𝑽𝑰𝑰. Ο ουρανός με τ' άστρα
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε κανένας από τους δυο τους. Ο Κλάιντ μπήκε στο δωμάτιό του με τον θυμό να βράζει το αίμα του και κλειδώθηκε εκεί, αγνοώντας τα χτυπήματα της μητέρας του. Ήξερε ότι θα ξεσπούσε πάνω της και είναι η μόνη που δεν έφταιγε. Την ίδια ώρα, η Μπόνι αρνούνταν πεισματικά να μιλήσει στον Λέτερ που παρακλητικά της μιλούσε πίσω από την κλειστή της πόρτα. Είχε βυθιστεί στο στρώμα της και κοιτούσε το ανοιχτό της παράθυρο με λαχτάρα, ακουμπώντας ασυναίσθητα τα χείλη της και επαναφέροντας καρέ-καρέ όλα όσα συνέβησαν σε τόσες λίγες ώρες.
Αγνοούσε τον άνθρωπο που βρισκόταν πολλά χρόνια στην ζωή της για εκείνον που γνωρίζει ελάχιστα.
Και όσο εκείνη τον αγνοούσε, τόσο περισσότερο πληγωνόταν.
«Δεν είμαι εγώ αυτή που πρέπει να ζητήσεις συγγνώμη!» του φώναξε. Ξάφνου απότομη σιωπή και έπειτα ένα δυνατό κλείσιμο μιας πόρτας.
Ο Κλάιντ περπατά προς την σιδερένια πόρτα με μηδενική διάθεση και πάνω από όλα χωρίς όρεξη για πάρτι, ειδικά με εκείνον στον ίδιο χώρο. Ωστόσο, δεν μπορούσε να μην παρευρεθεί αφού η επιτυχία της ομάδας οφείλεται κυρίως σε εκείνον και την γκριζομάλλα.
Ούτε σε εκείνη έχει όρεξη να μιλήσει μα βαθιά μέσα του ξέρει πως αυτό θα κρατήσει για ελάχιστη ώρα και η επιθυμία να την πλησιάσει και να επαναλάβει το σκηνικό –που με μανία γυρίζει στο μυαλό του από εχθές- από το σκοτεινό στενό θα αντικαταστήσει τα νεύρα του για εκείνη, που δεν αντέδρασε, και τον ξανθό συντονιστή της ομάδας.
Περνάει την πόρτα της εισόδου και αφού μπει στο μεγάλο κτήριο, προσπερνά όλους όσους μπαίνουν στον δρόμο του, παρόλο που τον χαιρετούν εύθυμα. Δεν έχουν συνηθίσει τον παγερό Κλάιντ και η θέα ενός σοβαρού και καθόλου χαλαρού κλέφτη, τους εκπλήσσει. Εδώ και μερικές εβδομάδες που είναι μέλος στην ομάδα μόνο χαμόγελα, ηρεμία και χαλαρότητα τους προσφέρει.
Τα νέα, ωστόσο, ταξιδεύουν γρήγορα και δεν θεώρησαν την στάση του μη λογική η αβάσιμη. Ο Λέτερ κατάφερε να τον βγάλει από την φούσκα του, ή καλύτερα, κατάφερε να σπάσει το φράγμα αυτοσυγκράτησής του. Πολλά χρόνια προσπαθούσε και τελικά, κατάφερνε να συγκρατεί τον θυμό του που εύκολα και γρήγορα τον επισκεπτόταν με το παραμικρό μα όλη αυτή η προσπάθεια μηδενίστηκε την στιγμή που αποφάσισε κάποιος να ξεπεράσει τα δικά του προσωπικά όρια.
Τελικά περνάει την μικρή είσοδο που οδηγεί στην μεγάλη αυλή, εκεί όπου το πάρτι λαμβάνει χώρα και έρχεται αντιμέτωπος με την μεγάλη πισίνα και τα δεκάδες κορμιά που είτε χορεύουν είτε κολυμπούν είτε κάθονται ανέμελα.
Με το βλέμμα του αποφεύγει όσο το δυνατόν πιο πολύ μπορεί την μεριά όπου γνωρίζει ότι θα κάθονται οι επικεφαλής και περπατά με σταθερό βήμα προς το μέρος του Κάπτεν που με έντονες κινήσεις των χεριών του τον καλεί προς το μέρος του.
Παράλληλα η Μπόνι κλειδώνει το βλέμμα της πάνω στα σκούρα του μαλλιά και την γκρίζα μπλούζα του που ανεβοκατεβαίνει ταυτόχρονα με το στέρνο του, υπό τον ρυθμό των αναπνοών του. Προσμένει χωρίς να το καταλαβαίνει ένα δικό του βλέμμα και όσο εκείνος δεν της το χαρίζει απογοητεύεται.
Την στιγμή που είναι έτοιμη να σηκωθεί όρθια για να τον πλησιάσει, τα χέρια του Λέτερ που έχουν αγκαλιάσει την μέση της, σφίγγουν γύρω της και την σταματούν.
Δεν αντιστέκεται, δεν υψώνει το ανάστημά της, απλώς υποκύπτει σε αυτή του την κίνηση.
Το έχει συνηθίσει, άλλωστε. Ο Λέτερ ήταν από πάντα εκεί για να διώξει οποιονδήποτε προσπαθούσε να μπει στην ζωή της, οποιοσδήποτε την φλέρταρε τον έβρισκε πάντα μπροστά του αλλά ακόμη δεν κατάφερε να κεντρίσει το ερωτικό της ενδιαφέρον.
Η κλέφτρα ανταπέδιδε μέχρι πρότινος στο φλερτ του γιατί πίστευε πως δεν θα βρεθεί άνθρωπος να ορθώσει το ανάστημά του μπροστά στον ισχυρό ξανθό επικεφαλής και περίμενε υπομονετικά την καρδιά της να υποταχθεί σε εκείνον. Προσπαθούσε να τον θελήσει ερωτικά, αλήθεια! Μα, δεν είναι για εκείνη και από την στιγμή που γνώρισε τον Κλάιντ...
«Μην ξεχάσεις ότι πρέπει να ζητήσεις συγγνώμη.» του ξεκαθαρίζει όταν το σφίξιμο γύρω της υποχωρεί. Ο Λέτερ πέφτει στην καμπύλη του λαιμού της με φόρα και εισπνέει το άρωμά της έντονα.
«Δεν το ξεχνάω.» ψιθυρίζει κοντά στον λοβό του αφτιού της, εκείνη τραβιέται απότομα.
Της φτάνει που κάθεται άβολα πάνω στα πόδια του, δεν μπορεί να υποστεί και αυτό.
«Το καλό που σου θέλω.»
Ο Κλάιντ πιάνει τον εαυτό του να νευριάζει στην στάση της. Δεν είχε επικοινωνήσει μαζί του μετά τα χθεσινά γεγονότα και δεν είχε φανεί να τάσσεται υπέρ του στην αντιπαράθεση που κορυφώθηκε. Περίμενε κάτι καλύτερο, ξέρει πως δεν είναι ζευγάρι μα γιατί συμπεριφέρεται λες και είναι ένα;
Τι δουλειά έχουν τα χέρια του γύρω από την μέση της; Γιατί ψιθυρίζει στον λαιμό της; Γιατί τον αφήνει;
Την αγνοεί όσο μπορεί για να μιλήσει στον Κάπτεν που μαζί με τον Μπλου του φτιάχνουν την διάθεση με τα αστεία και τα σχόλια τους.
«Μην την κοιτάς τόσο.»
«Δεν την κοιτάω.»
«Δεν μας προσέχεις κιόλας.» ο Μπλου εκφράζει το 'παράπονό' του, με το χαμόγελο φορεμένο για να δείξει τον περιπαικτικό του τόνο.
«Αδυνατώ η αλήθεια είναι.»
«Φταίει ότι δεν έχουμε βυζιά.» βρίσκει αμέσως την απάντηση ο Κάπτεν.
«Όχι, δεν έχουμε μελί μάτια!» πετάγεται ο Μπλου.
«Γκρι μαλλιά σίγουρα...» συνεχίζει ο πιο γεροδεμένος της παρέας. Ο Κλάιντ γελάει καθώς πίνει μια γερή γουλιά από το νέο ποτό που του ετοίμασε ο Πάρτι και δεν επεμβαίνει στην συζήτηση.
«Δεν το αρνείται, το βλέπεις!» μπαίνει στην συζήτηση η Σκάι και τα μάγουλά του Κλάιντ κοκκινίζουν, πράγμα που τους περνά απαρατήρητο.
«Να αρνηθώ τι; Το προφανές;»
Απλώνεται σιγή στην παρέα μα τελικά οι ημιμεθυσμένοι φίλοι του σπεύδουν να γελάσουν νομίζοντας πως κάνει κάποιο αστείο. Έτσι, τα γέλια του γεμίζουν τον μεγάλο εξωτερικό χώρο και τραβούν πολλών την προσοχή, μαζί και των διοικητών της ομάδας.
«Καλά τον βλέπω, ίσως δεν θα χρειαστεί η συγγνώμη.» μουρμουρίζει ο ξανθός.
«Ούτε να σου περνά από το μυαλό.» πετάγεται ο Σίλβερ.
«Και το λιγότερο είναι η συγγνώμη, κοίτα να αλλάξεις συμπεριφορά απέναντί του.» τον μαλώνει έντονα η Μπόνι. Εκείνος σκύβει το κεφάλι του ντροπαλά μα και οι τρεις τους ξέρουν ότι είναι θέατρο.
Η γκριζομάλλα ξεφυσά πριν γυρίσει το βλέμμα της ξανά στην παρέα του Κλάιντ.
Με τα μάτια της ψάχνει τα δικά του και προς δική της έκπληξη τα βρίσκει αμέσως πάνω της. Την κοιτά έντονα και καθηλωτικά, αρκετά για να διαγράψει από γύρω της όλα όσα συμβαίνουν και να προσέξει μονάχα εκείνον.
Το βλέμμα του καίει το δέρμα της, καίει τα μάτια της, καίει την καρδιά της. Δεν αφήνει να του ξεφύγει ούτε εκατοστό του προσώπου της, ονειρεύεται πως κάποια μέρα –ίσως και ποτέ- θα τα εξερευνήσει όλα πάνω της.
Ένα χέρι τους ξυπνά ταυτόχρονα.
Εκείνο του Λέτερ, που αγκαλιάζει την μέση της κτητικά και την αποσυντονίζει από το ένα και μοναδικό θέαμα που θα ήθελε να κοιτά. «Μωρό μου πάμε πάνω;» της ψιθυρίζει κοντά στον λαιμό, γνωρίζοντας πως έτσι πάντα την πείθει.
«Μην με λες έτσι.» η γκριζομάλλα τον αποπαίρνει, ο ξανθός μένει έκπληκτος να την κοιτά. Δεν του έκανε ποτέ παράπονα για τα υποκοριστικά που της απευθυνόταν, δεν τον απόπαιρνε ποτέ. Αποφασίζει να το αγνοήσει προς το παρόν.
«Θα πάμε πάνω;» επαναλαμβάνει με την ελπίδα πως ίσως εκείνο το βράδυ συμβεί κάτι.
Πολλές φορές ξάπλωναν μαζί, είτε στο δικό της είτε στο δικό του δωμάτιο, χωρίς όμως να συμβαίνει τίποτα. Κάποιες φορές την φιλούσε στον λαιμό, στα χείλη, στην κλείδα μα ποτέ δεν προχωρούσε παρακάτω. Περιμένει μέχρι και τώρα την στιγμή που η Μπόνι θα του δώσει την έγκριση να περάσει το χέρι του μέσα από τα ρούχα της και τελικά να την παρασύρει σε κόσμους που κανένας μέχρι τώρα δεν έχει καταφέρει, από δική του παρέμβαση, να την πάει.
«Να πάμε πάνω να κάνουμε τι;» γυρίζει και τον κοιτά βλοσυρά στα μάτια.
«Ό,τι θέλεις εσύ.»
«Τίποτα δεν θέλω μαζί σου.»
Σηκώνεται όρθια, αφού καταφέρνει να απεγκλωβιστεί από το κράτημα του και ψάχνει τον Κλάιντ στην παρέα του. Τον βρίσκει μέσα στα χέρια της Μπλανς, χορεύτρια και φίλη με την Τσόκο. Χορεύει ελάχιστα μα γελάει καθώς συζητά κάτι μαζί της.
Το στόμα της στεγνώνει, η καρδιά της πάλλεται γρήγορα.
Η Μπλανς έχει ίσα προλάβει να τον πλησιάσει, τον διέκοψε από τον λήθαργο στον οποίο είχε μπει με την Μπόνι στο στόχαστρο. «Χορεύεις;» τον ρώτησε. Με ένα αρνητικό νεύμα προσπάθησε να την διώξει μα η πεισματάρα χορεύτρια τον τράβηξε πάνω της με σθένος και τον προκάλεσε να λικνιστεί μαζί της αργά και σταθερά.
Κατάφερε να τον φέρει κοντά της μα δεν καταφέρνει να του τραβήξει την προσοχή από την Μπόνι. Προσπαθεί να μην το κάνει φανερό μα το βλέμμα του πέφτει πολλές φορές πάνω στην γκριζομάλλα κλέφτρα που εκείνη την ώρα φαίνεται να λογομαχεί με τον Λέτερ και ο Κλάιντ το απολαμβάνει παραπάνω από όσο θα ήθελε.
«Πάμε πάνω;» τον ρωτά ναζιάρικα, τα μεγάλα μαύρα της μάτια τον συντονίζουν στα δικά της. Το σοκολατί δέρμα της μετατρέπει το εύθυμο χαμόγελό του σε τρομερά λάγνο, η Μπλανς είναι τρομερά όμορφη και ξεχωριστή.
Μα το βλέμμα του πέφτει πάλι σε εκείνο της Μπόνι, που τον κοιτά σαστισμένη. Οι ώμοι της είναι όρθιοι, τεντωμένο το κορμί της και περήφανα στέκεται τραβώντας την προσοχή όλων.
«Πάμε», της απαντά και η χορεύτρια τον τραβά από το χέρι ενθουσιασμένη. Αποφεύγει να την κοιτάξει μια τελευταία φορά όσο προχωρά με την Μπλανς μπροστά του μα η επιθυμία του αυξάνεται όσο χάνεται από το οπτικό της πεδίο.
Νιώθει την καρδιά του να σφίγγεται ξαφνικά, τι του συμβαίνει;
Μένει όρθια και τον κοιτά να φεύγει με την ψηλή καλλονή και είναι έτοιμη να τον σταματήσει. Δεν το κάνει, βέβαια γιατί τα πόδια της είναι σχεδόν καρφωμένα στο έδαφος. Τα βλέφαρά της δεν κινούνται από την ένταση, από την ενόχληση, από την ζήλεια.
Νιώθει κάποιον πίσω της να την τραβά, να της ψιθυρίζει κάτι, να την σκουντά. Δεν καταλαβαίνει τίποτα από όσα ακούει. Τινάζεται και απομακρύνει όποιον την πλησίασε.
«Τι κάνεις;» την ρωτούν ταυτόχρονα ο αδερφός της και ο κολλητός του.
«Κρατάω απόσταση», τους απαντάς έντονα, παραλίγο νευριασμένα, πριν βαδίσει με μεγάλες δρασκελιές στο εσωτερικό του μεγάλου σπιτιού.
Τώρα που πήγαν;
Η Μπλανς δυσκολεύεται στην αρχή μα μόλις τον βλέπει να ξαπλώνει ανενόχλητος στην μέση της μεγάλης ταράτσας, τον μιμείται και αγνοεί τις βρωμιές που θα λερώσουν το λευκό φόρεμα της, το οποίο κάνει τρομερή αντίθεση με το χρώμα του δέρματός της, αλλά και τα φρεσκοφτιαγμένα της μαλλιά.
«Ωραίο μέρος αυτό.» σχολιάζει ο κλέφτης, χωρίς να απευθύνεται απαραίτητα σε εκείνη. Η χορεύτρια χαμογελά και τον πλησιάζει μα δεν τον ακουμπά. Μένει να κοιτά τον γεμάτο ουρανό με αστέρια που απλώνεται μπροστά τους. Μόνο ένας από τους δύο ωστόσο το απολαμβάνει.
«Είναι ζόρικη η Μπόνι», μουρμουρίζει και περιμένει την απάντησή του.
«Είναι.»
«Δεν σε πειράζει αυτό;»
«Όχι.»
Η χορεύτρια ξεφυσά αποκαμωμένη. «Κλάιντ, ξέρω ότι τοελπίζεις μα δύσκολα θα σπάσει αυτό που βλέπεις με εκείνη και τον Λέτερ.» Αυτόματατραβά την προσοχή του.
«Τι εννοείς;»
«Είμαι αρκετό καιρό στην ομάδα και δεν είδα ποτέ την Μπόνι αχώριστη από εκείνον. Δυστυχώς για τον Λέτερ η Μπόνι δεν τον θέλει μα την πολιορκεί στενά επειδιώκοντας να τον ερωτευτεί κάποια στιγμή. Δεν αφήνει κανέναν να την πλησιάσει, οι πιο παλιοί από εμένα λένε πως όποιος προσπαθούσε να την πλησιάσει τον έδιωχνε εκείνος με συνοπτικές διαδικασίες. Εσύ έχεις πλησιάσει πολύ περισσότερο από όλους τους υπόλοιπους μα ο Λέτερ θα την τραβήξει ξανά κοντά του.»
Στο μυαλό του Κλάιντ αυτό μοιάζει με πρόκληση μα δεν έχει ψυχικά αποθέματα να σπαταλήσει σε λάθος πράγματα. Είναι εδώ για έναν και μόνο λόγο.
«Είμαστε ομάδα πια, δεν ξέρω πως μπορεί να το σπάσει αυτό.»
«Το να σε διώξει από την ομάδα είμαι σίγουρη πως του έχει περάσει από το μυαλό», αφήνουν ταυτόχρονα ένα πνιχτό γέλιο και οι δύο τους.
«Ας προσπαθήσει αν το θέλει τόσο πολύ.»
«Δεν φοβάσαι;» γυρίζει στο πλάι και στηρίζοντας το κεφάλι στο χέρι της, κοιτάζει το προφίλ του που μένει γαλήνιο να κοιτά το βαθύ μπλε με τις χρυσαφένιες πιτσιλιές.
«Γιατί, αυτός με έβαλε στην ομάδα;»
Δεν του απαντά, μένει λίγο σκεπτική μα δεν προλαβαίνει να μιλήσει γιατί ο Κλάιντ συνεχίζει. «Μπήκα στην ομάδα λόγω των ικανοτήτων μου, αν θέλει να με διώξει ας με κοντράρει.» γυρίζει να την κοιτάξει κι αυτός.
Ίδια μελί μάτια, μα υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε μια απόχρωση. Αυτή η σπίθα..
«Αν κατάλαβα καλά, μόλις μου είπες ότι δεν θα παρατήσεις έτσι εύκολα τα όπλα με την Μπόνι», η Μπλανς τον διαβάζει πολύ σωστά και εύστοχα. Της γελάει και γνέφει.
«Δεν έχω λόγο να το κάνω, δεν θέλω κιόλας.»
«Κατάλαβα.»
Η χορεύτρια περιμένει μερικά δευτερόλεπτα να ακούσει κάτι άλλο μα αισθάνεται έντονα πως δεν την θέλει δίπλα του. Το κλίμα γύρω του είναι παρόμοιο με εκείνο της Μπόνι, δεν βρίσκει πολλές ομοιότητες στους χαρακτήρες τους μα τις αισθάνεται, παραδόξως. Σηκώνεται σιωπηλά από δίπλα του και μέχρι να απομακρυνθεί εύχεται να την σταματήσει, να της πει ότι θέλει να καθίσει λίγο ακόμη μαζί του. Δεν το κάνει όμως.
Η Μπλανς γυρνά ξανά στο μεγάλο πάρτι, μόνη της και πλησιάζει την Τσόκο απογοητευμένη. «Τοίχος;» την ρωτά η πολύ καλή της φίλη. Η κοπέλα γνέφει και ξεκινά να χορεύει μαζί της.
Ο Λέτερ κοιτά έντρομος την έγχρωμη χορεύτρια που γυρνά στην παρέα της χωρίς τον Κλάιντ μα μέσα του ηρεμεί νομίζοντας πως ίσως έφυγε. Την ίδια ώρα, βέβαια, η Μπόνι φτάνει δίπλα του στην μεγάλη ταράτσα και στέκεται πάνω του προσπαθώντας να βρει κάτι να του πει.
«Θα ξαπλώσεις;» την ρωτά κάπως παγωμένα, έτσι νομίζει εκείνη βασικά.
Ξάπλωσε.
«Δεν ξέρω.»
«Σε περιμένει κάποιος;»
Πες όχι.
«Κανένας.»
Τυλίγει τα δάχτυλά του ανάμεσα στα δικά της και την τραβά προς τα κάτω. Η κλέφτρα πέφτει πάνω του ήρεμα και τελικά παίρνει την θέση της κολλητά πάνω του.
Δεν θα με διώξει κανένας από δίπλα σου.
«Ωραίος ο σημερινός ουρανός.» μουρμουρίζει εκείνη, παίρνει βαθιά ανάσα και ο εκνευρισμός που είχε προηγουμένως έχει πλέον εξαφανιστεί. Κάτι θέλω να σου πω.
«Τα αστέρια είναι πολύ όμορφα σήμερα, έχεις δίκιο», προσθέτει εκείνος χαμογελαστός. Και τα δικά του νεύρα υποχώρησαν αμέσως. Γυρίζει και την κοιτά, τα πρόσωπά τους είναι πολύ κοντά, χαμογελούν και οι δύο. Κοιτά πολύ βαθιά στα μάτια της και βλέπει μια ανησυχία, έτσι μαντεύει.
«Τι έγινε;» Η ερώτησή του την ξαφνιάζει, φαίνεται τόσο έντονα πως κάτι θέλει να του πει;
«Αύριο πρέπει να πάμε κάπου» του λέει τελικά αφήνοντας μόνο λίγα δευτερόλεπτα να περάσουν από την ερώτησή του.
«Που;»
«Δεν μπορώ να σου πω ακόμη.»
Δεν είναι αρκετά περίεργος για να την πιέσει οπότε αμίλητος γυρνά ξανά με το βλέμμα του προς τον ουρανό. Οι πιτσιλιές, τα άστρα, φαίνονται πιο κοντά τώρα. Πριν ήταν ασήμαντα σχεδόν, τώρα είναι λαμπερά και έντονα.
«Απλά κάνε μου μια χάρη...»
Τραβά ξανά την προσοχή του, δεν τον ενοχλεί αυτό κυρίως γιατί δεν την έχασε ποτέ.
«...μην το μάθει κανένας αυτό.»
Και τα άστρα γίνονται πιο λαμπερά, αυτό το μελί χρώμα τον ενθουσιάζει, εκείνο το χαμόγελο την τσιμπάει. Ο ουρανός πιο σκούρος, το δέσιμο πιο δυνατό και οι αριθμοί δεν είναι άπειροι πια, έφτασαν τους δύο.
Στην Ντίνα μου. Σε αγαπώ πολύ.
(περιμένω τα σχόλιά σας για το οτιδήποτε, παραγγελιές δέχεται το τσαρδί μου)
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top