𝑿𝑿𝑿. Τράβα Σκανδάλη
Ο Τζον είχε πάρει ακριβείς οδηγίες από τον Λέο και σκόπευε να τις τηρήσει μα η περιέργεια μέσα του δεν τον άφηνε καθόλου. Ήθελε να βρει τον γιο του. Δεν μπορούσε να το βγάλει από το μυαλό του. Το έκανε επιδεικτικά βέβαια τα προηγούμενα είκοσι έξι χρόνια αλλά αυτό είναι κάτι που δεν τον απασχολεί.
Προσπάθησε να επικοινωνήσει με την Μπόνι, αλλά ύστερα από την επεισοδιακή μέρα δύο μήνες πριν, η κοπέλα τον αγνοεί εμφανώς. Ύστερα, θέλησε να προσεγγίσει τον Σίλβερ, εκείνος νόμιζε θα είχε απαντήσεις που ζητούσε. Εξάλλου εκείνος ήταν πάντοτε πιο κοντά του σε όλη την αποστολή. Μα όταν τον κάλεσε, ο επικεφαλής του έκανε ξεκάθαρο πως η υπόθεση από εδώ και πέρα θα βαδίσει μόνη της.
Έπειτα, μίλησε με τον Λέο. Εκείνος του υπενθύμισε για άλλη μια φορά την συμφωνία τους, ο Τζον έκανε πίσω μα όχι για πολύ. Προσπάθησε να πείσει την Περλ να τον βοηθήσει μα η κοπέλα του έκανε ξεκάθαρο ότι ακούει εντολές μόνο από τον Σίλβερ πια.
Οπότε ο μετανιωμένος άνδρας αποφάσισε να πάρει πιο δραστικά μέτρα.
Να τον ψάξει μόνος του; Όχι βέβαια, θα αποτύγχανε παταγωδώς.
Ο Τζον ήταν από πάντα ένας απλός κλέφτης, μαζί με τον κολλητό του, αυτές τις δυνατότητες δεν τις είχε ποτέ. Οπότε, η καλύτερη λύση στο μυαλό του ήταν η πιο άμεση και ίσως η πιο προφανής.
Εκείνο το μήνυμα από την Μπόνι την τάραξε αμέσως. Είχε να ακούσει νέα της εβδομάδες ολόκληρες ενώ αυτό το αινιγματικό σημείωμα που της άφησε προ καιρού ο γιος της την πέταξε σε αναμμένα κάρβουνα. Μα η υπομονή είναι το ατού της οπότε απλά αποφάσισε να περιμένει να επιστρέψει ο ίδιος για να της δώσει απαντήσεις.
Αυτό, βέβαια, μέχρι η Μπόνι να της δώσει ραντεβού σε μια καφετέρια στο κέντρο. Φάνηκε τρομοκρατημένη οπότε κατάφερε να την φοβίσει αρκετά.
Έτσι, λοιπόν, η Μαριάν κάθεται και περιμένει την κοπέλα έχοντας παραγγείλει ήδη τον δικό της καφέ. Κοιτάει το ρολόι της συχνά πυκνά αν και της επιβεβαιώνει κάθε φορά πως δεν άργησε η κοπέλα αλλά εκείνη έχει το «κακό» να φτάνει πολύ νωρίτερα στα ραντεβού της.
«Παλιά, συνεπής Μαριάν... Πάντα στην ώρα σου και νωρίτερα!»
Η φωνή δεν της λέει πολλά αρχικά μα με το πρόσωπο να συνοδεύει, όλα έβγαλαν νόημα μέσα της. Η καρδιά της πήρε μπρος και έτρεξε γρήγορα να προλάβει όσα νιώθει στο στήθος της.
Δεν μπορεί να κουνηθεί, δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη, οι βλεφαρίδες της πεταρίζουν από συνήθεια, αναπνέει αυτόματα και μόνο οι κόρες της εντοπίζουν την μορφή εκείνου του άνδρα που τόσα χρόνια πριν ερωτεύτηκε και μίσησε τόσο δυνατά. Κάθεται στην απέναντι καρέκλα από την δική της. Της χαμογελά πλατιά και παίρνει από κοντά της τον κατάλογο. Φωνάζει την σερβιτόρα και παραγγέλνει ακριβό κρασί και για τους δύο τους.
Έπειτα, τα μάτια του πέφτουν πάνω στην γυναίκα που δεν έχει σταματήσει να τον κοιτά. Αν δεν την ήξερε θα νόμιζε πως απλώς επέλεξε να μείνει σιωπηλή μα φαντάστηκε πως έμεινε απλώς έκπληκτη από την παρουσία του.
«Δεν φαίνεται να χάρηκες που με είδες.»
Η γυναίκα ακούει ξανά να μιλάει και αισθάνεται την οργή να αντικαθιστά κάθε είδος έκπληξης που ένιωθε μέχρι πρότινος. «Ναι, δεν θα το έλεγα.»
«Εγώ πάντως χάρηκα πάρα πολύ!»
«Ειλικρινά, και πίστεψε το με κάθε έννοια, ειλικρινά δεν με ενδιαφέρει.»
Τα φρύδια του σμίγουν και την κοιτά μπερδεμένος. Λες και δεν την παράτησε πριν είκοσι έξι χρόνια έγκυο. «Ακόμα θυμάσαι τα περασμένα Μαριάν; Ποτέ δεν ήσουν τόσο πεισματάρα, τι άλλαξε;»
«Ρωτάς τι άλλαξε μετά από είκοσι έξι χρόνια; Δεν ξέρω, ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Ο πλανητάρχης είναι το πιο σημαντικό και έπειτα, είναι αυτά τα απλά τα ασήμαντα... Ξέρεις, ότι με παράτησες και έφυγες.»
«Περίμενα μια αγκαλιά, ένα φιλί, ίσως και ένα χαστούκι. Αλλά μέχρι εκεί.»
Οι φίλες από την δουλειά της θα την έβριζαν. Η Βανέσα, κάπου σε μια άλλη πολιτεία, θα της τα έχωνε σκληρά μα τώρα δεν βρίσκεται καμία κοντά της οπότε αποφασίζει να κάνει ό,τι αισθάνεται. Να καθίσει απέναντί του και να ζητήσει απαντήσεις.
Μα που να ξέρε, ότι και ο Τζον βρίσκεται εκεί για απαντήσεις.
«Γιατί έφυγες;»
«Περσινά, ξινά σταφύλια Μαριάν. Ξεπέρασέ το.»
Η γυναίκα κρύβει το πρόσωπό της καθώς γελά ειρωνικά. «Αν νομίζεις ότι θα ξεχάσω ποτέ ότι με παράτησες έγκυο με το δικό σου παιδί, έχεις τρομερό χιούμορ. Δεν το περίμενα, σε θυμάμαι απλώς μαλάκα.»
Οι λέξεις βγαίνουν σκληρές και παραξενεύουν τον Τζον. Δεν είναι η μικρή κοπέλα που άφησε πριν μερικά χρόνια. Τώρα έχει βγάλει δόντια, νύχια και έχει καθίσει σε αμυντική οριακά επιθετική στάση, έτοιμη να τον κατασπαράξει.
«Ξέρω, έπρεπε να είχα δώσει εξηγήσεις.»
«Ή έστω λεφτά! Κάτι! Ένα σημείωμα, ένα περιστέρι, σήματα καπνού ότι δεν θα έρθεις ποτέ ξανά!» Ο τόνος της είναι ψηλά. Κάποια τραπέζια κοιτάζουν διακριτικά μα σύντομα όλοι γυρίζουν και κοιτούν την δική τους δουλειά.
«Δεν έχω καμία δικαιολογία, το ξέρω, αλλά-»
«Δεν υπάρχει κανένα αλλά! Γιατί έφυγες Τζον;»
«Είναι μεγάλη ιστορία, ίσως κάποια άλλη-»
«Αν δεν ήρθες εδώ για να μου δώσεις την λύτρωση μου μετά από τόσα χρόνια, τότε γιατί είσαι εδώ;»
Σιωπή από το μέρος του. Ψάχνει τις κατάλληλες λέξεις για να της πει ότι θέλει να γνωρίσει τον Μπλέικ. Μα τον έστησε στον τοίχο, κάτι που δεν περίμενε από εκείνη.
«Γιατί έφυγες;»
«Δεν-»
«Απαντήσεις. Θέλω απαντήσεις.»
«Μετά από τόσα χρόνια;»
«Είναι δικαίωμά μου. Γιατί έφυγες;»
«Γιατί ερωτεύτηκα άλλη.»
«Δεν μπορούσες απλώς να με χωρίσεις; Να μου δώσεις έστω εξηγήσεις; Τόσο λίγος, τόσο δειλός;»
Η επίθεσή της είναι πέρα για πέρα δικαιολογημένη μα στο μυαλό του έχει κι εκείνος τα δίκια του. Θα περιμένει απλώς να τελειώσει με την οργή της και θα της τα πει όλα.
«Πέρασα όλα αυτά για έναν έρωτα σου;»
«Τι πέρασες Μαριάν;»
«Θέλεις αλήθεια να σου πω;» Το ύφος της είναι ειρωνικό. Δεν έχει ούτε διάθεση αλλά ούτε και όρεξη να του εξιστορήσει όλα αυτά τα εμπόδια που πέρασε τα προηγούμενα χρόνια. Θέλει απλώς να σηκωθεί και να φύγει, τα πόδια της όμως δεν την βαστάνε.
«Ναι, θέλω πολύ. Ίσως έτσι δικαιολογήσεις και το γεγονός ότι διαλαλείς από εδώ και από εκεί ότι παράτησα δύο παιδιά.»
«Μεγάλη διαφορά, Τζον, παράτησες ένα και αυτό σε κάνει λιγότερο αρχίδι από ότι είσαι; Δεν νομίζω.»
«Από πού ήρθε αυτή η μικρή;»
«Δεν σε αφορά.»
«Με αφορά.»
«Πίστεψέ με, δεν είναι δουλειά σου.»
«Θέλω να ξέρω.»
«Τι; Αν υπήρξε κι άλλος σαν εσένα που με παράτησε έγκυο με το παιδί του ή αν απλώς την βρήκα στον δρόμο και φοβήθηκα μην πεθάνει;»
Ο Τζον πήρε την απάντησή του. Τουλάχιστον έμεινε το ίδιο καλόκαρδη με εκείνη την κοπέλα που γνώρισε πριν πολλά χρόνια. Και το χαμόγελό της είναι όπως παλιά. Και ο τρόπος που τον κοιτά και του φωνάζει κάτι του θυμίζει. Πράγματι, δεν άλλαξε και πολύ.
«Γιατί είσαι εδώ Τζον;» ακούγεται κουρασμένη ψυχικά και δεν είναι απέναντί του ούτε μισή ώρα. «Η Μπόνι που είναι; Γιατί δεν είναι εδώ; Της έκανες κάτι;»
«Η Μπόνι δεν γνωρίζει γι' αυτήν την συνάντηση. Τέχνασμα ήταν για να έρθεις, αν σου έλεγα πως είμαι εγώ αυτός που ήθελε να σε δει δεν θα ερχόσουν ποτέ.»
«Θα είχα τους λόγους μου.»
«Που είναι ο Μπλέικ, Μαριάν;»
Τα μάτια τους συναντώνται.
«Μην τολμήσεις και τον πλησιάσεις. Δεν θέλω ούτε να ξέρει ότι είσαι κοντά του.»
«Μην ανησυχείς γι' αυτό. Ο λόγος που έφυγε εξάλλου είμαι εγώ.» Θέλει να τον ρωτήσει πολλά αλλά εκείνος διακόπτει την ροή των σκέψεών της. «Που είναι Μαριάν; Τον ψάχνω και δεν μπορώ να τον βρω.»
«Δεν ξέρω τίποτα.»
«Λες ψέματα.»
«Κι εγώ τον ψάχνω, Τζον.»
«Δεν γίνεται να εξαφανίστηκε από προσώπου Γης!»
«Το μήλο κάτω από την μηλιά θα πέσει, λένε.»
«Δεν φοβάσαι ότι μπορεί να έπαθε κάτι;»
Η γυναίκα γελάει. «Δεν τον ξέρεις, γι' αυτό το λες. Θα είναι μια χαρά όπου και να είναι.»
«Δεν θα ήμουν τόσο σίγουρος αν ήμουν στην θέση σου.»
«Του έχω εμπιστοσύνη.»
«Δεν ξέρει κανένας τίποτα, ούτε η Μπόνι!»
Ο άνδρας ακούγεται πραγματικά ανήσυχος και περίεργος για το που βρίσκεται ο γιος του. Πίνει μια γερή γουλιά κρασί και κοιτά την πετσέτα του σκεπτικός. Δίνει χρόνο αρκετό στην Μαριάν να επεξεργαστεί τα λόγια του, να ενώσει μερικές τελείες.
«Από πού... Πως... πως ξέρεις την Μπόνι;»
«Μην ρωτάς. Απλώς είναι αδύνατον να μην γνωρίζω την σχέση του γιου μου.»
Και τότε όλα βγάζουν νόημα. Ένα και ένα κάνει δύο, ο ήλιος βγαίνει από την ανατολή και κρύβεται στην δύση... και η Μπόνι προσέγγισε τον Μπλέικ ύστερα από εντολή του Τζον.
«Και έλεγα πως δεν μπορούσες να με απογοητεύσεις περισσότερο Τζον...»
Ο άνδρας που ερωτεύτηκε παράφορα στο παρελθόν ψάχνει ξανά απαντήσεις στο βλέμμα της. Τα μάτια της που δακρύζουν και τα χείλη της που τρέμουν όμως είναι αρκετά για να αντιληφθούν τι συμβαίνει.
Σηκώνεται όρθια και δεν μπαίνει καν στον κόπο να πληρώσει. Τον κοιτά μια τελευταία φορά και πριν φύγει φροντίζει να τον κάνει να καταλάβει πως όσο πιο μακριά από τον Μπλέικ μείνει, τόσο το καλύτερο για εκείνον.
Έφυγε γνωρίζοντας πως ο Τζον θα αψηφήσει τα λόγια της αλλά και ξέροντας πως το παιδί της θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να κόψει τα φτερά που περήφανα άπλωσε ο πατέρας του και που μέσα τους φώλιασε την ελπίδα επανένωσης.
...............
Ο Λέο δεν είχε κάνει κίνηση να επικοινωνήσει με την Φράνσις έπειτα από τις αποκαλύψεις των προηγούμενων δύο μηνών. Ο Τζον βρισκόταν στην πόλη και το λιγότερο που ήθελε ήταν να έρθουν σε επαφή ο αδερφικός του φίλος και η γυναίκα που ερωτεύτηκε παράφορα.
Μα έπρεπε να την δει, να της μιλήσει. Ντρεπόταν να την επισκεφθεί στο στούντιο της οπότε έκανε υπομονή μέχρι να νιώσει έτοιμος να την καλέσει σπίτι του. Λες και δεν είναι η γυναίκα των παιδιών του που τρέφει ακόμη για εκείνη αισθήματα για αυτή.
Οπότε της τηλεφώνησε, την κάλεσε σπίτι του να μιλήσουν και σχεδίασε ένα όμορφο δείπνο γι' αυτούς τους δύο. Ο Τζον είχε αυστηρές εντολές να μείνει εκτός σπιτιού γιατί «πρέπει να γίνει μια σοβαρή συζήτηση μεταξύ μας και δεν θέλω να μας διακόψεις». Βέβαια, εκείνος κατάλαβε ακριβώς τι εννοούσε και το «δεν θέλω να βρεθείτε ακόμη με εκείνη» του φαίνεται πιο λογικό.
Κράτησε τον λόγο του όμως; Όχι, δεν τον κράτησε. Στην πρώτη ευκαιρία που ο Λέο έφυγε από το μικρό σαλόνι, με το αναμμένο τζάκι να ζεσταίνει το τραπεζάκι που κάθεται η γυναίκα με τα μακριά μαύρα μαλλιά, φρόντισε να την πλησιάσει.
Παίρνει την θέση του εκεί που καθόταν μέχρι πριν λίγο ο φίλος του και περιμένει να τον κοιτάξει. Μα η Φράνσις τον κατάλαβε και ένιωσε το βάρος στο στήθος της να την πνίγει. Πόσα χρόνια είχε να τον δει; Πολλά, πάρα πολλά.
«Μας ξέχασες Φραν...» ψιθυρίζει και την αναγκάζει να τον κοιτάξει κατάματα, με βάθος.
«Μάτια που δεν βλέπονται, εύκολα λησμονιούνται.»
Η καρδιά του χτυπά γρήγορα, στην φωνή της μπορεί να λιώσει σαν κερί, όπως τότε, όταν την ερωτεύτηκε. Τα λόγια της όμως... μπαίνουν στο δέρμα του κοφτερά και του θυμίζουν τον λόγο που έφυγε σαν κυνηγημένος από την πόλη.
«Είχα λόγο που έφυγα, θυμάσαι;»
«Ναι, θυμάμαι. Μα άφησες πίσω σου μια έγκυο γυναίκα.»
«Πίστευα ότι δεν με ήθελες δίπλα σου, ήταν ο Λέο εδώ εξάλλου.»
Η γυναίκα γελάει, γελάει μα σύντομα σοβαρεύει. «Για την καημένη την Μαριάν λέω, Τζον. Εγώ είχα δίπλα μου αυτόν που ήθελα, αυτόν που έπρεπε.»
Πίσω από μια πόρτα ο Λέο αισθάνεται το χαμόγελο του να μην μπορεί να κρυφτεί. Με το κρασί στο χέρι θέλει να τρέξει, να την αγκαλιάσει...
«Νόμιζα ότι με είχες ερωτευτεί...»
«Αμφιβάλλω αν ήταν κάτι παραπάνω από ενθουσιασμός.»
«Όχι, δεν ήταν κάτι τόσο λίγο Φραν!»
«Θα ήλπιζα να μην έχω διαλύσει δύο οικογένειες για κάτι της στιγμής αλλά το παραδέχομαι. Ήμουν μικρή, ήμουν ενθουσιώδης...»
Ο Τζον σηκώνεται όρθιος. Πάει να την πλησιάσει, ο Λέο από μακριά είναι έτοιμος να επέμβει, η Φράνσις όμως σηκώνεται άμεσα και δεν τον αφήνει να την πλησιάσει άλλο.
«Ίσως ξεχνάς μετά από τόσα χρόνια όλα αυτά που ζήσαμε!»
«Τι ζήσαμε, Τζον; Ήταν ένας μήνας και κάτι. Δεν προλάβαμε ούτε να καταλάβουμε τι νιώθουμε.»
«Εγώ κατάλαβα! Εγώ ήξερα!»
Με ένα βήμα ακόμη πιο πίσω, δημιουργεί μια καλή απόσταση ασφαλείας ανάμεσά τους. «Δεν θα πω ότι είναι αμοιβαία τα αισθήματα.»
«Πως μπορείς να το λες; Μετά από όλα αυτά; Χώρισα από την Μαριάν, έφυγα μακριά, ο Λέο σε άφησε, εσύ...»
«Εγώ έκανα λάθη, Τζον και τα πλήρωσα ακριβά. Αλλά τώρα είμαι εντάξει. Τα παιδιά μου μεγάλωσαν, ο πατέρας τους είναι στην ζωή τους. Είναι ευτυχισμένα, ή τουλάχιστον ήταν μέχρι που εμφανίστηκες εσύ...»
Με ένα ακόμη βήμα την φτάνει. Η καρδιά του σαν να πονάει αλλά δεν δίνει προς το παρόν σημασία. Ο εγωισμός του είναι πιο ισχυρός. «Έχω λόγο που ήρθα.»
«Ελπίζω να μην είμαι εγώ αυτός ο λόγος.»
«Όχι, δεν ήσουν ο κύριος λόγος. Αλλά ήθελα να ανταμώσουμε μετά από τόσο καιρό, όπως τότε.»
«Ελπίζω τώρα να ξέρεις πως δεν θέλω εγώ κάτι περισσότερο, έτσι;»
«Ο κύριος λόγος που είμαι εδώ είναι για να γνωρίσω τον γιό μου.»
«Ο γιος σου έφυγε την στιγμή που έμαθε πως είσαι στην πόλη, προσωπικά τον καταλαβαίνω αλλά εσύ επιμένεις ακόμη. Γιατί;»
«Γιατί είναι δικαίωμά μου να τον δω.»
Ξανά γελάει. Πιο δυνατά από πριν. «Ποιο δικαίωμα, Τζον; Δεν τον αναγνώρισες ποτέ, τι σε κάνει να πιστεύεις ότι μπορείς να δικαιούσαι και να απαιτείς πράγματα;»
Μένει έκπληκτος να την κοιτά. Σαν να μην έχει ακούσει τα ίδια από τόσους άλλους, που το έχει κάνει πολλές φορές, από εκείνη ακούγονται πιο επιθετικά, πιο αληθινά. «Εγώ θα τον βρω, θα του μιλήσω... Ο κόσμος να χαλάσει.»
«Τώρα έφυγε, κανένας δεν μπορεί να σε βοηθήσει να τον βρεις. Παράτα τα.»
Σκεπτικός την κοιτάζει και τελικά η θεωρία στο μυαλό του παίρνει σάρκα και οστά σαν φόβος στο βλέμμα της. «Κάτι μου λέει, Φράνσις, πως εσύ ξέρεις που πήγε.»
«Τουλάχιστον παραμένεις έξυπνος.»
«Πες μου, λοιπόν.»
«Δεν θα σου πω τίποτα, όπως ακριβώς μου ζήτησε. Αν μπορώ να αντέξω τα δάκρυα της κόρης μου τότε σίγουρα μπορώ να αντέξω πολλά.»
Ο Τζον αισθάνεται πως πρέπει να παρατήσει τα όπλα. Ο Λέο, πίσω από την πόρτα στραβοκαταπίνει και περιμένει να σβήσει αυτή η ένταση που δημιουργήθηκε ανάμεσα τους. Το ζηλεύει αυτό. Εκείνος με την Φράνσις ήτανε πάντα πιο χαλαροί, μαζί του όμως φαίνεται να υπάρχει κάτι που εκείνος δεν μπορεί να έχει με εκείνη.
Τον βλέπει να περπατά κοντά της. Βάζει τα χέρια του στα μπράτσα της και την προσεγγίζει όλο και περισσότερο. Ο άνδρας που κρύβεται θέλει να μην κοιτάξει αλλά δεν μπορεί και να τραβήξει το βλέμμα του από αυτούς τους δύο.
Η Φράνσις δεν κάνει βήμα να τον αποφύγει. Ο Τζον της χαμογελά με εκείνο το ελαφρύ μειδίαμα, όπως παλιά.
«Μου έλειψες ανέλπιστα πολύ, Φραν.»
Ο ψίθυρός του είναι εκκωφαντικός σε όλο το δωμάτιο. Ο Λέο θέλει να το βάλει στα πόδια, θέλει να κρυφτεί στο δωμάτιο του για πάντα, όπως τότε, όπως παλιά. Το σιχαίνεται αυτό το αίσθημα, αυτό που τον μεταφέρει στα παλιά λημέρια του, στον νεότερο εαυτό του.
«Τζον, γιατί του το κάνεις αυτό;»
«Σε ποιον;»
«Στον Λέο. Του πήρες μεγάλο μέρος από την ζωή του.»
Και το έκανε πάλι. Έβαλε τον εαυτό του πάνω από τον αδερφικό φίλο του. Το σιχαινόταν όταν το έκανε αλλά τώρα δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Με τίποτα.
«Απλώς μου έλειψες πολύ Φράν...»
«Πιστεύω καλό θα ήταν να φύγω. Θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή, ή και ποτέ. Να πεις στον Λέο ότι θα επικοινωνήσω σύντ-»
Την σταματά. Το τρέμουλο στην φωνή της δεν μπορεί να το αγνοήσει και να κρίνει από το σκυφτό της βλέμμα, η γυναίκα απέναντι του είναι στα πρόθυρα να βάλει τα κλάματα.
«Ούτως ή άλλως πρέπει να φύγω. Μείνε εσύ.»
Και δίχως να το καθυστερεί, εξαφανίζεται.
Ο Λέο από μακριά την βλέπει να παραμένει με σκυφτό κεφάλι και να ανασαίνει βαριά. Προχωρά προς το σαλόνι, προς το μέρος της, διστακτικά και θέλοντας να κρυφτεί. Το πρόσωπο του είναι σκυθρωπό και έτοιμο να ταιριάξει με το δικό της.
«Δεν ήταν καλή ιδέα το σημερινό.»
Η Φράνσις θέλει να διαφωνήσει. Μα επιλέγει να μην μιλήσει καθόλου.
«Κακώς σε έφερα σε τόσο δύσκολη θέση. Πίστευα ότι ο Τζον θα κρατούσε τον λόγο του αλλά έκανα λάθος. Με συγχωρείς.» Μαζεύει τα πιάτα όπως όπως και είναι έτοιμος να φύγει προς την κουζίνα, κοιτώντας να συγκρατήσει την έξαλλη καρδιά του και το τσούξιμο στα μάτια. Νόμιζε ότι τώρα θα είχε μια ευκαιρία με εκείνη.
Ο Τζον του την πήρε μέσα από τα χέρια ακόμη και είκοσι έξι χρόνια αργότερα.
«Εγώ δεν έπρεπε να έχω έρθει... Νόμιζα ότι...»
«Ότι τι;»
«Δεν έχει σημασία, Λέο. Σε έβαλα και σε κόπο.»
Ο άνδρας γυρίζει το βλέμμα του σε εκείνη και την κοιτά σαν να μην πιστεύει σε αυτό που ακούει. Η πόρτα που κλείνει ισχυρά αφήνει και τους δύο έκπληκτους. Κοιτώντας την, εύχεται να καθίσει για πάντα μαζί του ή να φύγει και να μην την δει ποτέ ξανά.
Κοιτώντας τον, ελπίζει να μην την διώξει. Όχι τώρα που έφυγε και εκείνος.
«Θα τα πούμε ίσως κάποια άλλη στιγμή.»
Ακούει τα βήματα της στην σιωπή του σπιτιού. Η καρδιά του βαραίνει σε κάθε ένα ξεχωριστά. Μα είναι δυνατόν να αισθάνεται έτσι, σαν παιδί; Ακόμη και τόσα χρόνια μετά;
«Δεν θέλω να φύγω από τώρα, Λέο.»
Τα βήματα που τον πλησιάζουν δεν μπορεί να τα ακούσει. Η γυναίκα φτάνει δίπλα του και παίρνει τα πιάτα από τα χέρια του. Εκείνος μένει μαγεμένος και πέρα για πέρα ευχαριστημένος να την κοιτά καθώς κάθεται στο μικρό τραπεζάκι.
Το κρασί παίρνει την θέση του πάνω στο τραπέζι και τα πιάτα αργότερα γεμίζουν με μια από τις σπεσιαλιτέ του Λέο που για τώρα τους φαίνεται αδιάφορη.
Συζητούν περί ανέμων και υδάτων, χωρίς να αγγίζουν το φλέγον ζήτημα. Μόνο η Φράνσις του εκφράζει την ανησυχία της με την απότομη «δυστυχία» της κόρης τους ενώ ο Λέο δεν της κρύβει ότι ο Σίλβερ είναι για πρώτη φορά τόσο στεναχωρημένος.
Και αργότερα, παρέα μαζεύουν το τραπέζι, πλένουν τα πιάτα και καθαρίζουν ό,τι άφησαν. Όταν η Φράνσις θέλησε να φύγει, ο Λέο πρόθυμος της πρότεινε να την πάει σπίτι, αποφεύγοντας το ταξί και εκείνη, άλλο που δεν ήθελε, δέχτηκε.
Στον δρόμο ένιωσαν και οι δύο όπως παλιά. Που την έτρεχε σε κάθε δρόμο και την άφηνε να βάλει όποια μουσική της άρεσε. Και σαν μαγεμένος έφηβος την συνόδεψε μέχρι την πόρτα, βεβαιώθηκε ότι είναι ασφαλής και ετοιμάστηκε να γυρίσει σπίτι του ικανοποιημένος.
Όμως, το μικρό, γλυκό φιλί, που σαν χάδι άγγιξε τα χείλη του, του έδωσε κάθε λόγο να αισθάνεται κάτι παραπάνω από ευχαριστημένος.
Τα μάτια του έλαμψαν μπροστά της.
«Θα τα πούμε Φραν.»
Και η γυναίκα έκλεισε την πόρτα πίσω της χωρίς να μετανιώνει τίποτε. Εξάλλου, το ήξερε χρόνια τώρα. Ο έρωτας της ζωής της ήταν ένας.
Αν η Μπόνι ήταν από μια μεριά θα χαμογελούσε και θα χαιρόταν με τούτη την εξέλιξη. Ίσως να γέμιζε ελπίδα για την δική της ιστορία.
Μα αυτή η σιωπή στο ακουστικό της δεν μπορεί παρά να μαυρίζει μέρα με την μέρα παραπάνω την καρδιά της.
...Un-break my heart
Say you love me again
Undo this hurt you caused
When you walked out the door
And walked out of my life
Un-cry these tears...
Τρίτο συνεχόμενο κεφάλαιο μπορεί και παραπάνω που το γράψω με το Unbreak my heart στη διαπασών. Νομίζω φαίνεται.
Συνάντηση Τζον- Μαριαν; Πώς πήγε αυτό;
Συνάντηση Τζον- Φράνσις; ΠΩΣ ΠΗΓΕ ΑΥΤΟ;
Και Λεο- Φράνσις το αγαπημένο μου εβερ, συγγνώμη όχι συγγνώμη, τους αγαπώ απεριόριστα. Αυτά.
Σποιλερ αλερτ για το επόμενο κεφάλαιο: Μπόνι και Κλάιντ. Αντίο.
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top