6. Days Of Our Lives

Όζαρκς, Καναδάς
Χειμώνας, 2.002 μ.Χ.

Παρελθόν

         Ο πρωινός ουρανός στις έξι το πρωί έμοιαζε με ένα κομμάτι άγουρου ροδάκινου, που το είχες πασπαλίσει με λίγη φρέσκια άχνη. Καθώς το περιπολικό διέσχιζε τον δημόσιο δρόμο έξω από την χιονισμένη δασική έκταση με χαμηλή ταχύτητα, η παγωνιά όλο κι απλώνονταν. Τα γυμνά κλαδιά των δέντρων απλώνονταν και κάλυπταν μεγάλο μέρος της διαδρομής μετά την στροφή που οδηγούσε απευθείας στο δάσος. Το αυτοκίνητο όμως ακολούθησε διαφορετική πορεία από τον δημόσιο δρόμο και πήγε περιφερειακά του δάσους. Ήταν πολύ επικίνδυνο να έπαιρναν τον δρόμο μέσα από το βουνό.

Ο οδηγός του περιπολικού ήταν άγρυπνος όλη την νύχτα, επειδή είχε την βραδινή βάρδια. Αφού έμεινε εκτός σπιτιού, δεν μπορούσε να άφηνε την μικρή κόρη του μόνη της κι απροστάτευτη, την πήρε μαζί του, όπως έκανε πάντα, στο αστυνομικό τμήμα. Την άφησε να κοιμηθεί στο γραφείο του όσο εκείνος θα εργαζόταν και το πρωί την πήρε στην αγκαλιά του, με προσοχή μην την ξυπνήσει, και την μετέφερε όσο πιο ήσυχα μπορούσε στο αυτοκίνητό του.

Τα παιδικά πράσινα μάτια, που μόλις άνοιξαν διάπλατα δίπλα στον αστυνομικό, αντίκρισαν τον πλέον καθαρό ουρανό, που ο ήλιος με την εμφάνισή του είχε φροντίσει να επαναφέρει, εξαφανίζοντας τα λαμπερά μικρά αστέρια που στραφτάλιζαν ανάμεσα στο άπειρο χάος και σκοτάδι ολόκληρη την κρύα νύχτα. Η μικρή Άζρα τα παρατηρούσε όλο το βράδυ και δεν θα ξεχνούσε ποτέ πόσο όμορφα ήταν, αφού την κρατούσαν συντροφιά όσο ήθελε να μείνει ξύπνια. Φοβόταν πολύ να κοιμηθεί. Φοβόταν πολύ εκείνη την γυναίκα που έβλεπε στον ύπνο της. Δεν ήξερε ποια ήταν και τι ήθελε και ήταν πολύ μικρή για να καταλάβει.

Όταν ξύπνησε για τα καλά, συνειδητοποίησε ότι βρίσκονταν στο περιπολικό του μπαμπά της. Ήταν ζαλισμένη και ταλαιπωρημένη από τον εφιάλτη της, αλλά δεν είπε τίποτα για να μην αναστατώσει τον μπαμπά της. Εξάλλου, ήξερε ότι ο πατέρας της ήξερε για τον εφιάλτη της ήδη αφού την παρακολουθούσε όλη τη νύχτα. Ήταν πλέον κάτι που δεν ήθελε να συζητάει γιατί την στεναχωρούσε.

«Τι ώρα είναι;» ακούστηκε να ρωτάει η μικρή, με βραχνή φωνή, καλύπτοντας την απαλή μουσική από το ράδιο. Ήταν ακόμα κουκουλωμένη με την καφετί μακριά καμπαρντίνα του πατέρα της, για να μην κρυώνει, και βυθισμένη στο άνετο κάθισμα του συνοδηγού, με το μάγουλό της να ακουμπά τον ώμο της και τα πόδια της κουλουριασμένα να ακουμπάν στην κοιλιά της. Μετά από λίγο ύψωσε το βλέμμα της τεντώνοντας ελαφρώς τον μικροσκοπικό της λαιμό με σκοπό να την χτυπήσει ο ζεστός αέρας που έβγαζε το αιρκοντίσιον του αυτοκινήτου.

«Είναι σχεδόν έξι και μισή» της απάντησε ο πατέρας της ανταλλάσσοντας ένα γλυκό χαμόγελο μαζί της.

Η εφτάχρονη Άζρα έκανε γρήγορα μερικούς υπολογισμούς. «Προλαβαίνουμε να πάμε στο Βέρμοντ. Θα πάμε! Σωστά;» ρώτησε με αγωνία και μόλις είδε το θετικό νεύμα του μπαμπά της το χαμόγελο κρεμάστηκε από τα χείλη της. Πεινούσε σαν τρελή και ήθελε να πάρει το πρωινό της στο αγαπημένο τους μαγαζί.

Για λίγο επικράτησε ησυχία στο αμάξι και η Άζρα θυμήθηκε κάτι δυσάρεστο που έπρεπε να ρωτήσει τον μπαμπά της. «Η Φρέγια θα έρθει σήμερα στο σχολείο;» στο τέλος δάγκωσε απαλά τα ροζ χείλη της.

Η ερώτηση έκανε τον Λουκ να απορήσει. «Πάλι έλειπε;» την ρώτησε.

«Ναι, δυο μέρες δεν ήρθε» είπε ταραγμένη, ένιωθε ότι κάτι κακό συνέβαινε με τη Φρέγια. Η Φρέγια δεν ήταν η οποιαδήποτε για την Άζρα. Ήταν η καλύτερή της φίλη και κατανοούσε ότι έχουν ένα ξεχωριστό δέσιμο που άλλοι άνθρωποι δεν είχαν. Μπορούσαν και κάνανε μαζί πράγματα που κανένας άλλον δεν μπορούσε.

«Θα πάρω τηλέφωνο το απόγευμα τον Τζάρεντ, σε περίπτωση που δεν την δεις ούτε και σήμερα, να μάθουμε αν είναι καλά.» Της είπε για να την καθησυχάσει. Τα μάτια του Λουκ επέστρεψαν στο δρόμο, ενώ το μυαλό του έτρεξε αμέσως στην οικογένεια των Μπλάκγουελ...

[...]

        Το καμπανάκι, της πόρτας που μόλις άνοιξε, κουδούνισε στον γνωστό ρυθμό και έκανε όλους τους πελάτες που παρευρίσκονταν στο μαγαζί εκείνη την στιγμή να γυρίσουν αυθόρμητα και να κοιτάξουν για το ποιος μπήκε. Η Άζρα ένιωσε πολλά βλέμματα πάνω της, αλλά δεν έδωσε σημασία. Αυτή περίμενε πως και πως να σκαρφαλώσει στις ψηλές καρέκλες του μπαρ μπροστά στον πάγκο και να κάνει την γνωστή παραγγελία με τον πατέρα της για πρωινό! Η χριστουγεννιάτικη μουσική και το χριστουγεννιάτικο κλίμα δεν πέρασε απαρατήρητο από κανέναν από τους δυο τους. Παντού υπήρχαν κόκκινες γιρλάντες και αφίσες κολλημένες πάνω στην ξύλινη επιφάνεια του τοίχου, με όλα τα εποχιακά φεστιβάλ και όλες τις τοπικές εκδηλώσεις της πόλης για τις επερχόμενες μέρες των εορτών.

«Καλημέρα Λούσι!» ο Λουκ χαμογέλασε στην δεσποινίδα, πίσω από τον πάγκο, που έδειχνε βγαλμένη από περιοδικό μόδας του ογδόντα μπροστά στα μάτια της Άζρα. Λάτρευε τα κοντά σγουρά μαλλιά της και το κόκκινο χρώμα τους. Τα ρούχα της πάντα ήταν τόσο μοδάτα που την έκανε να πιστεύει πως της ανήκει κάποιο μεγάλο μαγαζί και διάλεγε κάθε μέρα καινούρια από 'κει! Φορούσε πάντα πολύχρωμα φορέματα, κοντά καφέ μποτάκια, άλλοτε με τακούνι κι άλλοτε όχι, πολλές φορές ακόμα και όμορφα ψάθινα ή υφασμάτινα καπέλα που κάλυπταν την κορυφή του κεφαλιού της με χάρη.

«Καλημέρα Λουκ, καλημέρα Αζ!» είπε γλυκά και τους πλησίασε και ύστερα στάθηκε ακίνητη ακριβώς μπροστά τους πίσω από τον πάγκο. Μια κανάτα φρεσκοστυμμένης λεμονάδας βρίσκονταν πίσω από τα χέρια της, που τα είχε ενώσει σκύβοντας πάνω τους για να δει την Άζρα που ήταν ακόμα πολύ κοντή για οχτάχρονη. «Νωρίς νωρίς όπως πάντα!» σχολίασε στο τέλος.

«Πρέπει να προλάβω το σχολείο Λούσι, ξεκινάει στις οχτώ.» Εξήγησε ευσυνείδητα η Άζρα με όρεξη στην Λούσι. Της μιλούσε στον ενικό, της το είχε ζητήσει η ίδια άλλωστε επειδή πρώτων, ήταν φίλες και δεύτερον, γνωρίζονταν από πολύ παλιά...!

Ο Λουκ, αφού γέλασε πρώτα λίγο μαζί με την Λούσι ⎯ως μεγάλοι με την απάντηση της Άζρας⎯ αφήνοντάς την για λίγο εκτός επέλεξε να υποστηρίξει τα λόγια της επεμβαίνοντας στη κουβέντα της με τη Λούσι. «Έχουμε βάλει ένα πρόγραμμα από ότι βλέπεις εμείς» της είπε κοιτάζοντας μια τη Λούσι και μια την Άζρα χαμογελαστός.

«Τότε να μην σας καθυστερώ. Λοιπόν, να σας φέρω τα γνωστά;» δεν χρειάζονταν να ρωτήσει, ήξερε ότι η απάντηση θα ήταν ναι.

«Ναι!» Ο Λουκ την διαβεβαίωσε κοιτάζοντάς την, ενώ παράλληλα θαύμασε το πόσο όμορφη έδειχνε η Λούσι στα μάτια του. Παρά την κούρασή του η Λούσι κατάφερε πάλι να τον κάνει να της χαμογελάσει.

Τα πρωινά στο «Βερμόντ» ήταν τα καλύτερα για τον ίδιο αλλά και για την Άζρα. Περνούσαν όμορφα λίγο χρόνο μαζί, μακριά από τις υποχρεώσεις και τη καθημερινότητά τους και ας μη ξεχνάμε και τους άσχημους εφιάλτες της Άζρα.

Η σερβιτόρα, που φαίνονταν να περνάει ιδιαίτερα καλά με την παρουσία του Λουκ και της κόρης του στο μαγαζί που δούλευε, δεν άργησε να τους προσφέρει την παραγγελία. Βγήκε από τη κουζίνα με έναν μεγάλο δίσκο γεμάτο νόστιμα καλούδια. Άπλωσε τα πιάτα ένα ένα μπροστά τους και έπειτα με ένα θερμό προσωρινό αντίο τους άφησε μόνους για να απολαύσουν το πρωινό τους.

Δεν ήξεραν τι να πρωτοδιαλέξουν... Είχαν ομελέτα με ποικιλία πολύχρωμων λαχανικών, που στην Άζρα θύμιζαν τα πολύχρωμα και φανταχτερά φορέματα της Λούσι. Βαφλάκια με πραλίνα φουντουκιού, που το χρώμα τους της θύμιζε έντονα τα καφέ καδράκια από ξύλο φουντουκιάς που είχαν τις φωτογραφίες τους αυτή και ο πατέρας της στο σαλόνι του σπιτιού τους. Τηγανίτες με σιρόπι, που έκανε τον ουρανίσκο της να γαργαλιέται και να γελάει με την αίσθηση αυτή. Τέλος είχαν ακόμα και τρίγωνα τοστ με κασέρι-γαλοπούλα και αλειμμένο βούτυρο στις φρεσκοψημένες φέτες του που η μυρωδιά του έκανε τα ρουθούνια της να ευχαριστούν για την ύπαρξη του βουτύρου.

   

Αφού έφαγαν το πρωινό τους και η ώρα πέρασε, πλήρωσαν και η Λούσι έσπευσε χωρίς δεύτερη σκέψη να τους αποχαιρετήσει. Ο Λουκ έσκυψε και γονάτισε μπροστά στην Άζρα για να της φορέσει το μπουφάν, τα γάντια της και το σκουφάκι της και η Άζρα άπλωσε απαλά τα μικρά της χέρια για να της περάσει το μανίκια.

«Ελπίζω να απολαύσατε το πρωινό σας!» τους χαμογέλασε φιλικά ανοίγοντας σιγά σιγά την πόρτα περιμένοντας τον Λουκ να ετοιμάσει την μικρή.

«Ήταν όλα τέλεια Λούσι όπως πάντα άλλωστε, σ' ευχαριστούμε για την εξυπηρέτηση!»

«Τι είναι αυτά που λες Λουκ; Είναι πλέον χαρά μου να σας βλέπω και τους δυο σας.»

«Κι εμένα είναι χαρά μου να σε βλέπω!» λέει κι έπειτα κάνει μια παύση και διορθώνει αμέσως κάτι, πριν καρφωθεί για το ότι του αρέσει η Λούσι «...να σε βλέπουμε, εννοώ χαιρόμαστε πολύ και οι δυο να σε βλέπουμε!» Χαμογελάει σίγουρος ότι έκανε μια γκάφα κι ότι τον κατάλαβε, αλλά δεν τον ένοιαζε και πολύ. Έβλεπε ότι και στην Λούσι υπήρχε πιθανότητα να αρέσει ο Λουκ αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάποιο βήμα λόγω της δύσκολης ζωής που είχε... δεν περνούσαν και λίγα με την Άζρα, για αυτό δεν μπορούσε να επιτρέψει την γλυκιά Λούσι να μπει στην ζωή του και καταστρέψει και τη ζωή της Λούσι...

Η Άζρα βρίσκονταν σχεδόν ανάμεσα από τους δυο ενήλικες που στέκονταν και κοιτάζονταν χωρίς να λένε τίποτα κι αυτό την έκανε να βαριέται που περιμένει. «Μπορούμε να πηγαίνουμε τώρα;» ψιθύρισε στα κρυφά στον πατέρα της κάνοντάς τον να ταρακουνηθεί.

«Ναι, ναι! Συγνώμη μικρή μου.»

«Πρέπει να φύγουμε Λούσι, τα λέμε σύντομα. Θα ξανάρθουμε! Μου αρέσει πολύ όπως μαγειρεύεις!» Είπε με όση ειλικρίνεια και άγνοια διαθέτει ένα οχτάχρονο κάνοντας την Λούσι αδύνατο να μην την τσιμπήσει στο μάγουλο.

«Ω καλή μου, εγώ μόνο σου σερβίρω το φαγητό, έχουμε μάγειρα μέσα» της εξήγησε στα γρήγορα.

«Τότε την επόμενη φορά πες στον μάγειρα να μαγειρέψεις εσύ γιατί θέλω πολύ να φάω κάτι που θα φτιάξεις εσύ» της ζήτησε ευγενικά και ύστερα βγήκε έξω περιμένοντας τον μπαμπά της να την ακολουθήσει.

«Ευχαριστούμε και πάλι Λούσι! Καλή συνέχεια!» Είπε αποχαιρετώντας την ο Λουκ.

«Επίσης Λουκ!» Κούνησε το χέρι της χαιρετώντας και την μικρή όσο ο Λουκ είχε γυρισμένο το κεφάλι του προς αυτήν.

[...]

         Οι δυο τους ύστερα περπάτησαν στο μισοχιονισμένο πεζοδρόμιο με τον Λουκ να καρδιοχτυπά κάθε φορά που η Άζρα χοροπηδούσε στον πάγο. Έπρεπε να πάνε ως το ταχυδρομείο αφού όπως φαίνεται κάποιος του είχε στείλει κάτι και μέχρι να φτάσουν η Άζρα είχε πέσει ευτυχώς μόνο μια φορά εξαιτίας της απροσεξίας της.

Έξω από το ταχυδρομείο ο Λουκ αντίκρισε ένα αγόρι να προσπαθεί να ξεκολλήσει την ρόδα του ποδηλάτου του επειδή πιθανότατα είχε παγώσει και θεώρησε καλό να το βοηθήσει. «Όλα καλά εκεί μικρέ;» φώναξε στον πιτσιρικά. Έδειχνε να είναι ένα με δυο χρόνια μεγαλύτερος από την κόρη του.

Το αγόρι ύψωσε το βλέμμα του από το ποδήλατό του στον άγνωστο που του απηύθυνε την ερώτηση. «Κύριε!» Τον κάλεσε κοντά του μόλις αντιλήφθηκε ότι ήταν πρόθυμος να του δώσει ένα χεράκι βοηθείας.

Ο Λουκ έκανε νόημα την Άζρα να έρθει κοντά του και τον ακολουθήσει. Πέρασαν το δρόμο μόλις έφυγε το διερχόμενο αμάξι και πλησίασαν το αγόρι με το ποδήλατό του. Το βλέμμα της Άζρα άλλαξε σε αγχωμένο μόλις τον αντίκρισε και έτρεξε γρηγορότερα κοντά του.

«Κέβιν;» του φώναξε. Ήταν ο Κέβιν Ρουσσώ.

«Άζρα;» είπε μόλις την κατάλαβε.

«Γνωρίζεις αυτό το αγόρι;» απόρησε ο Λουκ και τους κοίταξε και τους δυο τους.

«Ναι, πηγαίνουμε στο ίδιο σχολείο» του εξήγησε σφιγμένη. Της άρεζε ο Κέβιν και τώρα ντρέπονταν που ήταν μαζί τους και ο μπαμπάς της... δεν ήξερε τι θα σκέφτονταν για αυτήν... Ναι, ήταν μικρή, αλλά είναι πολύ ντροπιαστικό να σε βλέπει το αγόρι που αγαπάς μαζί με τον μπαμπά σου... σκέφτηκε με αθώο της μυαλό κι έπλεξε τα δάχτυλά της ντροπαλά.

Ο Κέβιν αποτράβηξε το βλέμμα του από την Άζρα που την κοιτούσε το ίδιο πανικοβλημένος, αφού ήταν πολύ φοβισμένος που το κορίτσι που του άρεζε βρέθηκε μπροστά του με τον... πατέρα της! Ύστερα, απλά τράβηξε το ποδήλατό του από τον τούβλινο τοίχο του κτιρίου και το έσυρε ως τον Λουκ.

«Λοιπόν τι συνέβη;» έκανε πως δεν κατάλαβε και πως είδε καμία από τις παράξενες αγχωμένες ματιές που αντάλλαξαν τα δυο παιδιά ανά μεταξύ τους και συγκεντρώθηκε στο ότι έπρεπε να βοηθήσει τον Κέβιν.

«Κόλλησε το πετάλι και δεν ξέρω τι να κάνω...» είπε χαμηλόφωνα λες και το είχε καταστρέψει ο ίδιος, ενώ η πραγματικότητα ήταν ότι συνέβη από μόνο του...

Ο Λουκ έσκυψε για να κοιτάξει από πιο κοντά. «Α, αυτό είναι μόνο;» είπε χαμογελαστός. «Απλά σου βγήκε η αλυσίδα. Άσε με να το πάρω εγώ.» Του ζήτησε το ποδήλατο κι ο Κέβιν το άφησε στα χέρια του. Πείραξε την αλυσίδα του ποδηλάτου πάνω κάτω και την επανατοποθέτησε. «Ορίστε, έτοιμο!» Του είπε παραδίδοντας του το πίσω.

«Ούτε γάτα ούτε ζημιά!» Είπε και η Άζρα και ο Κέβιν γέλασε μαζί της μόνο που κοιτάχθηκαν κάτω από το εξεταστικό βλέμμα του πατέρα της Άζρα. Τους φάνηκε αστείο, γιατί ο Λουκ τους θύμισε τον κύριο Πολ, τον δάσκαλο της πέμπτης, που όταν έχει υπηρεσία στο προαύλιο στα διαλείμματα τους κοιτάει σαν γεράκι.

«Ευχαριστώ κύριε...» δεν ήξερε το όνομά του.

«Λουκ» τον συμπλήρωσε ευγενικά.

«Ευχαριστώ κύριε, Λουκ!» Είπε τώρα ολοκληρωμένα.

«Πρόσεχε στον δρόμο Κέβιν, τα αυτοκίνητα και τον πάγο.» Δεν δίστασε να τον συμβουλέψει μόλις ανέβηκε στο «όχημά» του.

«Μάλιστα κύριε! Τα λέμε αργότερα στο σχολείο Άζρα!» Φώναξε μόλις ξεκίνησε να κάνει πετάλι.

«Τα λέμε Κέβιν!» Η Άζρα φώναξε επίσης.

Ο Λουκ κοίταξε την Άζρα χωρίς να ξέρει τι πραγματικά έπρεπε να πει. Μόλις συνάντησε το πρώτο αγόρι-φίλο της Άζρα; «Πόσο χρονών είναι αυτό το αγόρι;» απόρησε υψώνοντας το φρύδι του, ενώ τον κοιτούσε όσο εκείνος απομακρυνόταν.

«Δέκα;» είπε χωρίς να είναι σίγουρη και χωρίς να δώσει βάση στα συναισθήματα που βίωνε ο πατέρας εκείνη τη στιγμή. Ήταν μικρή εκείνη, δεν καταλάβαινε...

Ο Λουκ ξαφνικά αγχώθηκε ότι η Άζρα άρχισε να μεγαλώνει. «Και κάνετε παρέα;» ρώτησε με το ίδιο βλέμμα απορίας στο πρόσωπό του.

«Ναι, είμαστε φίλοι!» Τον κοίταξε χαμογελαστή και ύστερα ξεκίνησε να περπατάει προς την είσοδο του ταχυδρομείου.

Ο Λουκ έμεινε να στέκεται πίσω μόνος του. «Τουλάχιστον είναι ευγενικός και... ξέρει ποδήλατο» μουρμούρησε στον εαυτό του για να παρηγορηθεί ανασηκώνοντας στο τέλος τους ώμους του.

[...]

Το δωμάτιο, της μικρής Φρέγιας Μπλάκγουελ, ήταν λευκό με δυο πίνακες σύγχρονης τέχνης να κρέμονται αντικριστά από τα δυο τετράγωνα παράθυρα. Η Φρέγια είχε μόνη της το δωμάτιο, αφού οι γονείς της πλήρωσαν αδρά τη κλινική για ένα μονόκλινο ξενώνα -ώστε να νιώθει άνετα η κόρη τους κατά τη διαμονή της.

Η Φρέγια ήταν καθισμένη στο κρεβάτι με τα λευκά σεντόνια πεταμένα άτσαλα στο πάτωμα. Είχε ενθουσιαστεί που επιτέλους θα φεύγανε από το νοσοκομείο με τους γονείς της και θα πήγαινε στο σχολείο μετά από δυο μέρες που έλειψε. Της είχανε λείψει οι φίλες της και ιδιαίτερα η Άζρα Τζάκσον, η καλύτερή της φίλη.

«Καλημέρα, Φρέγια!» Μια νοσοκόμα που είχε αναλάβει την φροντίδα της μπήκε στο δωμάτιο. Η Φρέγια δεν της μίλησε, δεν γύρισε καν να την κοιτάξει ούτε για μια στιγμή. Είχε το βλέμμα της στραμμένο έξω από το παράθυρο και χάζευε το χιονισμένο δάσος, τα κυπαρίσσια και τις φουντουκιές. «Σήμερα θα πάρεις εξιτήριο. Κάναμε όλες τις εξετάσεις που χρειαζόσουν. Μπορείς να πας ακόμα στο σχολείο, άκουσα χθες να ζητάς.» Της είπε όσο σημείωνε κάτι πάνω σε ένα μπλοκάκι που είχε φέρει μαζί της. Ύστερα πήρε τα σεντόνια της και τα τοποθέτησε και πάλι πάνω για να μην δείχνει τόσο ακατάστατο το δωμάτιο στα μάτια της.

Η νεαρή νοσοκόμα πλησίασε την Φρέγια και την παρατήρησε για μερικά λεπτά. Το παιδί δεν κουνιόταν, έμοιαζε υπνωτισμένο από την μαγεία του χειμώνα. Ξερόβηξε για να της κεντρίσει το ενδιαφέρον, μπας και τελικά την άκουγε... «Ο μπαμπάς και η μαμά σου θα είναι εδώ όπου να 'ναι. Πρέπει να ετοιμαστείς» την ώθησε και την βοήθησε να κατεβεί από το ψηλό κρεβάτι της. Εάν την σήκωνε η ίδια δεν θα είχε να ανησυχεί για το εάν θα κατέβαινε ποτέ από 'κει για να ετοιμαστεί.

Αφού η νοσοκόμα πήρε τα χαρτιά, με τις ιατρικές πληροφορίες που χρειαζόταν, μπροστά από το κρεβάτι της, έφυγε από το δωμάτιό της Φρέγια και την άφησε μόνη της. Το δωμάτιο είχε και πάλι απόλυτη ησυχία.

Η μικρή κατευθύνθηκε προς την ντουλάπα και έβγαλε τα μόνα καθαρά ρούχα που τις είχανε απομείνει και τα φόρεσε. Ύστερα, χωρίς να καθυστερήσει, πήγε στην πολυθρόνα που ήταν τοποθετημένη δίπλα από το παράθυρο και κάθισε εκεί για να συνεχίσει αυτό ακριβώς που έκανε καθούμενη στο κρεβάτι, να αγναντεύει έξω το χειμερινό δάσος που τόσο πολύ της άρεζε. Το φρέσκο χιόνι ήρθε για να διατηρήσει το παλιό που είχε ξεκινήσει κιόλας να λιώνει.

Παρατηρούσε στενά κάθε λεπτομέρεια ανάμεσα από τους σκούρους κορμούς και οτιδήποτε κι αν άλλαζε ή αν κουνιόταν το αντιλαμβάνονταν αμέσως. Που και που έβλεπε μια σκιά να εμφανίζεται. Της είχε δημιουργηθεί η εντύπωση μάλιστα ότι κάθε φορά που έφτανε ένα εκατοστό πριν το φως απομακρυνόταν και ύστερα έφευγε πάλι στο σκοτάδι. Κοιτούσε με προσοχή, περιμένοντάς την επιτέλους να εμφανιστεί ολόκληρη. Δεν την τρόμαζε που έβλεπε σκιές, αλλά ούτε και που άκουγε ψιθύρους. Μαζί με την φίλη της Άζρα, μοιράζονταν μερικές από αυτές τις «μοναδικές ικανότητες» όπως τις αποκαλούσαν ανά μεταξύ τους. Κάνανε πολλά πράγματα μαζί.

Η πόρτα μετά από λίγο ξανάνοιξε και αυτήν την φορά ήταν οι γονείς της. «Φρέγια ήρθαμε!» Η φωνή της Σερένα Μπλάκγουελ ξεχύθηκε στον κενό χώρο και χάθηκε αμέσως μετά. Η μητέρα της, της χαμογέλασε και την πλησίασε. Αμέσως πήρε την Φρέγια στην αγκαλιά της σφίγγοντάς την μέχρι να σκάσει.

«Έχω βαρεθεί. Με αφήνεται συνέχεια στο νοσοκομείο...» παραπονέθηκε η μικρή μετά από λίγη ώρα την αγκαλιά της μαμάς της. Αμέσως σηκώθηκε από την πολυθρόνα έτοιμη να φύγει από το δωμάτιο, εκείνη την στιγμή όμως εμφανίστηκε μπροστά της ο πατέρας της και δεν κατάφερε να δραπετεύσει από το δωμάτιο.

«Που πας μικρή;» την κοίταξε ανακριτικά, αλλά μόνο για πλάκα.

«Θέλω να φύγω από εδώ πέρα...»

«Γι' αυτό ήρθαμε Φρέγια, για να σε πάρουμε.» Προσπάθησε να καθησυχάσει την κόρη του. Στεναχωριούνταν που την άφηναν τόσο συχνά στο νοσοκομείο, όμως τα συμπτώματα που έβλεπαν στην σωματική αλλά και ψυχική της υγεία δεν μπορούσαν να τα αγνοήσουν. Πολλές φορές η Φρέγια τους τρόμαζε σε μεγάλο βαθμό. Πονούσε υπερβολικά σε διάφορα σημεία του σώματός της και έκανε γενικά πολλά παράξενα πράγματα που τους ανησυχούσαν.

«Δεν θέλω να ξαναεπιστρέψω εδώ...» το βλέμμα της σφίχτηκε και έδειχνε ότι ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

Ο Τζάρεντ αντιλήφθηκε την άσχημη ψυχολογική της κατάσταση και έσπευσε αμέσως να την βάλει στην αγκαλιά του για να νιώσει καλύτερα η μικρή κορούλα του. «Ας ελπίσουμε να μην ξαναχρειαστεί...» ευχήθηκε βαθιά να βγει σωστός.



⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top