𝑿𝑿𝑿𝑰𝑰𝑰. Φίλε έλα απόψε που πονάω

Το δωμάτιο έπεσε σε σιγή.

Και όλοι κοίταξαν την Μπόνι η οποία δεν είπε τίποτε, περιέργως μα και δικαιολογημένα από την άλλη.

Ο Κλάιντ είναι ο μόνος που κοιτάει το κομμάτι τραπεζιού μπροστά του ενώ η Μπόνι μιμείται την στάση του, κρατώντας σοβαρό ύφος και χωρίς να αφήνει καμία αδυναμία να διαπεράσει εκείνον τον τοίχο που πρόλαβε να χτίσει.

«Είσαι σίγουρος γι' αυτό;» ρωτάει η Περλ από το βάθος της αίθουσας και ο άνδρας γνέφει γρήγορα. Την ίδια στιγμή, η Μπόνι μιλάει.

«Τέλεια, άρα δεν χρειάζομαι άλλο εδώ πέρα.» Σηκώνεται ευθύς, κάνει στην άκρη την καρέκλα της, φτιάχνει το μαλλί της να κάθεται πίσω από τους ώμους της και ετοιμάζεται να φύγει, όταν σηκώνεται και ο ίδιος ο Κλάιντ.

«Γιατί να φύγεις;» Η ερώτηση της έδωσε λίγες παραπάνω αναπνοές.

«Ομάδα μου δεν είσαι, αναφορά δεν δίνω.»

«Να σου πάρω ένα γλειφιτζούρι; Έτσι δεν λέμε στα πεντάχρονα;»

«Αυτό που εννοώ είναι ότι απλά τώρα που δεν έχω κάποιον να με δεσμεύει, γυρνάω στις παλιές καλές εποχές, όταν απείχα.»

«Δεν σε ανάγκαζε κανένας για τίποτα.»

«Κλάιντ...» χαμογελάει και παραξενεύει τους περισσότερους. «Ξεχνάς ότι εγώ σου έδωσα όνομα. Εγώ διάλεξα εσένα, όχι εσύ εμένα.»

«Εννοείς ο πατέρας μου σε διάλεξε για εμένα.»

Θα ορκιζόταν ότι άκουσε κάποιους να εκπλήσσονται, δεν πίστευαν ότι θα μιλούσαν τόσο «ανοιχτά» γι' αυτό το θέμα.

«Όχι, εννοώ ότι εγώ σε διάλεξα.»

Η γκριζομάλλα δεν μένει άλλο στην συζήτηση και αποχωρεί από το δωμάτιο με το ύψος των ώμων της να μαρτυρούν μια περηφάνεια που κάποιες μέρες νωρίτερα του είχε δείξει πως έχει υψώσει ψηλά με τα λόγια της.

Περπατά και χάνεται από το οπτικό πεδίο των περισσότερων ώσπου την στιγμή που ακούει καθαρά κάποιες ομιλίες χωρίς να τους βλέπει σταματά, πιάνει το στέρνο της και σφίγγει τα μάτια της. Σαν να κρατούσε ένα συναίσθημα ώρα και τώρα που το απελευθέρωσε δέχεται τις συνέπειές του.

Πίσω στην αίθουσα τα πράγματα είναι για λίγο σιωπηλά μα έπειτα ο Λέτερ αποφασίζει να πάρει τα ινία στα χέρια του και να κατευθύνει τον Κλάιντ στην οργή.

«Τσάμπα το τατουάζ λοιπόν.»

«Κι έλεγα, δεν άκουσα καμία παπαριά σήμερα.»

«Τι σκέφτεσαι να κάνεις; Να το καλύψεις; Να το αφαιρέσεις;»

«Δεν σε αφορά τι θα κάνω.»

Ο Σίλβερ αποφασίζει να επέμβει πριν ειπωθούν λόγια κι άλλα και πριν οδηγηθούν σε έναν ακόμη τσακωμό. Συν ότι δεν θέλει να ακούει άλλο για αυτό το θέμα. Τον πονάει κι εκείνον που έχει να την δει και να την ακούσει τρεις ολόκληρους μήνες. Τηλέφωνα δεν σηκώνει, στο σπίτι της δεν είναι... Και εκείνος μένει να μαραζώνει. Αλλά, τα ήθελε και τα έπαθε. Θα υποστεί τις συνέπειες των πράξεων του.

«Μεθαύριο έχουμε αποστολή. Είσαι μέσα Κλάιντ;»

«Εννοείται.»

«Τα πράγματα είναι απλά οπότε λεπτομέρειες θα σου πούμε αύριο. Το 'χεις;»

Ο κλέφτης γνέφει και σηκώνεται ξανά από την θέση του. Κοιτά το ρολόι του σαν να βιάζεται και έπειτα, με ένα νεύμα από τον επικεφαλής Σίλβερ παίρνει την άδεια για να φύγει πριν ολοκληρωθεί η συνάντηση με την υπόλοιπη ομάδα.

Την στιγμή που χάνεται και εκείνος στις σκάλες του σπιτιού, όλοι κοιτάζονται μεταξύ τους.

Ο Κάπτεν είναι μπερδεμένος, ο Μπλου νόμιζε πως η άφιξη του θα σήμανε κάτι καλό.

«Δεν καταλαβαίνουν ότι πληγώνουν χωρίς λόγο ο ένας τον άλλον;» ψιθυρίζει ο πρώτος χωρίς ελπίδα στην χροιά του.

«Αυτός πληγώνει επειδή πληγώθηκε...»

«Και αυτή το δέχεται επειδή πιστεύει πως το αξίζει.»

«Σαν τιμωρία;» ρωτάει σιωπηλά ο Μπλου.

«Σαν τιμωρία...» απαντά η Σκάι δίπλα του.

Πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, όλοι στην ομάδα συναράχτηκαν από τα γεγονότα των τελευταίων μηνών. Είδαν τους επικεφαλής να χάνουν ισχύ και να επηρεάζονται, είδαν την ομάδα να αποδυναμώνεται και αφού πέρασε η περίοδος της καταιγίδας ελπίζουν να φανεί το ουράνιο τόξο σύντομα.

Μα αυτό ίσως και να μην γίνει ποτέ γιατί μπορεί η βροχή να δυναμώσει, τα σύννεφα να καλύψουν τον ήλιο και μετά πως θα λάμψουν τα χρώματα της χαράς πάνω στον ουρανό;

...............

Η πόρτα της Φράνσις χτύπησε ακριβώς την στιγμή που το περίμενε. Αγχώθηκε, έπιασε το στήθος της μα γρήγορα πλησίασε για να μην αφήσει τον άνθρωπο να περιμένει.

Βαθιά ανάσα και γυρνάει το πόμολο.

Ο άνδρας απέναντί της είναι πέρα για πέρα χαμογελαστός, πέφτει στην αγκαλιά της και αισθάνεται μια ανακούφιση να βγαίνει από μέσα του.

«Φραν μου έλειψες.»

«Ένα τηλέφωνο δεν σου είπα να πάρεις; Να μάθω αν είσαι εντάξει; Περίμενες τρεις μήνες;»

«Κράτησες την υπόσχεσή σου...»

Ο κλέφτης βλέπει μια φίλη στο πρόσωπό της, βλέπει μια σταθερότητα πάνω της και την στιγμή που η γυναίκα τον βγάζει από την αγκαλιά της κοιτώντας τον, ο κλέφτης ξεφυσά, βγάζει από μέσα του κάθε είδος έγνοιας.

«Θα στα πω όλα στο τατουάζ.»

Ανεβαίνουν μαζί στο δωμάτιο που η Φράνσις «καλλιτεχνεί» και η διαδικασία ξεκινά άμεσα. Ο Κλάιντ της δείχνει το σχέδιο που θέλει, η γυναίκα σκέφτεται αμέσως τι θα πει η κόρη της όταν θα το δει, αν ποτέ το δει, μα έπειτα ξεκινά σιγά-σιγά.

Στο μεσοδιάστημα δεν μιλάει κανένας. Όταν όμως η βελόνα ξεκινά να τρυπά το δέρμα του, ο κλέφτης αποφασίζει πως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για όσα σκέφτεται.

«Πες μου για τον Τζον.»

Η γυναίκα σηκώνει το μοτέρ και τον κοιτά με σμιγμένα φρύδια, έτοιμα να ξεστομίσουν την ερώτηση που τριγυρίζει στο μυαλό της. Ο Κλάιντ την προλαβαίνει ωστόσο.

«Γνώρισέ τον μου μέσα από τα δικά σου μάτια. Με αυτά που τον ερωτεύτηκες.»

«Κακή ιδέα.»

«Θέλω, σε παρακαλώ.»

«Έχουν περάσει 25 χρόνια από τότε, δεν θυμάμαι...»

«Λες ψέματα. Πες μου κάτι.»

«Κλάιντ δεν χρειάζεται.»

«Μόνο εσύ μπορείς να μου αλλάξεις γνώμη για εκείνον... Ίσως έτσι να-»

Η βελόνα που μπαίνει ξανά στο δέρμα του, εκεί πάνω από την καρδιά του τον αποσυντονίζει.

«Αυτό που ξεχώριζε από πάντα στον Τζον δεν ήταν ούτε το πρόσωπο, ούτε η εμφάνιση, παρόλο που κι από αυτά δεν έλειπε τίποτα. Όλα είχαν να κάνουν με την αύρα του, την συμπεριφορά του, την κοσμοθεωρία του.

Είχε αυτό το χαμόγελο που δεν μπορούσες να μην το κοιτάξεις δεύτερη φορά, αυτά τα μάτια που υπόσχονταν πολλά. Αυτά με έκαναν να τον ερωτευτώ, να τον θέλησω μα την πρώτη στιγμή που μου μίλησε κατάλαβα τι ήταν αυτό που με τράβηξε.

Έπαιζε με τις λέξεις, έφτιαχνε κόσμους με δυο γράμματα, δημιουργούσε ατμόσφαιρα με την σειρά του, σου έκανε την αίσθηση πως σου διάβαζε το καλύτερο παραμύθι ενώ απλώς σου περιέγραφε τι έκανε εκείνο το πρωινό, ή σου εξηγούσε γιατί δεν πρέπει να πάρεις το αμάξι για το κέντρο αυτές τις μέρες.

Ήταν θαρραλέος. Έκανε βήματα, έπαιρνε πρωτοβουλίες αλλά δεν ένιωθες ασφάλεια μαζί του. Ίσως αυτό να μου έλειπε από τον Λέο. Τον αγαπούσα, ακόμη τον αγαπάω, τον λατρεύω, δεν έπαψα να το κάνω, αλλά ήθελα αυτό το δέκα τοις εκατό που δεν είχε.

Με μπέρδευε πολύ ο Τζον.

Την μια με αγαπούσε όσο τίποτα, την άλλη είχε επιλογές μα ήταν ωραία αυτή η αστάθεια στα μάτια μιας νέας κοπέλας. Ήταν το κακό αγόρι που σου έδειχνε πως θα αλλάξει για εσένα ενώ σε απατούσε, αλλά αυτή η στάχτη που σου έριχνε στα μάτια ήταν ναρκωτικό, έβλεπες ό,τι ήθελε και για όσο ήθελε.

Ήταν ένας μήνας γεμάτος. Ένας μήνας ενθουσιώδης, τριάντα μέρες και κάτι που ζούσα αυτό το ρίσκο, το ριψοκίνδυνο, το λάθος, το απαγορευμένο.

Ήταν το μήλο, η Εύα, το φίδι, ο Αδάμ, ο Θεός ο ίδιος. Τα είχε όλα, μου τα έδινε όλα και εγώ έγινα αχάριστη, άπληστη, ζητούσα κι άλλα. Δεν τα έδωσε ποτέ αλλά αυτό το θεωρούσα λικέρ σε ένα ποτήρι γεμάτο στιγμές. Στην πραγματικότητα ήταν κονιάκ.

Όταν κατάλαβα ότι το γλυκό ήταν τελικά πικρό, ήταν αργά. Ήμουν ήδη έγκυος με το παιδί ενός άλλου, του σωστού ανθρώπου. Εκείνου που μου έδινε το ενενήντα και έψαχνε παντού για αυτό το δέκα που θα με ευχαριστήσει.

Ο Λέο μου το έδωσε το εκατό που έψαχνα.

Πέρασαν χρόνια, πέρασαν μέρες με τσακωμούς, μέρες που έλειπε, μέρες που ήταν δίπλα μου, μέρες που δεν άντεχα τις τύψεις όταν με άγγιζε, άλλες που δεν άντεχα να μην με ακουμπά αλλά έλειπε, ή και όχι, ήταν εκεί και με τιμωρούσε για την απιστία μου, για την προδοσία μου.

Εν τέλει όμως με συγχώρησε.

Και συγχώρησα κι εγώ τον εαυτό μου.

Μου ζήτησες να σου πω για τον Τζον μέσα από τα ερωτευμένα μάτια μου... Δεν έχω κάτι που θα σε κάνει να τον χωρέσεις με αγάπη στην καρδιά σου. Πλήγωσε εμένα, έφυγε και πήρε μαζί του τον Λέο, τον έρωτα της ζωής μου. Έφυγε και άφησε πίσω ένα παιδί, ένα μωρό, ένα αγέννητο πλάσμα και έπειτα γυρνά και ζητά εξηγήσεις, απαιτεί να τον συναντήσεις... Δεν ξέρω αν αξίζει να δώσεις τον χρόνο σου σε εκείνον.

Θα σε συμβούλευα όμως να το κάνεις. Δώσε μια ολοκλήρωση σε αυτό το μίσος που σε ταλανίζει τόσα χρόνια... Συγχώρησε τον, ίσως.

Θα σου κάνει καλό.

Και ίσως να νιώσεις καλύτερα.»

Τα μάτια του κλέφτη είναι ερμητικά κλειστά ακούγοντας την. Τα δάκρυα των ματιών του ξεφεύγουν από εδώ και από εκεί μουσκεύοντας τα πρόσωπό του, την μπλούζα του...

 «Δεν βοήθησες πολύ.»

«Δεν ήθελα να βοηθήσω.»

«Μου ακούγεται τόσο διαφορετικός από ότι είμαι εγώ.»

Η γυναίκα γελάει, σκουπίζει το περίσσιο μελάνι και συνεχίζει. «Μπα, μην το λες.»

«Δεν μοιάζω καθόλου μαζί του!»

«Δεν τον γνώρισες για να το λες αυτό. Εγώ πάλι που σας ξέρω έχετε πολλά κοινά!»

Νευριάζει. «Όπως;»

«Αν δεν ήσασταν και οι δύο κλέφτες, θα είχατε γίνει εξαιρετικοί μαθηματικοί.»

«Δεν είμαι καλός στα μαθηματικά.»

«Σε ενδιαφέρουν όμως.»

Δεν απαντάει.

«Έτσι και ο Τζον. Δεν κάθισε να ασχοληθεί μα τα είχε ερωτευτεί. Εκείνος μου γνώρισε τους φίλιους αριθμούς. Έτσι τους έμαθα, γι' αυτό τους έκανα τατουάζ πάνω μου, γι' αυτό τους έμαθα στην κόρη μου. Γι' αυτό στους έμαθε και η Μαριάν.»

«Εγώ το έψαξα.»

«Στα λόγια μου έρχεσαι!»

Η γυναίκα γελάει, ο Κλάιντ αρνείται.

Κι αν δεν είχε δει την μητέρα του να κλαίει ένα βράδυ;

Κι αν δεν την είχε ρωτήσει «Μαμά γιατί κλαις πάλι;».

Κι αν δεν του είχε απαντήσει ειλικρινά «Μου λείπει ο μπαμπάς σου»;

Κι αν εκείνος, σαν ένα ασυνήθιστο δεκάχρονο, δεν της έδινε απλώς έναν ώμο για να κλάψει αντί να την ρωτήσει πως και γιατί;

Κι αν η Μαριάν δεν είχε νιώσει την ανάγκη να του πει, να του δώσει κάτι, ένα στοιχείο για τον ίδιο του τον πατέρα;

Ίσως τώρα ο Κλάιντ να μην ήξερε, να μην αγαπούσε τόσο και να μην ένιωθε ότι οι φίλιοι αριθμοί είναι ένα μαθηματικό θεώρημα που μιλούσε στην καρδιά του, χωρίς να γνωρίζει παλαιότερα τον λόγο.

Μα τώρα βλέπει πως υπάρχει κάτι εκεί έξω, μοίρα, πεπρωμένο, χρόνος... όπως κι αν λέγεται, που τον έφερε κοντά σε άλλη μια ψυχή που τον καταλαβαίνει ακριβώς όπως θα ήθελε να κάνει ο ίδιος με τον εαυτό του.

Ξεφυσά στην σκέψη.

«Έχεις δίκιο Φράνσις...» μουρμουρίζει όταν η γυναίκα «πλένει» το τελειωμένο σχέδιο.

«Για ποιο απ' όλα;»

«Για όλα, μάλλον;»

Γελάει εκείνη, γελάει κι αυτός.

«Δώσε μια ευκαιρία.»

«Δεν ξέρω αν την αξίζει.»

«Εκείνος όχι αλλά αυτή;»

Το τηλέφωνο χτυπά, το μήνυμα στην οθόνη τον αποσυντονίζει και αυτή η σκέψη τώρα κάθεται κάπου μόνη της. Θα τον επισκεφτεί ξανά το βράδυ, όταν θα είναι μόνος του, όταν δεν θα μπορεί να κοιμηθεί από τον πόλεμο του μυαλού του.

Προς το παρόν φεύγει από την Φράνσις με το ολοκαίνουριο τατουάζ του που του θυμίζει ξανά και ξανά όλα όσα συνέβησαν τον προηγούμενο καιρό.

Και είναι και αυτό τελεσίδικο. Δε μπορεί να το διαγράψει, να το σβήσει από το δέρμα του. Όπως ακριβώς ισχύει και με την καρδιά του. Δίπλα στο άλλο, το 1210, μοιάζει στα μάτια άλλων ειρωνικό αλλά για εκείνον είναι ιδανικό.

Γιατί το 1210 είναι «τέλειο» μονάχα όταν δίπλα του υπάρχει το 1184. Είτε στάζει από προδοσία, είτε από χωρισμό, είτε από ευτυχία. Αυτοί οι δύο αριθμοί πάνε παντού μαζί, ωσάν φίλιοι, και ας σέρνουν πίσω τους ιστορία βαριά.










Γεια. Ξέρω ότι η ώρα που το ανέβασα ήταν πέρα για πέρα ακατάλληλη αλλά είχα σχέδιο. Νοσοκομείο το πρωί, μεσημέρι χαλάρωση με σχόλια. Αυτά μου αρέσουν.

Τώρα σχετικά με το στόρι.
Δεν ήθελα να αποκαλύψω τώρα το τατουάζ του Κλάιντ αλλά το έκανα ήδη μια φορά με σασπένς, τώρα ας το δούμε. Και ας βγάλουμε συμπεράσματα. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό το τατουάζ; Καλός οιωνός; Κακος; Πώς το βλέπετε; Εγώ θα περιμένω.

Το επόμενο ελπίζω αύριο, μάλλον ίδια ώρα θα ανέβει. Στη μια, ναι.

Σας σμουτσάρω,

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top