𝑿𝑿𝑰. Υστερόγραφο Γενεθλίων
Οι δύο εβδομάδες αποχής από τις αποστολές της Μπόνι και του Κλάιντ πέρασαν γρήγορα. Η πρώτη δοκιμαστική διαφορετική από τις υπόλοιπες αποστολή πήγε καλά, εξάλλου δεν ήταν τίποτα αρκετά δύσκολο οπότε τώρα, με την συμμετοχή δύο από τους πιο ικανούς κλέφτες της ομάδας, ο Σίλβερ αισθάνεται έτοιμος να προχωρήσουν στην επόμενη πόρτα, με τα θηρία πίσω της.
Έτσι, λοιπόν, κάλεσε σε μία πρωινή συνάντηση τον κολλητό του, Λέτερ, την αδερφή του, Μπόνι, και τον Κλάιντ, θέλοντας έτσι να ενημερώσει τους δύο τελευταίους σχετικά με την εξέλιξη των πραγμάτων αλλά και για την αποστολή της επόμενης εβδομάδας.
Πρώτος μπαίνει στην μεγάλη κουζίνα ο Λέτερ και πριν καθίσει δίπλα από τον φίλο του, φροντίζει να γεμίσει την κούπα του με αρκετό καφέ φίλτρου. Την στιγμή που κάθεται δίπλα του, η Μπόνι εμφανίζεται φρεσκοξυπνημένη με τον ψηλό άνδρα πίσω της να προχωρά γεμάτος όρεξη.
Κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλον και τελικά περιτριγυρίζουν το τραπέζι της κουζίνας άμεσα. «Έφτασε η ώρα παιδιά, γυρνάτε στην δράση.»
Η Μπόνι χαμογελά με όση δύναμη της έχει μείνει ενώ ο Κλάιντ ανακουφίζεται και το δείχνει.
«Θα μπούμε στα πολύ βαθιά. Την προηγούμενη εβδομάδα είχαμε μια πρώτη εναλλακτική αποστολή στην οποία είδαμε πως αποδίδουμε καλά και τώρα που γυρίσατε εσείς μπορούμε να επιχειρήσουμε κάτι πιο ριψοκίνδυνο.»
Ο Λέτερ πίνει σιωπηλός τον καφέ του ενώ οι άλλοι δύο κλέφτες κοιτούν μπερδεμένοι τον Σίλβερ. Ακόμη κι αν η γκριζομάλλα γνώριζε στο περίπου την πρώτη τους αποστολή, ο πρόλογος που κάνει ο αδερφός της την τρομάζει.
«Την επόμενη εβδομάδα έχει γενέθλια ο Όλιβερ Ογκάστους. Τρομερός επιχειρηματίας, τεράστιος εφοπλιστής και με περιουσία που δεν γνωρίζει πως έχει.»
«Χρειάζεται να ψάξουμε προσκλήσεις;» ρωτά ο Κλάιντ.
«Όχι!»
Η Μπόνι σηκώνει τα μάτια της και κοιτά τον αδερφό της μετά από ώρα.
«Πόσα μπορεί να βγάλουμε από ένα απλό πάρτι; Το περισσότερο πέντε με δέκα εκατομμύρια. Θα στείλουμε κάποιους από τους ογδόντα εκεί, θα μοιραστούν τα έσοδα μεταξύ τους ώστε εμείς οι είκοσι να συμμετέχουμε σε κάτι καλύτερο και μεγαλύτερο.»
«Πες το, μας γκάστρωσες.»
«Εμείς θα κλέψουμε το σπίτι του.»
Και η Μπόνι αλλά και ο Κλάιντ τον κοιτούν έκπληκτοι χωρίς να σχολιάζουν τίποτα.
«Περισσότερα λεφτά και μεγαλύτερο κέρδος.»
«Ξεχνάμε ότι θα έχει κάμερες και σεκιούριτι;» Ο Κλάιντ λέει το αυτονόητο.
«Έχουμε την Περλ για τις κάμερες και για τους σεκιούριτι και την ασφάλεια έχουμε αυτά.» Τους δίνει έναν φάκελο τον οποίο πρώτα παίρνει εκείνος, αφήνοντας την Μπόνι και τις αργές κινήσεις της να μην προλάβουν.
«Δύο σεκιούριτι, στην κεντρική πόρτα, το σπίτι δεν έχει σύστημα ασφαλείας, έχουν μία οικονόμο.» διαβάζει δυνατά όσα γράφει στην δεύτερη σελίδα του μεγάλου φακέλου.
«Και πως θα μπούμε μέσα;» μιλάει τώρα η Μπόνι.
«Με δόλωμα.» πετάγεται ο Λέτερ.
«Ο Όλιβερ είναι ένας μόνος άνθρωπος, ανύπαντρος, χωρίς συντρόφους... Αναζητεί την παρέα στην οποιαδήποτε.»
«Σε πόρνες.» διορθώνει η Μπόνι.
«Άρα, κάποια θα παραστήσει την πόρνη.» συμπεραίνει ο Κλάιντ.
«Κάποιες. Δύο θα παραστήσουν τις πόρνες. Πιο πιστευτό για δώρο γενεθλίων.»
Το βλέμμα του Σίλβερ μένει πάνω στην αδερφή του. Την κοιτά έντονα και της στέλνει το μήνυμα μονάχα με τα μάτια. Δεν αργεί να το καταλάβει εκείνη, ενώ ο κλέφτης δίπλα της φαίνεται να το αντιλήφθηκε από την αρχή. Από το απότομα κοφτερό σαγόνι του δεν φαίνεται και τόσο ενθουσιασμένος με την ιδέα.
Ο Μπλου κοιτά μία τον Σίλβερ και μία τον Λέτερ εκνευρισμένος. Δεν πρόλαβαν να μιλήσουν και από το ύφος του Κλάιντ κατάλαβε πως για να τους φώναξαν άρον άρον με την Σκάι, κάτι σοβαρό θα γίνει. Όταν δεν άκουσε τον πρόλογο του ενός επικεφαλής, κοκκίνησε ολόκληρος.
«Δηλαδή μου λες ότι η Σκάι και η Μπόνι θα υποδυθούν τις πόρνες όσο εμείς θα κλέβουμε το σπίτι του Όλιβερ Ιουλίου, Αυγούστου, πως σκατά τον λένε;»
«Ναι.»
«Σίλβερ σήκωσε το χέρι σου και πες «είπα μαλακία» να δω λίγο κάτι.» Ο θυμωμένος Μπλου δεν ανέχεται αυτή την πρόταση, δεν έχει ακούσει καν το σχέδιο μα δεν μπορεί να διανοηθεί αυτό που χώρεσε τόσο εύκολα στο κεφάλι των διοικητών της ομάδας.
«Μπλου, άκου το σχέδιο πρώτα και μετά-»
«Δεν έχω υπομονή για να το κάνω αυτό. Την δικιά μου την κοπέλα θα πηδήξει ένας ξένος όχι την δικιά σου» δείχνει τον Σίλβερ «και ούτε την δικιά σου» δείχνει τον Λέτερ. «Εγώ και ο Κλάιντ θα το περάσουμε βαριά για να μην μιλήσω για τα κορίτσια. Για να μην μιλήσω για εκείνες.»
«Μπλου ηρέμησε και άκου τι έχουμε να σου πούμε.»
«Σας έχει χτυπήσει εσάς η αγαμία στον εγκέφαλο και θα την πληρώσουμε εμείς, ναι, για πήγαινε στην γωνία να δεις αν έρχομαι.»
«Μπλου!» Ο Σίλβερ προσπαθεί να τον ηρεμήσει αλλά μόνος του παλεύει. Σιωπηλές κάθονται στις θέσεις τους οι δύο κοπέλες, οι οποίες αντάλλαξαν μερικά βλέμματα ανησυχίας ενώ ο Κλάιντ κοιτά το έδαφος τρομερά θυμωμένος, μα με φοβερή αυτοσυγκράτηση.
«Τι θέλεις μωρέ Σίλβερ; Παίρνετε αποφάσεις λες και εσείς θα υποστείτε τον μαλάκα εφοπλιστή.»
«Θα σκάσεις ρε μαλάκα να σου πούμε το γαμήδι το σχέδιο ή θα πετάς παπαριές για πολλή ώρα ακόμη;» Όταν ο επικεφαλής σηκώνεται όρθιος, ο Μπλου δεν μιλά άλλο. Τρέμει να κοιτάξει το θυμωμένο του ύφος αλλά βλέποντας τον με την άκρη των ματιών του να κάθεται ξανά, σηκώνει το βλέμμα του πάλι. Περιέργως, ο «αρχηγός» κάθεται ήρεμος.
«Το σχέδιο έχει ως εξής: Η Μπόνι και η Σκάι θα πάνε εκεί ως χορεύτριες. Εκείνος θα επιλέξει μια για να περάσει την νύχτα μαζί του. Όσο αυτή που θα επιλέξει θα τον απασχολεί, η άλλη θα έχει φροντίσει ήδη να ρίξει υπνωτικό στο ποτό που εσείς θα του πάτε. Θα κοιμηθεί την κατάλληλη στιγμή και θα φύγει όποια κι αν είναι μαζί του. Δεν θα χρειαστεί να γίνει τίποτα παραπάνω από λίγο χορό.»
«Και είναι ανάγκη να πάει η Σκάι; Δεν μπορείς να βάλεις την Γκόλντεν που είναι και η ομάδα σου;»
Εκεί, ο Κλάιντ μιλά. «Αν είναι να πάει η Γκόλντεν, θα βάλω βυζιά και θα πάω εγώ να τον ξεμυαλίσω. Δεν μίλησα για την Μπόνι αλλά την Γκόλντεν δεν θα την αφήσεις να πλησιάσει.»
Η Σκάι παίρνει επιτέλους τον λόγο. «Εγώ δεν έχω θέμα να πάω, δεν είναι κάτι τόσο δύσκολο. Αν φροντίσουμε να πράξουμε γρήγορα με το υπνωτικό, θα είμαι εντάξει.» Ο Μπλου την κοιτά διστακτικά μα από την στιγμή που εκείνη δεν παρουσιάζει αντίσταση, δεν μπορεί να παρέμβει άλλο.
Η Μπόνι, σε αντίθεση με την Σκάι δεν μιλάει καθόλου. Δεν τους κοιτά, δεν δείχνει κανένα συναίσθημα, καμία αντίδραση για να τους δώσει να καταλάβουν ότι συμφωνεί ή ότι διαφωνεί.
«Μπόνι;»
«Τι;»
«Θα το κάνεις;» ο Σίλβερ αγχώνεται για την απάντησή της, αν και δεν θα έπρεπε.
«Ναι, δεν έχω θέμα.»
Η παγωμένη έκφρασή της χτυπάει έντονα στο στέρνο του Κλάιντ. Σμίγει τα φρύδια του και την κοιτά μπερδεμένος. Δεν έχει θέμα; Δεν έχει θέμα, όχι.
«Σίγουρα;» την ερώτηση στο μυαλό του την κάνει τελικά ο Λέτερ.
«Εκατό τοις εκατό.» Χαμογελά με το ζόρι και σηκώνεται από την καρέκλα της. «Χρειάζομαι άλλο; Θα πρέπει να κάνω εγώ κάτι;»
Ο Σίλβερ δίνει έναν φάκελο σε εκείνη με το όνομά της. Μέσα έχει τις πολύ βασικές πληροφορίες του εφοπλιστή ενώ και μερικές άλλες πληροφορίες για τις κοπέλες που του αρέσουν, τα ρούχα που θα πρέπει να φορά τότε αλλά και το τηλέφωνο της Τσόκο και της Μπλανς. Οι δύο χορεύτριες θα βοηθήσουν την Σκάι και την Μπόνι με μερικές κινήσεις, αν και εφόσον τις χρειαστούν.
Τελικά, η γκριζομάλλα παίρνει τον φάκελο και φεύγει από το δωμάτιο χωρίς να χαιρετήσει κανέναν. Ματιά δεν έριξε στον Κλάιντ.
«Τα υπόλοιπα θα τα συζητήσουμε στο απογευματινό συμβούλιο. Κάθε κίνησή μας θα μελετηθεί διεξοδικά για να μην υπάρξουν λάθη και την ερχόμενη Κυριακή θα κάνουμε πράξη όσα θα πούμε. Μπορείτε να φύγετε, Μπλου ηρεμία, Σκάι καλή δύναμη και προετοιμασία, Κλάιντ μείνε εσύ. Λέτερ θα με περιμένεις στο δωμάτιο.»
Όλοι κάνουν αυτό που τους διατάζει. Εκτός από τους δύο άνδρες που κάθονται στις καρέκλες τους, οι υπόλοιποι φεύγουν από το δωμάτιο και ο τελευταίος κλείνει την πόρτα ισχυρά.
«Δεν είπες πολλά, θέλω να ακούσω τι έχεις να πεις.»
«Δεν ξέρω αν όντως θέλεις.»
«Θέλω. Είναι σημαντικό να ξέρω τι σκέφτεσαι και να γνωρίζω αν θα στηρίξεις την αδερφή μου.»
«Προσωπικά, θέλω να πάω στο δωμάτιό της, να την πάρω στην πλάτη, να την πάω σπίτι, να την κλειδώσω σε ένα δωμάτιο και να μην την αφήσω να βγει από εκεί μέσα μέχρι το πέρας της αποστολής. Στην καλύτερη θα βρω μια τέλεια δικαιολογία όπως ότι κάποιος την απήγαγε, εν προκειμένω εγώ, ή ότι πήγε σε άλλη πολιτεία για κάποιο σεμινάριο μαγειρικής και δεν μπορεί να έρθει.»
Ο Σίλβερ χαμογελά. «Γιατί τόσο αρνητικός; Είπαμε πως δεν θα προλάβει να συμβεί τίποτε μεταξύ τους. Εξάλλου μπορεί να επιλέξει την Σκάι.»
«Δεν ξέρω, στην σκέψη ότι θα χορέψει ημίγυμνη για κάποιον άλλον, ότι θα την ακουμπήσει άλλος, ο τύπος πιθανότατα να την κοιτά σαν θήραμα πολύ πριν αρχίσει να του χορεύει. Και πως ξέρουμε ότι δεν θα αργήσει αν δράσει το υπνωτικό;» παίρνει ανάσα και έπειτα συνεχίζει. «Κι αν πρέπει να κάνει πράγματα μαζί του; Εγώ στην σκέψη και μόνο φουντώνω. Αλλά ας πούμε ότι εγώ δεν μετράω, η Μπόνι τι θα κάνει τότε;»
«Θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να μην μας καταλάβει.»
«Την αδερφή σου την ρώτησες;»
«Μην ξεχνάς ότι μπορεί να επιλέξει την Σκάι.»
«Και οι δύο μας ξέρουμε ότι δεν θα επιλέξει την Σκάι, οπότε αυτή η σκέψη δεν με καθησυχάζει καθόλου.»
«Το ξέρω και την εμπιστεύομαι ότι θα τα πάει τέλεια. Είναι εξαιρετική σε αυτό.»
«Είναι εξαιρετική κλέφτρα σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, όχι στο να αποπλανήσει έναν πλούσιο και στην χειρότερη να του κάτσει.»
«Θέλω να πιστεύω ότι η εμπειρία της θα την βοηθήσει.»
«Ποια εμπειρία της;»
«Σε όλα.» Τον κοιτά ευθεία και έντονα. Ο Σίλβερ φαίνεται να υπονοεί κάτι και όταν ο Κλάιντ το καταλαβαίνει, σπεύδει να τον διαψεύσει.
«Η Μπόνι δεν είναι επαγγελματίας χορεύτρια.» ξεκινά πρώτα από τα ρηχά. «Οπότε, ο χορός δεν είναι κάτι οικείο για εκείνη.»
«Θα το βρει.»
«Ούτε έχει αποπλανήσει ξανά κόσμο, κλέφτρα είναι.»
«Θα το βρει κι αυτό.»
«Σίλβερ δεν καταλαβαίνεις;»
«Τι να καταλάβω;»
Ο Κλάιντ κοιτά το έδαφος πριν μιλήσει. Ψάχνει να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να του πει αυτό που έχει στο μυαλό του. «Προσποιήσου για λίγα λεπτά ότι δεν μιλάμε για την αδερφή σου.»
«Έγινε.»
«Αν κάτι δεν πάει καλά, η Μπόνι θα αναγκαστεί να κάνει πράγματα που δεν έχει ξανακάνει. Η εμπειρία της στον τομέα αυτόν είναι περιορισμένη και αν κομπλάρει μαζί μου, φαντάζομαι ότι με έναν ξένο, δύο φορές μεγαλύτερό της, εφοπλιστή θα είναι χειρότερο.»
Ο διοικητής της ομάδας στραβοκαταπίνει. «Αυτό δεν το είχα σκεφτεί.»
«Το σκέφτηκα εγώ για εσένα. Και όχι μόνο εγώ αλλά και εκείνη.»
Σιωπή για λίγα λεπτά. Τελικά ο Κλάιντ μιλά ξανά. «Δεν μπορείς να αλλάξεις το σχέδιο τώρα αλλά θα πρέπει να μελετήσουμε κάθε βήμα του σχεδίου τόσο καλά ώστε το υπνωτικό να δράσει την κατάλληλη στιγμή και να μην χρειαστεί να κάνει τίποτα.»
«Έχεις δίκιο. Αν ακολουθήσουμε το σχέδιο όλα θα πάνε καλά.»
Αμήν.
....................
Βρίσκονται και οι είκοσι στο μεγάλο γυάλινο δωμάτιο.
Εκτός από την Μπόνι και την Σκάι που έχουν ντυθεί με προσοχή, όλοι οι υπόλοιποι φορούν μονόχρωμα ρούχα, άνετα αρκετά για να ελιχθούν στο σπίτι. Ο Σίλβερ, που συνήθως είναι ντυμένος καλά, έχει βολευτεί μέσα σε φόρμες ενώ ο Κλάιντ φορά το κλασικό του μαύρο τζιν με μια φούτερ στο ίδιο χρώμα.
«Με το που κλείσει το τηλέφωνο, φεύγετε τα έξι ζευγάρια και ακολουθείτε το σχέδιο γύρω από το οικόπεδο. Μένουν τέσσερα ζευγάρια, Μπόνι και Κλάιντ, Σκάι και Μπλου φεύγετε τελευταίοι. Λέτερ και Περλ σε ένα αμάξι, εγώ θα είμαι αργότερα με τα κορίτσια σε αυτό που θα μπει στο γκαράζ, Σέβεν και Γκόλντεν σε ένα άλλο αμάξι, οι δύο τους. Το σχέδιο προχωρά ως έξης εκτός απροόπτου.»
Όλοι γνέφουν μα κανένας δεν μιλάει περισσότερο. Ανοίγει το κινητό του και έχοντας μια άκυρη κάρτα SIM, ξεκινά να πληκτρολογεί νούμερα από το χαρτί δίπλα του. Τελικά, λίγο αργότερα και αφού μπήκε σε ανοιχτή ακρόαση η κλήση, κάποιος απαντά.
«Παρακαλώ;»
«Φίλε μου, Χρόνια Πολλά έστω και καθυστερημένα. Για να δικαιολογηθώ για την αργοπορία μου, σε μισή ώρα θα έχεις στην πόρτα σου το πρώτο δώρο που βρήκα στην λίστα επιθυμιών σου. Κοίτα να το εκμεταλλευτείς σωστά.»
Ο άνδρας μέσα από το ακουστικό γελάει. Ξέρει πως για να μιλάει κανείς για την λίστα επιθυμιών του, θα πρέπει να είναι καλός φίλος. Λίγοι έλαβαν το μέιλ του σχετικά με τα δώρα που θα ήθελε και η φωνή τον προσανατολίζει αμέσως στον πολύ καλό του ξάδερφο που μένει στο εξωτερικό.
Ο Σίλβερ πέτυχε διάνα.
«Θα το περιμένω πως και πως.»
Και η κλήση τερματίζεται. Με ένα νόημα του Σίλβερ τα έξι ζευγάρια έχουν φύγει πριν καν βάλει το κινητό αυτό στην τσέπη. Οι υπόλοιποι κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα.
«Γκόλντεν και Σέβεν φεύγετε. Σέβεν, αν δεν αισθάνεσαι καλά, απλά πάρε την και φύγετε. Με αδιαθεσία δεν πρόκειται να σε ενοχλήσουμε. Εντάξει;»
Η Πέιτον σηκώνεται από την καρέκλα της ήρεμα, χαμογελά ελάχιστα στον Σίλβερ και έπειτα προχωρά προς την έξοδο. Ο Κλάιντ βρίσκεται στον δρόμο της μα δεν τον ενοχλεί, η δυσαρέσκειά του δεν την αφήνει ούτε να τον πλησιάσει. Τελικά με τον Σέβεν φεύγουν και αφήνουν τους έξι τελευταίους στο δωμάτιο.
«Κορίτσια θέλετε να επαναλάβουμε τα βήματα;»
«Ναι.»
«Όχι.»
Τις κοιτούν εναλλάξ. Η Σκάι στέλνει ένα μπερδεμένο βλέμμα στην γκριζομάλλα που δεν κοιτά κανέναν τους. Όταν το κάνει και βλέπει πως όλοι –εκτός από έναν– περιμένουν κάτι από εκείνη, αποφασίζει να μιλήσει.
«Τι; Έχω καταλάβει τα βήματα, δεν χρειάζομαι κάτι παραπάνω.»
«Καλώς. Σκάι εσύ;»
«Ούτε εγώ χρειάζομαι κάτι, μπορούμε να φύγουμε δηλαδή.»
Σηκώνονται ταυτόχρονα όλοι και βγαίνουν από το δωμάτιο σιωπηλοί. Ο Σίλβερ που προχωρά πρώτος τους οδηγεί στο γκαράζ, εκεί όπου βρίσκονται τα τρία αμάξια. Στο πρώτο, ο Λέτερ με την Περλ, στο δεύτερο ο Κλάιντ και ο Μπλου και στο τρίτο, τα κορίτσια με τον Σίλβερ.
Περπατούν σιωπηλά, ο Κλάιντ με την Μπόνι έχουν αναπτύξει μια εύλογη απόσταση αλλά ο πρώτος δεν το αφήνει να συνεχιστεί. Την τραβά από το μπράτσο πριν προλάβει να πλησιάσει τους υπόλοιπους και την τοποθετεί ακριβώς μπροστά του.
«Τι έγινε;» τον ρωτά αποσυντονισμένη. Λες και είχε βάλει το μυαλό της σε μια συγκεκριμένη λειτουργία κι εκείνος την απενεργοποίησε.
«Το ακουστικό σου το φοράς;»
«Ναι, και το μικρόφωνο. Εσύ;»
«Εγώ είμαι εντάξει.»
«Ωραία.» Ετοιμάζεται να φύγει μα δεν την αφήνει. Εγκλωβίζει τον καρπό της στο χέρι του και την κοιτά έντονα. Πριν του μιλήσει, πριν του φέρει αντίρρηση για οτιδήποτε, την φιλά θέλοντας έτσι να της μεταφέρει αυτό που θέλει δίχως να της το πει.
Η, μέχρι πρότινος, τσιτωμένη κοπέλα ενδίδει σε κάθε ίχνος συναισθήματος αυτού του φιλιού. Σχεδόν κλαψουρίζει που δεν μπορεί να το απολαύσει παραπάνω, ειδικά όταν απομακρύνεται από τα χείλη της, αισθάνεται δάκρυα στα μάτια της.
«Χωρίς τύψεις και ενοχές, πήγαινε και δώσε ό,τι καλύτερο μπορείς.» της ψιθυρίζει και η κοπέλα αισθάνεται ένα βάρος να φεύγει από πάνω της.
«Μπορεί και να μην με διαλέξει, μην το σκέφτεσαι...»
«Όπως και να έχει, δώσε τον καλύτερο εαυτό σου.»
«Εντάξει.»
Την φιλά στο μέτωπο και πριν προχωρήσει προς το αμάξι όπου ο Μπλου τον περιμένει της ψιθυρίζει κάτι ακόμη. «Να προσέχεις.»
«Σ' αγαπώ.» του ψιθυρίζει και τραβά όλη του την προσοχή. Της χαμογελά αχνά, αγνοεί την έντονη ταχυπαλμία και της κλείνει το μάτι με έναν πιο παιχνιδιάρικο τόνο.
«Κι εγώ.»
Ύστερα από αυτό, η κοπέλα ένιωσε πιο έτοιμη.
Στο αμάξι οι δύο άνδρες είναι σιωπηλοί. Μέσα του ο Μπλου ξέρει πως ο Όλιβερ Ογκάστους δεν πρόκειται να επιλέξει την Σκάι όμως αγχώνεται πως τελευταία στιγμή η έντονη εμφάνιση της γκριζομάλλας δεν θα τον τραβήξει. Έπειτα, αισθάνεται και την ανησυχία του Κλάιντ ο οποίος οδηγεί με το χέρι του σφιγμένο γύρω από το τιμόνι.
«Αν ακολουθήσουν το σχέδιο θα πάνε όλα καλά.»
Ο συνοδηγός επιλέγει να μιλήσει και να πει τα λάθος πράγματα. Και βέβαια θα πάνε όλα καλά αν το σχέδιο ακολουθηθεί κατά γράμμα, αυτό το ξέρουν όλοι μα είναι είκοσι άτομα σε όλο αυτό, πόσο εύκολο να γίνουν όλα τέλεια; Κρύος ιδρώτας τον λούζει και μόνο στην σκέψη.
«Έχεις δίκιο.»
«Ξέρω ότι δεν το πιστεύεις αλλά-»
«Όχι, το πιστεύω.»
«Καλά. Το θυμάσαι το σχέδιο;»
«Απέξω.»
Έπειτα το αμάξι πέφτει στην σιωπή του ξανά. Ο ένας κολυμπά στις σκέψεις του και ο άλλος προσπαθεί να ψαρέψει μέσα από αυτές. Τελικά φτάνουν στο σπίτι του μεγάλου εφοπλιστή λίγη ώρα αργότερα και όσες σκέψεις βασάνιζαν το κεφάλι τους ησύχασαν.
Τα κορίτσια πέρασαν από την κεντρική πόρτα με τους σεκιούριτι εύκολα. Ο Σίλβερ που περίμενε στο αμάξι μιμούμενος κάθε οδηγό συνοδών πολυτελείας, έγινε αυτόπτης μάρτυρας των δύο ανδρών να φεύγουν από το οίκημα εντελώς. Από την κεντρική πόρτα έφυγε και η οικονόμος. Ο κλέφτης που περιμένει μέσα στο αμάξι μπερδεύεται.
Έτσι, του τηλεφωνεί.
«Τα κορίτσια έφτασαν;»
«Έφτασαν.»
«Σε ευχαριστώ για το δώρο αυτό. Φρόντισα να το απολαύσω ολομόναχος.»
«Θα υπάρξει μια μικρή αλλαγή.»
«Αλλαγή;»
«Ναι. Θα μπορέσεις να διαλέξεις μόνο μια από τις δύο. Θέλουν αποκλειστικότητα, είναι και ακριβές...» Ο Σίλβερ δεν μπορεί να φανταστεί ότι μιλά για την αδερφή του μα προσπαθεί να το αγνοήσει.
«Μου αρέσει...»
Την στιγμή που στο ακουστικό φτάνει ένα ελαφρύ χτύπημα από μακριά, ο επικεφαλής μαντεύει ότι είναι η πόρτα, η κλήση τερματίζει χωρίς πολλά-πολλά.
Εν τω μεταξύ, οι δύο κοπέλες στέκονταν αρκετή ώρα έξω από την μεγάλη πόρτα που τους υπέδειξε η οικονόμος του σπιτιού πριν φύγει. Η Μπόνι ένιωθε την καρδιά της έτοιμη να σπάσει και η Σκάι μπορούσε να το ακούσει ακόμη κι από μακριά.
«Μπόνι αν θέλεις κάνεις πίσω.» Η ξανθιά κοπέλα προσπάθησε να την καθησυχάσει μα δεν τα κατάφερε. «Θα πάω μόνη μου, δεν πειράζει.»
Ο Μπλου μέσα στο ακουστικό της, επαναστάτησε. Στο ακουστικό της Μπόνι επικράτησε ησυχία. «Θα το κάνω, είμαι εντάξει.» Μια βαθιά ανάσα και ήταν έτοιμη. Σήκωσε το χέρι της ψηλά και χτύπησε την πόρτα ελαφρά.
Ο Όλιβερ κλείνει το κινητό του και περπατά ήρεμος μέσα στο δωμάτιο. Κάθεται σε μια καρέκλα, ώστε να βλέπει ακριβώς την μεγάλη πόρτα και τους δίνει την έγκριση για να μπουν. Τα φώτα είναι κλειστά, ύστερα από δική του επιθυμία, ενώ μόνο μερικοί κρυφοί φωτισμοί δίνουν μια λάμψη στα πρόσωπα τους καθώς προχωρούν μέσα.
Τα τακούνια τους ακούγονται ολοκάθαρα.
Ψηλά πόδια, με δέρμα να φαίνεται αρκετό και ελάχιστο ύφασμα καλύπτει τον κορμό της κάθε μιας. Η γκριζομάλλα του τραβά αμέσως την προσοχή. Η ξανθούλα δεν του περνά απαρατήρητη μα μπροστά του έχει κάτι πιο ξεχωριστό.
Η Μπόνι καταλαβαίνει τι συμβαίνει και μόνο από το βλέμμα του. Αισθάνεται την καρδιά της να γίνεται βαριά, ασήκωτη στο στήθος της. Με μια βαθιά ανάσα και ένα χαμόγελο καταφέρει να τα κρύψει όλα.
Η Σκάι αποφασίζει να περπατήσει προς το μεγάλο στερεοφωνικό της σουίτας ενώ η Μπόνι, περπατώντας προς τον μεσήλικα, έχει στο νου της μονάχα το ποτό του.
Φτάνοντας κοντά του, του δίνει μια καλύτερη εικόνα από το σώμα και το πρόσωπό της. Εκείνος σκέφτηκε πόσο την ευλόγησε η μητέρα φύση, εκείνη μπορεί να ακούσει τους κλέφτες μέσα από το ακουστικό της να ελίσσονται στο σπίτι του ανίδεου εφοπλιστή.
Της φαίνεται πως θέλει να πει κάτι μα τον αποθαρρύνει όταν λέει εκείνη κάτι εν τέλει.
«Αυτό,» πιάνει το ποτό του, «θα το πάρω εγώ.» Του κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα και τον αφήνει άφωνο να την κοιτά καθώς απομακρύνεται προς την κάβα με τα ποτά. Απαλή μουσική αρχίζει να ακούγεται από το βάθος και η Σκάι ξεκινά να τον προσεγγίζει.
Όσο η Μπόνι βάζει λίγο από το υπνωτικό στο ποτό του, η ξανθιά συνεργός της τον απασχολεί με το μπούστο της. Όσο κι αν ήθελε να παραβλέψει την δυναμική εκείνης της κοπέλας, εκείνη δεν τον άφηνε. Ωστόσο, εκείνη με τα γκρίζα μαλλιά δεν μπορεί να φύγει στιγμή από το μυαλό του. Εκείνη θέλει.
Την βλέπει να περπατά κοντά του με το ποτό στο χέρι της. Και πριν προλάβει εκείνος να υποπτευθεί το περιεχόμενο του ποτού του, τολμά να φέρει το ποτήρι στα χείλη της.
Προσποιείται πως παίρνει μια γερή γουλιά ενώ στην πραγματικότητα το ποτό αγγίζει μονάχα τα χείλη της. Του χαμογελά με σπιρτάδα και αφήνει το ποτήρι στο γυάλινο τραπέζι δίπλα του. Τα κόκκινα χείλη της περνούν ξυστά από τον λαιμό του και όταν του ψιθυρίζει κάτι, εκείνος τα χάνει.
Ο Κλάιντ, που δεν καταφέρνει να καταλάβει τι είπε η κοπέλα, αισθάνεται το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι γρήγορα. Οι σφυγμοί του βαρούν κόκκινο και ζεσταίνεται αμέσως, θέλει να τραβήξει το δέρμα του ή καλύτερα, να ανέβει στον όροφο της σουίτας και να την πάρει από εκεί μέσα. Ή να την πάρει εκεί μέσα, με εκείνον να βλέπει ποιος είναι ποιανού.
Διώχνει τις σκέψεις αυτές όταν κάποιος από την ομάδα του ζητά άηχα να τον βοηθήσει.
Την ίδια ώρα, οι κοπέλες έχουν ήδη αρχίσει να γέρνουν το κορμί τους και να κουνούν τους γοφούς τους στην μελωδία της απαλής μουσικής. Με ένα βάρος λιγότερο, αφού ο εφοπλιστής κατάφερε και ήπιε μονορούφι το ποτό με το υπνωτικό.
«Κορίτσια μου...» μονολογεί στην θέα των δύο γυναικών να χορεύουν μπροστά του και σε μικρή απόσταση από εκείνον. Ο Μπλου αισθάνεται πως θέλει να κάνει εμετό στο σχόλιό του. Το προαίσθημά του δεν είναι καλό, αν η Σκάι μείνει τελικά ίσως λιποθυμήσει...
Ο εφοπλιστής δεν τους αφήνει να περιμένουν. Σηκώνεται όρθιος και πλησιάζει την Σκάι με ένα ελαφρύ χαμόγελο. Ακουμπά το δέρμα στα οπίσθια της και λίγο πριν την διώξει, φιλά τον λαιμό της.
«Κάνε μου την χάρη και επισκέψου με ξανά. Δεν τελείωσα μαζί σου.»
Η ξανθιά κοπέλα γνέφει και χαμογελά λάγνα στον καθόλα αηδιαστικό τόνο του. Η Μπόνι, που δεν σταμάτησε να χορεύει, νιώθει βαριά τα βλέφαρά της από την υγρασία. Καθώς η Σκάι απομακρύνεται, αισθάνεται τα πόδια της να μένουν γερά στο έδαφος. Συνέχισε όμως να χορεύει στον ρυθμό της ίδιας μουσικής.
Η πόρτα ανοίγει, κλείνει και αφήνει μέσα της δύο ανθρώπους.
Έξω από αυτήν, ο Μπλου τρέχει αθόρυβα, μα τρέχει προς την μεγάλη σουίτα και όταν φτάνει στον μισό δρόμο, βρίσκει την κοπέλα του να κρατά στο χέρι της τα ψηλά τακούνια. Πιάνει το στέρνο της με ανακούφιση και ύστερα τον αγκαλιάζει σφιχτά. «Παρά τρίχα,» του λέει σιγανά κι εκείνος απλώς φιλά το μέτωπό της. Την οδηγεί στο ισόγειο. Όταν ο Κλάιντ περνά από δίπλα τους, δεν τον κοιτούν. Νιώθουν την ένταση πάνω του, ο Μπλου θέλει να του μιλήσει μα δεν τον παίρνει, το ξέρει. Παρατά τις προσπάθειές του όταν τον προσπερνούν εντελώς.
Εξάλλου, ο Κλάιντ δεν δίνει καμία σημασία σε τίποτα άλλο πέρα από τις ομιλίες στο ακουστικό του.
«Δείξε μου τι ξέρεις...» ψιθυρίζει κοντά στο αφτί της και εκείνη, προσπαθώντας να αγνοήσει το άγγιγμά του χαμηλά στην κοιλιά της, χαμογελά. Κάνει δύο βήματα πίσω, πλέον δεν αισθάνεται την αφή του και πιάνει τα μαλλιά της σε ψηλή κοτσίδα εκεί, μπροστά του.
Ο Όλιβερ καταλαβαίνει πως ετοιμάζεται για όσα θα ακολουθήσουν μα εκείνη ξεκινά να χορεύει πάλι. Πιάνει μόνη της τις καμπύλες της, ακουμπά το δέρμα του λαιμού της που καίει από το άγχος, κλείνει τα μάτια της και προσπαθεί να του δείξει ότι το απολαμβάνει.
Όταν το βλέμμα του μένει όπως πριν, αποφασίζει να κάνει κάτι καλύτερο από αυτό. Έτσι, κλείνοντας τα πόδια της, ξεκινά να κατεβαίνει προς τα κάτω, φτάνοντας πια να στηρίζεται στις μύτες των ποδιών της. Ανοίγει τα γόνατά της και αφήνει το κορμάκι που φορά να κρύψει ελάχιστα. Ο ρυθμός της μουσικής δεν την αφήνει να μείνει αμήχανη, καθοδηγεί το χέρι της προς τα κάτω, πολύ κάτω. Τόσο που να ακουμπά τον εαυτό της.
Και αυτό δείχνει να τρελαίνει τον εφοπλιστή. Μα, ο χαζός, δεν μένει ήσυχος να απολαύσει το θέαμα, όχι. Σηκώνεται όρθιος πάλι. Πετάει το ποτήρι του κάπου στο δωμάτιο, ο ήχος από το κρύσταλλο που σπάει δεν την αποσυντονίζει στιγμή.
Την φτάνει ύστερα από λίγο. Πιάνοντας την κοτσίδα της την αναγκάζει να πέσει μπροστά στα γόνατά της και τραβώντας τα μαλλιά της προς τα πίσω, την πιέζει να τον κοιτάξει.
«Πολύ θα ήθελα να σε δω να αγκομαχάς στην όψη μου και μόνο αλλά σου έχω κάποια καλύτερα πράγματα να κάνεις.» Ο ψίθυρος του φτάνει σαν θηλιά στον λαιμό της, παρόμοια και του Κλάιντ. Σταματάει να περπατά στο ισόγειο του σπιτιού και αφήνει τον εαυτό του να επεξεργαστεί αυτό που μόλις άκουσε. Κάποιος από την ομάδα τον βλέπει που στέκεται έντρομος και κοιτά το έδαφος. Ενημερώνει ευθύς. Ο Σίλβερ ανακάθεται στην θέση του και στραβοκαταπίνει, ο Μπλου παγώνει, η Σκάι καλύπτει το στόμα της.
Η Μπόνι χαμογελά.
«Θέλω να τα δοκιμάσω όλα...»
Και ο εφοπλιστής παίρνει θάρρος.
Πλησιάζει τον αντίχειρά του στο πρόσωπό της και χαϊδεύει το δέρμα της. Όταν φτάνει στα κόκκινα χείλη της σταματά για πολύ λίγο. Τα «βουρτσίζει», τα παιδεύει και έπειτα σκύβει κοντά τους. Δεν την φιλά, όχι. Της ψιθυρίζει να ανοίξει το στόμα της. Και εκείνη το κάνει, τα δάκρυα στα μάτια της γίνονται περισσότερα.
Ο Κλάιντ θέλει να σπάσει οτιδήποτε βρίσκεται γύρω του. Κοιτά τον Κάπτεν που τον πλησιάζει και δεν τον αφήνει να κάνει βήμα πιο κοντά του.
«Άνοιξε το λίγο παραπάνω, δεν χωράω εκεί μέσα.»
Η κοπέλα ανασαίνει βαθιά και του δίνει καλύτερη πρόσβαση. Δεν κατεβάζει τα μάτια της, δεν θέλει να τον δει καθώς κατεβάζει το φερμουάρ του. Εκείνος πάλι, μεταφράζει την γρήγορη ανταπόκριση της για επιθυμία.
«Μου μοιάζεις ανυπόμονη.»
Η κοπέλα γλύφει τα χείλη της που πρόλαβαν να ξεραθούν από το άγχος.
«Δεν σε θέλω ανυπόμονη.» Ψέμα.
Με μια κίνηση στην κοτσίδα της την σηκώνει όρθια. Πιέζοντας την στο σώμα του της το κάνει προφανές πόσο την θέλει, εκείνη και το τέλειο σώμα της, τα φουσκωμένα χείλη της. Είναι σκληρός και πρέπει να της το δείξει.
«Πήγαινε στο κρεβάτι. Περίμενέ με.»
Η διαταγή του γίνεται πράξη αμέσως. Με γυρισμένη την πλάτη της σε εκείνον νιώθει πως μπορεί να ανασάνει ξανά. Παίρνει λίγο παραπάνω οξυγόνο και πέφτει ύστερα στο στρώμα απαλά. Όσο τον κοιτά που πλησιάζει ένα μονάχα αναρωτιέται, πότε θα δράσει το υπνωτικό.
Βγάζει την μπλούζα που φορούσε και ξεδένει την ζώνη του. Την κοιτά καθώς κατεβάζει το παντελόνι του και αποκαλύπτει την γύμνια του. Εκείνη δεν το κοιτά, δεν μπορεί.
«Άνοιξε τα πόδια σου.»
Η κοπέλα το κάνει. Ο Κλάιντ θολώνει.
«Μπόνι άλλαξα γνώμη. Δεν θέλω ούτε να σε ακουμπήσει.»
Το κάνει. Αγγίζει ήρεμα με τα δάχτυλά του το δέρμα τον ποδιών της.
«Μπόνι φύγε σε παρακαλώ.»
Με το άλλο του χέρι ταξιδεύει στο μπούστο της.
«Αν σε ακουμπήσει...»
Τώρα χαϊδεύει το δέρμα της κοντά στο πιο ευαίσθητο σημείο από όλα.
«Είναι δικό μου γαμώ, είναι δικό μου ό,τι πιάνει.» Κραυγή. Η μουσική που παίζει δεν αφήνει τον εφοπλιστή να ακούσει τίποτα.
Η κοπέλα χάνει κάθε ελπίδα. Όσο ο άνδρας ακουμπά προς το παρόν ακόμη το δέρμα των ποδιών της και ταυτόχρονα φιλά τον λαιμό και το στήθος της, εκείνη χάνει κάθε ελπίδα. Είναι μονάχα μια κίνηση για εκείνον. Θα παραμερίσει το μαύρο κορμάκι και θα βάλει δύο δάχτυλα. Ύστερα, θα μπει κανονικά μέσα της και έπειτα θα την πονέσει, όχι γλυκά όπως περίμενε να το κάνει ο Κλάιντ, αλλά θα το κάνει βίαια. Θα δει το αίμα στα πόδια της και θα παραξενευτεί. Εύχεται μέχρι τότε να έχει δράσει το υπνωτικό.
Δεν αναπνέει όσο το χέρι του μένει στάσιμο ανάμεσα στα πόδια της. Είναι έτοιμος να την αγγίξει και εκείνη κρατά την ανάσα της. Τα χείλη του κινούνται όλο και πιο αργά. Κάποια στιγμή σταματούν.
Τα μάτια της κοπέλας ανοίγουν ορθάνοιχτα. Τον σκουντά μα δεν παίρνει αντίδραση.
Δάκρυα φτάνουν στα μάγουλά της, δάκρυα χαράς ίσως; Ίσως. Μπορεί και πίεσης, δεν ξέρει.
Ψιθυρίζει κάτι πολύ σιγά, ο Κλάιντ δεν την ακούει. Δεν θέλει να την ακούσει, νομίζει πως είναι για τον Όλιβερ. Τελικά, όταν το επαναλαμβάνει, ο κλέφτης παίρνει μπρος.
«Κοιμήθηκε. Κλάιντ κοιμήθηκε.»
Τρέχει στα σκαλιά και ψάχνει με μανία την πόρτα της σουίτας του εφοπλιστή. Την βρίσκει την στιγμή που ακούει μουσική και δεν καθυστερεί, την ανοίγει αμέσως. Δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στο λιγοστό φως μα βρίσκει το κρεβάτι αμέσως. Όταν κοιτά το γυμνό σώμα του Όλιβερ πάνω της θέλει να κάνει εμετό.
Τρέχει κοντά τους, σπρώχνει από πάνω της το γυμνό σώμα του και επικεντρώνεται στην φοβισμένη κοπέλα. Όταν τον κοιτά, αφήνει τον εαυτό της ελεύθερο. Κλαίει γοερά, πιάνει τα χέρια του και μπαίνει στο στέρνο του κρύβοντας το πρόσωπο της καλά.
«Φοβήθηκα τόσο πολύ...»
«Όλα πήγαν βάσει σχεδίου, ευτυχώς.»
«Ήταν έτοιμος, ήταν έτοιμος να...»
«Μπόνι δεν συνέβη τίποτα.»
Σηκώνει το βλέμμα της και τον κοιτά. Δεν μπορεί να μην παραβλέψει τα μουτζουρωμένα της χείλη όμως τελικά το κάνει. Την φιλά χωρίς να τον νοιάζει τίποτε. Σφίγγει τα χέρια του γύρω της και την φιλά κτητικά, ισχυρά. Μένουν έτσι αρκετή ώρα, εκείνη σταματά να κλαίει κι εκείνος ρουφάει από μέσα της κάθε τι που την στενοχωρεί. Τελικά, την δύναμη να απομακρυνθεί την παίρνει η Μπόνι.
«Πάμε να φύγουμε.»
Ο κλέφτης γνέφει ξέπνοος. Την βοηθά να σταθεί στα πόδια της και την αποτρέπει από το να κοιτάξει τον άνδρα που κοιμάται. Την οδηγεί προς την έξοδο και κατεβαίνουν μαζί τα σκαλιά προς το ισόγειο. Κάποιοι από την ομάδα τους χαμογελούν όταν τους βλέπουν και συνεχίζουν πιο εύθυμα την δουλειά τους.
Βγαίνουν έξω και από το κτήριο. Ο Σίλβερ μέσα από το αμάξι ανακουφίζεται στην όψη της αδερφής του. Για πότε είχε ανοίξει την πόρτα του οδηγού και πότε έφτασε στο πλάι της δεν το κατάλαβε. Την αγκάλιασε γερά και με ένα βλέμμα του δίνει εντολή στον Κλάιντ να φύγουν από εκεί.
Και ο κλέφτης έκανε ακριβώς αυτό.
Την έβαλε στο αμάξι, της έδεσε την ζώνη και έπειτα βγήκαν μαζί στους δρόμους της πόλης. Δεν της μιλούσε σε όλη την διαδρομή, την έπιανε μόνο να τον κοιτά έντονα αλλά εκείνος έδινε βάση μόνο στον δρόμο. Μόλις έφτασαν σπίτι του την βοήθησε να βγει από το αυτοκίνητο και μαζί έφτασαν μέχρι το μεγάλο μπάνιο στο δωμάτιό του.
«Θα πλυθείς, θα ντυθείς και θα κοιμηθείς. Εντάξει;»
Εκείνη δέχεται αμέσως.
Της βγάζει το πανωφόρι που φορούσε, της λύνει τα μαλλιά από την κοτσίδα και κατεβάζει το φερμουάρ από το σφιχτό κορμάκι. Όσο εκείνη κατεβάζει το ρούχο, ο Κλάιντ παίρνει μια βρεγμένη πετσέτα και ξεκινά να ξεβάφει το πρόσωπό της. Φτάνοντας στα χείλη της μπαίνει οριακά στον πειρασμό να την φιλήσει ξανά. Με το δάχτυλό του την ακουμπά, παρόμοια με τον Όλιβερ, με την διαφορά πως τώρα η Μπόνι δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτε περισσότερο πέρα από το κάψιμο ανάμεσα στα πόδια της.
Ο Κλάιντ όμως καταλαβαίνει πως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή αυτή. Περνά την πετσέτα από όλο το πρόσωπο και όταν είναι πια καθαρό, ξεκινά να ξεντύνεται και αυτός.
Λίγα λεπτά μετά είναι μαζί στην μπανιέρα και νερό πέφτει ανάμεσά τους. Εκείνη δεν κάνει κίνηση να κλείσει την βρύση, την πρωτοβουλία την παίρνει εκείνος. Πιάνει το αφρόλουτρο και ρίχνει αρκετό στο σώμα της. Στο δικό του βάζει λίγο λιγότερο.
Η γκριζομάλλα τον αφήνει να την περιποιηθεί. Τον αφήνει να δημιουργήσει σαπουνάδα και να καθαρίσει κάθε εκατοστό πάνω της. Ο τρόπος όμως που μένει στο στήθος της δεν την αφήνει ανεπηρέαστη. Και σίγουρα ούτε κι εκείνος είναι ήρεμος.
Το νερό τρέχει πάνω τους έπειτα από λίγο, ξεπλένει τις σαπουνάδες γρήγορα. Με τα χέρια του καθαρίζει κάθε τι πάνω της και όταν περνά ανάμεσα από τα πόδια της την ακούει που αγκομαχά οριακά άηχα. Το αγνοεί μα δεν μπορεί να το κάνει για πολύ.
«Πήγαινε μέσα στο κρεβάτι, θα έρθω κι εγώ σε λίγο.»
Η κοπέλα τον ακούει, δεν σηκώνει αντίρρηση.
Δεν στεγνώνει τα μαλλιά της, δεν τυλίγει πετσέτα γύρω της αλλά πέφτει έτσι πάνω στο σκούρο πάπλωμα. Δεν θέλει να κοιμηθεί, δεν θέλει να μην τον νιώσει, τον χρειάζεται.
Ο Κλάιντ την χρειάζεται περισσότερο. Την θέλει με κάθε δύναμη μέσα του. Μα δεν μπορεί να το κάνει τώρα, θα νιώσει λες και εκμεταλλεύεται το πόσο ευάλωτη είναι. Δεν πρέπει.
Βγαίνει από το μπάνιο νομίζοντας πως βρίσκεται σε πλήρη έλεγχο. Η πίσω όψη της όμως τον διαολίζει.
Η σκιά από το φεγγάρι που περνά απευθείας μέσα από το παράθυρο της σοφίτας και καλύπτει το σώμα της τον ερεθίζει παραπάνω. Ξαπλώνει δίπλα της χωρίς να την προσεγγίζει. Η κλέφτρα έχει άλλα σχέδια.
Τον αγκαλιάζει, πέφτοντας πάνω του και όσο τον νιώθει τόσο περισσότερο τον χρειάζεται.
Άλλο ένα φιλί και δεν θα μπορέσει να συγκρατήσει τον εαυτό της.
Την φιλά εκείνος.
Δεν αντέχει άλλο.
«Κλάιντ πάρε με.»
«Είσαι κουρασμένη, έλα να κοιμηθούμε.»
«Σε θέλω.»
«Κι εγώ αλλά δεν είναι η ώρα.»
«Ό,τι έχω είναι δικό σου, σε παρακαλώ.»
Δεν πρέπει να εκμεταλλευτείς το πόσο ευάλωτη είναι.
«Έλα μωρό μου να κοιμηθούμε.»
Στο χέρι της βρίσκεται σύντομα ο ερεθισμός του. Δεν κάνει κάτι ιδιαίτερο, μόνο τον χαϊδεύει απαλά.
«Σήμερα έπρεπε να είσαι εσύ στην θέση του, θέλω να με φιλήσεις, να με γεμίσεις, να με πάρεις, να με κάνεις ό,τι θέλεις. Σε παρακαλώ...»
Την φιλά, ακόμη πιο δύσκολο της το κάνει.
Και έπειτα, την γυρνά ώστε εκείνος να είναι πάνω της. Το ένα του χέρι βρίσκεται κάτω από το κεφάλι της και το άλλο ανοίγει τα πόδια της. Αγγίζοντας την σχισμή της γίνεται πιο σκληρός, είναι δυνατόν να είναι τόσο υγρή; Για εκείνον κιόλας; Την θέλει πολύ, πάρα πολύ.
Δεν καθυστερεί καθόλου, δεν την βασανίζει, δεν περνά τα δάχτυλά του γύρω της και ούτε βάζει κάποιο μέσα της. Κατευθείαν μπαίνει μέσα της. Ήθελε να είναι αργός, ξέροντας πως δεν το έχει ξανακάνει, μα η γλιστερή περιοχή της δεν του δίνει περιθώρια και όταν μεμιάς εκείνη αγκομαχά, δεν μπορεί να κρατηθεί. Βγαίνει από μέσα της, την κοιτά και μπαίνει πάλι.
«Πονάς αγάπη μου;» την ρωτά ψιθυριστά και κοιτά το πρόσωπό της. Έχει μισοκλείσει τα μάτια της και έπειτα με το στόμα της σχεδόν ανοιχτό, ψάχνει τις λέξεις. Απλώς κουνά το κεφάλι της.
Έτσι, με την απάντησή της παίρνει θάρρος.
Πιάνει το πρόσωπό της και με τα δύο χέρια, την φέρνει κοντά του και την φιλά. Ταυτόχρονα, την γεμίζει και την αδειάζει χωρίς να είναι επιθετικός. Ακόμη φοβάται ότι θα την πονέσει μα κάθε φορά που εκείνη λέει το όνομά του σιγανά εκείνος σκληραίνει κι άλλο.
Γύρω του είναι υπέροχη. Ταιριάζει πάνω του τέλεια.
Μπαίνει και βγαίνει κολλώντας με απίστευτη ακρίβεια.
Και τώρα την κάνει να φωνάζει λίγο παραπάνω.
Πιο έντονα «χτυπά» πάνω της, με περισσότερο πάθος πιέζει τον εαυτό της όλο και πιο μέσα της. Με τα δύο του χέρια πιάνει τα στήθη της, μα δεν προλαβαίνει να τα ευχαριστηθεί όταν την αισθάνεται να τρίβεται πάνω του. Την νιώθει να θέλει παραπάνω, έτσι μπαίνει λίγο ακόμη μέσα της. Δεν πονά, το καταλαβαίνει από το αγκομαχητό της.
Ανοίγει κι άλλο τα πόδια της, μπαίνει περισσότερο και περισσότερο και πιο βαθιά, πιο έντονα, πιο σκληρά.
Κανένας από τους δύο δεν μπορεί να αντέξει παραπάνω. Ούτε εκείνος αλλά κι εκείνη, ειδικά όταν περνά τα δάχτυλά της από το σημείο εκείνο που την κάνει να ουρλιάξει.
Εκείνος βγαίνει και τελειώνει κάπου πάνω της, ενώ εκείνη, τελειώνει πάνω στα δάχτυλά του που την έφτασαν στο απόγειο έπειτα από λίγο. Την καθαρίζει και πέφτει πάνω της κουρασμένος και λαχανιασμένος. Σκεπάζονται μαζί με το πάπλωμα στο κρεβάτι και την αφήνει να ξαπλώσει στο στέρνο του.
«Είσαι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί.» του ψιθυρίζει. Εκείνος δεν της απαντά, απλά φιλά την κορυφή των μαλλιών της. Χαμογελά και κοιτά το ταβάνι, αφήνοντάς την να κοιμηθεί.
Και σε εμένα, σε αγαπώ.
Αδέρφια, καλά μου είστε; Γιατί εγώ δεν-
Εκχεμ, σοβαρότης Δέσποινα, συγκεντρώσου. ΜΑΣ ΑΡΕΣΕ; Μόνο αυτό θέλω να ξέρω-
Έγιναν πολλά στο κεφάλαιο, το κυριότερο είναι ότι η Μπόνι παραλίγο να χάσει την παρθενιά της στον Όλιβερ. Έξι χιλιάδες λέξεις αργότερα και η Μπόνι την έχασε στον Κλάιντ, όπως έπρεπε να γίνει. ΟΡΊΣΤΕ ΜΑΣ.
Δεν έχω να σχολιάσω κάτι άλλο, προς το παρόν ντρέπομαι αλλά βασικά το ευχαριστήθηκα το κεφάλαιο, ελπίζω να φαίνεται. Αυτά. Αι λοβ γιου ολ.
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top