32. The Martyr
Το ολόφωτο φεγγάρι κρεμόταν από τον νυχτερινό ουρανό. Τα αστέρια δημιουργούσαν μια λευκή δαντέλα κατά μήκος του δίνοντας του μια ξεχωριστή χάρη. Ο ουράνιος θόλος, όμως στα μάτια της Άντρεα Λοπέζ, έμοιαζε με ρευστή πίσσα μέσα σε μια τεράστια μπανιέρα. Είχε αυτή την διαίσθηση λες και κάθονταν στην άκρη της, στο χείλος, γλιστρώντας μέσα της κάθε λεπτό που περνούσε όλο και πιο βαθιά με αποτέλεσμα να πνίγεται. Στην πραγματικότητα, η μάγισσα κοίταζε με τα μάτια της γουρλωμένα, ψηλά, χωρίς να κινείται ή να μιλά. Απλά περίμενε μέσα στην νεκρική σιγή του δάσους που κοιμούνταν...
Η Άντρεα, υπολόγιζε ότι η Φρέγια θα συνέρχονταν σε καμία ώρα. Έτσι πίστευε δηλαδή, αφού την είδε πόσο εξαντλήθηκε... Πέφτοντας σε βαθύ ύπνο, εν μέσω λιποθυμίας, θα της έπαιρνε αρκετή ώρα για να επανέλθει. Οι αναμνήσεις της όσο βρίσκονταν σε αυτήν την κατάσταση θα έβρισκαν τον δρόμο τους προς την επιφάνεια της μνήμης της ευκολότερα αφού οι αναστολές της ήταν μηδενικές.
Πάνω που άρχιζαν να της δημιουργούνται αμφιβολίες, για το αν όλα πήγαν καλά, της ήρθαν στο βασανισμένο της νου τα λόγια της Σελίν Νάιτ. «Όλα θα πάνε καλά,» της είχε πει λίγο πριν εξαφανιστούν. Κι έτσι περίμενε και η Άντρεα, να πάνε όλα καλά...
Μετά από λίγα λεπτά άκουσε έναν λεπτεπίλεπτο βήχα. Η Φρέγια συνήλθε γρηγορότερα από ότι περίμενε, στο μισό χρόνο από ότι είχε πρόχειρα υπολογίσει. Αυτό την εξέπληξε τόσο ώστε να πεταχτεί σαν λαστιχένια σφεντόνα από την θέση της. Γρήγορα έσπευσε να ελέγξει για την κατάστασή της, καθώς φοβόταν μην της έκανε ζημιά και για αυτό συνήλθε τόσο σύντομα.
«Με ακούς;» Η Άντρεα την κοίταξε στα μάτια, στεκούμενη ακριβώς από πάνω της.
Η Φρέγια ακόμα δεν είχε ανοίξει καλά-καλά τα μάτια της, έδειχνε όμως να πονάει. Κουνούσε το κεφάλι της και το σώμα της με έναν αλλόκοτο τρόπο, λες και τεντώνονταν και μετά ξαναμαζεύονταν με τον ίδιο τρόπο. Οι κινήσεις της αυτές, επαναλαμβάνονταν για μερικά ακόμα δευτερόλεπτα. Η Άντρεα, υπέθεσε πως ο πόνος της Φρέγια είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρο το σώμα της.
«Φρέγια;» Είπε η ίδια μες την αγωνία. «Είσαι καλά;»
Εκείνη, άξαφνα, άσκησε πίεση στα αδύναμα χέρια της και με τις παλάμες της κατάφερε να σηκώσει τον κορμό της, από την επιφάνεια του βωμού. Αργά και σταθερά η Φρέγια αναδεύτηκε από τον βωμό και έπειτα κάθισε, βαριά, στους γοφούς της πάνω στο μάρμαρο. Κοίταξε γύρω της χαμένη, δεν ήξερε για λίγο που βρισκόταν και γιατί ήταν εκεί. Δυσκολεύτηκε να συγκεντρωθεί με όλη την πίεση που ένιωθε, αλλά γρήγορα όλα ήρθαν στο μυαλό της.
Σιγά-σιγά ένας αυξανόμενος παλλόμενος πόνος διέσχισε την σπονδυλική της στήλη, πέρασε από τον αυχένα της και σταμάτησε ακριβώς στο κρανίο της όπου κι εξαπλώθηκε γρήγορα. Στο λεπτό ένιωσε να υποφέρει. Η Φρέγια έγινε με μιας ένα μικρό κουβάρι. Προσπάθησε να συρθεί πάνω στο παγωμένο βωμό, αναζητώντας την ηρεμία της, αλλά βρέθηκε να κατρακυλά σαν βράχος σε έναν απότομο κι απόκρημνο γκρεμό.
«Τι μου έκανες;» Έπιανε το κεφάλι της και με τα δυο χλωμά χέρια της, έχοντας τοποθετήσει τις δυο της παλάμες στους κροτάφους της, απελπισμένη με ότι ένιωθε. Το κρανίο της δέχονταν απανωτές και επαναλαμβανόμενες παγωμένες σουβλιές. Έτσι αμέσως μετά, λόγω του ανυπόφορου αυτού πόνο επιδόθηκε σε σιγανά βογκητά και μουγκρητά. Κουνιόταν ασυναίσθητα, ολόκληρη, μπρος πίσω σαν εκκρεμές μεταφέροντας κύματα αγωνίας και πανικού στην μάγισσα που στέκονταν κοντά της με κομμένη την ανάσα.
Είχε σκυμμένο το πρόσωπό της, προς το νοτισμένο έδαφος και η Άντρεα είχε χάσει την οπτική επαφή μαζί της... «Πες μου τι ακριβώς νιώθεις.»
«Πονάει σαν διάολος!» Δάκρυα κυλούσαν από τα κόκκινα μάτια της. «Κάνε το να σταματήσει! Σε παρακαλώ!» Την παρακάλεσε ανάμεσα από τα βογκητά και το κλάμα της. Οι κινήσεις της και οι φωνές της μαρτυρούσαν τον αφόρητο πόνο της.
«Δεν μπορώ Φρέγια, λυπάμαι... Ήταν αναπόφευκτο...» Αποκάλυψε εν τέλη αυτό ακριβώς που της απέκρυψε σκοπίμως πριν την τελετή. Πήγε και στάθηκε από πάνω της σφιγμένη. «Είναι οι αναμνήσεις σου.» Της επισήμανε.
«Δεν μπορώ ούτε καν να σκεφτώ καθαρά! Που είναι οι αναμνήσεις μου;» Τα δάκρυά της είχαν πλημυρίσει το πονεμένο πρόσωπό της. Ύψωσε το βλέμμα της και κοίταξε την Άντρεα καταβεβλημένη.
«Σε λίγο θα νιώσεις καλύτερα!» Την ενθάρρυνε. «Ελπίζω...» Ψιθύρισε μόνη της στο τέλος. Οι φωνές της Φρέγια την έκαναν να σφίγγει τα χέρια της σε μικρές μπουνίτσες και κρύος ιδρώτας την περιέλουσε γρήγορα. Μια σκέψη της πέρασε σφήνα από το μυαλό της Άντρεα. Θυμήθηκε τον βρικόλακα που συνάντησε στο κρυφό υποσυνείδητο της Φρέγια. Δεδομένου της κατάστασης, δεν μπορούσε να ανοίξει τέτοια κουβέντα. Έτσι, περιορίστηκε σε μια απλή ερώτηση. «Φρέγια; Θέλω να σου κάνω μια ερώτηση. Ξέρω πως αυτό που περνάς είναι ανυπόφορο, αλλά είναι κάπως σημαντικό!» Εξήγησε, ευχόμενη να μην κάνει την κατάσταση χειρότερη.
«Με δουλεύεις Άντρεα;» Είπε η Φρέγια σφίγγοντας τα δόντια της, με το βλέμμα της να πετάει σπίθες όταν συναντήθηκαν τα μάτια μπλε μάτια της, με τα γκρίζα δικά της.
«Μια κρυφή σου ανάμνηση απελευθερώθηκε μαζί όλες εκείνες που ήθελες να θυμηθείς. Αυτή ήταν αρκετά πρόσφατη μάλιστα. Ένας βρικόλακας σε σαγήνευσε ξέρεις... Σε ρώτησε κάποια πράγματα που ήθελε να μάθει και στο τέλος σε έκανε να ξεχάσεις.»
«Τι είναι αυτό; Τι είναι σαγήνευμα;» Κατάφερε να συμβαδίσει στην συζήτηση. Από ότι φαίνεται ο πόνος έρχονταν κι έφευγε σε κύματα, όπως ένα τσουνάμι. Χτυπάει στην αρχή με όλη του την δύναμη και σε σακατεύει συθέμελα, ενώ στην συνέχεια ακολουθούν άλλα μικρότερα αλλά σε εξίσου δυνατή ένταση.
«Είναι μια δύναμη που έχουν μόνο οι βρικόλακες. Σε υποτάσσουν, με ένα βλέμμα. Χρειάζεται συγκέντρωση από πλευρά του βρικόλακα, αλλά δεν είναι δύσκολο να συμβεί. Ότι ζητήσουν γίνεται διαταγή και το θύμα ακολουθεί ότι του ζητήθηκε να κάνει ή να πει ασχέτως την βούλησή του.» Εξήγησε πρόχειρα. «Θυμάσαι τώρα δεν θυμάσαι;» Προσπάθησε να μάθει. «Θυμάσαι το συμβάν σωστά;»
«Ναι, η αλήθεια είναι πως ακούγοντάς το, νιώθω πως το θυμάμαι.»
«Ωραία, είναι πολύ πρόσφατη για αυτό και την θυμήθηκες γρήγορα. Λοιπόν, ξέρεις ποιος είναι;» Την ρώτησε καθώς κρέμονταν από τα χείλη της.
«Όχι, ιδέα δεν έχω... Είναι παντελώς άγνωστος!» Τελειώνοντας την πρόταση, η Φρέγια, σούφρωσε τα μάτια της καθώς ένας παλλόμενος πόνος διαπέρασε το κρανίο της ξανά. Θα ορκίζονταν πως πράγματι πονούσε παντού μέσα στο κεφάλι της.
«Ζήτησε να μάθει για την Βικτώρια Ντουκέιν, όπως σε είχα ρωτήσει κι εγώ!» Συνέχισε η Άντρεα, παθιασμένη με την αναζήτηση που είχε ξεκινήσει για την Βικτώρια, αφού συνάντησε την σωσία της.
«Ναι...» Συμφώνησε η Φρέγια
«Είστε ίδιες Φρέγια. Νόμιζα ήσουν εκείνη!»
«Πως γίνεται αυτό;» Ψέλλισε για λίγο αλλά δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Ο πόνος ξεπέρασε το ανεκτό όριο και την αντοχή της και ξέσπασε σε τρανταχτά ουρλιαχτά, πέφτοντας στο έδαφος ανίκανη να βοηθηθεί.
[...]
Η Άζρα τελικά αποφάσισε μαζί με τον Κέβιν να τραβήξει την δική της πορεία στο σκοτεινό δάσος.
«Έχω μερικές αμφιβολίες ακόμα, που σε αφήνω μόνη σου.» Της εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια.
«Θα είμαι εντάξει. Ξέρω πως να προστατεύσω τον εαυτό μου. Δεν έχεις να ανησυχείς για τίποτα.» Έσπευσε να τον καθησυχάσει.
«Το ξέρω.» Την κοίταξε στοργικά. Ήταν σίγουρος ότι η Άζρα θα τα κατάφερνε ακόμα και μόνη της, μια νύχτα σαν κι αυτή στα επικίνδυνα μαυριδερά δάση του Όζαρκς. Τόσο πολύ πίστευε σε εκείνη. Αμέσως μετά έκανε ένα βήμα και την έφερε στην αγκαλιά του.
Η Άζρα ύψωσε το βλέμμα της κι έφερε το πρόσωπό της μπροστά στου Κέβιν. Κοιτάχθηκαν κατάματα και αντάλλαξαν μερικές σιωπηλές κουβέντες, μέχρι που η Άζρα χαμήλωσε τους βολβούς των ματιών της, κοιτάζοντας πια στα χείλη του Κέβιν. Ο Κέβιν αμέσως την φίλησε, σαν υπόσχεση ότι θα πρόσεχε μόνο εάν πρόσεχε κι εκείνη.
Η Άζρα μετά από λίγο απομακρύνθηκε και έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, χωρίς να σταματήσει να χαμογελά στον Κέβιν. Έπειτα γύρισε πλάτη και ξεκίνησε να περπατά προς την κατεύθυνση που της επισήμανε αυτή η δυνατή έλξη που ένιωθε ξαφνικά. Είχε την ισχυρή πεποίθηση ότι εάν την ακολουθούσε θα την οδηγούσε στην Φρέγια Μπλάκγουελ.
Ο Κέβιν παρέμεινε στο μονοπάτι, για το κάμπινγκ του Βερμόντ αποφασισμένος να βρει τον μικρό αδερφό του. Ο νεαρός Κυνηγός είχε αποφασίσει ότι θα έκανε ό,τι χρειαζόταν εκείνη την νύχτα για να βγουν ζωντανοί από το δάσος που είχε γεμίσει με άγρια αρπακτικά.
[...]
Η Άζρα, περπατούσε εδώ και πολλή ώρα κι ακόμα δεν είχε συναντήσει ούτε ίχνος φωτός. Έχανε σιγά-σιγά τις ελπίδες της, αλλά δεν τα παράτησε. Μπορεί να είχε χάσει και την αίσθηση του χρόνο και χώρου αλλά αυτή η έλξη δεν έπαυε να την προσελκύει.
Και τώρα που πάω; Αναρωτήθηκε.
Βρίσκονταν ολομόναχη στο ολοσκότεινο δάσος του Όζαρκς, εκτεθειμένη από κάθε κατεύθυνση. Κοίταξε το κινητό της. Η ώρα είχε πάει τέσσερις τα ξημερώματα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεπέρασε γρήγορα τις ανασφάλειες που ένιωθε. Έπρεπε να ακολουθήσει αυτό που ένιωθε! Έχοντας ακούσει τόσα και τόσα στην ζωή της σε μια πόλη σαν κι αυτή ήξερε πως η μοίρα της επιφύλασσέ πολλά κι αυτή η έλξη ήταν κάτι που θα την οδηγούσε στο σωστό σημείο.
Χάραξε πορεία προς τις παρυφές του βουνού. Κατέβηκε την κατηφόρα και ξαφνικά αυτό που ένιωθε την τραβούσε προς τα δεξιά. Η Άζρα άρχισε να τρέχει προς τα εκεί. Τα πόδια της πατούσαν δεκάδες ξερά κλαδιά στην εγκαταλελειμμένη πλευρά του βουνού. Ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα και δεν έπαυε να τρέχει. Το τρέξιμό της ήταν σταθερό και γρήγορο. Είχε κυριευθεί από την έλξη που διαισθάνονταν.
Ξαφνικά μια σκέψη της έφτασε για να την μεταφέρει σε ένα μέρος του δάσους όπου δεν είχε ξαναβρεθεί. Ένιωθε μια περίεργη αύρα στην ατμόσφαιρα. Κάτι μέσα της, της έλεγε ότι πλησίαζε και η αγωνία της φούντωνε όλο και περισσότερο ανυπομονώντας να φτάσει στην Φρέγια. Καθώς πίστευε ότι θα οδηγούνταν σε εκείνη.
[...]
Η Φρέγια ζούσε στην απόλυτη παράνοια. Ήταν σκέτη φρίκη ό,τι κι αν της συνέβαινε εκείνη την στιγμή μέσα στο κεφάλι της. Δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της, το μυαλό της, τις σκέψεις της...
Είχε πολλή μεγάλη εισροή αναμνήσεων που έμοιαζε με πλημμύρα σε ένα κλειστό-σφραγισμένο δωμάτιο. Όσο το νερό έπεφτε ορμητικό μέσα το δωμάτιο, εκείνο γέμιζε όλο και πιο πολύ, ανεβάζοντας την στάθμη του, κάνοντάς την να πλησιάσει στο ταβάνι κι εκείνη πάλευε με νύχια και με δόντια να μένει στην επιφάνειά του. Σύντομα όμως το δωμάτιο θα γέμιζε ως την κορυφή του και δεν θα έμενε χώρος για να πάρει ανάσα. Έτσι, απλά έκανε υπομονή μέχρι να εξασθενήσει η αποκατάσταση των αναμνήσεών της, ευχόμενη να μην χρειαστεί να κρατήσει την ανάσα της μέσα την πλημύρα που είχε δημιουργηθεί.
Δεν περίμενε να είναι το απόλυτο μαρτύριο. Πίστευε ότι δεν θα περνούσε αυτήν την κόλαση. Νόμιζε θα ήταν πιο εύκολο... Αλλά η ποσότητα των αναμνήσεων που της είχαν κρύψει ήταν τελικά μεγάλη. Έτσι το ίδιο μεγάλη αναμένονταν και η αποκατάσταση.
«Δεν αντέχω άλλο! Πρέπει να κάνεις κάτι...» Το κεφάλι της κόντευε να εκραγεί από όλες αυτές τις αναμνήσεις. Σήκωσε το κεφάλι της προς την Άντρεα και την κοίταξε αγριεμένη. «Πονάει!» Έσφιξε τα χέρια της πιέζοντάς τα στους κροτάφους της για ακόμα μια φορά.
«Modero.» Είπε η Άντρεα, δοκιμάζοντας να επιβραδύνει την διαδικασία κι όλα να γίνουν πιο αργά, έτσι ώστε να μην βασανίζεται η Φρέγια με αυτόν τον τρόπο... Όμως γρήγορα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε κάποιο αποτέλεσμα, αφού η Φρέγια ξανάστρεψε το πρόσωπό της στο έδαφος βγάζοντας ήχους πόνου. «Modero, modero!» Ξαναπροσπάθησε, μιλώντας αργά, αλλά πιο επίμονα αυτή την φορά.
«Αυτό έχεις μόνο;» Είπε η Φρέγια βογκώντας, κρίνοντας την μάγισσα. «Νόμιζα ήσουν καλή σε αυτά!» Την προκάλεσε με το βλέμμα της να την χλευάζει. Σοβαρά, δεν είχε τίποτα άλλο να δοκιμάσει;
«Ό,τι κι αν κάνω δεν θα πιάσει, πρέπει να υπομείνεις τον πόνο των αναμνήσεών σου. Δεν θα κρατήσει πολύ ακόμα, είμαι σίγουρη. Το περισσότερο πέρασε!» Την ενθάρρυνε.
Από τους θάμνους η Άντρεα άκουσε μερικά βήματα και τους είδε με την άκρη του ματιού της να κουνιούνται. Η προσοχή της αμέσως στράφηκε προς τα εκεί. Βάδισε αργά για να προσεγγίσει το σημείο από όπου προήλθε ο ήχος, ώστε να ελέγξει το τι ακούστηκε. Φοβήθηκε μήπως ήταν κάποιος πεινασμένος λυκάνθρωπος και δεν ήταν και απίθανο να κρύβονταν ένας στους θάμνους. Είχε ακούσει ότι αυξήθηκαν οι επιθέσεις και ότι οι νεκροί πολλαπλασιάζονταν με τις μέρες. Όμως, μόλις είδε μια ανθρώπινη ψηλόλιγνη φιγούρα αυτές οι σκέψεις έφυγαν από το μυαλό της και τις αντικατέστησαν αισθήματα απορίας. Ποιος μπορεί να ήταν;
Έτρεξε πίσω στην Φρέγια και της έριξε μια τελευταία ματιά. Δεν μπορούσε να το ρισκάρει και να μείνει... Θα μπορούσε να εκτεθεί! Όσοι ήταν από την Ακαδημία δεν είχαν ζωή έξω από τα τοίχοι της για αυτό επέλεξε να εξαφανιστεί για παν ενδεχόμενο. Έτσι λοιπόν αποχαιρέτησε σιωπηλά την Φρέγια, αφήνοντάς την ολομόναχη στο μαγικό ξέφωτο, ελπίζοντας, ο τυχαίος περαστικός να της προσφέρει μερική βοήθεια μέχρι να ξεπεράσει το στάδιο της αποκατάστασης των αναμνήσεων της...
Η Άντρεα έκλεισε τα μάτια της και έκανε χαμηλόφωνα το ξόρκι που θα τη μετέφερε πίσω στην Ακαδημία και εξαφανίστηκε από το δάσος μπροστά στα μάτια της Φρέγια αφήνοντάς την ακόμα πιο τρομοκρατημένη.
«Όχι!» Φώναξε μη ξέροντας τι θα έκανε τώρα, χωρίς την μάγισσα. Το κεφάλι της την πέθαινε και ήταν πλήρως αποπροσανατολισμένη ακόμα και έτσι δεν κατάλαβε την παρουσία που την πλησίαζε όλο και περισσότερο. Κάτι μέσα της, της επισήμανε ότι κάποιος γνώριμος ήταν κοντά της. Ύψωσε το βλέμμα της και παρακολούθησε με την θολή της όραση, την φιγούρα να την πλησιάζει με αργά βήματα. Η σιλουέτα ήταν λεπτή και κινούνταν με αγωνία γύρω της, πλησιάζοντάς την όλο και πιο πολύ.
«Φρέγια;» Η φωνή έρχονταν από το σκοτάδι και την έκανε να ανατριχιάσει.
Μόλις αντιλήφθηκε πως πρόκειται για την Άζρα Τζάκσον χαλάρωσε καθώς δεν κινδύνευε. «Άζρα! Βοήθησέ με!» Φώναξε με το ζόρι. Το κεφάλι της βούιζε. «Πως με βρήκες;» Αναφώνησε μέσα από τα δόντια της.
«Είσαι καλά;» Αμέσως έπεσε στα γόνατα και της έπιασε το ένα της χέρι, που το είχε ελεύθερο να κρέμεται στα πλάγια, τοποθετώντας το στην παλάμη της. Ενώ ύστερα, το κάλυψε και με την άλλη της παλάμη, κλείνοντάς το προστατευτικό ανάμεσα.
Η Φρέγια δεν απάντησε. Μόνο μούγκρισε από τον πόνο της.
«Τι συμβαίνει;» Απόρησε έντονα η Άζρα, μόλις κατάλαβε τι ακριβώς συνέβαινε. Τα μάτια της περιπλανήθηκαν στον παράδοξα στολισμένο χώρο. Το ξέφωτο της μετέφερε συναισθήματα φόβου με την όψη που είχε υπό το σεληνόφως. Κοίταξε τις δάδες που έκαιγαν γύρω από τον σημαδεμένο χώρο με τις λευκές στρογγυλές πέτρες, αλλά και τον βωμό που βρίσκονταν μερικά βήματα μακριά από το σημείο όπου στεκόταν. «Τι είναι αυτό το μέρος;» Είπε σμίγοντας τα φρύδια της από την φρίκη.
Αμέσως επέστρεψε την προσοχή της στην Φρέγια που φαίνονταν πως μαρτυρούσε από τον πόνο. «Που πονάς;» Έσκυψε να την κοιτάξει.
«Το κεφάλι μου.» Είπε απότομα η Φρέγια, χωρίς να εξηγήσει τίποτα περαιτέρω.
«Το κεφάλι σου; Το χτύπησες;» Κοίταξε το κουλουριασμένο και καταπονημένο σώμα της νεαρής κοπέλας που βρίσκονταν δίπλα της. Δεν καταλάβαινε... Δεν έβλεπε πουθενά κάποια πληγή και αυτό από μόνο του λειτουργούσε κατασταλτικά στον φόβο της. Δεν έπαψε όμως να ανησυχεί για την κατάσταση της Φρέγια. Έδειχνε να υποφέρει πραγματικά. Δεν είχε καταφέρει ούτε να σηκώσει το κεφάλι της, παρά μια στιγμή, την πρώτη μόλις κοιτάχθηκαν με το που η Άζρα είχε καταφθάσει. «Τι μπορώ να κάνω; Να σε βοηθήσω...» Σηκώθηκε και πάτησε τρομοκρατημένη στα πόδια της.
Η Φρέγια ξαφνικά ούρλιαξε τόσο δυνατά που η Άζρα πανικοβλήθηκε σε μεγάλο βαθμό κι απομακρύνθηκε από εκείνη ασυναίσθητα. Ένας εκκωφαντικός κρότος έσκισε τον αέρα μαζί με τα διαπεραστικά ουρλιαχτά της νεαρής Μπλάκγουελ και όλα μαύρισαν για εκείνη. Η Άζρα έχασε την ισορροπία της και έπεσε κάτω στο χώμα. Η δύνη που απελευθερώθηκε και απλώθηκε μαζί με τις φωνές της Φρέγια είχε αυτό το αποτέλεσμα, να παρασύρει οποιοδήποτε εμπόδιο έβρισκε στο δρόμο τους. Μετά απόλυτη ησυχία κυριάρχησε στο σκοτεινό απόμερο δάσος...
Αυτό ήταν; Πέρασε; Η Φρέγια σκέφτηκε. Όλα είχαν μπει στην θέση τους.
Μόλις η όρασή της επανήλθε άνοιξε τα μάτια της. Για πρώτη φορά μετά από πολύ ώρα η Φρέγια Μπλάκγουελ μπορούσε να ελέγξει το σώμα της και την σκέψη της. Όμως αυτά που θυμήθηκε δεν της άρεσαν καθόλου. Σηκώθηκε όρθια, ζαλισμένη, κι αντίκρισε την Άζρα που προσπαθούσε να σηκωθεί από το έδαφος και να συνειδητοποιήσει το τι συνέβη μόλις. Η Φρέγια έτρεξε και την βοήθησε να σηκωθεί.
«Φρέγια; Τι ήταν αυτό;» Τα μάτια της γούρλωσαν ενώ ταυτόχρονα ξεροκατάπιε. Καθάρισε τους αγκώνες της που είχαν γεμίσει φύλλα κι έπειτα στράφηκε προς εκείνη ξανά, επιζητώντας την απάντησή της. Το βλέμμα της σκοτείνιασε. Θυμήθηκε παλιά, πόσες φορές με τις δικές της τσιρίδες είχε σηκώσει κύματα σκόνης και το αίμα που έτρεχε από τα αυτιά της Φρέγια μετά. Η καρδιά της χτύπησε πιο δυνατά και τα άκρα της άρχισαν να μουδιάζουν και μόνο από την ιδέα ότι όλα αυτά θα ξανασυνέβαιναν μιας που κατάλαβε τι περίπου συνέβη στην Φρέγια όσο ήταν χώρια.
Η Φρέγια δεν μπορούσε να μιλήσει. Δεν ήξερε τι να της πρωτοπεί... Το ότι επισκέφθηκε, για ακόμα μια φορά κρυφά την Ακαδημία; Για το ότι πήγε σε ένα πάρτι γεμάτο μάγους; Ή για το ότι ζήτησε από μια μάγισσα να της κάνει ένα ξόρκι και έπειτα εξαφανίστηκε χωρίς εξήγηση μαζί με ακόμα τρεις μάγισσες; Η συνείδησή της της έλεγε να μην πει τίποτα, το σώμα της την παρακαλούσε για λίγη ξεκούραση και το μυαλό της για ησυχία.
«Θα μου πεις επιτέλους τι έγινε; Φοβάμαι για κάτι, αλλά δεν μπορώ να σου το εξηγήσω ακόμα... Νιώθω κάτι διαφορετικό Φρέγια! Τι συνέβη;» Το βλέμμα της παρακαλούσε την άλλη κοπέλα να της μιλήσει. Την πλησίασε και την κοίταξε έντρομη. «Νιώθω πως κάτι άλλαξε ανάμεσά μας, νιώθω όπως παλιά.»
«Τα θαλάσσωσα, Άζρα...» Υγρά δάκρυα απειλούσαν να κατρακυλήσουν κατά δεκάδες από τα κρυστάλλινα μάτια της κοπέλας. Τα χέρια της απλώθηκαν σε μια προσπάθεια να βρει λίγο παρηγοριά στην σφιχτή αγκαλιά της Άζρα.
Η Άζρα δεν δίστασε να την αγκαλιάσει. Την έφερε κοντά της και ακούμπησε το κεφάλι της πάνω της, στον ώμο της. Η Φρέγια πλάγιασε και ξεκίνησε να κλαίει.
«Πήρα μια πρωτοβουλία, λοιπόν, ας πούμε...» Ψέλλισε στο αφτί της, σε συνεσταλμένο τόνο, όσο βρίσκονταν στην αγκαλιά της Άζρα. «Πήγα στην Ακαδημία, ξανά.»
Η Άζρα σοκαρίστηκε τόσο που την ώθησε μακριά της. Όχι όμως επειδή δεν την ήθελε κοντά της, αλλά γιατί ήθελε να την αντικρίσει καθώς θα της έλεγε ότι είχε κατά νου. «Τι πράγμα;» Φώναξε κατάμουτρα στην Φρέγια. Της είχε πει ξεκάθαρα ότι ήταν επικίνδυνο μέρος για εκείνη. Ήταν απροστάτευτη και δεν είχε ιδέα για εκείνα τα πλάσματα.
«Από όταν είδα τον λυκάνθρωπο δεν νιώθω ασφαλής...»
«Και πίστεψες ότι η Ακαδημία θα παρείχε την ασφάλεια που αναζητούσες;»
«Όχι.» Απάντησε βέβαιη. Όμως κάτι άλλο ήθελε να πει. Έφερε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της και τα σταύρωσε. Στάθηκε για λίγο ακίνητη, σκεπτόμενη για το τι έπρεπε να της πει τώρα.
«Μίλα, Φρέγια!» Ο τόνος της ήταν απαιτητικός.
Η Φρέγια ένιωσε να απειλείται. Κοίταξε στα λαμπερά πράσινα μάτια της Άζρα. Τα δάση του Όζαρκς κρύβονταν στα μάτια της νεαρής Άζρα, σκιές και κίνδυνος ελλοχεύανε μέσα και στα δύο. Τώρα, έβλεπε καθαρά η Φρέγια, αφού με την τελετή των μαγισσών οι μνήμες της επανήλθαν και είχε πλήρη γνώση του κοινού παρελθόντος τους. Έβλεπε την ίδια Άζρα που της έκανε κακό χρόνια πριν.
Το βλέμμα της σκλήρυνε ακόμα περισσότερο, αφού η Φρέγια δεν έλεγε να της εξηγήσει. Έτσι, βάδισε αργά κι απειλητικά προς το μέρος της. «Πες μου, αμέσως τι σκάρωνες στην Ακαδημία. Σε είχα προειδοποιήσει να μην πλησιάσεις ξανά.» Ψιθύρισε σοβαρή.
Η Φρέγια χαμογέλασε παγωμένα, όντως πληγωμένη. «Άζρα, δεν είσαι η μόνη που θυμάσαι πια. Δεν θα χρειαστεί να πεις μόνη σου την ιστορία μας.» Είπε προκαλώντας στην συνομιλήτριά της ταραχή κι απορία.
«Ποια ιστορία; Τι είναι αυτά που λες;» Την κοίταξε μπερδεμένη.
«Το παρελθόν μας.» Τα μάτια της έλαμψαν. Κατά βάθος είχε ενθουσιαστεί που πλέον θυμόταν, όμως ήδη άρχισε να το μετανιώνει.
«Δεν μπορεί... Κάνανε τα πάντα για να ξεχάσεις!»
«Κάνανε; Ποιοι; Οι γονείς μου;» Την ρώτησε. «Το ήξερα!» Επιβεβαιώθηκε, επιτέλους.
«Ναι... Σε εμένα ποτέ δεν έπιασε και δεν ξέρω γιατί...» Της εξήγησε απλά η Άζρα, χαλαρώνοντας την απειλητική διάθεσή της. «Κανένας δεν ξέρει...» Πρόσθεσε στραβοκαταπίνοντας.
«Δηλαδή θυμάσαι τα πάντα!» Συνειδητοποίησε η Φρέγια. Επιβεβαιώθηκε και για αυτό.
«Ναι.» Την κοίταξε στα μάτια. «Λες και δεν το ήξερες...»
«Ήθελα απλά να επιβεβαιωθώ...» Ανασήκωσε τους ώμους της, σαν να βαριόταν. «Πως γίνεται σε 'σένα να μην έπιασε;»
Η συγκυρία ήταν περίεργη για αυτό και το κλίμα ανάμεσά τους ήταν αμήχανο. Η Άζρα ένιωθε πιο αμήχανα κι από τις δυο όμως, αφού σιγά-σιγά συνειδητοποιούσε ότι τώρα πια η Φρέγια είχε την επίγνωση όλων των δεινών που της είχε προκαλέσει στο παρελθόν όταν ήταν μικρές. «Δηλαδή, θυμάσαι τα πάντα τώρα;» Ρώτησε έντρομη για το τι συνέπειες θα είχε αυτό.
Και ξαφνικά, οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Η Άζρα Τζάκσον ήταν αυτή με τις ανασφάλειες και τις τύψεις, ενώ η Φρέγια Μπλάκγουελ πια είχε όλες τις απαντήσεις που έψαχνε σχετικά με το παρελθόν της.
«Θέλω να ξες ότι πλέον δεν είμαι έτσι.» Την διαβεβαίωσε η Άζρα. «Ότι θυμάσαι δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Δε κινδυνεύεις πια από μένα. Έχω μάθει να ελέγχω τον εαυτό μου.» Πρόσθεσε ειλικρινά.
«Η αλήθεια είναι ότι όλα είναι ακόμα θολά στο νου μου, αλλά μπορώ να ανακαλέσω μερικές στιγμές που είχαμε...» Σούφρωσε τα μάτια της καθώς πέρασε μια γρήγορη ανάμνηση από μπροστά της. «Δεν ήσουν μόνο εσύ η απειλή Άζρα.» Ύψωσε το κεφάλι της και την αντίκρισε σοβαρή. «Ο συνδυασμός μας θα φταίει.»
Η Άζρα ένευσε. Αρκέστηκε στην σιωπή καθώς ένιωσε παραπάνω αμήχανη από πριν. Μαζεύτηκε στον εαυτό της μόλις ένιωθε ότι κρύωνε. Η ψύχρα του δάσους την έκανε να ανατριχιάσει στην σπονδυλική της στήλη. Τράβηξε τα μανίκια του πουλόβερ της και κάλυψε τα άκρα της σε μια προσπάθειά της να προφυλαχθεί από το κρύο. Πήγε να ανοίξει το στόμα της να συνεχίσει την κουβέντα, να πει κάτι, αλλά πραγματικά δεν ήξερε τι έπρεπε να ειπωθεί. «Μπορείς να με ρωτήσεις ότι θες.» Της έδωσε το ελεύθερο.
«Δεν χρειάζεται να ρωτήσω κάτι...» Είπε η Φρέγια αμέσως, ξαφνιάζοντας την Άζρα.
Αμέσως γέλασε ελαφρώς. Πριν, δεν έβαζε γλώσσα μέσα της και δεν ηρεμούσε αν δεν της έλεγε έστω ένα μικρό κομμάτι της αλήθειας. Τώρα, δεν ήθελε να ρωτήσει τίποτα; «Εντάξει...» Κούνησε δεκτικά το κεφάλι της η Άζρα. «Θα ρωτήσω εγώ όμως.» Περίμενε από την Φρέγια πρώτα να την κοιτάξει κι έπειτα θα μιλούσε. Ήθελε την προσοχή της για να πει αυτό που είχε στον νου της. «Ποιος απελευθέρωσε τις αναμνήσεις σου;» Την ρώτησε μόλις την κοίταξε με το βλέμμα της να είναι εξεταστικό.
«Βασικά...» Έξυσε το κεφάλι της. «Δεν θα σου αρέσει η απάντηση.» Την προειδοποίησε. «Γνώρισα μια μάγισσα και της ζήτησα αυτό ως χάρη. Έφερε ακόμα τρεις κι έκαναν όλες μαζί την τελετή λίγο μετά τα μεσάνυχτα.»
Η Άζρα παρακολουθούσε άναυδη. Η δυσαρέσκεια ήταν ζωγραφισμένη σε κάθε εκατοστό του προσώπου της. Ξεφύσιξε ανήμπορη πια να φωνάζει άλλο και να λογομαχεί με την Φρέγια κι έτσι τελικά αρκέστηκε σε ένα απλό... «Μάλιστα.»
Η Φρέγια περίμενε φωνές πράγματι. Τινάχτηκε ξαφνιασμένη όταν είδε ότι η Άζρα δεν είχε να της πει τίποτα άλλο.
«Όλα πήγαν καλά... Οπότε...» Κούνησε το κεφάλι της μη έχοντας κάτι άλλο να πει. Σίγουρα δεν περίμενε αυτή την αντίδραση από την Άζρα.
Όλα πήγαν καλά, επανέλαβε στην συνείδησή της η Φρέγια. Δεν το πίστευε ότι πέρασε αλώβητη την τελετή των μαγισσών. Παρά τον οδυνηρό πόνο τώρα είχε αυτό που ζήτησε.
[...]
Το φεγγάρι βασίλευε φωτεινό στον νυχτερινό ουρανό από πάνω τους όταν αποφάσισαν να ξεκινήσουν να περπατάνε ανάμεσα από ξεχασμένους κορμούς δέντρων. Ο δρόμος ήταν σκοτεινός, αλλά το φως της σελήνης τους έφτανε προς το παρόν. Τα δυο κορίτσια ακολούθησαν ένα άγνωστο μονοπάτι χωρίς να ξέρουν που πηγαίνουν. Ένας λύκος ακούστηκε να ουρλιάζει και ο ήχος αυτός ξύπνησε μια κρυφή αγωνία της Άζρα, που ως τώρα βρίσκονταν σε καταστολή.
«Ω Θεέ μου, που έχω το μυαλό μου;» Αναφώνησε μες την ερημιά η Άζρα, προκαλώντας δυνατούς χτύπους στην καρδιά της Φρέγια. «Ο Κέβιν!» Φώναξε γουρλώνοντας τα μάτια της.
Η Φρέγια στράφηκε προς εκείνη δίχως να καταλαβαίνει τον λόγο που η Άζρα ανέφερε το όνομα του Κέβιν.
«Λάβαμε ένα τηλεφώνημα από τον πατέρα μου, που μας ειδοποιούσε ότι στο βουνό μερικοί κατασκηνωτές δέχθηκαν επίθεση στο κάμπινγκ του Βερμόντ και ότι δεν υπήρξε κανένας επιζών!» Της εξήγησε στα γρήγορα. «Είχε πάει και ο αδερφός του Κέβιν για κάμπινγκ απόψε και είχαμε ξεκινήσει να πάμε οι ίδιοι να δούμε τι έγινε.»
«Ξέρεις που βρίσκεται αυτό το μέρος;» Η Φρέγια την ρώτησε.
«Είναι μακριά από εδώ. Διένυσα μεγάλη απόσταση για να φτάσω ως εδώ...» Το πρόσωπό της έδειχνε πιο λυπημένο από ποτέ.
«Δοκίμασε να τον καλέσεις, μήπως απαντήσει.» Πρότεινε η Φρέγια προσπαθώντας να την κάνει να νιώσει καλύτερα.
Το βλέμμα κι εκείνης έδειχνε αγωνιώδης και όσο περνούσε η ώρα ένιωθε όλο και πιο ανήσυχη για τον Κέβιν. Ήξερε πως είναι σημαντικός για την Άζρα... Είχε δει το πως κοίταζε ο ένας τον άλλον, το πως προφύλασσε ο ένας τον άλλον αλλά και το πως αντιδρούσε ο καθένας τους όταν τον άγγιζε ο άλλος. Ήταν προφανές ότι ήθελε ο ένας τον άλλον. Ξαφνικά η Φρέγια ένιωσε ακόμα πιο λυπημένη. Ζήλευε αυτό που είχαν ο Κέβιν και η Άζρα, ήθελε κι αυτή να έχει κάποιον να αγαπήσει όπως η Άζρα... Πίστευε ότι η αγάπη ήταν άπιαστη για εκείνη.
Η Άζρα αφού δοκίμασε να επικοινωνήσει μαζί με τον Κέβιν τουλάχιστον τρεις φορές απελπίστηκε και ακούμπησε την πλάτη της σε έναν κορμό από ένα ψηλό έλατο. Δεν μπορούσε ούτε καν να φανταστεί τι είχε συναντήσει ο Κέβιν στον δρόμο του για το κάμπινγκ...
⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top