41. Deadly Sin
Σήμερα
Η νύχτα του Γκαλά στο σπίτι των Μπλάκγουελ σύντομα θα έφτανε στο αποκορύφωμά της, με την ομιλία της νυν δημάρχου, Μόνα Σινκλαίρ. Όμως τι πραγματικά θα συνέβαινε εκείνο το βράδυ;
Ο Τζάρεντ Μπλάκγουελ, το επίκεντρο της πολυτελούς εκδήλωσης, είχε χαθεί από την κοινή θέα. Σιγά-σιγά η απουσία του γίνονταν εμφανή σε όλο και περισσότερους καλεσμένους. Η Μόνα που ετοιμαζόταν να βγει μπροστά να μιλήσει στους παρευρισκόμενους κατοίκους του Όζαρκς, μόλις είχε συγκεντρωθεί το πλήθος στον χώρο, έκανε ένα βήμα πίσω σκεπτική.
«Που είναι ο Τζάρεντ;» Ρώτησε έναν από τους πιστούς συμβούλους της, τον Ντέρεν.
«Δεν γνωρίζω, έχω να τον δω εδώ κι ώρα...»
«Κι εγώ... Παράξενο...» Η δήμαρχος κοίταξε γύρω της μπερδεμένη. Αν δεν ήταν εκεί ο Τζάρεντ, τότε αυτό τι θα σήμαινε για τα σχέδιά της; Πως θα άκουγε ο Τζάρεντ.
[...]
Η Φρέγια Μπλάκγουελ, που εξαφανίστηκε σαν καπνός από τον προθάλαμο του σπιτιού της κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα βρέθηκε στο σκοτεινό δάσος. Στέκονταν στο κέντρο πυκνής βλάστησης και απέναντί της στέκονταν ο Άρτσερ Κινγκ, ο βρικόλακας που είχε επιστρέψει στο Όζαρκς μετά από χρόνια, γιατί ήθελε να δει με τα μάτια του αν οι φήμες για την Βικτώρια Ντουκέιν ήταν αληθινές. Αποδείχθηκαν ψευδής, αφού αντί για την Βικτώρια, βρήκε μια ακριβής απομίμησή της. Δεν είχε υπάρξει πιο μπερδεμένος στην ζωή του, όσο εκείνη την στιγμή. Ήθελε να την μιλήσει σαν να ήταν η Βικτώρια, αλλά δεν ήταν.
«Τι θέλεις;» Ψιθύρισε τρομαγμένη, μετά από μερικά λεπτά αγωνίας που πέρασε στην ησυχία του δάσους.
Ο βρικόλακας την πλησίασε απειλητικά και με την μεταφυσική του δύναμη, κόλλησε την πλάτη της νεαρή Φρέγια στον τραχύ κορμό ενός δέντρου πιέζοντάς την κατά την θέλησή της. Το μακρύ όμορφο φόρεμά της μπλέχτηκε στα αγριόχορτα και οι ψηλές της γόβες βυθίστηκαν στην λάσπη του νωπού εδάφους.
Έστρεψε τα μάτια της ευθεία προς τα ερεβώδες μάτια του βρικόλακα φοβισμένη. Τι θα της έκανε; Κι άλλες ερωτήσεις ή κάτι πιο κακό αυτήν την φορά; Η ανάσα ήδη της τρεμόπαιζε χωρίς ο βρικόλακας να κάνει τίποτα. Ο Άρτσερ όμως γρήγορα της το έκανε ακόμα πιο δύσκολο, πλησιάζοντάς την ακόμα περισσότερο αυτήν την φορά.
Κοίταξε βαθιά στα γαλάζια της μάτια, ψάχνοντας την Βικτώριά του. Γιατί ακόμα την έψαχνε; Είχε ορκιστεί ότι μόλις την συναντούσε θα την σκότωνε για τον τρόμο και το κακό που έσπειρε σε όλους τους, εκείνην την αποκαλυπτική νύχτα, στο ίδιο δάσος όπου βρίσκονταν εκείνη την στιγμή.
«Γιατί μας κυνηγάτε;» Δεν ήξερε που έβρισκε αυτό το θάρρος να μιλήσει, ίσως γιατί σιγά σιγά άρχισε να διαισθάνεται ότι η απειλή που ένιωθε ίσως και να μην ήταν πραγματική... Είδε πως ο βρικόλακας δεν είχε απειλητική διάθεση, είδε το μπερδεμένο βλέμμα του που μαρτυρούσε τις πολύπλοκες σκέψεις του. Η Φρέγια απορούσε πως κατάφερε να φτάσει τόσο βαθιά μπλεγμένη στο κέντρο ενός πολύπλοκου μυστηρίου με δεκάδες μυστικά και σκοτεινά πλάσματα να περιπλέκουν τα δεδομένα.
«Είσαστε ολόιδιες...» Ψέλλισε ο Άρτσερ, κοιτώντας από κοντά το αψεγάδιαστο πρόσωπο της άγνωστης κοπέλας που έμοιαζε τόσο στο άτομο που αγάπησε πιο πολύ στην ζωή του.
«Θέλω μερικές απαντήσεις, σχετικά με την Βικτώρια.» Δεν ήξερε εάν ξεπερνούσε τα όρια, αλλά ένιωθε ότι ο Άρτσερ δεν θα της έκανε κακό... Έτσι ακριβώς διαισθάνονταν.
«Νομίζεις εγώ δεν θέλω, Φρέγια;»
Είπε το όνομά της και της προκάλεσε ρίγος. Ήξερε πολύ καλά το όνομά της. Εδώ και καιρό που την παρακολουθούσε το είχε ακούσει αμέτρητες φορές, τόσες που το έμαθε απ' έξω. Το είχε ακούσει πρώτη φορά πολλές μέρες πριν κοιτάξει ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου με αυτόν τον τρόπο.
«Γιατί είσαι εδώ;» Η Φρέγια έκανε ένα βήμα, προσπαθώντας να δραπετεύσει από το σφιχτό μαρκάρισμα του βρικόλακα.
«Πολλές ερωτήσεις κάνεις, προσπάθησε να ηρεμήσεις.»
Ο Άρτσερ προσπάθησε να συγκρατηθεί και να μην ξεσπάσει με οργή στην κοπέλα που του θύμιζε την Βικτώρια, που τόσο ήθελε να εκδικηθεί... Ήθελε να την σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια, όμως κάθε φορά που κοίταζε την Φρέγια Μπλάκγουελ δεν μπορούσε. Γιατί δεν ήταν η Βικτώρια. Μετά από λίγο, σταμάτησε να κάνει τέτοιου είδους σκέψεις και επέστρεψε στο τρέχον, φλέγον ζήτημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει. «Η φίλη σου, έκανε κάτι εξοργιστικό. Το μαχαίρι που χρησιμοποίησε στον Νικ ήταν Κυνηγών!» Εξήγησε με τα χαρακτηριστικά του να σκληραίνουν.
Η Φρέγια προσπάθησε να καταλάβει τι ήθελε να πει ο Άρτσερ κι έτσι έστρεψε όλη της προσοχή σε αυτόν. Δεν είχε ακούσει ποτέ για στιλέτα Κυνηγών...
«Αυτά τα στιλέτα είναι ιδιαίτερα, είναι εμποτισμένα με μαγεία. Χρησιμοποιούνται από Κυνηγούς και είναι θανατηφόρα για μας. Τώρα θέλουμε τόσο πολύ να σας σκοτώσουμε για αυτό το κακό που προκαλέσατε στην παρέα μου, θέλουνε δηλαδή...» Η καρδιά της κοπέλας σφυροκόπησε, αλλά κάτι την έκανε να παραμείνει ήρεμη. Κάτι της έλεγε πως ο Άρτσερ πράγματι δεν ήθελε το κακό της. Το βλέμμα του σφίχτηκε μαρτυρώντας την δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονταν. «Αλλά εγώ μόλις συνειδητοποίησα κάτι και δεν μπορώ να επιτρέψω να συμβεί κάτι τέτοιο!».
«Δηλαδή;» Κατάπιε τον κόμπο που είχε δημιουργηθεί στο λαιμό της από την πίεση και την αγωνία που της προκαλούσε η κατάσταση. Τα δυνατά χέρια του Άρτσερ ακόμα πίεζαν και κρατούσαν ακίνητη την νεαρή Φρέγια προκαλώντας της μια ταραχή που δεν μπορούσε να κρύψει.
Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Άρτσερ, έγειρε και κοίταξε από χαμηλά την Φρέγια. «Η καρδιά σου... Χτυπάει πολύ δυνατά...» Τα μάτια του περιπλανήθηκαν στο βαθύ σκοτάδι για να καταλήξουν να βρουν της Φρέγια.
Η κοπέλα πάγωσε στην θέση της μη ξέροντας τι να κάνει ή τι να πει. Αυτό το βλέμμα την μάγεψε. Ο Άρτσερ απέπνεε μια απόκοσμη γοητεία στην ίδια και την επηρέαζε με τρόπο που ποτέ κανένας άλλος άνδρας δεν είχε καταφέρει να την επηρεάσει. Η σιωπή του δάσους τους αγκάλιασε και για λίγο ένιωσαν λες και ο χρόνος είχε παγώσει για αυτούς. Το κράτημα του Άρτσερ δεν ήταν τόσο αβάστακτο όσο πριν λίγα λεπτά, για την Φρέγια, κι έτσι κατάφερε να γεμίσει τα πνευμόνια της με καθαρό αέρα που τόση ώρα στερούνταν.
Το κρύο όμως γρήγορα επανέφερε την Φρέγια στην σκληρή πραγματικότητα και το μυαλό της συνέχισε τον μακρύ μαραθώνιο χωρίς τερματισμό. Ο κίνδυνος της χτυπούσε την πλάτη και η ραχοκοκαλιά της ανατρίχιασε κοιτάζοντας τον Άρτσερ Κινγκ στο πρόσωπο, που η Σελίνη είχε χαρίσει απλόχερα γοητευτικές σκοτεινές σκιές. Η ανάσα της επιβράδυνε. Παρατήρησε καλά τα χαρακτηριστικά του και συνειδητοποίησε ότι είχε πάψει να δείχνει πως θέλει να της κάνει κακό. Και αυτή ήταν η τελική της απόφαση, στην εσωτερική της διαμάχη που είχε ξεσπάσει από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε τον απαγωγέα της. Ήταν ασφαλής.
Ο Άρτσερ βρέθηκε απότομα βυθισμένος στην ομορφιά που είχε εμπρός του... Στην νεαρή και αθώα σωσία της σατανικής Βικτώρια Ντουκέιν. Μετά από χρόνια έβλεπε το πρόσωπο της αγαπημένης του, που του είχε καταστρέψει την ζωή. Δεν είναι η Βικτώρια, Άρτσερ. Το μυαλό του έπαιζε πονηρά παιχνίδια μαζί του, πράγμα που δεν του άρεζε. Όμως δεν μπορούσε να αντισταθεί...
Ακόμα κι αν δεν ήταν αυτή, το κορίτσι που στέκονταν μπροστά του, ήταν ίδια με την Βικτώρια που κάποτε αγαπούσε πιο πολύ από τον ίδιο του τον εαυτό, τον οδηγούσε στο παρελθόν, σε πιο απλές εποχές... Πριν η Βικτώρια εκπληρώσει την Κατάρα με την οποία γεννήθηκε, αυτή των Αυθεντικών Βρικολάκων. Η επιρροή που του ασκούσε ήταν ίδια. Τα βλέφαρά του έμειναν ακινητοποιημένα και παρέμεινε να την κοιτά, χωρίς να στρέψει αλλού την προσοχή του. Για τον Άρτσερ, ο κόσμος είχε πάψε να υπάρχει, είχε αποκοπεί από την πραγματικότητα και ξεκίνησε να βυθίζεται στα βαθιά νερά της φαντασίας του. Σε έναν κόσμο όπου αυτός και η Βικτώρια ήταν ακόμα μαζί και τίποτα από όλα όσα έγιναν, δεν έγιναν. Τον πλήγωσε πραγματικά εκείνο το βράδυ στο Βερμόντ. Όμως η καρδιά του θυμόταν ακόμα την Βικτώρια πριν πάρει την τελική της μορφή, ως Αυθεντική.
Τα δυο κορίτσια έμοιαζαν σαν δύο σταγόνες νερό... Και η Βικτώρια του έλειπε τόσο... Η καρδιά του σφίχτηκε. Δεν μπορούσε να σταματήσει να κοιτάζει τα σαρκώδη χείλη της κοπέλας. Δεν δίστασε λοιπόν να έγειρε και να ενώσει τα χείλη του με τα δικά της, με τον πόθο του να σιγοκαίει, για μια άλλη γυναίκα. Μια γυναίκα που τον πλήγωσε.
Η κίνησή του ξάφνιασε την Φρέγια Μπλάκγουελ που με μιας ένιωσε μεγάλη έκπληξη. Όμως το κύμα την συνεπήρε, κι η γοητεία του άνδρα την οδήγησε στο να έκλεισε τα μάτια της και να τον φιλήσει κι αυτή. Αμέσως μετά, το αίσθημα του κινδύνου να ελοχεύει που ένιωθε, ξαφνικά μετατράπηκε σε κάτι διαφορετικό, που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Έμεινε παγωμένη στην θέση της, ακίνητη να παρασέρνεται νοητικά αλλά και σαρκικά σε ένα θανάσιμο αμάρτημα. Για πρώτη φορά στην ζωή της πίστεψε στο πεπρωμένο, αφού το πρώτο πράγμα που ένιωσε μόλις οι δύο τους ένωσαν τα χείλη του, ήταν λες και τα αστέρια είχαν ήδη χαράξει την πορεία τους και τώρα που βρέθηκαν έλαμπαν πιο πολύ από ποτέ.
Στην αρχή το φιλί τους ήταν πιο πολύ διστακτικό, όμως όσο η ώρα περνούσε ο ένας ζητούσε από τον άλλον περισσότερα. Η Φρέγια, εξαπέλυσε όλη την πίεση και τον τρόμο που το κορμί της είχε διοχετεύσει από την ως τώρα ζωή της στο Όζαρκς και ο βρικόλακας ήταν μια διέξοδο για εκείνη. Ο Άρτσερ, ήθελε να εκμεταλλευτεί κάθε δευτερόλεπτα που η όμορφη κοπέλα είχε τα χείλη της πάνω στα δικά του κι έτσι επεδίωκε συνεχώς ακόμα ένα της φιλί, ξανά και ξανά. Η έξαψη που είχε κατακλύσει τον βρικόλακα για το απωθημένο του, τον καθοδηγούσε.
Χωρίς να της επιτρέψει να πάρει ανάσα την φιλούσε απαλά και στην συνέχεια πιο παθιασμένα. Τα συναισθήματα που τους κατέκλυζαν ήταν κοινά και το ίδιο δυνατά. Η ανάσες τους βάρυναν, αλλά συγχρονίστηκαν. Τα χέρια του ταξίδεψαν από τον σβέρκο της ως χαμηλά στην μέση της, από όπου και την έσπρωξε πιο κοντά του.
Άξαφνα, η Φρέγια έκανε πίσω και τον κοίταξε, χωρίς να καταλαβαίνει τι συνέβη μόλις. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ύστερα γούρλωσε τα μάτια της, ενώ παράλληλα ύψωσε το χέρι της στο ύψος του πιγουνιού της. Ακούμπησε τα δάκτυλά της απαλά στα κόκκινα χείλη της, αδυνατώντας να πιστέψει ότι είχε συμβεί μόλις. Δεν περίμενε να νιώσει ποτέ με αυτόν τον τρόπο που την έκανε να νιώσει αυτός ο άγνωστος... Ένας βρικόλακας που την καταδίωκε πριν μέρες, τώρα την φιλούσε με πάθος.
«Γιατί το έκανες αυτό;» Η φωνή της λύγισε.
Το θανάσιμο αμάρτημα του Άρτσερ Κινγκ είχε διαπραχθεί.
Το φιλί ήταν πιο πολύ ένα απωθημένο του Άρτσερ, όμως του άνοιξε τα μάτια και είδε μπροστά του την Φρέγια Μπλάκγουελ και όχι την Βικτώρια που ποθούσε να ξαναδεί αλλά και να εκδικηθεί.
Ήταν μια δύσκολη στιγμή για αυτόν, μια στιγμή αδυναμίας. Θύμωσε με τον εαυτό του του που παρέσυρε και μια κοπέλα που δεν έφταιγε σε τίποτα σε έναν αρρωστημένο παιχνίδι του. Δεν έπρεπε ποτέ να την φιλήσει. Το μυαλό πήρε στροφές και άλλαξε τον τρόπο που σκέφτονταν για εκείνη το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο.
Ο βρικόλακας ξαφνικά θυμήθηκε την πίεση του χρόνο που είχε και τι ήθελε να πει στην Φρέγια εξ'αρχής. Έτσι, αρκέστηκε σε μια μόνο σύντομα έκφραση... «Χρειάζομαι την βοήθειά σου!»
Όλα κρίνονταν από εκείνη τώρα.
[...]
Στον χώρο του καθιστικού των Μπλάκγουελ, ο κόσμος άρχισε να γίνεται όλο και πιο ανήσυχος με την αργοπορία της ομιλίας. Όμως η Μόνα Σινκλαίρ δεν σκόπευε να ξεκινήσει χωρίς να είναι παρόν ο Τζάρεντ Μπλάκγουελ...
Τελικά, μετά από λίγη ώρα πράγματι ο άνδρας εμφανίστηκε. Πήγε κοντά στην γυναίκα του και της χάρισε ένα στοργικό φιλί, το οποίο έκλεψε θετικά τις εντυπώσεις. Αν κάτι ήξερε να κάνει καλά ο Τζάρεντ ήταν να δημιουργεί εντυπώσεις και να καταστρώνει σχέδια στο σκοτάδι...
«Που είσαι τόση ώρα, Τζάρεντ;» Απόρησε η Σερένα με το που τον αντίκρισε.
Μόλις την φίλησε ο άνδρας της, στάθηκε δίπλα της και κοίταξε προς το μέρος όπου βρίσκονταν η Μόνα Σινκλαίρ, που βρίσκονταν σε αναμονή, με αγωνία να κατακλύζει το πρόσωπό της όσο στέκονταν μπροστά στο μικρόφωνο.
«Βγήκα λίγο έξω να πάρω αέρα.»
Ψεύδονταν και η Σερένα υποψιάστηκε με μιας πως κάτι συνέβη πίσω από την πλάτη της, για ακόμα μια φορά. Ήξερε πια πολύ καλά τον άνδρα της, μηχανορραφούσε ασταμάτητα τον τελευταίο καιρό.
Μόλις η Μόνα είδε τον Τζάρεντ στον χώρο, πήγε προς το μέρος του αμέσως. «Σε περιμέναμε για να ξεκινήσουμε.»
«Μπορείς να ξεκινήσεις Μόνα!» Της χαμογέλασε συγκρατημένα και ψεύτικα. Προσπαθούσε συνεχώς να είναι ευγενικός απέναντι της και να υποδύεται τον καλό συνεργάτη, όμως δεν είχε καταλάβει τίποτα από όσα ετοιμάζονταν να αναγγείλει η Μόνα κι όσα είχε σχεδιάσει για εκείνον.
Η ιστορία μας θα συνεχίζονταν με μια καταστροφή... Αφού η Μόνα Σινκλαίρ, είχε σκοπό να συνθλίψει τα σχέδια του Τζάρεντ, που έκανε κρυφά τόσο καιρό με την βοήθεια της Κριστίν Ρέιβενκροφτ, την διευθύντρια της Ακαδημίας του Όζαρκς ⎯από την πρώτη νύχτα που έφτασε στην πόλη.
Εκείνος ήξερε πως θα τα καταφέρει με την βοήθεια της Ακαδημίας. Αφού η Κριστίν του το είχε υποσχεθεί πως θα βάλει το χεράκι της για να απομακρύνουν την Μόνα από την θέση της δημαρχίας και να πάρει αυτός θέση της.
Το πλάνο ήταν το εξής, ο Τζάρεντ θα διοικούσε του θνητούς και η Κριστίν τους αθάνατους. Ο μοναδικός κανόνας θα ήταν ότι οι δυο πλευρές να έμεναν μακριά η μια από την άλλη, χωρίς διαμάχες και απώλειες. Η Κριστίν υποσχέθηκε πως χωρίς τους Κυνηγούς να εμπλέκονται, οι σκοτεινοί δεν θα έκαναν κακό σε κανέναν θνητό του Όζαρκς. Ο Τζάρεντ θα έκανε τις κατάλληλες κινήσεις, έτσι ώστε η παρουσία των σκοτεινών πλασμάτων να είναι επιτρεπτή στην πόλη, χωρίς τους Κυνηγούς να καραδοκούν για εκείνα. Αυτή ήταν η συμφωνία. Παράλληλα με όλα αυτά, ο Τζάρεντ είχε συμφωνήσει να παραδώσει την Άζρα Τζάκσον στην Ακαδημία του Μπλε Ρόδου, ενώ η Κριστίν θα έψαχνε λύση να βοηθήσει την Φρέγια.
Η Μόνα χαμογέλασε πονηρά στον Τζάρεντ Μπλάκγουελ, πριν βαδίσει μακριά και σταθεί μπροστά στο μικρόφωνο. Οι σύμβουλοι της δημάρχου έκαναν νόημα στην μπάντα με τους μουσικούς, που βρίσκονταν στον χώρο να σταματήσουν να παίζουν μουσική, καθώς θα ακολουθούσε η ομιλία της. Η γυναίκα ξεκίνησε με τον λόγο της, μόλις σταμάτησε η απαλή μουσική υπόκρουση.
«Αγαπητοί συμπολίτες του Όζαρκς!» Εξέφρασε τον ενθουσιασμό της εκείνης στιγμής, με ένα μακρόσυρτο χειροκρότημα από το θερμό κοινό της να την συντροφεύει. Έπειτα είπε όλα τα τυπικά που είχε απομνημονεύσει το πρωί στο γραφείο της.
Στο βάθος του πλήθους των καλεσμένων, ο Λουκ Τζάκσον, ξεχώρισε την όμορφη γιατρό, που γνώρισε νωρίτερα και μοιράστηκαν ένα-δυο ποτά στο μπαρ. Δεν δίστασε να την πλησιάσει και να της μιλήσει χαμογελώντας φιλικά.
«Που βρίσκεται η παρέα σου;» Την ρώτησε με απορία, αφού την βρήκε να στέκεται μόνη της. Ύστερα στάθηκε δίπλα της αποσκοπώντας να πιάσει συζήτηση μαζί της.
Η Τζόσελιν στέκονταν ακούγοντας με ενδιαφέρον την ομιλία της δημάρχου και ξαφνιάστηκε μόλις άκουσε μια γνώριμη φωνή. Όταν κοίταξε πίσω της κι αντίκρισε τον Λουκ, χαμογέλασε το ίδιο θερμά. Έπειτα έσπευσε να του απαντήσει. «Δυστυχώς αναγκάστηκα να έρθω μόνη μου απόψε... Κανένας συνάδελφος δεν μπορούσε να εγκαταλείψει το πόστο του. Τελευταία έχουμε πολλά έκτακτα περιστατικά με όλες αυτές τις περίεργες επιθέσεις κάθε βράδυ στην πόλη...» Το βλέμμα της ήταν θλιμμένο με αυτό που ανακοίνωνε. «Αλλά μάλλον αυτό το γνωρίζεις ήδη ως Σερίφης της πόλης.»
«Ναι ναι, πράγματι αυτή είναι η αλήθεια... Το γνωρίζω. Έχουμε κληθεί πάρα πολλές φορές τον τελευταίο μήνα να σπεύσουμε σε περιστατικό επίθεσης.» Παραδέχθηκε χαμηλόφωνα, αφού ακόμα η δήμαρχος μιλούσε κι όλοι ήταν σιωπηλοί.
«Λένε πως τα άγρια ζώα στο βουνό αυξήθηκαν ξαφνικά αυτήν την χρονιά και πως τα βουνίσια βουβάλια αυτόν τον χειμώνα είναι περισσότερα και πιο άγρια από ποτέ...» Είπε η Τζόσελιν εν αγνοία της για την πραγματική εικόνα των επιθέσεων. Έδειχνε πραγματικά ανήσυχη. «Μάλλον πρέπει να ξεκινήσει νωρίτερα το κυνήγι φέτος!» Πρόσθεσε προκαλώντας τον Λουκ άθελά της, αφού εκείνος αμέσως διέκρινε μια τραγική ειρωνεία στην πρότασή της μιας που γνώριζε όλη την αλήθεια.
Ο Λουκ έσφιξε τα δόντια του, για να μην παρασυρθεί και αποκαλύψει κάτι για τους πραγματικούς Κυνηγούς, οι οποίοι έχουν καθήκον τους να σκοτώνουν πλάσματα σαν κι αυτά, που τραυματίζουν θανάσιμα τους ανθρώπους στο Όζαρκς.
«Νομίζω θα συμφωνήσω. Περιμένω πως και πως το Κυνήγι!» Εννοούσε το Κυνήγι βρικολάκων και λυκανθρώπων. Όμως η Τζόσελιν κατάλαβε αυτό των απλών κυνηγών, που το έχουν ως χόμπι και βγαίνουν κατά ομάδες στο δάσος με ένα τουφέκι ο καθένας, κάθε τέλος του φθινοπώρου.
«Κυνηγάς;» Τον ρώτησε αμέσως, με έναν κρυφό ενθουσιασμό.
Ο Λουκ τον διέκρινε και αυτό του έξαψε την περιέργεια. «Ναι! Εσύ;» Γέλασε ελαφρώς, μη ξέροντας τι να περιμένει από την όμορφη γυναίκα.
«Ναι!» Δήλωσε και έκανε τον Λουκ να σκάσει ακόμα ένα ελαφρύ, αθώο γελάκι. «Βλέπω πως ξαφνιάστηκες Σερίφη!» Σχολίασε με κωμική φωνή. «Είναι περίεργο μια γιατρός να ξέρει από Κυνήγι;» Τον προκάλεσε υψώνοντας το καλοσχηματισμένο φρύδι της.
Ο Λουκ μαγνητίστηκε από το αψεγάδιαστο πρόσωπό της. «Μπορούμε να μάθουμε πόσο καλά γνωρίζει από Κυνήγι η γιατρός μόλις ξεκινήσει η κυνηγετική σεζόν! Το φθινόπωρο σύντομα τελειώνει.» Έκανε την Τζόσελιν να χαμογελάσει ντροπαλά.
Άρχισαν να δένονται και το ένιωθαν και οι δυο τους, πως ίσως υπήρχε κάτι μεταξύ τους που άξιζε να εξελιχθεί.
Την όμορφη στιγμή ήρθε να διακόψει ένας ταραγμένος Κέβιν, που προσέγγισε τον Λουκ χωρίς καμία διακριτικότητα. «Λουκ; Έλεγξες καθόλου την Άζρα;» Ρώτησε με τραχιά φωνή, αμέσως και με ευθύτητα, αγνοώντας την γυναικεία παρουσία δίπλα στον Λουκ.
Ο άνδρας παραξενεύτηκα από την ξαφνική εμφάνιση του Κέβιν. «Όχι από τότε που έφυγα από το δωμάτιο. Εσύ;» Πρόσεξε την ανησυχία του και γρήγορα αντιλήφθηκε πως κάτι κακό συνέβαινε.
Ο Κέβιν έγειρε κοντά του. «Πήγα στο γραφείο και δεν ήταν εκεί όπου την αφήσαμε...» Του αποκάλυψε σιωπηλά, στο αφτί.
Τα μάτια του Λουκ γούρλωσαν κι αμέσως κινητοποιήθηκε, χωρίς όμως να ξεχάσει τους καλούς του τρόπους. «Συγνώμη Τζόσελιν, αλλά υπάρχει κάποιο θέμα με την κόρη μου. Πρέπει να πηγαίνω!»
«Φυσικά. Τα λέμε!» Του χαμογέλασε φιλικά. Ταυτόχρονα έδειχνε αρκετά παραξενεμένη με την ξαφνική εισβολή αυτού του άγνωστου νεαρού, που δεν μπορούσε να μαντέψει τι ρόλο έχει στην ζωή του άνδρα που γνώρισε εκείνο το βράδυ στο γκαλά. Όμως είχε μάθει έστω κάτι από αυτόν, πως είχε μια κόρη...
Ο Λουκ της χαμογέλασε κι εκείνος, υποσχόμενος σιωπηλά ότι θα ξανασυναντηθούν αργά ή γρήγορα κι ύστερα χάθηκε στο πλήθος. Κατευθύνθηκε προς τους εσωτερικούς διαδρόμους του πολυτελούς σπιτιού των Μπλάκγουελ με τον Κέβιν να ακολουθεί.
Ο Τζάρεντ Μπλάκγουελ, που βρίσκονταν στην πρώτη σειρά του κοινού, κοίταξε γύρω του τον κόσμο, από απλή περιέργεια κατά την διάρκεια της ομιλίας... Ήθελε να δει ποιος είχε μείνει, ποιος είχε φύγει αλλά και ποιος άλλος είχε έρθει και δεν τον είχε ακόμα χαιρετήσει. Ήταν σημαντικό για εκείνον, να γνωρίζει ποιος είναι παρόν, ώστε να αναπτύξει προσωπική σχέση με τον κάθε μελλοντικό ψηφοφόρο του.
Για μια στιγμή όμως πάγωσε. Αντίκρισε πολλούς παράξενους και άγνωστους ανθρώπους να έχουν διασκορπιστεί στο ευρύχωρο σαλόνι του σπιτιού του, ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος με τους καλεσμένους του. Ήταν μαυροφορεμένοι και απέπνεαν απόκοσμη αύρα. Το επόμενο δευτερόλεπτο, το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μια κομψή γυναίκα, που ήταν ντυμένη κι αυτή στα μαύρα. Ήταν η Κριστίν Ρέιβενκροφτ.
Τι δουλειά έχει εδώ αυτή; Ο Τζάρεντ ήξερε πως τα πλάσματα της Ακαδημίας δεν έρχονται ποτέ στην πόλη! Μήπως είχε ξεκινήσει το στάδιο όπου ο Τζάρεντ θα λάμβανε την βοήθεια από την Ακαδημία κι εκείνος δεν το είχε ακόμα καταλάβει; Όλοι αυτοί ήταν πλάσματα της νύχτας; Η ανάσα του κόπηκε και άρχισε να φοβάται.
Έκανε νευρικές κινήσεις και η Σερένα τον αντιλήφθηκε αμέσως. «Είσαι καλά; Έγινε κάτι;» Τον ρώτησε χαμηλόφωνα ώστε να μην ακουστούν αλλά και να μην ενοχλήσει την Μόνα που εκφωνούσε τον λόγο της.
«Που είναι η Φρέγια; Είδες την Φρέγια;» Ήταν εμφανές ότι ήταν πανικοβλημένος και η ταραχή του παραξένεψε σε μεγάλο βαθμό την γυναίκα του. Ο άνδρας άρχισε να κοιτάει δεξιά κι αριστερά συνεχώς, αναζητώντας την κόρη, καθώς ένιωθε πως αυτό που θα ακολουθούσε δεν θα ήταν καθόλου καλό...
Από μακριά ο Λουκ Τζάκσον, που μόλις είχε επιστρέψει στον χώρο, έπειτα από μια γρήγορη και σύντομη αναζήτηση της Άζρα, διέκρινε τον Τζάρεντ Μπλάκγουελ να φέρεται περίεργα κι αμέσως έκανε την σύνδεση... Έψαχνε κι εκείνος κάποιον, ή μάλλον κάποια. Την Άζρα;
Ο Τζάρεντ διαπίστωσε κι αυτός το ίδιο και αμέσως έφυγε από το σημείο όπου καθόταν, αφήνοντας την Σερένα μόνη της και προσέγγισε τον Λουκ, ο οποίος ήταν μαζί με τον Κέβιν Ρουσσώ.
«Τι συμβαίνει;» Ρώτησε ο Τζάρεντ, μόλις έφτασε στους δυο άνδρες και με ένα νόημα τους κάλεσε να τον ακολουθήσουν διακριτικά. Κατευθύνθηκαν στο μπαλκόνι ώστε να μην τους ακούσει κανείς.
«Ψάχνουμε την Άζρα!» Απάντησε ο Λουκ ανήσυχος, περνώντας νευρικά το χέρι του ανάμεσα από τα καστανά μαλλιά του.
«Κι εγώ την Φρέγια! Μήπως την είδατε όσο ψάχνατε την Άζρα;» Τους ρώτησε ξανά, ξεχνώντας κάθε κόντρα που είχαν ποτέ αναμεταξύ τους.
«Όχι! Πουθενά δεν φάνηκε ούτε η Άζρα, ούτε η Φρέγια!» Πήρε τον λόγο ο Κέβιν και ο Τζάρεντ τον κοίταξε τρομοκρατημένος.
Που είχε πάει η Φρέγια;
«Πρέπει να βρούμε την Φρέγια!» Παρασύρθηκε ο Τζάρεντ και «απέκλεισε» την Άζρα από την πρότασή του.
Ο Κέβιν τον κοίταξε θυμωμένος, αφού έβλεπε στα μάτια του ο Τζάρεντ πως δεν του καίγεται καρφί για την Άζρα. Και τώρα του είχε αποδείξει έμπρακτα κιόλας... Δεν άργησε να κάνει σκέψεις όπου θυμόταν την Άζρα να του λέει από παλιά για την άσχημη αντιμετώπιση που είχε από τον πατέρα της Φρέγια.
Την ίδια στιγμή ο Λουκ κοίταξε απογοητευμένος προς τον Τζάρεντ. Τόσα χρόνια, με έναν τόσο στενό δεσμό να δένει τις οικογένειές τους, ο Τζάρεντ συνέχιζε να βλέπει την κόρη του Λουκ ως απειλή, ενώ η Άζρα ήταν μονάχα το μισό μέρος του προβλήματος. Το άλλο μισό πρόβλημα ήταν η Φρέγια.
«Αν εσύ θέλεις να ψάξεις μόνο την Φρέγια, μπορείς να το κάνεις. Εγώ όμως, θα ψάξω και για τις δυο!» Δήλωσε ο Λουκ κι έφυγε από το μπαλκόνι αποφασισμένος να φέρει τον κόσμο ανάποδα για να βρει και τις δυο κοπέλες.
Ο Κέβιν τον ακολούθησε χωρίς δεύτερη σκέψη, αφού πρώτα έριξε ένα απειλητικό βλέμμα στον Τζάρεντ.
⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top