𝑿𝑰𝑰𝑰. Το μουσείο των ευχών
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε στο δωμάτιο του ημιώροφου με την σκέψη πως εκείνος βρίσκεται μόλις μερικά μέτρα πιο πάνω να περιτριγυρίζει στο μυαλό της σαν τρελή. Η συζήτησή τους κράτησε αρκετές ώρες μέχρι που τα μάτια της ξεκίνησαν να κλείνουν μα την στιγμή που την άφησε έξω από το δωμάτιο ο ύπνος έφυγε, το ίδιο κι εκείνος.
Έτσι, μόλις ξημέρωσε, πήγε στο σπίτι της χωρίς να τον χαιρετήσει και περίμενε να έρθει η ώρα του συμβουλίου με όλη την ομάδα, τότε που θα τον έβλεπε ξανά. Μια σκέψη, ωστόσο, δεν σταμάτησε να την βασανίζει και η ιδέα πως «κολλάει» με εκείνον της φαίνεται τρομακτική.
Πρέπει να ξεκολλήσω κάπως.
Από το πρωί που ξύπνησε και δεν την είδε η διάθεσή του χάλασε ευθύς αμέσως. Έφαγε ανόρεξα το πρωινό του και αργότερα γυμνάστηκε λίγο μέχρι το μεσημέρι που καταβρόχθισε όσα έμειναν από την προηγούμενη μέρα. Μέχρι το απόγευμα που είχε ρυθμιστεί το συμβούλιο της ομάδας σκότωσε την ώρα του κάνοντας ασήμαντα πράγματα. Μπαίνοντας όμως στο αμάξι για το σπίτι των διοικητών της ομάδας η όρεξη του επανήλθε και με περισσότερο ενθουσιασμό από άλλες φορές φτάνει στο γνωστό οίκημα.
Τον δρόμο μέχρι το μεγάλο γυάλινο δωμάτιο με το τεράστιο τραπέζι τον ξέρει καλά οπότε δεν του παίρνει αρκετή ώρα μέχρι να φτάσει εκεί και να βρεθεί αντιμέτωπος με δεκαεννέα ζευγάρια μάτια να τον κοιτούν.
Τα μάτια του πέφτουν στον ρολόι του τοίχου νομίζοντας πως ήρθε αργότερα από την καθορισμένη ώρα μα επιβεβαιώνει πως δεν άργησε εκείνος μα οι άλλοι έφτασαν νωρίτερα.
Κάθεται τελικά στην γνωστή του θέση δίπλα από την Μπόνι χωρίς να της μιλά αλλά χωρίς κι εκείνη να του ρίχνει έστω ένα βλέμμα.
«Ο Μπλου βρήκε έναν καλό κλέφτη για να μπει στην ομάδα μας, πρέπει να τον περάσουμε από δοκιμαστικά.» Ο Σίλβερ κοιτά τον καθένα ξεχωριστά από λίγο μα τελικά καταλήγει σε εκείνον που εντόπισε μια πιθανή προσθήκη στην ομάδα τους.
«Την Παρασκευή είναι εκείνη η εκδήλωση στο μουσείο που συζητάμε εδώ και μερικούς μήνες, μπορούμε να το συνδυάσουμε με την δοκιμαστική αποστολή», προτείνει ο Σέβεν που δεν έβγαλε στιγμή από το μυαλό του εκείνη την συζήτηση που έκαναν όλοι μαζί πριν μισό χρόνο, θέλει σαν τρελός να εκπληρώσει το όνειρό του, να κλέψει ένα μουσείο!
«Πολύ καλή ιδέα, αυτό να κάνουμε!» πετάγεται ο Μπλου.
«Την Τετάρτη θα πάω να τον βρω τότε.»
«Μήπως να μην πας εσύ;» ακούγεται κάπως σκεπτική η Μπόνι στον αδερφό της.
«Όχι, εγώ τα αναλαμβάνω αυτά ούτως ή άλλως.»
Η γκριζομάλλα γνέφει με κατανόηση και χωρίς όρεξη να παρέμβει.
«Τι θα κάνουμε στην αποστολή αυτή;» ρωτά μπερδεμένος ο Κλάιντ.
«Εσύ με την Μπόνι θα είστε απλοί προσκεκλημένοι στο μεγάλο γεγονός της Παρασκευής και δεν θα κάνετε κάτι οπότε το υπόλοιπο σχέδιο μην σε ενδιαφέρει. Μόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης θα σας χρειαστούμε που ελπίζουμε να μην έρθει.»
Κι αυτός επιλέγει να απαντήσει μονάχα με ένα νεύμα και όχι με λέξεις. Για την υπόλοιπη ώρα εκείνος δεν ακούει τίποτα από ό,τι λέγεται διότι το μυαλό του τρέχει σε άσχετα θέματα με εκείνο της συζήτησης, το ίδιο ισχύει και για την κλέφτρα δίπλα του.
Ξυπνούν ταυτόχρονα από τον λήθαργό τους, όταν όλοι σηκώνονται όρθιοι έτοιμοι να φύγουν.
«Μην ξεχάσετε, αύριο θα κάνουμε τις Ευχαριστίες της ομάδας!» υπενθυμίζει ο Κάπτεν λίγο πριν η πόρτα του γυάλινου δωματίου ανοίξει και φύγουν όλοι.
«Θα σας στείλω μήνυμα εγώ με το τι να φέρει ο καθένας, εντάξει;»
Όλοι συμφωνούν με τον Σίλβερ και γρήγορα το δωμάτιο αδειάζει. Λίγο πριν ο Κλάιντ φύγει για τα καλά, χαϊδεύει το μπράτσο της Μπόνι και άθελά του βοηθά την καρδιά της, που ξεκίνησε να χτυπά σαν τρελή, να της δώσει παραπάνω λόγους για να μην ξεκολλήσει.
..................
Το φαγητό έχει τελειώσει αρκετή ώρα μα δεν ισχύει το ίδιο και με το αλκοόλ. Κάθονται στο γρασίδι του κήπου δίπλα από την πισίνα, μαζεμένοι γύρω από ένα χαμηλό μεγάλο τραπέζι και συζητούν ευδιάθετα περί ανέμων και υδάτων, ώσπου ο Σίλβερ σηκώνεται όρθιος και τραβά την προσοχή των πάντων.
«Σας ευχαριστώ για σήμερα. Μου δείξατε όλοι πως είναι οι Ευχαριστίες!» Η φωνή του μοιάζει να σπάει και αν κρίνει κανείς από τα μάτια του που γυαλίζουν, μάλλον έχει συγκινηθεί.
«Αφήστε τα γλυκανάλατα, δεν μας πάνε...» μιλά ειλικρινά ο Λέτερ και όλοι γελούν συμφωνώντας. «Πάντως» συνεχίζει «είμαστε όλοι μια οικογένεια και αυτό είναι τέλειο. Σας ευχαριστούμε όντως για όλα.»
«Άσε τα γλυκανάλατα Λέτερ, δεν σου πάνε!» πετάγεται ο Κάπτεν που με τα υγρά μάτια του φαίνεται να προκαλεί σε όλους παραπανίσιο γέλιο. Ο ξανθός επικεφαλής του πετάει κάποιο κομμάτι ψωμιού και κάθεται μαζί με τον κολλητό του ξανά στις θέσεις τους, δίνοντας το βήμα στον γεροδεμένο κλέφτη να πει ό,τι θέλει.
Πριν όμως αρθρώσει λέξη, ο Κλάιντ και ο Μπλου αποφασίζουν πως αυτές οι Ευχαριστίες θα είναι χαρούμενες και όχι υποτονικές. Οπότε, όταν ο Κάπτεν σηκώνει το ποτήρι του ψηλά και είναι έτοιμος να κλάψει, σηκώνονται ταυτόχρονα και με αρκετή δύναμη τον παρασέρνουν στην πισίνα όπου και πέφτουν μαζί του μέσα στο νερό.
Μέχρι να ανέβουν στην επιφάνεια δεν μιλάει κανείς από την απρόσμενη κίνηση των δύο κλεφτών μα μόλις τα πρόσωπά τους βγαίνουν έξω από το νερό, όλοι ξεσπούν μαζί με εκείνους, σε γέλια.
«Μόλις κάναμε αναπαράσταση την γνωριμία της Μπόνι και του Κλάιντ!» φωνάζει ενθουσιασμένος ο Μπλου. Η Μπόνι μοιάζει να κοκκινίζει στην ενθύμηση εκείνης της ημέρας ενώ ο σκουρομάλλης κλέφτης χαμογελά στην ίδια ανάμνηση.
Βγαίνει από το νερό με το μαύρο του μπλουζάκι να κολλά στο σώμα του και το μαύρο του τζιν να κάνει το ίδιο. Πλησιάζει την γκριζομάλλα κλέφτρα και με νόημα την κοιτά προετοιμάζοντάς την για αυτό που θα ακολουθήσει. Όταν την πιάνει στα χέρια του με δύναμη, δίχως να της αφήνει επιλογή να φύγει, εκείνη ξεκινά να φωνάζει παρακαλώντας τον να την αφήσει αμέσως.
Και πράγματι, την αφήνει λίγο πριν την πετάξει στο νερό, όρθια.
Και η κοπέλα τον σπρώχνει μέσα, όπως τότε και εκείνος την τραβά μαζί του, όπως τότε.
Όσο πέφτουν όλο και πιο βαθιά μπορούν να δουν πως η πισίνα γεμίζει με περισσότερα κορμιά και μάλιστα, κάποια από αυτά φαίνεται να τους πλησιάζουν οπότε τελικά, όταν βγαίνουν στην επιφάνεια, περιτριγυρίζονται από τα περισσότερα άτομα της ομάδας τους.
Δεν κάνουν τον κόπο να βγουν από το νερό, κανείς τους δεν ενοχλείται από τα βρεγμένα ρούχα του και έτσι αποφασίζουν πως η υπόλοιπη βραδιά θα συνεχιστεί εκεί πέρα.
Κάποιοι αποφασίζουν να παίξουν με το νερό σαν μικρά παιδιά, ενώ ο Σίλβερ, ο Λέτερ, ο Κλάιντ και ο Σέβεν κάθονται στην άκρη της πισίνας και συζητούν διάφορα περί της ομάδας.
«Νομίζω πως πρέπει να βρούμε και άλλους τρόπους δράσης.»
Ο Κλάιντ συμφωνεί αμέσως με τον Λέτερ. «Δεν γίνεται να περιμένουμε μονάχα κοινωνικές εκδηλώσεις για να κλέψουμε. Σε μια πανδημία, που δεν θα γίνονται τέτοια, τι θα κάνουμε;»
«Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν!» πετάγεται ο Σέβεν.
«Έχει κάποιος κάτι συγκεκριμένο στο νου του;»
«Δεν έχω σκεφτεί κάτι» μιλά πρώτος ο Κλάιντ και ακολουθεί ο Λέτερ με ένα νεύμα.
«Έχετε δίκιο πάντως, πρέπει να σκεφτούμε κάτι άλλο!»
Ο Σίλβερ μοιάζει προβληματισμένος και σκεπτικός μα όταν οι τρεις συνομιλητές του διαβεβαιώνουν πως θα σκεφτούν κάτι όλοι μαζί, χαλαρώνει. Κάτι πρέπει να κάνουν δεν γίνεται να χάνουν ευκαιρίες.
Η Μπόνι τους βλέπει από μακριά να συζητούν και αποφασίζει πως θέλει να μάθει τι τους ταλαιπωρεί και μοιάζουν και οι τέσσερις σοβαροί.
«Έπεσαν έξω τα καράβια σας;»
Και οι τέσσερις γελούν ταυτόχρονα, ο Σίλβερ την τραβά κοντά του και την αγκαλιάζει στοργικά. «Έχουμε να σκεφτούμε κάτι, θα βοηθήσεις;» της προτείνει.
Δεν του απαντά μα με ένα βλέμμα της του δίνει να καταλάβει πως αυτό θα έκανε ούτως ή άλλως.
...............
Οι μέρες μέχρι την Παρασκευή πέρασαν γρήγορα. Ο «Καινούριος» φάνηκε πολύ θετικός από την αρχή για την πρόταση του Σίλβερ και τελικά δέχτηκε να συμμετάσχει στην απαιτητική αποστολή της επόμενης ημέρας, όπου στο Μουσείο θα έκλεβαν ό,τι είχαν σχεδιάσει εδώ και κάποιους μήνες.
Η Μπόνι τότε δεν είχε δώσει σημασία ενώ ο Κλάιντ δεν έμαθε ποτέ περί τίνος πρόκειται.
Έτσι, λοιπόν, περπατούν χωρίς έγνοιες ανάμεσα στους μεγάλους διαδρόμους και τα ευρύχωρα δωμάτια του μουσείου χωρίς να δίνουν την ελάχιστη σημασία στα έργα τέχνης που κοσμούν τοίχους και όχι μόνο.
«Αν έβρισκες ένα λυχνάρι τώρα και έπρεπε να κάνεις τρεις ευχές, ποιες θα ήταν αυτές;» την ρωτά απρόοπτα καθώς σταματούν για πρώτη φορά μπροστά από ένα χάλκινο ομοίωμα ενός άνδρας που μοιάζει σκεπτικός από την στάση του.
«Δεν είμαι ευφυής σε κάτι τέτοια, δεν έχω ιδέα τι θα ζητούσα...»
«Σκέψου κάτι, θα περιμένω.»
«Ίσως παγκόσμια ειρήνη;»
«Βάζω νέο όρο, πρέπει να ζητήσεις κάτι για εσένα.»
Η γκριζομάλλα ξεφυσά και μαζεύει το μακρύ λιλά φόρεμά της πιο κοντά σε εκείνη. Είναι εκθαμβωτική μέσα στο ύφασμα που τυλίγει το κορμί της και δεν χάνει την ευκαιρία να αναζωογονηθεί από τα δεκάδες βλέμματα που δέχεται από αγνώστους και μη.
«Μάλλον θα ζητούσα τα πράγματα να είχαν έρθει αλλιώς στην ζωή μου.»
Η απάντηση δεν τον παραξενεύει, όλοι τους που ασχολούνται με το συγκεκριμένο «είδος» εγκλήματος θα ήθελαν κάτι άλλο, κάτι που δεν θα τους έθετε σε κίνδυνο. Όσο ταλέντο κι αν θεωρείται πως έχουν, όπως η Μπόνι κι ο Κλάιντ, το να κλέβεις δεν είναι τίμιο και δεν συγκρίνεται με άλλου είδους επαγγέλματα.
«Έχεις άλλες δύο.»
«Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι.»
Δεν του λέει ψέματα απλώς δεν του αποκαλύπτει την αλήθεια
«Να σε γνώριζα υπό άλλες συνθήκες.»
«Συμφωνώ πάντως, θα ήθελα να μου έχει συμπεριφερθεί αλλιώς η ζωή.»
Γελούν και οι δύο κατανοώντας ο ένας τον άλλον πλήρως, λίγο περισσότερο η Μπόνι εκείνον. Η γκριζομάλλα είναι έτοιμη να τον ρωτήσει σχετικά με τις δικές του ευχές μα εκείνη την ώρα το κινητό του κλέφτη χτυπά ταυτόχρονα με το δικό της.
Η ειδοποίηση πως πρέπει να φύγουν οπωσδήποτε έρχεται σοβαρή στα αυτιά τους οπότε τελικά λίγα λεπτά αργότερα βρίσκονται στο αμάξι του Κλάιντ και τραγουδούν κρύβοντας το άγχος τους μέχρι να φτάσουν στην μεγάλη έπαυλη.
Ταυτόχρονα, ο Σίλβερ τους ειδοποιεί πως το πάρτι που κανονικά θα γινόταν την επόμενη μέρα πραγματοποιείται εκείνη την ώρα οπότε όταν οι δύο κλέφτες φτάνουν τελευταίοι στο σπίτι, τρέχοντας φτάνουν στο πλευρό του επικεφαλής για να παρακολουθήσουν την διαδικασία ένταξης του «Καινούριου» στην ομάδα.
Ο Κλάιντ πρώτη φορά μπαίνει σε εκείνο το δωμάτιο μα το περίμενε πως θα ήταν γεμάτο με κάμερες. Κάθεται δίπλα στην γκριζομάλλα και φορά τα ακουστικά που του δίνουν. Μόλις τα φορά μπορεί να ακούσει τον Λέτερ να πλασάρει ένα παρόμοιο παραμύθι με εκείνο που είχε ακούσει την δική του μέρα ένταξης στην ομάδα, στο πάρτι καλωσορίσματος του.
«Όσο κι αν εγώ πιστεύω πως είσαι ικανός, όλοι τους θα νομίζουν πως ήσουν απλά τυχερός σήμερα.»
«Μα απέδειξα ότι είμαι ευέλικτος!»
«Εγώ το ξέρω, ο Σίλβερ δεν νομίζω!»
«Τι δουλειά έχεις εσύ με το τι πιστεύει ο Σίλβερ;»
«Ας πούμε πως έχω περάσει κι εγώ από την θέση σου...»
Ο Λέτερ είναι πράγματι φοβερά πειστικός.
«Και τι έγινε με εσένα;»
«Δεν έχει σημασία, εγώ πάντως δεν θα ήθελα να το περάσεις!»
«Δεν με νοιάζει τι θέλεις!»
Από τις κάμερες φαίνεται ήδη το μαχαίρι που βγαίνει από την τσέπη του ξανθού διοικητή και ο Κλάιντ είναι σίγουρος πως μπορεί να ακούσει τον ήχο καθώς βγαίνει από την θήκη του πολύ καθαρά. Τελικά δεν μένει να δει τον τσακωμό με τον Λέτερ αφού μαζί με τον Σίλβερ και την γκριζομάλλα σηκώνονται για να πάνε τελικά στο δωμάτιο με το μπιλιάρδο, εκεί όπου ο Λέτερ «δοκιμάζει» κάθε νέο μέλος. Ο Μπόνι δεν τους ακολουθεί αλλά προχωρά στο δωμάτιο της για να φορέσει κάτι πιο άνετο.
Την ίδια ώρα, έξω από το δωμάτιο που τσακώνονται οι δύο κλέφτες, επικρατεί σιγή ώστε να μπορέσουν να εισέλθουν την κατάλληλη στιγμή, η οποία δεν αργεί να έρθει μόλις λίγα λεπτά μετά.
Η πόρτα ανοίγει, ο «Καινούριος» κρατά τον Λέτερ από τον γιακά σφιχτά και είναι έτοιμος να τον πετάξει κάτω όταν ο Σίλβερ τον σταματά. Τους κοιτά μπερδεμένος, ειδικά τον επικεφαλής που συμπεριφέρεται στον ξανθό φίλο του ευγενικά και όχι όπως αρμόζει σε έναν προδότη, όπως εκείνος νόμιζε.
«Δεν με λένε Φρεντ, το όνομα μου είναι Λέτερ και είμαι ένας εκ των τριών επικεφαλής.»
Η έκφραση του «Καινούριου» αλλάζει στην στιγμή που όλοι γύρω του χαμογελούν και αφήνει μια ανάσα ανακούφισης να ξεφύγει από τα χείλη του. Την στιγμή όμως που φαίνεται να χαλαρώνει, ο Κλάιντ πλησιάζει κοντά του και αρπάζοντας το μαχαίρι από το χέρι του ξανθού, τραβάει μια δυνατή γραμμή στο μπράτσο του πλέον δοκιμασμένου κλέφτη.
Εκείνος τον κοιτά έκπληκτος και κυρίως πληγωμένος.
«Έχουμε όλοι μια τέτοια ουλή», ο Σίλβερ σπεύδει να εξηγήσει δείχνοντας την αχνή λευκή γραμμή στο ίδιο σημείο του χεριού του με αυτό του νέου μέλους. Το παράδειγμά του ακολουθούν και οι υπόλοιποι άνδρες στον χώρο.
«Η δικιά σου ουλή είναι πιο φρέσκια από όλες...» παρατηρεί ο «Καινούριος» κοιτώντας το χέρι του Κλάιντ.
«Είμαι μόλις δύο μήνες μέλος της ομάδας, γι' αυτό!»
«Εσένα ποιος σου έδωσε όνομα;»
«Η Μπόνι!» πετάγεται ο Κάπτεν αντί για τον Κλάιντ. Η διάθεση του Λέτερ χαλάει στην στιγμή μα για ακόμη μια φορά δεν αφήνει να φανεί.
«Είναι ο πιο τυχερός από όλους μας.»
Όλοι γελούν χαλαρά σε αυτό το σχόλιο και φαίνονται όλοι ήρεμοι. Με αυτή την ηρεμία βγαίνουν και έξω από το δωμάτιο ενώ κατεβαίνουν στον κήπο λέγοντας αστεία και κάνοντας πειράγματα σε κάθε κλέφτη ή κλέφτρα που βρίσκουν μπροστά τους.
«Να πας στον Πάρτι και να του πεις πως θέλεις το ποτό της τιμής. Θα καταλάβει.»
Ο «Καινούριος» υπακούει άμεσα την εντολή του Σϊλβερ οπότε αφήνει τους κλέφτες μόνους τους. Εκείνοι δεν μένουν εκεί αλλά προχωρούν προς το βάθος του κήπου, εκεί που δεν υπάρχει τόσος κόσμος όσο στην υπόλοιπη έκταση και δίπλα από την πισίνα, πιο συγκεκριμένα.
Φτάνοντας στο πιο ήσυχο μέρος έχουν μείνει μόνο τέσσερις κλέφτες. Ο Λέτερ και ο Σίλβερ κάθονται κοντά ο ένας στον άλλον ενώ ο Κάπτεν λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο διοικητών και του Κλάιντ.
Η Περλ τους πλησιάζει φέρνοντάς τους τα ποτά που ο Πάρτι τους είχε ετοιμάσει και φεύγει γρήγορα αφήνοντάς τους μόνους. Οι τέσσερις άνδρες φαίνονται ήρεμοι και συζητούν σιγανά και χαλαρά για αρκετή ώρα. Μα αυτή η ηρεμία δεν μέλει να κρατήσει για πολύ.
Η ματιά του Κάπτεν εντοπίζει την Μπόνι να πλησιάζει τον «Καινούριο» και ο γεροδεμένος κλέφτης σπεύδει να ενημερώσει τους άλλους τρεις.
Ο Λέτερ κοιτά μπερδεμένος τον Σίλβερ, ο Κλάιντ φευγαλέα ανταλλάσει ένα έντονο βλέμμα με τον Κάπτεν και ύστερα φυλακίζει την μορφή της μέσα στο οπτικό του πεδίο. Την κοιτά να πλησιάζει το νέο μέλος και νιώθει την καρδιά του να καίει καθώς τον τραβά προς το κέντρο του κήπου, εκεί όπου χόρευαν οι περισσότεροι.
Η καρδιά του χτυπάει δυνατά μα προσπαθεί να ηρεμήσει.
Εκείνη την στιγμή, ο Σίλβερ κοιτά την ίδια σκηνή με τους υπόλοιπους να εκτυλίσσεται μπροστά του έκπληκτος και πριν πετάξει την βόμβα μιας απρόσμενης συνειδητοποίησης, στραβοκαταπίνει.
Κοιτά τον Κλάιντ συμπονετικά και με την καρδιά του να χτυπά γρήγορα, ξεστομίζει αυτό που σκέφτεται.
«Θα του δώσει όνομα.»
ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΕΙ ΛΕΕΙ; Και τι θα γίνει με τον Κλάιντ-
Φτου Μπόνι!
(Ας σχολιάσουμε το κεφάλαιο αλλά και το γεγονός πως ανέβασα σε λιγότερο από μια μέρα δεύτερο κεφάλαιο χοχο!)
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top