𝑿𝑽𝑰𝑰. Το Πνεύμα των Χριστουγέννων
Μέχρι την επόμενη αποστολή, η Πέιτον έπρεπε να περιμένει κάποιες μέρες που στα δικά στης μάτια φάνηκαν αιώνες. Ο Κλάιντ της απαγόρεψε να πηγαίνει μαζί του μέχρι την δοκιμαστική της, θέλοντας να κρατήσει την στάση της ομάδας αμερόληπτη, και παρόλο που αυτό δεν φάνηκε να αρέσει καθόλου στην μικρότερη αδερφή του, εκείνη το δέχτηκε αμέσως.
Ο Σίλβερ και η Μπόνι ανέθεσαν σε εκείνον την επεξήγηση όλων των λεπτομερειών για την δοκιμαστική αποστολή αλλά και κάθε λεπτομέρεια που θα ακολουθήσει ύστερα από την ένταξή της στην ομάδα –γιατί η Πέιτον σίγουρα θα έμπαινε, είτε ο Κλάιντ ήθελε είτε όχι.
Ο Σίλβερ, εξάλλου έχει φυλάξει μια θέση για εκείνη.
Οπότε οι μέρες περνούσαν, η Πέιτον ανυπομονούσε και ο Κλάιντ ανησυχούσε.
Η Παραμονή των Χριστουγέννων δεν είναι η αγαπημένη τους μέρα για να τρέχουν και να κλέβουν πλούσιους μα είναι η ευκαιρία τους μετά από αρκετές μέρες να επανέλθουν με περισσότερα κέρδη. Ο Λέτερ με τον Σίλβερ ψάχνουν εναλλακτικές αποστολές, όπως ακριβώς τους πρότεινε ο Κλάιντ, μα προς το παρόν δεν έχουν βρει τίποτα αξιόλογο για να ασχοληθούν. Έτσι, σε αυτή την γιορτινή μέρα επέλεξαν να συμμετάσχουν σε ένα χριστουγεννιάτικο μπαζάρ.
«Ο ρόλος σου σήμερα είναι ένας, τον θυμάσαι;» Στο αμάξι για το σπίτι των διοικητών ο Κλάιντ υπενθυμίζει το σχέδιο στην αδερφή του για πολλοστή φορά.
«Βοηθάω στο catering και έχω το νου μου στο ακουστικό μήπως χρειαστεί κάποιος οποιαδήποτε βοήθεια ή κάλυψη.»
«Και τι άλλο είπαμε;»
«Αν χρειαστώ βοήθεια θα σε φωνάξω αμέσως.»
«Ακριβώς. Οτιδήποτε κι αν είναι, ακόμα και με αστυνομία να έχει να κάνει. Θα σε βοηθήσω εγώ, μην σκεφτείς ούτε στιγμή να βάλεις μπροστά τον εαυτό σου. Έγινα κατανοητός;»
«Μπλέικ το έχεις πει χιλιάδες φορές, κατάλαβα!»
«Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι!»
«Τα θυμάμαι όλα, εντάξει.»
Το αμάξι σταματά έξω από το πολυτελές οικόπεδο και η Πέιτον δεν κρύβει καθόλου τον ενθουσιασμό της. Τόσο πλουσιοπάροχα δεν έχει ζήσει και πιθανόν να μην ζήσει ποτέ της.
«Ποιον περιμένουμε;»
«Την Μπόνι, θα την πάρουμε μαζί μας. Σήμερα είμαστε μαζί σερβιτόροι.»
«Δεν θα πάει με τον αδερφό της;»
«Όχι, από την στιγμή που μου έδωσε όνομα είμαστε ομάδα. Κι εσένα, αυτός που θα σου δώσει όνομα θα γίνει η ομάδα σου. Εγώ θα σταματήσω να ανησυχώ και εσύ θα είσαι σε καλύτερα χέρια ελπίζω.»
Η Πέιτον χασκογελά με τον τόνο του αδερφού της και μέσα της εύχεται να της δώσουν κάποιο ωραίο όνομα, το πραγματικό της δεν την ενθουσιάζει καθόλου.
«Από την στιγμή που θα ξεκινήσει η αποστολή παύω να σε φωνάζω Πέιτον, κι εγώ και η Μπόνι κι ο Σίλβερ. Θα είσαι η 'Καινούρια' οπότε όταν θα ακούς αυτή την προσφώνηση θα αναφέρονται σε εσένα. Θα είσαι συγκεντρωμένη...» το άνοιγμα της πόρτας και η Μπόνι που κάθεται στα πίσω καθίσματα τον αποσυντονίζουν «...και δεν θα κάνεις βλακείες. Σοβαρή, μετρημένη σε θέλω, θα κινείσαι έξυπνα και μόνο όταν πρέπει.»
«Κλάιντ μην της βγάλουμε την ψυχή, δεν είναι τόσο δύσκολες οι αποστολές πια!» Η Μπόνι μπαίνει αμέσως στην συζήτηση και υπερασπίζεται την Πέιτον που με μια κάπως ανήσυχη έκφραση κοιτά τον αδερφό της.
«Δεν είναι δύσκολες για εμάς που το κάνουμε χρόνια, για κάποια σαν την Πέιτον αυτά δεν είναι παιχνιδάκι.»
«Είναι έξυπνη, θα τα καταφέρει.»
«Ναι, αλλά-» Η γκριζομάλλα τον σταματά όταν σηκώνεται ατσούμπαλα και τον φιλά στα χείλη χωρίς προειδοποίηση. Πέφτει ξανά στην θέση της χωρίς να του πει κάτι, μόνο ακουμπά τα κόκκινα μάγουλά της, την μοναδική απόδειξη πως ήθελε θάρρος για αυτή την κίνηση. Ο Κλάιντ μοιάζει χαμένος καθώς βάζει ξανά μπρος το αμάξι ενώ η Πέιτον κοιτά εναλλάξ τους δύο κλέφτες και χαμογελάει με νόημα.
Στην διαδρομή μέχρι το μπαζάρ ο Σίλβερ τηλεφώνησε στην αδερφή του αρκετές φορές για να ρωτήσει αν όλα πηγαίνουν σύμφωνα με το σχέδιο όμως κάθε φορά έβρισκε στην αδερφή του να τον αποπαίρνει.
Με ένα τελικό μήνυμα στο κινητό του, σταμάτησε τα τηλέφωνα.
«Αναλαμβάνω εγώ την Πέιτον. Μην τηλεφωνήσεις πάλι, καρφώνεσαι.»
Κοίταξε τον οδηγό στις μπροστινές θέσεις με την ελπίδα να μην κατάλαβε τίποτα. Είδε και εκείνη αλλά και ο αδερφός της πως ο Κλάιντ είναι αρκετά προστατευτικός ως προς την μικρή του αδερφή και η κλέφτρα δεν γνωρίζει ποια θα είναι η αντίδρασή του. Προφυλάσσει προς το παρόν το αίμα της.
Τελικά, από το ήρεμο ύφος του καθώς παρκάρει κοντά στην μεγάλη αίθουσα του μπαζάρ, η Μπόνι αντιλαμβάνεται πως ο Κλάιντ είτε μένει ατάραχος στην σκέψη πως ο επικεφαλής του ερωτεύτηκε –με μια δεύτερη ματιά– την αδερφή του είτε στ' αλήθεια δεν έχει καταλάβει τίποτε.
Κάθε σενάριο την βολεύει.
Βγαίνει από το αμάξι διώχνοντας κάθε σκέψη από το μυαλό της και περπατώντας στο πλάι με τα δύο αδέρφια, αισθάνεται την αυτοπεποίθηση της κλέφτρας μέσα της να γεμίζει τα πνευμόνια της, ο αέρας γύρω της φαντάζει ισχυρός και με κάθε εισπνοή νιώθει περισσότερο δυνατή.
Περπατώντας προς την είσοδο, κρατούν στα χέρια τους τα χαρτιά πρόσληψης.
«Καλή επιτυχία», ψιθυρίζει η Πέιτον στον εαυτό της περισσότερο μα τυχαίνει να την ακούσουν και οι δύο κλέφτες εκατέρωθεν της.
«Καλή τύχη Καινούρια.»
Οι φωνές τους συνδυάζονται και τελικά απομακρύνονται αφήνοντάς την μόνη της να επεξεργαστεί τον χώρο δίπλα της. Ένας από τους υπεύθυνους την πλησιάζει και της δίνει αμέσως οδηγίες τις οποίες οι κοπέλα κοιτάει να ακολουθήσει.
Στο μυαλό της έρχονται όλες οι συμβουλές του αδερφού της.
Θα τα καταφέρει, πρέπει να τον βγάλει ασπροπρόσωπο.
..................
Τελικά η δουλειά που είχε να κάνει ήταν πολύ πιο εύκολη από ότι νόμιζε. Όπου την χρειάστηκαν ήταν εκεί και τους κάλυψε με κάθε επιτυχία ενώ τις περισσότερες ώρες έκανε παρέα στον Πάρτι που βρισκόταν στα ποτά και έπαιζε με μπουκάλια και ποτήρια.
Στο αμάξι με προορισμό το σπίτι των διοικητών για το πάρτι της Παραμονής δεν έβαλε γλώσσα μέσα της βάζοντας ένα τεράστιο χαμόγελο στην Μπόνι και τον αδερφό της που στις θέσεις του συνοδηγού και του οδηγού αντίστοιχα έμεναν σιωπηλοί.
Φτάνοντας στο σπίτι, η «Καινούρια» μαζί με την Μπόνι μπήκαν μαζί στο εσωτερικό ενώ ο Κλάιντ έκανε μια ακόμη βόλτα με το αμάξι του σκεπτόμενος πως από την σημερινή ήμερα και έπειτα, η ζωή της αδερφής του θα αλλάξει ριζικά. Λίγη ώρα αργότερα περπατά ανάμεσα στα διάφορα μέλη της ομάδας ψάχνοντας την προσεκτικά. Την βρίσκει να χορεύει μαζί με μια χορεύτρια και την τραβά κοντά του χωρίς προειδοποίηση.
Η χορεύτρια διαβάζει στο βλέμμα του τον λόγο που ο Κλάιντ την παίρνει κοντά του και έτσι δεν ξεκινά να φωνάζει.
«Που πάμε;»
«Να σε ξεναγήσω στο σπίτι. Είναι πολύ συγκεκριμένα δωμάτια στα οποία θα μπορείς να μπαίνεις όσο περνάς την ώρα σου εδώ, δεν θέλω να μπερδευτείς.»
Η αδερφή του χαμογελά πλατιά και γνέφει ενθουσιασμένα. Σφίγγει το χέρι του και τον ακολουθεί πιστά.
Η ξενάγηση ξεκινά από το ισόγειο μα ο Κλάιντ δεν περνά αρκετή ώρα εκεί. Ανεβαίνει μαζί με την αδερφή του τις σκάλες και αποφεύγει ένα συγκεκριμένο δωμάτιο του ορόφου. Της δείχνει το γυάλινο δωμάτιο, της δείχνει τις πόρτες των διοικητών, της δείχνει εκείνο με το μεγάλο σαλόνι και αφήνει τελευταίο εκείνο με το μπιλιάρδο.
Φτάνοντας έξω από αυτό παίρνει βαθιά ανάσα και γυρίζει να την κοιτάξει.
«Αυτό εδώ είναι το πιο σημαντικό από όλα...» της τονίζει και τραβά αμέσως την προσοχή της. Της ανοίγει και την αφήνει να μπει πρώτη. Κλείνοντας την πόρτα πίσω του φορά το πιο πειστικό του βλέμμα, θέλει να πετύχει σε αυτό το τεστ.
Η κοπέλα έχει μείνει με το στόμα ορθάνοιχτο και κοιτά όλα τα αποκτήματα και κέρδη από την σημερινή ημέρα. Τόσα κοσμήματα και χρήματα μαζεμένα δεν έχει δει ποτέ στην ζωή της και τώρα, έκπληκτη στέκεται μπροστά τους.
«Αν όλα αυτά ρευστοποιηθούν φτάνουν τα δέκα εκατομμύρια.»
«Πόσα;»
«Αν τα θέλεις πες το μου...»
«Όλα αυτά; Είναι δύσκολο να τα αγοράσεις όλα αυτά!» Η αθωότητα στην φωνή της του δημιουργεί εκείνη την επιθυμία να χαμογελάσει μα μένει σοβαρός.
«Ποιος σου είπε ότι θα τα αγόραζα;»
Στο πρόσωπό της βλέπει την προσποίηση πως δεν κατάλαβε τι εννοεί ο αδερφός της.
«Έχω απενεργοποιήσει τις κάμερες» ψέμα «με ένα σου νεύμα τα παίρνουμε και φεύγουμε.»
Ο Σίλβερ, ο Λέτερ και η Μπόνι που παρακολουθούν από τις οθόνες του υπολογιστή κρατούν μια γερή ανάσα, ένας προς έναν θέλουν η μικρή αδερφή του Κλάιντ να πει τις σωστές λέξεις.
«Μιλάς σοβαρά;»
«Πολύ σοβαρά.»
«Ενεργοποίησε τες πάλι, είσαι χαζός;»
«Καθόλου χαζός, αν φερθείς κι εσύ όπως εγώ μπορούμε να αλλάξουμε το μέλλον μας. Το μέλλον της μαμάς...»
Η κοπέλα δεν δείχνει να το σκέφτεται καθόλου. «Καλά, δεν έχεις καθόλου μυαλό;» Δεν τον αφήνει να της απαντήσει, συνεχίζει ακάθεκτη. «Δεν αγαπάς καθόλου αυτή την ομάδα; Αυτοί σε σήκωσαν από εκεί που ήσουν και τώρα θέλεις να τα τινάξεις όλα στον αέρα; Είσαι σοβαρός;»
Ο Κλάιντ πολεμά με νύχια και με δόντια να μην γελάσει, μένει σοβαρός και την κοιτά. Ο Σίλβερ δεν μπορεί να κρύψει την ικανοποίηση του ενώ η Μπόνι και ο Λέτερ αναπνέουν καθησυχασμένοι μα ακόμη έχουν τις επιφυλάξεις τους.
«Δεν έχει σημασία.»
«Έχει. Είναι η ομάδα σου, για να μην πω μας, μην είσαι αχάριστος.»
«Δεν είμαι αχάριστος!» Της δείχνει ότι θίγεται, με μεγάλη επιτυχία. Η κοπέλα τον πλησιάζει με μια απογοήτευση στο πρόσωπο.
«Και πες ότι δεν δίνεις δεκάρα για την ομάδα... Για την Μπόνι; Δεν αισθάνεσαι απαίσια στην σκέψη και μόνο ότι θα την προδώσεις;»
Κοίτα την μικρή που θα μου δημιουργήσει και τύψεις χωρίς λόγο...
«Δεν την αγαπάς; Δεν είσαι ερωτευμένος μαζί της; Γιατί πας να τα γαμήσεις όλα;»
«Είμαι ερωτευμένος...» μουρμουρίζει τελικά.
«Τότε συγκεντρώσου και σκέψου καλά αυτό που μου πρότεινες! Και μην σου περάσει η ιδέα από το μυαλό ότι θα συμμετάσχω σε οτιδήποτε κατέβασε η κεφάλα σου, εγώ δεν γίνομαι προδότρα!» Η κοπέλα κατέληξε να φωνάζει και εξαγριωμένη να χτυπά τον αδερφό της –όσο πιο δυνατά μπορούσε.
Την έκρηξη της διακόπτει το άνοιγμα της πόρτας και η εμφάνιση του Σίλβερ και της Μπόνι. Ο Λέτερ αποφάσισε να μείνει στο δωμάτιό του.
Η «Καινούρια» κοιτά έκπληκτη τα δύο αδέρφια και ο νους της πάει στο κακό. Μας άκουσαν...
«Κλάιντ τι συμβαίνει εδώ;» ρωτά αυστηρά η γκριζομάλλα. Ο Σίλβερ πλησιάζει την καστανομάλλα αθώα κοπέλα και χωρίς να αφήνει την καρδιά του να επηρεάσει το σοβαρό του ύφος, πιάνει το μπράτσο της σφιχτά.
«Η Καινούρια πέρασε την διαδικασία επιτυχώς.»
Οι τρεις κλέφτες χαμογελούν ευθύς και βγαίνουν από τους ρόλους τους.
Πριν προλάβει η μικρότερη από όλους να αντιδράσει, ο Κλάιντ περνά την λεπίδα από το μαχαίρι γρήγορα από το μπράτσο της. Το ουρλιαχτό της αδερφής του τρυπά την καρδιά του και με κινήσεις κλασμάτων του δευτερολέπτου, κλείνει την πληγή με το τρεχούμενο αίμα βάζοντας μια γάζα. Την αγκαλιάζει σφιχτά και την αφήνει να κλάψει τον πόνο της στο στήθος του.
Ο Σίλβερ, που με υπερπροσπάθεια δεν την αγκάλιασε πρώτος, κοιτά ικανοποιημένος τον Κλάιντ.
«Συγχαρητήρια αγάπη μου, τα κατάφερες.»
«Συγχαρητήρια Καινούρια, εγώ και η Μπόνι είμαστε περήφανοι.» Τα λόγια του επικεφαλής είναι μετρημένα και με προσοχή επιλέγει τις λέξεις του, δεν θέλει ο Κλάιντ να αντιληφθεί τίποτα. Πισωπατά και αφήνει τους τρεις τους μόνους τους στο δωμάτιο, η ανάγκη του να αγγίξει την Πέιτον ήταν αρκετή για να βγει τελικά εκτός ελέγχου.
Σύντομα τον συνοδεύει και η Μπόνι, αφήνοντας τον Κλάιντ και την αδερφή του στη μπάρα να πιούν το ποτό τους. Ο Πάρτι απολάμβανε να κάνει τα τρικ του στην «Καινούρια» μιας που εκείνη γελούσε δυνατά τραβώντας πάνω της παραπάνω από ένα βλέμματα, με του Σίλβερ να μην απομακρύνεται στιγμή.
Και αν λέγαμε πως η Πέιτον δεν το έχει καταλάβει, θα λέγαμε ψέματα.
Το νάζι μέσα της δεν την αφήνει να κάτσει ήρεμα στην θέση της. Ο Κλάιντ δίπλα της φαίνεται να έχει το μυαλό του αλλού οπότε χωρίς να δίνει σημασία σε εκείνον, σηκώνεται από το ψηλό σκαμπό της. Η Μπόνι που την βλέπει να πλησιάζει καταλαβαίνει τι έχει στο μυαλό της.
«Σίλβερ έρχεται, φέρσου φυσιολογικά.»
Και έτσι, ο Σίλβερ πνίγηκε με το ποτό του.
«Ωραίο το φυσιολογικό σου!»
Με ένα χτύπημα στο μπράτσο της, η Μπόνι φεύγει πριν η «Καινούρια» πλησιάσει περισσότερο και τους βρει μαζί. Είναι η ευκαιρία τους να μείνουν λίγο μόνοι τους, ξέροντας ήδη πόσο ο αδερφός της το ευχόταν όλη τη βραδιά. Εκείνη περπατά προς το μέρος του Κλάιντ και πέφτει με φόρα μέσα στα χέρια του. Απολαμβάνει το φιλί στον μέτωπο και κοιτά διακριτικά τον αδερφό της με την μικρή αδερφή του κλέφτη της.
Απαρατήρητοι δεν περνούν από κανέναν, αλίμονο αν περνούσαν από τον Κλάιντ που τους κοιτά εξεταστικά.
Η Πέιτον στέκεται μπροστά του και με τον παιχνιδιάρικο τόνο της τον πείθει αμέσως να χορέψουν μαζί. Ο Σίλβερ έχει καιρό να χορέψει μα αυτή την ευκαιρία δεν θα την αφήσει.
«Πως σας φάνηκε κύριε διοικητή;» Του χαμογελά πλατιά και σαν να γεννιούνται πολλές πεταλούδες μέσα του. Ανταποδίδει το χαμόγελο και την φέρνει λίγο πιο κοντά.
«Ήσουν εξαιρετική, συγχαρητήρια.»
«Σε ευχαριστώ που μου έδωσες μια ευκαιρία στην ομάδα...» Τα μάγουλά του κοκκινίζουν και με μια στροφή αποστρέφει την προσοχή της από πάνω του. Όταν την φέρνει ξανά πάνω του εκείνη γελά ενθουσιασμένη.
«Μην ευχαριστείς, ήσουν κατάλληλη για αυτή την θέση.»
«Αλήθεια;»
«Αλήθεια Πέιτ-» Σταματά τον εαυτό του εγκαίρως. «Μου είναι τόσο δύσκολο να σε φωνάζω 'Καινούρια', συγγνώμη.»
«Λέγε με το όνομά μου τότε.»
«Αυτό δεν γίνεται. Μέχρι να σου δώσει κάποιος όνομα πρέπει να σε λέμε έτσι.»
«Ωραία, δώσε μου εσύ όνομα!»
Σταματά για ελάχιστα δευτερόλεπτα να χορεύει. Αυτό δεν το είχε σκεφτεί καθόλου και η λύση του μοιάζει δελεαστικότατη.
«Αυτό θέλει σκέψη», παραδέχεται και την κοιτά στα μάτια χαμογελώντας. Η κοπέλα έχει μια παιδικότητα πάνω της, χωρίς όμως να είναι «παιδί». Η καρδιά του χτυπά και μόνο που την κοιτά στα μάτια, πιο δυνατά τρέχει στην σκέψη ότι θα της δώσει όνομα.
«Να ταιριάζει με το δικό σου!»
«Εγώ συμβολίζω το ασήμι, εσένα σου ταιριάζει το χρυσό.»
«Άρα, Γκολντ;»
«Όχι, όχι Γκολντ. Καλύτερα Γκόλντεν.»
Χρυσαφένια
«Τώρα μάθε να με λες Γκόλντεν.»
Και η μουσική χαμήλωσε την στιγμή που ο Σίλβερ ονοματοδότησε την Γκόλντεν. Ο Κλάιντ, σαν στήλη άλατος, μένει και τους κοιτά να χορεύουν και να χαμογελούν. Την στιγμή που επανέρχεται στην πραγματικότητα, είναι έτοιμος να πλησιάσει, ένα χέρι εγκλωβίζει το μπράτσο του.
Η Μπόνι τον κοιτά με νόημα.
«Το βλέπεις κι εσύ, έτσι;»
Τους παρατηρεί ξανά, με περισσότερη προσοχή. Και πράγματι, ύστερα από λίγο το βλέπει κι εκείνος. Κάτι υπάρχει μεταξύ τους.
«Το βλέπω κι εγώ.»
Μια τραγική αλήθεια τους ντύνει και τους τέσσερις.
Δύο αδέλφια ονοματοδότησαν επειδή ερωτεύτηκαν.
Δύο αδέλφια ερωτεύτηκαν επειδή ονοματοδοτήθηκαν.
................
Μια έκτακτη χριστουγεννιάτικη δημοπρασία δύο ήμερες ύστερα από την επίσημη ένταξη της Γκόλντεν στην ομάδα βρίσκει τους πάντες έτοιμους και σε ετοιμότητα. Οι περισσότεροι ντυμένοι με τα καλά τους τριγυρνούν στον χώρο και δεν αφήνουν ούτε κόσμημα να τους ξεφύγει ενώ άλλοι τρέχουν με δίσκους στα χέρια για να εξυπηρετήσουν τους πλούσιους της Ουάσιγκτον.
Η ξανθιά κοπέλα δίπλα στον Κλάιντ μοιάζει να ζει το όνειρό της, μιας που ο κλέφτης είναι βγαλμένος μέσα από κάθε σκοτεινή της φαντασίωση. Όταν τον είδε να μπαίνει χαλαρός στην αίθουσα έχασε μερικούς χτύπους ενώ η ανάσα της δεν φάνηκε να συμβαδίζει με τον κανονικό της ρυθμό. Όταν την πλησίασε, δε, έμοιαζε λες και πάθαινε εγκεφαλικό.
«Τα μάτια σου είναι πανέμορφα», της ψιθύρισε και αφού της έκανε μια στροφή, έβαλε το κολιέ στην τσέπη του.
«Το ότι ακόμη ρίχνετε γκόμενες έτσι με ξεπερνάει.»
Η εκνευρισμένη Μπόνι δεν λείπει για ακόμη μια φορά. Στέκεται όρθια μπροστά από τον μεγάλο μπουφέ και καταβροχθίζει κάθε μορφής καναπεδάκι που βρίσκει μπροστά της.
«Τι έπαθες Μπόνι;» ρωτά η Γκόλντεν πίσω από τον μεγάλο μπουφέ κρατώντας στο χέρι της έναν δίσκο με μια νέα φουρνιά από μεζέδες.
«Δεν έχω βρει ακόμη τον τρόπου που κλείνει το ρημάδι το στόμα του αδερφού σου.»
«Σε άκουσα.»
«Καλά δεν στο έκρυψα κιόλας.»
Η Γκόλντεν χασκογελάει. «Μην τσακώνεστε. Κι εσύ πρόσεχε το φόρεμά σου, είναι λευκό και λερώνεται εύκολα.»
Η κλέφτρα ξεφυσά αμέσως και αφού μπουκωθεί με ακόμη ένα πεντανόστιμο καναπεδάκι περπατά με την τσάντα της στον ώμο. Είναι λίγο παραπάνω θυμωμένη από ό,τι συνήθως μα καταφέρνει να μην το εξωτερικεύσει οπότε τελικά, όποιον και να κλέβει φαίνεται πως δεν το καταλαβαίνει.
«Αν συνεχίσεις έτσι θα σε καταλάβουν, ηρέμησε.»
«Ασχολήσου με την Ζοζεφίνα και άσε με εμένα να με καταλάβουν.»
«Έλα, μωρό μου, χαλάρωσε και απόλαυσε την σαμπάνια σου.»
Ο κλέφτης χαμογελά από μακριά και μόνο στην εικόνα της Μπόνι που χαλαρώνει και προσπαθεί να κρύψει το δικό της μειδίαμα, μόνο στο άκουσμα της προσφώνησης. Την παρατηρεί που παίρνει με νάζι ένα ποτήρι από τον σερβιτόρο και έπειτα, αφού βεβαιώνεται πως μοιάζει πιο ήρεμη, στρέφει ξανά την προσοχή του στην Ζοζεφίνα, η οποία μέχρι πρότινος μιλούσε με μια φίλη της για τον ίδιο.
«Μάικλ θα πάμε κάπου πιο ήσυχα;» Ο Κλάιντ προσποιείται ένα βλέμμα λάγνο και με ένα νεύμα του την ακολουθεί στο τεράστιο παλιό αρχοντικό. Ανεβαίνει τις σκάλες με το κεφάλι του καρφωμένο σε μια ανοδική πορεία. Το να κοιτάξει την Μπόνι αυτή τη στιγμή είναι κάτι που δε θα συνιστούσε στον εαυτό του.
Η Ζοζεφίνα αρπάζει το χέρι του και τον τραβά προς το βάθος του πρώτου ορόφου. Αν δεν έκανε θόρυβο το πάτημα από τα τακούνια της ξανθούλας που τον τραβά, θα μπορούσε να ακούσει την αθυροστομία της Μπόνι.
Το μήνυμα στο κινητό του τον ταράζει αμέσως.
«Αστυνομία. Πρέπει να φύγεις.»
Το διαγράφει την στιγμή που το διαβάζει και αφού χώσει το κινητό του βαθιά στην τσέπη από το παντελόνι του, αφήνει τα γρανάζια του μυαλού του να δουλέψουν γρήγορα. Το μέτωπο του ιδρώνει παραπάνω από ό,τι περίμενε και αν η κοπέλα μπροστά του δεν ήταν τόσο αφοσιωμένη στο να βρει τρόπους για να τον προσεγγίσει, τότε θα αντιλαμβανόταν ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί του.
«Πρέπει να πάω εκτάκτως στον κάτω όροφο, θα με περιμένεις εδώ;»
Η Ζοζεφίνα γνέφει με σιγουριά και τον αφήνει να φύγει. Στην αρχή μοιάζει βιαστικός και αγχωμένος μα την στιγμή που ξεκινά να κατεβαίνει τις σκάλες, αφήνει τον εαυτό του να ηρεμήσει. Θα βρει την Μπόνι και έπειτα θα φύγουν. Τόσο απλά.
«Μπόνι που είσαι;»
Σιωπή στο ακουστικό του.
«Μπόνι δεν είναι ώρα για νάζια, που είσαι;»
«Στις τουαλέτες.»
«Έρχομαι να σε πάρω.»
Και πράγματι ο κλέφτης περνά κάθε έναν που του κλείνει τον δρόμο και παρόλο που η ιδέα να τους κλέψει είναι δελεαστική, ο Κλάιντ δεν το διακινδυνεύει. Το να βρουν πάνω του κλοπιμαία είναι λάθος που δεν θα συγχωρήσει στον εαυτό του.
Έχει φτάσει στις τουαλέτες και χωρίς να χτυπήσει, ανοίγει την πόρτα. Ανακουφίζεται την στιγμή που βλέπει την κλέφτρα στο λευκό της φόρεμα να φτιάχνει το μαλλί της.
«Είδες το κινητό σου;»
«Όχι, έγινε κάτι;» Δεν τον κοιτά καθόλου και αυτό τον εκνευρίζει.
Κακή ώρα να μου κρατάς μούτρα.
«Αστυνομία, πρέπει να φύγουμε.»
Το πρόσωπό της χλωμιάζει στην στιγμή. Κοιτά τα χέρια, την τσάντα της και μέσα στο στήθος της και για καλή της τύχη τα κλοπιμαία της είναι σε άλλων τα χέρια. Το ίδιο ισχύει και για τον Κλάιντ.
«Πάμε να φύγουμε.»
«Πρώτη εσύ, εγώ θα βγω έπειτα.»
«Σίγουρα;»
«Ναι, Μπόνι, πήγαινε.»
Και η κοπέλα κάνει ακριβώς αυτό που της λέει. Ανακτά την αυτοπεποίθηση της και βγαίνει από την τουαλέτα με προορισμό την έξοδο, στο αυτοκίνητο του Κλάιντ. Και θα συνέχιζε έτσι αν δεν άκουγε ό,τι συνέβαινε στον κλέφτη της.
Ο ένας από τους δύο αστυνομικούς που πέρασαν από δίπλα του παρατήρησαν το ακουστικό στο αυτί του αμέσως. Παραξενεύτηκαν αμέσως, αν αυτό δεν ήταν ύποπτο...
Έτσι, λοιπόν, σταμάτησαν τον νεαρό με τα τατουάζ και χωρίς πολλά-πολλά του ζήτησαν να τους ακολουθήσει στο τμήμα. Λόγω της κάλυψης τους με πολιτικά ρούχα δεν μπορούσαν να τον εγκλωβίσουν στις χειροπέδες τους και με την ευγένεια που επιδεικνύει, δεν έχουν και λόγο να του φορέσουν τα μεταλλικά αντικείμενα.
«Συνέβη κάτι;» ρωτά λίγο πριν μπει στο περιπολικό κοιτώντας με νόημα όλα τα αμάξια που ξέρει ότι ανήκουν σε μέλη της ομάδας του.
«Μας ενημέρωσαν για κάποια περιστατικά κλεψίματος και ο ύποπτος βρισκόταν στις τουαλέτες. Με τις ψείρες στα αυτιά είστε ο άμεσος ύποπτος.»
Ο αστυνομικός κάθεται χαλαρός στις θέσεις του οχήματος και για μια στιγμή ο Κλάιντ παραξενεύεται. Τους περίμενε πιο εχθρικούς και επιθετικούς.
Ίσως φταίει ότι πάει με τα νερά τους.
Την ίδια ώρα η Μπόνι είναι έτοιμη να πάθει κρίση πανικού και η Γκόλντεν δεν φαίνεται να έχει καταλάβει τι συμβαίνει αφού κοιτάζει απαθέστατα τα δάχτυλά της που μπλέκονται το ένα μέσα στο άλλο.
Ο Σίλβερ ανοίγει την πόρτα του οδηγού σοκαρισμένος ύστερα από την εικόνα του Κλάιντ να μπαίνει στο περιπολικό και φαίνεται να ψάχνει απαντήσεις στο σαστισμένο πρόσωπο της αδερφής του.
«Τι έγινε Μπόνι;»
«Κάποιος ήξερε ότι είμαστε εκεί και κάποιος με είδε να μπαίνω στην τουαλέτα.» Κάνει μια μεγάλη μακρόσυρτη παύση και εισπνέει μεγάλες ποσότητες αέρα. «Ο Κλάιντ ήρθε να με βρει για να φύγουμε μαζί αλλά είδαν την ψείρα της ενδοεπικοινωνίας και έπιασαν αυτόν. Πάει στο τμήμα.»
Ο διοικητής δεν φαίνεται να έχει κάτι να πει. Πιάνει το κλειδί από την τσάντα της αδερφής του και με ένα σήμα από το μικρόφωνο στο σακάκι του ενημερώνει και όλους τους υπόλοιπους, που άκουσαν ό,τι ειπώθηκε, πως θα τους περιμένει στο σπίτι των επικεφαλής.
Η Γκόλντεν δεν έχει βγάλει άχνα. Μόνο όταν το αμάξι σταματά έξω από το σπίτι τους ανοίγει την πόρτα χαμένη και πέφτει στην αγκαλιά του Σίλβερ χωρίς να το καταλάβει.
Λίγη ώρα αργότερα βρίσκεται όλη η ομάδα στο σαλόνι του πρώτου ορόφου. Κάποιος έχει αναλάβει να φέρει ποτά, αναψυκτικά και ροφήματα ενώ ο Σίλβερ προσπαθεί με νύχια και με δόντια να ηρεμήσει την αδερφή του. Η Γκόλντεν φαίνεται να έχει ηρεμήσει, σιγοκλαίει από αγωνία στο στήθος του, μα η Μπόνι δεν είναι καθόλου ήρεμη.
Περπατά πέρα δώθε στον χώρο και δαγκώνει τα νύχια της με μανία.
Πήρε την θέση μου.
Κανένας δεν μιλάει, ούτε άχνα δεν τολμούν να βγάλουν. Όλοι φαίνονται ανήσυχοι, ακόμη και ο Λέτερ χτυπά το πόδι του στο πάτωμα νευρικά περιμένοντας μια εξέλιξη, ένα τηλέφωνο.
Έτσι έπρεπε να κάνει, υπάρχει ο ένας για τον άλλον, ρισκάρει ο ένας για τον άλλον.
«Το ποινικό του μητρώο είναι καθαρό και με μόνο μια ψείρα δεν μπορούμε να στο γεμίσουμε.»
«Μα, προϊστάμενε, μας ενημέρωσαν ότι ο ύποπτος κατευθυνόταν στις τουαλέτες.»
«Μήπως σας περιέγραψαν τον ύποπτο;»
«Όχι.»
«Οι πιθανότητες να κάνατε λάθος είναι μεγάλες, το ξέρετε;»
Σιωπή στο μικρό δωμάτιο.
«Ψάξτε τον και προσπαθήστε να τον πιέσετε να σας πει πράγματα. Ίσως σχετίζεται με την υπόθεση, ίσως όχι.»
Με μιας το δωμάτιο άδειασε και ο προϊστάμενος του αστυνομικού τμήματος μένει να κοιτά τον φάκελο με το όνομα του Μπλέικ Κρίμσον.
Οι αστυνομικοί πήραν σηκωτό τον Κλάιντ στην αίθουσα ανάκρισης και με αυτή την γρήγορη αλλαγή συμπεριφοράς ο κλέφτης κατάλαβε πως αυτό δεν θα κατέληγε καλά.
«Που πήγαν;» ρωτά ο ένας.
«Τα κλοπιμαία σου, που πήγαν;»
«Τα ποια μου;»
«Είχες κοσμήματα πάνω σου!»
«Και που τα έβαλα;»
Με το πρώτο χτύπημα στο πρόσωπο καταλαβαίνει πως η ειρωνεία δεν είναι σύμμαχός του.
Αν είχαν αποδεικτικά στοιχεία πως θα μου φέρονταν δηλαδή;
«Που τα έχεις;»
«Δεν έχω τίποτα.»
«Είχες συνεργό;»
«Για τι πράγμα;»
«Για ποιο λόγο πήγες στην δημοπρασία;»
«Άκου να δεις φιλαράκι...» συνειδητοποιώντας τι είπε δαγκώνει τα χείλη του μετανοώντας. Το δεύτερο χτύπημα στο πρόσωπο τον τσούζει περισσότερο από το πρώτο. «...Εγώ στην δημοπρασία πήγα γιατί είχα σταμπάρει μια γκόμενα, δεν ξέρω τι λες και για τι κοσμήματα.»
«Σήκω πάνω!»
Ο Κλάιντ δεν έχει άλλη επιλογή, σηκώνεται ευθύς.
«Κατέβασε το παντελόνι σου.»
Ξεκουμπώνει την ζώνη του με ένα μειδίαμα να στολίζει το πρόσωπό του. Από το εξαγριωμένο βλέμμα του αστυνομικού δεν παίρνει το μάθημά του και φορά το ύφος του με την περισσότερη έπαρση.
«Μετράμε πόσα κιλά αρχίδια έχει ο καθένας;»
Ένα τρίτο χτύπημα προσγειώνεται στο πρόσωπό του και ένα ακόμη στην κοιλιά του. Θέλει να διπλωθεί από τον πόνο μα δεν το κάνει. Σταθερός σαν πέτρα μένει εκεί και στέκεται αλύγιστος.
«Κατέβασε και το εσώρουχό σου.»
Και ο Κλάιντ, χωρίς να ντραπεί στιγμή το κατεβάζει.
Κανένας από τους δύο αστυνομικούς δεν πλησιάζει, από μακριά φαίνεται ότι δεν έχει τίποτα εκεί μέσα.
«Καθαρός», μουρμουρίζει ο ένας στο walkie-talkie του.
Κάτι συζητούν σιωπηλά μεταξύ τους μα ύστερα από το κάλεσμα του προϊσταμένου, τον αφήνουν μόνο του. Λίγο πριν φύγουν, του δίνουν ένα τηλέφωνο.
«Έχεις το δικαίωμα μιας κλήσης. Χρησιμοποίησε την σοφά. Αν θέλεις να βγεις.»
Η πόρτα κλείνει και το βλέμμα του πέφτει κατευθείαν στον τοίχο απέναντι του, με τον καθρέφτη που ξέρει πως οδηγεί σε κάποιο άλλο δωμάτιο όπου τον παρακολουθεί κάποιος.
Αδιαφορεί γι' αυτό προς στιγμήν και πιάνει το τηλέφωνο στα χέρια του.
Μπορεί να πάρει μόνο ένα τηλέφωνο.
Όχι την μαμά και την αδερφή του. Η τελευταία εξάλλου θα είναι μαζί με την ομάδα οπότε θέλοντας και μη πρέπει να μιλήσει με κάποιον από εκεί.
Προσπαθεί να θυμηθεί το τηλέφωνο της Μπόνι μα όσο κι αν πιέζει τον εαυτό του δεν μπορεί να τον επαναφέρει ακριβώς. Δεν έχει περιθώρια για λάθη. Τελικά, παρατά αυτή του την προσπάθεια και σφίγγοντας τα μάτια του ψάχνει τον αριθμό του Σίλβερ ανάμεσα σε όσους αριθμούς ξέρει.
Μα πάλι δεν βρίσκει τίποτα. Στην χειρότερη, θέλοντας να επικοινωνήσει με τους επικεφαλής προσπαθεί να θυμηθεί το τηλέφωνο της αδερφής του. Ωστόσο, την στιγμή που ξεκίνησε να ψάχνει τα νούμερα, εκείνος το ξέχασε εντελώς.
Νιώθει αβοήθητος.
Έναν γαμημένο αριθμό θα έπρεπε να θυμάται κι αυτός δεν μπορεί ούτε τρία νούμερα να κολλήσει σωστά.
Ξάφνου, μια αναλαμπή φωτίζει την απελπισία του. Μα όσο γρήγορα του ήρθε η ιδέα, άλλο τόσο γρήγορα έφυγε.
Ο αριθμός του Τσακ.
Είναι ο μόνος που θυμάται καθαρά μα αν σηκώσει το τηλέφωνο θα μπλέξει πολύ άσχημα.
Ξεφυσά και πέφτει απογοητευμένος πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού με το κεφάλι.
Μα ξεχνά πως τα γρανάζια του μυαλού δουλεύουν ακόμη καλύτερα υπό πίεση.
Στο μυαλό του υπάρχει μονάχα μια λύση που πρέπει να δοκιμάσει και αισθάνεται την ελπίδα να γεννάται ξανά στο στέρνο του που μέχρι πρότινος ήταν βαρύτερο από ό,τι το περίμενε.
Πατά το πρώτο ψηφίο.
1
Πιο διστακτικά το δεύτερο.
2
Έπειτα το τρίτο.
1
Και πατώντας το τελευταίο,
0
Εισπνέει μια μεγάλη ποσότητα οξυγόνου. Παίρνει θάρρος, προσπαθεί να σκεφτεί ελπιδοφόρα. Και όταν ακούει τα χτυπήματα αισθάνεται την καρδιά του να απειλεί το δέρμα του πως θα ξεφύγει από τον περιορισμό που της υποβάλλει.
Μα τα χτυπήματα γίνονται όλο και περισσότερα, χάνει την ελπίδα του.
Η ανάσα του κόβεται όταν ακούει κάποιον να ανασαίνει μέσα από το ακουστικό.
«Παρακαλώ;» μιλάει πρώτος εκείνος. «Με ακούτε;»
Και δεν αφήνει την ανάσα του να φύγει από τα χείλη του μέχρι που παίρνει μια απάντηση.
«Το ήξερα πως ήσουν έξυπνος.»
Η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο.
Τι παίχτηκε; Από που να ξεκινήσω;
Από την ονοματοδοσία της -τώρα πια- Γκόλντεν;
Ή να μιλήσω για το καρδιακό στο τέλος;
Πάλι καλά που δούλεψε το μυαλό του και πήρε το 1210, τώρα θα φύγει από εκεί, τι θα κάνει γενικά δεν ξέρω.
Αυτά από εμένα, πάω να διαβάσω για αύριο.
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top