𝑿𝑽𝑰𝑰𝑰. Out of Breath
Στο άκουσμα της φωνής της ο Κλάιντ ανακουφίζεται αμέσως και δεν αφήνει κανένα άλλο συναίσθημα να τον πλημμυρίσει περισσότερο.
«Βγάλε με από εδώ.» Ο ψίθυρος που ξεφεύγει από τα χείλη του είναι αρκετός για να λαβώσει την καρδιά της. Το τηλεφώνημα τερματίζει πριν η γκριζομάλλα απαντήσει κάτι περισσότερο.
Η Μπόνι σηκώνει το τηλέφωνο πάλι και πληκτρολογεί μερικά νούμερα. Ο Σίλβερ, έχοντας ηρεμήσει εδώ και αρκετή ώρα την Πέιτον, κατάφερε να αποσπάσει πληροφορίες από το αστυνομικό τμήμα σχετικά με την όλη «σύλληψη» του Κλάιντ με ένα καθαρά παραπλανητικό τηλεφώνημα ενώ η Μπόνι, χρησιμοποίησε εν τέλει κάθε χρήσιμη λεπτομέρεια που της μετέφερε ο αδερφός της για να τον απελευθερώσει από κάθε ενοχή.
«Κάποιος κάλεσε αστυνομία όταν αντιλήφθηκε πως έλειπε το μπλοκ των επιταγών του. Ήταν σε δημοπρασία, λίγες ώρες πριν αρχίσει, να την άφησε σπίτι δεν υπήρχε περίπτωση οπότε...»
«Οπότε κατάλαβε ότι τον έκλεψαν!»
«Ακριβώς. Το θύμα ζήτησε αστυνομία με κάλυψη ώστε ο κλέφτης να βρεθεί πιο εύκολα. Εφόσον στον κεντρικό χώρο δεν αντιλήφθηκαν κάποια παράνομη κίνηση, πάλι καλά είμαστε διακριτικοί, υποπτεύθηκαν όλους τους υπόλοιπους χώρους.»
«Μα ο Κλάιντ ήταν στον πάνω όροφο, θα τον έπιασαν σίγουρα οι κάμερες!»
«Ακριβώς! Άρα, πρέπει στο τηλεφώνημά σου να προσανατολίσεις εκεί τους αστυνόμους.»
«Ναι αλλά πως θα δικαιολογηθεί η ψείρα στο αυτί; Ο λόγος, εξάλλου, που τον συνέλαβαν εξ αρχής ήταν αυτός. Τι θα πω;»
«Δεν θα τους νοιάξει καν από την στιγμή που υπάρχει αποδεικτικό στοιχείο πως ο Κλάιντ δεν είναι αυτός που οφείλεται για την κατάσταση. Φώναξε μου την Περλ.»
Ύστερα από λίγο, η Περλ κάθεται στον καναπέ δίπλα από μια μισοκοιμισμένη Γκόλντεν.
«Πρέπει να περιμένουμε να μας ειδοποιήσει για να επέμβουμε...» μουρμουρίζει ο Σίλβερ.
Η Μπόνι σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος και κοιτά το πάτωμα ανήσυχη πως ίσως ο πανικός του Κλάιντ τον εμποδίσει από το να τηλεφωνήσει στο συγκεκριμένο νούμερο.
Λίγη ώρα αργότερα το κάνει και η γκριζομάλλα φαίνεται να ανακτά τις ελπίδες της.
Όταν η Μπόνι γυρνά από το δωμάτιό της, έχοντας τηλεφωνήσει στο αστυνομικό τμήμα και έχοντας δώσει κάποια νέα αυστηρά ανώνυμα στοιχεία που όλα καθιστούν τον αγαπημένο της αθώο, η Περλ έχει ήδη διαγράψει με εξαιρετική ακρίβεια κάθε στοιχείο που μπορεί να ενοχοποιήσει οποιονδήποτε από την ομάδα.
Ο Σίλβερ, ο πιο ψύχραιμος από όλη την υπόλοιπη ομάδα που μέχρι στιγμής δεν έχει βγάλει άχνα όσο τα συγκεκριμένα τρία άτομα μιλούν μεταξύ τους, καταφέρνει να ελέγξει όλα τα στοιχεία μια ακόμη φορά.
«Είμαστε εντάξει. Ο Κλάιντ θα βγει σίγουρα. Περιμένουμε τηλέφωνο, να έχετε όλοι τα κινητά σας ανοιχτά.»
«Αφού την Μπόνι θα πάρει!» πετάγεται ο Κάπτεν χωρίς να κρύβει κανένα πονηρό υπονοούμενο στην φωνή του.
«Το ξέρω, απλά πρέπει όλοι να είστε σε επαγρύπνηση.»
Και πράγματι, μερικά λεπτά αργότερα το κινητό της Μπόνι με τον κρυφό αριθμό της, χτυπά και τραβά την προσοχή των πάντων. Τον ακούει εκνευρισμένο, κυρίως γιατί είναι.
Όλη η ανακούφιση από νωρίτερα εξατμίστηκε την στιγμή που μόνος του καθώς περίμενε και τα γρανάζια του μυαλού του δεν είχαν σταματήσει να δουλεύουν, επεξεργάστηκε τον αριθμό, το τηλέφωνο, την απάντηση.
Υπήρχε από πριν αυτός ο αριθμός κι εγώ δεν το ήξερα.
Αν το γνώριζε νωρίτερα θα είχε γλιτώσει τα χτυπήματα και το αχρείαστο γδύσιμο. Για μια στιγμή νιώθει το κεφάλι του να καίει και ο εκνευρισμός που διαπερνά την ματιά του δεν ηρεμεί ακόμη κι όταν προσπαθεί.
Στο τηλέφωνο ακούγεται πραγματικά θυμωμένος. «Βγάλτε με από εδώ.»
«Σε άφησαν να φύγεις;» ρωτά διστακτικά η γκριζομάλλα.
«Ναι. Ελάτε κάποιος.»
Και το τηλέφωνο έκλεισε. Ο αστυνομικός τραβά την συσκευή από τα χέρια του βίαια και κάπως απογοητευμένος που η υπόθεση αυτή δεν έκλεισε με την σύλληψη του Κλάιντ, κάθεται δυσανασχετώντας στην θέση του.
«Έρχονται οι φίλοι σου;»
«Μάλιστα.»
«Μην ξημερώσουμε όμως...» Κοιτώντας την ώρα στο ρολόι, ο άνδρας πίσω από το γραφείο γελάει με το κακό αστείο του. Οι δείκτες δείχνουν πως το ξημέρωμα δεν είναι μακριά και για λίγο ο κλέφτης αναρωτιέται πως πέρασαν τόσο γρήγορα μα ταυτόχρονα τόσο βασανιστικά αργά αυτές οι ώρες.
Λίγο πριν του απαντήσει, ένας δεύτερος αστυνομικός μπαίνει στον χώρο.
«Ακόμα εδώ είναι αυτός;»
«Όχι για πολύ, έρχονται να τον πάρουν οι φίλοι του.»
«Άντε, την γλίτωσες φθηνά!»
Τα σχόλια των αστυνομικών, μαζί με τα γέλια που ακολουθούν, τον βρίσκουν παντελώς αδιάφορο και μάλιστα, εντείνουν τον εκνευρισμό του.
Θα τα είχα αποφύγει όλα αν ήξερα νωρίτερα για τον αριθμό.
Ανακάθεται στην καρέκλα του και όταν ξεφυσά νιώθει τον πόνο από τα χτυπήματα στην κοιλιά του να τον ενοχλούν. Ήδη δυσκολευόταν με τις μελανιές στο πρόσωπο, το υπόλοιπο σώμα θα του πρόσθετε ακόμη ένα εμπόδιο.
Το μαρτύριό του τελειώνει λίγη ώρα αργότερα, όταν τον ενημερώνουν πως οι φίλοι του κατέφτασαν. Σηκώνεται με λίγη περισσότερη θέληση και ενώ ξέρει πως η Μπόνι θα είναι εκεί, αισθάνεται την οργή του να αυξάνεται και μόνο στην σκέψη της.
Προς έκπληξη του βέβαια, συναντά τον Σίλβερ και την αδερφή του. Η δεύτερη, μάλιστα, πέφτει με φόρα πάνω του, προκαλώντας του έναν ανυπόφορο πόνο που φροντίζει να καταπιεί αμέσως δίχως να θέλει η μικρότερη κοπέλα να φύγει από την αγκαλιά του.
«Ανησύχησα πάρα πολύ.» Ο ψίθυρος της βγαίνει με το ζόρι, ενώ σπάει στο τέλος.
«Κι εγώ, αρκετά.»
Σηκώνει το βλέμμα του για να συναντήσει αυτό του Σίλβερ. Την στιγμή που η Γκόλντεν αποχωρίζεται το σώμα του αδερφού της, ο επικεφαλής της ομάδας τον πλησιάζει. Δεν τον ακουμπά πολύ, από την έκφρασή του προηγουμένως κατάλαβε πως κάτι δεν πάει καλά. Περιμένει να βγουν έξω από το αστυνομικό τμήμα για να ρωτήσει μα δεν χρειάζεται να το κάνει, μιας που ο κλέφτης σηκώνει το πουκάμισό του, αποκαλύπτοντας και στους δύο σκούρες κηλίδες στο σώμα του, που ξεχωρίζουν ακόμη κι ανάμεσα από τα τατουάζ του.
«Με χτύπησαν. Φαίνεται και από το πρόσωπο.»
«Να ρωτήσουμε τον Σέβεν, αυτός ξέρει τι να κάνεις για να φύγουν γρήγορα.»
Ο κουρασμένος Κλάιντ γνέφει αμέσως. Δεν μιλά μέχρι να μπει στο αμάξι αλλά ούτε και όταν ο Σίλβερ βάζει μπρος. Η σιωπή αυτή βοηθά την Γκόλντεν να βυθιστεί σε έναν λυτρωτικό ύπνο και όταν ο αδερφός της το αντιλαμβάνεται, γυρίζει και κοιτά τον οδηγό κάπως εξεταστικά.
«Η Γκόλντεν κοιμήθηκε», παρατηρεί και φωναχτά. Ο Σίλβερ προσπαθεί να μην κάνει τόσο ξεκάθαρο ότι το είδε και μόνος του μια από τις πολλές φορές που την έλεγξε μέσα από τον καθρέφτη του.
«Ναι, εξουθενώθηκε από την όλη κατάσταση. Μέχρι να πάρεις τηλέφωνο έκλαιγε ασταμάτητα.» Λίγο πριν ο επικεφαλής στρίψει προς το σπίτι του, ο Κλάιντ τον διατάζει να αλλάξει πορεία και να κατευθυνθεί προς το σπίτι του ίδιου. Η απογοήτευση στο πρόσωπο του οδηγού είναι προφανής μα και οι δύο την αγνοούν.
«Συγγνώμη για την αναστάτωση. Έπρεπε να προσέχω περισσότερο.»
«Η Μπόνι μας είπε πως πήγες να την πάρεις από τις τουαλέτες. Ίσως δεν θα έπρεπε να το κάνεις αυτό, τώρα που το σκέφτομαι...» Φαίνεται προβληματισμένος, ο Κλάιντ παραξενεύεται στην εικόνα αλλά και στην σκέψη του επικεφαλής.
«Με ενημέρωσαν ότι υπάρχει αστυνομία στον χώρο, δεν θα άφηνα την Μπόνι μόνη της. Αν την έπιαναν πως θα πήγαινα μαζί της;»
Εκείνη την στιγμή ο Σίλβερ μοιάζει έκπληκτος, όχι γιατί δεν περίμενε την απάντηση αυτή μα επειδή μόλις συνειδητοποίησε πως η αδερφή του δεν υπερασπίστηκε όπως θα έπρεπε την ομάδα της.
Η ίδια σκέψη πέρασε την ίδια στιγμή από το μυαλό του Κλαίντ. Ένας από τους δύο την έδιωξε ευθύς ενώ ο άλλος συνέχισε να το σκέφτεται μέχρι που το αμάξι σταμάτησε μπροστά από το σπίτι του σκουρομάλλη, με το μελανιασμένο του πρόσωπο να μην συσπάται στιγμή.
«Είμαι αρκετά κουρασμένος για να προσέχω την Γκόλντεν αυτή την ώρα. Άσε με εδώ και πάρε την μαζί σου. Σύμφωνος;»
Για πρώτη φορά ο Κλάιντ δίνει διαταγές στον Σίλβερ, ο οποίος φαίνεται να λάμπει στα λόγια του.
«Θα την προσέχω σαν τα μάτια μου.»
«Τόλμα να κάνεις αλλιώς και θα με βρεις μπροστά σου.»
Ο διοικητής στραβοκαταπίνει. Γνέφει γρήγορα και χτενίζει αμήχανα τα μαλλιά του. Καθώς ο νεοφερμένος κλέφτης μαζεύει τα πράγματά του, φροντίζει να προσθέσει μερικές ακόμη λέξεις ώστε να τον φοβίσει λίγο περισσότερο.
«Και μην νομίζεις πως δεν σε έχω καταλάβει, ξέρω τι παίζει με την μικρή απλά σου δίνω χώρο να αποδείξεις ότι την αξίζεις.»
Στο ψαρωτικό του ύφος ο Σίλβερ φαίνεται να παγώνει. Δεν ανοιγοκλείνει ούτε βλέφαρο.
«Καταβάθος το ξέρω ήδη πως την αξίζεις πάντως.»
Και με το χαμόγελο που αντανακλά στο πονεμένο του ύφος, τον χαιρετά και έπειτα βγαίνει από το αυτοκίνητο. Η πόρτα κλείνει και ο Σίλβερ βγάζει μια τεράστια ανάσα ανακούφισης. Ξεκινά να οδηγεί με ένα χαμόγελο πλατύ να στολίζει το πρόσωπό του.
Φτάνοντας στο γκαράζ του σπιτιού του καταφέρνει να ξυπνήσει την Γκόλντεν η οποία πέφτει σχεδόν ολότελα πάνω του και με το ζόρι καταλήγει να ανεβαίνει τα σκαλιά προς το δωμάτιο του Σίλβερ. Η καρδιά του δεν του πήγαινε να την αφήσει στον ξενώνα οπότε τελικά αποφάσισε πως θα κοιμηθεί στο πάτωμα εκείνη την μέρα.
Μόλις την ξαπλώνει και έπειτα την σκεπάζει, φεύγει από το δωμάτιο και καταλήγει στο μεγάλο σαλόνι όπου όλοι τον περιμένουν εναγωνίως.
Η ερώτηση που κυριαρχεί. Που είναι ο Κλάιντ;
«Ήταν φοβερά κουρασμένος. Μου ζήτησε να τον πάω σπίτι του, ήταν και χτυπημένος οπότε φαντάζομαι πως ήθελε να μείνει λίγο μόνος του. Επίσης, είχε νεύρα. Προτείνω να του δώσουμε ένα διάλειμμα δύο τριών ημερών για να διαχειριστεί τι του συνέβη, ξέρετε όλοι πόσο ψυχοφθόρα διαδικασία είναι αυτή της σύλληψης και η επαφή με την αστυνομία είναι αποκρουστική το λιγότερο. Αύριο θα συζητήσουμε για τα έσοδα από σήμερα, πάρτι δεν θα γίνει από σεβασμό προς τον Κλάιντ. Μπορείτε να φύγετε αλλιώς απλωθείτε στους ξενώνες και στους καναπέδες. Αύριο κερνάω καφέ και πρωινό. Καληνύχτα.»
Όλοι μαζί καληνυχτούν τον Σίλβερ και αδειάζουν το σαλόνι στην στιγμή. Η μόνη που φαίνεται ακόμη σκεπτική είναι η Μπόνι που έκπληκτη από πριν δεν μπορεί να βγάλει άχνα. Ο αδερφός της το αντιλαμβάνεται στην στιγμή.
«Εσύ τώρα γιατί είσαι έτσι; Είναι καλά σας είπα.»
«Περίμενα να τον δω...»
«Αυτός δεν ήθελε να δει κανέναν. Φάνηκε αρκετά τσιτωμένος...»
«Θα πάω από το σπίτι του», ανακοινώνει αποφασιστικά και ο Σίλβερ χαμογελά γνωρίζοντας από την αρχή πως αυτό ακριβώς θα έκανε η αδερφή του, δεν χωρούσε αμφιβολία.
Μεμιάς εξαφανίζεται σαν σίφουνας από τον χώρο και έτσι, προχωρά κι εκείνος προς το δωμάτιό του. Κλείνοντας την πόρτα έρχεται αντιμέτωπος με μια ξύπνια Γκόλντεν η οποία κοιτά την πόρτα βαριεστημένα.
«Νόμιζα ότι με παράτησες και έφυγες.» Το πνιχτό γέλιο που ξεφεύγει από τα χείλη της τον ανακουφίζει και έτσι δεν παίρνει την ανησυχία της στα σοβαρά.
«Έδωσα μερικές διευκρινήσεις στα παιδιά. Πέσε κοιμήσου.»
«Εσύ;» Η αθωότητα στην χροιά της τον ζεσταίνει και ταυτόχρονα τον τρελαίνει, χαμογελά για να κρύψει και τα δύο.
«Θα κοιμηθώ κι εγώ.»
«Σου κάνω χώρο στο κρεβάτι!»
Γνέφει μα μόλις γυρνά την πλάτη του σε εκείνη, πανικοβάλλεται εμφανώς. Ξεσφίγγει την γραβάτα του για να χωρέσει –όπως πιστεύει– περισσότερος αέρας στον λαιμό του και έπειτα, πιάνοντας τις πιτζάμες του, κατευθύνεται στο μπάνιο. Πλένει το πρόσωπό του με κρύο νερό και αλλάζει γρήγορα.
Αν το μάθει αυτό ο Κλάιντ θα με σκοτώσει.
Βγαίνει από το μπάνιο ύστερα από λίγο διστακτικά. Πλησιάζει το μεγάλο κρεβάτι και παρατηρεί πως η κοπέλα έχει κλειστά μάτια και ανασαίνει βαριά, πιθανόν κοιμήθηκε.
Χώνεται μέσα στην ζέστη των σκεπασμάτων και κοιτά να μην την πλησιάσει καθόλου. Για καλή του τύχη, ούτε η κοπέλα κάνει κάποια κίνηση για να τον αγγίξει.
Εντάξει, ίσως να μην πεθάνω ακόμη.
Την ίδια ώρα η Μπόνι βρίσκεται έξω από την πόρτα του σπιτιού του.
Πιάνει τον εαυτό της να διστάζει και ίσως να κάνει και πίσω. Αρκετές φορές απομάκρυνε το χέρι της από την πόρτα μα τελικά, εκείνη την μία, κατάφερε να χτυπήσει δυνατά, αγνοώντας το κουδούνι.
Ο Κλάιντ, λες και την περίμενε πίσω από την πόρτα, άνοιξε αμέσως.
Το βλέμμα του είναι σκοτεινό και καθόλου ευδιάθετο, όπως συνηθίζει. Με το πουκάμισό του ανοιχτό, αφήνοντας σε απόλυτη θέα δύο μορφών μελάνια πάνω του, την κοιτά σοβαρά και ίσως αυστηρά.
«Τι κάνεις εδώ;» Είναι κάπως απότομος, η Μπόνι στροφάρει στην στιγμή και αντιλαμβάνεται τον λόγο αμέσως.
«Ήρθα να δω αν είσαι καλά.»
Με την φωνή της να σβήνει, περιμένει την αντίδρασή του. Όταν της ανοίγει τον δρόμο να περάσει στο εσωτερικό, νιώθει την καρδιά της να φτερουγίζει από ανακούφιση.
Αφήνει τα πράγματά της στο έπιπλο δίπλα από την πόρτα και τον πλησιάζει αμέσως ακουμπώντας τις μελανιές στο πρόσωπο και στο σώμα του. Την κοιτά που κλείνει τα μάτια της κάπως απογοητευμένη. Από τον ίδιο; Από τον εαυτό της; Από κάποιον άλλον; Δεν μπορεί να καταλάβει, απλώς είναι απογοητευμένη.
«Όλα αυτά δεν θα είχαν συμβεί αν είχα πάρει την θέση σου εγώ σήμερα...»
«Λες και θα σε άφηνα.» Είναι ακόμη σκληρός με εκείνη, το καταλαβαίνει αμέσως.
«Είμαστε ομάδα, έπρεπε να το κάνω.»
«Αυτό που θα έπρεπε να είχες κάνει είναι να μου πεις εξ αρχής για τον αριθμό. Μόνο έτσι θα είχα αποφύγει αυτή την κατάσταση. Πονάει όλο μου το σώμα, μιλάω και τσούζει το πρόσωπό μου.» Δεν του απαντά, αντίθετα πλησιάζει κι άλλο. Είναι έτοιμη να τον φιλήσει όταν εκείνος απομακρύνεται από εκείνη. «Γιατί δεν μου το είπες;»
«Γιατί ήθελα να το καταλάβεις μόνος σου.»
«Κι αν δεν το καταλάβαινα; Θα την έβγαζα εκεί μέχρι πότε;»
«Θα σε έβγαζα και πάλι. Δεν θα σε άφηνα εκεί.»
«Θα έμενα ώρες, ίσως και μέρες. Θα με έβγαζες και θα ήμουν μελανιασμένος παντού.»
«Ήταν όλα μια δοκιμασία από την αρχή.»
Σιωπή στον χώρο.
«Δοκιμασία;» Ο Κλάιντ ακούγεται μπερδεμένος, ψάχνει απαντήσεις στο χαμηλωμένο βλέμμα της γκριζομάλλας.
«Ο Σίλβερ σε δοκίμασε τότε, ο Λέτερ το ίδιο... Εγώ δεν σε δοκίμασα, γιατί σχεδίαζα αυτό. Αυτή ήταν η δοκιμασία μου για την είσοδό σου στην ομάδα.»
Ο κλέφτης την κοιτά χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξεις.
«Πέτυχες...»
«Πέτυχα;»
«Πέτυχες! Μου απέδειξες πόσο έξυπνος, ευέλικτος, έμπιστος είσαι...»
«Κι αν δεν στο αποδείκνυα; Κι αν δεν περνούσα το τεστ σου;» Το νεύρο στην φωνή του την ταράζει ακόμη. Γιατί νευριάζει; Είχα λόγο!
«Ήμουν σίγουρη ότι θα το περνούσες.»
«Πως ήσουν τόσο σίγουρη;»
Αυτή τη φορά η Μπόνι δεν απαντά.
«Και τι θα γινόταν με το τατουάζ; Δεν θα άξιζα να είμαι ο ονοματοδοσμένος σου, τι θα γινόταν με το τατουάζ;»
«Το τατουάζ είναι απόδειξη ότι πίστευα τόσο πολύ σε εσένα! Και ίσως ήταν και μια μικρή βοήθεια...»
«Το λες τόσο φυσικά...»
«Γιατί είσαι θυμωμένος Κλάιντ;» Η φωνή της σπάει στο τέλος, ανησύχησε τόσο για εκείνον και τώρα είναι αντιμέτωπη με κάτι που δεν της αρέσει. Θέλει να τον αγγίξει, να τον φιλήσει, να τον αφήσει να την αγγίξει και εκείνος...
«Μπόνι όσο σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να τα είχα γλιτώσει όλα αυτά...» δείχνει το σώμα του και την στιγμή που κοιτά τα σημάδια στο δέρμα του αποστρέψει άμεσα την ματιά του από εκεί. Περπατά προς τον μεγάλο καναπέ του σαλονιού του και χύνεται πάνω του κάπως ατσούμπαλα. Ένα επιφώνημα πόνου ξεφεύγει από τα χείλη του και λαβώνει την καρδιά της.
«Δεν θα σου ζητήσω συγγνώμη, δεν έπρεπε να στο πω.»
Περπατά μαγκωμένα προς το μέρος του και παίρνει την θέση της δίπλα του, κοιτώντας ανήσυχη το στέρνο του που ανεβοκατεβαίνει γρήγορα. Από την έκφραση του προσώπου του καταλαβαίνει πως πονάει.
«Είμαι κουρασμένος», αλλάζει θέμα. «Δεν είναι καλή ώρα για συζήτηση, πήγαινε στο δωμάτιο σου να κοιμηθείς.»
«Χωριστά θα κοιμηθούμε;» Χαμηλώνει το βλέμμα της αμέσως από ντροπή.
«Εγώ θα κοιμηθώ εδώ σήμερα. Δεν χρειάζεται να ξεβολευτείς εσύ.»
«Μα δεν-»
«Μπόνι...»
Η κοπέλα, στο άκουσμα του ονόματός της δεν κάνει ούτε κίνηση να σηκωθεί. Μόνο τον πλησιάζει. Τοποθετεί το ένα της χέρι απαλά στο μάγουλο χωρίς τις μελανιές και με το άλλο χαϊδεύει τα μαλλιά του. Στο άγγιγμά της, ο Κλάιντ γυρίζει και την κοιτά, διευκολύνοντάς την για την επόμενη κίνησή της.
Τον φιλά απίστευτα απαλά στα χείλη. Ούτε που κινεί τα δικά της, απλώς ακουμπά τα ζεστά δικά του. Ο κλέφτης, όμως, δεν μπορεί αυτή την αδράνεια μεταξύ τους, δεν το έχουν συνηθίσει εξάλλου, δεν είναι «δικό» τους.
Μπορεί να πονά μα τελικά της δίνει εκείνος τον ρυθμό.
Είναι έτοιμος να την αγκαλιάσει και να την φέρει πάνω του, αγνοώντας τους πόνους, μα δεν τον αφήνει. Αντίθετα, απομακρύνει και τα χείλη της από τα δικά του.
Μεταφέρεται λίγο πιο δίπλα, στην πρώτη μελανιά που αναγνωρίζει. Η ζεστή αφή της στέλνει ρίγη σε όλο το κορμί του και ειδικά σε ένα συγκεκριμένο μέρος που δεν μπορεί άλλο πια να αγνοεί μα το κάνει για χάρη της. Η κοπέλα ωστόσο δεν του δίνει πολλές επιλογές και πολλά περιθώρια ακόμη. Με ένα ακόμη απαλό φιλί λίγο πιο κάτω, στο σαγόνι περίπου, δεν μπορεί να συγκρατήσει ένα αγκομαχητό που προσπάθησε μα δεν κατάφερε να κρατήσει για τον εαυτό του.
Και με αυτό που άκουσε η Μπόνι, πήρε θάρρος.
Κατέβηκε πιο κάτω, στον λαιμό. Εκεί δεν είχε μελανιά μα ήξερε πως ο κλέφτης έχει αδυναμία. Είναι η αχίλλειος πτέρνα του, ο δέρμα ανάμεσα στα κόκκαλα της κλείδας και τον λαιμό του.
Ένα ακόμη αγκομαχητό και η κοπέλα αποκτά περισσότερη αυτοπεποίθηση.
Ψάχνει και βρίσκει γρήγορα την επόμενη μελανιά, είναι λίγο πιο κάτω από το αριστερό του στήθος. Κατεβαίνει αρκετά και φιλά απαλά την περιοχή, στέλνοντας ένα πολλά υποσχόμενο βλέμμα στον κλέφτη.
«Μπόνι...» καταφέρνει να πει, για λίγο δεν συνεχίζει την πρότασή του, ένας πιο έντονος ήχος ξεφεύγει από τα χείλη του. «Μπόνι, μην το κάνεις αυτό.»
«Ποιο;»
«Αυτό...»
Τον αγνοεί και συνεχίζει να φιλά την επόμενη μελανιά, λίγο πιο κάτω. Και το χέρι της τώρα ακουμπά την ζώνη από το παντελόνι του απαλά, προϊδεάζοντάς τον για το τι θα συμβεί.
«Μπόνι... Τελευταία προειδοποίηση: Μην το κάνεις αυτό. Πήγαινε για ύπνο.»
Κάνε έστω μια προσπάθεια να φύγεις και δεν θα κοιμηθείς για μέρες.
Ένα ακόμη αγκομαχητό ξεφεύγει χαμηλά από εκείνον.
«Ήρθα εδώ για να σε φροντίσω.»
«Ω, θεέ μου..»
Η γκριζομάλλα χαμογελά και φιλά τώρα την τελευταία μελανιά στο σώμα του. Τον αποδεσμεύει από την ζώνη και το σφιχτό κούμπωμα του παντελονιού του και έπειτα βρίσκεται αντιμέτωπη με το εσώρουχό του.
Λίγο πριν αποκαλύψει ό,τι αυτό κρύβει, φιλά μια ακόμη φορά το δέρμα του. Χωρίς να κοιτά, περνά το χέρι της μέσα από το λευκό ύφασμα και κρατά απαλά την απόδειξη πως τον επηρέασε βαθιά. Ερεθισμένος και σκληρός βρίσκεται υπό την πολιορκία της.
Όταν ξεκινά να αφήνει μικρά φιλιά σε όλο το μήκος του, ο Κλάιντ δυσκολεύεται ήδη να ελέγξει την ανάσα του. Με τα δάχτυλά του να δεσμεύουν σε μια χούφτα τα μαλλιά της την βοηθά να τον φροντίσει.
Την στιγμή που ξεκινά να συνηθίζει τα απαλά φιλιά της, η άμαθη Μπόνι επιλέγει να τον χαϊδέψει και έπειτα να τον καθηλώσει χρησιμοποιώντας την γλώσσα της επιδέξια, με τα βογγητά του τώρα πια δυνατά κοντά στο αυτί της να της δίνουν ώθηση.
Και ενώ στην αρχή δειλά έπαιζε μαζί του, κάθε που σκλήραινε παραπάνω, κάθε που ακουγόταν πιο βαριά και ερεθιστικά για την ίδια, αποκτούσε περισσότερο θράσος.
Όλο και περισσότερο κατέβαινε, όλο και πιο βασανιστικά τον χάιδευε, όλο και πιο δύσκολο του το έκανε να κρατηθεί.
Δεν χρειαζόταν πολύ εξάλλου, η γλώσσα της πάνω του και τα υγρά του στόματός της ήταν αρκετά για να τον στείλουν αλλού.
Και πράγματι, από κάποια στιγμή και μετά η ανάσα του έβγαινε ακανόνιστη, τα βογγητά του πλήθαιναν και με μερικές ακόμη ανοδικές και καθοδικές κινήσεις του χεριού της, η Μπόνι κατάφερε να τον κάνει να τελειώσει κάπου πάνω της.
Λίγο αργότερα, όταν και οι δύο είχαν καθαριστεί, ο Κλάιντ την τραβά έντονα πάνω του και την φιλά απαλά, αγνοώντας το τσούξιμο στα χείλη από τα χτυπήματα των αστυνομικών από νωρίτερα.
«Θα πάμε να κοιμηθούμε τώρα;» του ψιθυρίζει με την ντροπή να μην φεύγει ερυθρή από τα μάγουλά της.
«Ξημέρωσε κιόλας...»
«Μπορώ να φύγω κιόλας αν θέλεις.»
«Μπόνι μην τολμήσεις.»
Τον πνιχτό γέλιο της κλέφτρας είναι μεταδοτικό. Χαμογελαστός την φιλά μια τελευταία φορά πριν σηκωθούν από τον καναπέ και κατευθυνθούν μαζί στην σοφίτα με το φοβερά αναπαυτικό στρώμα του κρεβατιού. Ούτε μια ώρα μετά, έχουν κοιμηθεί.
Ήταν μια έντονη νύχτα για όλους, αξίζουν λίγες ώρες ξεκούρασης.
Το σχόλιο του συγγραφέα στις 5:30 το πρωί: Both hands on the phone kids. Καλά, συγγνώμη, απλά ήθελα πάντα να το πω αυτό. Ορίστε, το είπα, μου έφυγε το απωθημένο.
Πως. Σας. Φάνηκε. Περιμένω γνώμες όπως (δεν θα πω την φράση που λέω στην παρέα μου γιατί θα παρεξηγηθούμε εδώ μέσα) εγώ περιμένω τον γκόμενο να εμφανιστεί στην ζωή μου. Ή ο Zayn Malik στην πόρτα μου. Όποιο έρθει πρώτο, λογικά θα πεθάνω μόνη μ-
Ναι, τέλος πάντων, αυτά από εμένα. Εύχομαι το κεφαλαιάκι να σας άρεσε και να λύθηκαν απορίες σας σχετικά με το πως τους κατάλαβαν και γιατί. Η όλη φάση έγινε περισσότερο για να δώσουμε βάση στο τηλεφώνημα και στον αριθμό 1210, για να καταλάβουμε πόσο σημαντικό είναι στην σχέση τους και όχι τόσο για να βρούμε ποιος και γιατί τους έδωσαν στην αστυνομία. Πολλά γράφω στις πέντε και μισή το πρωί.
Αντίο και καλημέρα.
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top