𝑿𝑿𝑽𝑰𝑰𝑰. Παραμύθι Χωρίς Όνομα

Στην Φράνσις δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια. Συγκεκριμένα, τα μισούσε με όλη της την ψυχή, από μικρή ηλικία, όταν οι γονείς της κάθονταν να της διαβάσουν πριν κοιμηθεί, νομίζοντας πως τα απολαμβάνει. Την πρώτη φορά το υπέμεινε βασανιστικά, την δεύτερη φορά ζήτησε εκείνη να διαβάσουν ένα παραμύθι που ήθελε, την τρίτη φορά είπε στην μαμά της ότι προτιμά να το διαβάσει μόνη της οπότε τελικά η μικρή Φράνσις σταμάτησε αυτή τη σαχλή –για τα μάτια της– συνήθεια γρήγορα.

Όταν μεγάλωσε συνέχισε να τα μισεί με την καρδιά της ώσπου γνώρισε εκείνον, τον έναν, που της έδωσε να καταλάβει ότι τα παραμύθια δεν είναι δα και τόσο άσχημα.

Η σχέση της καλλιτέχνιδας με τον Λέο δεν ήταν καθόλου άσχημη, μάλλον το αντίθετο θα έλεγε κανείς. Από τα πρώτα τους ραντεβού περνούσαν τέλεια, τον ερωτεύτηκε στ' αλήθεια και τόσο δυνατά που όταν τρείς με τέσσερις μήνες αργότερα της αποκάλυψε πως είναι κλέφτης εκείνη δεν έτρεξε να φύγει αλλά του ζήτησε να της δείξει «την ζωή του».

Ο Λέο της αρνήθηκε μεμιάς αλλά κάπου στον μισό χρόνο της σχέσης τους αποφάσισε να υποκύψει. Για έναν μήνα η Φράνσις προσπάθησε να μπει στον κόσμο που ζει εκείνος αλλά δεν κατάφερε τίποτα πέρα από το να κινδυνέψει πολλές φορές. Έτσι, η ιδέα αυτή έφυγε από το μυαλό της άμεσα.

Συνέχιζε ωστόσο να τον στηρίζει μέχρι τέλους και να τον καλύπτει συνέχεια όποτε το χρειαζόταν. Πολλές φορές γινόταν το άλλοθι του και δεν κατέληγε οριστικά και αμετάκλητα στην φυλακή. Ήταν για εκείνον τεράστιο στήριγμα.

Όμως, ο πρίγκιπας που την έκανε να αγαπήσει έστω και λίγο τα παραμύθια δεν ήταν ο Λέο Τζάκμαν.




«Τον Λέο τον γνώρισα στο μαγαζί που δούλευα γύρω στα είκοσι τέσσερα. Του έκανα ένα τατουάζ και έπειτα ερχόταν για ακόμη περισσότερα μέχρι να του δείξω ότι ενδιαφέρομαι. Και μετά πήγα και τον βρήκα εγώ. Ο Λέο με ερωτεύτηκε και τον ερωτεύτηκα με απίστευτη δύναμη μα δεν είναι αυτός ο πρωταγωνιστής της δικιάς μου ιστορίας.»

Ο Κλάιντ την κοιτά κάπως μπερδεμένος μα δεν της λέει τίποτα.

«Με τον Λέο ήμασταν μαζί ένα χρόνο όταν επιτέλους αρχίσαμε να γνωρίζουμε ο ένας την οικογένεια, τους φίλους, τους συγγενείς, τον περίγυρο εν πάσει περιπτώσει, του άλλου. Είχα ενθουσιαστεί όταν θα γνώριζα τους γονείς και τα αδέρφια του. Θυμάμαι εκείνη την μέρα είχα ξυπνήσει στις πέντε το ξημέρωμα από το άγχος.» 

Ντύθηκε, ετοιμάστηκε, παρφουμαρίστηκε και κάθισε μπροστά από τον καθρέφτη της πολλά λεπτά μέχρι να βεβαιωθεί πως όλα είναι εντάξει. Φρόντισε να βάλει ζιβάγκο για να καλύψει τα τατουάζ στον λαιμό της, ίσιωσε τα μαλλιά της για να κρύψει τα τατουάζ γύρω από το πρόσωπο ενώ δυστυχώς δεν μπορούσε να κρύψει τα τατουάζ στον ανάστροφο του χεριού και τους καρπούς της.

Εντάξει, δεν είναι ότι θέλει να δείξει κάτι που δεν είναι αλλά στην πρώτη τους συνάντηση θέλει να επικεντρωθούν στον χαρακτήρα της, στο τρελό χιούμορ (που δεν έχει αλλά προσπαθεί να αποκτήσει) και στην κατά τ' άλλα όμορφη προσωπικότητά της.

Υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι θέλει να δείξει σωστά δείγματα σε εκείνους οπότε όταν ο Λέο άργησε δέκα λεπτά για να πάει να την πάρει με το αμάξι, ήθελε να του χτυπήσει την καρωτίδα και να πεθάνει αν είναι δυνατόν από ασφυξία.

Τελικά δεν το έκανε και έπεσε στην αγκαλιά του αγχωμένη. Στον δρόμο δεν του μιλάει ενώ ο Λέο παρατήρησε ότι κάλυψε τα περισσότερα τατουάζ της μόνο όταν χτύπησαν το κουδούνι.

«Φραν γιατί καλύφθηκες λες και σε κυνηγούν οι Ταλιμπάν;»

Η κοπέλα δεν του απαντά.

«Απλά θέλω να δεις ότι σε πέντε λεπτά από τώρα θα σηκώσεις μόνη σου τα μανίκια.»

«Στοίχημα δέκα δολάρια ότι δεν θα το κάνω.»

«Μέσα.»

Η πόρτα ανοίγει, η μητέρα του Λέο εμφανίζεται και αγκαλιάζει σφιχτά την κοπέλα. Έπειτα, πίσω του είναι ο πατέρας του, ο οποίος την χαιρετά πιο συγκρατημένα με μια απλή αλλά θερμή χειραψία. Μέσα από το σαλόνι πετάγεται ο μικρός αδερφός του, ο οποίος πέφτει πάνω της ενθουσιασμένος και μετά, η αδερφή του που της χαμογελά αμέσως.

Αυτό που κάπως την πιάνει απροετοίμαστη είναι τα ζωγραφισμένα της χέρια και πόδια. Η Φράνσις παθαίνει ένα μικρό σοκ. Την πλησιάζει άμεσα και ξεκινά να την ρωτά διάφορα για τα τατουάζ της. Όταν η Τίνα ενθουσιάζεται μόνο με μια δόση μελανιού που βλέπει στο χέρι της και η μητέρα τους της δείχνει εκείνο το μικρό που χτύπησε πριν λίγους μήνες, η καλεσμένη σηκώνει τα μανίκια ψηλά και δείχνει στις γυναίκες του σπιτιού με περηφάνια αυτά που ζωγράφισε στον εαυτό της.

Με αυτή την τόσο θερμή υποδοχή ξεκίνησε η βραδιά γνωριμίας της Φράνσις και συνεχίστηκε σε φοβερούς ρυθμούς που ενθουσίασαν την κοπέλα άμεσα. Το φαγητό της άρεσε, το κρασί που της πρόσφεραν το ίδιο ενώ περπάτησε προς την έξοδο μη θέλοντας να αποχωριστεί την οικογένειά του.

Στον δρόμο για το σπίτι της δεν σταμάτησε να του μιλάει για το πόσο της άρεσε η σημερινή βραδιά. Ο Λέο την διέκοψε μόνο για να της πει ότι θα πάνε σε μια γνωστή ντίσκο για να εξαργυρώσει εκείνο το στοίχημα ενώ την ενημέρωσε πως η δύσκολη αποστολή της ξεκινάει εκείνο το βράδυ, που θα γνωρίσει τον κολλητό του.

«Αν ήξερε τι έκανε εκείνη την στιγμή ο Λέο δεν θα μου πρότεινε ποτέ εκείνο το ποτό.»

Ο νεαρός αφήνει την άδεια πλέον κούπα του στο τραπεζάκι μπροστά του. Την κοιτά θέλοντας να διώξει τα απλά μαθηματικά από το μυαλό του.

Γιατί αν ένα και ένα κάνει δύο αλλά και δύο και δύο ισούται με τέσσερα τότε όλα αυτά βγάζουν σε ένα μονάχα συμπέρασμα.

«Ο πρίγκιπας του δικού μου παραμυθιού ήταν ο Τζον Πάρκερ, ο πατέρας σου.»

Τα πράγματα γύρω από την αλήθεια αρχίζουν και περιπλέκονται στο μυαλό του. Και μόνο η σκέψη του φαίνεται αδύνατη, η Φράνσις με τον πατέρα του; Αδιανόητο.

«Ήταν κάτι της πρώτης ματιάς. Τον είδα και μούδιασα ολόκληρη, σταμάτησα να σκέφτομαι, να αναπνέω, ξέχασα πως είναι να περπατάς, να κουνιέσαι, να επικοινωνείς με το υπόλοιπο περιβάλλον. Την ίδια στιγμή που το αντιλήφθηκα χάθηκα από προσώπου γης. Ο Λέο με έψαχνε για τρεις με τέσσερις μέρες και εγώ έλεγα στους γείτονες να του πουν ότι είμαι σε κάποια συνάντηση με συναδέλφους σε άλλη πολιτεία. Μέχρι που ήρθε εκείνος και με βρήκε.»

Ο επόμενος πελάτης στο μαγαζί της είναι νέος. Ζήτησε μεγάλο σχέδιο, οπότε η κοπέλα υπολογίζει να ότι θα κλειδώσει αργά το βράδυ. Κοίταξε μια τελευταία φορά το τετράδιο με το στυλό της και αφού βεβαιωθεί πως τα πάντα είναι απολυμασμένα και αποστειρωμένα, κάθεται στην μικρή καρέκλα της κάνοντας προθέρμανση για το μεγάλο σχέδιο. Μπορεί να είναι οτιδήποτε, πρέπει να έχει απαλές κινήσεις.

Ο Φρέντ, όπως συνήθως, την ενημερώνει πως ο πελάτης έφτασε και αφού τον βεβαιώνει πως είναι έτοιμη, φεύγει να τον καλέσει. Εκείνη σηκώνεται όρθια, πάει κοντά στην πόρτα για να τον περιμένει και έπειτα παίρνει μερικές βαθιές ανάσες. Καινούριος πελάτης, νέο άγχος.

Μα όταν ο «πελάτης» μπαίνει στο δωμάτιο όλα μαυρίζουν, η καρδιά της ξεκινά να χορεύει μαζί με το στέρνο της και η ανάσα της ξεραίνεται αμέσως.

Ο Τζον, ο κολλητός φίλος του αγοριού της, στέκεται κι εκείνος χαμένος μπροστά της. Οι παλάμες του ιδρώνουν, οι κόρες του διαστέλλονται άμεσα και νιώθει τα πόδια του να τρέμουν.

Αυτός ο στατικός ηλεκτρισμός που τους διαπέρασε ήταν αμοιβαίος.

«Γεια», της λέει ντροπαλά. Η κοπέλα νιώθει τα μάγουλά της να κοκκινίζουν, εκείνος χαμογελά στην όψη της.

«Φύγε σε παρακαλώ.» Ο ψίθυρός της κάνει την καρδιά του να τρυπήσει. Γιατί να φύγει; Δεν πρέπει να φύγει, ήρθε έχοντας λόγο.

«Δεν ξέρει ο Λέο ότι είμαι εδώ.»

«Ακόμα χειρότερα, φύγε.»

«Εγώ ήρθα για ένα τατουάζ εδώ.»

«Δυστυχώς έχω κλείσει με άλλο πελάτη, εσύ δεν είσαι στο πρόγραμμα.»

«Είμαι, εγώ έκλεισα το ραντεβού.»

Η κοπέλα ορθώνει το βλέμμα της σε εκείνον. Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που το έκανε, δεν μπορεί να σταθεί ούτε για λίγο ακόμη... Τι την έπιασε!

«Το νιώθεις κι εσύ;» κάνει ένα βήμα στο μέρος της. Η Φράνσις κάνει πίσω με τα χίλια ζόρια.

«Δεν νιώθω τίποτα.»

«Δεν τρέμεις; Δεν φτερουγίζει η καρδιά σου; Δεν αναπνέει δύσκολα;»

Ξέρει ακριβώς για τι πράγμα μιλάει μα δεν σκοπεύει να του το εκμυστηρευτεί. Ποτέ και σε καμία περίπτωση.

«Όχι. Φύγε.»

Ο Τζον στέκεται και την κοιτάει αψυχολόγητα. Αν μπορούσε να νιώσει την απογοήτευσή του αλλά και την πρόκληση που φωτίζει τα μάτια του...

«Ήρθα για ένα τατουάζ και θα το κάνω.»

Η κοπέλα πανικοβάλλεται ευθύς. Αν δεν μπορεί να κουνηθεί, πως θα κάτσει να ζωγραφίσει πάνω του; Είναι μαθηματικά αποδεδειγμένο πως αυτό δεν θα πάει καθόλου καλά.

«Άλλη φορά, τώρα δεν γίνεται.»

«Γιατί;»

«Δεν σε αφορά.»

«Κι όμως, νομίζω πως ισχύει ακριβώς το αντίθετο.»

Κάνει δύο βήματα προς το μέρος της και ακουμπά τους καρπούς της με τις άκρες των δαχτύλων του. Είναι επικίνδυνο και μόνο που αναπνέει κοντά της.

«Αφού το νιώθεις κι εσύ...» της ψιθυρίζει όσο πιο ήρεμα μπορεί.

Η κοπέλα απλώς αφήνει μια τρεμάμενη ανάσα να ξεφύγει και έπειτα αποφασίζει να κάνει άλλο ένα βήμα πίσω. Δεν πρέπει να του δείξει τίποτα. Βασικά, σκέφτεται, πως όταν καταφέρει να τον διώξει από το στούντιο, θα επικοινωνήσει με τον Λέο. Πρέπει να τον δει.

Ο Τζον όμως κάνει ένα ακόμη βήμα κοντά της και φτάνει να μυρίσει το έντονο άρωμά της για να ζαλιστεί ακόμη περισσότερο.

«Φύγε, σε παρακαλώ.»

Ακουμπά το μάγουλό της και η κοπέλα κάνει το μεγάλο λάθος να κλείσει τα μάτια της αντί να τον χτυπήσει. Και έτσι, ο Τζον πήρε το μήνυμά του.

Την φιλά ισχυρά, ζωντανά, λαίμαργα και με πάθος που πρόλαβε να φυτρώσει μέσα του εκείνο το βράδυ, τις προάλλες, όταν την είδε εμπρός του.

«Από εκείνη την στιγμή και έπειτα με έζωσαν τα φίδια των τύψεων. Κοιμόμουν και ξυπνούσα με το βάρος στο στήθος να μην ξέρω που να το αποδώσω. Στον έρωτα ή στις ενοχές; Δεν γνώριζα. Ταυτόχρονα, έψαχνα την κατάλληλη στιγμή για να μιλήσω γι' αυτό στον Λέο.»

«Για πόσο καιρό κράτησε όλο αυτό;»

«Ένα μήνα και κάτι. Ήταν πολύ σύντομο.»

«Και γιατί σταμάτησε;»

«Γιατί το πρώτα τρία και μοναδικά τεστ εγκυμοσύνης μου βγήκαν θετικά ένα βράδυ.»

Η Φράνσις βρέθηκε να αγωνιά πάνω από το ποτηράκι μαζί με την φίλη της, την Πόλα. Αστειεύονταν για πλάκα σχετικά με την περίοδό τους, και η κοπέλα, σαν να είχε ξεχάσει πως είναι γυναίκα και πως πρέπει κάποια στιγμή μέσα στον μήνα να αιμορραγήσει, αδιαφόρησε για το ότι έχει καθυστέρηση οκτώ ημερών.

Η Πόλα όμως δεν αδιαφόρησε καθόλου οπότε την τσίγκλισε αρκετά για να πάνε μαζί στο κοντινότερο μαγαζί για να αγοράσουν τρία τεστ εγκυμοσύνης.

Η καρδιά της δεν σταμάτησε να χτυπάει λεπτό μέχρι που η φίλη της της είπε πως ήρθε η ώρα να κοιτάξει τι λέει το καθένα. Ένα χαστούκι στο μέτωπό της, ένας λυγμός και έπειτα μια λιποθυμία. Τις αισθήσεις τις βρήκε με λίγο άρωμα και όταν άνοιξε τα μάτια της είδε την φίλη της έντρομη να την κοιτά.

«Τι θα κάνεις τώρα;»

«Ξέρω γω; Θα τηλεφωνήσω στον Λέο.»

Η Πόλα την κοιτά με περιέργεια και μια ερώτηση που δεν τολμά να ξεστομίσει.

Ο Κλάιντ βέβαια τολμά και την κοιτά βαθιά στα μάτια της καθώς αρθρώνει μια-μια τις λέξεις.

«Υπήρχε περίπτωση να είναι του Τζον το παιδί;»

Η Φράνσις χαμογελά. «Όχι. Με τον Τζον μείναμε σε μερικά φιλιά και αρκετά αγγίγματα, δεν προχώρησε ποτέ σε κάτι περισσότερο.»

Ο κλέφτης ανακουφίζεται εμφανώς. Και αν ο Σίλβερ ήταν αδερφός του; Αυτό θα ήταν μια εντελώς αλλόκοτη εξέλιξη παρέα με την αποκάλυψη ότι η Πέιτον φύτρωσε από ό,τι φαίνεται σε ετούτο τον κόσμο.

«Τι συνέβη έπειτα;»

Τηλεφωνεί στον Λέο εντελώς πανικοβλημένη και εξαιρετικά κλαμένη. Εκείνος, όταν την ακούει να μιλά εντελώς ακατανόητα χάνει την Γη κάτω από τα πόδια του. Η Φράνσις κλαίει, ποιος; Η Φράνσις, η ατρόμητη, που δε ρίχνει δάκρυ για κανέναν. Και τώρα κλαίει. Το να τρέξει στο σπίτι της είναι η μοναδική λύση.

Έκλαιγε υστερικά μέχρι πού χτύπησε η πόρτα της και όταν εκείνη άνοιξε, λιποθύμησε ξανά. Ανοίγοντας πάλι τα μάτια της ήρθε αντιμέτωπη με τον Λέο και τον έρωτα της που όσο τον κοιτά, τόσο πιο γρήγορα διαλύεται.

Ο Τζον την κοιτά πληγωμένος. Ανεπανόρθωτα και απίστευτα πονεμένος την κοιτά να καταρρέει στην αγκαλιά του κολλητού του.

Η Πόλα τους το είπε πολλές φορές, τους έφερε και τα τεστ εγκυμοσύνης.

«Η Φραν είναι έγκυος. Δεν μπορεί να το κρατήσει, Λεό, δεν πρέπει.»

Ο Τζον φάνηκε να συμφωνεί. «Έχει δίκιο, είστε μικροί ακόμη για ένα παιδί.»

Μέσα του νιώθει τα πάντα να σαπίζουν και μόνο στα λόγια τα δικά του.

«Μόλις ξυπνήσει θα το συζητήσουμε. Μπορείτε να φύγετε εσείς.»

Η Πόλα γνέφει, παίρνει τα πράγματά της και κατευθύνεται στην πόρτα με σιγουριά. Γυρνώντας να βρει τον Τζον, τον κοιτά να στέκεται πάνω από εκείνη που ήρεμα άνοιξε τα μάτια της και του χαρίζει το πιο στενάχωρο βλέμμα της.

Η Πόλα τον πλησιάζει και τον τραβά προς την πόρτα με δύναμη. Τα πόδια του δεν αντιστέκονται καθόλου. Την ακολουθεί μέχρι και την έξοδο ενώ όταν η πόρτα κλείνει, σωριάζεται στο έδαφος και πιάνει το μέτωπο του σφιχτά.

«Σήκω και φύγε Τζον.»

«Δεν έχω να πάω πουθενά.»

«Εσύ δεν έγινε κοπέλα; Πήγαινε σε εκείνη. Η Φραν τελείωσε για εσένα σήμερα, το κατάλαβες;»

Το βλέμμα του φυλακίζει το δικό της ψάχνοντας κάτι να πιαστεί μα τίποτα από όσα ακούει δεν του αρέσουν. Ωστόσο, σηκώνεται με βαριά καρδιά και χάνεται από μπροστά της.

«Τότε ο πατέρας μου... είχε άλλη;»

«Ναι, Κλάιντ, και ήταν η μαμά σου.»

Ο κλέφτης θέλει να ξεσπάσει πάνω σε κάτι μα δεν μπορεί. Έχει παγώσει πάνω στη θέση του και αφήνει μόνο τα μάτια του να εκπέμψουν όση λάβα δεν μπορεί να μεταδώσει με τις πράξεις του.

Το ίδιο βράδυ ο Τζον ήθελε να χαθεί από προσώπου Γης.

Το τηλέφωνο από την Μαριάν όμως τον έφερε στα συγκαλά του. Έχει μια όμορφη κοπέλα, αν καταφέρει να πάρει απόσταση από την Φράνσις σίγουρα θα μπορέσει να την ξεχάσει και να προχωρήσει μαζί με την κοπέλα ήρεμα και χαλαρά.

Έτσι, λοιπόν, δέχτηκε να περάσει από το σπίτι της όπου οι γονείς της έλειπαν κάποιες μέρες. Περπάτησε μέχρι εκεί, πήρε ανάσα και όταν η πόρτα άνοιξε και την βρήκε να στέκεται χαριτωμένη στην πόρτα, ένιωσε όλο του τον κόσμο να λιώνει από... απογοήτευση. Δεν είχε τα μάτια που ερωτεύτηκε, ούτε τα χείλη και το άγγιγμά της ήταν τόσο... διαφορετικό.

Η κοπέλα πέφτει πάνω του εύθυμα. Εκείνος ανταποδίδει στην αγκαλιά, είναι εξάλλου μια αρχή για να ξεχάσει την κοπέλα που άφησε πριν από λίγη ώρα στην αγκαλιά του φίλου του κλαίγοντας για ένα μωρό που δεν είναι δικό του.

«Πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι.» Του χαμογελά, καθώς κάθεται στον καναπέ και εκείνη επιλέγει τα πόδια του σαν την καλύτερη θέση από όλες.

«Πες μου...»

«Είμαστε ένα χρόνο μαζί, για άλλους είναι λίγο... Για εμένα είναι αρκετό.»

Δεν της λέει κάτι. Νιώθει απαίσια που με τα βίας καταλαβαίνει τι λέει, το μυαλό του τρέχει...

«Ξέρεις... Τζον...» παίρνει ανάσες, μικρές και κοφτές. Η άνδρας ελπίζει να μην του κάνει πρόταση γάμου. «Τζον, είμαι έγκυος.»

Αισθάνεται τον χώρο να γυρίζει.

«Ελπίζω να μου το λες για να σου πληρώσω την έκτρωση.»

Η Μαριάν σηκώνεται όρθια και τον κοιτά πληγωμένη, έκπληκτη... όλα μαζί.

«Έκτρωση;»

«Δεν το θέλω αυτό το παιδί.»

«Γιατί;»

«Γιατί δεν είμαι έτοιμος για κάτι τέτοιο! Δεν θέλω παιδιά!»

«Ας πρόσεχες τότε!»

«Πάντα πρόσεχα. Πάντα.»

«Δεν νομίζω Τζον!»

«Και που ξέρω εγώ πως δεν είναι κάποιο σχέδιο για να με τυλίξεις;»

Η Μαριάν κάνει αυτό που της είπε η καρδιά της. Τον χαστουκίζει δυνατά και του ουρλιάζει να φύγει από το σπίτι της αμέσως. Κλείστηκε στο μπάνιο για τις επόμενες ώρες κλαίγοντας περιμένοντας ταυτόχρονα ένα τηλεφώνημα συγγνώμης από εκείνον.

Ο κλέφτης έχει μείνει να κοιτά την Φράνσις με δάκρυα στα μάτια. Δεν έφταιξε πουθενά για να τα περάσει όλα αυτά. «Δεν νιώθεις τύψεις που μια γυναίκα πέρασε τόσα εξαιτίας σου;»

«Άργησα να μάθω όλα αυτά Κλάιντ και όταν τα έμαθα δεν μπορούσα να κάνω πολλά.»

«Ο Λέο τα έμαθε ποτέ όλα αυτά;»

Δύο μέρες είχαν περάσει από την μέρα που η Φράνσις λιποθύμησε στα νέα μιας εγκυμοσύνης. Ο Λέο μέχρι πρότινος δεν την πίεσε ούτε στιγμή να συζητήσουν περί του θέματος. Κάθισε μαζί της δύο μέρες να της κάνει παρέα και να βεβαιωθεί πως τρώει. Δεν του μίλησε καθόλου, μέχρι εκείνο το πρωινό μια τυχαίας Τρίτης που έγινε το πιο σημαντικό για την επόμενη πορεία της ζωής του.

«Κάτσε κάτω.»

«Φράνσις; Όλα καλά;»

«Θέλω να σου μιλήσω.»

«Σε ακούω.»

Και του τα είπε όλα. Με κάθε λεπτομέρεια. Τον είδε να δακρύζει, να τσιτώνεται, να νευριάζει μα να ανακουφίζεται (στιγμιαία!) όταν τον διαβεβαιώνει ότι το παιδί είναι ξεκάθαρα και αναμφισβήτητα δικό του.

Ο Λέο δεν κάθισε για πολύ σπίτι της. Έφυγε άμεσα ψάχνοντας τον κολλητό του φίλο σε όλη την πόλη. Και όπως υπέθεσε τον βρήκε στο αγαπημένο του μέρος που πήγαινε όποτε δεν ένιωθε καλά.

Δεν καθυστέρησε καθόλου.

Περπάτησε στο μέρος του με σφιχτές μπουνιές και μάτια να πετάνε σπίθες. Ο Τζον κατάλαβε πως έμαθε και δεν αντιστάθηκε στιγμή. Τον άφησε να τον χτυπήσει, να τον βρίσει, να ξεσπάσει.

Μα λίγο πριν τον παρατήσει εκεί, με ένα ρημαδιασμένο πρόσωπο, ο Τζον του ψιθύρισε κλαμένος κάτι που παρόλη την προδοσία του, τον έκανε να σταθεί και να πιάσει την καρδιά του. Την άκουσε να διαλύεται, να σπάει, να θρυμματίζεται.

«Θα φύγω για πάντα. Δε θα με ξαναδείς, όπως μου αξίζει.»

Ο Λέο δεν γύρισε όμως να του δείξει ούτε κατά διάνοια αυτό που αισθάνεται. Απομακρύνθηκε με φτερά ματωμένα και μια καρδιά καλυμμένη από μαύρη πίσσα.

«Δεν τον καταλαβαίνω... Στεναχωρέθηκε για εκείνον; Πληγώθηκε που θα έφευγε; Τι είδους φίλος ήταν και γιατί να του ανταποδώσει με τέτοια καλοσύνη;»

«Τόσα χρόνια αχώριστοι, λες να τους εμπόδιζα εγώ, μια απλή κοπέλα, από το να συγχωρέσει ο ένας τις αμαρτίες του άλλου;»

«Μα δεν ήσουν όποια κι όποια. Κυοφορούσες το παιδί του ενός και ήσουν αθεράπευτα ερωτευμένη με τον άλλον, δεν βγάζει νόημα.»

«Ούτε σε εμένα έβγαζε...»

Ο Τζον έφυγε. Μετά από δύο μέρες έφυγε εντελώς. Μόνο ένας άνθρωπος γνώριζε που πήγε και αυτός ήταν ο Λέο. Η Μαριάν έμεινε να κουβαλά ένα παιδί από έναν άνθρωπο που τελικά δεν άξιζε τον χρόνο της. Λεφτά για την επέμβαση δεν είχε οπότε «καταδικάστηκε» σε αυτή την εγκυμοσύνη. Το μισούσε εκείνο το μωρό.

Πήγαινε στον γυναικολόγο με το ζόρι, επειδή η Πόλα την πίεζε. Υπερηχογράφημά του δεν είδε μέχρι που γέννησε. Αδιαφορούσε για το φύλο του και αν η Πόλα με τη μητέρα της δεν την πίεζαν, το μικρό μωρό δεν θα είχε ούτε τα βασικά την μέρα που γεννήθηκε.

Για την Μαριάν όλα άλλαξαν όταν ήρθαν οι πρώτοι πόνοι και τρομοκρατήθηκε αληθινά όταν στους οκτώ μήνες καλέσθηκε να γεννήσει. Μέχρι να την διαβεβαιώσουν οι γιατροί πως όλα είναι εντάξει με το μωρό της, η κοπέλα πέρασε νύχτες εφιαλτικές. Τελικά, αυτό το μωρό το αγάπησε όταν τα μάτια του άνοιξαν για πρώτη φορά. Ο Μπλέικ γεννήθηκε και επούλωσε το τραύμα στην καρδιά της άμεσα.

 Την ίδια περίοδο, η Φράνσις μπήκε στον ένατο μήνα επιτυχώς.

Ο Λέο δεν έφυγε από το πλάι της λεπτό. Της αγόρασε σπίτι και με την βοήθειά των δικών της οικονομιών, έφτιαξαν από την αρχή το σπίτι που θα έμεναν.

Δεν την συγχώρεσε, όχι. Εξάλλου, της το είχε πει. Όταν το παιδί θα γεννιόταν εκείνος θα έφευγε. Τα είχε κανονίσει όλα.

Αν ήξερε ότι θα ήταν τόσο δύσκολα όμως...

Η Φράνσις γέννησε ένα υγιέστατο αγοράκι, τον Σάιμον, που ζέστανε την καρδιά της μετά από καιρό. Η απουσία του Τζον της επηρέαζε συχνά μα όσο πέρναγε ο καιρός και η κοιλιά της μεγάλωνε, η κοπέλα κατάφερε να τον διώχνει πιο συχνά από το μυαλό της. Τώρα όμως με την γέννηση του μωρού της όλα θα μπουν στον δρόμο τους.

Με αυτή τη σιγουριά κοίταξε τον Λέο και του χαμογέλασε αληθινά. Ο άνδρας ένιωσε τα πάντα γύρω του να καταρρέουν και μόνο στο αγγελικό της χαμόγελο. Αυτή την γυναίκα δεν την ερωτεύτηκε απλά...

Όλα έχουν το τίμημά τους. Σαράντα μέρες και έπειτα θα φύγει. Και έτσι έκανε.

«Άρα, η Μπόνι και ο Σίλβερ δεν είναι αδέρφια;»

«Δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο. Η Μπόνι και ο Σίλβερ είναι κανονικά αδέρφια.»

«Δεν βγάζει νόημα.»

Ο Λέο έφτασε έξω από το σπίτι του Τζον και χτύπησε την πόρτα διστακτικά. Ο άνδρας πίσω από την πόρτα ένιωσε κάθε μέρος του σώματός του να ταράζεται όταν ο αδερφικός του φίλος βρέθηκε να στέκεται στην πόρτα του με μια βαλίτσα στο χέρι.

«Γέννησε;»

Ο Λέο γνέφει.

«Είναι καλά;»

Ξανά ένα νεύμα.

«Αγόρι;»

Ο Λέο τώρα χαμογελάει, δακρύζει στην ενθύμηση του γιου του. Και μόνο στην σκέψη τρελαίνεται, είναι το παιδί του!

«Ελπίζω να γίνει σαν εσένα.»

Οι δύο κλέφτες αγκαλιάζονται. Αληθινά.

Ο Λέο νιώθει τώρα σχεδόν ολοκληρωμένος. Το μυαλό του τρέχει στην Φράνσις μα ο φίλος του είναι εκεί. Πάντα μαζί του. Δίπλα του.

«Θα το περάσουμε μαζί αυτό.» Τον διαβεβαίωσε πως όλα θα πάνε καλά. 

Ο Τζον ξέκοψε εντελώς από την παλιά του ζωή και αφοσιώθηκε στην καινούρια. Ο Λέο δεν ακολούθησε τα χνάρια του. Για λίγο καιρό, μέχρι ο μικρός Σάιμον να χρονίσει, πηγαινοερχόταν στο σπίτι της Φράνσις και μετά στου Τζον.

Όταν οι δυσκολίες πέρασαν, χάθηκε για δύο χρόνια. Η κοπέλα το περίμενε, το είχε πάρει απόφαση την στιγμή που της το είπε. Είναι η τιμωρία της, σκέφτηκε.

Η αλήθεια είναι πως έκλαψε πολύ. Τον ήθελε πίσω στην ζωή της, ο Λέο ήταν σημαντικός στήριγμα. Ωστόσο, θα μάθαινε να ζει και χωρίς εκείνον. Εύκολο δεν ήταν αλλά θα τα κατάφερνε.

Και όλα πήγαιναν καλά μέχρι που δύο χρόνια αργότερα γύρισε ξανά σε εκείνη και έπεσε στην αγκαλιά της, λυτρώνοντας όσα κατέπνιγε όλον εκείνον τον καιρό. Εκείνο το βράδυ αλλά και τα επόμενα βράδια της θύμισε τους λόγους που ερωτεύτηκε εκείνον εξ αρχής. Και συνέλαβαν και την Μπόνι.

«Η ιστορία επαναλήφθηκε; Ήρθε, έμεινε μαζί σου για τους εννέα μήνες, μετά έφυγε ξανά αλλά ερχόταν για ένα χρόνο και μετά χάθηκε για δύο χρόνια;»

Η Φράνσις σκοτεινιάζει. «Όχι, όχι δεν έγινε έτσι ακριβώς. Θα ήθελα πολύ αλλά όχι.»

«Και τότε;»

«Πράγματι, έμεινε μαζί μου για τους εννέα μήνες, για την γέννα και μέχρι να σαραντίσω. Μετά έφυγε για λίγο και γύρισε μέχρι η μικρή Μπόνι να κλείσει χρόνο. Μα ο Λέο χάθηκε από προσώπου Γης για επτά χρόνια.»

Ο Κλάιντ σμίγει τα φρύδια του. Τώρα όμως βγάζουν νόημα εκείνα τα λόγια της Μπόνι που του είχε πει κάποτε.

Ο δεκάχρονος Σάιμον κρύφτηκε πίσω από τα φουστάνια της μητέρας του όταν στην πόρτα στάθηκε ένας ψηλός άνδρας με μια βαλίτσα στο χέρι, σε αντίθεση με την Μπόνι που πήρε την θέση της μπροστά της με σκοπό να την προστατέψει.

Το μικρό κορίτσι κοίταξε ευθέως στα μάτια τον άνδρα που έσκυψε για να την κοιτάξει με θάρρος.

«Ποιος είσαι;»

«Εγώ είμαι ο Λέο.»

«Δεν σε ξέρω.»

«Μπορείς να με μάθεις.»

«Να μου λείπει!» Σταυρώνει τα χέρια μπροστά στο στέρνο της και προσπαθεί να ακουστεί απειλητική. Αλλά ο άνδρας χαμογελά. «Μην γελάς γιατί έχω μάθει να σπάω μύτες και η δικιά σου είναι πολύ ωραία για να την χαλάσω.»

«Αγάπη μου...» λέει ήρεμα. Σε αυτές τις δύο λέξεις, αναμνήσεις ξυπνούν από το μικρό μυαλό του Σάιμον. Τον θυμήθηκε ευθύς.

«Μπαμπά!»

 Η Φράνσις έβαλε τα κλάματα. Η Μπόνι κοίταξε τον άνδρα να αγκαλιάζει τον αδερφό της και να κλαίει. Ο Σάιμον βρέθηκε να τρέχει σε όλο το σαλόνι τελικά από την χαρά του.

Η Μπόνι ούρλιαξε την στιγμή που πήγε να την πάρει αγκαλιά.

«Μην τολμήσεις και με πλησιάσεις!»

Και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Όχι, αυτός δεν είναι ο μπαμπάς της σίγουρα!

Μα δεν βγάζει νόημα...

Η Φράνσις στο σαλόνι αγκαλιάζει τον Λέο σφιχτά.

«Μου άξιζε να με αφήσεις, το ξέρω, αλλά γιατί μου το έκανες αυτό;»

Η καρδιά του Λέο έσπασε. Υποσχέθηκε εκείνη την στιγμή στον εαυτό του αλλά και στην ίδια να μην την αφήσει ποτέ ξανά, εκτός κι αν του το ζητήσει.

«Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα;» γελάει ειρωνικά ο κλέφτης. «Εσείς καταλήξατε σαν μια ωραία οικογένεια και εγώ βασανιζόμουν.»

«Με τον Λέο χωρίσαμε ύστερα από πέντε με έξι χρόνια. Τώρα είμαστε καλοί φίλοι, ή κάτι τέτοιο.»

«Αυτό δεν με κάνει να νιώθω καλύτερα. Εγώ δεν-»

Σταματά να σκέφτεται την δική του κατάσταση. Δεν έχει νόημα να το συζητήσει με εκείνη. Σηκώνεται όρθιος και πριν ανέβει στο μικρό δωμάτιο, την κοιτά σκεπτικός.

«Πήρα αρκετές απαντήσεις.»

«Ίσως αν μιλήσεις σε αυτόν να-»

«Ούτε να το σκέφτεσαι. Και μην μου κάνεις καμία μαγκιά και μου τον φέρεις εδώ. Θα φύγω από το παράθυρο. Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι.»

Η Φράνσις δέχεται την μικρή συμφωνία. Δεν έχει άλλη επιλογή εξάλλου πέρα από το να κρατήσει κρυφό από όλους και από όλα την παρουσία του εκεί.

Ακόμη και από την κόρη της που κλαίγοντας της τηλεφώνησε τρεις ώρες αργότερα λέγοντας της πως δεν βρίσκει τον αγαπημένο της. Η γυναίκα τον κάλυψε ευθύς διώχνοντας την υποψία να την έχει επισκεφτεί αμέσως.

Η διαμονή όμως του κλέφτη δεν κράτησε πολύ. Δύο ώρες αργότερα σηκώθηκε νωρίς και έφυγε χωρίς να δώσει εξηγήσεις στην γυναίκα. Ένα ευχαριστώ της είπε για την τήρηση της συμφωνίας και έπειτα χάθηκε ξανά.

Πέρασε από το σπίτι του και μάζεψε μια άλλη βαλίτσα, όχι πιο μεγάλη αλλά με διαφορετικά πράγματα μέσα από την προηγούμενη.

Εξηγήσεις δεν έδωσε σε κανέναν. Έφυγε με ένα ταξί για την μοναδική λύση που του είχε απομείνει. Βλέποντας τις πύλες ενός στρατοπέδου να ορθώνονται μπροστά του, ξεφύσησε στην νέα αρχή που θέλησε να ακολουθήσει.

Υποσχέθηκε στον εαυτό του να προσπαθήσει, έστω, να επεξεργαστεί κάθε πληροφορία.

Και οι δύο μήνες που ακολούθησαν ήταν αρκετοί γι' αυτό.



Μεγαλούτσικο γιατί είχαμε πολλές αποκαλύψεις και εξελίξεις. Η Φράνσις μας είπε και το παραμύθι της, μάθαμε αρκετά και τελικά όλο αυτό δεν κατέληξε όπως η φίλη ήθελε γιατί ο Κλάιντ πήρε το πρώτο ταξί και πήγε στον στρατό τελικά. Κοίτα να δεις που εκείνη η αίτηση από τα πρώτα κεφάλαια δεν πήγε στράφι τελικά!

Τέλος πάντων,

Θα ήθελα να ξέρω πώς νιώθετε για αυτά που είδατε και τι πιστεύετε ότι θα ακολουθήσει;

Εγώ δεν μπορώ να πω αλλά θα δώσω ένα hint επειδή είμαι καλός άνθρωπος: unbreak my heart και άντε από εδώ.

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top