𝑿𝑿𝑰𝑿. Τατουάζ Ξεθωριασμένα
Εκείνο το βράδυ που όλη η αλήθεια ξεδιπλώθηκε, κάλυψε το σπίτι των τριών διοικητών με μια κατάμαυρη πίσσα σιωπής που κόλλησε στο δέρμα κάθε κλέφτη και η αφαίρεση της ήταν επώδυνη για όλους.
Η Μπόνι κλείστηκε στο δωμάτιό της όταν γύρισε το ξημέρωμα από το σπίτι του Κλάιντ που τον περίμενε άδικα και δεν βγήκε μέχρι αργά το επόμενο πρωί έχοντας κατακόκκινα πρησμένα μάτια. Κατέβηκε στην κουζίνα, προσπέρασε επιδεικτικά τον αδερφό της και δεν θέλησε ούτε ματιά να ρίξει στον Λέτερ ο οποίος την κοίταξε έκπληκτος.
Η γκριζομάλλα δεν απάντησε στις φωνές του Σίλβερ και κλείδωσε την πόρτα της όταν μπήκε πάλι στο δωμάτιό της με φαγητό στα χέρια. Τελικά το φαγητό δεν το άγγιξε και έμεινε να καλεί στο τηλέφωνο τον έναν και μοναδικό αριθμό που την ενδιέφερε. Ύστερα από τρεις ημέρες σταμάτησε να τηλεφωνεί. Ας του έδινε τον χρόνο για τον οποίο όλοι μιλούσαν.
Πήρε όμως και εκείνη την απόστασή της από όλους και από όλα.
Όσο ο Λέο της τηλεφωνούσε εκείνη τον αγνοούσε. Η Φράνσις ξεκίνησε να ανησυχεί όταν ο πρώην σύντροφός της την κάλεσε έντρομος για να συζητήσουν την κατάσταση της κόρης του.
«Αν την άκουγες όταν σου έλεγε να περιμένεις τώρα δεν θα μιλούσαμε γι' αυτό.»
Ο Τζον ένιωθε ελάχιστες τύψεις για την έκβαση της κατάστασης. Εκείνος πίεσε, αν δεν το είχε κάνει τώρα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά και κυρίως, αυτό που τον καίει περισσότερο, είναι ότι θα ήξερε που βρισκόταν ο γιος του. Τώρα δεν έχει κανείς ιδέα.
Μετά τις εξελίξεις ανάμεσα στα πιο ικανά μέλη της ομάδας, οι κλέφτες δεν έμειναν ανεπηρέαστοι. Τις πρώτες ώρες κάθονταν όλοι μαζί σιωπηλοί περιμένοντας μια λύση ενώ όταν οι πρώτες ώρες έγιναν μέρες, η ομάδα αποφάσισε για ένα γρήγορο διάλειμμα μερικών ημέρων μέχρι να ανασυγκροτηθούν.
Ο Κάπτεν και ο Μπλου ήταν οι πιο σκεπτικοί και θλιμμένοι από όλους. Όπως και να έχει, η παρουσία του Κλάιντ ήταν για εκείνους σημαντική, φίλοι ήταν εξάλλου. Οι δύο τους, στο μικρό διάλλειμα της ομάδας, κάθισαν και έψαξαν όλα τα πιθανά μέρη που θα μπορούσε να είχε πάει. Μα όλα οδήγησαν σε αδιέξοδο.
Έτσι, έμειναν μαζί με τους υπόλοιπους να περιμένουν υπομονετικά.
Τις πρώτες μέρες, εκείνες τις δύο τρεις, ο μόνος που φάνηκε πιο ήρεμος από όλους ήταν ο Σίλβερ. Έβαζε σε τάξη τις εξελίξεις της υπόθεσης και κανόνιζε τις λεπτομέρειες για μελλοντικές αποστολές.
Μα εκείνο το βράδυ που μπήκε κρυφά στο ξεχασμένα ξεκλείδωτο δωμάτιο της αδερφής του, ταρακουνήθηκε όλος του ο κόσμος.
Τα κόκκινα πρησμένα μάτια της με τα χιλιοφορεμένα της ρούχα και τα ανακατεμένα μαλλιά της... Τα λόγια της όμως πέρασαν ξυστά την καρδιά του με ένα μαχαίρι που ο ίδιος κράτησε σφιχτά, για να μην τον διαπεράσει.
«Στέκεσαι μπροστά μου θέλοντας να με παρηγορήσεις αλλά σου συνιστώ να κρατήσεις δυνάμεις για τον εαυτό σου.» Ο αδερφός της την κοίταξε παραξενευμένος.
«Και αυτά στα λέω γιατί η Πέιτον δεν γνωρίζει τίποτα και αυτή η αποστολή είναι αποκλειστικά δική σου.»
Ο επικεφαλής χλωμιάζει ευθύς. Χάνει κάθε δύναμη που τον κρατά όρθιο μα περιέργως στέκεται ακλόνητος εμπρός της.
«Εγώ πλήρωσα τα ψέματά μου, έφτασε και η δική σου ώρα.»
Και σαν να τα κατάλαβε όλα εκείνη την ώρα, πίεσε το μαχαίρι μέσα στα χέρια του. Αίμα πέφτει γύρω του και η λεπίδα χώνεται βαθιά στο δέρμα του μα δεν νιώθει ούτε λίγο πόνο. Η λεπίδα βγαίνει από το δέρμα του και παραμονεύει να τρυπήσει την καρδιά του.
Τι πήγα κι έκανα...
Τα πράγματα στο στρατόπεδο κύλησαν αργά και βασανιστικά τις πρώτες μέρες. Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να προσαρμοστεί, αν και είχε μια μεγάλη δυσκολία να μην αντιμιλάει, αλλά σε γενικές γραμμές, οι δαίμονες που τον ακολούθησαν από την παλιά του ζωή ήταν και αυτοί που αποτέλεσαν το μεγαλύτερο βάσανο για εκείνον στις αρχές.
Κάποια παιδιά που τον είχαν πλησιάσει προσπάθησαν να τον κάνουν να ανοιχτεί σχετικά με όσα τον τρώνε όμως ο κλέφτης δεν μπόρεσε ούτε να σκεφτεί τι να τους πει. Ότι ο πατέρας που τον παράτησε ήρθε είκοσι πέντε χρόνια αργότερα με την απαίτηση να τον γνωρίσει έχοντας βάλει την κοπέλα που ερωτεύτηκε να τον βρει; Είναι κάτι που δεν μπορεί ούτε ο ίδιος να ξεστομίσει, όχι να το ακούσουν κι άλλοι.
Μα οι ερωτήσεις δεν σταμάτησαν εκεί αλλά περιπλανήθηκαν και γύρω από το μελάνι στο σώμα του. Εκείνος ο μεγάλος αριθμός, στο στέρνο του, το 1210 που για εκείνους δεν έβγαζε καμία σημασία ενώ για αυτόν ήταν ο τίτλος ενός τεράστιου κεφαλαίου που έκλεισε, τα γράμματα δίπλα του και τρεις λέξεις που δεν μπορεί ούτε να κοιτάξει χωρίς να τρέμουν τα χείλη και τα μάτια του να δακρύζουν...
Bonnie and Clyde
Στο πρώτο δάκρυ που έτρεξε μέχρι το δέρμα του και ένιωσε να καίει το στέρνο του, ο κλέφτης δεν μπόρεσε, δεν άντεξε.
Με όση δύναμη του απέμεινε, κυρίως ψυχική, προσπάθησε να βγάλει από πάνω του εκείνον τον αριθμό μέσα στον οποίο εκείνη τον εγκλώβισε.
Όλα ήταν ένα σχέδιο εξ αρχής και εκείνη τον γέμισε με μελάνι. Μελάνι που τον τρώει, που τον καίει, που του ξεριζώνει την καρδιά.
Προσπάθησε με δύναμη μα χωρίς αποτέλεσμα να το βγάλει από πάνω του.
Το μόνο που κατάφερε ήταν πολλές γρατζουνιές πάνω από τα τέσσερα ψηφία. Αίμα πότισε το σώμα του μα ο πόνος ο σωματικός δεν τόλμησε ποτέ να ξεπεράσει εκείνον τον ψυχικό. Όσες φορές και αν τόλμησε να βγάλει από πάνω του το μαύρο, μόνο να το καλύψει προσωρινά με κόκκινο κατάφερε και τίποτα περισσότερο.
Τις επόμενες μέρες, εβδομάδες, μήνες...
Οι γρατζουνιές σχεδόν εξαφανίστηκαν μα τα τατουάζ ξεθώριασαν στα μάτια του. Και παρόλο που δεν απολάμβανε την ζωή που ζούσε στο στρατόπεδο, την προτιμά από όλα αυτά που τον πρόδωσαν.
............
Ο Λέο κρατιέται με νύχια και με δόντια να μην χτυπήσει τον κολλητό του.
«Πραγματικά είσαι απαράδεκτος.»
«Τι έκανα;»
«Οι ζωές των παιδιών μου καταστράφηκαν και εσύ επιμένεις να βρούμε τον γιο σου όσο πιο γρήγορα μπορούμε γιατί θέλεις επιτέλους να τον γνωρίσεις!»
«Όλο αυτό είχε να κάνει με εμένα εξ αρχής.»
«Έμπλεξε και η οικογένειά μου εξ αρχής όμως οπότε ή θα δείξεις κατανόηση είτε προσπάθησε να τον βρεις μόνος σου!»
«Αν η Μπόνι και ο Σίλβερ συνεχίσουν σε αυτούς τους ρυθμούς μάλλον θα πρέπει εγώ να αναλάβω δράση.»
Είναι από εκείνες τις στιγμές που ο Λέο θέλει να χτυπήσει τον αδερφικό του φίλο δυνατά στο πρόσωπο και να του θυμίσει πως δεν πάνε όλα σε αυτή την ζωή όπως εκείνος τα θέλει. Όμως δεν το κάνει. Του λέει απλώς το αυτονόητο.
«Αν χάθηκε από προσώπου Γης και μόνο στο άκουσμά σου, δεν ξέρω τι θα κάνει αν τον προσεγγίσεις.»
«Θα κάτσει να με ακούσει, σίγουρα.»
«Και τι θα του πεις;»
«Θα του πω όλη την αλήθεια. Ερωτευμένο παιδί είναι, θα καταλάβει ίσως ότι ένας έρωτας με χώρισε από την μητέρα του.»
«Αυτή δεν είναι η αλήθεια.»
«Είναι η αλήθεια μου.»
«Όπως και να 'χει. Εδώ απαιτώ να αφήσεις τα παιδιά μου να βρουν άκρη. Είναι μερικές εβδομάδες που δεν έχουν νέα του μα κάποια στιγμή θα βρεθεί. Τους έχω εμπιστοσύνη. Όπως το κατάφεραν κάποτε, θα το κάνουν και τώρα.»
Ο Τζον αυτή τη φορά δεν είχε άλλη επιλογή πέρα από το να το δεχτεί. Κάθισε λοιπόν στην καρέκλα μπροστά από το παράθυρο, αγαπημένη του θέση, και σκεπτικός έμεινε να κοιτάζει την θέα της πόλης από το σπίτι του Λέο.
Ήθελε επιτέλους να γνωρίσει τον γιο του.
Το θεώρησε δικαίωμά του μα είχε χάσει αυτό το δικαίωμα αρκετά χρόνια πριν, κόντευαν τα είκοσι έξι που ζήτησε από την μητέρα του να το ρίξει και τελικά έφυγε μέσα στην μαύρη νύχτα για πάντα από την ζωή τους.
Αυτόν τον γιο ήθελε να δει. Μα ακόμη και από τις φωτογραφίες, τις περιγραφές, τις μικρές αφηγήσεις, τις ιστορίες...
Τίποτα δεν μπορεί να τον προετοιμάσει για τον Μπλέικ Άντερσον πραγματικά.
..............
Το μαχαίρι που παραμόνευε στην καρδιά του Σίλβερ ήταν πιο αιχμηρό από ότι πίστευε.
Μόλις τρεις ημέρες πριν το άρωμά της βρισκόταν πάνω του, μέσα του, γύρω του, παντού και αυτό το λάτρεψε. Τώρα όμως το νιώθει να ακουμπά πικρό την γλώσσα του και να κοκκινίζει τα μάτια του.
Η αδερφή του ήταν ξεκάθαρη όμως. Πρέπει να γίνει. Αναγκάστηκε εκείνη, πρέπει τώρα να σταθεί κι εκείνος απέναντι από τις πράξεις του.
Το χτύπημα στην πόρτα τον τάραξε αρκετά. Το μαχαίρι σχεδόν του έπεσε από το χέρι μα τελικά το έσφιξε περισσότερο στην χούφτα του. Η καστανομάλλα ξεπρόβαλλε μπροστά του, όχι χαμογελαστή όπως συνήθιζε, μα εύθυμη αρκετά για να τον πλησιάσει και να τον αγκαλιάσει. Το μαχαίρι ακούμπησε το δέρμα του ευθύς.
«Πρέπει να σου μιλήσω.»
«Ξέρεις που είναι ο Μπλέικ; Του τηλεφωνώ και δεν το σηκώνει, η μαμά έχει ανησυχήσει.»
«Γι' αυτό πρέπει να σου μιλήσω.»
Η κοπέλα κάθεται ήρεμη απέναντί του και αγχωμένη περιμένει να ακούσει όσα ο επικεφαλής έχει να της πει.
Στην αρχή δεν ξέρει πώς να της πει, από πού να αρχίσει...
Μα βρίσκει την πρώτη λέξη και έπειτα ακολουθούν οι επόμενες. Το νήμα αρχίζει να ξετυλίγεται και το μαχαίρι ξεκινά να διαπερνά το δέρμα του. Αίμα δεν τρέχει ακόμη μα είναι θέμα χρόνου να το νιώσει στην λαβή του.
Το πρόσωπό της αλλάζει, μεταμορφώνεται σε πληγωμένο, τσαλακώνεται και βρέχεται. Και όσο την κοιτά να τρέμει, να χάνει την ανάσα της, τόσο πιο βαθιά βάζει το μαχαίρι και συνεχίζει.
Στην πρώτη στάλα αίματος κλείνει τα μάτια του. Ο πόνος τώρα είναι αδιανόητα έντονος, οξύς.
Τα μάτια του δακρύζουν, την κοιτούν να κάθεται παγωμένη με το αηδιασμένο βλέμμα της καρφωμένο πάνω του και να μην αρθρώνει λέξη. Την κοιτά να σφίγγει τα μάτια της και έπειτα να τα ανοίγει θέλοντας εκείνος να εξαφανιστεί από κοντά της.
Και στα τελευταία του λόγια, σε εκείνη την τελευταία πρόταση που είπε και στον αδερφό της, το μαχαίρι διαπέρασε εντελώς την καρδιά του. Δεν έχει άλλο να πληγώσει. Το πετά με δύναμη στο έδαφος και κοιτά τα ματωμένα ρούχα του να στάζουν, οι κόκκινες στάλες αίματος εξανεμίζονται και γίνονται δάκρυα στα μάτια τους.
«Συγχώρεσε με για όλα, συγχώρεσε με σε παρακαλώ!»
Πέφτει μπροστά της, στα γόνατα, ακουμπά τα χέρια της μα εκείνη αποτραβιέται. Σηκώνεται όρθια και στέκεται πάνω του αφήνοντας τα δάκρυά της να μουσκέψουν τα ρούχα τους.
«Και μπόρεσες να με αγγίξεις γνωρίζοντας ότι θα με πληγώσεις;»
Τα κόκκινα μάτια του κλέφτη συναντούν τα δικά της που τον κοιτά αφ' υψηλού να λιώνει στην δική του λίμνη αίματος. Η κοπέλα πέφτει δίπλα του και ακουμπά την πληγή από το μαχαίρι που αιωρείτο στο δωμάτιο. Ο πόνος στο άγγιγμα της φεύγει μα στα λόγια της δεν μπορεί να μην λυγίσει και να βουτήξει πιο βαθιά.
«Από όλους... εσύ;»
Πατά γερά στα πόδια της και το ίδιο κάνει κι αυτός.
Πισωπατεί εκείνη, τρέχει κοντά της εκείνος.
«Είμαι ερωτευμένος μαζί σου!» της φωνάζει αυτός, τον αγνοεί αυτή.
Η πόρτα ανοίγει, και κλείνει ισχυρά. Ο άνδρας στέκεται όρθιος με το αίμα να τρέχει στο πουκάμισό του και να το λερώνει ανεξίτηλα.
Όταν η πόρτα ανοίγει ξανά και η αδερφή του τρέχει κοντά του, ο Σίλβερ μόνο να κλάψει παραπάνω μπορεί. Στην αγκαλιά της μπορεί να ξεσπάσει και κάθε σταγόνα να της πει μια ιστορία για εκείνον το πόνο που αισθάνεται.
Μα αισθάνονται το ίδιο, ο ένας λίγο παραπάνω από τον άλλο μα είναι εξίσου δυνατό.
«Όταν σου έλεγα να μείνεις μακριά της δεν ήμουν εγωίστρια», του ψιθυρίζει. «Απλώς αν έπρεπε να πονέσει ένας από τους δύο μας, θα προτιμούσα να είμαι εγώ αυτή.»
Ο άνδρας στην αγκαλιά της δεν σταματά να κλαίει. Μετατρέπεται σε εκείνο το αγόρι που έτρεχε πάντα στην αδερφή του όταν πονούσε πραγματικά, όταν είχε σημαντικά προβλήματα.
«Μαζί θα το περάσουμε κι αυτό.»
Και έτσι πέρασαν οι επόμενοι δύο μήνες.
Εκείνος προσπαθώντας να επουλώσει την πληγή από το μαχαίρι που ο ίδιος έμπιξε στην καρδιά του και εκείνη ψάχνοντας τα κομμάτια της να τα ενώσει τελικά κάπως, κάπου, κάποια στιγμή...
Μικρό, μεταβατικό κεφάλαιο.
Στους δύο μήνες αυτούς όλοι προσπαθούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα όπως είναι αναμενόμενο.
Πονάω κι εγώ με δαύτους όμως και επιμένω ότι θέλω δύναμη να μου δώσει ο Θεός για όσα θα έρθουν.
Πείτε μου λοιπόν...
Πώς βλέπετε να πηγαίνει το πράγμα; Τι θα γίνει με τους πρωταγωνιστές, με τα ζευγάρια, με το παρελθόν; Θα περιμένω!
Αυτά από εμένα, αι σμουτς γιου,
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top