45. Silhouette
Ήταν αργά πια, το φεγγάρι βασίλευε αγέρωχο, με την πιο όμορφη ασημί του απόχρωση στον αβυσσαλέο ουρανό της νύχτας πάνω από το Όζαρκς.
Στην καλύβα που κρύβονταν ανάμεσα στους καφετί κορμούς του δάσους, στην πλαγία του Βέρμοντ, η παρέα των βρικολάκων της ιστορίας μας βρισκόταν συγκλονισμένοι, με την ησυχία να τους έχει καταπιεί όλους τους για ώρα... Χωρίς να ξέρουν τι να πουν ή πως να φερθούν στον Νικ Γκρίφιν, που του είχε χαριστεί η ζωή από μια Απόγονο των Αυθεντικών Βρικολάκων. Η νεκρανάσταση μπορεί να τους ανακούφισε, διότι πήραν τον φίλο τους πίσω, αλλά φοβούνταν πολύ για το τι συνέπειες θα μπορούσε να έχει μια πράξη σαν κι αυτή, όχι μόνο για την Φρέγια Μπλάκγουελ ή τον Νικ Γκρίφιν, αλλά για όλους τους... Ποια θα ήταν το αντίκτυπο εκείνης της βραδιάς σε όλους τους;
«Πως νιώθεις;» Η Σέραφιν κοίταζε τον Νικ σαν να ήταν ένα εύθραυστο βάζο μιας άλλης εποχής. «Μπορείς να―»
«Είμαι καλά, Σέραφιν.» Την διέκοψε χαμογελώντας της αδύναμα. Η φωνή του ακόμα έβγαινε βαριά και ένιωθε σαν να του έγδερνε τον λαιμό. «Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον.» Τράβηξε την ελαφριά κουβέρτα που του είχε δώσει για να τυλίξει το σώμα του και να μείνει ζεστός και κάλυψε καλύτερα την πλάτη του. Έμεινε καθισμένος, μαζεμένος κάτω από την ζέστη που του πρόσφερε και χαμογέλασε στην Σέραφιν, ικανοποιημένος που την έβλεπε ξανά. Του φαίνονταν όλα σαν ένα όνειρο, σαν ψέμα, ήταν πολύ δύσκολο να συνειδητοποιήσει τι του συνέβη...
Οι δυο τους κάθονταν πάνω σε δυο ξύλινες παλιές καρέκλες, μπροστά στο αναμμένο γραφικό τζάκι της καλύβας και κοίταζαν σιωπηλοί τις πύρινες πορτοκαλοκόκκινες γλώσσες να χορεύουν ανάμεσα στα κούτσουρα – που ο Ντόριαν Ράμζι είχε φέρει νωρίτερα από την αποθήκη.
Η σιγή που κυριαρχούσε στον χώρο έδωσε σε όλους την ευκαιρία να συμφιλιωθούν με την συνείδησή τους, να συνειδητοποιήσουν τι συνέβη. Δεν είχε μιλήσει ακόμα κανείς με τον Νικ από την στιγμή της ανάστασής του. Ανέλαβε η Σέραφιν πρώτα να τον ελέγξει ―εάν είναι καλά, εάν είναι στα λογικά του κι αν υπήρξαν παρενέργειες. Όλα όμως τα βρήκε ευτυχώς καλά και με κανένα απολύτως πρόβλημα. Αυτό τους χαροποίησε όλους ιδιαίτερα.
Σύντομα άρχισαν να μαζεύονται και οι υπόλοιποι γύρω τους, με τον Ντάνιελ Κάρσον να καταφθάνει πρώτος. «Πως είσαι αδερφέ μου;» Στάθηκε μπροστά στον Νικ. Τα μάτια του έτρεξαν κι έλεγξαν τον φίλο του, από την κορφή ως τα νύχια, ενστικτωδώς. Χαίρονταν βαθιά που τον έβλεπε γερό και ζωντανό μπροστά του. Πλησίασε κι άλλο και τον χτύπησε φιλικά στους ώμους, απαλά για να μην τον πονέσει.
«Σαν να πέθανα και να με ξυπνήσατε;» Του είπε ειρωνικά, σε εύθυμο τόνο μεν. «Ούτε να πεθάνω στην ησυχία μου δεν με αφήνετε...» Μοιράστηκε ένα σιωπηλό γέλιο με τον Ντάνιελ. Ποτέ δεν θα σταματούσε να πειράζει ο ένας τον άλλον, ακόμα και μετά από μια εμπειρία σαν κι αυτή, που τους έφερε τόσο κοντά στον θρήνο ενός θανάτου.
«Το ξέρεις πως εάν πέθαινες, θα πέθαινα;» Άκουσε την τραχιά φωνή του Άρτσερ να έρχεται από τα δεξιά του και να λυγίζει ελαφρώς στο τέλος. Ο Νικ γύρισε και τον κοίταξε βουρκωμένος, το χαμόγελο εξαφανίστηκε και ένιωσε την συμπόνια του. Ο Άρτσερ βάδισε προς το μέρος του και τον αγκάλιασε προσεκτικά για να μην τον πονέσει. Όμως, ο Νικ, δεν αδυνατούσε να τον σφίξει στην αγκαλιά του, ήταν αρκετά δυνατός κι όχι τόσο εύθραυστος όσο περίμεναν όλοι να είναι την δεδομένη στιγμή.
«Το ξέρω!» Ψιθύρισε στοργικά στον καρδιακό του φίλο, όσο τον είχε βυθισμένο στην φιλική του αγκαλιά. Έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα και συγκράτησε τα δάκρυα που απειλούσαν να εμφανιστούν στα μάτια του. Ήταν πολύ φορτισμένος συναισθηματικά.
Ο Άρτσερ απομακρύνθηκε και στα οπτικό πεδίο του Νικ γρήγορα εμφανίστηκε και ο Ντόριαν που στέκονταν απέναντί του. «Μας κατατρόμαξες!»
«Συγνώμη για αυτό, δεν θα ξαναγίνει...» Συνέχισε να αστειεύεται χαλαρά, γελώντας μαζί του φιλικά.
«Το καλό που σου θέλω νεαρέ!» Τον προειδοποίησε κι έπειτα του έσκασε ένα θερμό χαμόγελο.
«Υπόσχομαι!»
Το κλίμα είχε ελαφρύνει κι όλοι ένιωσαν γρήγορα ανακουφισμένοι από το τραγικό κακό που γλύτωσαν.
«Τέλος καλό, όλα καλά...» Συνόψισε η Σέραφιν και κοίταξε τους αγαπημένους της που την περιτριγύριζαν. Θα την διέλυε το να χάσει οποιοδήποτε από αυτούς τους τέσσερις, είχαν περάσει χιλιάδες όμορφες, άσχημες, δύσκολες και αξέχαστες στιγμές μαζί στο βάθος των χρόνων. Το βλέμμα που τους χάρισε έλεγε όλα όσα δεν είπε η γλώσσα της. Εκείνοι αμέσως ανταπέδωσαν.
Ο Νικ ανακάθισε στην καρέκλα του ανήσυχος, σαν να τον ταλάνιζε κάτι ακόμα. Κοίταξε χαμηλά σκεπτικός χωρίς να πει κουβέντα.
«Τι συμβαίνει; Νιώθεις κάτι;» Τον ρώτησε η Σέραφιν παραξενευμένη με την συμπεριφορά του. Φοβήθηκε για το οτιδήποτε.
«Όχι, όχι!» Την καθησύχασε. «Βασικά... Που είναι εκείνη;» Ρώτησε και ύψωσε το βλέμμα του κοιτάζοντάς τους όλους έναν έναν κι έπειτα τα μάτια του περιπλανήθηκαν στο εσωτερικό της καλύβας, αναζητώντας την μορφή της κοπέλας που τον έσωσε. Λίαν συντόμως, εντόπισε την Φρέγια πλαγιασμένη στο κρεβάτι όπου κείτονταν νεκρός πριν λίγες ώρες. Ήταν καλά; Ανησύχησε. Αγωνία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του βρικόλακα.
Ο Άρτσερ αμέσως κατάλαβε, έτσι παρακολουθούσε τις κινήσεις του όσο ο Νικ έψαχνε την Φρέγια, για να της μιλήσει. «Χρειάζεται ξεκούραση.» Τον σταμάτησε, πριν προλάβει να σηκωθεί από την καρέκλα του ―αφού είχε σκοπό να την προσεγγίσει.
Ο Νικ γύρισε και τον κοίταξε. «Αυτή είναι που με επανέφερε;» Ρώτησε προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβη. «Έτσι δεν είναι;» Οι κόγχες των ματιών του περιπλανήθηκαν ανάμεσα στους φίλους του. Ένας κόμπος που είχε δημιουργηθεί στον λαιμό του τον ενοχλούσε να ρωτήσεις περαιτέρω. Παρόλου που είχε χάσει τις αισθήσεις του και που βρίσκονταν στο τελικό στάδιο της μόλυνσης από το θανάσιμο εργαλείο των Κυνηγών, ήξερε πως η Φρέγια ήταν εκεί πριν πεθάνει. Είχε αντιληφθεί πως βρίσκονταν στον χώρο μαζί με τους φίλους του και είχε καταφέρει να ακούσει, ανάμεσα στην βαβούρα που είχε δημιουργηθεί στο μυαλό του, ότι της ζητούσαν να τον βοηθήσει. Αναλογιζόμενος ότι τώρα ήταν ζωντανός, μπορούσε μόνο να μαντέψει ότι είχε βάλει το χεράκι της...
«Ναι, η Φρέγια σε έσωσε.» Τον επιβεβαίωσε ο Άρτσερ τελικά.
Ο Νικ ξεφύσιξε με το βάρος που ένιωθε να παραμένει μέσα του. «Μπορώ να της μιλήσω;» Τα μάτια του εξέφρασαν αγωνία, σε συνδυασμό με τον τόνο της φωνής του.
«Δείχνει να κοιμάται ακόμα, Νικ.» Του είπε η Σέραφιν που πήγε κοντά στην Φρέγια για να ελέγξει εκείνη πρώτα.
Ο Νικ ήταν ακόμα καθισμένος στην καρέκλα του, έτσι αρκέστηκε στην πληροφορία που έλαβε από την Σέραφιν. Πέρα από την επιθυμία που ένιωθε για να μιλήσει με την Φρέγια, ένιωθε παράλληλα πως δεν ήταν ακόμα απολύτως έτοιμος να περπατήσει μόνος του, φοβόταν πως δεν θα τα κατάφερνε καλά. Δεν αισθανόταν ακόμα πλήρως λειτουργικός, χρειαζόταν λίγο χρόνο ακόμα. Εξάλλου δεν ήθελε να πέσει κάτω από τα πρώτα βήματα και να κάνει τους φίλους του να ανησυχήσουν χωρίς λόγο. Θα ξεκουράζονταν λίγο ακόμα, αποφάσισε...
Στο μυαλό του κυριαρχούσε μια απορία. «Πως το έκανε αυτό; Πως με επανέφερε στην ζωή;» Οι ερωτήσεις του τους αναστάτωσαν.
«Πρέπει να μάθουμε περισσότερα για την Φρέγια οπωσδήποτε.» Είπε ο Ντόριαν. «Μιλάμε για μια νεκρανάσταση.»
Ο Ντάνιελ κοίταξε τον Άρτσερ θέλοντας να τον προειδοποιήσει κι ο ίδιος. «Μπορεί να είναι επικίνδυνη. Μπορεί να καταλήξει σαν την Βικτώρια!» Το βλέμμα του ήταν σκληρό φοβούμενος αυτήν την άσχημη εκδοχή. Θα τα περνούσαν όλα ξανά από την αρχή;
«Σαν την Βικτώρια;» Μονολόγησε ο Νικ μπερδεμένος.
«Χρειάζεται την βοήθειά μας εάν πράγματι αυτό που σας είπα ισχύει!» Υποστήριξε θερμά ο Άρτσερ.
«Τι ακριβώς είπες; Έχει να κάνει με την Βικτώρια αυτή της η ικανότητα. Έτσι δεν είναι;» Ρώτησε ο Νικ, πανικόβλητος αφού φάνηκε να είναι ο μόνος που δεν καταλάβαινε. «Θέλω να μάθω.» Τον πίεσε όταν είδε πως ο Άρτσερ απέστρεψε στιγμιαία το βλέμμα του και πως δυσανασχέτησε για μια στιγμή.
Όμως στο τέλος ένευσε θετικά, δηλώνοντάς ότι τελικά θα του εξηγούσε ευθείς αμέσως. Τα χαρακτηριστικά του Νικ μαλάκωσαν, περίμενε να ακούσει. «Πιστεύω πως η Φρέγια δεν μοιάζει απλά εξωτερικά στην Βικτώρια. Πιστεύω ότι είναι κι αυτή μια Απόγονος σαν κι εκείνη, είναι μια Αυθεντική Βρικόλακας! Δεν μπορεί να είναι ίδια η Βικτώρια εμφανισιακά, κάποιος λόγος θα υπάρχει και μάλλον, νομίζω δηλαδή, πως είναι αυτός. Είναι Απόγονος...» ο Άρτσερ περίμενε για την αντίδραση του Νικ, αλλά ήθελε να ακούσει και την άποψή του.
Ο Νικ γούρλωσε τα μάτια του μόλις συνειδητοποίησε τι συνέβαινε. «Και τώρα νομίζω πήρες την επιβεβαίωσή σου...» Ψιθύρισε δειλά, σηκώνοντας τα φρύδια του, εννοώντας τον εαυτό του, την νεκρανάστασή του. Ήταν η απόδειξη των ικανοτήτων της Φρέγια Μπλάκγουελ.
Είχαν ακούσει όλοι τους πως οι Απόγονοι των Αυθεντικών Βρικολάκων είναι παντοδύναμοι και ανάμεσα στις ικανότητές τους είναι κι αυτό που έκανε εκείνο το βράδυ η Φρέγια. Υπήρχαν για την προστασία του είδους τους και ήταν ελάχιστοι. Για αυτό και η Φρέγια, ως Αυθεντικός Βρικόλακας, κατάφερε να σώσει τον Νικ εκείνη την νύχτα.
Ο Ντάνιελ πλησίασε τον Άρτσερ με ανησυχία. «Πρέπει να κάνουμε κάτι...» Δεν ήξερε καν τι να προτείνει, αλλά ήξερε πως δεν έπρεπε να μείνουν με σταυρωμένα χέρια, συνεχίζοντας την ζωή τους όπως την ήξεραν. Όλα άλλαξαν ξαφνικά!
Το σχέδιό τους ήταν να επιστρέψουν στο Όζαρκς για να σκοτώσουν την Βικτώρια Ντουκέιν και όχι για να ανταμώσουν με μια ακόμα Απόγονο των Αυθεντικών Βρικολάκων...
«Πρέπει να μείνουμε στο Όζαρκς, δεν μπορούμε να φύγουμε τώρα!» Είπε ο Άρτσερ.
Κοιτάχθηκε με τον Ντόριαν αμέσως και οι σκέψεις τους ενώθηκαν. Είχαν ήδη συζητήσει το πλάνο τους – το πως θα έπρατταν από εκείνη την νύχτα και μετά, χωρίς να το πουν στον Νικ, στον Ντάνιελ ή την Σέραφιν είχαν σχεδιάσει ήδη το πλάνο δράσης τους. Μάλιστα αυτός που το σκέφτηκε ήταν ο ίδιος ο Ντόριαν.
«Δεν θα μείνουμε όλοι όμως!» Ο Άρτσερ αντάλλαξε νεύματα με τον Ντόριαν, συμφωνούσε μαζί του και έβρισκε το πλάνο καλή ιδέα.
«Τι είναι αυτά που λες, Άρτσερ;» Ο Νικ όμως δεν συμφωνούσε με αυτήν την λογική τους και δεν ήξερε καν τι είχαν πει ο Άρτσερ και ο Ντόριαν. Τα βλέμματά τους, τον προβλημάτισαν. Κατάλαβε ότι πρόκειται για κοινή απόφαση, με τους υπόλοιπους να μην έχουν λόγο. «Ήρθαμε μαζί σου πίσω στο Όζαρκς, γιατί μας ζήτησες να σε βοηθήσουμε και αυτό θα κάνουμε!»
«Δεν χρειάζεται να μείνετε!» Ακούστηκε από το βάθος μια χαμηλή φωνή διακόπτοντας μια μεγάλη σύγκρουση. Όλοι γύρισαν προς τα πίσω για να αντικρίσουν την Φρέγια που είχε συνέλθει. Ήταν πια ξύπνια, καθιστή στο κρεβάτι κι όχι ξαπλωμένη όπως πριν.
«Τι εννοείς;» Ο Άρτσερ απόρησε, δεν καταλάβαινε το ήθελε να τους πει.
Ότι έκανε για τον Νικ της είχε στοιχήσει και τελικά δεν ήταν κάτι που το σώμα της άντεξε. Φοβήθηκε πως μπορεί και να είχε πεθάνει, τώρα που όλη η ανάμνηση πέρασε μπροστά από τα μάτια της από την αρχή ως το τέλος. Δεν μπορούσε να εξηγήσει πως μπορούσε το αίμα της επανέφερε έναν βρικόλακα στην ζωή, ούτε γιατί έπεσε αναίσθητη αμέσως μετά. Δεν της άρεσαν όλα αυτά...
«Δεν έχω σκοπό να σας ξαναδώ μετά από τα σημερινά, ούτως ή άλλως.» Δήλωσε, προκαλώντας την προσοχή όλων στο έπακρο. Το μακρύ της φόρεμα – που φορούσε για το γκαλά της οικογένειάς της – την δυσκόλευε στο να σηκωθεί με άνεση από το κρεβάτι. Τράβηξε το ύφασμα και άφησε τις γάμπες τις σε κοινή θέα. Με μια κίνηση κατέβασε τα πόδια της το πάτωμα και οι γυμνές τις πατούσες ήρθαν σε επαφή με τα βρώμικα πλακάκια. Μια ανατριχίλα σκαρφάλωσε από τα κάτω άκρα τις κατά μήκος του κορμιού της. Πήρε μια βαθιά ανάσα στην προσπάθειά της να συγκροτήσει το μυαλό της, να μείνει σε εγρήγορση και να πει ότι ακριβώς είχε αποφασίσει νωρίτερα. «Δεν θέλω να έχω καμία ανάμειξη με όλα αυτά, με βρικόλακες, απογόνους και νεκραναστάσεις... Δεν καταλαβαίνω πως μπόρεσε το αίμα μου να καταστήσει κάτι τέτοιο δυνατό... Το να επιστρέψει στην ζωή ένας νεκρός! Δεν ξέρω τι επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτό, αν είναι καλό ή κακό γενικότερα... Δεν ξέρω ποια είναι η Βικτώρια και ούτε θέλω να μάθω ποια είναι ή τι είναι και ποια η σύνδεσή μου μαζί της. Δεν θέλω να ακούσω τίποτα απολύτως. Έχω ταλαιπωρηθεί αρκετά και δεν έχω άλλες δυνάμεις. Αποχωρώ πρώτη εγώ!»
«Όχι δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσω να φύγεις έτσι απλά!» Ο Άρτσερ βρέθηκε μπροστά της, σταματώντας την αφού είχε ήδη ξεκινήσει να βαδίζει προς την έξοδο.
Η Σέραφιν έδειχνε να ανησυχεί για την μικρή Μπλάκγουελ. «Θα χρειαστείς την βοήθειά μας. Δεν ξες τι έχεις να αντιμετωπίσεις από εδώ και στο εξής! Πρόκειται για μια δύσκολη διαδρομή.» Δεν παρέλειψε να της πει κι εκείνη την άποψή της. «Είδαμε τι συνέβη στην Βικτώρια και τι κακό προκάλεσε εξαιτίας αυτού που της συνέβη... Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να συμβεί αυτό για δεύτερη φορά. Αρκετό αίμα χύθηκε σε αυτήν την πόλη.»
Η Φρέγια ξεφύσιξε, δεν ήθελε βρίσκεται άλλο εκεί. «Σε αυτό συμφωνώ. Αρκετοί έχουν πεθάνει. Ας μην περιπλέκουμε άλλο την κατάσταση. Αφήστε με να φύγω....»
«Αλλιώς τι θα κάνεις;» Ο Ντάνιελ σήκωσε το σκούρο φρύδι του. «Δεν θα έχεις καλή κατάληξη εάν δεν μας ακούσεις, νεαρή θνητή.» Τα μάτια του κατέληξαν πάνω στην Φρέγια αναστατώνοντάς την. Δεν θα ξέφευγε από αυτούς τους βρικόλακες εύκολα...
Η Φρέγια τους κοίταξε εκνευρισμένη. Δεν ήθελε την βοήθειά τους. Την τρόμαζε και μόνο η ιδέα του να διεισδύσει στον κόσμο τους περισσότερο. Ήθελε να φύγει από το δάσος αμέσως και να μην ξαναγυρίσει. Μπορεί να είχε κυνηγήσει η ίδια τον υπερφυσικό κόσμο πηγαίνοντας για αρχή στην Ακαδημία από μόνη της, κι έπειτα με την γνωριμία της με την Άντρεα Λοπέζ που έφτασε να ζητήσει εκείνο το ξόρκι που πραγματοποίησε εν τέλη μαζί με την βοήθεια των τρίδυμων Νάιτ και να απέκτησε πίσω τις αναμνήσεις της, αλλά τώρα... Το είχε υποσχεθεί στον εαυτό της, πως θα έβαζε ένα τέλος σε όλο αυτό, λίγο πριν πέσει λιπόθυμη το είχε πάρει απόφαση. Δεν πρόκειται να άλλαζε γνώμη τώρα. Τέλος.
Τα έντονα βλέμματα που ήταν στραμμένα κατά πάνω της την έκαναν να νιώθει πως απειλείται, ενώ κάτι τέτοιο δεν ίσχυε πια. «Αφήστε με να φύγω.» Δοκίμασε ξανά, μα το βλέμμα κανενός δεν είχε αλλάξει έστω για λίγο. Έδειχναν να συμφωνούν πως έπρεπε να την κρατήσουν υπό την προστασία τους. Αν όμως δεν την άφηναν, θα έφευγε με όποιον τρόπο σκαρφίζονταν πρώτο.
«Φρέγια! Δεν καταλαβαίνεις την κρισιμότητα της κατάστασης μου φαίνεται!» Φώναξε χάνοντας την υπομονή του μαζί της ο Άρτσερ ενώ εκείνη τον κοίταξε πιο τρομαγμένη από πριν. «Συγνώμη δεν ήθελα να φωνάξω, αλλά η άρνησή σου μόνο κακά αποτελέσματα μπορεί να έχει και δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό. Έχω δημιουργήσει ένα τέρας ήδη, δεν μπορώ να σε αφήσω να γίνεις κι εσύ ένα...» Κοιτώντας την διεισδυτικά στα μάτια έψαχνε έναν τρόπο να την πείσει, να τον αφήσει να βοηθήσει.
Ο Άρτσερ Κίνγκ ένιωθε βαθιές τύψεις που δεν κατάφερε να προστατεύσει την αγαπημένη του Βικτώρια Ντουκέιν, από τον ίδιο της τον εαυτό στο παρελθόν. Εκείνη έγινε ένα τέρας, ένας δολοφόνος, επειδή αυτός επέτυχε. Πίστευε ακράδαντα πως ήταν δικό του και μόνο δικό του λάθος που η Βικτώρια Ντουκέιν εκείνη την νύχτα εξαπέλυσε το σκότος που έρεε στις φλέβες της και κατέληξε στο να σκοτώσει όλους τους παλιούς κατοίκους του Όζαρκς. Άρτσερ ένιωθε υπόλογος των όσων συνέβησαν εκείνη την νύχτα...
«Άκουσέ με, σε παρακαλώ.» Η Φρέγια, στα μάτια του, ήταν η ευκαιρία του να επανορθώσει. Δεν ήξερε που ήταν η Βικτώρια Ντουκέιν ή αν ήταν καν ζωντανή για να την βοηθήσει, έστω και τώρα... Όμως είχε μπροστά του, ζωντανή, την Φρέγια Μπλάκγουελ και μπορούσε να την βοηθήσει. Δεν θα την άφηνε να του ξεγλιστρήσει από τα χέρια του!
«Πρέπει να φύγω!» Είπε η Φρέγια, λυπημένη, μη ακούγοντας όσα της είπε ο Άρτσερ και χωρίς να δώσει σημασία σε κανένα από τα συναισθήματα που αποτυπώνονταν στο πρόσωπο του βρικόλακα. Αμέσως μετά πήρε την απόφαση να τρέξει με φόρα προς την πόρτα αιφνιδιάζοντάς τους όλους τους.
Προς έκπληξη όλων, ο Νικ πετάχτηκε πρώτος, εγκαίρως, από την καρέκλα του και εμφανίστηκε τελευταία στιγμή μπροστά στην Φρέγια λίγο πριν απλώσει το χέρι της για να ανοίξει την πόρτα και να φύγει. Η πλάτη του ακουμπούσε τώρα στην πόρτα, στέκοντας εμπόδιο στην επίδοξη φυγά. Την κοίταξε στα μάτια και την παρακάλεσε σιωπηλά να τον ακούσει. «Σε ευχαριστώ για αυτό που έκανες.» Είπε σιγανά, γεμάτος ευγνωμοσύνη προς την νεαρή Φρέγια, που παρόλα αυτά ήθελε να το βάλει στα πόδια. Εκείνη δεν έβγαλε άχνα, αλλά είχε αιχμαλωτιστεί από το γεμάτο ευγνωμοσύνη βλέμμα του Νικ. Την κοίταζε με θαυμασμό για αυτό που έκανε για εκείνον, μετά από της είχε κάνει ο ίδιος και η παρέα του.
Η Φρέγια μια στιγμή αντιλήφθηκε πόσο βαθιά εννοούσε το «ευχαριστώ» που μόλις άκουσε από τον βρικόλακα. Ίσως μπορούσε να κάνει τελικά καλό;
«Δεν μπορούσα να σε αφήσω να πεθάνεις.» Του είπε δειλά δειλά και στραβοκατάπιε. Βλέποντας τον Νικ ζωντανό μπροστά στα μάτια της, ένιωθε λίγο καλύτερα.
«Τώρα θέλω να σε βοηθήσω κι εγώ, Φρέγια.»
«Δεν νομίζω να είναι καλή ιδέα.» Αρνήθηκε.
«Δεν είμαστε εχθροί σου.» Της εξήγησε προσπαθώντας να την κάνει να μείνει. «Μπορεί να είχαμε κακή αρχή, αλλά... Θέλω να σε βοηθήσω το ίδιο! Όπως με βοήθησες εσύ.» Δήλωσε, ελπίζοντας να την πείσει να μείνει.
«Όχι...» Τον διέσπασε ο Άρτσερ. Το σχέδιό του με τον Ντόριαν δεν μπορούσε να μείνει στο σκοτάδι για πολύ ακόμα. Έπρεπε να τους πει τι είχαν αποφασίσει. «Όπως είπα και προηγουμένως, δεν θα μείνουμε όλοι στο Όζαρκς.»
«Δηλαδή;» Τον κοίταξε μπερδεμένος, σμίγοντας να φρύδια του. Κάτι του έλεγε πως δεν θα του άρεσε αυτό που θα άκουγε... «Δεν πρόκειται να μείνεις μόνος Άρτσερ!»
«Δεν θα μείνω μόνος. Θα μείνει ο Ντάνιελ και η Σέραφιν μαζί μου.» Αυτή η απόφαση του Άρτσερ τους άφησε όλους άφωνους.
Η Φρέγια εκπλήχθηκε. Πως μπορούσε να παίρνει εκείνος τις αποφάσεις για όλους;
«Τι είναι αυτά που λες;» Έφερε αμέσως αντίρρηση ο Νικ. Όσο κοίταζε προς τον Άρτσερ ενοχλημένος με την απόφασή του, η Φρέγια αντιλήφθηκε γρήγορα ότι ο βρικόλακας που την εμπόδιζε από την φυγή της είχε ρίξει τις άμυνές του κι έτσι τράβηξε την πόρτα και έφυγε. Χάθηκε σαν άνεμος μπροστά στα μάτια τους.
«Όχι!» Η φωνή του Άρτσερ έφτασε ως τα αφτιά της, αλλά δεν την σταμάτησε από το να τρέξει μακριά, επιζητώντας την ελευθερία της αλλά δεν έλαβε υπόψη της κάτι σημαντικό... Πως μπροστά της ανοίγοντας ένα πεδίο μάχης γεμάτο κινδύνους για την ίδια.
[...]
Πέρα από το δάσος, στην πόλη, ένα ανθρωποκυνηγητό είχε ξεκινήσει εδώ και ώρα. Οι Κυνηγοί καταδίωξαν τους βρικόλακες που επιτέθηκαν στους καλεσμένους του γκαλά, από την έπαυλη των Μπλάκγουελ ως την ενδοχώρα του Όζαρκς. Με το φεγγάρι να κρέμεται ακόμα ψηλά στον ουρανό και λίγη από την συνηθισμένη ομίχλη του Όζαρκς να τους συντροφεύει, μερικές σκοτεινές φιγούρες ελίσσονταν στις σκιές της αθάνατης αιματοβαμμένης πόλης με τους θηρευτές τους να βρίσκονται σε εγρήγορση. Τα παιδιά της νύχτας από την Ακαδημία του Όζαρκς είχαν σκοπό να αναστατώσουν την πόλη για τα καλά.
Η Κόκκινη Φρουρά εξαπλώθηκε στους δρόμους της πόλης, με τον κατάλληλο οπλισμό, ώστε να προστατεύσει τους κατοίκους της τους που βρίσκονταν στο έλεος των βρικολάκων της Ακαδημίας που είχαν σαφείς οδηγίες.
Ο Κέβιν Ρουσσώ επικοινώνησε εγκαίρως με τον αδερφό του, τον Ράφαελ μόλις βγήκε την πρώτη ευκαιρία, και τον ενημέρωσε σύντομα με όλα τα τελευταία γεγονότα. Ο νεαρός Κυνηγός, δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή και βγήκε κι εκείνος στους δρόμους αναζητώντας το πρώτο του θύμα.
«Πρέπει να πάμε πιο κεντρικά, εκεί έχει πιο πολύ κόσμο. Είμαι σίγουρος πως προτίμησαν τα νυχτερινά μαγαζιά για να ψαρέψουν τα θύματά τους!» Δήλωσε ένας από τους Κυνηγούς, ο Άνταμ, στην σύντομη συνάντηση που είχαν με τα μέλη της Κόκκινης Φρουράς που βρέθηκαν κοντά. Παρόλα αυτά δεν ήξερε εάν η πρότασή τους θα τους έβγαζε σε καλό.. Ήταν η πρώτη μεγάλη επιχείρηση της Κόκκινης Φρουράς και όλοι είχαν το άγχος του πρωτάρη, για το αν θα κατάφερναν να προστατεύσουν την πόλη τους από τις σκιές της.
Ο Κέβιν ως ένας από τα ηγετικά μέλη, αντάλλαξε ματιές με τον Άνταμ εξετάζοντας τα όσα είπε για να κρίνει τι θα έκαναν. «Δίκιο έχεις. Νομίζω θα ήταν προτιμότερο εάν προστατεύαμε μέρη με περισσότερο κόσμο.» Συμφώνησε και οι επτά Κυνηγοί ένευσαν ανά μεταξύ τους. «Πάμε λοιπόν!»
Τα ποδοβολητά τους πήραν φωτιά στην άσφαλτο και η μικρή ομάδα κατευθύνθηκε με όπλα, τόξα και μαχαίρια στα χέρια προς τον πιο κεντρικό δρόμο που θα τους οδηγούσε στο κέντρο της πόλης. Εκεί θα αναζητούσε οτιδήποτε περίεργο και θα διέκοπτε κάθε απόπειρα βρικόλακα να σκοτώσει αθώους.
«Από δεξιά!» Φώναξε ο Κέβιν και οι άνδρες τον ακολούθησαν προσπερνώντας, από το απέναντι πεζοδρόμιο, το μοτέλ «Μπλου Κατ».
Μια στεκούμενη λεπτεπίλεπτη φιγούρα ξεπρόβαλε στον χώρο του πάρκινγκ αυτοκινήτων του μοτέλ, ντυμένη με μια κουκούλα. Ύψωσε το βλέμμα της απότομα μόλις έφτασε στα αυτιά της η φωνή του Κυνηγού. Βρίσκονταν εκεί, ασάλευτη, παρατηρώντας εδώ κι ώρα τον σκοτεινό ουρανό στην σιωπή της νύχτας μέχρι που μια ομάδα πέρασε από μπροστά της τρέχοντας. Δεν θα την έβλεπε κανένας εκεί όπου στεκόταν. Το ελάχιστο φως που έπεφτε πάνω της δυσκόλευε την ταυτοποίησή της. Φορούσε ένα στενό σκουρόχρωμο παντελόνι με σκισίματα, ένα ζεστό μαύρο φαρδύ φούτερ με την κουκούλα περασμένη στο κεφάλι της και τα καστανοκόκκινα μαλλιά της έπεφταν αριστερά και δεξιά ελεύθερα.
Η σιλουέτα που αγκάλιαζε το σκοτάδι της νύχτας έκανε μερικά αργά βήματα προς τα εμπρός για να μπορεί να δει καλύτερα, παραμένοντας όμως μακριά, τον Κυνηγό που είχε σταματήσει στην άκρη του απέναντι πεζοδρομίου.
«Κέβιν!» Η κοπέλα άφησε ένα σχεδόν άηχο επιφώνημα στην όψη ενός γνώριμου, αγαπημένου της προσώπου και τα πράσινα μάτια της γέμισαν αγωνία.
Αυτή ήταν η Άζρα Τζάκσον που είχε κρυφτεί στο μοτέλ «Μπλου Κατ», με σκοπό την οριστική φυγή της από το Όζαρκς με το ξημέρωμα. Την είχε στείλει ο Τζάρεντ Μπλάκγουελ εκεί. Η περιοχή ήταν αρκετά απομονωμένη και αραιοκατοικημένη, οπότε θα μπορούσε εύκολα να κρυφτεί χωρίς να αντιληφθεί κανείς την παρουσία της, όπως είχε προβλέψει ο Τζάρεντ.
Η Άζρα, έσπευσε να κρυφτεί γρήγορα πίσω από ένα μεγάλο τζιπ την στιγμή που ο νεαρός άνδρας έκανε μια απότομη κίνηση κι έστρεψε το πρόσωπό του προς το μέρος της, νομίζοντας πως κάτι είχε ακούσει. Γιατί ο Κέβιν βρίσκονταν επί ποδός τέτοια ώρα με μια ομάδα Κυνηγών; Μόνο να μαντέψει μπορούσε – κι αυτό που της έλεγε η συνείδησή της πως κάτι κακό μπορεί να συνέβη...
Ο Κέβιν Ρουσσώ έμεινε ακίνητος για λίγο και με το τόξο περασμένο τον ώμο του ενώ στην συνέχεια έλεγξε αριστερά, δεξιά, μπρος και πίσω αναζητώντας την πηγή του θορύβου. Με την χορδή του τόξου τεντωμένη και με προσεκτικές κινήσεις, έδειχνε ετοιμοπόλεμος για οτιδήποτε επικίνδυνο συναντούσε – πέραν της Άζρα Τζάκσον, που στέκονταν χωρίς να το γνωρίζει εκείνος, ακριβώς απέναντί του και τον παρακολουθούσε από το έρημο μοτέλ «Μπλου Κατ». Η περιοχή ήταν αρκετά απομονωμένη και κοντά στο σκοτεινό δάσος. Η Άζρα είχε την πεποίθηση πως ένιωθε την καυτή ανάσα κάποιου αρπακτικού πίσω στο σβέρκο της, αλλά ήταν μόνο η φαντασία της και η επιρροή που το ζοφερό δάσος ασκούσε πάνω της.
Η Άζρα, όταν παρατήρησε τον Κέβιν να επιμένει και να κοιτάζει γύρω του ανήσυχος για παραπάνω από το αναμενόμενο, πίστεψε πως ίσως τελικά είχε καταλάβει την παρουσία της. Κράτησε την ανάσα της για να μην προδοθεί, αφού υποσχέθηκε στον Τζάρεντ ότι θα έμενε κρυμμένη μέχρι τελικά να φύγει από την πόλη με την βοήθειά του.
Η αλήθεια ήταν πως είχε ταραχθεί που βρέθηκε τόσο απρόσμενα μπροστά της ο Κέβιν. Το στομάχι της δέθηκε σε έναν σφιχτό κόμπο μόλις σκέφτηκε ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε τον Κέβιν. Ίσως η μοίρα ήθελε να της δώσει την ευκαιρία να τον αποχαιρετήσει σιωπηλά, από απόσταση, χωρίς όμως εκείνος να έχει την παραμικρή ιδέα για την απόφαση της.
Θα έβρισκε την απαιτούμενη δύναμη να φύγει από το Όζαρκς με το ξημέρωμα όπως είχε πει στον Τζάρεντ πως θα έκανε; Αναρωτιόταν βαθιά και την βασάνιζε αυτό το ερώτημα. Εάν όμως ήθελε να εξασφαλίσει την ασφάλεια της φίλης της, της Φρέγια, θα έπρεπε να τηρήσει ευλαβικά την υπόσχεσή της. Εάν έμενε θα έκανε τα πράγματα μόνο χειρότερα – όπως πίστευε η ίδια – και αφού η Φρέγια είχε επιστρέψει στο Όζαρκς, αυτό σήμαινε πως ήταν η δική της σειρά να φύγει!
Η απόφαση που είχε πάρει ήταν αρκετά γενναία, αλλά δεν ήξερε εάν ήταν και η ίδια τόσο γενναία ώστε να την πραγματοποιήσει.
Η Άζρα παρακολουθούσε κάθε μικρή ή ορμητική κίνηση του Κέβιν με βουρκωμένα μάτια. Μπορεί να είχαν μαλώσει αλλά δεν μπορούσε να του κρατήσει οποιαδήποτε είδους κακίας, ούτε στο ελάχιστο!
Βλέποντάς τον μπροστά της χωρίς εκείνη να κάνει εμφανή την παρουσία της δεν άντεξε και λύγισε λίγο πριν το τέλος. Δάκρυα κατρακύλησαν διαγράφοντας μια καμπυλωτή υγρή γραμμή στα ροδαλά μάγουλά της. Για να μην παρασυρθεί όμως, πήρε μια βαθιά ανάσα και μια παγερή όψη κυριάρχησε το πρόσωπό της. Μόνο έτσι θα επιβίωνε. Στάθηκε πλάτη στο φεγγάρι, με το χλωμό φως να μην επαρκεί να την προδώσει. Έπειτα κοίταξε τον Κέβιν αντιλαμβανόμενη πως έφτασε η στιγμή της αποχώρησης... Ήταν ένας άγνωστος για εκείνη, εκείνη την νύχτα, μια σιλουέτα.
Όταν ο Κέβιν βεβαιώθηκε τελικά μετά από λίγο πως η περίμετρος ήταν καθαρή και πως δεν απειλούνταν από κάποιο τερατόμορφο πλάσμα, έδειχνε πιο ήρεμος. Το πρόσωπό του σιγά σιγά στρέφονταν προς την πλευρά της πόλης, ρίχνοντας τις άμυνές του και σύντομα γύρισε πλάτη στην Άζρα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα έχασε κάθε οπτική επαφή μαζί του. Ο Κυνηγός ξεκίνησε να βαδίζει προς την αντίθετη κατεύθυνση κι απομακρύνθηκε, πηγαίνοντας προς τις σκιές κι έτσι άφησε την Άζρα με δάκρυα στα μάτια να κοιτάζει από μακριά την φυγή του.
Η νεαρή κοπέλα βγήκε από τα σκοτάδια και στάθηκε μπροστά, στο χείλος του πεζοδρομίου, ακριβώς απέναντι από το σημείου όπου στεκόταν μόλις πριν λίγο. Σκούπισε τα δάκριά της και μια ακόμα πληγή δημιουργήθηκε στην καρδιά της. Ο Κέβιν ήταν ο αγαπημένος της άνθρωπος, αυτός που ήξερε τα πάντα για εκείνη και που του του εμπιστευόταν την ζωή της. Τώρα δεν ήταν σίγουρη εάν θα τον έβλεπε μετά το ξημέρωμα. Όμως δεν αναλώθηκε στο έντονα συναίσθημα λύπης που την είχαν κυριεύσει.
Αποχώρησε αμέσως από εκεί, παίρνοντας πρώτα μια βαθιά ανάσα. Έπειτα αποφάσισε να ξεκινήσει να βαδίζει αργά προς το δωμάτιο που είχε κλείσει για αυτήν ο Τζάρεντ. Πέρασε κάτω από την πινακίδα με την μπλε γάτα και τα νέον φώτα, που αντικατοπτρίζονταν σε μια λακκούβα με βρόχινο νερό μπροστά από τα πόδια της. Ύψωσε τα βαθυπράσινα μάτια της και κοίταξε άτονα την γάτα – που από μικρή της έκανε εντύπωση γιατί έμοιαζε πιο πολύ με μικρό σκύλο. Σύντομα έφτασε να βαδίζει στα πλακάκια μπροστά στις πόρτες των δωματίων του ισογείου. Τα κίτρινα ασθενικά φώτα που χτυπούσαν πάνω στους λαχανί τοίχους του ερημωμένου μοτέλ έκαναν τα μάτια της να τσούζουν. Τα δάκρυά της δεν είχαν εξαφανιστεί ολοκληρωτικά από τα μάτια της.
Δεν ήξερε τι θα έκανε όσο θα περίμενε τον Τζάρεντ να έρθει να την βρει... Είχαν συμφωνήσει πως θα έρχονταν από το μοτέλ με το πρώτο φως.
Σκέψεις την πλημμύρισαν όσο η ησυχία την περιέβαλλε. Ήδη ένιωθε άσχημα για πολλά πράγματα και έχει πολλές τύψεις για την απόφασή της να φύγει από το Όζαρκς σε ένα βράδυ, με την κρυφή βοήθεια του Τζάρεντ. Το γεγονός ότι δεν είχε τίποτα να της αποσπάσει την προσοχή, της έκανε δυσκολότερο το να δεχθεί την απόφασή της και να απομακρύνει όλα αυτά τα άσχημα συναισθήματα που την έπνιγαν.
Στο μυαλό της είχε τρυπώσει τώρα και ο Λουκ. Πως θα άφηνε τον πατέρα της; Δεν μπορούσε να σκεφτεί ούτε στο παραμικρό το πως θα τον κάνει να νιώσει μόλις θα συνειδητοποιήσει πως η κόρη του είχε εξαφανιστεί. Η Άζρα έβαλε τον Τζάρεντ να υποσχεθεί πως δεν θα αποκαλύψει ποτέ σε κανέναν την συνεργασία τους και ήξερε πολύ καλά πως θα το κρατούσε μυστικό, διότι ο Τζάρεντ Μπλάκγουελ ήξερε πως να κρατά μυστικά.
⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯
Τι ακόμα μπορεί να συμβεί στο Όζαρκς σε ένα βράδυ; Τι περιμένει την Φρέγια στο μέλλον μετά από αυτές τις αποκαλύψεις; Ο Άρτσερ, Ντάνιελ, Νικ, Σέραφιν, Ντόριαν θα καταφέρουν να την βοηθήσουν; Περιμένατε μετά από ότι ειπώθηκε μεταξύ της Άζρα και του Τζάρεντ, να συνεργαστούν με αυτόν τον τρόπο, ώστε να φύγει από το Όζαρκς; Η Άζρα πήρε την σωστή απόφαση (να φύγει από την πόλη);
Σας ευχαριστώ όσους έχετε φτάσει ως εδώ!
Το επόμενο κεφάλαιο θα είναι τελικά το τελευταίο του πρώτου μέρους. Το είχα ξαναπεί σε ένα από τα προηγούμενα κεφάλαια, αλλά το έσβησα, διότι είδα ότι τελικά ήθελα να γράψω περισσότερα και να αποκαλύψω περισσότερα. Το δεύτερο μέρος θα μπει σε αυτό το βιβλίο, δεν θα δημιουργήσω καινούριο.
Ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο! Θα χαρώ πολύ να σας δω στα σχόλια.
Αλίνα
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top