𝑽𝑰. Ένα βράδυ που έβρεχε
Το προηγούμενο βράδυ η Μπόνι τον είχε ξυπνήσει από τον ήρεμο ύπνο του με το τηλεφώνημά της που δεν έλεγε να αφήσει εάν δεν της απαντούσε. Μετά το τρίτο χτύπημα της τέταρτης κλήσης τελικά ο Κλάιντ το σήκωσε με βαριά καρδιά και με τα μάτια του ακόμη μισάνοιχτα.
«Αύριο το πρωί θα περάσεις να με πάρεις στις έντεκα, σου βρήκα σπίτι.» Και ενώ θέλει να χαρεί και να ενθουσιαστεί, η κούραση που καταβάλλει τα βλέφαρα του τον αναγκάζει να σιωπήσει. «Με άκουσες ή κοιμάσαι;» μιλά πάλι θέλοντας να έχει πλήρως την προσοχή του.
«Πιο λογικό θα ήταν να κοιμάμαι.» η βραχνή φωνή του βγαίνει με το ζόρι και φτάνει τελικά στην Μπόνι που προσπαθεί να μην γελάσει αλλά και να μην σκεφτεί πόσο του πάει αυτή η αγριάδα στην χροιά του.
«Μην ξεχάσεις, αύριο στις έντεκα.» επαναλαμβάνει και τελικά τερματίζει την κλήση χωρίς να τον ακούσει παραπάνω. Πετά το κινητό της στο κρεβάτι και πιάνει τα μαλλιά της ψηλά πριν συνεχίσει αυτό που έκανε προ ολίγου. Βλέπει προσφορές και απορρίπτει αγγελίες που δεν της κάνουν και τελικά καταλήγει στο ιδανικό σπίτι για τον Κλάιντ.
Έτσι, λοιπόν, το επόμενο πρωί ο Κλάιντ βρίσκεται λίγο μετά τις δέκα μέσα στην κουζίνα και χωρίς να ενοχλεί την αδερφή του, φτιάχνει ένα γεμάτο πρωινό με τα υλικά που είχε πρόσφατα αγοράσει μετά τον γεμάτο τραπεζικό του λογαριασμό. Έφτιαξε και για την μητέρα του έναν καφέ μαζί με μια ομελέτα όπως ήξερε ότι της αρέσει, κάτι που την ενθουσίασε όταν κάθισε τελικά απέναντί του.
«Που θα πας;» ρωτά τον γιο της βλέποντας τον να φορά τα 'καλά' του. Ο Κλάιντ αποφασίζει να την αγνοήσει, κυρίως γιατί το μυαλό του είναι γεμάτο με άλλα πράγματα, πέρα από τις απαντήσεις στις ερωτήσεις της μητέρας του.
«Θέλω να σου μιλήσω.» το ύφος και των δύο σοβαρεύει. «Αρχικά, πάρε αυτό.» βγάζει από την τσέπη του μπουφάν του έναν φάκελο τον οποίο όταν η Μαριάν τον ανοίγει, βρίσκει αρκετά χαρτονομίσματα.
«Τι είναι αυτό;»
«Πληρώθηκα μαμά και αυτά είναι τα λεφτά για τις επόμενες πέντε δόσεις του δανείου.» κανονικά είχε να εξοφλήσει όλες τις δόσεις μα θέλει να παρουσιάσει στην μητέρα του κάτι που δεν θα την παραπέμψει στην παλιά του δουλειά. Η Μαριάν δεν θέλει με τίποτα να τα πάρει όμως τα έχει ανάγκη και βλέποντάς τα αισθάνεται ήδη ελαφρύτερη για πέντε μήνες. Είναι πραγματικά έτοιμη να του τα δώσει πίσω μα σκεπτόμενη την ολιγοήμερη άδεια από την δουλειά της χωρίς να την νοιάζει η περικοπή στον μισθό της, αλλάζει γνώμη.
Τα μάτια της χαμογελούν και το στόμα της δεν καταφέρνει να σχηματίσει την λέξη ευχαριστώ διότι ο γιος της σπεύδει να της μιλήσει πριν το κάνει εκείνη.
«Και αυτά..» βγάζει ακόμη έναν φάκελο από το τζιν του «..είναι για την σχολή μαγειρικής της Πέιτον. Και για τα δύο χρόνια που διαρκεί, έχει ψάξει ήδη εκεί που θέλει να πάει, μην καθυστερεί.» Τα μάτια της μητέρας του δακρύζουν βλέποντας τον Μπλέικ να φροντίζει για την οικογένειά του. Δεν γνωρίζει βέβαια πως μάζεψε τα λεφτά, ωστόσο με την ιδέα της εντιμότητας τα δέχεται αμέσως.
Η Πέιτον χαμογελά με ευγνωμοσύνη στον αδερφό της, τον αγκαλιάζει σφιχτά. Το όνειρό της θα γίνει επιτέλους πραγματικότητα. Η μητέρα του, Μαριάν, κοιτά σαν χαμένη τον δεύτερο φάκελο στα χέρια της.
«Πως θα στο ξεπληρώσω αυτό αγόρι μου;»
«Μαμά μην λες βλακείες.» σηκώνεται όρθιος και την αγκαλιάζει, δίνοντάς της ταυτόχρονα έναν ώμο για να βγάλει τα δάκρυά της. Παίρνει μια βαθιά ανάσα καθώς την ακούει να κλαίει ήσυχα από συγκίνηση. Το θάρρος που μάζευε ήταν αρκετό για να μιλήσει μα όχι πολύ ώστε να μην νιώσει ευάλωτος συναισθηματικά.
«Θέλω να σου πω και κάτι άλλο.»
Τον κοιτά ερωτηματικά, ο Κλάιντ παίρνει θάρρος και αφου βγάλει από μέσα του τον αέρα που κρατούσε, πετά την βόμβα. «Ψάχνω σπίτι να μετακομίσω και σήμερα θα πάω να δω ένα που βρήκα.»
Η Πέιτον παρατά το τηγάνι που είχε μόλις πιάσει άτσαλα στην μεγάλη κουζίνα, η μητέρα του μένει σιωπηλή και τον κοιτά έκπληκτη.
«Ήρθε η ώρα να φύγω μαμά, είμαι είκοσι πέντε χρονών..» ξεκινά να δικαιολογηθεί όμως δεν το καταφέρνει γιατί κάποια δάκρυα μαζεύονται στις κόγχες των ματιών του και το σπάσιμο στην φωνή του δεν βοηθά. Η μεσήλικας γυναίκα σηκώνεται όρθια και τον αγκαλιάζει αμέσως, το ίδιο κάνει και η αδερφή του.
«Ήρθε η ώρα, έχεις δίκιο.» ακούει δίπλα του να λέει μία από τις δύο. Θέλει να τους απαντήσει κάτι μα, περιέργως, δεν υπάρχει κάτι στο μυαλό του κατάλληλο για την περίπτωση. Έτσι, μένει σιωπηλός. Το ίδιο συμβαίνει και με εκείνες.
Σκουπίζει τα δάκρυά του γρήγορα όταν τελικά αποχωρίζεται τις δύο γυναίκες της ζωής του, την μητέρα και την αδερφή του. Αφήνει ένα δυνατό φιλί στο μάγουλο της καθεμιάς και παίρνοντας τα πράγματά του παρέα με λίγο κουράγιο, φεύγει στις δέκα και μισή.
Στον δρόμο βέβαια αδυνατεί να συγκρατήσει κάποια ακόμη υγρά που τρέχουν αδιάκοπα στα μάγουλά του. Μπορεί να φάνταζε μικρό και ασήμαντο στους άλλους όμως για εκείνον, το σπίτι εκείνο αποτελούσε όλη του την ζωή. Το να αποχωριστεί την μητέρα του και κυρίως την αδερφή του είναι πλήγμα όμως ξέρει ότι όταν το συνηθίσει θα είναι εντάξει. Μεγάλωσε πια, μπορεί να τους προσφέρει ό,τι θέλει αν το χρειαστούν..
Φτάνει στην μεγάλη έκταση που περιλάμβανε το σπίτι των κυρίαρχων της ομάδας και αφού σκουπίσει καλά τα μάτια του, καλεί την Μπόνι για να βγει έξω. Η γκριζομάλλα δεν αργεί καθόλου και μπαίνει στην θέση του συνοδηγού πολύ λίγη ώρα αργότερα. Κοιτά τον Κλάιντ μπερδεμένη με τα κόκκινα μάτια και μάγουλα του να της τραβούν την προσοχή.
«Γιατί έκλαιγες;» τον ρωτά άφοβα και αδιάκριτα. Πριν της απαντήσει, βάζει μπρος και μόλις βγαίνει στον δρόμο επαναφέρει στο μυαλό του την ερώτηση της.
«Είπα στην μαμά και την αδερφή μου ότι θα μετακομίσω.» η ειλικρινής του απάντηση την αφήνει έκπληκτη και κυρίως την πιάνει απροετοίμαστη. Η άμεση απάντησή του και η εμφανής ευαισθησία που την αφήνει να διακρίνει την κάνει να υπερηφανευτεί μέσα της, όχι για πολύ ωστόσο.
«Είσαι δεμένος με εκείνες;»
«Πάρα πολύ.» Μια ακόμη ταχύτατη απάντηση που περίμενε, από την προηγούμενη αντίδρασή του. Χαμογελά αχνά στα λόγια του και αισθάνεται την επιθυμία να τις γνωρίσει. Διώχνει αυτή τη σκέψη γρήγορα από το μυαλό της κλείνοντας σφιχτά τα βλέφαρά της και προχωρά στην επόμενη ερώτησή της.
«Ο πατέρας σου;»
«Τι με αυτόν;»
«Ο πατέρας σου δεν είπε κάτι;» γυρίζει λίγο το σώμα της προς εκείνον περιμένοντας την απάντηση του. Εκείνος χαμογελάει, όχι άβολα και ούτε αμήχανα, φαίνεται λες και η ερώτησή της είναι διασκεδαστική για εκείνον. Στο πρώτο κόκκινο φανάρι την κοιτά και απαντά.
«Ο πατέρας μου δεν ξέρω τι κάνει, που βρίσκεται, πως είναι. Δεν τον γνώρισα ποτέ.» αφήνει ένα αχνό γέλιο, κοιτά την Μπόνι πλαγίως και δέχεται από εκείνη ένα απαθές βλέμμα.
«Έχω να δω τον πατέρα μου από πολύ μικρή, σε καταλαβαίνω.» του εξομολογείται και τον κοιτά με την κατανόηση στα μάτια της να βρίσκει ασφάλεια στα δικά του.
«Αν αυτοί οι άνθρωποι θυμούνταν νωρίτερα ότι δεν είναι ικανοί για παιδιά..» αφήνει την πρότασή του να συνεχιστεί στο μυαλό της Μπόνι όπως εκείνη πιστεύει. Γνέφει αμέσως, κάτι που ο Κλάιντ δεν βλέπει και αφήνεται στις σκέψεις του εαυτού της. Το ίδιο βέβαια κάνει και εκείνος.
Έχουμε ένα βασικό, αρκετά κακό, κοινό.
Η διαδρομή που συνεχίζεται για ελάχιστη ώρα υπό τις σύντομες οδηγίες της Μπόνι είναι ήρεμη. Δεν ανταλλάσσουν πολλές κουβέντες και ό,τι λένε σχετίζεται με το σπίτι.
«Θεωρώ ότι θα σου αρέσει αρκετά.»
«Μια κουζίνα, ένα σαλόνι και ένα δωμάτιο να έχει. Δεν θέλω πολλά.» Η αλήθεια είναι πως δεν είχε ιδιαίτερες προτιμήσεις, κάτι που παραξενεύει την Μπόνι άμεσα.
«Αυτό το σπίτι έχει πολλά περισσότερα από αυτό που ψάχνεις, σε ίδια τιμή.»
Ο Κλάιντ παρκάρει λίγο αργότερα χωρίς να της απαντήσει τελικά. Η Μπόνι δείχνει και είναι σίγουρη για την επιλογή της οπότε όταν περπατούν δίπλα δίπλα με κατεύθυνση την μεγάλη και αρκετά ασφαλής πόρτα, τον κοιτά με μάτια γεμάτα προσμονή για κάποια εντύπωσή του.
Πατά το κουδούνι δίπλα από την πόρτα και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ο ιδιοκτήτης εμφανίζεται πίσω από αυτήν χαμογελώντας εγκάρδια στους δύο νέους που του χαμογελούν κι εκείνοι.
«Ήρθατε να δείτε το σπίτι;» ρωτά χαρωπά ο μεγάλης ηλικίας άνθρωπος και τόσο η Μπόνι, όσο και ο Κλάιντ γνέφουν με σιγουριά. «Περάστε μέσα λοιπόν.» Κάνει στην άκρη και τους αφήνει να περάσουν στον μεγάλο χώρο του ενός ορόφου.
«Είστε παντρεμένοι;» ρωτά ο κυριούλης ακολουθώντας τους στο σαλόνι όπου τον περιμένουν για να ξεκινήσει η ξενάγηση. Ο Κλάιντ είναι έτοιμος να πει την αλήθεια, η Μπόνι τον προλαβαίνει.
«Όχι ακόμη, σε λίγο καιρό όμως θα γίνει.» χαμογελά γλυκά και μπαίνει στην αγκαλιά του κλέφτη χωρίς να το σκεφτεί. Εκείνος ανταποδίδει στο μικρό θέατρο και σφίγγει τα χέρια του γύρω της.
«Σκέφτεστε να κάνετε παιδάκια;»
«Ναι!» αναφωνούν ταυτόχρονα κάνοντάς και τους ίδιους να απορήσουν με την συμφωνία τους.
«Αχ αυτό το σπίτι θα σας αρέσει πάρα πολύ τότε!» τους κάνει νόημα να προχωρήσουν μαζί στα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού πέρα από το σαλόνι. Η Μπόνι πιάνει τον Κλάιντ από το μπράτσο του σφιχτά και τον τραβά να ακολουθήσει μαζί της τον γέρο ιδιοκτήτη.
Δεν χάνει χρόνο καθώς προχωρούν και ξεκινά με τρομερή ευκολία και οικειότητα να αραδιάζει πολλά ψέματα που όλα μαζί σχηματίζουν μια τρομερά πιστευτή ιστορία ανάμεσα στο ζευγάρι. Ο σκουρομάλλης κλέφτης παραξενεύεται μα δεν γνωρίζει ότι η Μπόνι σκιαγράφησε νοητά στο μυαλό της τον άνθρωπο απέναντί της και ξέρει πολύ καλά πως θα του δώσει το σπίτι μόνο αν τον χτυπήσει στην αδυναμία του.
Την οικογένεια.
Περνούν από όλα τα δωμάτια του κύριου ορόφου μέσα σε λίγη ώρα και ο Κλάιντ φαίνεται να είναι ευχαριστημένος από όσα βλέπει αφού γυρνά συχνά και κοιτά την γκριζομάλλα δίπλα του που τον αγκαλιάζει σφιχτά, και σφιχτότερα όταν ο ιδιοκτήτης γυρίζει και τους κοιτά.
Φτάνουν στον δεύτερο όροφο, μέσω μιας μικρής σκάλας και έρχονται αντιμέτωποι με τρεις πόρτες, δηλαδή ακόμη τρία υπνοδωμάτια αλλά και μια ακόμη μικρότερη σκάλα που οδηγεί σε ένα ακόμη πάτωμα. Ο Κλάιντ ακολουθεί εκείνη την διαδρομή, αγνοώντας τους άλλους δύο που ετοιμάζονται να μπουν στην πρώτη πόρτα που κρύβει ένα ακόμη δωμάτιο. Η Μπόνι τον κοιτά απορημένη ενώ ο ιδιοκτήτης χαμογελά πλατιά βλέποντας τον ενθουσιασμό του νεαρού.
«Πηγαίνει στην σοφίτα.» ψιθυρίζει στην γκριζομάλλα δίπλα του.
Και πράγματι, ο Κλάιντ έρχεται αντιμέτωπος με μια κλειστή πόρτα που όταν την ανοίγει, συναντά το όνειρό του μικρού εαυτού του. Χαμογελά ασυναίσθητα στο άδειο δωμάτιο με το μεγάλο παράθυρο στην οροφή και τον τοίχο και ξεκινά σχεδόν αμέσως, με κλειστά πια μάτια, να σχεδιάζει τον χώρο που σίγουρα θα γινόταν δικός του.
Το χέρι που ξαπλώνει ήρεμα πάνω στον ώμο του τον αναγκάζει να μάθει ποιος τον διακόπτει από τις σκέψεις του, ο χαμογελαστός ηλικιωμένος τον ξαφνιάζει. Πίστευε ότι η Μπόνι θα ήταν εκεί.
«Σου αρέσει;» σαν να λένε κάποιο μυστικό, λες και είναι κρυφή η ερώτησή του περπατά σε χαμηλές οκτάβες.
«Από μικρός ήθελα να έχω ένα τέτοιο δωμάτιο...» τα μάτια του γυαλίζουν από χαρά και ικανοποίηση, βρήκε το ονειρικό του σπίτι.
«Είναι ωραία η σοφίτα, μαγευτική.»
«Πράγματι», ο νεαρός κλέφτης παίρνει βαθιά ανάσα και γυρίζει το σώμα του στον ιδιοκτήτη που με χαμογελαστά μάτια περιμένει να του πει κάτι.
«Θα το αγοράσουμε το σπίτι», δεν παραλείπει τον πληθυντικό, εξάλλου η Μπόνι είχε στήσει ένα ωραίο θέατρο με μια εξίσου ωραία ιστορία πίσω από αυτό, δεν θα ήθελε να χαλάσει τα σχέδιά της.
«Αχ αγόρι μου, τι χαρά μου δίνεις!» τον αγκαλιάζει απρόοπτα και τρομερά σφιχτά αλλά δεν τον ενδιαφέρει. «Να φέρω τα συμβόλαια;»
Πρέπει να ήταν αρκετά σίγουρος για να τα έχει όλα έτοιμα, η Μπόνι μάλλον θα είχε μιλήσει και στο τηλέφωνο μαζί του, σκέφτεται.
«Φέρτε τα.»
Ο ένας φεύγει από το μεσαίου μεγέθους δωμάτιο ενώ ο άλλος μένει και το κοιτά με λαχτάρα, θέλει να κοιμηθεί από σήμερα κιόλας εδώ. Η Μπόνι στέκεται στην πόρτα και τον παρατηρεί με ενδιαφέρον, σταυρώνει τα χέρια της κάτω από το στήθος και περιμένει να ακούσει κάτι από εκείνον, μια λέξη ίσως.
Και της μιλά όντως όταν μπαίνει στο οπτικό του πεδίο, συγκεκριμένα την πλησιάζει με μεγάλα βήματα και τυλίγει τα χέρια του γύρω από τους ώμους της. «Σε ευχαριστώ.»
Η καρδιά της χτυπά πιο γρήγορα, το χαμόγελό της έρχεται και εγκαθίσταται για τα καλά, ανταποδίδει αμέσως στην αγκαλιά του. Επιλέγει, ωστόσο, να μην του απαντήσει, κυρίως γιατί δεν ξέρει τι πρέπει να του πει ώστε να μην χαλάσει την στιγμή.
..................
Τα υπογεγραμμένα συμβόλαια είναι απλωμένα στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου του, ενώ τα κλειδιά βρίσκονται και επίσημα στο μπρελόκ του. Οδηγεί με ενθουσιασμό στο σπίτι της Μπόνι και την ακούει να σχεδιάζει χώρους και δωμάτια στο δικό του. Την ακούει να φλυαρεί σχετικά με διακοσμητικά και χρώματα μα δεν συγκρατεί καμία πληροφορία.
«Μπόνι αλήθεια δεν θυμάμαι τίποτα από όσα είπες.»
«Κακώς, θα τις χρειαστείς τις συμβουλές μου.»
«Σε χρήζω επίσημα διακοσμήτρια, μην με τυραννάς με όλα αυτά!»
Η γκριζομάλλα ξεσπά σε γέλια τρανταχτά γεμίζοντας το αυτοκίνητο με μελωδικούς ήχους που ο Κλάιντ δεν μοιάζει να μην απολαμβάνει. «Τιμή μου, μάλλον.»
«Μάλλον;»
Το αυτοκίνητο μπαίνει στο μεγάλο δρόμο του σπιτιού της και νιώθει το βάρος στο στήθος της να επανέρχεται, την στιγμή που το είχε ξεχάσει. Δεν απαντά στην ερώτησή του, αντίθετα αλλάζει θέμα.
«Θα έρθεις μαζί μου στο σπίτι.» Δεν είναι ερώτηση, ούτε παράκληση. Είναι ανακοίνωση στην οποία δεν μπορεί να φέρει αντίρρηση και μάλιστα, ο κλέφτης δεν θέλει. Παρκάρει μπροστά από την μεγάλη πόρτα και γρήγορα φτάνει στο πλευρό της γκριζομάλλας κλέφτρας που με μεγάλες δρασκελιές φτάνει στην είσοδο του πολυτελούς κτηρίου.
Την ακολουθεί στις μεγάλες σκάλες και τελικά φτάνει με μικρή διαφορά από εκείνη σε ένα μικρό δωμάτιο, το οποίο δεν είχε προλάβει ακόμη να δει σε αυτές τις σχεδόν τρείς εβδομάδες που βρίσκεται στην ομάδα. Όταν μπαίνει εντελώς μέσα, η πόρτα πίσω του κλείνει και κλειδώνει.
Κάθεται στον καναπέ απέναντι από την μικρή τηλεόραση και κοιτά το τραπεζάκι που βρίσκεται στην μέση του δωματίου να είναι γεμάτο από διάφορα εξαρτήματα τεχνολογίας και όχι μόνο. Η Μπόνι κάθεται δίπλα του αμέσως και πιάνει τα μαλλιά της σε μια ψηλή κοτσίδα πριν ξεκινήσει να μιλάει.
«Πρέπει να συντονιστούμε, αύριο είναι η πρώτη μας αποστολή σαν ζευγάρι, πρέπει να μην κάνουμε ούτε ένα λάθος.» κοιτά τα σκούρα καστανά μάτια του να την εγκλωβίζουν άμεσα, δεν χάνει οπτική επαφή και περιμένει κάθε επόμενη λέξη της. «Εμείς οι δύο θα έχουμε διαφορετική ενδοεπικοινωνία από τους υπόλοιπους. Τώρα πια αποτελούμε οι δύο μας μια ομάδα άρα πράττουμε λίγο ξεχωριστά από τους άλλους γιατί εξαρτώνται οι πράξεις μας.»
«Αν πέσει ο ένας, πέφτει και ο άλλος.» μουρμουρίζει ο κλέφτης.
«Ακριβώς. Γι' αυτό, θέλω μεθοδικότητα στις κινήσεις σου, διακριτικότητα και όχι επιπολαιότητες. Βέβαια, ξεκαθαρίζω πως αν δεν πάει καλά κάτι με δική σου ανευθυνότητα, μην περιμένεις να παραδοθώ για εσένα. Μαζί θα μπούμε στο περιπολικό.»
«Μην ανησυχείς, είμαι αρκετά ευέλικτος για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο.» το νεύρο στην φωνή του μπορεί και το ακούει, αισθάνεται λες και τον υποβιβάζει μα αυτό δεν ισχύει, η Μπόνι τον θεωρεί ισχυρό κλέφτη. Ίσως απλά ξεκαθαρίζει την θέση της.
«Η συνεργασία μας στηρίζεται στην εμπιστοσύνη, δεν θέλω κριτική και αμφιβολίες σε ό,τι κάνω.» θέτει τα όρια της και έτσι του δίνει πάσα για να πει κι εκείνος ό,τι θέλει.
«Εγώ θέλω συνεχή επικοινωνία για το τι κάνεις, που είσαι και ποια είναι η επόμενη κίνησή σου. Εννοείται δεν γουστάρω αποδοκιμαστικά σχόλια για τις κινήσεις μου, είμαι αρκετά έξυπνος για να ξέρω τι κάνω και γιατί.»
«Σύμφωνοι.»
Απλώνει το χέρι της για χειραψία, ο Κλάιντ εκπλήσσεται μα τελικά δίνει και το δικό του, επισφραγίζοντας έτσι την αρχή και επίσημα της συνεργασίας τους. «Αυτό» του δίνει ένα μικρό διαφανές ακουστικό «και αυτό» μαζί με ένα μικρόφωνο μικροσκοπικό «είναι αυτά που πρέπει να έχεις αύριο. Φοράς κοστούμι, φρόντισε να τα στερεώσεις σωστά και να σε ακούω καλά ανάμεσα στον κόσμο.»
«Το 'χω.»
......................
Όλοι όσοι είχαν αναλάβει τον ρόλο των καλεσμένων, είχαν φτάσει ταυτόχρονα και περίμεναν το γενικό σήμα του Σίλβερ για να περάσουν από την υποδοχή στην οποία τους περιμένει η Σκάι για να εγκρίνει τις ψεύτικες προσκλήσεις τους.
Ο Κλάιντ από το δικό του ακουστικό μπορεί να ακούσει την Μπόνι μόνο που φτιάχνει μερικά ποτά και σερβίρει σε καλεσμένους οπότε περιμένει από τον Κάπτεν που κάθεται χαλαρός στην θέση του συνοδηγού να του δώσει το «okay» με ένα νεύμα του. Αυτό δεν αργεί να έρθει οπότε βγαίνουν ταυτόχρονα από το μαύρο του απόκτημα και προχωρούν χαλαροί και οι δύο προς το μέρος που τα μέλη της υπόλοιπης ομάδας ξεκίνησαν να μαζεύονται.
«Καλή μας τύχη.» μουρμουρίζει ο Κάπτεν στον φίλο του.
«Καλή τύχη.» εύχεται και εκείνος πριν αποχωριστούν τελείως. Στην ουρά για να δείξουν την πρόσκλησή τους είναι πρώτος οπότε είναι εκείνος που έρχεται αντιμέτωπος με την Σκάι αμέσως. Δεν του χαμογελά, δείχνει επαγγελματίας και έτσι την μιμείται.
«Την πρόσκλησή σας, παρακαλώ και ένα όνομα.»
Βγάζει το κινητό από την τσέπη του και δείχνει την εικόνα γρήγορα. Η Σκάι γνέφει σχετικά αμέσως και αφού της μουρμουρίσει ένα άσχετο όνομα τον αφήνει να περάσει. Την στιγμή που μπαίνει στον χώρο, ψάχνει την Μπόνι.
«Είμαι μέσα.»
«Είμαι στην αποθήκη, βγαίνω σε λίγο.»
Ξεφυσά ανακουφισμένος και προχωρά στο μεγάλο μπαρ όπου τον περιμένει με ένα στραβό χαμόγελο ο Πάρτι. Δεν είναι κανένας δίπλα τους οπότε ο μπάρμαν φτιάχνει ένα γρήγορο ποτό από αυτό που ξέρει πως του αρέσει. Η γκριζομάλλα δεν αργεί να φανεί ύστερα από λίγη ώρα και πιάνει τον εαυτό της να χαμογελά στην θέα του πιο επίσημου Κλάιντ.
Τα μαλλιά του είναι επιμελημένα με ζελέ και το φρέσκο κούρεμά του είναι απόλυτα ταιριαστό με την υπόλοιπη εικόνα του. Αυτή τη φορά φόρεσε ένα μπορντό σακάκι πάνω από το λευκό του πουκάμισο, μαζί με ένα ασορτί χρώματος παπιγιόν που του πηγαίνει παραπάνω από αρκετά.
Την στιγμή που είναι έτοιμη να του μιλήσει, να τον ρωτήσει ίσως τι θέλει ώστε να καταφέρει να του μιλήσει, η ξανθιά κοπέλα που γιορτάζει πλησιάζει προς το μέρος τους και, εκπλήσσοντας όλα τα μέλη που συντονίζονται από το σύστημα ενδοεπικοινωνίας, αναγνωρίζει τον Κλάιντ.
«Σε έψαχνα καιρό, το ξέρεις;» τον ρωτά χωρίς να τον χαιρετήσει. «Δεν σε είδα ποτέ στο θέατρο..» συνεχίζει.
Ο Κλάιντ στροφάρει και τελικά την θυμάται. Είναι η ίδια κοπέλα που είχε κλέψει τότε, την πρώτη μέρα που γνώρισε τον Σίλβερ. Αποφασίζει να το εκμεταλλευτεί όπως μπορεί.
Περνά το χέρι του γύρω από την μέση της και μπροστά σε δύο από τα μέλη της ομάδας του, ένα από αυτά και η ισχυρότερη κλέφτρα, της μιλά με το φλερτ να συνοδεύει την χροιά του.
«Σε βρήκα εγώ πρώτος.»
Η κοπέλα χαχανίζει και πλησιάζει τον νεαρό σκουρομάλλη αρκετά. Το κόκκινο μακρύ της φόρεμα της ταιριάζει τέλεια και το μπούστο της μέσα από το στενό ύφασμα φαίνεται εξαίσιο στα μάτια όλων.
«Πως με βρήκες;» ο ναζιάρικος τόνος της ενοχλεί την Μπόνι που ακούει τα πάντα καθαρά από το μικρόφωνο στο πουκάμισο του συνεργού της.
«Όποιος θέλει, ψάχνει κι όποιος ψάχνει, βρίσκει.»
Δεν της δίνει απάντηση μα η κοπέλα το παίρνει σαν μία. Ακουμπά με το χέρι της το στέρνο του και αφού πάρει κι εκείνη από τον Πάρτι το ποτό που του παρήγγειλε, τον τραβά προς το εσωτερικό και κέντρο του μεγάλου μαγαζιού.
«Θυμήσου γιατί είμαστε εδώ.» του ψιθυρίζει η Μπόνι και εκείνος μόνο γυρίζει το κεφάλι του για να την κοιτάξει. Με ένα γρήγορο κλείσιμο του ματιού του την εκνευρίζει χωρίς να το ξέρει και έπειτα προχωρά μαζί με την ξανθιά εορτάζουσα ανάμεσα σε καλεσμένους, το καλύτερό του.
Το ότι είναι δίπλα του δεν τον εμποδίζει από το να κλέψει όποιον πέφτει μπροστά του και ευτυχώς για εκείνον ελίσσεται επιδέξια ώστε να μην τον καταλάβει κανένας. Οι τσέπες του γεμίζουν σχεδόν άμεσα μα αδειάζουν όταν κάποιος από την ομάδα τον πλησιάζει και τα παίρνει κρυφά, ευτυχώς η Τζιλ δίπλα του δεν αντιλαμβάνεται τίποτα.
Την φλερτάρει έντονα και την αποπροσανατολίζει από τις απαλές κινήσεις του καθώς κλέβει φίλους και συγγενείς της ενώ φροντίζει να χαϊδεύει συχνά πυκνά το δέρμα των χεριών της αλλά και εκείνο του λαιμού της όπου ξεκουραζόταν ένα τρομερά ακριβό ερυθρό κολιέ, με διαμάντια κάποιων καρατιών.
Το χαζεύει αρκετή ώρα μα δεν έχει βρει την κατάλληλη στιγμή να το κάνει δικό του, μαζί με τα δαχτυλίδια της αλλά και τα βραχιόλια που κυμαίνονται σε παρόμοια χρώματα με το μεγαλύτερο και καλύτερο κόσμημα.
«Στίβεν, πρέπει να χαιρετήσω μερικούς ακόμη συγγενείς. Έχεις πρόβλημα να με περιμένεις για λίγο;» γουργουρίζει η ξανθιά στο αφτί του και η Μπόνι, ακούγοντάς την μορφάζει ασυναίσθητα. Η διπλανή της σπεύδει να την ρωτήσει τι συνέβη μα εκείνη την καθησυχάζει αμέσως.
Ο Κλάιντ της χαϊδεύει το μάγουλο και της γνέφει άμεσα. Η κοπέλα με το κόκκινο, διαβολικά όμορφο, φόρεμα απομακρύνεται από κοντά του και έτσι ο κλέφτης εκμεταλλεύεται αυτή την ευκαιρία για να πλησιάσει το μεγάλο μπαρ και να πιει κάτι.
Ο Πάρτι είναι αυτός που τον βλέπει πρώτος και τελικά του φτιάχνει το ποτό. Η κοπέλα δίπλα από τον Πάρτι τον ρωτά αν εξυπηρετείτε, ενώ η Μπόνι τον κοιτά έξαλλη.
«Μην με κοιτάς έτσι.»
Χαμογελάει στην θέα της ακόμη πιο εκνευρισμένης κλέφτρας και περιμένει την απάντησή της.
«Μην χαζολογείς.»
Δοκιμάζει το ποτό που του αφήνει μπροστά του ο γνωστός του μπάρμαν και αφού τον επιδοκιμάσει, γυρίζει και την κοιτά ξανά.
«Ό,τι θέλω θα κάνω.»
Κλείνει τα μάτια της από τον θυμό και αφήνει τον Πάρτι έκπληκτο να γελά μαζί με τον Κλάιντ όσο πιο διακριτικά μπορούν. Την ακούει μέσα από το ακουστικό του να ανασαίνει βαριά και να μουρμουρίζει βρισιές, ενώ ταυτόχρονα πετάει από και από εκεί κούτες.
«Μπόνι, ηρέμησε.»
«Κλάιντ σκάσε!»
Με ένα ακόμη τρανταχτό γέλιο την εκνευρίζει ακόμη πιο πολύ μα τελικά σωπαίνει γρήγορα όταν εμφανίζεται ξανά μπροστά του με το βλέμμα της να καίει το δικό του. Σηκώνεται ευθύς αμέσως όρθιος και περπατά μακριά από το μπαρ ψάχνοντας για κάποιο θύμα με γεμάτο πορτοφόλι και συμπληρωμένο τσεκ επιταγών, έτσι ίσως η Μπόνι ηρεμήσει.
Με μια γρήγορη γύρα από το βάθος της αίθουσας κατάφερε να μαζέψει αρκετά ρολόγια και τελικά να τα δώσει στον Κάπτεν που περνάει από δίπλα του φουριόζος.
Πλησιάζει τον Μπλοκ που κάθεται χαλαρός σε μια γωνία και τον περιμένει. «Πως πάει;» ρωτά σκεπτόμενος τα κέρδη.
«Είμαστε ήδη στα δύο εκατομμύρια, λειτούργησε άψογα ο τρόπος σου με την αλλαγή λογαριασμών και όλα όσα έχουμε μετρήσει είναι αρκετά καλά. Μένει να πάρουμε και τα δώρα της τύπισσας.»
Τα δύο εκατομμύρια του φαίνονται κάπως πολλά μα ξέρει ότι όλοι αυτοί είναι εδώ για να επιδείξουν αργότερα τον πλούτο τους σε κάποιο καζίνο ή σε κάποια χαρτοπαικτική λέσχη που θα μαζευτούν.
«Ωραία.»
«Έχουμε μείνει μόνοι εμείς οι είκοσι, οι υπόλοιποι από τους ογδόντα πήραν τα αμάξια που κλάπηκαν και έφυγαν.»
«Πότε θα φύγουμε εμείς;»
«Μετά την τούρτα.»
Ο Κλάιντ γνέφει και απομακρύνεται άμεσα από το μέλος της ομάδας του. Πλησιάζει την κοπέλα με το κόκκινο φόρεμα που φαίνεται να ψάχνει κάτι και με το χέρι του να προσγειώνεται στο κάτω μέρος της μέσης της της τραβά την προσοχή.
«Ήρθες!» ενθουσιάζεται στην θέα του άνδρα δίπλα της. Αφήνει ένα ευγενικό φιλί στο χέρι της και αφού την φυλακίσει γερά στα χέρια του, την συνοδεύει στο κέντρο της αίθουσας για να χορέψει μαζί της κάτω από έναν πολύ αργό ρυθμό.
Στην τσέπη του βρίσκεται ήδη το βραχιόλι της και δύο από τα τέσσερα δαχτυλίδια που φορούσε μέχρι πρότινος. Στοχεύει στο μεγάλο κολιέ της και ψάχνει αρκετούς τρόπους για αν το καταφέρει. Προς το παρόν λικνίζει υπό την δική της καθοδήγηση τον γοφό του με απαλές κινήσεις δεξιά και αριστερά.
Του ψιθυρίζει διάφορα τα οποία δεν καταλαβαίνει, κυρίως γιατί δεν την προσέχει, σε αντίθεση με την Μπόνι που είναι έτοιμη να βγάλει καπνούς. Τον λόγο δεν τον καταλαβαίνει βέβαια αλλά της φαντάζει τρομερά ενοχλητικό όλο αυτό και μάλιστα παίρνει μέρος σε άμεσο βαθμό.
«Αν δεν σταματήσεις το σαλιάρισμα σύντομα θα σε σκοτώσω.»
Ο Κλάιντ, για να μην γελάσει φιλά το μάγουλο της Τζιλ η οποία κοκκινίζει και σταματά να χορεύει. Ο κλέφτης την κοιτά παραξενεμένος μα όταν τον τραβά από το χέρι για κάπου πιο απόμερα καταλαβαίνει τις προθέσεις της κοπέλας.
«Μπόνι ακολουθούν ήχοι ακατάλληλοι για ανηλίκους. Αν δεν έχεις ορέξεις σου συνιστώ να μην ακούσεις.»
Καταφέρνει να της ψιθυρίσει και πριν χαθεί τελείως από το οπτικό της πεδίο της προσφέρει το πιο λάγνο βλέμμα του.
«Κλάιντ μη-»
«Κάτι είπαμε για την κριτική.»
Η γκριζομάλλα ξεφυσά έντονα και θυμωμένα. Παρατά την πετσέτα με την οποία σκούπιζε μερικά ποτήρια και ξεσφίγγει την μαύρη γραβάτα που την ενοχλούσε ώρα τώρα. Ζητά από την κοπέλα δίπλα της να την καλύψει και όταν εκείνη την διαβεβαιώνει ότι είναι διατεθειμένη να το κάνει, τρέχει στην μικρή αποθήκη δίπλα από την έξοδο κινδύνου.
Την ίδια ώρα ο σκουρομάλλης κλέφτης βρίσκεται στις γυναικείες τουαλέτες μαζί με την Τζιλ η οποία έχει επιτεθεί εδώ και μερικά λεπτά στα χείλη του και δεν τον αφήνει να χαλαρώσει, να ηρεμήσει, να αποπροσανατολιστεί. Με λύσσα αποζητά περισσότερα και η τόση αγριάδα της οριακά τον κομπλάρει.
Είναι σκληρή και καθόλου αισθησιακή, όπως ήθελε να είναι εξ αρχής. Ο Κλάιντ αποφασίζει να πάρει το παιχνίδι στα χέρια του. Με τα χέρια του ακόμη στην μέση της αποτραβιέται από τα χείλη που τον δυσκολεύουν και φτάνει να την φιλά δίπλα από αυτά και με καθοδική πορεία καταλήγει στον λαιμό της.
Κάποιες μικρές φωνές βγαίνουν από τα χείλη της με το απαλό του άγγιγμα να την ερεθίζει περισσότερο από ό,τι εκείνος περίμενε.
«Κλάιντ δεν σε πιστεύω.»
Την αγνοεί όσο μπορεί και επικεντρώνεται στα κόκκαλα του λαιμού της Τζιλ που φαίνεται να ευχαριστιέται κάθε του άγγιγμα, κάθε του φιλί, κάθε του κίνηση.
«Θα σε σκοτώσω.»
Ακούει την ξανθιά να βαριανασαίνει και μέσα της αισθάνεται την ζήλεια να μεγαλώνει. Γρήγορα όμως αλλάζει την λέξη στο μυαλό της με εκείνη του θυμού. Βέβαια, όσο εκείνη λανθασμένα ερμηνεύει με λογική όσα αισθάνεται γι' αυτό που ακούει, ο Κλάιντ καταφέρνει να βγάλει χωρίς εκείνη να το καταλάβει το ακριβό κολιέ της από τον λαιμό ενώ τα δαχτυλίδια πέφτουν από μόνα τους στην τσέπη του.
Δυστυχώς για την ξανθιά εορτάζουσα, το κινητό της χτυπά πριν ο σκουρομάλλης απέναντί της συνεχίσει με τα χέρια του να εξερευνάει το υπόλοιπο σώμα της.
«Έλα μπαμπά.» απαντά αναστατωμένη και αρκετά αναψοκοκκινισμένη στην κλήση του πατέρας της και κοιτά τον Κλάιντ απολογητικά. «Αστυνομία; Τι κάνει εδώ;»
Η καρδιά του ξεκινά να πάλλεται σαν τρελή. Το ίδιο συμβαίνει και με την Μπόνι, η οποία χάνει σίγουρα την ανάσα της όταν ακούει τα λόγια της Τζιλ.
«Καλά, έρχομαι!» Η κλήση τερματίζει πολύ πριν προλάβει να ειπωθεί κάτι περισσότερο. «Στίβεν, περίμενε εδώ. Ήρθε η αστυνομία και πρέπει λέει να είμαι εκεί.»
Ακούγεται ενοχλημένη, βασικά είναι, καθώς σουλουπώνει τον εαυτό της και ετοιμάζεται να βγει από τον χώρο, αφήνοντάς τον πίσω της να περιμένει. Όταν η πόρτα κλείνει ο Κλάιντ παίρνει μια βαθιά αγχωμένη ανάσα.
«Τι κάνουμε;» ρωτά την κλέφτρα η οποία μιλά εκείνη την ώρα στο κινητό με τον αδερφό της.
«Οι υπόλοιπο έχουν φύγει, είμαστε οι μόνοι στο κτήριο.»
«Πως έγινε αυτό;»
«Κλάιντ δεν έχουμε χρόνο γι' αυτό!»
Έχει δίκιο, το ξέρει. Περπατά προς την πόρτα του μπάνιου μα λίγο πριν την ανοίξει ακούει ξεκάθαρα φωνές από τον διάδρομο κι αν κρίνει από όσα λέγονται, είναι όλες αστυνομικών.
«Είναι έξω από τις τουαλέτες.»
Η Μπόνι ταράζεται αμέσως μα δεν αφήνει να το ακούσει.
«Βγες άμεσα.»
Η εντολή της μετατρέπεται εύκολα σε διαταγή που δεν πρέπει να παραβεί οπότε τελικά παίρνει το θάρρος και κοιτά διακριτικά από το μικρό άνοιγμα της πόρτας τον άδειο, προς έκπληξη του, διάδρομο. Χωρίς να το σκεφτεί και χωρίς να ζυγίσει τις επιλογές που έχει βγαίνει από τις γυναικείες τουαλέτες και με μεγάλες δρασκελιές ανεβαίνει τις απότομες σκάλες.
«Είμαι στις σκάλες, που είσαι;»
«Στην αποθήκη, θα συναντηθούμε στην έξοδο κινδύνου.»
Νιώθει ανακουφισμένος μα όχι για πολύ. Ακούει τις φωνές από τους προηγούμενους αστυνομικούς να πλησιάζουν, η καρδιά του ξεκινά να χτυπά και πάλι γρήγορα. «Κάποιος είναι στις σκάλες, είδαμε;» ρωτά ένας και κάποιος άλλος απαντά αρνητικά.
Τα βήματα του Κλάιντ είναι μεγάλα και ανεβαίνει έτσι δύο-δύο τα σκαλιά που απλώνοντια μπροστά του.
«Βγες έξω, εμένα με ακολουθούν.»
«Σε έχουν δει;»
«Όχι, βγες έξω.»
Έχει ακόμη μερικά σκαλιά για να φτάσει μπροστά από την αποθήκη και τελικά στην έξοδο κινδύνου, τα βήματα των αστυνομικών ωστόσο είναι μεγάλα και πολλά, μάλιστα αν κρίνει από όσα ακούει, αν αργήσει λίγο μάλλον θα τον φτάσουν.
Πατά το πλατύσκαλο με σιγουριά και ανοίγει την μεγάλη πόρτα που θα τον οδηγήσει στην έξοδο κινδύνου αποφασιστικά. Η Μπόνι βρίσκεται πίσω από αυτήν και καθώς τον βλέπει μπροστά της χαμογελά γεμάτη ανακούφιση.
«Μην ησυχάζεις, θα μας βρουν εδώ!» της φωνάζει και την τραβά γρήγορα από το χέρι και μαζί τρέχουν στο μικρό αρκετά σκοτεινό στενό. Στο βάθος μπορούν να δουν καθαρά τα τρία αυτοκίνητα που έμειναν για να τους περιμένουν. Ευθεία, εκείνο του Σίλβερ και του Λέτερ που κοιτούν τους δύο κλέφτες να τρέχουν με κομμένη την ανάσα.
Παρκαρισμένο δίπλα είναι εκείνο του Κάπτεν με την Σκάι και τον Μπλου μέσα να περιμένουν ανήσυχα το ζευγάρι Μπόνι και Κλάιντ να ξεφύγει.
Δίπλα, το άδειο αυτοκίνητο του Κλάιντ είναι έτοιμο για να φύγουν.
Όλοι νομίζουν ότι θα προλάβουν όμως όταν ο Κλάιντ ακούει την μεγάλη πόρτα για την έξοδο κινδύνου να ανοίγει καταλαβαίνει πως δεν έχει αρκετά περιθώρια.
Κολλά με την Μπόνι στον τοίχο του στενού και κάνουν ταυτόχρονα ησυχία. Οι βαθιές τους ανάσες ακούγονται ταυτόχρονα με τα έντονα βήματα των αστυνομικών που σε πολύ λίγο θα τους έχουν φτάσει.
«Τι κάνουμε;» ρωτά πανικοβλημένη η κλέφτρα, το μυαλό της έχει θολώσει. Τα βήματα πλησιάζουν και τα περιθώρια στενεύουν. Έτσι, λοιπόν, αποφασίζει να πάρει δραστικά μέτρα.
Σκύβει χωρίς να χρονοτριβεί και την φιλά με ένταση.
Οι ανάσες όλων κόβονται, ο Λέτερ μένει έκπληκτος να κοιτά αυτό που συμβαίνει, ο Σίλβερ κλείνει τα μάτια του και οι τρεις άλλοι στο αμάξι πανηγυρίζουν εκνευρίζοντας ακόμη περισσότερο τον ξανθό επικεφαλής.
Οι αστυνομικοί πλησιάζουν, ο Κλάιντ ξεκουμπώνει το πουκάμισό της γρήγορα για μεγαλύτερη πειστικότητα και πιάνει τον εαυτό του να απολαμβάνει το μαλακό και τρομερά ζαλισμένο φιλί της. Συγκρίνει ενδόμυχα αυτό με εκείνο που προηγήθηκε πριν μερική ώρα και επιλέγει άμεσα το αγαπημένο του.
Το φως ενός φακού πέφτει πάνω τους και ο Κλάιντ, με το πιο πειστικό του ύφος γυρίζει έκπληκτος και κοιτά τον έναν από τους δύο αστυνομικούς καλύπτοντας ταυτόχρονα το ντυμένα ελαφρώς στήθος της γκριζομάλλας κοπέλας που βρίσκεται «κάτω» του.
«Συνέβη κάτι;» ρωτά τελείως φυσικά, εκπλήσσοντας την Μπόνι.
«Τι γίνεται εδώ;» ο αστυνομικός με τον φακό αγνοεί την ερώτηση του κλέφτη.
«Παίζουμε τις κουμπάρες.» απαντά θαρραλέα η κλέφτρα. «Τι βλέπετε να γίνεται;» χάνει επίτηδες το θάρρος της και φορά εκείνο το ντροπαλό βλέμμα που πείθει τον καθένα.
«Είδατε κάποιον να τρέχει προς τον δρόμο;» ρωτά ο άλλος αστυνομικός που κοιτά έντονα το σφιχτό πουκάμισο της Μπόνι, κάνοντας τον Κλάιντ να φανεί πιο προστατευτικός και να την κρύψει εντελώς πίσω του.
«Δεν είδαμε ή ακούσαμε κάτι. Ήμασταν και οι δύο απασχολημένοι.» απαντά εκείνος με ένα στραβό χαμόγελο που σε κάθε άλλη περίπτωση δεν θα φορούσε αλλά τώρα είναι απαραίτητο.
«Καλώς λοιπόν... Καληνύχτα.» ο φακός του ενός κλείνει αφήνοντάς τους ξανά στην ησυχία τους και ο άλλος κοιτά πονηρά τον σκουρομάλλη. Ο τελευταίος δεν δίνει σημασία και γυρίζει ξανά στην Μπόνι, φιλώντας την για δεύτερη φορά με λιγότερη ένταση αυτή τη φορά και το χέρι του να χαϊδεύει το δέρμα της πλάτης της. Οι φωνές των αστυνομικών απομακρύνονται για τα καλά και όταν ακούν την πόρτα από την έξοδο κινδύνου να κλείνει, τα χείλη τους αποχωρίζονται στο λεπτό.
Εκείνος την κρύβει από τους υπόλοιπους για να κλείσει το πουκάμισό της και την βοηθά να δέσει την γραβάτα της ενώ εκείνη σκουπίζει το κραγιόν της από τα χείλη του.
«Συγγνώμη για το πουκάμισο.» ψελλίζει σιγανά δίπλα από το αφτί της καθώς προχωρούν ταυτόχρονα προς το αυτοκίνητο του, δεν ήταν ο τύπος που θα παραβίαζε έτσι εύκολα τον προσωπικό χώρο της κοπέλας μα τώρα βρισκόταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
«Αφού ξεμπλέξαμε από εκεί δεν με ενδιαφέρει τίποτα.»
Τα αισθήματα, φαίνεται, είναι αμοιβαία.
Εν τω μεταξύ στα δύο άλλα αμάξια γίνεται χαμός, ο Λέτερ αναθεματίζει και βρίζει σαν αν μην υπάρχει αύριο ενώ ο Σίλβερ προσπαθεί να τον ηρεμήσει. Ο Κάπτεν αναφωνεί ενθουσιασμένος και η Σκάι σχολιάζει με τον Μπλου αυτό που μόλις έγινε.
«Και πολύ άργησε λέτε;» πετάγεται ο Κάπτεν και ο ξανθός συντονιστής τον βρίζει αμέσως.
«Λέτερ μην βρίζεις, για χάρη της αποστολής έγινε.» ο Σίλβερ προσπαθεί με νύχια και με δόντια να σταματήσει τον κολλητό του από το να βγει εκτός αμαξιού και να φτάσει με γρήγορες και μεγάλες δρασκελιές σε εκείνο του Κλάιντ.
Την ευκαιρία του την χάνει όταν το αμάξι τους ανάβει και πρώτο από όλα χάνεται στον μεγάλο δρόμο με προορισμό την μεγάλη έπαυλη, εκεί όπου όλοι οι υπόλοιποι βρίσκονται και τους περιμένουν.
....................
Το δωμάτιο ήταν γεμάτο με γέλια και χαρούμενες φωνές μετά από την επιτυχία στην αποστολή, κανένας από όλους δεν είχε πει για το φιλί του Κλάιντ και της Μπόνι. Όλα αυτά βέβαια, μέχρι που ο Λέτερ εισέβαλε στο μεγάλο γραφείο και με το θολωμένο του μυαλό τρέχει στο μέρος του σκουρομάλλη κλέφτη που κάθεται ανενόχλητος και χαλαρός δίπλα από την γκριζομάλλα.
Κάποιος κρατά πίσω τον ξανθό ακριβώς την στιγμή που είναι έτοιμος να του επιτεθεί.
«Έχεις βαλθεί να με νευριάσεις;» του λέει γρυλίζοντας σχεδόν και με λόγια που οριακά μπορεί να καταλάβει.
«Λέτερ τι θέλεις;»
«Να μην ξανακουμπήσεις το κορίτσι μου.»
«Δεν μας γαμάς λέω εγώ;»
Τι σχόλιο του τον εξαγριώνει περισσότερο από πριν. Με λίγη περισσότερη δύναμη προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από το κράτημα του Κάπτεν και του Πάρτι, δύο από τα πιο γεροδεμένα άτομα της ομάδας.
«Την Μπόνι δεν θα την ξαναφιλήσεις!» του ουρλιάζει και σιγή πέφτει στο δωμάτιο. Όλοι κοιτιούνται μεταξύ τους και έπειτα κοιτούν το ζευγάρι κλεφτών, η γκριζομάλλα κοιτά το έδαφος κουρασμένη από την μέρα αλλά και από τον ξανθό διοικητή ενώ ο Κλάιντ σηκώνεται από την θέση του κάπως απειλητικά.
«Εμείς θα πηγαίναμε στο αυτόφωρο, όχι εσύ. Γι' αυτό την φίλησα, για να γλιτώσουμε!» του φαίνεται αδιανόητο που δεν το κατάλαβε εξ αρχής, το φιλί δεν είχε καμία άλλη πρόθεση πέρα από το να ξεφύγουν.
«Σε ποιον τα πουλάς αυτά ρε γαμημένε;»
«Σε εσένα!» Η συμπεριφορά του είναι αρκετά προκλητική και μια ακόμη απόπειρα να ξεφύγει από το κράτημα των δύο άλλων κλεφτών στέφεται επιτυχώς από αποτυχία.
«Άντε και γαμήσου, πουτάνας γιε!»
Και εκεί που το δωμάτιο είχε ξεκινήσει να θορυβείται, μένει ξανά στην σιγή που τα λόγια του Λέτερ έφεραν. Ο Κλάιντ στέκεται ακίνητος στο άκουσμα όσων ο επικεφαλής του είπε, είχε συνηθίσει να νευριάζει μα πάντα κατάφερνε να το κοντρολάρει. Τώρα όμως ο θυμός θολώνει το μυαλό του, δεν μιλάει κανένας έτσι για την μητέρα του, δεν έγινε ποτέ πριν, δεν θα γίνει ούτε τώρα.
Πολύ γρήγορα και χωρίς να το καταλάβει κανένας, είχε φτάσει τον Λέτερ και με θυμό άφησε λίγο λιγότερο από ευγενικά μια γερή γροθιά στο πρόσωπό του. Ο Κάπτεν και ο Πάρτι δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν με αποτέλεσμα ο ξανθός άνδρας να πέφτει στο έδαφος.
«Την μάνα μου, μαλάκα, δεν θα την ξαναπιάσεις στο στόμα σου, κατάλαβες;» του φωνάζει και στην προσπάθειά του να τον πλησιάζει, ο Μπλοκ και ο Μπλου τρέχουν στο μέρος του και τον κρατάνε γερά, περισσότερο από όσο η Μπόνι μπορεί. «Επειδή λύνεις και δένεις εδώ μέσα δεν σημαίνει ότι μπορείς να μου δίνεις διαταγές στο πως θα κλέβω και το πιο σίγουρο είναι ότι δεν θα προσβάλλεις έτσι την οικογένειά μου!» ο λαιμός του γδέρνεται από τις φωνές, ο Λέτερ σηκώνεται αργά όρθιος και αδιαφορεί για την ζάλη που τον πιάνει. Δεν κάνει κίνηση να πλησιάσει τον Κλάιντ, ξέρει πως έκανε λάθος.
Εν τω μεταξύ, ο Κλάιντ βαριανασαίνει από θυμό, τα νεύρα του προκαλούν το σφίξιμο κάθε φλέβας στο κορμί του και τα αγγεία στα μάτια του νιώθει πως είναι έτοιμα να σκάσουν. Δεν μπορεί να ηρεμήσει με τίποτα.
«Και τέλος πάντων, τις πουτάνες που σε ικανοποιούν δεν θα τις χρησιμοποιείς για να προσβάλεις, κατάλαβες;» τον βλέπει που δεν μιλάει, νευριάζει περισσότερο, αρκετά για να προσπαθήσει να τον πλησιάσει ξανά. Η προσπάθεια του μένει άκαρπη.
Ο Σίλβερ αποφασίζει πως αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να πάρει τον Λέτερ από εκεί, φωνάζει και την Μπόνι μαζί του η οποία δεν μπορεί να παρουσιάσει αντίδραση και αφού προχωρήσει δειλά στο μέρος του αδερφού της, γυρίζει και κοιτά τον Κλάιντ ανήσυχα.
Εκείνος μουρμουρίζει μερικές βρισιές την ώρα που ο Μπλου τον αγκαλιάζει και με καθησυχαστικά λόγια κάνει τα αδύνατα δυνατά να τον ηρεμήσει. Τελικά, η γκριζομάλλα βγαίνει από το δωμάτιο αφήνοντας όλους τους κλέφτες σιωπηλούς.
Τινάζει τους πάντες από πάνω του και κρύβει το πρόσωπό του στις παλάμες του. Παίρνει μερικές βαθιές ανάσες μα δεν είναι ικανές για να κατεβάσουν την πίεση που σίγουρα ανέβηκε. Τελικά ψάχνει μανιακά το κινητό και τα κλειδιά του στις τσέπες του και όταν τα βρίσκει, χωρίς να χαιρετήσει, φεύγει από το δωμάτιο και στην συνέχεια από το σπίτι.
«Λέτερ είσαι ηλίθιος;» του φωνάζει η Μπόνι με τα νεύρα της να εμφανίζονται καθυστερημένα.
«Θόλωσα, δεν μπορούσα να το διαχειριστώ!»
«Με βλέπεις να με ενδιαφέρει; Αν δεν με είχε φιλήσει τώρα θα ήμασταν και οι δύο στο τμήμα, αυτό ήθελες; Να έρχεσαι να μας μαζεύεις από εκεί; Σύνελθε!»
Οι φωνές της τον πληγώνουν μα τον κάνουν να κατανοήσει το λάθος του γρήγορα, δεν το περίμενε αλλά ισχύει.
«Περιμένω να ζητήσεις συγγνώμη από τον Κλάιντ.» επεμβαίνει ο Σίλβερ και το έντρομο βλέμμα που λαμβάνει από τον φίλο του δεν φαίνεται να τον συγκινεί. «Του έβρισες την μάνα, επιβάλλεται να το κάνεις.»
«Όχι, σε παρακαλώ!»
«Πρέπει κάπως να βρεθεί μια λύση. Δεν σου έχει κάνει κάτι, δεν γίνεται να φοβόμαστε πότε θα τσακωθείτε, πότε εσύ θα εκνευριστείς! Κοίτα πως τον έκανες, ο άνθρωπος θύμωσε πραγματικά! Ποιος; Ο Κλάιντ!» η Μπόνι φαίνεται να μονολογεί αλλά στην πραγματικότητα μιλά σε εκείνους.
«Μπόνι ίσως πρέπει να...» ο Σίλβερ μετανιώνει προς στιγμήν αυτό που θέλει να της πει.
«Ίσως πρέπει τι;» είναι επιθετικός ο τόνος της, δεν ξέρει τι θα ακούσει.
«Ίσως πρέπει να κρατήσεις μια απόσταση από τον Κλάιντ μέχρι να ηρεμήσουν λίγο τα πνεύματα.»
Τα ζυγίζει στο μυαλό της, ίσως εκεί βρίσκεται η λύση.
Το θέμα όμως είναι αν μπορεί να κρατήσει απόσταση τελικά, μετά τα σημερινά.
Τι έντονο κεφάλαιο κι αυτό! Πείτε μου εντυπώσεις.
Έξαλλος ο Κλάιντ, έξαλλη η Μπόνι, έξαλλος ο Λέτερ, έξαλλοι όλοι.
Ένα φιλί κάπου στην μέση, χοχο. Να 'ναι καλά η αστυνομία γιατί αλλιώς...
Τέλος πάντων, περιμένω γνώμες, επιθυμίες, παραγγελιές, οτιδήποτε.
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top