36. Allies And Foes


Εκείνη την Τετάρτη ήταν δύσκολο να είσαι η Φρέγια Μπλάκγουελ. Επέστρεφε στο σπίτι της μετά από πολλές ώρες, εξαντλημένη. Δεν ένιωθε καθόλου ο εαυτός της τις τελευταίες ώρες, κι όσο περνούσε η ώρα, της ήταν όλο και πιο δύσκολο να αποδεχθεί τις νέες της αναμνήσεις. Η Φρέγια Μπλάκγουελ ένιωθε διαφορετική. Σίγουρα δεν ήταν η ίδια με την χθεσινή Φρέγια κι αυτό ήταν που την φόβιζε περισσότερο από όλα εκείνη την στιγμή.

Από εδώ και πέρα θα είχε να αντιμετωπίσει μια διαφορετική εκδοχή του ίδιου της του εαυτού, ο οποίος διέθετε δικές του ξεχωριστές αναμνήσεις και βιώματα πολύ πιο επίπονα από αυτά που είχε ήδη... Αυτή η αλλαγή που ένιωθε μέσα της, της μετέδιδε συναισθήματα αβεβαιότητας, ανασφάλειας και έβρισκε τον εαυτό της πιο ευάλωτο από ποτέ.

Η Άζρα Τζάκσον, σε όλες τις νέες αναμνήσεις της Φρέγια, την έβλαπτε. Ήταν η κακιά της κάθε ιστορίας. Χρησιμοποιούσε πολλές φορές την Φρέγια ως πηγή ενέργειας -κάτι που της φάνηκε αρκετά παράδοξο στα μάτια της- κι έπειτα πολλά κακά πράγματα συνέβαιναν στην Φρέγια αλλά και γύρω τους, αφού η Άζρα έχανε πάντα τον έλεγχο του εαυτού της, με τον θυμό να την κυριεύει. Αίμα, πόνος, δάκρυα και απελπισία ήταν τα κυρίαρχα σημεία της κάθε ανάμνησης με τέτοια ξεσπάσματα.

Εκείνη η ανάμνηση που ήρθε για να ταράξει τα νερά ήταν αυτή με την επαναφορά στην ζωή ενός νεκρού πουλιού. Πως κατάφερε να επαναφέρει ένα νεκρό κοράκι; Θυμόταν καθαρά πια, τον Κέβιν, που στέκονταν πίσω από τους θάμνους εκείνο το πρωινό στο σχολείο και τις κοιτούσε κρυφά πίσω από μερικούς σκούρους θάμνους, μέχρι που εκείνες τον ανακάλυψαν...

Ξαφνικά άρχισε να αμφισβητεί την ίδια της την μνήμη. Πράγματι έτσι είχαν γίνει τα πράγματα; Μήπως είχε μπερδευτεί και οι αναμνήσεις δεν ήταν ακόμα καθαρές; Δεν μπορούσε να ξέρει τίποτα από όλα αυτά... Για αυτό πίστεψε ότι θυμόταν, όπως το θυμόταν νιώθοντας κάθε φορά όλο και πιο τρωτή απέναντι στην Άζρα και στην περίεργη επίδραση που είχε κοντά της.

Μόλις πέρασε στην περίμετρο του σπιτιού της, έριξε μια ματιά στο πρόχειρα παρκαρισμένο αυτοκίνητο του πατέρα της, που βρίσκονταν μερικά βήματα στα αριστερά της, μπροστά στο πλακόστρωτο του σπιτιού τους. Μάλλον με έψαχνε; Σκέφτηκε η νεαρή Μπλάκγουελ ξεφυσώντας, αφού και μόνο από την ιδέα να της φωνάζουν «Που ήσουν;» την έπιανε ο απόλυτος πανικός.

Στάθηκε, πατώντας γερά στα πόδια της, πάνω στα μπορντό τουβλάκια. Ύψωσε το βλέμμα της και κοίταξε με δέος την θέα πίσω από το πολυτελές σπίτι της. Το βουνό Βερμόντ στέκονταν αγέρωχο κι επιβλητικό παίρνοντας στην αγκαλιά του του χιλιάδες φουντουκιές και έλατα που είχαν βαθιά χωμένες τις ρίζες του σε αυτό. Ο ήλιος είχε κρυφτεί, αν και πρωί με την συννεφιά να απλώνει σκοτάδι σε ολόκληρη την βουνοπλαγιά. Σύντομα θα ξεσπούσε μια δυνατή φθινοπωρινή βροχή, υπέθεσε η κοπέλα, από τα πυκνά μαύρα σύννεφα που έρχονταν απειλητικά προς το Όζαρκς φορτωμένα με νερό. Κατέβαιναν από τον ουρανό και μερικά από αυτά ακουμπούσαν την γραμμή της βουνοκορφής, κρύβοντάς την από την θέα όσων έστρεφαν το βλέμμα τους για να θαυμάσουν με δέος την απόκοσμη ομορφιά του Βερμόντ.

Η σπονδυλική στήλη της Φρέγια ίσιωσε μετά από διαταγή της και οι ώμοι της ευθυγραμμίστηκαν με αυτήν. Προσπάθησε να ετοιμάσει πλήρως τον εαυτό της για την επικείμενη συνάντησή της με τους γονείς της, μετά από πολλές ώρες απουσίας της. Έπειτα ξεκίνησε και βήμα-βήμα, άρχισε να βαδίζει προς το κατώφλι του σπιτιού της... Ο τόνος του βαδίσματός της ήταν αργός, υπό την άγρια όψη του σκοτεινού Βερμόντ να παραμονεύει, με τα σκοτεινά πλάσματα να βρίσκουν καταφύγιο και να κρύβονται στις σκιές του.

Η βαριά πόρτα άνοιξε γρήγορα, μετά από μερικά χτυπήματα της κοπέλας σε αυτήν και η ανήσυχη μητέρα της βρέθηκε να στέκεται μπροστά της ταραγμένη. «Που ήσουν παιδί μου;» Μόλις την αντίκρισε ξέσπασε. Η φωνή της έτρεμε όπως και τα χέρια της, την στιγμή που τα άπλωσε γύρω της και την έφερε στην αγκαλιά της.

Ο Τζάρεντ μόλις αντίκρισε την Φρέγια να βαδίζει στο χολ του σπιτιού τους, πλάι στην Σερένα, σηκώθηκε από την καρέκλα όπου καθόταν κι άφησε άτσαλα τον πρωινό του καφέ στο τραπέζι χωρίς να το σκεφτεί στιγμή.

«Φρέγια!» Αναφώνησε και έτρεξε κοντά της. Την κοίταξε καλά-καλά και γρήγορα έλεγξε εάν είναι σώα κι αβλαβής. Φοβήθηκε πολύ για την κόρη του, δεδομένου όλων όσων ήξερε είχε πολλούς λόγους για να ανησυχεί.

«Είμαι καλά! Συγνώμη που σας έκανα να ανησυχήσετε!» Παραδέχθηκε, με απολογητικό ύφος. Αφού αγκάλιασε και τον πατέρα της, έκανε πίσω και στάθηκε μπροστά τους έτοιμη να δικαστεί. Ένιωσε τα βλέμματα των γονιών της να την πλακώνουν και να της κόβουν την ανάσα.

«Που στο καλό ήσουν όλο το βράδυ; Και πες μου αλήθεια! Δεν απαντούσες σε κανένα τηλεφώνημα και η μόνη επιβεβαίωση που είχαμε πως είσαι ζωντανή ήταν από τους Τζάκσον...» Είπε εκνευρισμένος ο Τζάρεντ με τις τελευταίες εξελίξεις.

Η Φρέγια ήξερε πολύ καλά πως θα κάλυπτε την απουσία της στους γονείς της, είχαν συνεννοηθεί εξάλλου εγκαίρως με την Άζρα. «Ήμουν με την Άζρα...» Ανασήκωσε τους ώμους της, δείχνοντας χαλαρή για λίγο.

Οι γονείς της αλληλοκοιτάχθηκαν ανήμποροι να της αποσπάσουν την αλήθεια.

«Μην μας λες ψέματα Φρέγια.» Παρακάλεσε η μητέρα της.

Η Φρέγια της έριξε μια πληγωμένη ματιά. «Πολύ αστείο αυτή η φράση να προέρχεται από εσάς...» Ξεφύσιξε απογοητευμένη. Το μόνο που έκαναν οι γονείς της από τότε που επέστρεψαν στο Όζαρκς ήταν να ψεύδονται. Επέτρεψε στο μυαλό της να ακολουθήσει την πρώτη διέξοδο που συνάντησε στην πορεία της αναζήτησης μιας διαφυγής από την πραγματικότητα, με σκοπό να βρει την ησυχία της. Έψαξε στις τσέπες της για το κινητό της τηλέφωνο, αλλά δεν το έβρισκε ούτε στο μπουφάν της και ούτε και στο παντελόνι της. Δεν το πιστεύω... Απηύδησε. Τα μάτια της ρόλλαραν στον χώρο. «Μάλλον χρειάζομαι καινούριο κινητό...» Ψιθύρισε απερίσκεπτα.

Ο πατέρας της της άκουσε να το λέει καθαρά. «Το έχασες;» Στράφηκε σε εκείνη περίεργος. «Πως μπορεί να έχασες το κινητό σου;»

Δίκιο είχε! Σύμφωνα με όσα τους είχε πει μπορεί απλά να το ξέχασε στο σπίτι της Άζρα... Επομένως ακολούθησε το αρχικό της ψέμα. «Σωστά, δεν υπάρχει περίπτωση να το έχασα... Θα είναι στο σπίτι της Άζρα!» Σχολίασε, παρόλο που ήταν σίγουρη ότι το κινητό της χάθηκε μέσα στο αχανές, αρχαίο δάσος του Όζαρκς, εχθές το βράδυ, κάποια στιγμή ενδιάμεσα στην μυστική μαγική τελετή, το κυνήγι από βρικόλακες και την απαγωγή της από αυτούς...

Ο Τζάρεντ έξυσε σκεπτικός το πιγούνι του. Ακόμα δεν πίστευε την Φρέγια. Δεν ήξερε πως θα μπορούσε να μάθει την αλήθεια, ότι κι αν την ρωτούσε δεν θα αποσπούσε τις πληροφορίες που ήθελε.

Η Φρέγια έστρεψε το βλέμμα της στους γονείς της που την κοίταζαν ύποπτα. Καταλάβαινε ότι εκατοντάδες σκέψεις περνούσαν από τον νου τους εκείνη την στιγμή.

Ένιωθε προδομένη από τους ίδιους τους γονείς της. Της έκρυψαν τόσα πολλά! Κι από ότι φαίνεται έκρυβαν πολλά περισσότερα από όσο νόμιζε... Την πήγανε σε μια μάγισσα κι έσβησαν όλες τις αναμνήσεις της από το Όζαρκς που αφορούσαν την Άζρα Τζάκσον. Πως μπορούν να επεμβαίνουν έτσι με δικές τους αποφάσεις στην ζωή μου; Η Φρέγια δεν ήξερε τι να πρωτοπεί, αλλά αποφάσισε να κρατήσει το στόμα της κλειστό, αφού πήρε μια σημαντική απόφαση. Δεν θα επέτρεπε ποτέ ξανά σε κανέναν, όποιος και να είναι αυτός, να πάρει αποφάσεις για την δική της ζωή. Της ήταν τόσο δύσκολο να κοιτάζει τον Τζάρεντ και την Σερένα στα μάτια τώρα που θυμόταν τα πάντα.

«Αν δεν υπάρχει τίποτα άλλο σημαντικό που έχουμε να πούμε, εγώ πηγαίνω στο δωμάτιό μου. Θέλω να μείνω μόνη μου, να ξεκουραστώ.» Ανακοίνωσε και αμέσως μετά ξεκίνησε να βαδίζει προς τις σκάλες για τον πάνω όροφο.

Ο πατέρας της δεν απομάκρυνε μάτια από πάνω της. Αντίκρισε κι εκείνος και η Σερένα μια διαφορετική Φρέγια. Είχε γίνει αντιληπτή και στους δυο τους η αλλαγή στην ψυχολογία της κόρης τους και ένα είδους αποστροφής προς τα πρόσωπά τους. Ξαφνικά άρχισαν να ανησυχούν περισσότερο για την Φρέγια. Περισσότερο ο Τζάρεντ, αφού είχε σχέδια κρυφά και από τις δυο γυναίκες της οικογένειάς του.

[...]

Η ξύλινη πόρτα του δωματίου της Φρέγια Μπλάκγουελ έτριξε αργά το βράδυ. Η Σερένα δεν μπορούσε να κοιμηθεί και έτσι αποφάσισε πως θα ήταν καλύτερα να πήγαινε στο δωμάτιο της κόρης της για να μιλήσουνε για λίγο οι δυο τους. Ίσως της μιλούσε χωρίς την παρουσία του Τζάρεντ...

Είχε τόσα πολλά στο μυαλό της που ήθελε να της πει, αλλά ποτέ δεν κατάφερνε να της ανοιχτεί όσο εκείνη ήθελε. Ο Τζάρεντ πάντα την πίεζε και την σταματούσε από το να μιλήσει στην Φρέγια. Η αλήθεια ήταν ότι η Σερένα υπάκουγε στις εντολές του άντρα της πιστά και κατά γράμμα, ακολουθούσε τα σχέδιά του κι έκρυβε πάντα από την Φρέγια ό,τι της ζητούσε να κρατήσει κρυφό.

«Δεν κοιμάσαι ούτε κι εσύ, ε;» Η φωνή της Σερένα κέντρισε τη προσοχή της Φρέγια και στράφηκε προς την μητέρα της, η οποία είχε μπει μόλις στο δωμάτιό της. Περπάτησε και στάθηκε μπροστά της.

Η Φρέγια ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της κάτω από τα ζεστά σκεπάσματά της χωρίς να κάνει τίποτα εδώ και ώρες. Μόνο σκεπτόταν και ανακαλούσε στην μνήμη της διάφορες από τις «νέες» και πρόσφατα αποκτημένες αναμνήσεις της.

«Δεν μπορώ να κοιμηθώ.» Παραδέχθηκε φωναχτά η νεαρή και γύρισε να την κοιτάξει.

Η Σερένα πήρε μια βαθιά ανάσα σκεπτική. «Μπορώ να καθίσω;» Ρώτησε δείχνοντας τον χώρο που είχε αφήσει ελεύθερο η Φρέγια στο πλατύ κρεβάτι της.

Η κόρη της, ένευσε θετικά κι έκανε γρήγορα στην άκρη επιτρέποντας έτσι στην μητέρα της να καθίσει πιο άνετα κοντά της.

Οι δυο γυναίκες κοιτάζονταν για λίγο αμίλητες, μη ξέροντας τι να πούνε. Η Σερένα είχε πάει στο δωμάτιο της Φρέγια με αρχικό σκοπό να την παρηγορήσει, μιας που δεν την έπαιρνε ο ύπνος εξαιτίας του ότι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσει νωρίτερα εκείνη την ημέρα μαζί της. Τώρα έψαχνε τις κατάλληλες λέξεις και δεν τις έβρισε. «Τι συνέβη εχθές βράδυ Φρέγια; Που βρισκόσουν πραγματικά;» Την ρώτησε τελικά.

Η Φρέγια απέστρεψε το βλέμμα της από την Σερένα. «Σου είπα ήδη...»

«Αυτό που μας είπες ήταν απλά μια κάλυψη και ξες πολύ καλά ότι ούτε κι εγώ αλλά ούτε κι ο πατέρας σου το πιστέψαμε.»

«Δεν με αφορά πλέον αν με πιστεύετε ή όχι.» Η Φρέγια έγινε σκληρή εκπλήσσοντας την Σερένα.

«Δεν μπορεί να το λες σοβαρά τώρα αυτό...» Το μάτια της γούλρωσαν.

«Θέλω να μείνω μόνη μου σου είπα, μαμά.» Γύρισε και ξάπλωσε από την άλλη πλευρά του κρεβατιού της. «Φύγε σε παρακαλώ. Πήγαινε να κοιμηθείς.»

Η Σερένα δεν πτοήθηκε από αυτή την κίνηση απόρριψης από την κόρη της. «Κι εγώ θέλω να ακούσω πως είσαι. Δεν μου φαίνεσαι και πολύ καλά, Φρέγια.» Ακούστηκε στον τόνο της φωνής της μια ξεκάθαρη ανησυχία, η οποία παρόλα αυτά δεν επηρέασε την Φρέγια.

Γρήγορα πέρασαν από το μυαλό της Φρέγια δεκάδες αναμνήσεις όπου σε κάθε μια από αυτές η μητέρα της δεν έδειχνε να ανησύχησε όσο θα έπρεπε... Ο πατέρας της πάντα ήταν αυτός που ανησυχούσε και για τους δυο τους, μιας που πάντα ήξερε περισσότερα από όσα έλεγε πως γνωρίζει.

Η μητέρα της Φρέγια, με τον καιρό, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ο Τζάρεντ έκρυβε μυστικά πια ακόμα και από την ίδια κι όχι μόνο από την κόρη τους. Έτσι, με την έλευσή τους στο Όζαρκς, συνειδητοποιημένη πια έπρεπε να συμμαχήσει με την Φρέγια. Για αυτό τώρα ανησυχούσε τόσο και για την Φρέγια πια. Ο άντρας της έθετε σε κίνδυνο την κόρη τους; Ήταν η στιγμή τους; Να μηχανορραφήσουν πίσω από την πλάτη του Τζάρεντ Μπλάκγουελ;

«Ξέρεις ότι παρόλο που φαίνεται ότι σου κρύβω μυστικά δεν έχω;» Κέντρισε την Φρέγια. «Γλυκιά μου, δεν θέλω να έχουμε μυστικά ανά μεταξύ μας.»

«Είναι λίγο αργά για αυτό δεν νομίζεις;» Την ταρακούνησε η Φρέγια. Την είχε εξαντλήσει η κατάσταση και τώρα πια ήταν λες και είχε ανοσία...

«Ποτέ δεν είναι αργά.» Ακούγονταν πιο αισιόδοξη από ότι ήταν στην πραγματικότητα η Σερένα. Αλλά ακόμα κι έτσι, συνέχιζε να προσπαθεί να κάνει την κόρη της να της ανοιχτεί και να μοιραστεί μαζί της για ότι της συνέβη εχθές το βράδυ όσο δεν μπορούσαν να την εντοπίσουν. Ένιωθε ότι κάτι σημαντικό συνέβη, το οποίο από ότι έδειχνε μέχρι στιγμής είχε σκληρό αντίκτυπο στην Φρέγια.

Η Φρέγια ήθελε να μιλήσει. Να της φωνάξει ότι όλες οι αναμνήσεις της είχαν πια επιστρέψει κι ότι ό,τι κι αν προσπάθησαν να της τα κρύψουν ως τώρα με τον πατέρα της ήταν άδικο, αφού όλα είχαν πια αποκαλυφθεί... Κανένα μυστικό δεν μένει μυστικό για πάντα, κι αυτό ακριβώς ήταν που θα ήθελε να της πει. Αλλά αντί αυτού επέλεξε να την μεταφέρει για λίγο πίσω στα χρόνια...

«Θυμάσαι τον χειμώνα του 2.002;» Αποκρίθηκε αινιγματικά η νεαρή Φρέγια, καθώς γύριζε προς το μέρος της μητέρας της. Την κοίταξε στα μάτια περιμένοντας να ακολουθήσει έστω ένα δείγμα αλήθειας.

«Ναι.» Της είπε μονοκόμματα και στην συνέχεια στραβοκατάπιε. «Ήταν ο τελευταίος χειμώνας μας εδώ, στο Όζαρκς.» Πρόσθεσε.

Η Φρέγια ένευσε καταφατικά, συμφωνώντας. «Τότε νομίζω ξεκίνησαν τα περισσότερα από τα ψέματα που μας βασανίζουν μέχρι και σήμερα.»

«Τι είναι αυτά που λες;» Η μητέρα της ήρθε για ακόμα μια φορά προ εκπλήξεως. Τι ήθελε να της πει η κόρη της;

«Νομίζατε ότι ήταν ευκολότερο το να μετακομίσουμε σε μια μεγαλούπολη μακριά από το Όζαρκς και να κρύψετε το παρελθόν μου, ακόμα κι από εμένα την ίδια, βάζοντας μια μάγισσα να με κάνει να ξεχάσω οτιδήποτε είχε να κάνει με το Όζαρκς...» Αποκάλυψε εμμέσως ότι πια ήξερε παραπάνω. «Ενώ η λύση ήταν αλήθεια! Γιατί δεν μου λέτε τον πραγματικό λόγο που αφήσαμε το Όζαρκς; Γιατί δεν μου λέτε τι κοινό έχω με την Άζρα και είμαστε καταστροφικές η μια για την άλλη;»

«Φρέγια...» Η Σερένα έχασε τα λόγια της. Κοίταζε με κομμένη σχεδόν την ανάσα της την κόρη της.

«Ξέρω πιο πολλά από όσα νομίζετε.» Ψέλλισε βουρκωμένη και ακολούθησε απόλυτη σιωπή.

«Το ίδιο κι ο πατέρας σου.» Αποφάσισε να κάνει κι εκείνη μια αποκάλυψη. «Είμαι σίγουρη ότι κρύβει πολλά κι από τις δυο μας, για αυτό καλό θα ήταν να μην με συγκρίνεις μαζί του.»

Τα μάτια της Φρέγια πάγωσαν, έμειναν ακίνητα να κοιτάνε το πρόσωπο της μητέρας της που έδειχνε τόσο θλιμμένο, όσο κι εκείνης. Να και κάτι που δεν περίμενε να ακούσει. Δεν είχε φανταστεί ότι ο πατέρας της έκρυβε πληροφορίες και είχε μυστικά και από την μητέρα της.

«Αυτός πήρε την απόφαση να φύγουμε από το Όζαρκς τότε;»

«Αυτός παίρνει όλες τις αποφάσεις, Φρέγια.» Το ύφος της σκλήρυνε με την απάντηση που επέλεξε να δώσει. «Δεν το έχεις καταλάβει;»

«Και τώρα γιατί γυρίσαμε αφού αποφάσισε να φύγουμε τότε;»

«Γιατί πάντα έχει ένα σχέδιο για όλα.» Ειρωνεύτηκε τον άνδρα της, επικαλούμενη τα λόγια του.

«Τι σχέδιο είχε τότε, λοιπόν;» Η Φρέγια αναδεύθηκε από τα υφάσματα που ήταν μπερδεμένα γύρω της, πάνω στο κρεβάτι της και ύψωσε τον κορμό της. Έστρεψε το σώμα της προς τη Σερένα, έτοιμη να συνεχίσει την συνομιλία τους αφού μετά από καιρό είχε πραγματικό ενδιαφέρον η κουβέντα.

«Έπρεπε να σε πάρουμε μακριά από την Άζρα, γιατί σου έκανε κακό. Αυτό ήταν το πρώτο μας μέλημα.» Εξήγησε. «Μόνος του όμως αποφάσισε να φύγουμε από το Όζαρκς ξαφνικά. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης. Εκεί θα μεγάλωνες μακριά από τα τέρατα του Όζαρκς και την σκοτεινή ιστορία του.» Έκανε μια παύση και την κοίταξε ευγνώμων το πρόσωπο του παιδιού της, που αυτό το κομμάτι του σχεδίου που είχε ο άντρας της πέτυχε. «Κι όντως μεγάλωσες μακριά από το Όζαρκς και ήσουν ασφαλής μακριά από την Άζρα! Δεν χρειάστηκε ποτέ να ανησυχήσουμε για σένα.»

«Και αφού εκεί ήμουν ασφαλής κι εδώ δεν ήμουν, και δεν είμαι ακόμα... Γιατί γυρίσαμε;» Η Φρέγια άρχισε να τα χάνει. Πίστευε ότι ήταν πολύ χαζή για να καταλάβει τι συνέβαινε μπροστά στα μάτια της.

«Επειδή ο πατέρας σου έχει ξανά ένα σχέδιο.» Εξήγησε η Σερένα στην κόρη της.

Η Φρέγια ξεφύσιξε εκνευρισμένη. «Δεν μπορεί να παίρνει αυτός όλες τις αποφάσεις. Δεν θα αποφασίζει για την ζωή μου.»

«Προσπαθώ να κρατήσω τις ισορροπίες της οικογένειάς μας, Φρέγια. Δεν το βλέπεις; Είναι ξεκάθαρος ο ρόλος του καθένα μας...» Σχολίασε κάνοντας την Φρέγια να σκεφτεί. «Ο πατέρας σου είναι αυτός με τα μυστικά, εσύ είσαι αυτή που αμφισβητεί τα πάντα και έχει τις ερωτήσεις και τέλος, εγώ... Που ισορροπώ σε μια λεπτή γραμμή ανάμεσά σας, έτσι ώστε να αποφύγουμε την μια σύγκρουση μετά την άλλη. Προσπαθώ να προστατεύσω στη τελική εσένα από τις αποφάσεις του πατέρα σου...»

Η Φρέγια κοίταξε έξω από το τζάμι του παραθύρου της. Άφησε για λίγο τον νου της να τρέξει ελεύθερο. Δεν είχε δει το φεγγάρι ως τώρα. Ήταν σχεδόν πανσέληνος, πιθανότατα αύριο, μεθαύριο θα βασίλευε γεμάτο. Το θέαμα της έκοψε την ανάσα από την ομορφιά του. Το δάσος κάτω από το λευκό φως της πανσελήνου και το βουνό λουσμένο από την απογευματινή κρύα καταιγίδα, που με το πέρασμά της έφερε ένα κύμα μιας υγρής καταστροφής. Τώρα πια δεν έβρεχε, ο ουρανός είχε καθαρίσει από σύννεφα και είχε ξαστεριά.

«Θέλω να γίνουμε καλύτερη οικογένεια. Χρειάζομαι τους γονείς μου να είναι το στήριγμά μου, σύμμαχοί μου, όχι να με κρατάνε στο σκοτάδι έχοντας μυστικά.» Εξομολογήθηκε την πιο βαθιά επιθυμία της, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από τα άστρα του νυχτερινού ουρανού, κάνοντάς τον εαυτό της να πιστέψει πως ήταν μια ευχή που τα ουράνια σώματα θα εκπλήρωναν με κάποιον μαγικό τρόπο... Εξάλλου, τώρα πια, πίστευε στην μαγεία...

«Θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για αυτό, Φρέγια, στο υπόσχομαι!» Η Σερένα της χαμογέλασε.

Η Φρέγια χαμογέλασε κι αυτή αμέσως μετά στην μητέρα της συνειδητοποιώντας ότι ίσως τελικά και να μην ήταν ο εχθρός της, αλλά μια δυνατή σύμμαχος απέναντι στον Τζάρεντ. Θα κατάφερναν να «βγάλουν» την αλήθεια από τον πατέρα της, μαζί;

Η Σερένα μετά από λίγο αποχώρησε από το δωμάτιο της κόρης, αφού πρώτα της έδωσε ένα θερμό φιλί στο μέτωπό της και της ευχήθηκε καληνύχτα. Κι έτσι την άφησε μόνη της για να κοιμηθεί. Όμως η Φρέγια δεν μπορούσε να κοιμηθεί μετά από όσα προηγήθηκαν... Είχε υπερένταση και δεκάδες χιλιάδες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της και για ακόμα ένα βράδυ την βασάνιζαν, δυσκολεύοντάς την με το να κοιμηθεί ήσυχα.

[...]

Στο σπίτι των Τζάκσον κανένας δεν μπορούσε να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ... Η Άζρα στριφογύριζε αποκοιμισμένη στο κρεβάτι της, ανακατώνοντας τα σκεπάσματά της γύρω της. Βρίσκονταν εδώ και ώρα σε ένα ενδιάμεσο στάδιο του ύπνου, όπου παρόλο που ήταν έτοιμη να αποκοιμηθεί, είχε τις αισθήσεις της. Ο εγκέφαλός της είχε το πάνω χέρι στις αποφάσεις και τις αντιδράσεις της κι ακόμα δεν είχε βυθιστεί στην άβυσσο των σκοτεινών ονείρων της.

Από την στιγμή που η Φρέγια Μπλάκγουελ πραγματοποίησε την τελετή με τις μάγισσες στο δάσος εχθές τη νύχτα, για να επαναφέρει τις αναμνήσεις της, δεν ήταν η μόνη μου άλλαξε. Πέραν του ότι απέκτησε τις αναμνήσεις της, ήταν διαφορετική πια και πιο ευάλωτη στην Άζρα που μοιράζονταν αυτόν τον ιδιαίτερο κι απροσδιόριστο δεσμό.

Η Άζρα από την άλλη πλευρά βίωνε τις δικές της αλλαγές, που με την τελετή που πραγματοποίησε η Φρέγια ενεργοποιήθηκαν σαν φωτεινή κόκκινη ένδειξη κινδύνου. Τώρα πια πίστευε ότι η Φρέγια ήταν απροστάτευτη, αφού αυτή η μάγισσα που της πήρε τις αναμνήσεις της, της είχε κάνει κι ένα ξόρκι προστασίας. Έτσι η Άζρα δεν ένιωθε πλέον την παρουσία της Φρέγια, όπως την ένιωθε παλιότερα. Τώρα ήταν όλα πιο έντονα και για τις δυο τους. Το πέπλο που κάλυπτε τα δυο κορίτσια ξεχωριστά είχε εξαφανιστεί. Η Φρέγια ήταν σαν φάρος σε φουρτουνιασμένη θάλασσα που με ένα λαμπερό φως σηματοδοτούσε την τοποθεσία της στην Άζρα. Η Άζρα με αυτόν τον τρόπο έλκονταν από την Φρέγια. Αυτός ήταν κι ο λόγος που κατάφερε να εντοπίσει την νεαρή Μπλάκγουελ στο κατασκότεινο αχανές δάσος όταν εκείνη κινδύνευε. Το είχε καταλάβει αφού μια ακόμα αλλαγή που βίωνε ήταν η συναίσθηση που είχε αποκτήσει. Ό,τι ένιωθε η Φρέγια, η Άζρα το καταλάβαινε. Σκέφτηκε ότι ήταν σαν να είχε αποκτήσει μια έκτη αίσθηση και όλο έδειχναν ότι είχε δίκιο!

Όσο λοιπόν βυθίζονταν στην αγκαλιά του Μορφέα, η Άζρα Τζάκσον, γίνονταν όλο και πιο ευάλωτη από τον βασανιστικό εφιάλτη που έρχονταν απειλητικά κατά πάνω της για ακόμα ένα βράδυ. Γύρισε απότομα από το άλλο πλευρό και τα μάτια της σφραγίστηκαν ολοκληρωτικά. Οι κόρες των ματιών της πήγαιναν αριστερά δεξιά με μεγάλη ταχύτητα εναλλαγής και ταυτόχρονα το σώμα της κοπέλας άρχισε να ταράσσεται. Πρώτα ξεκίνησαν τα μάγουλά της, παράξενες στιγμιαίες επιφανειακές συσπάσεις συνέβαιναν κάθε λίγα δευτερόλεπτα. Έπειτα, τα χέρια της άρχισαν να κάνουν το ίδιο ενώ στην συνέχεια ολόκληρο το σώμα της άρχισε να συσπάτε, όλο και πιο έντονα όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα. Η κοπέλα βρίσκονταν στο έλεος μιας επιληπτικής κρίσης και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να βοηθήσει τον εαυτό της.

Έβλεπε όμως καθαρά πια, την πλάτη της γυναίκας με τα μαύρα, να απομακρύνεται και να απομακρύνεται. Αλλά σιγά σιγά άρχισε να την χάνει από τον ορίζονταν, αφού η γυναίκα βάδιζε ευθεία και κατά μήκος του μακρόστενου ασφαλτοστρωμένου δρόμου ενώ εκείνη στέκονταν ακίνητη κι άπραγη κάτω από τον σβηστό φανοστάτη. Η Άζρα ξαφνικά ένιωσε πως κάτι πήγαινε στραβά... Μπορεί να κατάλαβε ότι το σώμα της περνούσε μια κρίση όσο κοιμόταν, αλλά μπορεί κι όχι. Παρόλα αυτά αποφάσισε για πρώτη φορά να τρέξει προς την γυναίκα με τα μαύρα που την στοίχειωνε στα όνειρά της.

Τα βήματά της στην αρχή ήταν αργά και πολύ βαριά, στην συνέχεια όμως η θέλησή της για να την φτάσει και να δει το πρόσωπό της μεγάλωνε και έτσι άρχισε να τρέχει μανιωδώς. Ο δρόμος όμως ξαφνικά τελείωνε, αφού είχε καταστραφεί ανεξήγητα στην μέση της πόλης. Ένας γκρεμός απλώνονταν μπροστά της και η Άζρα δεν το είχε δει εγκαίρως. Έτσι, από κεκτημένη ταχύτητα κατέληξε να πέφτει στο κενό με αποτέλεσμα να ανοίξει τα μάτια της με την πτώση της.

Η νεαρή κοπέλα μόλις επανήλθε από τον εφιάλτη της, προσπάθησε να ηρεμίσει τον εαυτό της και να σταματήσει την κρίση που περνούσε, αλλά δεν κατάφερε να κάνει τίποτα από τα δυο. Το σώμα της όσο περνούσε η ώρα ταλαιπωρούνταν όλο και πιο πολύ. Παρόλο που περνούσε επιληπτική κρίση και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, είχε την δυνατότητα να σκέφτεται. Έμοιαζε λες και ο εγκέφαλός της ήταν δυνατότερος από ότι βίωνε, ή μάλλον η ίδια ήταν δυνατότερη και ότι της συνέβαινε μπορεί τελικά να το ελέγχει.

Ξαφνικά οι συσπάσεις του κορμού της χαλάρωσαν. Τα πόδια της, τα χέρια της και ο αυχένας της σταμάτησαν να ταράζονται και πήρε μια βαθιά ανάσα. Αμέσως σηκώθηκε και κάθισε στο κρεβάτι της, κοιτάζονταν ευθεία στο παράθυρό της ρίχνοντας όλη της την προσοχή στον δρόμο. Πίστευε ότι θα αντίκριζε την γυναίκα με τα μαύρα εκεί, αλλά αυτό θα ήταν κάτι αδύνατο, αφού υπήρχε μόνο στα όνειρά της και δεν ήξερε ποια ήταν.

Μετά από λίγο πίεσε τις παλάμες της στο κρεβάτι της και σηκώθηκε στα πόδια της. Η κοπέλα βρέθηκε να βαδίζει γρήγορα στο χολ του σπιτιού της και να κατεβαίνει με μανία τα σκαλιά. Πέρασε στο σαλόνι κι έψαξε για τα κλειδιά του αυτοκινήτου της. Μόλις τα βρήκε άφησε το σπίτι και μπήκε στο αμάξι της σκοπεύοντας να συναντήσει την Φρέγια. Δοκίμασε να την καλέσει στο κινητό, αλλά μετά από πολλές κλήσεις της που δεν απάντησε σκέφτηκε ότι ίσως τελικά να κοιμόταν...

Ήθελε να πάρει λίγο αέρα. Έτσι παρέμεινε στο αυτοκίνητο, οδηγώντας μόνη της, αργά το βράδυ, στους άδειους δρόμους του Όζαρκς. Δεν ήθελε να πάει στον Κέβιν, ούτε να του τηλεφωνήσει. Ήθελε να μείνει μόνη της! Άλλωστε ήταν θυμωμένη με την τολμηρή αποκάλυψή του για την ίδια μπροστά στον πατέρα της. Είπε από μόνος του, ότι η Άζρα είχε επισκεφτεί την Ακαδημία, χωρίς να την ρωτήσει εάν ήθελε ο πατέρας της να ξέρει για αυτό. Από την στιγμή που το αποκάλυψε, εκείνη εκνευρίστηκε μαζί του που την πρόδωσε. Υποτίθεται όταν ότι, ότι μυστικά του εκμυστηρεύονταν εκείνος έπρεπε να τα κρατήσει κρυφά! Και τώρα μετά από τόσα χρόνια είπε ένα από αυτά χωρίς καν να το σκεφτεί καλά-καλά. Θα της έπαιρνε λίγο καιρό για να τον συγχωρέσει, και τώρα δεν είχε όρεξη να του μιλήσει...

[...]

Η Φρέγια Μπλάκγουελ στέκονταν μπροστά στο μακρόστενο παράθυρο του δωματίου της και κοίταζε με κενό βλέμμα την βουνοπλαγιά που κατηφόριζε δίπλα από το σπίτι της. Εκατοντάδες δέντρα στόλιζαν το βουνό σε εκείνη την πλευρά και το έκαναν να δείχνει πιο όμορφο. Έστρεψε ασυναίσθητα τους βολβούς των ματιών της προς τους σκούρους κορμούς των δέντρων που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του δάσους.

Μια σκιά ελίχθηκε στις απαλές μαύρες αποχρώσεις που είχε απλωθεί κάτω από τα δέντρα σαν ένα μεταξένιο πέπλο. Η φιγούρα στάθηκε κάπου ενδιάμεσα στο φως και το σκοτάδι, έτσι ίσα που φαίνονταν ότι κάποιος ήταν εκεί. Κράτησε όμως τα χαρακτηριστικά του κρυφά, μη προδίδοντας την ταυτότητά του. Παρ' όλη την προσπάθεια του πλάσματος να μείνει κρυφό απέναντι στα μάτια της Φρέγια Μπλάκγουελ εκείνη την στιγμή για πρώτη φορά η νεαρή κοπέλα κοίταξε ανάμεσα στις σκιές του Όζαρκς και ήξερε ποιον είχε απέναντί της. Μια πιθαμή φωτός έκλεψε και πέρασε στο σκοτάδι, φανερώνοντας ένα μέρος από το πρόσωπο αυτού που κρύβονταν ανάμεσα από τα ψηλά έλατα.

Τα μάτια του θα τα ξεχώριζε ακόμα και μια νύχτα σαν κι αυτή, μες το σκοτάδι. Ήταν ο Άρτσερ Κινγκ που παραμόνευε στις σκιές για την Φρέγια Μπλάκγουελ. Δεν πέρασαν πολλές μέρες που στέκονταν σε εκείνο ακριβώς το σημείο απαρατήρητος, με την Φρέγια σε πλήρη άγνοια. Είχε εντοπίσει προ πολλού την τοποθεσία της κοπέλας που έμοιαζε σαν μια σταγόνα νερό με την Βικτώρια Ντουκέιν. Για τον Άρτσερ ήταν η πιο γλυκόπικρη καταστροφή του. Δεν το είχε πει σε κανέναν ότι πήγαινε σχεδόν κάθε βράδυ έξω από το σπίτι της και την κοίταζε ακόμα κι όταν κοιμόταν. Ένιωθε λες και βρήκε ξανά την Βικτώρια του, την γυναίκα που ακόμα και μετά από όσα του έκανε κατείχε την καρδιά του και την αγαπούσε. Έτσι, βλέποντας ένα πρόσωπο που της έμοιαζε τόσο, δεν μπορούσε να αντισταθεί από το να την προσεγγίσει.

Μετά από ότι έγινε το πρωί, εκείνο το βράδυ πήγε ξανά στο σπίτι της, γιατί ένιωσε την μεγαλύτερη ανάγκη να την αντικρίσει ξανά... Μπορεί να την κρατούσε δεμένη και να την ανέκρινε με μίσος πριν μερικές ώρες, αλλά δεν την μισούσε στην πραγματικότητα. Είχε πληγωθεί βαθιά. Χρόνια τώρα είχε αυτή την λαχτάρα να την ξανασυναντήσει, παρόλο που ήξερε πως ταυτόχρονα την μισεί για αυτό που έκανε σε εκείνον και σε ολόκληρη την πόλη του Όζαρκς πριν πεντακόσια περίπου χρόνια.

Αφού αποδείχθηκε ότι δεν ήταν η Βικτώρια τα πράγματα αντί να ξεκαθαρίσουν για εκείνον και να είναι πιο εύκολα, περιπλέχθηκαν και δεν ήξερε πως να αντιμετωπίσει την Φρέγια Μπλάκγουελ. Αφού η φίλη της έκανε μερικά πολύ άσχημα πράγματα κατά την απόδρασή τους... Τα συναισθήματα ήταν αντικρουόμενα πιο πολύ από ποτέ. Κατά βάθος, ήξερε καλά ότι δεν μπορούσε να κάνει κακό σε μια αθώα κοπέλα για τα λάθη που είχε κάνει κάποια που απλά της μοιάζει. Για αυτό και του ήταν αδύνατον να την κοιτάζει στα μάτια εκείνο το βράδυ, γιατί μόνο που την έβλεπε ήθελε να την σκοτώσει για όλα τα κακά που είχε υποστεί εξαιτίας της. Χρειαζόταν απαντήσεις τόσο απελπισμένα, όσο και η Φρέγια.

Δεν καταλάβαινε γιατί η Βικτώρια είχε σωσία και πως γίνεται να μένει κι εκείνη στο Όζαρκς. Όλα θα έχουν μια λογική εξήγηση, σκέφτηκε...

Ο Άρτσερ θυμήθηκε που στεκόταν έξω από το παράθυρο της Βικτώρια, πριν πολλά πολλά χρόνια, και αντάλλασσαν ρομαντικά βλέμματα. Έμενε και την χάζευε από μακριά για ώρες, με φόντο τα πράσινα πυκνά δάση του Όζαρκς. Τα οποία είχαν μείνει ακριβώς τα ίδια από την ημέρα που τα είδε για τελευταία φορά... Δεν είχαν χάσει την άγρια όψη τους, αλλά ούτε και το σκοτάδι που τα περιέβαλλε είχε απομακρυνθεί.

Ο νεαρός άνδρας παρέμεινε να κοιτάζει, από το σημείο όπου βρίσκονταν, το πρόσωπο της Φρέγια Μπλάκγουελ. Αντίστοιχα η Φρέγια, είχε χάσει τον εαυτό της κοιτάζοντας τον Άρτσερ. Μπορεί ένας βρικόλακας να στέκονταν μπροστά στο σπίτι της, αλλά εκείνη δεν φοβόταν. Δεν ένιωσε ούτε μια στιγμή να απειλείται, ακόμα και μετά από ότι συνέβη ανά μεταξύ τους. Το βλέμμα του αντί να την ταράσσει την ηρεμούσε για έναν περίεργο κι ανεξήγητο λόγο. Μπορεί το σύμπαν να της έστελνε κάποιο είδους μήνυμα και χωρίς να το ξέρει, μπροστά της να είχε όλες τις απαντήσεις που ζητούσε...

Την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Ακόμα και με μια τόσο μεγάλη απόσταση ανάμεσά τους, για έναν βρικόλακα δεν ήταν δύσκολο να δει τις λεπτομέρειες αφού η όρασή τους ξεπερνούσε τα δεδομένα. Έτσι γαλήνεψε μόλις αντίκρισε ξανά το αγνό μπλε των στρογγυλών ματιών της, τον ταξίδεψε πίσω στον χρόνο ξυπνώντας μόνο όμορφες αναμνήσεις σε αποχρώσεις γαλάζιες...

Αν για την ιστορία μας τα πράσινα μάτια της Άζρα Τζάκσον ήταν τα σκοτεινά πράσινα δάση του Όζαρκς, τότε τα γαλάζια μάτια της Φρέγια Μπλάκγουελ ήταν η κρυστάλλινη λίμνη του Όζαρκς.

Ο Άρτσερ, απολάμβανε για ώρα τα μάτια της Φρέγια. Αλλά το επόμενο δευτερόλεπτο έγινε καπνός. Η Φρέγια ταράχθηκε που τον έχασε από το οπτικό της πεδίο και γρήγορα επέστρεψε στην πραγματικότητα. Για μια στιγμή απόρησε για το τι έγινε μόλις. Κοίταζε αυτό τον άγνωστο γοητευτικό βρικόλακα τόση ώρα μαγεμένη... Έκανε ένα απότομο βήμα προς τα πίσω και τράβηξε αποφασιστικά την κουρτίνα της ώστε να μην φαίνεται έξω.



⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top