𝑿𝑰𝑰. Thankful and blessed!

(Το τραγούδι πάνω είναι κομμένο και ραμμένο για την ιστορία ετούτη, κάντε έναν κόπο να το ακούσετε. Ντινάκι σε μερσώ για την πρόταση, you made my whole mood.)



Στους πέντε κλέφτες πήρε δύο μέρες να ολοκληρώσουν τα βαψίματα στο σπίτι του Κλάιντ ενώ το σπίτι χρειάστηκε τελικά δύο εβδομάδες για να πάρει την τελική του μορφή, έτσι όπως είχε κανονίσει η Μπόνι, με μερικές παρεμβάσεις από τον ιδιοκτήτη του.

Υπήρξαν αντιδράσεις εκείνο το σαββατοκύριακο που δεν πήγαν στο πάρτι μα κανένας δεν τόλμησε να τις εκφράσει στους ίδιους. Εξάλλου, η απουσία τους συζητήθηκε μονάχα για λίγο και έπειτα όλοι γύρισαν στην διασκέδασή τους. Ο μόνος που εκνευρίστηκε μα φρόντισε καλά να μην το δείξει ήταν ο Λέτερ που προσπάθησε να μη διαμαρτυρηθεί στον κολλητό του.

Και τις επόμενες εβδομάδες μέχρι την γιορτή των Ευχαριστιών έδειξε τρομερή αυτοσυγκράτηση. Όσο κι αν τους έβλεπε όλες εκείνες τις μέρες να περνούν χρόνο μαζί και ενώ ήθελε να αντιδράσει, τελικά κατέληγε να μην κάνει τίποτα.

Δεν έβγαλε στιγμή από το μυαλό του το σχέδιο που κρατούσε για εκείνον, πιστεύει μέχρι και τώρα πως αυτό θα του ανοίξει τον δρόμο για την καρδιά της Μπόνι.

Το αν έχει δίκιο θα το δείξει μονάχα το μέλλον.



Είναι μια από εκείνες τις μέρες που επικρατεί ηρεμία, στην ομάδα και στις ζωές όλων των μελών της. Από το Χάλογουιν μέχρι και σήμερα, λίγες μέρες πριν την γιορτή των Ευχαριστιών, δεν φάνηκε καμία μεγάλη ευκαιρία στην πόρτα τους, αρκετά ικανή να τους προκαλέσει ώστε να βγουν για σεργιάνι.

Έτσι, λοιπόν, μόνο μερικοί από τους είκοσι κατάφεραν και ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση του Σίλβερ για μερικές ποιοτικές στιγμές λίγο πριν χωριστούν για να βρουν όλοι τις οικογένειες τους. Όσοι απέρριψαν την πρόταση βρίσκονται ήδη σε κάποια άλλη πολιτεία και προετοιμάζονται για τις Ευχαριστίες.

«Μια φορά πρέπει να περάσουμε όλοι μαζί τις Ευχαριστίες.»

Οι υπόλοιποι εννιά γυρίζουν και κοιτούν τον Κάπτεν κάπως ερωτηματικά. Αυτό είναι κάτι που δε θα συμβεί ποτέ, όλοι θέλουν να δουν τις οικογένειες τους, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι, το ξέρουν καλά αυτό.

«Εγώ το ευχαριστώ μου θέλω να το πω σε αυτούς τους είκοσι, όχι στην μάνα μου και στον πατέρα μου που με πέταξαν από το σπίτι», συνεχίζει κάπως πιο σκεπτικός ο γεροδεμένος άνδρας και τραβά πια την προσοχή των υπόλοιπων για τα καλά.

«Μπορούμε να το οργανώσουμε μόλις γυρίσουν όλοι.»

Η ιδέα της Σκάι φαίνεται να μοιάζει δελεαστική σε όλους, το χαμόγελο του Σίλβερ όμως δεν έχει εμφανιστεί ακόμη. Η Μπόνι κοιτά τον αδερφό της με προσμονή, έχει να γιορτάσει τις Ευχαριστίες από πολύ μικρή ηλικία, εκείνος δεν άφηνε επιλογή για το αντίθετο όσο κι αν ήθελε με την μητέρα της.

«Δεν τρελαίνομαι για τις Ευχαριστίες», μουρμουρίζει κοιτώντας τον κολλητό του, Λέτερ, να φαίνεται κι εκείνος κάπως ουδέτερος για μια τέτοια ιδέα.

«Δεν τις γιορτάζουμε καθόλου», εξηγεί ο ξανθός επικεφαλής διαβάζοντας τα μπερδεμένα βλέμματα του Κλάιντ και της Σκάι, δύο μέλη που δεν γνωρίζουν πολλά γι' αυτό το θέμα.

«Ούτε εγώ, θα είναι ωραίο όμως!» Ο ενθουσιασμός του Κάπτεν ζεσταίνει τις καρδίες των πάντων. Του έλειπε μια οικογένεια και την βρήκε σε μερικά πρόσωπα κλεφτών, όμοιων με εκείνον, θέλει να πει το δικό του «ευχαριστώ».

«Δεν ξέρω...»

Το βλέμμα του Κλάιντ πιάνει εκείνο της Μπόνι που κάπως απογοητευμένα έχει βγάλει το συμπέρασμά της πως δεν θα γιορτάσει ούτε εκείνη την χρονιά μια από τις αγαπημένες της ημέρες.

«Θα έχει πλάκα ρε 'σεις, σκεφτείτε το!»

«Γιατί δεν γιορτάζετε;» ρωτάει ο πιο τολμηρός Μπλου.

Ο πρώτος που μιλά είναι ο Σίλβερ. «Γιατί όταν έπρεπε να τις γιορτάσω δεν είχα τίποτα να ευχαριστήσω και τώρα που θέλω να ευχαριστήσω δεν έχω μάθει να τις γιορτάζω.»

Η απάντησή του φαίνεται να αφήνει τους περισσότερους σιωπηλούς εκτός από την Μπόνι και τον Λέτερ που ξέρουν πολύ καλά ακριβώς για ποιο ακριβώς πράγμα μιλά.

«Θα σου μάθουμε εμείς να τις γιορτάζεις...» μιλάει ο Κλάιντ και με την φωνή του σηκώνει πολλά ζευγάρια μάτια να πέφτουν στο πρόσωπό του. Ο Σίλβερ χαμογελά στραβά και σηκώνεται όρθιος από την θέση του κοντά στον κολλητό του.

Πλησιάζει τον πιο νέο κλέφτη της ομάδας και με μια ηχηρή αγκαλιά τον ευχαριστεί για αυτά του τα λόγια.

«Δηλαδή θα γιορτάσουμε τις ευχαριστίες όλοι μαζί;» ρωτά ελπιδοφόρα η Μπόνι.

«Όταν γυρίσουν όλοι, θα τους ενημερώσω εγώ.» πετάγεται ο Κάπτεν.

Το χαμόγελο στο πρόσωπο της κλέφτρας ζεσταίνει μονάχα τρεις καρδιές. Του Σίλβερ, του Λέτερ και του Κλάιντ. Ο τελευταίος, μάλιστα, βρίσκει την ευκαιρία του να της μιλήσει μόνος του όταν λίγες στιγμές αργότερα η σιωπή στην παρέα πέφτει και η Μπόνι επιλέγει να απομονωθεί.

«Αύριο τι θα κάνεις;» Η χαμηλή φωνή του την τρομάζει, ούτε που κατάλαβε πότε την ακολούθησε.

«Δεν άκουσες; Με τα παιδιά θα είμαι, δεν γιορτάζουμε τις Ευχαριστίες.»

«Τίποτα δηλαδή;» Τον κοιτά σαν να την ρωτάει το πιο αυτονόητο πράγμα στον κόσμο. «Τέλεια, θα έρθεις σπίτι μου να περάσουμε μαζί τις Ευχαριστίες.» της χαμογελά με την ανακοίνωσή του ενώ εκείνη ανταποδίδει με ένα σχεδόν έκπληκτο βλέμμα. Ύστερα από λίγο χαμογελά, θέλει πολύ να γιορτάσει!

«Αυτό να το πάρω σαν θετική απάντηση;»

«Ναι!»

«Ωραία! Θα έρθω να σε πάρω αύριο στις πέντε. Θα με βοηθήσεις στο μαγείρεμα...»

Του γνέφει ενθουσιασμένη και χωρίς να το καταλάβει πέφτει στην αγκαλιά του, δείχνοντάς του έτσι την ευγνωμοσύνη της για αυτή του την κίνηση. Την φιλά απαλά στον κρόταφο αγνοώντας τους υπόλοιπους που τους κοιτούν μέσα από την μεγάλη τζαμαρία του σπιτιού χωρίς να διακρίνουν αρκετά και νιώθει την καρδιά του να χτυπάει πιο δυνατά όταν σφίγγει περισσότερο τα χέρια της γύρω του.

«Θα γνωρίσεις και την οικογένειά μου», της ψιθυρίζει και η αντίδραση που περίμενε δεν άργησε να έρθει.

«Τι εννοείς;» Απομακρύνεται από το στέρνο του και του στέλνει το πιο μπερδεμένο της βλέμμα με μια δόση τρομάρας.

«Εννοώ ότι αφού θα περάσω την αυριανή μέρα με την μητέρα και την αδερφή μου αλλά και μαζί σου, θα τις γνωρίσεις.»

«Εντάξει...»

Την φέρνει ξανά πάνω του και αυτή τη φορά εκείνος σφίγγει τα χέρια του γύρω της. Η γκριζομάλλα φαίνεται πως περίμενε ένα ακόμη φιλί στο μέτωπο ή στον κρόταφο μα ο Κλάιντ έφυγε από δίπλα της χωρίς να εκπληρώσει αυτή την επιθυμία της. Ο κλέφτης πήρε ξανά την θέση του δίπλα από τον Κάπτεν και η Μπόνι έτρεξε στο δωμάτιό της. Μαλώνει τον εαυτό της που αισθάνεται σαν σχολιαρόπαιδο, δεν είναι δα και στα χρόνια της εφηβείας για να νιώθει... έτσι όπως νιώθει.

Ωστόσο, είναι η πρώτη φορά που εκείνα τα αισθήματα τρυπούν στην καρδιά της και παρόλο που δυσκολεύεται να αφήσει τον εαυτό της ελεύθερο να τα ζήσει, χαμογελά στην σκέψη εκείνη ότι....

.....................

Όταν πάρκαρε την είδε να τρέχει μέχρι την πόρτα του αυτοκινήτου του ενώ μόλις μπήκε στην θέση του συνοδηγού παρατήρησε το γεμάτο αθλητικό της σακίδιο.

«Την έφερες όλη την προίκα ή μπα;»

«Έχω μέσα πράγματα που χρειάζομαι.» Τον αποπαίρνει για το πείραγμά του, ξέρει πως είναι αγχωμένη και παρόλα αυτά επιλέγει να την τσιγκλήσει.

«Δεν ήξερα πως μετακομίζεις...»

«Κλάιντ σταμάτα!»

Το ηχηρό του γέλιο γεμίζει το αμάξι και η Μπόνι δεν μπορεί να κρατήσει το σοβαρό της ύφος για αρκετή ώρα. Χαλαρώνει τους ώμους της και ξεκουράζει την πλάτη της στο κάθισμα ξεφυσώντας.

«Τι θα μαγειρέψουμε;» ρωτά αλλάζοντας το θέμα σε κλάσματα δευτερολέπτου.

«Γαλοπούλα θα φέρει η μητέρα μου, εμείς θα φτιάξουμε όλα τα υπόλοιπα. Η αδερφή μου θα φτιάξει και γλυκάκι, όλα κανονισμένα.»

«Είναι κάτι που αρέσει πολύ σε εκείνες; Κάποιο συγκεκριμένο φαγητό;»

«Τρώνε τα πάντα αλλά μακαρόνια με τέσσερα τυριά θα τις ευχαριστούσε σίγουρα.»

«Είναι τυχερές που το μαγειρεύω συνέχεια για τον Λέτερ.»

Η σιωπή που ακολουθεί έπειτα είναι ολιγόλεπτη. Φτάνουν στο σπίτι του Κλάιντ πολύ πριν προλάβει κάποιος να πει οτιδήποτε άλλο και την στιγμή που η πόρτα κλείνει πίσω τους, όλα μπαίνουν σε ένα πρόγραμμα.

Εκείνη βγάζει τα παπούτσια της και μαζί με το σακίδιο της μπαίνει σε ένα από τα τρία δωμάτια του ημιώροφου. Κατεβαίνει στην κουζίνα όχι πολύ μετά αφού άφησε τον Κλάιντ μόνο του και τον βρίσκει ανάμεσα σε κατσαρόλες και υλικά.

«Θα φτιάξω μια ωραία σάλτσα τυριών, βλέπε να μαθαίνεις!» του λέει αυταρχικά καθώς μαζεύει τα μαλλιά της σε μια σφιχτή κοτσίδα. Εκείνος κάνει ένα βήμα πίσω και την αφήνει να μεγαλουργήσει, όπως εκείνη ξέρει.





Το τραπέζι έχει στρωθεί, τα φαγητά έχουν ετοιμαστεί και το μόνο άγχος της Μπόνι είναι αν θα προλάβει να ετοιμαστεί μέχρι να εμφανιστούν η μητέρα και η αδερφή του Κλάιντ. Έχει κλειστεί στο δωμάτιο και κοιτάζει τα δύο φορέματα που έφερε μαζί της. Μαύρα και τα δύο, εφαρμοστά έως και λίγο πιο πάνω από το γόνατο με την μοναδική διαφορά πως το ένα καλύπτει τα τατουάζ της με μακρύ μανίκι μέχρι τους καρπούς της ενώ το άλλο τα αφήνει ακάλυπτα με το τιραντάκι να αποκαλύπτει και το μελάνι στα κόκκαλα του λαιμού της μαζί με αυτό του μπούστου της.

Το χτύπημα στην πόρτα την ξυπνά από την αρκετά μεγάλη διαδικασία σκέψης που είχε μπει.

«Πες μου ότι είσαι έτοιμη, σε παρακαλώ.»

«Δεν είμαι έτοιμη.»

Μπορεί να τον ακούσει που ξεφυσάει πίσω από την πόρτα μα δεν περιμένει κάτι παραπάνω από εκείνον μιας που τα βήματα του στις σκάλες που οδηγούν στον ισόγειο ηχούν ξεκάθαρα μέχρι το δωμάτιό «της».

Κοιτά λίγο ακόμη τα φορέματα. Πετά το ένα πάνω στο κρεβάτι άτσαλα και φορά το άλλο γρήγορα. Το ρολόι στον τοίχο δεν της αφήνει πολλές επιλογές περισσότερης περιποίησης, δεν βάφεται καθόλου, μόνο τα σγουρά μαλλιά της τινάζει και συνηθίζει γρήγορα στα πόδια της τα μαύρα τακούνια περπατώντας τα για λίγο.

Λίγο αργότερα βρίσκεται στην τραπεζαρία και την στιγμή που είναι έτοιμη να πλησιάσει τον Κλάιντ, το κουδούνι χτυπά. Κοιτάζονται ταυτόχρονα και διακρίνουν ο ένας στο βλέμμα του άλλου ένα διαφορετικού είδους άγχος.

«Ήρθαν!» λέει πρώτη εκείνη με την φωνή της να τρέμει ελάχιστα. Ο κλέφτης της χαμογελά και καθώς την προσπερνά για να φτάσει στην πόρτα, αποφασίζει να της πει αυτό που σκεφτόταν όλη την μέρα.

«Με λένε Μπλέικ.»

Η γκριζομάλλα κλέφτρα σταματά στην θέση της μπερδεμένη και ίσως έκπληκτη, σταματά κι εκείνος όταν αισθάνεται την δική της κίνηση.

«Το όνομά μου είναι Μπλέικ, έτσι θα με λες μπροστά στην μητέρα και την αδερφή μου.» Γυρίζει και την κοιτά εξηγώντας τον λόγο που της το αποκαλύπτει. Η κλέφτρα στραβοκαταπίνει με ένα νέο βάρος να πέφτει στους ώμους της και γρήγορα τον ακολουθεί προς την πόρτα λίγο παραπάνω αγχωμένη από πριν.

Το χερούλι γυρίζει και καθώς η πόρτα ανοίγει, δύο γυναικείες φιγούρες με χαμογελαστά πρόσωπα μπαίνουν στο σπίτι με την αγκαλιά τους ανοιχτή τόσο για τον Κλάιντ όσο και για την Μπόνι. Η Πέιτον, δίχως πολλή σκέψη, αγκαλιάζει με το άδειο της χέρι –αφού στο άλλο κρατούσε το γλυκό που έφτιαξε– την γκριζομάλλα κλέφτρα ενώ το ίδιο κάνει και η Μαριάν, η οποία αφού αφήσει την γαλοπούλα στο μεγάλο τραπέζι, σπεύδει να την γνωρίσει.

«Πόσο χαίρομαι που σε γνωρίζω κορίτσι μου!» την αγκαλιάζει σφιχτά και ενθουσιασμένα, αποφορτίζοντας την κλέφτρα αμέσως.

«Κι εγώ χαίρομαι πολύ!»

Από μακριά ο Κλάιντ κοιτά τις τρεις γυναίκες που περιβάλλουν την ζωή του να γνωρίζονται μεταξύ τους και νιώθει την καρδιά του που τρέχει γρήγορα σε περιέργους ρυθμούς.

«Πεινάτε μήπως;» τις ρωτά λίγο αργότερα θέλοντας να τραβήξει την προσοχή πάνω τους. Και οι τρεις γνέφουν συγχρόνως και με ένα μικρό του μειδίαμα ταυτόχρονα με ένα νόημα του τον ακολουθούν αμέσως.

Η Μαριάν κάθεται στην κορυφή του τραπεζιού και στα δεξιά της αφήνει μια άδεια θέση για τον γιό της και την φίλη του από την δουλειά, ή ό,τι δικαιολογία της είπε για να δειπνήσει μαζί τους η Μπόνι, ενώ στα αριστερά της κάθεται η Πέιτον. Οι δύο κλέφτες, ωστόσο, δεν κάθονται στο τραπέζι αμέσως αλλά προχωρούν μαζί στην κουζίνα για να σερβίρουν εκείνοι το φαγητό στο μεγάλο τραπέζι.

Λίγο αργότερα κάθονται και οι τέσσερις στο τραπέζι με το φαγητό στα πιάτα και με ελάχιστες κουβέντες στον αέρα ξεκινούν να καταβροχθίζουν σχεδόν στην κυριολεξία οτιδήποτε βρώσιμο υπήρχε στο τραπέζι.

«Μπόνι μου αρέσουν πάρα πολύ τα τατουάζ σου...» σπάει την σιωπή πρώτη η Πέιτον και κάπως ντροπαλά δείχνει πως πρόσεξε –όχι πως μπορεί να το αγνοήσει με την τελική επιλογή φορέματός της– το μελάνι στο σώμα της.

«Σε ευχαριστώ πολύ!» της απαντά η γκριζομάλλα κλέφτρα και κοιτά το πιάτο της με μάγουλα ελαφρά πιο κόκκινα από πριν. Η μητέρα του Κλάιντ συμφωνεί αμέσως με την κόρη της.

«Σου πάνε πάρα πολύ, αυτό είναι αλήθεια.»

«Σας ευχαριστώ.» Είχε άγχος από πριν πως ίσως με τα τόσα πολλά τατουάζ της δημιουργήσει κάποια κακή εντύπωση. Ωστόσο, με τα σχόλιά των δύο γυναικών ένιωσε ξαφνικά ελεύθερη, ίσιωσε την πλάτη της και χαμογέλασε ευθύς.

«Που τα έκανες;» έρχεται η επόμενη ερώτηση της Πέιτον.

Ο Κλάιντ κοιτά στιγμιαία την κλέφτρα στα δεξιά του με ένα βλέμμα όλο μυστήριο που μόνο οι δύο τους καταλαβαίνουν πριν κοιτάξει ξανά την μητέρα και την αδερφή του.

«Η μητέρα μου τα έκανε. Είναι tattoo artist!» απαντά υπερήφανα. Το έκπληκτο βλέμμα της Πέιτον τραβά αμέσως την προσοχή όλων και ειδικά της μητέρας της.

«Όχι, Πέιτον, μην το σκέφτεσαι καν», την προλαβαίνει η Μαριάν αμέσως με το κατακεραυνωμένο της βλέμμα.

«Αφού-»

«Στην Μπόνι πάνε πολύ, εσένα δεν θα σου πηγαίνουν.» Στην συζήτηση μπαίνει ο Κλάιντ που αμέσως σωπαίνει ξανά.

«Η μαμά σου είπες στα έκανε;» γυρνά στο προηγούμενο θέμα η Μαριάν.

«Τα περισσότερα, κάποια μικρά τα έχω κάνει εγώ.»

«Χτυπάς κι εσύ;!» αναφωνεί η μικρή κοπέλα απέναντί τους.

«Ναι, έμαθα από εκείνη..» της χαμογελάει ειλικρινά και η Πέιτον δείχνει ενθουσιασμένη. Το βλέμμα της ύστερα φυλακίζεται από εκείνο του Κλάιντ που την κοιτά με ένα ελαφρύ χαμόγελο με μια δόση περηφάνειας μέσα του.

«Ο μπαμπάς σου με τι ασχολείται;» ρωτά διστακτικά η Μαριάν μη θέλοντας να φέρει τον Κλάιντ σε άβολη θέση. Η Μπόνι είναι έτοιμη να απαντήσει κάτι μα ο κλέφτης την σταματά.

«Γι' αυτά θα συζητάμε τώρα;»

«Έχεις δίκιο.» 

..............

Ο Κλάιντ μπαίνει ξανά στο σπίτι του πετώντας τα κλειδιά του αυτοκινήτου του στο μικρό τραπέζι δίπλα από την πόρτα. Βγάζει τα παπούτσια του και αφήνει το τζάκετ του στον καλόγερο που βρίσκει κοντά του. Περπατά μέχρι το σαλόνι και την βλέπει ημιξαπλωμένη στον μεγάλο καναπέ του σαλονιού με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι να πίνει κάπως σκεπτική. Το δεύτερο γεμάτο ποτήρι στο τραπεζάκι μπροστά της δηλώνει πως τον περιμένει.

«Σε συμπάθησαν πολύ.»

«Πάλι καλά.»

Σιωπή πέφτει ξανά ανάμεσά τους.

Προχωρά κοντά της και όταν τον βλέπει να πλησιάζει τον καναπέ, μαζεύει τα πόδια της αμέσως τα οποία απλώνει ξανά πάνω του μόλις κάθεται αρκετά κοντά της. Πιάνει το ποτήρι με κρασί και πίνει στην ίδια σιωπή με πριν.

«Με λένε Μπόνι», μιλά λίγο αργότερα και κάπως ψιθυριστά η γκριζομάλλα.

«Το ξέρω αυτό.»

«Όχι, δεν το ξέρεις. Το όνομα μου είναι Μπόνι, δεν έχω ψευδώνυμο.»

Κρατάει μια ανάσα για εκείνον και την κοιτά έκπληκτος. Η Μπόνι δεν τον κοιτά πίσω, συνεχίζει όμως να του μιλά.

«Οι γονείς μου ήταν λάτρεις των Μπόνι και Κλάιντ, ο πατέρας μου κλέφτης και η μητέρα μου αγαπούσε παλιότερα το έγκλημα οπότε σκέφτηκαν πως η κόρη τους πρέπει να πάρει το όνομα της κλέφτρας.»

«Η Φράνσις...»

«Η Φράνσις ξέφυγε από το έγκλημα όταν ξέφυγε όσο μπορούσε από τον πατέρα μου. Εκείνος είναι ακόμη μέσα του. Αυτός είναι ο λόγος που μας άφησε κάπως.»

«Κάπως;»

«Τον βλέπω πολύ σπάνια.»

«Μου είχες πει ότι-»

«Ξέχνα τι σου είχα πει.»

Είναι αρκετά απόλυτη και έτσι ο Κλάιντ αποφασίζει να παραβλέψει το μικρό της ψέμα. Σκέφτεται πως θα της είναι δύσκολο να μιλά γι' αυτό, έτσι το αφήνει στην άκρη.

«Ο πατέρας μου ας πούμε πως είναι επισκέπτης στην ζωή μου. Τα τελευταία χρόνια τον βλέπω πολύ περισσότερο από όταν ήμουν μικρότερη και ίσως σε αυτό οφείλεται το γεγονός ότι έμαθε πως έγινα σαν κι εκείνον.»

Ο κλέφτης αφήνει χρόνο και σιωπή να της δώσουν κάποιος θάρρος για να συνεχίσει ή και να σταματήσει. Τελικά, η γκριζομάλλα συνεχίζει.

«Στα πολύ αρχικά στάδια της εφηβείας μου έψαξα για την Μπόνι, την ύψιστη κλέφτρα και όταν έμαθα και κατάλαβα γιατί με ονόμασε έτσι.. Ξεκίνησα να ακολουθώ τον δικό του δρόμο.»

«Μετανιώνεις;»

Τον κοιτά πολύ σοβαρά και δείχνει να το σκέφτεται. Η απάντηση της ήρθε όμως πολύ πιο γρήγορα.

Τώρα όχι, τώρα που σε γνώρισα όχι.

«Ποτέ δεν μετάνιωσα...»







Ήρθα! Τελείωσα πρόοδο και τώρα που το έγραψα, τώρα θα το ανεβάσω! Πείτε μου τα νέα σας. Πείτε μου για το κεφάλαιο! 

Καλέ η Μπόνι δεν έχει ψευδώνυμο- 

Πείτε μου ό,τι θέλετε, εγώ πάω να πιώ κι άλλο καθώς διαβάζω σχόλια χοχο

-Φέικ Σίλβερ-





Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top