𝑿𝑰. Με πνίγει τούτη η σιωπή

Το αμάξι τρέχει στους γεμάτους δρόμους της πόλης και στο αμάξι δεν ακούγεται σχεδόν τίποτα. Εκείνος δεν λέει κάτι, δεν επιδιώκει καμία συζήτηση όπως συνηθίζει και η Μπόνι κοιτά έξω από το παράθυρο με την καρδιά της να χτυπά αρκετά γρήγορα και με ένταση κάθε φορά που η σκηνή στο μπάνιο επαναλαμβάνεται στο μυαλό της.

Κάθε κόκκινο φανάρι είναι ένα μεγαλύτερο βάρος και για τους δύο, η σιωπή που κυριαρχεί είναι αποπνικτική, δεν είναι αμήχανη, απλώς δεν την αντέχει κανένας τους. Και γιατί δεν μιλούν;

Πρέπει κάτι να έχουν να πουν, εν πάσει περιπτώσει.

Ο Κλάιντ σκέφτεται κι εκείνος όσα προηγήθηκαν και με την ενθύμηση πως η κοπέλα με το απολαυστικό πρόσωπο και το ακόμη πιο διαβολικό κορμί βρίσκεται δίπλα του προσπαθεί να καθίσει όσο πιο χαλαρός γίνεται στην θέση του οδηγού.

Θυμάται το έντονο και σχεδόν θυμωμένο περπάτημά της στις ανδρικές τουαλέτες, καθώς θα έψαχνε πιθανότατα ένα γυναικείο κορμί πάνω στο δικό του, θυμάται το έκπληκτο ύφος της καθώς την κόλλησε πάνω του με όχι ιδιαίτερη δύναμη, θυμάται την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά που μπορούσε να την νιώσει πάνω στο δικό του στέρνο, θυμάται και τα μάτια της να του στέλνουν πολύ συγκεκριμένα μηνύματα.

Γιατί δεν την φίλησε όμως; Γιατί δεν έκανε αυτό που τόσο ήθελε, κι ακόμη θέλει, εκείνος; Γιατί δεν έκανε αυτό που τόσο περίμενε, κι ακόμη περιμένει, η Μπόνι;

Δεν θα την φιλούσε ποτέ από ζήλεια.

Δεν έχει ξανά ζηλέψει για κάτι τόσο μικρό στο παρελθόν, κυρίως γιατί δεν έχει κάνει κάποια σοβαρή σχέση για να μπορέσει να αναπτύξει κάποιο συναίσθημα πιο ιδιαίτερο. Η ζήλεια είναι κάτι που του δημιουργήθηκε άμεσα όταν άκουσε εκείνον τον πλούσιο να της μιλά μα δεν ήθελε να την φιλήσει ή να της κάνει ό,τι είχε στο μυαλό του επειδή απλώς ζήλεψε.

Στο επόμενο κόκκινο φανάρι την κοιτά.

Έχει τυλίξει τα χέρια της κοντά στο στήθος της, τονίζοντας το ακόμη περισσότερο. Ο Κλάιντ απομακρύνει το βλέμμα του αμέσως, η καρδιά του τρέχει και σχεδόν χάνεται μα βρίσκει γρήγορα τον ρυθμό του την στιγμή που πατά τον συμπλέκτη και επιταχύνει ύστερα από το πράσινο φως.

Μέχρι που φτάνουν στο μεγάλο οίκημα δεν λένε λέξη. Η Μπόνι βγαίνει από τη θέση της και προχωρά με γρήγορα αλλά μικρά βήματα προς την μεγάλη εξώπορτα την οποία κρατά ανοιχτή για τον κλέφτη. Περπατά πίσω της και αποφεύγει να κοιτάξει την θέα των γλουτών της καθώς η φούστα της ανεμίζει έτσι ώστε να τους αποκαλύπτει τέλεια.

Περνούν και την κεντρική πόρτα, μια ένταση που είχαν πνίξει οι ήχοι των φθαρμένων ελαστικών στην άσφαλτο εγκαθίσταται στην ατμόσφαιρα, μα την αγνοούν και οι δύο. Οι σκάλες φτάνουν σε ένα τέλος και προχωρούν μαζί προς το γυάλινο δωμάτιο. Και ενώ ο Κλάιντ περιμένει να μπει πρώτα εκείνη στον χώρο όπου όλοι τους περιμένουν, εκείνη προσπερνά το δωμάτιο χωρίς να ρίξει ούτε ματιά χωρίς να πει ούτε μια καληνύχτα.

Μήπως έκανα κάτι που την πρόσβαλε τελικά;

Εκείνος δεν την ακολουθεί στο δωμάτιό της αλλά στρίβει αριστερά και παίρνει την θέση του μεταξύ του Κάπτεν και της άδειας θέσης του Μπόνι.

Η Μπόνι κλείνεται στο δωμάτιό της και χωρίς να αλλάξει, σωριάζεται στο μεγάλο της κρεβάτι. Δεν θα άντεχε να καθίσει άλλο δίπλα του, οι σκέψεις της θα πήγαιναν σε μέρη ακόμη πιο ζεστά αλλά και σε ανεξιχνίαστα μονοπάτια για εκείνη.

Οι υπόλοιποι της ομάδας βέβαια αυτό δεν το γνωρίζουν, γι' αυτό και οι ερωτήσεις ξεκινούν.

«Όλα καλά;» ρωτά ο Σίλβερ με πραγματική ανησυχία στην φωνή του. Ο Κλάιντ απλώς γνέφει και αφού σταυρώσει τα χέρια του, στρέφει το βλέμμα του στο έδαφος. Απομακρύνεται από την πραγματικότητα, δεν ακούει τι λένε οι υπόλοιποι μόνο επαναλαμβάνει όσα συνέβησαν. Ζεσταίνεται παραπάνω, τα μάγουλά του παίρνουν μια κοκκινωπή απόχρωση και τα μάτια του γεμίζουν με λαγνεία καθώς σκέφτεται την Μπόνι πάνω στο σώμα του, σχεδόν την βλέπει μπροστά του με εκείνο το κορμάκι να ανασαίνει βαθιά.

Κουνά το κεφάλι του για να φύγει αυτή η εικόνα μα δε τα καταφέρνει.

Το κάνει ξανά μα πάλι αυτή η εικόνα είναι κολλημένη μπροστά του.

Σηκώνεται απότομα όρθιος τραβώντας την προσοχή των πάντων. Τους κοιτάζει όλους έναν-έναν και λαμβάνει μόνο τρομερά ανήσυχα βλέμματα.

«Καληνύχτα.» καταφέρνει αν ξεστομίσει και φεύγει φουριόζος από το δωμάτιο.

Ο καθένας κάνει ή σκέφτεται κάτι διαφορετικό. Ο Σίλβερ προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει, ο Λέτερ μειδιάζει με το ενδεχόμενο ενός τσακωμού –μακάρι να ήξερε. Ο Κάπτεν και ο Μπλου ανησυχούν μα φτάνουν πολύ κοντά στην πραγματικότητα με τα σενάρια που το μυαλό τους φτιάχνει. Οι υπόλοιποι αδιαφορούν, από κούραση κυρίως. Η Μπόνι τυλίγεται με ένα ελαφρύ πάπλωμα και αγνοεί την τρεμάμενη ανάσα της. Ο Κλάιντ αναζητά εκείνο το παγωμένο μπάνιο που ίσως τον ηρεμήσει.

Μα τελικά δεν τον ηρεμεί.

........................

Το έντονο τράνταγμα του σώματός του υπό το γερό κράτημα κάποιου στο μπράτσο του είναι αυτό που τον ξυπνά και όχι το ξυπνητήρι του. Ανοίγει δειλά τα μάτια του για να συνειδητοποιήσει πως το παντζούρι του είναι ανοιχτό, αφήνοντας τον ήλιο να φωτίσει φυσικά το δωμάτιο, και όχι κλειστό όπως το άφησε.

«Σήκω μωρή Ωραία Κοιμωμένη.»

Ο Κάπτεν στέκεται πάνω από το στρώμα που ο Κλάιντ έχει απλώσει στην σοφίτα του καινούριου σπιτιού μέχρι να έρθουν τα έπιπλα που παρήγγειλε με την Μπόνι, και τον κοιτά εξεταστικά.

«Τι θέλεις στο σπίτι μου πρωινιάτικα γαμημένε;» ανακάθεται τρίβοντας τα μάτια του προσπαθώντας έτσι να ξυπνήσει για τα καλά.

«Εσύ δεν μας είπες να έρθουμε να σε βοηθήσουμε με το βάψιμο; Να φύγουμε;»

Η ενθύμηση της προχθεσινής τους συζήτησης τον χτυπά αμέσως και πέφτει ξανά πάνω στο μαξιλάρι του κρύβοντας το πρόσωπό του στις παλάμες του.

«Πάλι καλά έχεις δώσει αντικλείδι στην Μπόνι, αλλιώς θα καθόμασταν ένα δίωρο έξω από την πόρτα σου μέχρι να ξυπνήσεις.»

«Πήγαινε κάτω, έρχομαι σε λίγο.»

Ο Κάπτεν ακούει αμέσως τον φίλο του και δεν μένει να τον πειράξει, όσο κι αν το θέλει. Ο κλέφτης μένει μόνος του στο δωμάτιο να κοιτά τον χώρο γύρω του και να σκέφτεται πως σιγά σιγά αυτό θα μετατραπεί στο παιδικό και ίσως εφηβικό του όνειρο, απλά με την ώριμη εκδοχή του εαυτού του να βάζει το κατιτίς του στα σχέδια του μικρότερου... Μπλέικ.

Σηκώνεται τελικά με ελαφρώς πιο ξύπνιο μυαλό και με την ανάγκη του να επισκεφτεί το μπάνιο να μεγαλώνει όσο περπατά προς το μπάνιο που βρίσκει καθώς κατεβαίνει την σκάλα από την σοφίτα προς τον ημιώροφο. Τραβά την προσοχή όλων καθώς κλείνει την πόρτα πίσω του με δύναμη.

«Δεν μας απάντησες όμως...» η Σκάι ξέρει πως η Μπόνι θα αλλάξει θέμα από στιγμή σε στιγμή γι' αυτό την επαναφέρει την συζήτησή που καίει τους πάντες.

«Δεν έγινε κάτι, αλήθεια!»

«Εσύ δεν κάθισες καν για το ομαδικό συμβούλιο και εκείνος έφυγε αναστατωμένος λίγα λεπτά αφού είχε πει πως όλα ήταν καλά. Κάτι έγινε.» ο Μπλου σχεδόν την στήνει στον τοίχο και σταυρώνοντας τα χέρια του στο στέρνο του, χαμογελά διακριτικά νομίζοντας πως θα πάρει απάντηση.

«Είναι πολύ πρωί για να ασχολείστε με αυτά.» Ο Κλάιντ κατεβαίνει τις σκάλες δένοντας την γκρι φόρμα του γύρω του και στρώνοντας την μαύρη μπλούζα του με τα βρεγμένα χέρια του. «Έχετε φάει τίποτα ή πρέπει κάποιος να πάει να πάρει καφέδες;»

Η Σκάι εμφανίζει μια μεγάλη σακούλα με ντόνατ και ένα μεγάλο πλαστικό ποτήρι με πολύ καφέ και αφρόγαλα. «Πείτε μου ότι δεν μου φέρατε κάτι περίεργο από τα Στάρμπακς;»

Η Μπόνι κρύβει καλά ένα μικρό χαχανητό και αφήνει τον Μπλου, που έκανε την παραγγελία, να μιλήσει. «Αφού σιχαίνεσαι τα Στάρμπακς, όχι. Σου πήραμε, όμως, μια μαλακία από τα Ντάνκιν Ντόνατς.»

Το ανακουφισμένο ύφος του Κλάιντ αλλάζει σε ένα αρκετά μπερδεμένο που κάνει τους πάντες να χαμογελάσουν. «Θα το δεχτώ γιατί δεν έχουμε χρόνο για γκρίνια.»

Κάθεται στο έδαφος, δίπλα από την Μπόνι, χωρίς όμως να της λέει κάτι. Ούτε κι εκείνη βέβαια αντιδρά κάπως, παρόλο που όλοι το εύχονταν.

«Έχει αρκετή δουλειά το σπίτι οπότε αν θέλετε να μείνετε εδώ το βράδυ, θα σας βολέψω.» Δαγκώνει ένα μεσαίου μεγέθους ντόνατ με γέμιση λευκής σοκολάτας και ροζ γλάσο. Γνέφει επιδοκιμαστικά στην επιλογή της πρώτης γεύσης.

«Σήμερα είναι και το πάρτι για την χθεσινή αποστολή πάντως.» πετάει ο Κάπτεν.

«Αν κάποιος θέλει να πάει κομπλέ, εγώ πάντως δεν θα έρθω.» ο ιδιοκτήτης του σπιτιού το κάνει ξεκάθαρο πως μέχρι την γιορτή των Ευχαριστιών θέλει να είναι όλα έτοιμα και τα έπιπλα όλα στην θέση τους. Έχει κάνει σχέδια για τραπέζι με την αδερφή και την μητέρα του, το ποδαρικό είναι αναμενόμενο.

«Νομίζω θα μείνουμε όλοι...» λέει με σιγουριά η Σκάι κοιτώντας τους πάντες γύρω της, παίρνοντας έτσι επιβεβαίωση.

«Πως θα ξεκινήσουμε αρχηγέ;» η ερώτηση του Κάπτεν δεν αργεί να έρθει. Κοιτά τον φίλο του περιμένοντας απάντηση ανυπόμονα.

Ο Κλάιντ δαγκώνει το τρίτο του ντόνατ, αυτή τη φορά σαν γέμιση έχει σοκολάτα γάλακτος και η επικάλυψη είναι λευκή με βασικές υποψίες για απλό λευκό γλάσο. «Τι με κοιτάς εμένα, αυτή είναι το αφεντικό.» δείχνει την Μπόνι με τον αντίχειρά του και όλα τα μάτια πέφτουν πάνω της.

«Εγώ; Γιατί εγώ;»

«Εσύ δεν κανόνισες βαφές και χρώματα; Εσύ θα πεις πως, τι, που και γιατί.»

Η γκριζομάλλα κλέφτρα στραβοκαταπίνει. «Σίγουρα;»

«Τώρα θυμηθήκαμε να ρωτήσουμε;» της χαμογελά για να της δείξει τον περιπαικτικό του τόνο. Αφού πιει μια γουλιά από αυτό το περίεργα νόστιμο ρόφημα που δεν θα ξαναπάρει στην ζωή του, της κάνει νόημα να δώσει εντολές.

Όσο την ακούει να μιλά, τρώει το μισό ντόνατ με γέμιση μπουένο και σοκολατένια επικάλυψη. Φροντίζει να επιβεβαιώνει τα λόγια της καθώς μασάει και όταν η τελευταία εντολή δίνεται, της προσφέρει το τελευταίο κομμάτι ντόνατ που έχει μείνει.

Τον κοιτάει καλά καλά και έπειτα κοιτά το γλυκό που της προσφέρει.

«Φάε.» Σαν να αγνοεί όλους τους υπόλοιπους που τους κοιτούν, με μια διαταγή του αναγκάζει την Μπόνι να δαγκώσει το ντόνατ από το χέρι του και έτσι καταλήγει να την ταΐζει καθώς εξηγεί πως μέχρι το αυριανό βράδυ θα πρέπει να είναι όλο έτοιμο, μιας που μεσοβδόμαδα θα φτάσουν τα έπιπλα του σαλονιού και της κουζίνας.

Όταν η Μπόνι τρώει όλο το περίσσευμα του γλυκού σηκώνεται ταυτόχρονα με εκείνον, το ίδιο κάνουν και οι υπόλοιποι.

«Ανακεφαλαίωση: Κάπτεν και Μπλου ξεκινούν με το σαλόνι, Σκάι στο πρώτο υπνοδωμάτιο, Μπόνι στο δεύτερο και ο Κλάιντ στην σοφίτα. Όποιος τελειώσει πρώτος έρχεται εδώ και αναθέτουμε ένα άλλο δωμάτιο.»

Οι εντολές της Μπόνι μετατρέπονται σε διαταγές την στιγμή που χτυπάει τα χέρια της μεταξύ τους ορίζοντας την εκκίνηση. Ο Κλάιντ φεύγει από δίπλα της πριν προλάβει αν του πει κάτι, το οτιδήποτε. Πιάνει τα σύνεργα που θα χρειαστεί και χάνεται στην σκάλα που οδηγεί στην σοφίτα.

Η Σκάι την σκουντάει λίγο αργότερα για να τραβήξει το βλέμμα της από την ανοδική πορεία που πήρε ο Κλάιντ.

«Δεν πήγε μακριά, ένα πάτωμα πάνω μας βρίσκεται.»

«Ναι, ναι το ξέρω.»

«Εκτός κι αν ήθελες να είναι αλλιώς πάνω σου.»

«Σκάι!»

Η κοπέλα δίπλα της γελάει δυνατά μα έπειτα αγνοεί το εκνευρισμένο της βλέμμα και την τραβά στον ημιώροφο για να ξεκινήσουν κάποια στιγμή, μπας και τελειώσουν κάποτε.



Η Σκάι τελείωσε πρώτη από το υπνοδωμάτιο που είχε αναλάβει και κοιτώντας διακριτικά το δωμάτιο που βρίσκεται η Μπόνι, καταλαβαίνει πως δεν χρειάζεται βοήθεια και μπαίνει αποφασιστικά στο τρίτο δωμάτιο του ημιώροφου.

Ο Κάπτεν και ο Μπλου, γρήγοροι όπως είναι, τελειώνουν την πρώτη στρώση μπογιάς στο σαλόνι λίγα λεπτά αφού η Σκάι έχει ξεκινήσει το δεύτερο δωμάτιο και έχοντας τους λόγους τους, δεν ενοχλούν ούτε την γκριζομάλλα αλλά ούτε και τον κλέφτη στην σοφίτα.

Οι δύο άνδρες ξεκινούν μια δεύτερη στρώση μπογιάς στην ήδη υπάρχουσα και ολοκληρωμένη δουλειά της Σκάι και η τελευταία, όταν ακούει την πόρτα του δωματίου της Μπόνι να ανοίγει, ελπίζει πως η κλέφτρα θα ανέβει στην σοφίτα.

Ωστόσο, όταν η πόρτα στο δωμάτιό της χτυπά και η γκριζομάλλα εμφανίζεται στην πόρτα, η κοπέλα με το σχεδόν τελειωμένο δωμάτιο την κοιτά μπερδεμένη. «Θα κάνουμε μαζί την δεύτερη στρώση στο σαλόνι;» Ο τόνος της δεν είναι τόσο ερωτηματικός, περισσότερο θα έλεγε κανείς πως την ρωτάει για τα τυπικά μιας που η Σκάι γνέφει γνωρίζοντας πως δεν χωρά άρνηση.

Οι τέσσερις τοίχοι δεν είναι τόσο χρονοβόροι οπότε σύντομα βρίσκεται στο πλευρό της Μπόνι στο σαλόνι και με την ίδια ταχύτητα που διακατέχει και τις δύο κοπέλες, περνούν την δεύτερη στρώση μπογιάς πριν προλάβει να φανεί το απόγευμα για τα καλά.

Και ο Κλάιντ ακόμη δεν έχει βγει από την σοφίτα.

«Ποιος θα πάει να τον δει;» ρωτά ο Κάπτεν και τρία ζευγάρια μάτια πέφτουν πάνω σε μια από τους επικεφαλής.

«Δεν πάω εγώ.» σταυρώνει τα χέρια μπροστά της και περιμένει να προσφερθεί κάποιος άλλος.

«Γιατί;»

Δεν κοιτά κανέναν τους, παρά μόνο το έδαφος.

«Τι έγινε εχθές;»

«Δεν έγινε κάτι.»

Σταυρώνουν ταυτόχρονα τα χέρια τους μιμούμενοι την κλέφτρα και περιμένοντας μια απάντηση την πιέζουν με τα βλέμματά τους.

«Δεν έγινε κάτι.» επαναλαμβάνει με ένα κρυφό μήνυμα πίσω από αυτήν την επανάληψη. Μα κανένας από τους τρεις τους δεν φαίνεται να καταλαβαίνει πως αυτό που έγινε εχθές είναι πως δεν έγινε τίποτα. 

«Ωραία τότε, ανέβα πάνω να δεις τι κάνει.»

Η γκριζομάλλα γυρίζει τα μάτια της προς την κορυφή του δωματίου και έπειτα, αρκετά γρήγορα τα ρίχνει ξανά στο έδαφος. «Έλα, Μπόνι, λες και σε αναγκάζουμε να το κάνεις.»

Η κοπέλα ξεφυσά και γυρίζοντας την πλάτη της προς εκείνους, ανεβαίνει τις σκάλες με προορισμό την σοφίτα. Αγνοεί εκείνα τα μικρά γελάκια που ξεφεύγουν από τους τρεις κλέφτες που άφησε στο ισόγειο και φτάνει όσο πιο σύντομα μπορεί μπροστά από την κλειστή πόρτα της σοφίτας.

Χτυπά ελαφρώς και χωρίς να ακούσει κάτι από εκείνον, γυρίζει το πόμολο αρκετά ώστε η πόρτα να ανοίξει. Το απογευματινό φως φτάνει πολύ αχνά στο δωμάτιο μα εκείνος ξεχωρίζει καθώς βρίσκεται ξαπλωμένος στο απλό λευκό στρώμα που απλώνεται στο έδαφος και κοιτά στο ανοιχτό παράθυρο πάνω του. Καπνός βγαίνει από τα χείλη του παχύς και ανεβαίνει προς τον καθαρό αέρα του παραθύρου με ήρεμες, σχεδόν ρυθμικές καμπύλες.

«Εμείς βάφουμε κι εσύ μαστουρώνεις;» η χαμηλή φωνή της δεν τον βγάζει από τον ήσυχο ρεμβασμό του. Η καμπύλη στο πρόσωπό του αυξάνεται μα γρήγορα χάνεται όταν επιλέγει να γευτεί τον καπνό ξανά. Το κάψιμο στην γλώσσα του από την πολλοστή τζούρα τον κάνει να γαληνέψει, η έντονη γεύση της πίσσας που τον φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στον θάνατο του χαρίζει μια στιγμιαία γαλήνη.

Δεν της απαντά, τον πλησιάζει κάπως διστακτικά. Φτάνοντας κοντά στο στρώμα του, δεν το σκέφτεται πολύ, ξαπλώνει δίπλα του και κοιτά αυτό που κοιτά εκείνος.

«Δεν καπνίζεις συχνά», παρατηρεί εκείνη τραβώντας την προσοχή του ξανά.

«Είναι πολύ συγκεκριμένες οι στιγμές που χρειάζομαι να το κάνω.»

«Ποιες είναι αυτές;»

«Όταν είμαι αγχωμένος,

αναστατωμένος,

ή ερωτευμένος.» Ένα δεύτερο κύμα καπνού ξεφεύγει από το στόμα του. Εκείνη κρατάει μια ανάσα για εκείνη, το συνηθίζει τώρα τελευταια, αγνοεί ταυτόχρονα το βλέμμα του που πέφτει πάνω της για ελάχιστα δευτερόλεπτα.

«Και τι είσαι τώρα;»

«Τώρα είμαι μπερδεμένος.»

Στραβοκαταπίνει, κοιτά τον ουρανό να παίρνει ένα βαθύ χρώμα και μαζί και η καρδιά της βουλιάζει σε σκοτεινές αποχρώσεις στο σενάριο να μην...

«Ευελπιστώ να καταλάβω μετά από αυτό το τσιγάρο.» συνεχίζει ο κλέφτης. «Τουλάχιστον αυτό είπα και στα προηγούμενα δέκα.»

Στην πραγματικότητα, καπνίζει για να κρύψει όσα ξεκάθαρα τον βασανίζουν.

...............

Όταν η Μπόνι μπήκε στην σοφίτα μαζί με την Σκάι αργά το βράδυ, το δωμάτιο είχε αερισθεί αρκετά για να μην μυρίζει ο καπνός από τα δεκάδες τσιγάρα που κάπνισε ο Κλάιντ. «Από ποια μεριά θα κοιμηθείς;» Η Σκάι παίρνει εκείνη την πρωτοβουλία να ρωτήσει.

«Από τα αριστερά.»

Αμέσως επικρατεί σιωπή, μόνο τα βήματα και οι ανάσες τους ακούγονται. Τα δύο κορίτσια ξαπλώνουν ταυτόχρονα στο διπλό στρώμα και βολεύονται αμέσως, η κάθε μια στην μεριά της.

«Αν δεν μάθω τι έγινε εχθές το βράδυ και εσείς οι δύο είστε έτσι θα σκάσω!» Η Σκάι μιλά ξανά, πραγματικά η περιέργειά της φτάνει άλλα επίπεδα.

«Πως έτσι; Πως είμαστε;»

«Ζήτημα να έχετε ανταλλάξει δέκα κουβέντες όλη μέρα και ενώ θα νομίζαμε ότι έχετε τσακωθεί, απορώ πως δεν το 'χετε κάνει ακόμη σε όλο το σπίτι.»

Η Μπόνι αφήνει ένα σχεδόν μπερδεμένο γελάκι και την κοιτά, παρόλο που εκείνη δεν το βλέπει. Ωστόσο, η κοπέλα το καταλαβαίνει, οπότε σπεύδει να της εξηγήσει. «Η ατμόσφαιρα γύρω σας φωνάζει "σεξ" ή τέλος πάντων, κάτι πολύ έντονο.»

Η γκριζομάλλα κλέφτρα δε μιλάει για λίγο. Αντίθετα, κλείνει τα μάτια της και αφουγκράζεται την ηρεμία που απλώνεται ξανά στο δωμάτιο. Το ξέρει και εκείνη πως ισχύει αυτό.

«Με τα παιδιά ρωτάμε γιατί φέρεστε κάπως περίεργα. Ο Κλάιντ, παρόλο που δεν τον ξέρουμε τόσο πολύ, είναι αρκετά διαφορετικός και εσύ το ίδιο.»

«Ίσως προσαρμοζόμαστε και οι δύο στην νέα τάξη πραγμάτων.»

«Ίσως.»

Και οι δύο ξέρουν πως είναι ψέμα αυτό αλλά ταυτόχρονα και αλήθεια.

 Οι τρεις άνδρες στο σαλόνι δεν έχουν όρεξη για ύπνο και ησυχία. Αντίθετα, ο Κλάιντ θέλει να μάθει πράγματα για την ομάδα.

«Περίμενα να δώσεις το όνομα στην Σκάι κάπως πιο φαντασμαγορικά να σου πω την αλήθεια.» φέρνει το τσίγκινο κουτάκι στα χείλη του και πίνει μια γερή γουλιά από την παγωμένη του μπύρα.

«Καθόμασταν σε ένα συμβούλιο και απλά γύρισα και την είπα έτσι. Τι ιδιαίτερο να έκανα;»

«Δεν ξέρω... Πάντως, η σκέψη Μπλου Σκάι είναι πολύ ωραία, στο αναγνωρίζω.»

Ο Κάπτεν μπαίνει στην συζήτηση. «Δεν μας χορεύει όλους η Μπόνι και ούτε καταλήγουμε να κολυμπάμε στην πισίνα μετά την ονοματοδοσία μας.»

«Γενναίο εκ μέρους σου να την τραβήξεις μαζί σου πάντως.»

Ο σκουρομάλλης κλέφτης χαμογελά περήφανος με το επίτευγμα του.

Το μελί βλέμμα φυλακίζει εκείνο το σκούρο καστανό. Με μια κίνηση ανεξαρτησίας είναι έτοιμη να τον ρίξει μέσα στον βαθύ ωκεανό εμπειριών που του προσφέρει απλόχερα η ομάδα τους. Η δύναμη που τυλίγεται γύρω από την μέση της και τελικά την τραβάει μαζί του στον βαθύ ωκεανό, που για δες!, έγινε μια ρηχή λίμνη ξάφνου, της υπενθυμίζει πως σε αυτό είναι μαζί πια.

«Εσύ με τον Μπλοκ πως γίνατε ομάδα;» ρωτά ο Κλάιντ αλλάζοντας θέμα και στρέφοντας την συζήτηση σε άλλο από εκείνον πρόσωπο.

«Όταν μπήκε στην ομάδα, στην διαδικασία της δοκιμής ακόμη, εκτός του ότι με έσωσε από μπάτσο, ήθελε να παραδοθεί αντί για εμένα στην περίπτωση που μπορεί να μας έπιαναν. Οπότε ήταν προφανές ότι θα του έδινα όνομα.»

«Κολλητάρια από τότε;»

«Δεν ξέρω, έτσι είναι οι κολλητοί;»

Οι ερώτηση του Κάπτεν παραξενεύει τόσο τον Μπλου όσο και τον Κλάιντ. Το δικό του σκεπτικό βλέμμα τους μπερδεύει ακόμη περισσότερο οπότε ο γεροδεμένος της παρέας αποφασίζει να τους εξηγήσει.

«Σαν ομάδα είμαστε φοβεροί, τον εμπιστεύομαι όσο τίποτα. Ωστόσο, σαν φίλοι δεν είμαστε όπως... "πρέπει". Όταν εκείνος έχει πρόβλημα εγώ είμαι πάντα δίπλα του, σηκώνω το τηλέφωνό μου οποιαδήποτε ώρα και στιγμή. Μου λέει ότι δεν είναι καλά και τρέχω να δω τι έχει. Όταν εγώ όμως πνίγομαι στην μοναξιά μου και του τηλεφωνώ με την κρίση πανικού να μου χτυπά την πόρτα, εκείνος το κλείνει για να ασχοληθεί με την καινούρια γκόμενα στο κρεβάτι του.» Σκύβει το κεφάλι του και πίνει την μπύρα του.

«Νόμιζα ότι έχεις το δικό μου το τηλέφωνο..» μουρμουρίζει ο Μπλου.

«Τα έχει και των δύο μας.» τον διαβεβαιώνει ο Κλάιντ.

Του χαμογελούν αχνά και του δίνουν να καταλάβει πως όπως ο Μπλοκ, έτσι κι εκείνος έχει εναλλακτικές. Ένα βάρος φεύγει από τους ώμους του, η επιβεβαίωση αυτή τον ανακουφίζει.

Έτσι, λοιπόν, η βραδιά συνεχίζεται μέχρι που τους παίρνει ο ύπνος λίγο πριν το ξημέρωμα πάνω στο δροσερό πάτωμα και με πολλά άδεια κουτιά μπύρας δίπλα τους. Η Σκάι και η Μπόνι ξυπνούν πρώτες, προφανέστατα, οπότε με λίγο ψάξιμο βρίσκουν μερικά πολύ βασικά υλικά για τηγανίτες ή λουκουμάδες.

Λίγη ώρα αργότερα, όταν οι μυρωδιές από το ζυμάρι που ψήνεται φτάνουν με επιτυχία στο σαλόνι, ο Κάπτεν και ο Κλάιντ ξυπνούν και αμέσως μετά ξυπνά ο Μπλου. Ακολουθούν την νοητή γραμμή της μυρωδιάς, όπως ακριβώς συμβαίνει και στα καρτούν, και βρίσκουν δύο κοπέλες μπροστά από ένα μεγάλο μπολ που η Μπόνι βρήκε σε ένα από τα ντουλάπια.

«Σας δίνω δωμάτια στο σπίτι αν είναι να ξυπνάω έτσι κάθε μέρα.» μουρμουρίζει ο Κλάιντ ανάμεσα σε αναστεναγμούς ευχαρίστησης καθώς δοκιμάζει τους παράξενα αφράττους λουκουμάδες.

«Η Μπόνι τα έφτιαξε.» προλαβαίνει η Σκάι να βγάλει από πάνω της τα συγχαρίκια.

«Μας βολεύει.» απαντά. Τον κοιτούν πονηρά οι άνδρες, η Σκάι εύθυμα και η Μπόνι ντροπαλά. «Ούτως ή άλλως η Μπόνι έχει ήδη δικό της δωμάτιο στο σπίτι.»

Κοιτά τους πάντες με το στραβό χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό του μα όταν φτάνει στην Μπόνι, το συνοδεύει με ένα πολύ διακριτικό κλείσιμο του ματιού. 

Το κοκκίνισμα στα μήλα της μεγαλώνει. 

Εννοείται.







Άλλη μια μέρα στο τσαρδί του Φέικ Σίλβερ. Έχουμε κάτι να σχολιάσουμε; Περιμένω. 

Εγώ πάντως έχω να πω ότι: 
1) Αυτό το κεφάλαιο γράφτηκε με Μαρινέλλα, με Light&Hawk και ArrDee. Ελπίζω να μην φαίνεται. 
2) Το επόμενο κεφάλαιο θα αργήσει γιατί έχω να παραδώσω εργασία και γράφω πρόοδο την επόμενη εβδομάδα οπότε στρώνω κάτω τον κώλο μου και αφήνω λίγο στην άκρη το γουατπαντ μέχρι να δώσω. 
Αυτά.

Ματς Λοβ. 

-Φέικ Σίλβερ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top