολα. Την θυμάμαι να φωνάζει για πολλά, να του την λέει επειδή χώρισε τους γονείς της, επειδή κατέστρεψε την ζωή της... αλλά κυρίως του φώναζε για το πόσο κακός πατέρας είναι, τον πίεζε να σου πει την αλήθεια μια ώρα αρχύτερα όμως...»
«Όμως;»
«Όμως πάντα υπερίσχυε το 'όλα θα συμβούν στην ώρα τους' του Τζον. Χειριστικός πολύ, δεν άφηνε να πέσει ούτε τρίχα χωρίς την έγκρισή του. Δεν είναι καλός άνθρωπος, Κλάιντ. Καλύτερα να το καταλάβεις μια ώρα αρχύτερα για να διαχωρίσεις το θύμα από το θύτη στην περίπτωση σου.»
Της χαμογελά και δεν λέει τίποτα άλλο.
Τα λόγια της του δίνουν τροφή για σκέψη για εκείνο το βράδυ. Προς το παρόν όμως, θέλει να επιστήσει όλη την προσοχή του στην αποστολή της μεθεπόμενης μέρας.
«Να τα πούμε αργότερα;» Η Περλ δέχεται και η συνεργασία τους ξεκινά.
..................
Ο Κλάιντ δεν είχε καμία όρεξη να συμμετάσχει στην διαδικασία εισόδου ενός νέου μέλους στην ομάδα αλλά ούτε ήθελε να παρεβρεθεί έστω στο πάρτι για την επιτυχία μιας δοκιμαστικής αποστολής.
Βρέθηκε όμως στην εξώπορτα του τεράστιου σπιτιού και σχεδόν μετανιώνει που περπατά στο εσωτερικό με τέτοια άνεσα. Πηγαίνει απευθείας στον κήπο, εκεί βρίσκει όλους τους φίλους του και σπεύδει να βρεθεί στην άνεση της παρέας του. Ίσως αυτό τον βοηθήσει να ευχαριστηθεί την βραδιά του τελικά.
Μα ο Κάπτεν του το κάνει εξαιρετικά δύσκολο όταν αναλύει τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να μην έχει γυριστεί δεύτερη, βασικά ούτε καν πρώτη, ταινία του After. Εκεί, απορεί γιατί ο κλέφτης βλέπει τέτοιες εφηβικές ταινίες ενώ μπορεί να απολαύσει κάλλιστα την νέα κυκλοφορία του Τζέιμς Μποντ ή μια παλιά κλασσική δράσης με τον Σταλόνε και τον Σβατζενέγκερ. Η απορία του θα μείνει αναπάντητη μιας που ο Μπλου φαίνεται να συμμετέχει ενεργά στην συζήτηση.
Το παίρνει απόφαση, δεν είναι η μέρα του σήμερα για διασκέδαση.
Ωστόσο, δεν φεύγει πάλι.
Προσεγγίζει την μπάρα και πιάνει συζήτηση με τον Πάρτι.
«Λοιπόν, τι να σου φτιάξω σήμερα;»
«Το συνηθισμένο απλό ουισκάκι μου, μόνο έτσι θα περάσει γρήγορα αυτή η βραδιά.»
Ο Πάρτι γελάει και μοιάζει να συμφωνεί.
«Δεν περνάς καλά;»
«Θα προτιμούσα να είμαι σπίτι και να κοιμάμαι, η αλήθεια είναι.»
«Κάνε λίγο υπομονή. Σε λίγο θα μαζευτεί κόσμος κι άλλος, ίσως σου αρέσει καλύτερα τότε.»
«Μήπως θέλεις βοήθεια εσύ πουθενά;» Αυτό είναι έκκλιση, ολόκληρη κραυγή για βοήθεια. Ο Πάρτι δεν μπορεί να το αγνοήσει.
«Μπες πίσω από την μπάρα και ξεκίνα να βάζεις σφηνάκια.»
«Έφυγα!»
Να, η πρώτη δόση ενθουσιασμού του για την βραδιά. Κάπως αναζωογονητικό αυτό.
Η παρουσία του πίσω από την μπάρα έφερε σε πολλούς την ανάγκη να πάνε να πάρουν κάτι, σαν καψόνι για εκείνον που αποφάσισε να βοηθήσει τον μπάρμαν της ομάδας. Όταν όμως μια κοπέλα με γάζα στο μπράτσο φαίνεται να πλησιάζει στην μπάρα, ο κόσμος προσπαθεί να ρυθμίσει ξανά το πάρτι στις προηγούμενες συνθήκες του.
Η κοπέλα, όπως είναι λογικό, πηγαίνει να ζητήσει από τον Κλάιντ αυτό που θέλει.
«Μου είπαν να ζητήσω να μου φτιάξετε το ποτό της τιμής... Και πως ξέρετε εσείς...»
Ο Κλάιντ γνέφει λες και είναι γνώστης και έπειτα πλησιάζει διακριτικά τον Πάρτι για να του πει την «παραγγελία» της. Ο μπάρμαν χαμογελά και ζητά από τον Κλάιντ να πάει να της μιλήσει γιατί προς το παρόν μιλάει με τους επικεφαλής.
Και εκεί που ο κλέφτης ψάχνει να βρει τι θα της πει, εκείνη τρέχει να του πει κάτι, έστω το παραμικρό για να πιάσουν κουβέντα. Αν κρίνει από το παρουσιαστικό της μοιάζει με ένα δεκαοχτάχρονο και ο είκοσι έξι χρόνων εαυτός του δεν μπορεί ούτε στην ιδέα να φλερτάρει απλώς και στην πλάκα με εκείνη.
Βέβαια, συνεχίζει την συζήτηση μαζί της.
Όχι για πολύ, μόνο μέχρι να περάσει η Μπόνι μπροστά από την μπάρα και να τον κοιτάξει φευγαλέα. Τα μάτια τα δικά του όμως έμειναν εκεί για όσο χρειαζόταν, μέχρι να την χάσει από το οπτικό του πεδίο.
Ανέβηκε στο δωμάτιό της, όπως υποπτεύθηκε από το φως που άναψε και έσβησε απότομα. Βαθιά ανάσα και μπόρεσε να γυρίσει ξανά στην συζήτηση με την κοπέλα μπροστά του.
«Ξέρεις την Μπόνι;» τον ρωτά με αφέλεια.
«Ποιος δεν ξέρει την Μπόνι ενώ είναι μέλος της ομάδας;»
«Ίσως ήσουν κι εσύ καινούριος...»
Ο κλέφτης της χαμογελά. Παίρνει το ποτήρι από τον Πάρτι και της το δίνει. «Ρώτα όποιον θέλεις από εδώ πέρα για να σου πει την ιστορία της Μπόνι και του Κλάιντ.»
«Έχω διαβάσει γι' αυτούς, εξαιρετική ιστ-» ξεκινά να του πει αλλά την σταματά.
«Έχεις διαβάσει γι' αυτούς αλλά για εμάς όχι.»
Της κλείνει το μάτι και έπειτα παίρνει την απόφαση που θα άλλαζε ίσως τα πάντα. Βγαίνει δυναμικά από την μπάρα και τρέχει στο εσωτερικό του σπιτιού. Τρέχει στις σκάλες και ψάχνει τον όροφο που είναι το δωμάτιό της. Και όταν τον βρίσκει, με μεγάλες δρασκελιές φτάνει μπροστά από την πόρτα της.
Την στιγμή που σηκώνει το χέρι του ψηλά για να χτυπήσει την πόρτα της, όλη η αποφασιστικότητα και η δύναμη που είχε μαζέψει έφυγαν.
Κι αν είναι λάθος; Κι αν πάει να της κάνει κακό; Κι αν όλο αυτό μετατραπεί σε κάτι τοξικό; Κι αν τον πληγώσει ξανά;
Ή καλύτερα, αν την πληγώσει ανεπανόρθωτα; Τι θα κάνει;
Χάνει κάθε σπιθαμή θάρρους. Πισωπατεί και καθώς φεύγει μουρμουρίζει διάφορα φρικαλέα λεξίδια που μόνος του εφηύρε.
Και την στιγμή που χάνεται από τον όροφο, η πόρτα του δωματίου της ανοίγει.
Η κοπέλα κοιτά προς την σκάλα από όπου ακούει βήματα μα δεν πλησιάζει. Αν ήταν κάτι σημαντικό θα την είχαν ενοχλήσει, θα της είχαν χτυπήσει την πόρτα.
Μάλλον θα ήταν ασήμαντο, σκέφτηκε.
Αν ήξεραν πόσο σημαντικό ήταν, εκείνος δεν θα το μετάνιωνε και εκείνη ίσως ακολουθούσε τα βήματα...
Γράψω το σημείωμα αυτό τρέχοντας γιατί θα αργήσω στην βραδινή έξοδο αλλά αν δεν ανέβει τώρα δεν θα ανέβει ποτέ. Λεπόν, εγώ λυπάμαι για τον συγχρονισμό τους.
Έχουμε να πούμε κάτι για Πέιτον Σίλβερ;Για Μπόνι Κλάιντ ας τα πούμε στο επόμενο κεφάλαιο (και τελευταίο πριν τον επίλογο).
Θα περιμένω την γνώμη σας. Σας φιλώ τρελά-
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top