𝑿𝑽. Fuck it up, Letter
Το επόμενο πρωί ξυπνά εκείνη πρώτη και θυμάται αμέσως τι προηγήθηκε εκείνο το βράδυ. Η ένταση στο κάτω μέρος της κοιλιάς της εμφανίζεται ξανά καθώς αισθάνεται τα χέρια του γύρω από την μέση της και την ανάσα του στον λαιμό της.
Χαμογελά ασυναίσθητα και η καρδιά της χτυπά πιο γρήγορα από την χαρά που την διακατέχει. Μπορεί ο χθεσινός της χορός με τον «Καινούριο» να μην αποσκοπούσε τελικά σε εκείνη την κατάληξη μα το φιλί του Κλάιντ ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν.
Με μια βαθιά ανάσα σηκώνεται προσεκτικά από το κρεβάτι και παρόλο που νομίζει ότι τον ξύπνησε από τις έντονες κινήσεις της, γυρίζοντας να τον κοιτάξει, τον παρατηρεί να απλώνεται στο μεγάλο στρώμα και δίχως να ανοίγει τα μάτια του, βολεύεται καλύτερα μόνος του με το στέρνο του να ακουμπά τα σεντόνια και την πλάτη του να ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά.
Μετά από μια γρήγορη επίσκεψη στο μπάνιο του δωματίου της αποφασίζει πως πρέπει να βρει τον Σίλβερ και να του μιλήσει, ίσως και να του ζητήσει μια αλλαξιά ρούχα. Δεν μπορεί ο Κλάιντ να εμφανιστεί με το πουκάμισο και το κοστούμι στο απογευματινό συμβούλιο.
Κλειδώνει την πόρτα πίσω της και προχωρά προς το δωμάτιο του αδερφού της. Λίγο αργότερα βρίσκεται μέσα και κάθεται απέναντί του σε μια από τις δύο καρέκλες του γραφείου του.
«Καλημερίζω την όμορφη δεσποινίδα.» Της χαμογελά αληθινά και με αγάπη, όπως της κάνει από όταν ήταν μικρότεροι. Η Μπόνι ανταποδίδει αμέσως στο εύθυμο πρόσωπό του με ένα εξίσου εύθυμο ύφος.
«Χρειάζομαι την βοήθειά σου.»
Ο αδερφός της την κοιτά σχεδόν παραξενεμένος.
«Θέλω μια φόρμα και ένα μπλουζάκι.»
«Τι τα θέλεις;»
«Να τα δώσω στον Κλάιντ.» Ο Σίλβερ της χαμογελά αμέσως με έναν πιο πονηρό τόνο που η Μπόνι αμέσως αποκωδικοποιεί και σπεύδει να εξηγήσει. «Κοιμήθηκε με το κοστούμι και δεν θα είναι άνετα.»
«Άνοιξε την ντουλάπα και πάρε ό,τι σου αρέσει.»
Όσο η αδερφή του ψάχνει μέσα στο χάος μια μπλούζα και μια φόρμα, ο Σίλβερ έχει όρεξη για συζήτηση. «Τελικά δεν μου είπες γιατί ήθελες να παίξουμε το θεατράκι με την ονοματοδοσία...»
«Τίποτα το ιδιαίτερο, απλώς ήθελα να δω αντιδράσεις.»
«Και; Είδες;»
«Είδα.»
«Για κάποια στιγμή μέχρι κι εγώ ανησύχησα πως θα του δώσεις όνομα.»
«Ήμουν αρκετά πειστική, το κατάλαβα!»
Γελούν και οι δύο, η Μπόνι πιο ανάλαφρα και αυτό δεν περνά απαρατήρητο από τον αδερφό της.
«Είσαι χαρούμενη.»
«Είμαι...»
Ο άνδρας σηκώνεται από την θέση του γραφείου του και πλησιάζει την γκριζομάλλα αμέσως.
«Μην πληγωθείς κοριτσάκι μου...» αγκαλιάζει τους ώμους της και την χώνει στο στέρνο του με μια μεγάλη δόση προστατευτικότητας.
«Δεν θα πληγωθώ, το υπόσχομαι.»
Ο αδερφός της χαμογελά στραβά και γνέφει ικανοποιημένος. Όχι γιατί την πιστεύει, κάθε άλλο. Το κάνει διότι καταλαβαίνει πως και η ίδια ξέρει ότι αυτή η υπόσχεση είναι αβάσιμη. Κάθε ερωτευμένος πληγώνεται με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, αυτή δεν θα είναι η εξαίρεση.
«Πρέπει να πάω στο δωμάτιο, ίσως ξύπνησε», μουρμουρίζει η Μπόνι λίγο πριν γυρίσει το πόμολο κρατώντας στο χέρι της τα ρούχα που διάλεξε για τον κλέφτη.
«Πήγαινε.»
«Μην πεις στον Λέτερ ότι ο Κλάιντ κοιμήθηκε εδώ, δεν χρειάζεται να το μάθει.»
«Θα το καταλάβει.»
«Απλά μην του το πεις.»
«Εντάξει.»
Μια ανάσα ξεφεύγει από το τα χείλη της και αφού βγαίνει από το μεγάλο δωμάτιο, επαναφέρει το χαμόγελό της υπενθυμίζοντας ποιος την περιμένει πίσω από την κλειδωμένη της πόρτα. Μπαίνει στο δωμάτιο πατώντας στις μύτες των ποδιών της θέλοντας να μην τον ξυπνήσει μα εκείνος έχει ήδη ανοιχτά μάτια και την κοιτά από την κορυφή έως τα νύχια.
«Ξύπνησες;» τον ρωτά όταν φευγαλέα η ματιά της πέφτει πάνω του.
«Εδώ και κάποια ώρα.»
«Έχει ζεστό νερό αν θες να κάνεις μπάνιο, θα πάω να φέρω πρωινό. Θέλεις κάτι;»
Η γκριζομάλλα αποφεύγει να τον κοιτάξει περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα και την στιγμή που την διαβεβαιώνει πως δεν θέλει κάτι ιδιαίτερο, εξαφανίζεται από το δωμάτιο άμεσα. Η πόρτα κλειδώνει και μένει ξανά μόνος του. Τελικά αποφασίζει πως ένα μπάνιο είναι ιδανικό, οπότε μερικές στιγμές αργότερα βρίσκεται κάτω από το νερό και χαλαρώνει όπως ακριβώς επιθυμεί.
Όταν η Μπόνι μπαίνει στο δωμάτιο ακούγεται ακόμη το τρεχούμενο νερό. Κοιτά στο στρωμένο κρεβάτι τα ρούχα που έφερε για εκείνον από την ντουλάπα του Σίλβερ. Η σκέψη πως ίσως βγει γυμνός από το μπάνιο και περάσει από μπροστά της έτσι την βάζει σε πειρασμούς που δεν φαίνεται να γίνονται πραγματικότητα την στιγμή που περπατά μπροστά της με την πετσέτα τυλιγμένη γύρω από την περιφέρειά του, με σταγόνες να στάζουν στο γεμάτο τατουάζ δέρμα του και τα κατάμαυρα μαλλιά του να πέφτουν στο μέτωπό του όπως πρέπει.
«Σε δύο λεπτά είμαι έξω», την ενημερώνει πριν κλείσει τελείως την πόρτα του μπάνιου και την αφήσει στις σκέψεις γεμάτες με αμαρτία.
Λίγο αργότερα κάθεται απέναντί της με τον καφέ στα χέρια και την ομελέτα στο πιάτο.
«Σε πόση ώρα έχουμε το συμβούλιο;»
«Σε λίγη.»
«Λέω να κοιμηθώ.»
«Λες και δεν κοιμήθηκες ήδη αρκετά!» Ο κλέφτης χαμογελά στο σχόλιό της. Ψάχνει μια απάντηση για εκείνη ωστόσο το δυνατό χτύπημα στην πόρτα αποσπά την προσοχή και των δύο.
«Εδώ Λέτερ!» φωνάζει ο ξανθός επικεφαλής πίσω από την πόρτα ώστε να του δώσει η γκριζομάλλα το ελεύθερο να μπει μέσα πιο εύκολα.
Η Μπόνι πανικοβάλλεται αμέσως. «Πήγαινε στο μπάνιο!» διατάζει τον Κλάιντ.
«Γιατί;»
«Έχεις όρεξη για τσακωμούς;» σταυρώνει τα χέρια της ανυπόμονα στο στήθος της και αυτό είναι που κάνει τον άνδρα απέναντί της να μαζευτεί γρήγορα στο μπάνιο. Η κλέφτρα κρύβει στα πολύ γρήγορα τα πράγματά του και με ένα της σινιάλο η πόρτα ανοίγει και ο ξανθός διοικητής μπαίνει δειλά.
«Σε ενοχλώ από κάτι;»
«Σχεδίαζα κάτι νέα σχέδια για τατουάζ και απορροφήθηκα στις λεπτομέρειες.» Του λέει ψέματα αλλά δεν νιώθει άσχημα διότι η αλήθεια θα φέρει αντιδράσεις που δεν έχει την διάθεση να διαχειριστεί.
«Θα μου τα δείξεις;» ο τόνος του είναι αρκετά γλυκός και χαλαρός, ο Κλάιντ τον ακούει μέσα από το μπάνιο και παραξενεύεται σε αυτή την αλλαγή.
«Όταν τα τελειώσω. Εσύ γιατί ήρθες; Έγινε κάτι;»
«Ήρθα να κάτσουμε λίγο.» Χτενίζει αμήχανα τα μαλλιά του και κοιτά το έδαφος άβολα.
«Θες να έρθεις κάποια άλλη στιγμή γιατί τώρα δεν είναι η κατάλληλη;»
Το πρόσωπό του αστράφτει και δέχεται αμέσως. Πισωπατεί και βγαίνει από το δωμάτιο με την ιδέα πως θα έρθει σύντομα η ευκαιρία του να μείνει μόνος του με την κλέφτρα. Ο Κλάιντ που βγαίνει από το μπάνιο δεν λέει τίποτε πάνω σε αυτό. Απλώς πέφτει με φόρα πάνω στο κρεβάτι περιμένοντας να τον πλησιάσει εκείνη.
Και πράγματι, μετά από λίγο η γκριζομάλλα φτάνει πάνω του και λίγο πριν την φιλήσει, εκείνη πιέζει τον εαυτό της πάνω του, πονηρά. Από τον Κλάιντ ξεφεύγει ένα μικρό γελάκι, το ύφος του μοιάζει διασκεδασμένο.
«Γιατί γελάς;» τον ρωτά. Δεν της απαντά και με λίγη δύναμη την γυρνά από κάτω του, πιέζοντάς την έντονα πάνω στο στρώμα, εκμηδενίζοντας ταυτόχρονα την απόσταση μεταξύ τους με ένα φιλί. Με το ένα του χέρι κρατά τον εαυτό του σταθερά πάνω της ενώ με το άλλο ακουμπά τον λαιμό της κι αυτό όχι για πολύ. Κατεβαίνει ήρεμα ακουμπώντας το δέρμα των χεριών της και τελικά φτάνει στους γλουτούς της, τους οποίους πιέζει ελαφρά.
Η ανάσα της κόβεται για λίγο από το άγγιγμά του. Είναι πιο απαλό από εκείνο του Λέτερ, αυτό είναι σίγουρο. Με ένα ακόμη σφίξιμο στους γλουτούς της, ο Λέτερ φεύγει εντελώς από το μυαλό της.
Το χέρι του Κλάιντ βέβαια δεν σταματά στο αδιέξοδο που έφτανε το χέρι του ξανθού διοικητή. Αντίθετα, παίρνει ένα μικρό μονοπάτι προς το αγαπημένο του μέρος στο σώμα της, εκεί ανάμεσα στα πόδια της.
Από το μικρό αγκομαχητό που αφήνει η κλέφτρα, νιώθει πιο πλήρης. Πιο γεμάτος. Πιο ενθουσιασμένος. Την στιγμή εκείνη που ακουμπά πάνω από την διπλή στρώση υφάσματος το αδύναμο σημείο της, το κέντρο της θηλυκότητάς της, αισθάνεται την υγρασία που ο ίδιος της προκάλεσε.
Και οι δύο φιλούν ο ένας τον άλλον ξέπνοοι.
Σε εκείνο το σημείο δεν την έχει ακουμπήσει ποτέ κανένας. Και τώρα, το άγγιγμα του Κλάιντ φαντάζει ονειρικό, το αισθάνεται πέρα για πέρα ηδονικό.
Παίζει μαζί της για λίγο με το ύφασμα να χωρίζει τα δέρματά τους. Οι κινήσεις του είναι κυκλικές και απαλές, εντείνοντας την ανάγκη της για πιο άμεση επαφή.
Δεν έχει τολμήσει να απομακρύνει τα χείλη του από τα δικά της μα τώρα που την ακούει να βαριανασαίνει όλο και περισσότερο, τώρα που την ακούει να γίνεται ευάλωτη υπό το δικό του έλεος, δεν μπορεί να μην αποχωριστεί το φιλί της.
Και πράγματι, το απαλό της μούγκρισμα σταματά την στιγμή που τα δάχτυλά του περιηγούνται μόνα τους στο δέρμα της. Μικρά αγκομαχητά που αργότερα γίνονται πιο έντονα, έρχονται να επηρεάσουν τον κλέφτη που βαριανασαίνει και μόνο στο άκουσμά της.
Στραβοκαταπίνει όταν η υγρασία φτάνει στα δάχτυλά του πιο έντονη. Αποφασίζει πως πρέπει να παραβλέψει τουλάχιστον την πρώτη στρώση υφάσματος μα όταν φτάνει στο σχεδόν ανύπαρκτο εσώρουχό της δεν μπορεί να αντισταθεί. Περνά τα δάχτυλά του από την τρομερά υγρή σχισμή της και καταλήγει τελικά να την βασανίζει είτε κάνοντας έντονους κύκλους στην κλειτορίδα της, είτε ακουμπώντας οπουδήποτε αλλού απαλά. Την φιλά ξανά αλλά όχι για πολύ.
Χωρίζει από τα χείλη της κάτι για το οποίο η Μπόνι είναι έτοιμη να παραπονεθεί μα με μια έντονη δική του κίνηση, με ένα δάχτυλο που αποφασίζει να εισχωρήσει μέσα της, αυτό το παράπονο μένει μέσα της και σε ψηλές οκτάβες αγκομαχά δυνατά.
Τα μάτια της είναι μισάνοιχτα, απολαμβάνοντας περισσότερο την αφή με αυτόν τον τρόπο.
«Γι' αυτό γελάω», της ψιθυρίζει με την ανάσα του να φτάνει πιο βαριά και έντονη στο δέρμα του λαιμού της. Την επαφή της ανάσας με το δέρμα την αντικαθιστούν τα χείλη του. Απαλά, χωρίς πίεση και ένταση, σχεδιάζει αόρατα σχέδια και το δάχτυλό του μέσα της ακολουθεί το ίδιο μοτίβο.
Η ζέστη ανάμεσα από τα πόδια της και στα χέρια, στην καρδιά, στον λαιμό της είναι αυτό που της υπενθυμίζει πως αυτό συμβαίνει και δεν είναι ένα από τα όνειρά της, εκείνα που την βασάνιζαν για μέρες.
Μια δεύτερη δόση δικών της ήχων ευχαρίστησης ξεφεύγει από τα χείλη της την στιγμή που ο Κλάιντ αποφασίζει πως μια προσθήκη μέσα της δεν θα ήταν κακή.
Την ακούει και νιώθει και την δική του πίεση χαμηλά στην κοιλιά του να αυξάνεται. Βαριανασαίνει κι αυτός, όπως κι εκείνη. Την φιλά ξανά θέλοντας να απορροφήσει ο ένας την ευχαρίστηση του άλλου.
Τα στενά της τοιχώματα γύρω από τα δάχτυλά του τού προκαλούν ταχυπαλμία, έντονη πίεση και τρομερή επιθυμία να την κάνει ολοκληρωτικά δική του. Νιώθει την ανάγκη να αυξήσει τον ρυθμό με τον οποίο την ικανοποιεί και το κάνει.
Τελικά, λίγη ώρα αργότερα και αφού ο ρυθμός του χεριού του αυξήθηκε, η Μπόνι παρέδωσε κάθε μορφή ικανοποίησης στα δάχτυλά του που άργησαν να βγουν από μέσα της και αυτό δεν την πείραξε καθόλου. Με ένα ακόμη φιλί την ηρεμεί από την φούρια που πέρασε πριν λίγο.
Την αφήνει να περάσει αρκετή ώρα στο μπάνιο όσο εκείνος καπνίζει διακριτικά στο μικρό μπαλκόνι του δωματίου της. Κανένας από τους δύο δεν κοιτά την ώρα οπότε κανένας από τους δύο δεν αντιλήφθηκε πως έχουν αργήσει για το συμβούλιο της ομάδας. Όταν εκείνος σβήνει το τσιγάρο του και εκείνη βγαίνει ντυμένη και φρεσκαρισμένη από το μπάνιο, καταλαβαίνουν ταυτόχρονα πως είναι η ώρα να φύγουν.
«Ο Λέτερ δεν πρέπει να καταλάβει τίποτα.»
«Νιώθω σαν έφηβος που κρύβεται από τον πατέρα σου.»
Κατεβαίνουν πολύ αργά τις σκάλες λες και δεν θέλουν να περιτριγυριστούν από οποιονδήποτε άλλο. Νιώθουν και οι δύο την ανάγκη να μείνουν ξανά μόνοι τους, αυτό όμως θα αργήσει.
«Δεν θέλω εντάσεις, έχω κουραστεί», του λέει ειλικρινά και εκείνος την κοιτά καταλαβαίνοντας ακριβώς τι εννοεί η κλέφτρα.
«Κι εγώ το ίδιο.»
Βρίσκονται λίγα μέτρα μακριά από το γυάλινο δωμάτιο, εκεί όπου έχουν όλοι μαζευτεί. Η Μπόνι εκμεταλλεύεται το γεγονός πως δεν τους κοιτά κανένας και πατώντας στις μύτες των ποδιών της φτάνει τα χείλη του κλέφτη τόσο ώστε να ακουμπήσει στα δικά της. Το χέρι του πιέζει την πλάτη της πάνω του και η κάψα που ποτέ δεν έφυγε ανάμεσά τους εμφανίζεται πιο έντονη.
Τελικά, με κομμένη την ανάσα, η Μπόνι απομακρύνεται από εκείνον. Στην θέα της γκριζομάλλας να προσπαθεί να σουλουπωθεί όσο μπορεί, χαμογελάει μα δεν λέει τίποτα περισσότερο.
Περπατά πίσω της με μια άλφα απόσταση και κοιτά όπου αλλού εκτός από το σώμα της. Μπαίνοντας στο μεγάλο δωμάτιο, χαιρετούν συγχρόνως τους υπόλοιπους δεκαοχτώ κλέφτες και με τις ίδιες ταυτόχρονες κινήσεις κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον.
Κανένας δεν δίνει σημασία στο κλίμα που υπάρχει μεταξύ τους, πέρα από τον Λέτερ και τον Σίλβερ. Ο δεύτερος γιατί ξέρει και ο πρώτος γιατί δεν ξέρει. Παρόλα αυτά ενώνει τα κομμάτια.
Το χθεσινό τους φιλί.
Η εξαφάνισή τους από το πάρτι ύστερα.
Το αυτοκίνητό του που δεν έφυγε από την θέση του όλη νύχτα.
Η περίεργη συμπεριφορά της Μπόνι το πρωί και ότι δεν έφαγε μαζί τους πρωινό. Αναγνωρίζει την αγαπημένη γκρι φόρμα του Σίλβερ πάνω στον Κλάιντ αμέσως.
Ο ξανθός επικεφαλής κοιτά τον κολλητό του με την συνειδητοποίηση των γεγονότων στην ματιά του. Ο Σίλβερ τον κοιτά έντονα και τον προειδοποιεί με ένα του βλέμμα πως δεν είναι η ώρα για αυτά. Οι γροθιές του σκληραίνουν κάτω από το τραπέζι όσο βάζει περισσότερη δύναμη σε αυτές.
«Ηρέμησε!» του ψιθυρίζει ο Σίλβερ απόλυτα, σαν διαταγή. Έπειτα, γυρίζει και κοιτά τους υπόλοιπους που βρίσκονται απέναντί του. «Ξέρετε πως πρέπει να μοιράσουμε τα λεφτά που κλέψαμε στις οικογένειες, το θέμα είναι ο τρόπος.»
«Μπορούμε να πάμε πάλι για ψώνια!» πετάγεται ο Κάπτεν.
«Μπορούμε να μοιράσουμε απλώς ένα ποσό σε κάθε οικογένεια!» συνεχίζει ο Μπλου.
«Μπορούμε να κάνουμε και τα δύο. Τα χθεσινά έσοδα ήταν παραπάνω από αρκετά, μπορούμε να τα συνδυάσουμε», προτείνει η Μπόνι και όλοι γνέφουν αμέσως, δεχόμενοι πως η κλέφτρα έχει δίκιο.
«Ωραία, να χωριστούμε σε ομάδες.» Όλοι γνέφουν και κοιτούν τις ομάδες που σχηματίστηκαν με τον καιρό, όταν οι κλέφτες ονοματοδότησαν και ονοματοδοτήθηκαν.
«Εγώ με την Σκάι!» πετάγεται ο Μπλου και χαμογελά στην ξανθιά κοπέλα δίπλα του, η οποία ανταποδίδει αμέσως με ένα εξίσου θερμό χαμόγελο.
«Κι εγώ με την Μπόνι...»
«Και γιατί να πάτε μαζί;» ρωτά εκνευρισμένος ο ξανθός επικεφαλής.
«Το ρωτάς στ' αλήθεια αυτό;» αντιγυρίζει με ερώτηση ο Κάπτεν.
«Εσύ μην ανακατεύεσαι!» τον αποπαίρνει και πράγματι, ο γεροδεμένος άνδρας μαζεύεται στην θέση του.
«Γιατί είμαστε ομάδα Λέτερ, γι' αυτό θα πάμε μαζί.» Ο Κλάιντ σταυρώνει τα χέρια του στο στέρνο του και στηρίζοντας την πλάτη του στην καρέκλα, δημιουργεί μια αμυντική στάση απέναντί του.
Ο διοικητής γελά. «Την Μπόνι την ρώτησες; Γιατί δεν νομίζω ότι το πιστεύει και πολύ.»
«Ορίστε;» μιλά η γκριζομάλλα αντί για τον Κλάιντ. Στην φωνή της είναι ξεκάθαρος ο θυμός.
«Κάνετε και οι δύο λες και εχθές δεν ήσουν έτοιμη να δώσεις όνομα σε άλλον!» οι υπόλοιποι κλέφτες τον ακούν πρώτη φορά να 'επιτίθεται' σε εκείνη.
«Και εσύ κάνεις λες και θα έδινα σε εσένα όνομα. Σύνελθε!»
«Κλάιντ, έλα τώρα...» γυρίζει και τον κοιτά. «Σε είχα για πιο έξυπνο.»
«Για πες, με ενδιαφέρει αρκετά η γνώμη σου.» Ο σκουρομάλλης κλέφτης πιέζει τα δόντια του έντονα, με τις γωνίες του να πετάγονται όπως ποτέ άλλοτε. Αν ο Λέτερ θέλει να τον προκαλέσει, ο Κλάιντ είναι έτοιμος για να δεχτεί το οτιδήποτε.
«Μίλα ξεκάθαρα Λέτερ», λέει η ολοένα και περισσότερο εκνευρισμένη Μπόνι.
«Όλο αυτό εχθές ήταν ένα θεατράκι. Φιληθήκατε, περάσατε το βράδυ μαζί... Και; Αυτό δεν σημαίνει κάτι!»
Χαμογελά σαρδόνια, με ένα μόνο πράγμα στο μυαλό του. Θέλει να δείξει στον νέο κλέφτη της ομάδας πως η Μπόνι δεν τον υπολογίζει τόσο όσο εκείνος πιστεύει, να τον κάνει να καταλάβει πως οτιδήποτε κι αν συμβεί, αν δεν έχει αυτό το κάτι που θα τον κάνει και επίσημα ομάδα μαζί της...
Εν τω μεταξύ, η υπόλοιπη ομάδα φαίνεται ευχάριστα έκπληκτη με το γεγονός ότι πέρασαν αυτοί οι δύο την νύχτα μαζί.
«Εδώ εσύ την έχεις φιλήσει κάποιες ελάχιστες φορές και νομίζεις ότι σου ανήκει, εγώ που το έχω κάνει δύο γιατί να μην πιστεύω πως σημαίνει κάτι;» Ο Κλάιντ φαίνεται αρκετά ενοχλημένος, ωστόσο είναι ψύχραιμος. Βέβαια, κανείς δεν ξέρει για πόσο θα κρατήσει αυτό.
«Η Μπόνι σχεδόν σε αντικατέστησε!» του φωνάζει.
«Όχι ότι θα το έκανε αλλά η λέξη κλειδί είναι το σχεδόν.»
Τα νεύρα του Λέτερ εντείνονται περισσότερο. Νιώθει το αίμα να τρέχει πιο γρήγορα μέσα του, ενώ η καρδιά του πάλλεται ασύστολα καθώς τον ακούει να του αντιμιλά. Πρέπει να τον βάλει στην θέση του και ξέρει ακριβώς πως.
Η Φράνσις και το τατουάζ.
«Εχθές την γλίτωσες, πράγματι, μα σε ένα μήνα μπορεί να μην έχεις καν όνομα.»
«Λέτερ ποιο είναι το πρόβλημά σου, επιτέλους;» Η αγανακτισμένη Μπόνι ταράζει τους πάντες. Οι περισσότεροι περιμένουν από τον αδερφό της να κάνει κάτι μα ο Σίλβερ ξέρει πως ίσως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να δώσουν ένα τέλος σε αυτή την παρωδία.
«Το πρόβλημά μου είναι πως αυτός» εννοώντας τον Κλάιντ «νομίζει πως σε έχει. Αληθινά.»
«Και τι σε κάνει να πιστεύεις πως δεν "την έχω";»
«Που είναι το τατουάζ σου Κλάιντ; Που είναι το «1210» ζωγραφισμένο πάνω σου; Που είναι η απόδειξη της ονοματοδοσίας σου;»
Με το βλέμμα που λαμβάνει από τους δύο κλέφτες, ο Λέτερ νιώθει ως νίκησε. Ο Κλάιντ νιώθει να τον πιέζει το σάλιο του στον λαιμό, ο αέρας στα πνευμόνια του μετατρέπεται σε πέτρα που τον βαραίνει.
«Είναι τόσο σημαντικό αυτό το τατουάζ;» ρωτά ανοιχτά, τους πάντες. Κοιτά την Μπόνι φευγαλέα που δεν του ρίχνει ούτε ένα βλέμμα.
Ο Σίλβερ αποφασίζει να επέμβει. «Όλοι ξέρουμε πως ο εκείνος που η Μπόνι θα ονοματοδοτούσε θα έφερε και το τατουάζ με τον φίλιο αριθμό του 1184.»
Η γκριζομάλλα αποφασίζει να μιλήσει. «Αυτό θα ήταν και η απόδειξη της επιλογής μου.»
Τα βλέμματά τους διασταυρώνονται. Ο Κλάιντ παίρνει μηνύματα από την ματιά της που οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν, ούτε καν που τα αντιλαμβάνονται.
«Οπότε, για να μην το έχεις αυτό κάτι σημαίνει!» Ο Λέτερ σηκώνεται όρθιος επιδεικνύοντας με την στάση του την νίκη του.
«Και τι σημαίνει αυτό;» Σηκώνεται και ο Κλάιντ όρθιος. Η Μπόνι πίσω του φτάνει δίπλα του αμέσως και κρατά το χέρι του σφιχτά. Ο σκουρομάλλης τινάζεται και την απεγκλωβίζει από δίπλα του. Δεν θα τον σταματήσει, έχει ήδη αρχίσει και χάνει την υπομονή του για ένα μόνο τατουάζ.
«Ότι είσαι ασήμαντος. Ότι είσαι ένα τίποτα!» του φωνάζει ο Λέτερ.
Ο Κλάιντ γελά ειρωνικά στα λόγια του. «Τίποτα;»
Ο Λέτερ θέλει να τον φτάσει στα άκρα, τον προκαλεί γιατί ξέρει ότι πληγώθηκε καταλαβαίνοντας ότι ίσως δεν είναι τόσο σημαντικός στην Μπόνι όσο πίστευε.
«Είσαι ένα μηδενικό!» του λέει σχεδόν ψιθυριστά και αφήνει το χαμόγελό του να μεγαλώσει στην θέα του εξαγριωμένου πια Κλάιντ. Όταν ο τελευταίος πάει να τον πλησιάσει, η Μπόνι τον φτάνει και τον σταματά.
«Άστον, Μπόνι, να κάνει το αντράκι. Υπερηφανεύεται πως του έδωσες όνομα αλλά που είναι το τατουάζ του; Πότε γνώρισε την Φράνσις; Που είναι το τατουάζ σου Κλάιντ;» Έχει πάρει θάρρος και δύναμη από την στάση που κρατά.
Πάει να απεγκλωβιστεί από το κράτημά της κλέφτρας μα εκείνη δεν τον αφήνει. Ο Σίλβερ είναι έτοιμος να την βοηθήσει. Ωστόσο, ο κλέφτης είναι πιο δυνατός και ο θυμός του τον μετατρέπει σε ανήμερο θηρίο.
Προχωρά προς τον Λέτερ με τις φλέβες σε όλο του το κορμί να εξέχουν. Με μια κίνηση των χεριών του βγάζει την μονόχρωμη μαύρη του μπλούζα και την πετάει πάνω στο μεγάλο τραπέζι με δύναμη, αποκαλύπτοντας το γυμνό του στέρνο, γεμάτο με τατουάζ.
Εκείνο που τραβά σε όλους τη προσοχή είναι το πιο φρέσκο από όλα. Εκείνο το 1210 για το οποίο έγινε τόσος χαμός, βρίσκεται ευμέγεθες στο δέρμα του.
«Αυτό το τατουάζ εννοείς;» του φωνάζει καθώς τον πλησιάζει τόσο που το θυμωμένο του στέρνο έρχεται αντιμέτωπο με δύναμη πάνω σε εκείνο του ξανθού διοικητή που παγωμένος στέκεται και κοιτά το μελάνι. Χάνει την ισορροπία του με την πίεση που δέχεται και παραπατά λίγα βήματα πιο πίσω.
Όλοι μένουν σιωπηλοί, εκτός από τον Κλάιντ.
«Η Μπόνι μου έδωσε όνομα. Ωραία, και; Είσαι ο μόνος που το κάνει τόσο θέμα, το ξέρεις; Είμαι στην ομάδα εδώ και τρεις μήνες σχεδόν και αντί να χαίρεσαι που έχεις ακόμη έναν ικανό κλέφτη στους είκοσι, κάθεσαι και τρώγεσαι με τα ρούχα σου! Ακόμη κι αν δεν είχα το τατουάζ, ακόμη κι αν δεν μου το είχε κάνει η Φράνσις... δεν έχεις κανέναν λόγο επάνω στις αποφάσεις της Μπόνι ή τις δικές μου!»
Κάνει μια παύση για να βρει την ανάσα του. Φορά ξανά την μπλούζα που του έδωσε η Μπόνι και γυρίζει ξανά σε εκείνον, που τον κοιτά ηττημένος.
«Τώρα που το βλέπεις το τατουάζ περιμένω να μην αναφερθείς ξανά στην ονοματοδοσία μου, γιατί την επόμενη φορά θα το συζητήσουμε αλλιώς.»
Όταν ο Λέτερ είναι έτοιμος να απαντήσει στην «απειλή» του Κλάιντ, ο Σίλβερ μπαίνει μπροστά του και τον σταματά αμέσως.
«Γνώρισε την μαμά, δεν μπορείς να πεις τίποτα», του ψιθυρίζει.
Κάθεται πρώτα εκείνος και έπειτα όλοι οι υπόλοιποι. Στο μυαλό των δύο ανδρών διοικητών υπάρχει η ίδια ερώτηση.
Πότε και γιατί η Φράνσις δεν τους το είπε;
Μα πώς να ξέρουν;
Ήταν λίγο αφού ο Σίλβερ και ο Λέτερ είχαν δασκαλέψει την γκριζομάλλα να κρατήσει απόσταση από τον Κλάιντ. Τον πήγε στην μητέρα της.
«Αν ήθελες να με αποπλανήσεις, μπορούσες να το κάνεις και σπίτι σου.»
«Βασικά, θέλω να γνωρίσεις κάποιον!»
Στέκονται έξω από μια μικρή αυλή. Η Μπόνι παίρνει μια βαθιά ανάσα θέλοντας να πάρει θάρρος και να φανεί πιο αποφασιστική.
«Κάποιον;»
«Βασικά, κάποια.»
Ο κλέφτης δεν την ρωτά καθόλου για περισσότερες λεπτομέρειες, εξάλλου σε λίγη ώρα θα καταλάβει. Ακολουθεί την κλέφτρα δίπλα του καθώς περνά από την μικρή σιδερένια πόρτα και καθώς περπατά σε έναν διάδρομο στολισμένο από λιλά άνθη, αναρωτιέται όλο και περισσότερο που τον έφερε.
Σταματά ταυτόχρονα με εκείνη και ύστερα από το χτύπημα της πόρτας περιμένει υπομονετικά να συναντήσει το άτομο πίσω από την πόρτα.
Τελικά, μένει έκπληκτος με την γυναίκα που τους κοιτά έκπληκτους. Είναι ψηλή, με κατάμαυρα μαλλιά και μελί μάτια. Το βλέμμα της είναι ολόιδιο με εκείνο της Μπόνι όπως και το χαμόγελό της. Η ματιά του ταξιδεύει πιο κάτω, στα γυμνά χέρια της γεμάτα με μελάνι και στον λαιμό της που είναι όμορφα ζωγραφισμένος.
«Δεν αργήσατε καθόλου!» παρατηρεί φιλικά.
«Είναι γρήγορος οδηγός ο Κλάιντ.»
Και στο άκουσμα του ονόματός του, η γυναίκα μένει παγωμένη.
«Είπες Κλάιντ;» ρωτά μπερδεμένη.
«Χάρηκα για την γνωριμία!» πλησιάζει εκείνος επιδιώκοντας μια χειραψία η οποία δεν αργεί να έρθει.
«Μπόνι ήρθες για να-»
«Ναι», την διακόπτει πριν ολοκληρώσει.
«Περάστε μέσα τότε!»
Λίγο αργότερα, κι αφού κάθονται οι τρεις τους στο μικρό κυκλικό τραπεζάκι της βεράντας, η Φράνσις αποφασίζει πως πρέπει να συζητήσει αυτό που την καίει.
«Πότε έγινε η ονοματοδοσία;»
«Πριν ένα μήνα περίπου», απαντά ο κλέφτης.
«Δεν είναι τυχαίο το όνομα Κλάιντ, το ξέρεις;» τον ρωτά με νόημα αλλά εκείνος δεν καταλαβαίνει αυτό που εκείνη εννοεί, αλλά αυτό που εκείνος έχει στο μυαλό του.
«Το ξέρω.»
«Φαντάζομαι ήρθατε για το τατουάζ;»
Η Μπόνι γνέφει και ο Κλάιντ την κοιτά έκπληκτος. «Τατουάζ;»
Όταν η γκριζομάλλα κατεβάζει ελάχιστα την μπλούζα της για να φανεί το 1184, ο κλέφτης καταλαβαίνει αμέσως.
«Θέλεις;»
«Θέλω.»
Η Φράνσις επεμβαίνει και τον σηκώνει αμέσως για να την ακολουθήσει.
Καθώς προχωρά στο δωμάτιο που συνηθίζει «να χτυπάει» φέρνει ξανά την μορφή του Κλάιντ στο μυαλό της. Ελπίζει πως στην περίπτωση της κόρης της, η σχέση της με τον Κλάιντ δεν θα μιμηθεί τον δικό της έρωτα με τον Τζον.
Γιατί κι εκείνη αγάπησε έναν κλέφτη αλλά η κατάληξη τους δεν ήταν πως του κινηματογραφικού ζεύγους «Φράνσις και Τζον». Πίστεψε και εκείνη πως ο έρωτας της θα ήταν παρόμοιος με την πρωταγωνίστρια της αγαπημένης της ταινίας, μα βγήκε λάθος.
Και γι' αυτό φοβάται. Φοβάται μήπως η δική της Μπόνι την πατήσει όπως εκείνη. Φοβάται μήπως η κόρης της ανεβάσει τις προσδοκίες της στον έρωτα τόσο ψηλά όσο και Η Μπόνι.
Εύχεται και ελπίζει να μην πέσει βίαια από τα σύννεφα που φαίνεται να έχει ανέβει.
Μένει τώρα να το δει και μόνη της.
Τρελή καρδιά που δεν μπορεί σε αμαρτίες να αντισταθεί. Τα είπε η Ελενάρα η Παπαρίζου.
Πείτε μου πως σας φάνηκε το κεφάλαιο. Περιμένω αντιδράσεις για ΌΛΟ οπωσδήποτε.
Πάω να φάω οτιδήποτε βρω στο ψυγείο και στα ντουλάπια. Αντίο.
-Φέικ Σίλβερ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top