𝑿𝑿. Πηλός, μελάνι και βελόνες

O Κλάιντ έκλεισε την πόρτα στο σπίτι του και κλείδωσε γύρω στις οκτώ το βράδυ. Κοιτά τα μεγάλα κουτιά που έφερε από την γιαγιά του και νιώθει περισσότερο ενθουσιασμένος από όσο περίμενε. Την στιγμή που η ηλικιωμένη γυναίκα τον οδήγησε στην αποθήκη της και του έδειξε τον τροχό, την βάση του, τα εργαλεία και την μικρή ξύλινη κατασκευή που νεότερος όταν ήταν του φαινόταν μεγαλύτερη, συγκινήθηκε και μέσα του άναψε εκείνη η σπίθα, που ο μικρός εαυτός του ένιωθε κάθε φορά που επισκεπτόταν την γιαγιά του.

Κρατώντας, λοιπόν, αυτή την σπίθα και προσπαθώντας να εμποδίσει την πυρκαγιά που έρχεται, ανεβάζει προσεκτικά στο δωμάτιο του ημιώροφου, που έχει καταχραστεί, όλα τα αποκτήματά του.

Στρώνει ένα μεγάλο παλιό σεντόνι, βάζει τον τροχό πάνω του και με το καρεκλάκι του κοντά αισθάνεται πως δεν μπορεί να το αφήσει για αύριο.

Βγάζει την μπλούζα του και φορά μια παλιά φόρμα του παππού του που βρίσκει στην μεγάλη τσάντα που του έδωσε η γιαγιά του. Με την ποδιά πλέον φορεμένη, κάθεται στο μικρό σκαμνάκι και με τα σύνεργά του δεξιά και αριστερά, ξεκινά.

Στην αρχή παίρνει ελάχιστη ποσότητα από τον πηλό και αφού τον πλάσει στα δάχτυλά του, τον αφήνει ήρεμα στην μέση του τροχού. Με υγρά χέρια και με ήρεμο πάτημα στο πετάλι κοντά του, ο τροχός γυρνά και ο πηλός, ύστερα από το άγγιγμά του ξεκινά να παίρνει σχήμα.

Δεν έχει στο νου του κανένα σχέδιο, αυτή η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που παίζει με πηλό, με χώμα και νερό, είναι για να γίνει ξανά ένα μαζί του.

Πιέζει, συμπιέζει, απλώνει και μαζεύει, όλα με απαλές κινήσεις.

Τα υγρά δάχτυλά του τον βοηθούν στην διαμόρφωση ενός αόριστου σχεδίου, ύστερα τον ωθούν να το χαλάσει και έπειτα τον οδηγούν σε νέα σχέδια. Και ασυναίσθητα ξεκινά και δημιουργεί, ένα απροσδιόριστο σχέδιο στο μυαλό του μετακινεί τα χέρια του, ένα έργο παίρνει την μορφή του σιγά-σιγά.

Μα λίγο πριν το ολοκληρώσει, λίγο πριν αρχίσει τις λεπτομέρειες, λίγο πριν αρχίσει να βουτά στο νερό τα κύρια εργαλεία του, τα δάχτυλά του, το κινητό του χτυπά. Σηκώνεται αποσυντονισμένος και έχοντας σκουπίσει πρόχειρα τα χέρια του στην ποδιά του, απαντά κάπως μπερδεμένος με το όνομα της Φράνσις στην οθόνη.

«Ελπίζω να τηλεφωνείς για καλό.»

«Έχω αύριο γύρω στις έντεκα κενή ώρα, έχω έτοιμο και το σχέδιο για το τατουάζ σου. Πέρνα αν θέλεις να στο κάνω.» Μια ανάσα ξεφεύγει από ανακούφιση.

«Τρόμαξα πως έπαθαν κάτι τα παιδιά...»

«Όχι όλα είναι καλά! Να σε περιμένω τελικά;»

«Ναι, θα είμαι εκεί στην ώρα μου.»

Το τηλεφώνημα σταματά λίγο αργότερα και ο Κλάιντ επιστρέφει στην ασχολία του. Κάθισε για αρκετές ώρες έπειτα, μέχρι που ο ουρανός ξεκίνησε να φωτίζεται, να φεύγει από το βαθύ σκούρο μπλε. Η παλέτα στράφηκε στις φωτεινές αποχρώσεις και ο κλέφτης προτίμησε για άλλη μια φορά το παλάτι του Θεού Μορφέα από τον καμβά της Ανατολής.





Η πόρτα από το αμάξι του κλείνει όταν οι δείκτες του ρολογιού είναι ακριβώς πάνω από το έντεκα και το δώδεκα. Πάρκινγκ βρήκε αρκετά γρήγορα και κοντά στο σπίτι της Φράνσις οπότε δεν περπάτησε πολλή ώρα για να φτάσει μπροστά από την πόρτα, περνώντας τον κήπο με τα λιλά λουλούδια που από την πρώτη κιόλας μέρα του τράβηξαν την προσοχή.

Χτυπά την πόρτα και η απάντηση έρχεται άμεσα, με την φωνή της μεσήλικης γυναίκας να ακούγεται λιγότερο απομακρυσμένη όσο πλησιάζει και τελικά του ανοίγει την πόρτα.

Αγκαλιάζονται και εύχονται και από κοντά τα της Καλής Χρονιάς. «Έχω μικρή καθυστέρηση από το προηγούμενο μου ραντεβού, ανεβαίνεις τις σκάλες και μπαίνεις στην πρώτη πόρτα που θα δεις στα δεξιά σου. Κάθεσαι, βγάζεις μπλούζα και με περιμένεις. Σε είκοσι λεπτά θα είμαι εκεί, αν θέλεις καφέ ξέρεις που είναι η κουζίνα και αν βαριέσαι, να πας να ξυπνήσεις την Μπόνι που κοιμάται σαν βόδι.»

Πολλές πληροφορίες σε λιγότερο από μισό λεπτό μα η Φράνσις δεν κάθεται λεπτό για να επιβεβαιώσει πως ο κλέφτης τα κατάλαβε όλα. Φεύγει σαν σίφουνας και κλείνει την πόρτα στο βάθος του ισογείου, εκεί όπου δέχεται όλους τους υπόλοιπους πελάτες. Ο Κλάιντ όμως δεν είναι τυχαίος, οπότε το τατουάζ του, όπως και τότε με τον αριθμό στο στέρνο, θα το «χτυπήσει» στο δωμάτιο όπου δέχεται φίλους, συγγενείς αλλά και εκεί όπου κάνει και τα δικά της.

Τελικά, ο κλέφτης ανεβαίνει τις μικρές σκάλες και ενώ αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο να ξυπνήσει την Μπόνι και να την αφήσει στην ησυχία της, αποφασίζει πως η γκριζομάλλα χρειάζεται τον ύπνο περισσότερο. Μπαίνει, λοιπόν, στο δωμάτιο του ορόφου που έπρεπε και παίρνοντας την θέση του στην υπερ-αναπαυτική καρέκλα του, βγάζει την μπλούζα του.

Πριν καν προλάβει να την διπλώσει, η πόρτα ανοίγει και η γεμάτη ενέργεια κλέφτρα μπαίνει μέσα με το χαμόγελό της να αυξάνεται όσο περιεργάζεται το γυμνό στέρνο του Κλάιντ.

«Καλά σε άκουσα που ήρθες...»

«Καλημέρα και σε εσένα...» Η κοπέλα μπαίνει στην αγκαλιά του, χωρίς να τον αφήσει να σηκωθεί. Με τα πόδια της να βρίσκονται δεξιά και αριστερά από το σώμα του, τυλίγει τον λαιμό του στα χέρια της και τον φιλά.

«Μου είπε η Φράνσις ότι ήρθες για τατουάζ. Τι θα κάνεις;»

«Δεν θυμάμαι, της έχω στείλει το σχέδιο αρκετό καιρό.»

«Θα αργήσει σου είπε να έρθει;»

«Το πολύ σε μισή ώρα είπε θα είναι εδώ.» Ο κλέφτης κοιτά το στραβό, πονηρό της χαμόγελο και αμέσως παραξενεύεται. «Γιατί, τι έχεις στο μυαλό σου;» Στο δικό του το μυαλό πάντως υπάρχει μια σκέψη, κάπως πιο απαγορευμένη από αυτή που υπάρχει στο δικό της.

«Όχι, πάντως, ό,τι έχεις εσύ. Σκέφτηκα, μιας που έχει έτοιμα τα μελάνια της και το μοτέρ εύκαιρο, να σου το κάνω εγώ το τατουάζ σήμερα.» Του ακούγεται αρκετά ενθουσιασμένη, σχεδόν μπορεί να δει αυτή την χαρά στους χτύπους της καρδιάς της, που αντανακλούν στο στήθος της.

«Δεν θα μου το κάνει με μοτέρ το τατουάζ. Θα το κάνει παραδοσιακά, με την βελόνα. Handpoke, ξέρεις.»

Και η Μπόνι απογοητεύεται αμέσως. Οι ώμοι της πέφτουν και το χαμόγελό της το ίδιο.

«Πως κι έτσι;»

«Δεν θυμάσαι που το συζητούσαμε την προηγούμενη φορά; Το 1210 το χτύπησε με μοτέρ και μου υποσχέθηκε πως το επόμενο τατουάζ που θα μου κάνει θα είναι με την βελόνα, την απλή, την παραδοσιακή.»

Η κλέφτρα κάνει υπερπροσπάθεια και τελικά θυμάται πως ειπώθηκαν όντως αυτά τα λόγια. Είναι έτοιμη να σηκωθεί από πάνω του μα το γερό κράτημα του την σταματά. Δεν του αρέσει όταν χάνει τον ενθουσιασμό της απότομα.

«Μπορείς όμως να μου χτυπήσεις κάτι εδώ,» της δείχνει ένα κενό στο στέρνο που θέλει καιρό να καλύψει, «με ό,τι θέλεις. Βάλε φαντασία μόνο.»

Και η χαρά επανέρχεται στο πρόσωπό της. Σηκώνεται όρθια και παραμερίζοντας τα έτοιμα μελάνια της μητέρας της, κάνει χώρο στον μεγάλο μεταλλικό δίσκο για το μελάνι που θα χρησιμοποιήσει εκείνη. Απλώνει χαρτί και με κάτι που του μοιάζει με βαζελίνη, στερεώνει το βαζάκι με το μαύρο μελάνι. Δίπλα της έχει εύκαιρο, όπως είπε και η ίδια, την μηχανή και το μοτέρ για το τατουάζ του, ενώ με αντισηπτικό, νερό και χαρτί στο χέρι, κάθεται και πάλι πάνω του.

«Έτσι θα μου το κάνεις το τατουάζ;»

«Έχω καλύτερη πρόσβαση από εδώ.»

Την ευλογεί με το απαλό του γέλιο και έπειτα την αφήνει να κάνει «τα δικά της». Δεν την βλέπει να εκτυπώνει το σχέδιο που έχει στο μυαλό της, δεν έχει καν κάποιο «πατρόν» για να ξεκινήσει. Απλώς βάζει το μοτέρ σε λειτουργία και με μια φρέσκια βελόνα που άνοιξε μπροστά του, βουτά στο μελάνι.

«Μείνε ακίνητος.»

«Να αναπνέω μπορώ;»

«Προσπάθησε να μην με ενοχλείς.»

Ο επιτακτικός της τόνος και το σοβαρό της ύφος την στιγμή που έπιασε την πένα στο χέρι τον χαλαρώνουν, αντί να τον τσιτώνουν. Αφήνεται στην όποια εμπειρία έχει και ύστερα από μια βαθιά ανάσα, στηρίζει το κεφάλι του σε εκείνο το μαξιλάρι της καρέκλας.

Όταν η βελόνα του μηχανήματος ξεκίνησε να τρυπά το δέρμα του, ένιωσε την γνωστή αίσθηση να τον κατακλύζει. Ο πόνος είναι ανεπαίσθητος, κάτι που αποδίδει και στην αντοχή του αλλά και στο ελαφρύ χέρι της κοπέλας.

Τα μαλλιά της είναι πιασμένα πίσω σε μια πολύ πρόχειρη κοτσίδα και έτσι το πρόσωπό της είναι πιο φωτεινό. Τα σμιχτά της φρύδια και τα μισάνοιχτα χείλη της του τραβούν την προσοχή εξ' ολοκλήρου. Με την γλώσσα της υγραίνει τις άκρες των ροζ χειλιών της και έπειτα, όταν στεγνώνουν γρήγορα –από το άγχος της να βγει τέλειο– ξαναπερνά και τα «γυαλίζει» πάλι.

Η Μπόνι δεν μπορεί να αγνοήσει το έντονο βλέμμα του πάνω της. Η καρδιά της χτυπάει λίγο πιο έντονα κάθε φορά που κάνει το λάθος και κοιτά τα μάτια του.

Μπόνι συγκεντρώσου και κάνε ωραία γράμματα.

Και αμέσως συγκεντρώνεται, διώχνει όσο μπορεί την σκέψη του από το μυαλό της και συνεχίζει.

Όταν ολοκληρώνει το ελάχιστα χρονοβόρο τατουάζ του, ούτε δέκα λεπτά δεν της πήρε, σκουπίζει το σημείο και αποκαλύπτει το δημιούργημά της. Δεν τον αφήνει να το δει, όχι πριν το περάσει από τον αφρό της κάθαρσης και από μια τελευταία, πιθανή, διόρθωση ατελειών.

«Πριν το δεις...» κάνει μια παύση μικρή, που εκμεταλλεύεται εκείνος.

«Δεν μου αρέσει ο πρόλογός σου.» Τον αγνοεί.

«Πριν το δεις, να ξέρεις ότι δεν μιλάω για εμάς.»

«Εντάξει, το 'χω. Δεν μιλάς για εμάς. Να το δω;»

Και η κοπέλα γνέφει, φέρνοντας τον καθρέφτη κοντά του και αποκαλύπτοντας το τατουάζ του. Εκείνος χαμογελά, αφήνει τον καθρέφτη δίπλα στον πλέον άδειο μεταλλικό δίσκο και με το πρόσωπό της στα χέρια του, την φιλά.

Bonnie and Clyde 

«Μην λείψει για λίγο ο γάτος, πρέπει τα ποντίκια να χορέψουν.» Η Φράνσις στέκεται στην πόρτα χαμογελώντας, με τον πειρακτικό της τόνο να προκαλεί δύο ακόμη πνιχτά γέλια στους δύο κλέφτες. 

«Αργούσες και άδραξα την ευκαιρία.» Η Μπόνι σηκώνεται από τα πόδια του και αποκαλύπτει αμέσως το φρέσκο τατουάζ του που ξεχωρίζει και από τα έντονα μαύρα γράμματα αλλά και από την έντονη κοκκινίλα γύρω από το ολοκληρωμένο αποτέλεσμα.

«Λίγο ανώριμο να κάνετε τατουάζ τα ονόματά σας, το ξέρετε έτσι;» σχολιάζει έπειτα, κλείνοντας την πόρτα πίσω της καθώς προχωρά μέσα στο δωμάτιο. Με μια μόνο ματιά διατάζει την Μπόνι να καθαρίσει το χάος που προκάλεσε. Η κόρη της, ταυτόχρονα με το καθάρισμα, φροντίζει να της απαντήσει.

«Από κάπου πήραμε τα ονόματά μας.»

«Η Μπόνι και ο Κλάιντ δεν είναι και το καλύτερο πρότυπο, πάντως.»

«Ονόμασες την κόρη σου ύστερα από μια κλέφτρα, μην βγάζεις την ουρά σου απέξω.»

Η Φράνσις δεν μιλά γιατί αναγνωρίζει πως έχει βάλει κι εκείνη το λιθαράκι της για αυτό που βλέπει μπροστά της, μα αποφασίζει να το αγνοήσει και να αλλάξει θέμα όπως ακριβώς θα έκανε κάθε ώριμος άνθρωπος.

«Ο αδερφός σου πήρε τηλέφωνο, είναι έξω και σε περιμένει.»

«Ας περιμένει.»

«Πήγαινε, θα τα μαζέψω εγώ τα υπόλοιπα.» Εξάλλου δεν έχουν μείνει και πολλά. Η απολύμανση στον δίσκο της είναι πανεύκολη τώρα πια, μετά από τριάντα και περισσότερα χρόνια εμπειρίας σε αυτό το κομμάτι.

Τελικά η Μπόνι φεύγει, αφού χαιρετήσει με ένα φιλί το αγόρι της και έπειτα με μια αγκαλιά αποχαιρετά την μητέρα της. Φράνσις και Κλάιντ μένουν μόνοι τους στο δωμάτιο και μέχρι η πρώτη να απολυμάνει και να ετοιμάσει πάνω του το αρχικό σχέδιο, επικρατεί ησυχία.

Βγάζει την μεγάλη βελόνα από το σακουλάκι της, καινούρια και καθαρή και την στιγμή που την βουτάει στο μαύρο μελάνι, ο Κλάιντ παίρνει βαθιά ανάσα. Πρώτη φορά θα δοκιμάσει αυτή την τεχνική και νιώθει κάπως αγχωμένος. Ξέρει πως θα πάρει πολλή ώρα η διαδικασία, εύχεται η Φράνσις να μην ξεμείνει από υπομονή.

Και τότε νιώθει την βελόνα να τρυπά το δέρμα του. Για να αποσυντονιστεί από τον διαφορετικό πόνο που νιώθει, μιλά.

«Που θα πάει η Μπόνι;»

«Στον πατέρα της, ήρθε να την πάρει ο Σίλβερ που ήταν από προχθές εκεί.»

Έπειτα από λίγο εκείνος δεν νιώθει καθόλου τον πόνο, λες και το συνήθισε. Ωστόσο, συνεχίζει την συζήτηση. «Η Μπόνι μου είχε πει ότι γενικά δεν έχει καλές σχέσεις με τον πατέρα της.»

«Δεν είναι τόσο κοντά όσο είναι ο αδερφός της μαζί του αλλά ναι, την καταλαβαίνω.» Η παύση που ακολουθεί της δίνει το ελεύθερο να συνεχίσει. «Ο Λέο τα πρώτα χρόνια, μέχρι τα δώδεκα του Σίλβερ και τα δέκα της Μπόνι ερχόταν και έφευγε από τις ζωές τους συνεχώς. Δεν τον θεωρούσαν πατέρα τους, δεν τους παρείχε την σταθερότητα του γονέα οπότε και οι δύο είχαν αρνητική στάση απέναντί του.»

«Δεν ήταν στις ζωές τους;» κολλάει μονάχα σε ένα σημείο ο Κλάιντ, μα η Φράνσις δεν φαίνεται να θέλει να ανοίξει αυτή τη συζήτηση.

«Όχι, δεν ήταν.»

«Γιατί;»

«Δεν είναι ώρα γι' αυτήν την συζήτηση.»

Ο Κλάιντ δεν την πιέζει. «Πάντως θα προτιμούσα ο πατέρας μου να εμφανιζόταν κάποια στιγμή στην ζωή μου. Ίσως στην αρχή να μην τον ήθελα αλλά δεν θα περνούσα μόνος μου τα πιο κρίσιμα χρόνια της ζωής μου. Δεν θα ήμουν κλέφτης. Θα τελείωνα το σχολείο, θα πήγαινε σε κάποιο κολλέγιο, θα είχα άλλη πορεία στην ζωή μου.»

«Μπορεί να ήσουν και κλέφτης όμως.»

«Αμφιβάλλω. Κλέφτης έγινα για να δίνω στην μάνα μου και την αδερφή μου κάτι καλύτερο, όχι επειδή ανακάλυψα πως είχα καλό χέρι. Αυτό ήρθε στην πορεία.»

«Αν ερχόταν ο πατέρας σου τώρα στην ζωή σου, τι θα έκανες;»

«Μάλλον θα νευρίαζα πολύ.»

«Δεν θα τον συγχωρούσες;»

«Δεν νομίζω.»

«Πριν, όμως είπες άλλο...» Ο προβληματισμός στην φωνή της και το μπερδεμένο της ύφος είναι δικαιολογημένοι οπότε ο Κλάιντ σπεύδει να της εξηγήσει.

«Τώρα, όμως δεν τον χρειάζομαι.»

«Κάθε παιδί χρειάζεται τον γονιό του.»

«Όταν τον χρειάστηκα δεν ήταν εκεί, τώρα να έρθει να κάνει τι;» νιώθει τον θυμό του να βράζει το αίμα του, σφίγγει αυτόματα της μπουνιές του και η Φράνσις, τραβώντας την βελόνα από το δέρμα του, χτυπά ελαφρά τον καρπό του αναγκάζοντάς τον να χαλαρώσει. «Δεν θέλω να τον δω, δεν θέλω να έρθει και να το παίξει πατέρας.»

«Εγώ θα είχα απορία να δω ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που με παράτησε.»

«Δεν έχω απορία, όχι. Και θα τον άφηνα να μπει στην ζωή μονάχα αν τον είχα ανάγκη.» Παύση. «Ίσως ακούγεται ωφελιμιστικό αυτό αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι γι' αυτό. Εκείνος με παράτησε, όχι εμένα αλλά και την μάνα μου, την αδερφή μου... Δεν νομίζω ότι αξίζει να υπάρξει έστω και σαν διακοσμητικό στην ζωή μου αν δεν έχει κάτι να μου δώσει.»

«Έχεις δίκιο.»

Με πολύ μεγάλη ανάσα ολοκληρώνει την συζήτηση με την Φράνσις. Εκείνη δεν μιλάει άλλο, αισθάνεται ήδη βαριά την ατμόσφαιρα και εκείνος προσπαθεί να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο πέρα από τον πατέρα του.

Το τατουάζ του ολοκληρώνεται κάποιες ώρες αργότερα. Έκαναν ένα διάλειμμα για φαγητό, συζήτησαν περί ανέμων και υδάτων και τελικά βρέθηκε να φορά την μπλούζα του νωρίς το απόγευμα. Η Μπόνι δεν επέστρεψε όλη αυτή την ώρα οπότε υπέθεσε πως πήγε σπίτι της.

Κατεβαίνει στο ισόγειο με την Φράνσις να βρίσκεται μπροστά του, έτοιμη να τον ξεπροβοδίσει. Βγάζει αρκετά χαρτονομίσματα και είναι έτοιμος να της τα δώσει όταν εκείνη τον σταματά.

«Ντροπή, δεν τα παίρνω.»

«Δεν ακούω κουβέντα, σε παρακαλώ-»

«Κλάιντ, δεν τα δέχομαι. Είσαι της οικογένειας, είναι σαν να πάρω λεφτά από την Μπόνι ή τον Σίλβερ.»

«Δεν είμαι ο Σίλβερ και προπάντων δεν είμαι η Μπόνι, γι' αυτό πάρε τα.»

«Την επόμενη φορά.»

«Μπορεί να μην υπάρξει επόμενη φορά, σήμερα ολοκλήρωσα το μανίκι κι από το αριστερό χέρι. Δεν έχω κάτι άλλο να κάνω.»

«Θα υπάρξει, πίστεψέ με.» Βάζει τα λεφτά που κρατά στα χέρια του ξανά στην τσέπη και συνεχίζει να μιλάει, πριν το κάνει εκείνος. «Θα υπάρξει και θα φροντίσω να έχουμε χρόνο για να σου πω ένα παραμύθι, το αγαπημένο του Σίλβερ.»

«Θα με πάρεις τηλέφωνο τις επόμενες μέρες; Θα έρθω όποτε έχεις χρόνο.»

Η Φράνσις του χαμογελά. «Θα σου τηλεφωνήσω, μην αγχώνεσαι.»

Τελικά δεν του τηλεφώνησε.



ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΑΔΕΡΦΙΑ. 

Τι κάνετε πως είστε; Έχουμε να τα πούμε σχεδόν δέκα μέρες έχω την εντύπωση. Μην κατηγορείτε εμένα όμως, τελείωσα την εξεταστική πριν τρεις μέρες περίπου οπότε μέχρι να την τελειώσω έδινα εκεί βάση. Τέλος πάντων, αυτά δεν σας ενδιαφέρουν οπότε πάμε στα δικά μας τα καλά τα ωραία. 

Σε ετούτο το κεφάλαιο δεν είχαμε τίποτα πολύ συνταρακτικό. Μόνο την Φράνσις που την είδε Κάρμεν Ρουγγέρη και θα διαβάσει παραμυθάκια στον Κλάιντ. Γελάω. Είδαμε τον κλέφτη με πηλό, σέξι θα πω εγώ, είδαμε την Μπόνι *πάνω* στον κλέφτη να του κάνει τατουάζ, ζεστάθηκα πολύ θα πω πάλι, είδαμε και έντονα νεύρα Κλάιντ στην ενθύμηση του *γκούχου ίου* πατέρα του. Έλεος. 

Τέλος πάντων, αυτά είδαμε. Εδώ να πω ότι την προηγούμενη εβδομάδα ανέβασα στο προφίλ μου μια νέα ιστορία με το όνομα Bulletproof και ο Γκάμπριελ/Άδης σας περιμένει να τον γνωρίσετε (επιφυλακτικά πάντα). Θα χαρώ να σας δω κι εκεί, χιχιχι. Αυτά από εμένα. Καλή συνέχεια και καλά μπάνια ρε παιδιά! 

-Φέικ Σίλβερ- 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top