𝑿𝑰𝑽. 50 αποχρώσεις της αμφιβολίας
«Θα του δώσει όνομα.»
Το βλέμμα του Κλάιντ φεύγει από εκείνη, γυρίζει και ψάχνει τον Σίλβερ που με καθόλου σιγουριά ξεστομίζει τον χειρότερο φόβο του κλέφτη.
«Τι εννοείς;»
«Θα του δώσει όνομα σου είπε», πετάγεται τώρα ο Λέτερ μα ο σκουρομάλλης κλέφτης τον αγνοεί.
«Και τι σημαίνει αυτό;» Το βλέμμα του προσγειώνεται ξανά σε εκείνη που χορεύει μαζί με τον «Καινούριο» και κάτι του λέει, κάτι του ψιθυρίζει.
Το ότι η μουσική είναι ακόμη δυνατή είναι ένα καλό σημάδι.
«Σημαίνει ότι εσύ σταματάς να έχεις τις ιδιότητες του ονοματοδωσμένου της Μπόνι. Θα την έχει εκείνος.» Ο Κάπτεν ακούγεται κάπως διστακτικός καθώς εξηγεί στον φίλο του μια πιθανή εξέλιξη της βραδιάς.
«Δεν θα σε λένε πια Κλάιντ», προσθέτει ο Σιλβερ.
«Δεν θα είσαι πια το ίδιο με εκείνη.»
Στο βλέμμα του Λέτερ εμφανίζεται μια απόλαυση, περίεργο αίσθημα που είχε καιρό να νιώσει. Αισθάνεται πως η μοίρα του γέλασε ξανά και παρατηρώντας την χαμένη έκφραση του Κλάιντ νιώθει ανακούφιση.
«Δεν θα το κανει!» Είναι αποφασιστικός ο Κλάιντ και το ύφος του σκληραίνει και μόνο στην σκέψη πως ίσως...
«Εμένα δεν μου μοιάζει πάντως για απλός χορός. Κάτι ξέρει ο Σιλβερ που το λέει.»
Την κοίτα έντονα, χορεύει χαλαρά και παρόλο που δεν αγγίζει τον «Καινούριο» μοιάζει να είναι πολύ κοντά του. Δεν ρίχνει ούτε μια ματιά στο μέρος τους, ούτε ένα βλέμμα για να τον καθησυχάσει ή αντίθετα να τον εκνευρίσει, να πυροδοτήσει περισσότερα, πιο έντονα συναισθήματα, από αυτά που ήδη νιώθει.
Η καρδιά του πάλλεται γρήγορα.
«Κρίμα που κράτησε τόσο λίγο η περίοδος χάριτος σου δίπλα της.» Ο ξανθός επικεφαλής τον έχει πλησιάσει και κάθεται πίσω του με ένα χαιρέκακα χαμόγελο να κοσμεί το πρόσωπό του.
«Σταμάτα.»
«Δεν θα ήθελα να ήμουν στην θέση σου.»
Κλείνει τα μάτια του σφιχτά και όταν τα ανοίγει η εικόνα δεν χάνεται, όπως ήλπιζε. Η ανάσα του βαραίνει, δεν θέλει να την χάσει.
Κάποιοι έχουν γυρίσει και τον κοιτούν, θέλουν να δουν την δική του αντίδραση. Ο Κλάιντ είχε μπει στην ομάδα με φόρα, η ονοματοδοσία του είχε κάνει εντύπωση σε πολλούς και τώρα το να κατεβαίνει από το βάθρο που η ίδια του έστησε, έτοιμος να δώσει το στέμμα που εκείνη του φόρεσε είναι πλήγμα. Όχι για τον εγωισμό του, καμία σχέση.
Για τα αισθήματα του.
Ξάφνου, σαν να βγάζουν όλα νόημα μέσα του αντιλαμβάνεται κάθε τι που νιώθει για εκείνη ως υπαρκτό και το κουβάρι των «πρέπει» και «μη» που τον εμπόδιζε μέχρι και μερικά λεπτά πριν από το να παραδεχτεί και να αποδεχτεί όσα νιώθει, τώρα είναι στα πόδια του λυμένο. Οι δύο του άκρες βρίσκονται έτοιμες, κοντά του, να τις πιάσει και να τις δέσει.
Γυρίζει το βλέμμα του ξανά και την βλέπει που χαμόγελα σε άλλον. Το χαμόγελό της -το βλέπει κι εκείνος- πως δεν έχει καμία σχέση με αυτό που δίνει σε αυτόν. Τον πληγώνει όμως η σκέψη μια πιθανής ονοματοδοσίας.
«Τι θα κάνεις;» τον ρωτά ο Κάπτεν πλησιάζοντας τον και χωρίς να αφήνει τον Λέτερ να του πει κάτι άλλο.
«Δεν ξέρω...»
«Προτείνω να το αποδεχτείς!» πετάγεται ξανά ο Λέτερ.
«Προτείνω να σκάσεις!» αντιγυρίζει ο Κλάιντ.
Το δέρμα του προσώπου του έχει αρχίσει να παίρνει μια κοκκινωπή απόχρωση, τα νεύρα του δεν είναι σε καλό επίπεδο, η ζήλεια του το ίδιο. Αγνοώντας τα λόγια των τριών ανδρών και κυρίως αυτά του Λέτερ που χαιρέκακα βγαίνουν από τα χείλη του, απομακρύνεται από εκεί που κάθονταν και προχωρά αποφασιστικά προς το μπαρ.
Καθώς περπατά προς την μεγάλη μπάρα με τα ποτά αμφιταλαντεύεται, να την κοιτάξει ή όχι; Τελικά την αποφεύγει όσο περισσότερο μπορεί και φτάνει στον Πάρτι με κατεβασμένο κεφάλι και άκεφη έκφραση.
«Ουίσκι;»
«Ό,τι να ναι.»
Ο Πάρτι δεν του μιλά ξανά, αποκωδικοποιεί το ύφος του και το συνδέει με την γκριζομάλλα κλέφτρα που χορεύει εξαιρετικά κοντά στον «Καινούριο» και όλα τα σημάδια δείχνουν πως θα του δώσει όνομα. Του φτιάχνει το πρώτο ποτό που του ήρθε στο μυαλό και το αφήνει μπροστά του χωρίς να πει τίποτα άλλο.
Ο κλέφτης κοιτά την μεγάλη κάβα απέναντι του προσπαθώντας να διαβάσει ετικέτες από μπουκάλια αλκοόλ. Δεν θέλει και δεν θα γυρίσει να την κοιτάξει, προτιμά να μείνει με την πλάτη του προς εκείνη μέχρι το τέλος της βραδιάς, μέχρι να δώσει σε άλλον και επίσημα όνομα.
Ανασαίνει βαριά στην σκέψη αυτή και φροντίζει με μια γουλιά ποτού να κάψει τον λαιμό του. Το προτιμά, τουλάχιστον, από το κάψιμο το άλλο, το κάψιμο που τον βασανίζει.
Κλείνει τα μάτια του στην επόμενη γουλιά και φαντάζεται ξανά την πρώτη σκηνή της γνωριμίας τους. Η καρδιά του χτυπά πιο δυνατά από ό,τι συνηθίζει και ξέρει τώρα πια που οφείλεται αυτό. Τα ανοίγει γρήγορα και αδειάζει εντελώς το ποτήρι του.
Ξαφνικά, αισθάνεται την μουσική να χαμηλώνει. Μπορεί να την ακούσει που μιλάει σε εκείνον, τον «Καινούριο». Γι' αυτό χαμήλωσε η μουσική, γιατί πρέπει να ακουστεί η ονοματοδοσία του νέου μέλους. Με μια βαθιά ανάσα φροντίζει να υψώσει τις άμυνές του για να αντιμετωπίσει αυτό το γλυκό χτύπημα.
Εξακολουθεί να κοιτά κάπου άσχετα όταν η φωνή της δυναμώνει και τραβά πλήρως την προσοχή όλων, τόσο που καταλαβαίνουν πια τι λέει.
«...εξάλλου, εγώ δεν είμαι η Λέτι...» ξεκινά η γκριζομάλλα και μια πέτρα πέφτει στο στήθος του Κλάιντ.
Η διαφορά του με τον «Καινούριο»; Ο ένας την κατάλαβε μόνος του ενώ ο άλλος χρειάστηκε να του το πει η ίδια η Μπόνι πως δεν είναι η Λέτι.
«...εγώ είμαι η Μπόνι κι εσύ...»
Τα μάτια του κλέφτη στο μπαρ κλείνουν και απογοητευμένος είναι έτοιμος να φύγει με το που ακούσει το νέο όνομα του μέλους.
«...κι εσύ είσαι ο Καινούριος!»
Ξαφνική σιγή σκεπάζει όλον τον κήπο. Τα χείλη του Κλάιντ στεγνώνουν, η καρδιά του πάλλεται πιο γρήγορα από πριν και τα μάτια του πεταρίζουν σε έναν δικό τους ρυθμό, προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβη.
Γυρίζει το κεφάλι του απότομα και στέκεται όρθιος ψάχνοντάς την. Τελικά το βλέμμα του κλειδώνει στο δικό της που με το χαμόγελό της τον κάνει να ξεχάσει όλες τις προηγούμενες ανησυχίες του.
Αφήνει το ποτήρι πίσω του και ξεκινά να προχωρά με σταθερό βηματισμό προς το μέρος της. Την κοιτά με ένα αίνιγμα που εκείνη ακόμη δεν μπορεί να λύσει. Κανένας δεν τολμά να τον εμποδίσει κυρίως γιατί όλοι περιμένουν εκείνη την κίνηση του ύστερα από τα καμώματα της κλέφτρας.
Λίγο πριν την φτάσει ξεσφίγγει την γραβάτα γύρω από τον λαιμό του που τόση ώρα τον εμπόδιζε από το να αναπνεύσει σωστά (ή νόμιζε πως αυτό ήταν) και απελευθερώνει το πρώτο κουμπί από το πουκάμισό του. Περνά τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του και την στιγμή που φτάνει απέναντί της σε απόσταση μικρότερη από εκείνη της αναπνοής, σκύβει κοντά της.
Την φιλά δίχως σκέψη.
Τα χέρια του ακουμπούν τα πλάγια του προσώπου της και με λίγη πίεση την κολλά πάνω του. Τα δικά της χέρια ξεκουράζονται πάνω στο στέρνο του, ψηλαφώντας τον παλμό του που παραδόξως είναι σύγχρονος με τον δικό της.
Η μουσική δυναμώνει σιγά σιγά μα κανένας δεν φαίνεται να θέλει να χορέψει.
Ο Σίλβερ κοιτά ικανοποιημένος την σκηνή που εκτυλίσσεται μπροστά του, ο Κάπτεν ανακουφισμένος και ο Λέτερ...
Όλοι οι υπόλοιποι φαίνεται να έχουν μαγνητιστεί από το ήρεμο μα συνάμα τρομερά έντονο φιλί τους. Μαγνητίστηκαν από την ένταση που διαπερνούν σε καθέναν ξεχωριστά και δυσκολεύτηκαν να πάρουν τα βλέμματά τους από πάνω τους. Μα όσο κι αν τους κοιτούν εκείνοι δεν δίνουν σημασία σε τίποτα και σε κανέναν.
Τα χέρια του Κλάιντ κατεβαίνουν από το πρόσωπό της και με καθοδικές κινήσεις καταλήγουν στην μέση της, όπου και εκεί σφίγγουν γύρω της, φέρνοντάς την εντελώς πάνω του. Ζεσταίνεται ολόκληρος, η καρδιά του τρέχει και το μυαλό του έχει τρελαθεί.
Εκείνης τα πόδια μοιάζουν ασταθή, τυλίγοντας τα χέρια γύρω από τον λαιμό του εξασφαλίζει πως δεν θα πέσει κάτω και καταλήγει να απολαμβάνει εκείνο το φιλί που τόσο περίμενε, που τόσο ήθελε και δεν θα αντάλλαζε για τίποτα άλλο στον κόσμο.
Ύστερα από λίγο απομακρύνεται ο ένας από τον άλλον. Κοιτάζονται χαμένοι, με τις ανάσες τους βαριές να ηχούν ο ένας στον άλλον.
«Η τρίτη μου ευχή», μιλά πρώτη εκείνη.
«Θα του έδινες όνομα;» Ακούγεται πληγωμένος, σαν να επεξεργάστηκε τώρα αυτό που συνέβη.
«Αμφέβαλλες;»
«Θα το έκανες;»
Αφήνει ένα μικρό γελάκι από τα χείλη της και πισωπατεί, ώσπου ξεκινά να απομακρύνεται από κοντά του. Μέχρι να την ακολουθήσει έχει ήδη χαθεί από το οπτικό του πεδίο οπότε ξεκινά να την ψάχνει στον κήπο με τα μάτια του. Βλέποντάς την μέσα από την τζαμαρία του σπιτιού ξεκινά με γοργό βήμα να την πλησιάσει μα την στιγμή που μπαίνει στο σπίτι, εκείνη χάνεται πίσω από τις σκάλες. Τα βήματά της ακούγονται, ωστόσο, οπότε ακολουθεί τους ήχους που αφήνει ευλαβικά.
Τα τακούνια της σταματούν να ηχούν την στιγμή που ο Κλάιντ φτάνει μπροστά από την πόρτα της ταράτσας. Ανοίγοντας την, την βλέπει να ξαπλώνει στο ίδιο σημείο που είχαν περάσει ένα βράδυ με τον ουρανό γεμάτο αστέρια. Την πλησιάζει χωρίς δισταγμό και ξαπλώνει δίπλα της ευθύς.
Λίγο πριν του μιλήσει, ακουμπά ελαφρά το στέρνο του εκεί που ξέρει πως υπάρχει αρκετό μελάνι να ποτίζει το δέρμα του.
«Δεν θα το έκανα, όχι», του απαντά τελικά στην ερώτησή του.
«Και τότε όλο αυτό γιατί έγινε;»
Πέφτει ίσα ίσα πάνω του και σκύβοντας ελάχιστα, αφήνει ένα πολύ απαλό φιλί στα χείλη του. Ο Κλάιντ δεν την αφήνει να απομακρυνθεί από πάνω του κι έτσι δίνει σε αυτή τους την επαφή περισσότερη διάρκεια. Αυτή η νύχτα έμελλε να είναι μεγάλη.
Και πράγματι, μέχρι η Μπόνι να αποκοιμηθεί μέσα στην αγκαλιά του, ο ουρανός είχε ήδη αρχίσει να παίρνει πιο ανοιχτές αποχρώσεις. Αυτό σήμανε μονάχα ένα πράγμα στον κλέφτη.
Σηκώνεται όρθιος με την γκριζομάλλα στην αγκαλιά του να κρατά κλειστά τα μάτια της παρόλες τις αναταράξεις που είναι έτοιμες να την ξυπνήσουν καθώς κατεβαίνουν μαζί τα σκαλιά. Ο Κλάιντ περπατά όσο πιο ήσυχα μπορεί στον διάδρομο των τριών υπνοδωματίων και ειδικά καθώς περνά μπροστά από εκείνο του Λέτερ.
Τελικά, φτάνει επιτυχώς στο δωμάτιο της χωρίς να ξυπνήσει κανέναν. Όπως και την προηγούμενη φορά, δεν ανοίγει το φως και της φορά ένα φαρδύ παντελόνι πριν την βάλει να κοιμηθεί στο μεγάλο της κρεβάτι. Την στιγμή, όμως, που την σκεπάζει και είναι έτοιμος να φύγει, ακούει την φωνή της να βγαίνει ψιθυριστή.
«Κοιμήσου απόψε εδώ.»
Χαμογελά και κάνει μεταβολή προς το κρεβάτι της. Βγάζει τα παπούτσια του και το πουκάμισο με την γραβάτα που τον δέσμευαν εδώ και κάποιες ώρες.
Μόλις μπαίνει κάτω από τα σκεπάσματα η κλέφτρα τον πλησιάζει και κοιμάται, όπως και στην ταράτσα, μέσα στην αγκαλιά του.
Η σιωπή του δωματίου τον γαληνεύει και γρήγορα τον παίρνει κι εκείνον ο ύπνος.
Και όλα είναι ήρεμα.
Τρίτο κεφάλαιο σερί, νομίζω πως επέστρεψα για τα καλά; Το εύχομαι!
Ορίστε το κορίτσι, δεν του έδωσε όνομα τελικά! Τσάμπα αγχωθήκαμε καλέ, ουφ.
Εν πάσει περιπτώσει, θέλω να δω τι έχετε να πείτε για το (μικρό) κεφάλαιο. Ένα φιλί είδαμε, αυτή τη φορά όχι από ανάγκη αλλά-
Ναι, τέλος πάντων! Αυτά από εμένα. Πάω να βουτήξω στην θάλασσα τώρα, τα λέμε σε επόμενο κεφάλαιο χοχο..
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top