7. The Dead Crow
Όζαρκς, Καναδάς
Χειμώνας, 2.002 μ.Χ.
Παρελθόν
Το χιόνι μόλις είχε ξεκινήσει να πέφτει πάλι απαλά και γαλήνια στη παγωμένη γη του ομιχλώδες Όζαρκς, απλώνοντας τον χιονιά στην πόλη του και γεμίζοντας πάγο τους ασφαλτόστρωτους πλατιούς δρόμους. Τότε ήταν που το αυτοκίνητο των Μπλάκγουελ πάρκαρε έξω από το προαύλιο χώρο του σχολείου και η μικρή Φρέγια αποχαιρέτησε τους γονείς της δίνοντας ένα φιλί στον καθένα τους. Η μικρή κόρη τους πήγε κατευθείαν στο σχολείο την μέρα που άφησε την ψυχιατρική κλινική. Την είχε επισκεφτεί για πολλοστή φορά και πλέον δεν της ήταν ιδιαίτερα νέο το να πηγαίνει μετά από αυτό το μέρος στο σχολείο φερόμενη σαν να μην συνέβη ποτέ τίποτα. Οι γονείς της πίστεψαν ότι με αυτόν τον τρόπο -πηγαίνοντας στο σχολείο- θα επέστρεφε στην καθημερινότητά της ομαλότερα. Θα έβλεπε συνομήλικους της και θα ξεχνιόταν με τα μαθήματα και το παιχνίδι κι έτσι θα ξεχνούσε την ψυχιατρική κλινική.
Για την Φρέγια η κλινική ήταν απλά ένα νοσοκομείο. Για όλα τα παιδιά έτσι είναι άλλωστε. Δεν καταλάβαινε καμία διαφορά, αφού παντού έβλεπε γιατρούς. Δεν αντιλαμβάνονταν ούτε το γιατί επισκέπτονταν τους συγκεκριμένους γιατρούς. Οι γονείς της είχαν παρατηρήσει την παράξενη συμπεριφορά της και σε μια ύστατη προσπάθειά τους να αποτρέψουν κάτι δυνατότερο από μια απλή διαταρακτική συμπεριφορά του παιδιού τους επέλεξαν τον απλό δρόμο, το να πάνε την Φρέγια σε έναν ψυχολόγο. Η δεύτερη λύση ήταν κάτι παραπέρα, κάτι που φοβούνταν να πλησιάσουνε. Ήταν ένα βήμα παρακάτω. Ήταν ένα βήμα που δεν ήταν έτοιμοι να κάνουνε. Ο υπερφυσικός κόσμους στέκονταν μπροστά στα μάτια τους, έχοντας απλώσει τις ρίζες του βαθιά στη μικρή τους Φρέγια κι εκείνοι εμβρόντητοι προσπαθούσαν εδώ και χρόνια απλά να «κλαδέψουν» μερικά από τα κλαδάκια του... χωρίς να έχουνε κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα.
Η Φρέγια φόρεσε την σχολική της τσάντα στην πλάτη της, έτοιμη να αφήσει τους γονείς της και να πάει στο σχολείο της για μάθημα.
«Να είσαι προσεκτική Φρέγια! Αν συμβεί οτιδήποτε και δεν νιώθεις καλά, να μας πάρεις τηλέφωνο από το γραφείου του διευθυντή.» Την συμβούλευσε η μητέρα της, λίγο πριν η μικρή κατέβει από το αμάξι και πατήσει στο πεζοδρόμιο με τα χειμερινά μποτάκια της.
Η κόρη της ένευσε θετικά ως απάντηση και ύστερα της χαμογέλασε. Διέσχισε το προαύλιο και πήγε στο παγκάκι που κάθονταν με την Άζρα και την περίμενε εκεί με κάποιους φίλες και φίλους τους.
Η Άζρα δεν άργησε να εμφανιστεί κι αυτή. Σύντομα ένα ακόμα όχημα πάρκαρε στον εξωτερικό χώρο, δίπλα από το πεζοδρόμιο και μερικά παιδιά πλησίασαν από μεγάλη περιέργεια γιατί αντιλήφθηκαν ότι ήταν ένα περιπολικό. Η Φρέγια κατάλαβε αμέσως ότι αυτή μέσα ήταν η Άζρα που την έφερνε ο μπαμπάς της και πήγε αμέσως κοντά για να την συναντήσει.
«Άζρα!» Η φωνή της έφτασε ως τα αφτιά της φίλης της και χαρούμενη έτρεξε κοντά της και την αγκάλιασε. Ήταν πολύ χαρούμενη που την ξαναέβλεπε μετά από λίγες μέρες που έλειψε από το σχολείο.
«Χαίρομαι τόσο πολύ που σε βλέπω!» Της εξέφρασε γεμάτη ενθουσιασμό η Άζρα.
«Κι εγώ επίσης!» Αμέσως χαμογέλασε διάπλατα, ενώ αργότερα έκανε ένα βήμα πίσω για να μπορέσουν να συζητήσουν.
Εκείνη την στιγμή τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας τους, τις πλησίασαν.
«Γειά σου, Άζρα» της είπε η Τζενν μόλις την είδε και χαιρετήθηκαν.
«Καλημέρα Τζενν!» Της χαμογέλασε κι εκείνης. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε στον χώρο. «Γειά σου, Μαρίν!» Είπε έπειτα σε ένα από τα πιο ντροπαλά κορίτσια της παρέας τους. Η Μαρίν απλά της χαμογέλασε γλυκά καλημερίζοντάς την με τον δικό της ντροπαλό τρόπο.
«Γιατί σε έφερε στο σχολείο η αστυνομία;» Ρώτησε την Άζρα με βροντερή φωνή μετά από λίγο ο Μάικλ, ένα από τα φασαριόζικα αγόρια της τάξης τους, αφήνοντας σιωπηλή την Άζρα χωρίς να ξέρει τι έπρεπε να απαντήσει. Φάνηκε να μην του αρέσει η παρουσία ενός αστυνόμου κοντά στο σχολείο.
«Είναι ο μπαμπάς της ηλίθιε και είναι αστυνομικός!» Του φώναξε η Φρέγια θυμωμένη με την ερώτηση του Μάικλ.
«Είναι εντάξει Φρέγια, δεν πειράζει!» Την διαβεβαίωσε η ίδια, δεν την ενόχλησε πραγματικά αυτό που είπε ο Μάικλ.
Η Άζρα, δεν απόρησε με την έντονη αντίδραση της φίλης της, ήταν δεδομένο άλλωστε ότι η μια υποστήριζε την άλλη σε τέτοιες περιπτώσεις. Όμως, ο Λουκ που άκουσε την απάντηση της Φρέγια και είδε την αντίδραση της παραξενεύτηκε αρκετά γιατί του φάνηκε ξαφνικά πολύ απότομη κι επιθετική. Γνώριζε, από τον Τζάρεντ, ότι την πήγαιναν να βλέπει γιατρούς και υπέθεσε πως οφείλονταν πιθανότατα σε κάτι σχετικό η συμπεριφορά που έβγαζε προς τα έξω. Κόντεψε να ανησυχήσει για την Φρέγια, αλλά αρκέστηκε στο ότι οι γονείς της θα φροντίσουν για αυτήν.
Η Άζρα γύρισε προς τον πατέρα της, ο οποίος είχε βγει από το αμάξι κι' είχε σταθεί έξω από την πόρτα του οδηγού. Είχε ακουμπήσει πάνω στη πόρτα του το μπράτσο του να ξεκουράζετε πάνω της. Του χαμογέλασε γλυκά αποχαιρετώντας τον με αυτόν τον τρόπο. Εκείνος κούνησε το χέρι του για να την αποχαιρετήσει επίσης, κι εκείνη ύστερα αναγκαστικά του γύρισε πλάτη για να πάει στην τάξη με την Φρέγια.
[...]
«Άζρα έλα να δεις τι βρήκα!» Η Φρέγια φώναξε στην φίλη της την ώρα της γυμναστικής, από μακριά. Ήταν η στιγμή που χώριζαν ομάδες για να παίξουνε μπάσκετ και η Φρέγια είχε καταφέρει ήδη να τρυπώσει στη μικρή, κρυφή, δασική πλευρά του σχολείου.
Η Άζρα στέκονταν ανάμεσα στους συμμαθητές της όσο επέλεγαν ομάδες. «Τι είναι; Τι βρήκες;» Της ψιθύρισε μόλις η Φρέγια την πλησίασε και την τράβηξε προς το μέρος της, με σκοπό να απομακρυνθούν από εκεί.
«Ακολούθησέ με!» Είχε ένα τρανό ενθουσιώδη χαμόγελο που έλαμπε όλο υποσχέσεις.
Η Άζρα δεν μπορούσε παρά να ακολουθήσει την Φρέγια στο μικρό δασάκι και να ανακαλύψει τι της επιφύλασσε. Το δασάκι, ήταν ένα μέρος τη δυτική πλευρά του σχολείου. Δεν το έβλεπε και πολύ ο ήλιος αλλά είχε αρκετά βλάστηση με πολλά δέντρα.
Κάποια στιγμή η Φρέγια σταμάτησε απότομα και η Άζρα κοίταξε γύρω της. «Λοιπόν;» Ρώτησε την φίλη της με ανυπομονησία και έτριψε τα χέρια της από το κρύο. Είχε ξεχάσει να φέρει τα γάντια της στην γυμναστική, σε αντίθεση με τη Φρέγια, η οποία είχε και γάντια αλλά και σκούφο. Η μικρή Άζρα ξεπάγιασε εκείνο το πρωινό.
«Βρήκα αυτό το χτυπημένο πουλάκι!» Της έδειξε, τείνοντας τον μικρό δείκτη της, προς τα κάτω στο χιόνι, για να της επισημάνει το ακριβές σημείο.
«Είναι νεκρό;» Η Άζρα και χωρίς δεύτερη σκέψη πλησίασε. Ήταν πολύ περίεργη να μάθει. Λύγισε το δεξί της γόνατο και το ακούμπησε στο νοτισμένο χώμα, έπειτα άπλωσε τον αγκώνα της και έσπρωξε το μαύρο κοράκι ελαφρώς με το χέρι της για να δει αν ζει ακόμα.
«Νομίζω ναι... Έχει πεθάνει.» Την επιβεβαίωσε και η Φρέγια. Στέκονταν πίσω από την Άζρα και παρακολουθούσε με αγωνία τις επιδέξιες κινήσεις της φίλης της.
Η Άζρα δεν δίστασε να το σηκώσει από το παγωμένο έδαφος και να το τοποθετήσει ανάμεσα από τις γυμνές μικρές παλάμες της. Ένα παράξενο αίσθημα την είχε κατακλύσει ξαφνικά. Ήταν ένα μείγμα θλίψης και θέλησης να το βοηθήσει. Έσκυψε από πάνω του και το κοίταξε προσεκτικά, φέρνοντάς το ακόμα πιο μπροστά στο πρόσωπό της. Μια ενδιαφέρουσα ιδέα πέρασε σφήνα από το μυαλό της.
«Σκέφτεσαι αυτό που σκέφτομαι;» Το βλέμμα της Άζρα σοβάρεψε απότομα. Η ιδέα της ήταν να βοηθήσει το πουλάκι, αλλά αποσκοπούσε κυρίως σε μια δοκιμή. Πάτησε ξανά πίσω στα πόδια της και στράφηκε προς την Φρέγια που κρέμονταν από τα χείλη της, αφού φάνηκε να θέλει να ακούσει την ιδέα της φίλης της.
«Θέλεις να το κάνουμε καλά;» Η Άζρα στράφηκε και κοίταξε την φίλη της που στέκονταν μόλις ένα βήμα μακριά, ελπίζοντας να ακούσει ναι. Ήθελε σαν τρελή να ξανακάνουν κάτι τέτοιο!
Τα δύο κορίτσια συνήθιζαν να σώζουν χτυπημένα αλλά ακόμα και νεκρά ζωάκια που έβρισκαν πολλές φορές κατά την διάρκεια της βόλτας τους, στο δάσος του Όζαρκς. Η Φρέγια έμενε ψηλά στο βουνό και το σπίτι της ήταν κοντά σε ένα μονοπάτι που τα κορίτσια λάτρευαν να διασχίζουν μαζί όταν η Άζρα επισκέπτονταν το σπίτι της Φρέγια. Σχεδόν πάντα έβρισκαν σκίουρους, κάμπιες, πουλάκια ή λαγούς να βοηθήσουν.
Όλο αυτό ξεκίνησε τυχαία, μια μέρα που οι δυο τους έπιασαν ταυτόχρονα μια ακίνητη πεταλούδα. Η οποία τελικά ζωντάνεψε μετά το άγγιγμά τους. Τα χέρια τους ήταν ματωμένα από μια βούτα που είχαν φάει σε μια απότομη κατηφόρα με αιχμηρές πέτρες. Όταν η πεταλούδα πέταξε και έφυγε μακριά τους, τα κορίτσια αποσβολωμένα κοίταξαν το ένα το άλλο.
Η Άζρα και η Φρέγια δεν κατάλαβαν τι είχε συμβεί την πρώτη φορά. Όμως μόλις κατάλαβαν πως να χειρίζονται την σούπερ δύναμή τους, όπως την αποκαλούσαν, ένωναν τα χέρια τους ακολουθώντας πάντα την ίδια διαδικασία και κατάφερναν πάντα να σώζουν τα ζωάκια του δάσους που χρειάζονταν την βοήθειά τους.
Ήταν σαν ένα παιχνίδι για αυτές. Έκαναν μαραμένα λουλούδια τον χειμώνα και νεκρά φύλα να πρασινίζουν ξανά.
«Ναι, Άζρα!» Είπε και το παιδικό της πρόσωπο χαμογέλασε. Η Φρέγια ανυπομονούσε να σώσουν κι αυτό το κοράκι!
«Δεν είναι δύσκολο, θυμάσαι πως το κάναμε την προηγούμενη φορά;» Βγήκε μπροστά με το πουλάκι στα χέρια της, γεμάτη αυτοπεποίθηση.
«Θυμάμαι!»
«Εντάξει, έλα θα χρειαστώ τη βοήθειά σου Φρέγια, όπως πάντα!»
Τα δυο κορίτσια ήταν έτοιμα να δώσουν πίσω το δώρο της ζωής, σε αυτό το άμοιρο νεκρό πουλάκι που πιθανότατα πέθανε από το κρύο όταν θα κοιμόταν σε κάποιο ψηλό κλαδί ενός δέντρου το βράδυ που πέρασε.
Οι δυο τους βάδιζαν ανάμεσα από σκούρους κορμούς δέντρων νιώθοντας το πυκνό χιόνι να θρυμματίζεται κάτω από το μικρά μποτάκια τους. Η Άζρα, ακούμπησε το μαύρο πουλί σε ένα ριγμένο κορμό, που είχε κόψει πιθανότατα ένας ξυλοκόπος, αφού είχε μια ευθεία λεία επιφάνεια. Έπειτα μαζί με την Φρέγια έψαξαν για κάτι αιχμηρό. Έπρεπε να κόψουν τη παλάμη τους και να αφήσουν να τρέξει αίμα πάνω από το ράμφος του κορακιού και στο κεφάλι του.
Μόλις βρήκανε ένα κομμάτι σπασμένου γυαλιού ήξεραν ότι ήταν το κατάλληλο. Η Άζρα το πήρε στο ένα χέρι της και πίεσε το αντικείμενο μέσα στη σάρκα του άλλου χεριού της. Μια κόκκινη γραμμή δημιουργήθηκε από όπου αργότερα έτρεξε κόκκινο αίμα.
Η Φρέγια έβγαλε τα γάντια της και τα τοποθέτησε προσωρινά στην τσέπη του μπουφάν της. Πήρε κι εκείνη με τη σειρά της, το διάφανο σπασμένο γυαλί και το κάρφωσε στην δεξιά παλάμη της με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποίησε η Άζρα. Το έσυρε κατά μήκος κι άφησε να σχηματιστεί μια ασύμμετρη ευθεία με αίμα που όλο και πλήθαινε σε ποσότητα. Η αίσθηση ήταν παράξενη και την έτσουζε. Όμως το συναίσθημα που είχε, μετά από ότι έκαναν, το έκανε να αξίζει. Εξάλλου, η πληγή έκλεινε γρήγορα. Μέσα στις επόμενες ώρες θα είχε εξαφανιστεί.
Παρά τις τολμηρές τους αποφάσεις και κινήσεις, οι ανάσες τους ήταν σταθερές, η καρδιά τους χτυπούσε στον φυσιολογικό ρυθμό. Καυτές ανάσες έβγαιναν στην ατμόσφαιρα από τα βάθη του στέρνου τους και μόλις έρχονταν σε επαφή με τον παγωμένο αέρα γίνονταν λευκός και διάφανος καπνός που ταξίδευε ψηλά στην ατμόσφαιρα, μέχρι που διαλύονταν στο κενό χωρίς να αφήσει ούτε ένα σημάδι πίσω του, σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Η Φρέγια πέταξε κάτω στο χώμα το πλέον άχρηστο γυαλί και στην συνέχεια μαζί με την Άζρα πλησίασαν τον κορμό στον οποίο είχαν αφήσει το κοράκι. Η μια στάθηκε αριστερά του κορμού κι άλλη από τα δεξιά του, τέντωσαν τα χέρια τους, αφήνοντας τα να συναντηθούν ακριβώς πάνω από το νεκρό κοράκι. Κοιτάχτηκαν ανά μεταξύ τους και ένευσαν σηματοδοτώντας την επόμενή τους κίνηση. Πιάστηκαν χέρι χέρι με την κομμένη παλάμη τους αφήνοντας το αίμα τους να ενωθεί και να γίνει ένα. Αμέσως μετά έστριψαν τα χέρια τους έτσι ώστε να τρέξει το αίμα τους προς τα κάτω. Έπειτα ξανακατέβασαν τα χέρια τους και τα έφεραν κοντά στο κοράκι, κρατώντας τα ακόμα ενωμένα. Τώρα στόχευαν το σώμα του. Το αίμα έτρεξε και οι σταγόνες κατέληξαν στο σώμα του, βάφοντας κόκκινο το πτηνό. Αυτό μετά από μερικά δευτερόλεπτα κίνησε το ένα του φτερό.
Ένας ήχος κι ένα σάλεμα του θάμνου στα δεξιά τους, τους κέντρισε το ενδιαφέρον τόσο που αποσπάστηκαν από ότι έκαναν εκείνη την στιγμή και στρέψανε το βλέμμα τους και οι δυο προς εκείνη την κατεύθυνση ταυτόχρονα. Εμφανίστηκε η μορφή ενός δεκάχρονου αγοριού. Ήταν ο Κέβιν Ρουσσώ, που τις είχε δει νωρίτερα να απομακρύνονται από την σχολική αυλή και τις ακολούθησε στο δασάκι. Η τρίτη τάξη είχε την ίδια ώρα γυμναστική με το τμήμα του. Για αυτό και τις είδε στο προαύλιο να φεύγουν. Ο Κέβιν, είχε δει από την αρχή το νεκρό πουλάκι. Τις παρακολουθούσε σιωπηλά πίσω από τα πυκνά φυλλώματα του θάμνου, που χρησιμοποίησε ως κρυψώνα, να κόβουν τις παλάμες και να χρησιμοποιούν το αίμα τους για να το ξαναζωντανεύσουν.
Ο Κέβιν, δεν ένιωθε να έχει τρομοκρατηθεί, ούτε ήθελε να τρέξει μακριά από αυτά τα δυο «φρικιά», όπως θα τις αποκαλούσε ο καθένας. Αντίθετα τον καθήλωσαν και τις παρατηρούσε με προσοχή. Η Φρέγια και η Άζρα, στραβοκατάπιαν το άγχος τους που είχε σκαρφαλώσει σαν ένας σφιχτός κόμπος στον λαιμό τους μόλις συνειδητοποιήσαν ότι είχαν θεατή τόση ώρα. Ήταν το μυστικό τους και δεν είχαν πει ποτέ σε κανέναν για αυτό το έργο τους. Τώρα είχαν αποκαλυφθεί στον Κέβιν; Φοβούνταν μην τις μαρτυρήσει στους γονείς τους.
Ακόμα κι αν δεν ήξεραν τι ακριβώς έκαναν μόλις, ένιωθαν πως έκαναν κάτι κακό αφού ένιωθαν ένα αόρατο σκοτεινό πέπλο να τις σκεπάζει.
Νόμιζαν ότι έσωζαν τις ζωές των μικρών ζώων... Όμως στην πραγματικότητα ήταν κάτι περισσότερο από αυτό που νόμιζαν.
Το κοράκι που βρίσκονταν ανάμεσα από τα δύο κορίτσια, πάνω στην λεία επιφάνεια του κορμού σάλεψε. Δεν άργησε να κουνήσει και το κεφάλι του, αλλά και το άλλο του φτερό. Μέσα στο επόμενο λεπτό είχε σηκωθεί στα πόδια του και πέταξε γρήγορα μακριά, φτάνοντας στα πιο ψηλά κλαδιά του ψηλότερου δέντρου, ώσπου χάθηκε από το οπτικό πεδίο της Άζρα Τζάκσον, της Φρέγια Μπλάκγουελ και του Κέβιν Ρουσσώ.
⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top