31. Midnightish Spellcasting


Η Φρέγια Μπλάκγουελ δεν περίμενε να φτάσει η στιγμή που θα μάθαινε τα πάντα τόσο γρήγορα. Τα πόδια της τα ένιωθε ήδη μουδιασμένα και η αγωνία της, της προκαλούσε ένα έντονα διαπεραστικό ρίγος στην πλάτη.

Ήταν τρεις τα μεσάνυχτα όταν η Άντρεα Λοπέζ την πήρε και την οδήγησε σε ένα κρυφό ξέφωτο βαθιά στο απόκοσμο δάσος. Ήταν κυκλικό και είχε γύρω στις δέκα ξύλινες δάδες τοποθετημένες βαθιά στο έδαφος, κατά μήκος της περιμέτρου του. Στην μέση υπήρχε οριοθετημένος χώρος, ένας κύκλος με λευκές γυαλιστερές πέτρες, βαλμένες η μια δίπλα στην άλλη προσεκτικά και με ακρίβεια. Την προσοχή της νεαρής Μπλάκγουελ, όμως, την κέντρισε ο πέτρινος βωμός που βρίσκονταν στο κέντρο. Το σκηνικό ήταν αρκετά τρομακτικό για την Φρέγια. Κοίταζε γύρω της με δέος χωρίς να μπορεί να κάνει καμία κίνηση. Η συνείδησή της, της έλεγε μη φοβάσαι ενώ το μυαλό της, την έκανε να τρομοκρατείτε όλο και περισσότερο όσο περνούσε η ώρα.

Πλησίασε στον πέτρινο βωμό και παρατήρησε από κοντά τα σημάδια που ήταν χαραγμένα πάνω του. Δεκάδες αρχαία σύμβολα ξεπρόβαλαν μπροστά στα μάτια της κάνοντάς την να αναρωτιέται για την ερμηνεία τους, «Εδώ είναι που πέθανε αυτή η κοπέλα; Η Σίρλεϊ;» Ρώτησε ξαφνικά χαμηλόφωνα υψώνωντας το πρόσωπό της και με το βλέμμα της αναζήτησε την Άντρεα. Η φωνή της έτρεμε όσο η φωτιά που έκαιγε στις ξύλινες δάδες γύρω τους.

«Ναι.» Της απάντησε απλά η Άντρεα. «Ελπίζω να μην φοβήθηκες με το που άκουσες για εκείνον τον δαίμονα!» Είπε γελώντας ελαφρά με ότι είπε και γύρισε να κοιτάξει την Φρέγια, για να διαβάσει το βλέμμα της και να μάθει την αλήθεια.

Η Φρέγια, σε αντίθεση με την Άντρεα, δεν γέλασε καθόλου. Έμεινε σοβαρή και ανέκφραστη. «Δεν ήξερα ότι υπάρχουν δαίμονες βασικά...» Παραδέχθηκε και στραβοκατάπιε.

Η Άντρεα έβαλε τα χέρια της σταυρωτά μπροστά στο στήθος της και κοίταξε την Φρέγια έντονα. Τα φρύδια της ενώθηκαν και σοβαρή είπε. «Έχεις τόσα πολλά να μάθεις...» Την κοίταξε αφήνοντας δεκάδες υπονοούμενα.

«Θα μου πεις την αλήθεια Άντρεα;» Την ρώτησε κοιτάζοντάς της ανυπόμονη βαθιά στα μάτια. Πέθαινε για να μάθει την αλήθεια. Ήθελε να μάθει τα πάντα! Ένιωθε σαν να προσπαθούσε μάταια να επιπλεύσει σε έναν βαθύ και παγωμένο ωκεανό γεμάτο ψέματα και μυστικά και τα κύματα που έρχονταν κατά πάνω της όλο και μεγάλωναν.

«Θα σου πω ό,τι θες Φρέγια.» Την διαβεβαίωσε, έχοντας κι αυτή το δικό της μυστικό που ήθελε να κρατήσει κρυφό.

Η Φρέγια Μπλάκγουελ χαμογέλασε διάπλατα νιώθοντας ικανοποίηση. «Ξέρεις, είσαι ο μόνος άνθρωπος που μου μιλάς για όλα αυτά χωρίς υπεκφυγές.» Της εξομολογήθηκε με το πιο ειλικρινές της βλέμμα.

Η Άντρεα έστρεψε τους βολβούς των ματιών της προς την Φρέγια και ξαφνικά ξανασκέφτηκε τα πάντα, όλο το πλάνο που είχε για την ίδια. Αυτό που αντίκρισε την έκανε να θολώσει για λιγάκι. Είδε το αγνό βλέμμα της νεαρής Μπλάκγουελ και σκέφτηκε το πόσο αρχάρια ήταν σε αυτόν τον θεότρελο υπερφυσικό κόσμο... Ίσως θα την παρέσερνε στα βαθιά κάνοντας αυτό το ξόρκι πάνω της, αλλά δεν έπαυε να τρέφει ελπίδες για να μάθει για την περίεργη κι ανεξήγητη προς το παρόν ομοιότητα της Φρέγια Μπλάκγουελ με την Βικτώρια Ντουκέιν. Δεν είχε ιδέα γιατί κάποιος είχε έναν πανομοιότυπο σωσία και δεν μπορούσε να περιμένει άλλο για να μάθει... Έτσι όλες οι αμφιβολίες της τελευταίας στιγμής έσβησαν από το μυαλό της στο άψε σβήσε. Η περιέργειά της ήταν το μεγάλο κίνητρό της.

Η Φρέγια ξερόβηξε καθαρίζοντας τον λαιμό της, πριν μιλήσει. «Τι χρειάζεται να κάνω; Πως θα το κάνουμε το ξόρκι;» Πήγε στάθηκε κοντά στην Άντρεα και περίμενε τις οδηγίες της.

Ξαφνικά ακούστηκαν βήματα από πίσω τους και ένα απαλό θρόισμα στους χαμηλούς θάμνους διατάραξε την νεκρική σιγή. Η Φρέγια στράφηκε αμέσως προς την κατεύθυνση από την οποία προήλθε ο ήχος, και περίμενε κάνοντας ησυχία. Μετά από λίγο το ίδιο ξανακούστηκε, αλλά πιο δυνατά αυτή τη φορά καθώς οποίος κι αν ήταν πλησίαζε.

«Το άκουσες αυτό;» Είπε την δεύτερη φορά στην Άντρεα.

«Ναι...» Παραδέχθηκε ένοχα.

«Ποιος είναι;» Τρόμος κυριάρχησε στο βλέμμα της και γρήγορα μαζεύτηκε κοντά στην Άντρεα.

«Βασικά πήρα το θάρρος να ζητήσω βοήθεια για το ξόρκι, επειδή δεν είμαι τόσο σίγουρη εάν μπορώ να το κάνω μόνη μου...» Αποκάλυψε στην Φρέγια προσπαθώντας να την ηρεμήσει, όμως κατάφερε το άκρος αντίθετο.

«Ποιος είναι στους θάμνους;» Φώναξε η Φρέγια κοιτώντας την Άντρεα με κομμένη την ανάσα. Τα μάτια της γούρλωσαν και κάρφωσαν το νευρικό πρόσωπο της μάγισσας που στέκονταν απέναντί της.

«Η βοήθεια που σου έλεγα!» Της χαμογέλασε ύποπτα η Άντρεα.

Την επόμενη στιγμή η Φρέγια αντίκρισε τρεις λεπτεπίλεπτες φιγούρες να αναδύονται σαν αερικά μέσα από το πυκνό πρασινωπό φύλλωμα των δέντρων και να κατευθύνονται απειλητικά προς το μέρος της. Πάγωσε στην θέση της παρατηρώντας τες προσεκτικά να κινούνται πλήρως συγχρονισμένα. Σύντομα τα χαρακτηριστικά τους ξεπρόβαλαν από τις σκιές κι έτσι, πλέον, ήταν ξεκάθαρα τα πρόσωπά τους.

«Οι τρίδυμες;» Σοκαρίστηκε η Φρέγια και γύρισε να κοιτάξει την Άντρεα προδομένη. Μετά από όσα είδε πως είναι ικανές να κάνουν οι Νάιτ, δεν ήθελε με τίποτα οι τρεις παράξενες―σατανικές αδερφές να εμπλακούν στο ξόρκι που θα έκανε η Άντρεα στην ίδια.

«Καλησπέρα Φρέγια!» Είπε η Ντόρκας, χαμογελώντας κατά κάποιον τρόπο σατανικά. Μόνο έτσι μπορούσε να το ερμηνεύσει η Φρέγια τη δεδομένη στιγμή.

«Είσαι έτοιμη; Καλύτερα να είσαι...» Της είπε έπειτα και η Σελίν. Δεν περίμενε κάποια απάντηση από την Φρέγια. Το έκανε περισσότερο για να την επαγρυπνήσει. Ως έμπειρη μάγισσα ήξερε τι απαιτούσε αυτό το ξόρκι που θα βοηθούσαν την Άντρεα να κάνει, για αυτό και την προετοίμασε για δύσκολα. Μετά η Φρέγια θα είχε να αντιμετωπίσει όλες τις αναμνήσεις της, κομμάτι το οποίο θα ήταν το πιο δύσκολο.

«Μπορεί να πονέσεις!» Προειδοποίησε τελευταία η Τζόζι, υψώνοντας το δεξί της βαμμένο φρύδι.

Όλες την κοιτούσαν ξαφνικά έντονα στα μάτια, ενώ παράλληλα την επεξεργάζονταν από την κορφή ως τα νύχια ―το βλέμμα της και την στάση της. Η Φρέγια δεν ήταν καθόλου έτοιμη και δεν ήθελε επίσης καθόλου να πονέσει.

Έμεινε για λίγο ακίνητη να σκέφτεται που έμπλεξε τον εαυτό της. Δεν έπρεπε να είχε ζητήσει αυτό το ξόρκι εξ' αρχής.

«Είσαι τρελή;» γύρισε στην Άντρεα και της φώναξε. «Σου ζήτησα την βοήθειά σου, σου εμπιστεύτηκα το πρόβλημά μου και εσύ με πρόδωσες αποκαλύπτοντάς το σε τρίτους! Πως σε εμπιστεύτηκα, είσαι μια ξένη, απορώ με τον εαυτό μου...» ξεφύσιξε κι έκανε έναν κύκλο γύρω από την εαυτό της, καθώς μέσα της είχε διοχετευτεί αρκετή πίεση.

«Ήρεμα Φρέγια!» Την προσέγγισε πιο χαλαρή, πιάνοντάς την από το χέρι. Την πήρε μαζί της, λίγο παραπέρα, αφήνοντας για λίγο τις τρίδυμες μόνες τους ώστε να μιλήσουν μόνες οι δυο τους. «Η Ντόρκας, η Σελίν και η Τζόζι δεν έχουν ιδέα για σένα. Δεν αποκάλυψα τίποτα από όσα νομίζεις. Πιστεύουν ότι είσαι η ξαδέρφη μου, όπως ακριβώς είπαμε και στους υπόλοιπους. Θυμάσαι;» Την κοίταξε στα μάτια, προσπαθώντας σκληρά να την πάρει με το καλό.

Η Φρέγια ένευσε θετικά, αλλά παρέμενε θυμωμένη. Δεν θα άλλαζε τίποτα σε όσα είχε πει ακόμα κι έτσι.

«Τις χρειάζομαι διότι η δύναμη μιας μάγισσας δεν επαρκεί για το ξόρκι. Αυτές οι τρεις είναι δυνατές και θα με βοηθήσουν.» Αποκάλυψε την λογική με την οποία κάλεσε στο ξέφωτο τις τρίδυμες.

«Και γιατί δεν το ζήτησες από την παρέα σου;» Η Φρέγια έθεσε μια απλή ερώτηση στην μάγισσα την ύστερα κοίταξε σαν ανακριτής σε αστυνομικό τμήμα. «Θα εμπιστευόμουν την ασφάλειά μου παραπάνω, σε οποιονδήποτε άλλο μάγο, παρά αυτές τις τρεις!»

«Ω, έλα τώρα Φρέγια... Οι τρίδυμες δεν είναι κακές. Μόνο όταν τους κάνεις κακό πρέπει να τις φοβάσαι. Σε κάθε άλλη περίπτωση, μπορούν να γίνουν οι καλύτεροι σύμμαχοί σου. Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι!» Την διαβεβαίωσε προσπαθώντας ακόμα να της αλλάξει άποψη.

Η Φρέγια δεν είπε τίποτα άλλο. Απλά ένευσε και ύστερα χωρίς προειδοποίηση άφησε πίσω της Άντρεα, βαδίζοντας ως το σημείο όπου στέκονταν πριν λίγο ―απέναντι από τις τρίδυμες.

«Λοιπόν;» Η Σελίν ως η πιο ανυπόμονη βγήκε μπροστά. «Θα κάνουμε το ξόρκι να τελειώνουμε;» Στάθηκε επιβλητικά μπροστά στην Άντρεα, έχοντας τα χέρια της σταυρωμένα μπροστά στο στήθος της. Μετά περίμενε από εκείνη να κάνει την αρχή, αφού αυτή θα ηγούνταν στο ξόρκι. Έπρεπε να μπει πρώτη στο εξαγνισμένο έδαφος των μαγισσών, κάτω από το λαμπερό φεγγαρόφωτο, όπου γίνονταν τα απαιτητικά ομαδικά ξόρκια της Ακαδημίας.

«Ναι!» Είπε απλά η Άντρεα και περπάτησε προς τον εσωτερικό κυκλικό οριοθετημένο χώρο. Μόλις πέρασε τον αόρατο κλοιό η φωτιά που έκαιγε στις τριγύρω δάδες φούντωσε με μιας. Η φλόγα έκαιγε πιο δυνατά και δεκάδες σπίθες πετάγονταν προς κάθε κατεύθυνση.

«Ας το κάνουμε λοιπόν!» Είπε η Τζόζι και έκανε το ίδιο. Πέρασε τον κλοιό και στάθηκε ακριβώς απέναντι από την Άντρεα. Η φωτιά είχε την ίδια αντίδραση κι αυτήν την φορά, φούντωσε κι έλαμπε ακόμα πιο δυνατά.

Αμέσως μετά ακολούθησε και η Ντόρκας με το ανατριχιαστικό της χαμόγελο. Πήγε και στάθηκε ανάμεσα από της άλλες δυο κοπέλες κι έπειτα απέναντί της βρέθηκε και η τελευταία από τις τρίδυμες, η Σελίν. Το ικανοποιητικό βλέμμα της κάλυψε ολόκληρο το αψεγάδιαστο πρόσωπό της, όταν οι δάδες έκαιγαν τόσο δυνατά. Η δύναμη της φωτιάς που έκαιγε γύρω τους ήταν κάτι σαν αναπαράσταση της συνολικής δύναμης των μαγισσών που βρίσκονταν στον κύκλο.

Μόλις είδε τη φλόγα να υψώνεται, η Άντρεα, ήξερε πως η δύναμη που απαιτούνταν για το συγκεκριμένο ξόρκι, υπήρχε στον κύκλο κι έτσι εάν όλα πήγαιναν καλά στην απαγγελία και στην συνεργασία τους θα είχαν θετικό αποτέλεσμα.

Η Σελίν, η Τζόζι και η Ντόρκας ένιωθαν πανέτοιμες. Τα ομαδικά ξόρκια ήταν κάτι που συνήθιζαν να κάνουν, αφού πάντα δούλευαν όλες μαζί, οπότε δεν είχαν καθόλου άγχος. Τα ξόρκια μνήμης ήταν ένα παιχνιδάκι για αυτές άλλωστε.

Αυτές τις εντολές είχαν από την Άντρεα Λοπέζ· θα κάνανε ένα ξόρκι για να απελευθερώσουν την κρυμμένη μνήμη της Φρέγια Μπλάκγουελ.

«Φρέγια;» Η Άντρεα την κάλεσε μέσα στον κύκλο.

Η ησυχία που ακολούθησε αλλά και η μυστικιστική ατμόσφαιρα του χώρου μετέφερε ρίγος στην νεαρή Μπλάκγουελ που παρατηρούσε από μακριά τα όσα διαδραματίζονταν τόση ώρα. Οι κινήσεις των μαγισσών μέσα στον κύκλο της θύμιζαν χορό αερικών· αφού περπατούσαν τόσο ελαφρά πάνω στο νοτισμένο πρασινωπό έδαφος του δάσους και η παρουσία τους ήταν αέρινη όσο ένα φάντασμα. Το βλέμμα τους ήταν προσηλωμένο και σοβαρό. Η Φρέγια όμως ακόμα προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβαινε. Δεν το πίστευε ότι θα έμπαινε σε έναν μαγικό κύκλο και θα της έκαναν ένα ξόρκι. Ήταν όμως κάτι που ήθελε και παρόλο το πόσο παράλογη της φαίνονταν η κατάσταση, έκανε το πρώτο βήμα, πάνω από της λευκές λαμπερές―γυαλιστερές πέτρες.

«Lunam et fortitudinem luceat.» Η Άντρεα ζήτησε την δύναμη της σελήνης να την αγκαλιάσει, καθώς η Φρέγια εισέρχονταν στον κύκλο. Τα βήματά της ήταν αργά, αλλά προσεκτικά. Μόλις βρέθηκε στην ίδια πλευρά με τις μάγισσες ένιωσε μια διαφορετική αύρα να την κατακλύζει. Ένας ήχος άρχισε να ακούγεται από μακριά, δεν υπήρχε στα αλήθεια, ήταν σίγουρη για αυτό, αλλά εκείνη τον άκουγε. Έμοιαζε με δύναμη που να είχε κατεύθυνση την ίδια. Δεν είχε ξανανιώσει παρόμοια ποτέ ξανά...

Αμέσως μετά οι τρίδυμες της έριξαν μια τελευταία ματιά κι έπειτα στράφηκε η κάθε μια στον εαυτό της, στοχεύοντας στον δικό τους υποστηρικτικό ρόλο. «Lunam et fortitudinem luceat. Lunam et fortitudinem luceat. Lunam et fortitudinem luceat.» Είπαν επίσης οι Νάιτ με κλειστά τα μάτια, με μια φωνή επαναλαμβάνοντας τρεις φορές, μια για την κάθε μια τους. Το τελετουργικό είχε ξεκινήσει.

Η Φρέγια στέκονταν εντελώς ακίνητη κάπου ανάμεσα στην Άντρεα και την Ντόρκας. Τα πόδια της είχαν βυθιστεί στο υγρό έδαφος και τα παπούτσια της είχαν λερωθεί, αφού εκείνο το μέρος δεν ήταν καλυμμένο από χορτάρι. Τώρα, δεν ήξερε που έπρεπε να πάει κι έτσι κοίταξε την Άντρεα περιμένοντας να της πει τι θα έπρεπε να κάνει.

«Στάσου στην μέση!» Της επισήμανε ψιθυρίζοντας σε συμβουλευτικό τόνο και περίμενε από εκείνη να πάει ως εκεί.

«Εντάξει...» Απάντησε χαμηλόφωνα, στραβοκαταπίνοντας. Η καρδιά της χτυπούσε ασταμάτητα, όλο και πιο δυνατά. Η ανασφάλεια για αυτό που πήγαινε να κάνει ήταν ατέρμονη. Παρόλα αυτά κατάφερε να φτάσει στο κέντρο του μαγικού κύκλου, πλάι στον κεντρικό βωμό.

«Ξάπλωσε πάνω του.» Της έδωσε την επόμενη οδηγία. Η Φρέγια όμως δίστασε. Φάνηκε ξεκάθαρα στο βλέμμα της πως φοβόταν να το κάνει αυτό. Το μυαλό της πήγαινε απευθείας σε θυσία, ακόμα κι αν ήξερε πως δεν υπήρχε τέτοιο βήμα για την τελετή αυτή, φοβούνταν. «Φρέγια!» Την πίεσε, χωρίς να της φωνάξει.

[...]

Η Άζρα κάθονταν στο κάθισμα του συνοδηγού όσο ο Κέβιν οδηγούσε με πορεία προς το σκοτεινό βουνό Βερμόντ. Τα πόδια της κινούνταν στατικά μες την νευρικότητα. Δεν κατάφερε να χαλαρώσει στιγμή από τότε που έγινε το τηλεφώνημα με τον πατέρα της. Από την μια δεν είχε ιδέα για το που βρίσκεται η Φρέγια κι από την άλλη ο Ράφαελ βρίσκονταν στο πιο επικίνδυνο σημείο του Όζαρκς για εκείνη την στιγμή.

Η Άζρα παρατήρησε το κοντέρ της ταχύτητας στο ταμπλό του αυτοκινήτου. Ο Κέβιν ξεπερνούσε κατά πολύ το όριο και φοβήθηκε μην πάθουν κάποιο ατύχημα. «Κέβιν τρέχεις πολύ!» Του επισήμανε.

«Αν δεν βιαστούμε νομίζεις θα βρούμε κανέναν ζωντανό;» Συνέχισε χωρίς να κατεβάσει ταχύτητα. Αμέσως μετά πήρε μια απότομη στροφή και μπήκε στο χωματόδρομο. Η σκόνη που σήκωσε το τζιπ πίσω του ήταν μια μεγάλη ποσότητα που θόλωσε την ορατότητα στιγμιαία στους καθρέπτες με ένα κύμα σκόνη να απλώνεται.

«Αν συνεχίσεις έτσι θα τρακάρουμε πουθενά.» Επέμεινε η Άζρα, κοιτάζοντας το κοντέρ.

Ο Κέβιν δεν την άκουσε. Ήθελε να τρέξει όσο περισσότερο γίνεται, ώστε να είναι εγκαίρως στο κάμπινγκ του Όζαρκς. Ήταν ένα μέρος στην δυτική πλευρά του βουνού κι έμοιαζε με πλατιά βεράντα. Υπήρχε πολύς χώρος και πολλά παγκάκια στο χείλος του γκρεμού, ώστε να κάθεσαι και να βλέπεις την θέα, την πόλη που εκτείνονταν από την μια πλευρά της πόλης ως την άλλη. Από όπου κι αν κοιτούσες έβλεπες το Όζαρκς από εκείνο το σημείο.

«Κέβιν!» Του φώναξε η Άζρα.

«Τι είναι Αζ;» Είπε στον ίδιο τόνο.

Η Άζρα ξεφύσιξε. Δεν μπορούσε να τον κάνει να μειώσει ταχύτητα με τίποτα. Περνούσαν από λακκούβες και εξογκώματα κι εκείνη πετάγονταν σε κάθε ένα από αυτά. Γύρισε και κοίταξε τον Κέβιν. Τα χαρακτηριστικά του ήταν σκληρά και το βλέμμα του πλημμυρισμένο με αγωνία. Τελικά τα παράτησε, παρά την άποψή της, και δεν του ξαναέκανε παρατήρηση.

Μετά από λίγο είχαν φτάσει κοντά στο μονοπάτι που οδηγούσε στο κάμπινγκ. Από εκεί και πέρα δεν προχωρούσε αυτοκίνητο. Ήταν στενός ο χώρος και γεμάτος πυκνή βλάστηση. Ο νεαρός άνδρας, ακινητοποίησε το αυτοκίνητο και έπειτα βγήκαν έξω και οι δυο τους.

«Ας ακολουθήσουμε το μονοπάτι.» Πρότεινε ο Κέβιν χωρίς να περιμένει λεπτό την Άζρα.

«Περίμενε!» Τον τράβηξε πίσω απότομα. Τα βέλη στην πλάτη του τραντάχτηκαν. «Είσαι σίγουρος για αυτό που πάμε να κάνουμε;» Τον κοίταξε έχοντας σοβαρό ύφος. Δεν μπορούσαν να μπουν μέσα στο σκοτεινό δρομάκι χωρίς πρώτα να έχουν κάποιο πλάνο.

«Δεν μπορούμε να καθυστερούμε άλλο!» Το βλέμμα του είχε αλλάξει. Δεν ήταν ο γνωστός Κέβιν. Ένιωθε την απειλή πίσω από την πλάτη του, να τον τρώει.

Η Άζρα στραβοκατάπιε σκεπτόμενη πιθανές καταλήξεις της επέμβασής τους στο κάμπινγκ. «Δεν το σκεφτήκαμε καλά, φερθήκαμε παρορμητικά. Έπρεπε να περιμένουμε τον μπαμπά μου και την αστυνομία!» Του το απαγόρευσε. Δεν μπορούσε να είναι σίγουρη ότι θα βγουν ζωντανοί από το κάμπινγκ.

«Άζρα έχουμε όπλα!» Της αντιγύρησε. «Και κινδυνεύουν, πρέπει να πηγαίνουμε!» Πρόσθεσε με την αγωνία να κυριεύει την φωνή του.

Η Άζρα τον αγριοκοίταξε και πείσμωσε αμέσως μόλις σκέφτηκε ότι πρόκειται για τον μικρό του αδερφό. Άξιζε να πάρει το ρίσκο για τον Ράφαελ; Ναι! Ο Κέβιν, δεν το σκέφτονταν λεπτό όταν πρόκειται για δικό του άτομο. Όταν ένας άνθρωπος που νοιάζεται για εκείνον, κινδύνευε, δεν σκέφτονταν ποτέ τίποτα άλλο πέρα από το να τον βοηθήσει. Όπως ακριβώς έκανε και με την Άζρα και τη Φρέγια, όταν ο λυκάνθρωπος τους επιτέθηκε... Η Άζρα προσπάθησε να τον μιμηθεί. Θαύμαζε αυτό το γενναίο προσόν του Κέβιν, μαζί με πολλά άλλα...

Χωρίς να πει τίποτα, η νεαρή Τζάκσον πήρε μια βαθιά ανάσα κι έπειτα έκανε το πρώτο βήμα. Δεν γίνονταν να δειλιάσει τώρα! Θα διασχίζαν μαζί με τον Κέβιν σε αυτό το τρομακτικό και σκοτεινό μονοπάτι, παρά το κακό προαίσθημα που είχε. Εάν ήταν να πάνε θα πηγαίνανε μαζί.

Ο Κέβιν ικανοποιήθηκε μόλις είδε την Άζρα να περπατάει. Καταλάβαινε τους ενδοιασμούς της και δεν την πίεζε να έρθει εάν δεν ήθελε. Ήταν έτοιμος να της ζητήσει να μείνει πίσω, αλλά τον εξέπληξε προχωρώντας μπροστά. Αμέσως μετά ενεργοποιήθηκε κι εκείνος. Άναψε τον φακό που είχε φέρει μαζί του και έφεξε στο έδαφος για να βλέπουν καλύτερα μπροστά τους. Έκανε μερικά μεγάλα βήματα κι έφτασε την Άζρα.

[...]

Η Φρέγια πήρε μια βαθιά ανάσα κι έπειτα σκαρφάλωσε στον μαρμάρινο βωμό. Η επιφάνεια στην οποία έπρεπε να ξαπλώσει ήταν αρκετά λεία κι επίπεδη. Πιάστηκε από ένα εξόγκωμα και γρήγορα βρέθηκε πάνω του. Με μια μόλις κίνηση ξάπλωσε και η πλάτη της ήρθε σε επαφή με την κρύα επιφάνεια του αρχαίου βωμού. Τα μάτια της βρέθηκαν με μιας να κοιτάζουν ευθεία στον νυχτερινό ξάστερο ουρανό.

Το ξέφωτο, όπου βρισκόταν, ήταν κυκλικό και περιβάλλονταν από δεκάδες ψηλά έλατα. Έτσι, μόλις ύψωσε το βλέμμα της ήρθε αντιμέτωπη με ένα σκοτεινά γοητευτικό θέαμα. Οι μυτερές κορφές των ελάτων που έφταναν μέχρι ψηλά στον ουρανό, έκλειναν προς την μέσα πλευρά του κύκλου, λες και προσκυνούσαν και υποτάσσονταν στη δύναμη που υπήρχε μέσα του. Η Φρέγια αποσβολώθηκε από ότι έβλεπε κι έμεινε να χαζεύει τα αστέρια. Για λίγο ένιωσε γαλήνια. Σύντομα όμως επέστρεψε στην αγωνιώδες πραγματικότητα.

Η Άντρεα είχε ξεκινήσει το ξόρκι. Μαζί με τις τρίδυμες έψελναν παράξενα και απόκοσμα λόγια που ακούγονταν ως μια αρχαία γλώσσα στην Φρέγια. Γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν Λατινικά, μια νεκρή γλώσσα που πλέον δεν ομιλούνταν. Αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι ήταν η γλώσσα των μαγισσών, από τα αρχαία χρόνια. Με τον καιρό η γλώσσα αυτή άρχισε να μεταφέρει την επιρροή της στον υπόλοιπο κόσμο, όμως γρήγορα άρχισε να χάνετε, αφού οι μάγισσες κυνηγούνταν σε κάθε μέρος της γης, μέχρι που έγιναν και είδος υπό εξαφάνιση κι άρχισαν να πεθαίνουν μαζί με την γλώσσα τους.

Η Φρέγια λοιπόν, δεν καταλάβαινε τι έλεγαν, όμως φάνταζε τρομακτικό σαν γεγονός το να ακούει αυτά τα σκοτεινά λόγια. Βρίσκονταν στην καρδιά του σκοτεινού δάσους του Όζαρκς, εν μέσω μιας κρύας νύχτας και μερικές μάγισσες έκαναν ένα ξόρκι πάνω της. Ήταν ξεκάθαρα ότι πιο τολμηρό είχε κάνει από τότε που επέστρεψε στο Όζαρκς...

Ξαφνικά το δάσος ανασάλεψε. Έμοιαζε σαν να πήρε ζωή. Τα λόγια των τεσσάρων μαγισσών το έβγαλαν από τον βαθύ λήθαργό του. Τα δέντρα και τα φυλλώματά τους στα κλαδιά πήγαιναν πέρα δώθε από τον άνεμο που είχε σηκωθεί. Το χώμα στο έδαφος έκανε μικροσκοπικούς ανεμοστρόβιλους μερικών εκατοστών. Οι τρίδυμες Νάιτ και η Άντρεα Λοπέζ είχαν κλειστά τα μάτια τους και τα δυο χέρια τους υψωμένα από τους αγκώνες και πάνω, έχοντας στραμμένες τις παλάμες τους προς τον ουρανό.

Ευτυχώς ως τώρα, για την Φρέγια, δεν ένιωθε τίποτα παράξενο, γεγονός που την ανακούφισε ιδιαιτέρως. Όμως η αύρα που την περιέβαλλε της έδινε την αίσθηση ότι το σκοτάδι φλέρταρε μαζί της εδώ και ώρα.

Μετά από λίγο οι μάγισσες έκαναν μια παύση και η Φρέγια δεν άκουγε άλλα ξόρκια. Το μόνο που άκουσε ήταν επτά βήματα. Ήταν η Άντρεα, που πήγε ως τον βωμό όπου ήταν ξαπλωμένη. Την κοίταξε στα μάτια και της είπε χαλαρά «σε λίγο τελειώνουμε,» και έπειτα έπεσε στα γόνατά της. Έψαξε για το μαχαίρι που είχαν εκεί και χρησιμοποιούσαν στα ξόρκια τους. Το βρήκε χαμηλά, σε μια εσοχή του βωμού, κρυμμένο. Αμέσως μετά, η Άντρεα, εμφανίστηκε πλάι στην Φρέγια κρατώντας το μαχαίρι στο δεξί της χέρι. Τα μάτια της Φρέγια το εντόπισαν και πανικοβλήθηκε την ίδια στιγμή.

«Γιατί κρατάς μαχαίρι;» Απόρησε τρομοκρατημένη.

«Χρειάζομαι το αίμα σου. Δεν θα σε πονέσω, το υπόσχομαι. Απλά θα χαράξω στην παλάμη σου μια ευθεία λεπτή γραμμή. Πιστεύεις ότι το αντέχεις;» Την ρώτησε.

Η Φρέγια έσφιξε τα δόντια της. Ρόλλαρε τα μάτια της και πήρε την απόφαση. Άπλωσε το ένα της χέρι και η Άντρεα έκανε ακριβώς ότι είπε. Καθώς η μάγισσα έμπηγε το μαχαίρι στη σάρκα της νεαρής Μπλάκγουελ εκείνη σφίγγονταν και δάγκωνε τα χείλη της. Κόκκινο αίμα αμέσως έτρεξε από την πληγή στην παλάμη της.

Μόλις το αίμα που είχε κυλίσει ήταν αρκετό, πέρασε τα δάκτυλά της πάνω από την σχισμή που δημιούργησε, βάφοντάς τα κόκκινα. Κράτησε το αίμα πάνω στο δέρμα της για να το χρησιμοποιήσει αργότερα. Έπειτα, αφού θαύμασε την υπομονή της Φρέγια, πήγε πιο κοντά της κι έπιασε το ίδιο χέρι της. Ψέλλισε ένα μικρό ξόρκι και η πληγή της Φρέγια έκλεισε. Κοίταξε αμέσως στην παλάμη της, αφού έπαψε να πονά και η έκπληξη που ένιωσε με αυτό που αντίκρισε μεταφέρθηκε στο βλέμμα της. Στην συνέχεια, η Άντρεα, άφησε μόνη της την Φρέγια για να ολοκληρώσει αυτό το στάδιο της ένωσης.

Πήγε κι έκανε ένα σημάδι στις παλάμες των τρίδυμων μαγισσών. Έτσι τις σύνδεσε όλες με την Φρέγια. Στο τέλος έκανε το ίδιο σημάδι και στην δική της παλάμη και επέστρεψε στην αρχική θέση της. Το αίμα της Φρέγια ένωσε τις τέσσερις μάγισσες που θα έκαναν το ξόρκι.

[...]

«Στάσου Κέβιν!» Η Άζρα ακινητοποιήθηκε άξαφνα. Πάγωσε στην θέση της νιώθοντας μια παράξενη αλλαγή στο σώμα της. Δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε, αλλά ότι κι αν ήταν το ένιωθε πρώτη φορά και για αυτό δεν έβρισκε τις σωστές λέξεις για να το περιγράψει.

«Τι συμβαίνει;» Ο Κέβιν ενδιαφέρθηκε κι έσπευσε αμέσως να την πλησιάσει. «Όλα καλά; Γιατί σταμάτησες;» Η αγωνία μεγάλωνε στο χλωμό πρόσωπό του, όσο η νεαρή αργούσε να του απαντήσει. Την προσέγγισε με σκοπό να την ακούσει.

«Δεν ξέρω...» Είπε τελικά με το βλέμμα της να είναι μπερδεμένο. Είχε την αίσθηση ότι υπήρχε κάποιος τριγύρω της. Όχι σαν να την ακολουθούσαν, αλλά πιο πολύ σαν να ένιωθε έντονα την παρουσία κάποιου, από μακριά. «Δεν καταλαβαίνω...» Ψιθύρισε στον εαυτό της.

«Είσαι καλά;» Έγειρε για να την κοιτάξει ακόμα πιο παραξενευμένος από πριν.

«Παράξενο...» Η Άζρα δεν έδειχνε να δίνει παραπάνω σημασία. «Πάμε.» Επέλεξε να συνεχίσει να περπατά.

Ο Κέβιν την κοίταξε στα μάτια. «Είσαι σίγουρη;» Την κράτησε κοντά του ζητώντας της να το ξανασκεφτεί.

«Ναι, έλα. Μάλλον ο φόβος μου παίζει μαζί μου.» Υπέθεσε χωρίς να είναι σίγουρη. Μέσα της κάτι της έλεγε ότι έπρεπε να ασχοληθεί με αυτό που ένιωθε καθώς δυνάμωνε όσο η ώρα περνούσε και η παρουσία που ένιωθε γίνονταν όλο και πιο έντονη.

Όλο αυτό, είχε μια πολύ απλή εξήγηση. Απλά η Άζρα δεν μπορούσε να φανταστεί ποτέ το τι της συνέβαινε πραγματικά αφού δεν είχε ιδέα για το τι έκανε εκείνη την στιγμή η Φρέγια Μπλάκγουελ στην άλλη πλευρά του δάσους μαζί με μερικές από τις πιο δυνατές μάγισσες της Ακαδημίας του Όζαρκς.

[...]

«Ad recludam memoriam. Quid mihi et oblita es. Et recordabor.» Είπε η Άντρεα τα υπόλοιπα λόγια, κάνοντας επίκληση, ώστε να θυμηθεί η Φρέγια ότι είχε ξεχάσει και να απελευθερωθεί η μνήμη της.

«Ad recludam memoriam. Quid mihi et oblita es. Et recordabor.» Είπαν με την σειρά τους και οι τρίδυμες με μια φωνή δημιουργώντας ένα απόκοσμο σκηνικό. Η τελετή σύντομα θα έφτανε στο αποκορύφωμά της. «Ad recludam memoriam. Quid mihi et oblita es. Et recordabor. Ad recludam memoriam. Quid mihi et oblita es. Et recordabor.» Επαναλάβαν ξανά και ξανά μαζί.

Η Φρέγια άκουσε έναν οξύ ήχο να έρχεται από τα βάθη του δάσους, έμοιαζε με ότι είχε ακούσει και στην αρχή. Ένιωσε πως έρχονταν από μακριά, κατά πάνω της. Μόλις ο ήχος έφτασε, με ταχύτητα φωτός, ένας πόνος στο κεφάλι την κατέκλυσε καθιστώντας την ανήμπορη να σκεφτεί οτιδήποτε. Αμέσως παρέλυσε και η συνείδησή της εξαφανίστηκε. Το επόμενο δευτερόλεπτο βρέθηκε να ουρλιάζει ασταμάτητα ανήμπορη να ελέγξει τον ίδιο της τον εαυτό.

Η Άντρεα, που ηγούνταν το ξόρκι συνδέθηκε αμέσως με την Φρέγια, την στιγμή που ήταν ευάλωτη. «Iungo.» Ψέλλισε και επιζήτησε την σύνδεση της μαζί της. Η Άντρεα ξεκίνησε να νιώθει της αναμνήσεις της Φρέγια να ξεκλειδώνουν η μια μετά την άλλη κι ένα παλιρροιακό κύμα γεμάτο απαγορευμένες αναμνήσεις την βύθισαν στα έγκατα του υποσυνείδητου της νεαρής Μπλάκγουελ. Ξεδιπλώνονταν μπροστά της χιλιάδες συναισθήματα που διαπερνούσαν την Φρέγια κατά την διάρκεια της τελετής. Οι τρίδυμες συνέχιζαν να ψέλνουν και να λένε τα απαραίτητα ξόρκια όσο εκείνη προχωρούσε όλο και πιο βαθιά.

Ξαφνικά βρήκε έναν τοίχο. Ήταν αυτός που σταματούσε τις κρυμμένες αναμνήσεις της, από το να βγούνε στην επιφάνεια. Ήταν ξεκάθαρα δουλειά μιας μάγισσας. Κάποιος το είχε κάνει στην Φρέγια πριν χρόνια εσπευσμένα και τις έκρυψε όλες αυτές τις αναμνήσεις. «Jaculari murum.» Είπε η Άντρεα, αποφασισμένη, μόλις ένιωσε έτοιμη να το καταστρέψει και το εμπόδιο εξαφανίστηκε.

Η στιγμή που περίμενε είχε φτάσει!

Θα πήγαινε τόσο πίσω στις αναμνήσεις της, έτσι ώστε να δει ποια ήταν πραγματικά η Φρέγια Μπλάκγουελ. Τελικά ποια ήταν η σχέση της με την Βικτώρια Ντουκέιν;

Συγκεντρώθηκε, έχοντας κλειστά τα μάτια της. «Ostende mihi quid est, quod mihi Victoria Dukane.» Έψαξε οποιαδήποτε αναφορά στην μνήμη της σχετικά με την Βικτώρια Ντουκέιν.

Μπροστά της γρήγορα εμφανίστηκε ένας γοητευτικό νεαρός. Ήταν μια πρόσφατη ανάμνηση της Φρέγια και η μόνη σχετική με το όνομα «Βικτώρια Ντουκέιν».

Μόνο αυτό; Απόρησε η μάγισσα.

Δεν έχασε όμως να μάθει, έτσι παρακολούθησε. Η Άντρεα αντιλήφθηκε πως λάμβανε χώρα στην Ακαδημία η συγκεκριμένη ανάμνηση. Πως μπορεί μια κρυφή της ανάμνηση να είναι τόσο πρόσφατη; Ποιος της την έκρυψε; Η μάγισσα επέλεξε να διερευνήσει την ανάμνηση αυτή παραπάνω. Αφού ήταν το μοναδικό στοιχείο που βρήκε στο υποσυνείδητό της, που σχετίζονταν με την Βικτώρια Ντουκέιν...

Παρακολούθησε λοιπόν την Φρέγια να περπατά στο μονοπάτι έξω από την κεντρική πύλη της Ακαδημίας. Ήταν σαν να βρίσκονταν σε ένα όνειρο, χωρίς κανένας να την βλέπει. Ο νεαρός που μιλούσε την Φρέγια την κοίταξε ξαφνικά βαθιά στα μάτια, οι κόρες της διαστάλθηκαν και οι αντιστάσεις της κοπέλας γκρεμίστηκαν με μιας. Αυτό προκάλεσε την προσοχή της Άντρεα.

Βρικόλακας! Τον κατάλαβε με μιας. Χρησιμοποίησε σαγήνη στην Φρέγια;

«Γιατί ήρθες στην Ακαδημία;» ρώτησε ο νεαρός την Φρέγια.

«Για να βρω απαντήσεις.» Εκείνη έκανε έρευνα στην Ακαδημία τότε πράγματι. Ήταν η πρώτη φορά που την είχε συναντήσει η Άντρεα.

«Απαντήσεις για τι;»

«Για όσα μου κρύβει ο πατέρας μου.» Οι απαντήσεις που έδινε ήταν πλήρως ειλικρινείς καθώς το σαγήνευμα ενός βρικόλακα δεν σου δίνει την επιλογή να κρυφτείς. Έτσι η Άντρεα πίστευε ότι έβγαινε από το στόμα της Φρέγια.

«Ποιος είναι ο πατέρας σου;»

«Ο Τζάρεντ Μπλάκγουελ.» Την άκουσε η Άντρεα να λέει. Ήταν κάτι σαν φάντασμα εκεί. Όλα ήταν θολά κι εκείνη απλά παρατηρούσε. Η Άντρεα πλησίασε τους δυο τους.

«Εσύ ποια είσαι;»

«Είμαι η Φρέγια Μπλάκγουελ.»

«Τι στο διάολο...» Ο βρικόλακας έδειχνε σοκαρισμένος με τον ίδιο τρόπο που σοκαρίστηκε και η Άντρεα όταν συνειδητοποίησε ότι είχε μπροστά της απλά έναν πανομοιότυπο σωσία της Βικτώρια Ντουκέιν και όχι την ίδια. Τι άρρωστα παιχνίδια έπαιζε μαζί τους η μοίρα;

«Ξέρεις την Βικτώρια Ντουκέιν;» Με μιας κέντρισε το ενδιαφέρον της. Επιτέλους! Αυτό που περίμενε. Στάθηκε πλάι στην Φρέγια περιμένοντας την απάντησή της...

«Όχι.» Είπε τελικά η Φρέγια.

«Ξέχνα ότι σε ρώτησα.» Ο βρικόλακας την διέταξε να το ξεχάσει.

Αμέσως μετά η Άντρεα μεταφέρθηκε εκτός του υποσυνείδητου της νεαρής Μπλάκγουελ, αφού δεν υπήρχε τίποτα άλλο που θα μπορούσε να μάθει σχετικό με αυτό που αναζητούσε. Άνοιξε τα μάτια της διάπλατα κι αντίκρισε ξανά το σκοτεινό δάσος. Σιγά-σιγά επανήλθε στην πραγματικότητα και όλα όσα άκουγε από μακριά πριν, τώρα όλα ήταν δυνατότερα.

Γρήγορα, λοιπόν, αντιλήφθηκε και τα ουρλιαχτά τρόμου της Φρέγια, η οποία υπέφερε από τον φόρτο αναμνήσεων που εισέρχονταν στο μυαλό της κι έβγαιναν στην επιφάνεια του υποσυνείδητού της. Η Ντόρκας, η Τζόζι και η Σελίν βρίσκονταν γύρω της, με τα χέρια τους απλωμένα πάνω από το ξαπλωμένο σώμα της και απήγγειλαν το τέλος της τελετής. Η Άντρεα έτρεξε αμέσως κοντά τους και συνέβαλε στο κλείσιμο. Είπαν μερικούς στοίχους ακόμα και έπειτα όλα είχαν τελειώσει.

Η Φρέγια πλήρως εξαντλημένη πια, αφέθηκε. Οι φωνές και τα ουρλιαχτά έπαψαν και εκείνη ησύχασε. Τα βλέφαρά της ήταν πιο βαριά από κάθε άλλη φορά και τα μάτια της γρήγορα έκλεισαν. Στην συνέχεια παραδόθηκε στο απόλυτο κενό. Όσο εκείνη βρίσκονταν λιπόθυμη, οι αναμνήσεις της έβρισκαν τον δρόμο τους κι επέστρεφαν σε αυτήν, άπλωναν τις βαθιές τους ρίζες στο γόνιμο έδαφος της μνήμης της.

Όταν θα ξυπνούσε, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει κάθε μια τους ξεχωριστά. Θα ήταν μια διαδικασία που θα την έφτανε στα όρια της τρέλας, της απόλυτης παράνοιας ενός τρελού.

Η Άντρεα προετοίμαζε τον εαυτό της για τα χειρότερα. Δεν είχε ενημερώσει την Φρέγια για το τι θα συνέβαινε μετά το ξόρκι, αφού επίτηδες της το έκρυψε, για να μην το μετανιώσει. Το ρίσκαρε λοιπόν και το έκανε ούτως ή άλλως, χωρίς να της πει λέξη για το μετά.

[...]

«Το άκουσες αυτό Κέβιν;» Η Άζρα για ακόμα μια φορά σταμάτησε να προχωράει.

«Τι να ακούσω;» Παραξενεύτηκε, αφού επικρατούσε εδώ και πολύ ώρα νεκρική σιγή. Το δάσος έμοιαζε να κοιμάται κι εκείνοι απλά το διατάρασσαν.

«Μια φωνή!» Του αποκάλυψε. «Άκουσα ξεκάθαρα ένα ουρλιαχτό!»

«Αυτό είναι απίθανο, Άζρα.» Ο Κέβιν την κοίταξε παράξενος, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι του προς τον δεξί του ώμο.

«Δεν μπορεί να μην το άκουσες. Ήταν πολύ δυνατό!»

«Κι όμως...» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ακούστηκε τίποτα.» Την αντίκρισε ανήμπορος να την πιστέψει. Κοίταξε τριγύρω του, κάνοντας ησυχία μπας και το άκουγε αυτή τη στιγμή, αλλά τίποτα.

Η Άζρα πίστεψε ξαφνικά ότι τρελαίνονταν. Το σκοτάδι είχε τέτοια επίδραση πάνω της; Σίγουρα όχι! Κάτι άλλο συνέβαινε και το ένιωθε εδώ και ώρα. «Θα με περάσεις για τρελή, αλλά...» Είπε και επιζήτησε την προσοχή του Κέβιν. Μόλις γύρισε και την κοίταξε εκείνη συνέχισε... «Νομίζω πως άκουσα την Φρέγια, να φωνάζει...»

«Την Φρέγια;» Την διέκοψε σοκαρισμένος. «Πρέπει να συνεχίσουμε, Άζρα! Πρέπει να βρούμε τον Ράφαελ και τα υπόλοιπα παιδιά.» Της υπενθύμισε αγανακτισμένος, αφού συνεχώς τον σταματούσε. «Πως άκουσες την Φρέγια στην μέση του πουθενά; Δεν ξέρουμε καν που βρίσκεται.»

«Δεν τελείωσα.» Τον διέκοψε τώρα αυτή. Ο Κέβιν είχε έναν έντονο βλέμμα ενόχλησης κι απορίας ταυτόχρονα, αλλά δεν της φώναξε και ούτε την αγνόησε. Ενδιαφέρονταν να μάθει τι είχε να του πει, αφού ήξερε καλά ότι η Άζρα δεν ήταν σαν κι εκείνον. Το είχε αντιληφθεί εδώ και χρόνια. Ο Κέβιν είχε ξεχωρίσει τις ιδιαίτερες ικανότητές της, από εκείνο το παράξενο συμβάν στο προαύλιο χώρο του δημοτικού σχολείου, πίσω από την πρώτη γραμμή των δέντρων του δάσους, όπου η Άζρα έφερε πίσω στην ζωή εκείνο το μαύρο κοράκι αλλά και μερικές άλλες εξαιρετικά παράξενες και πιο καθημερινές καταστάσεις που βρέθηκε μάρτυρας.

«Τι άλλο;» Την ρώτησε κάνοντας ένα βήμα προς τα εκείνη.

«Νομίζω ότι κινδυνεύει!» Του αποκάλυψε το προαίσθημά της.

«Κινδυνεύει; Από που το συμπέρανες αυτό;» Δεν ήξερε τι να σκεφτεί.

Η Άζρα κοίταξε γύρω της μπερδεμένη, ψάχνοντας μια λογική απάντηση. Στα ξαφνικά όλα ένιωσε να αλλάζουν μέσα της και από το πουθενά απέκτησε αυτή την πιο έντονη αίσθηση. Ήταν λες και απέκτησε μια έκτη αίσθηση κι ένας μαγικός δεσμός είχε δημιουργηθεί στα ξαφνικά, μεταξύ εκείνης και της Φρέγια. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει με λόγια.

Ο Κέβιν παρ' όλη την προσοχή που έδωσε στην Άζρα, άρχισε να χάνει την υπομονή του. Αλλά δεν μπορούσε να αγνοήσει έτσι απλά όλα αυτά που άκουγε από την Άζρα. Συνειδητοποίησε ότι ίσως πράγματι κάτι σοβαρό αλλά και παράξενο να της συνέβαινε. «Πες μου...» Της ζήτησε, δείχνοντας το ενδιαφέρον του, για ακόμα μια φορά. Δεν εγκατέλειψε, έβαλε στην άκρη την αγωνία και τον τρόμο που βίωνε για τον αδερφό του και έφερε ως προτεραιότητα την Άζρα. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Κέβιν Ρουσσώ έκανε μια γενναία παραχώρηση τέτοιου είδους για χάρη της. Σήμαινε πολλά για εκείνον για να μην δώσει σημασία.

Η νεαρή κοπέλα στέκονταν αμήχανα απέναντί του βυθισμένη μέσα στο σκοτάδι έτοιμη να καταρρεύσει ψυχολογικά. Ο Κέβιν το είδε στα μάτια της ότι είχε μια εσωτερική διαμάχη με τον ίδιο της τον εαυτό εκείνη την στιγμή και κατάλαβε το πως ένιωθε.

«Δεν ξέρω, απλά έτσι νιώθω. Λες και κάτι μέσα μου, μου το λέει.» Εξήγησε όσο καλύτερα μπορούσε για να τον κάνει να την καταλάβει.

Ο Κέβιν έμεινε για λίγο σιωπηλός. Όσο η Άζρα αμφιταλαντεύονταν στο να ακούσει ή όχι αυτό της το προαίσθημα, εκείνος ήρθε για να της δώσει την απάντηση. «Δεν ξέρω τι είναι αυτό που νιώθεις, αλλά πιστεύω πως πρέπει να το ακούσεις αν σου λέει πως η Φρέγια κινδυνεύει.» Την κοίταξε βαθιά στα μάτια αποφασισμένος να την βοηθήσει.

[...]

Η Άντρεα Λοπέζ είχε καθίσει στο έδαφος, μπροστά από τον βωμό, ακουμπώντας την πλάτη της πάνω του. Είχε κατεβάσει το κεφάλι της χαμηλά και κοίταζε το σκοτάδι. Περίμενε την Φρέγια Μπλάκγουελ να ξυπνήσει, αλλά όσο η ώρα περνούσε εκείνη ανησυχούσε όλο και περισσότερο.

«Πέτυχε;» απόρησε, σχεδόν απογοητευμένη, κοιτάζοντας της τρίδυμες μάγισσες με αγωνία. Μπορεί να ήταν και η ίδια μια ισχυρή μάγισσα, αλλά δεν είχε την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση πάνω στις δυνατότητές της, παρά το ισχυρό προσωπείο που παρουσίαζε στους άλλους. Κατά βάθος η Άντρεα Λόπεζ ήταν γεμάτη αναστολές, αβεβαιότητα, μοναξιά και χωρίς αυτοπεποίθηση.

Οι μάγισσες ενώθηκαν και στάθηκε η μια δίπλα από την άλλη, σε μια ευθεία γραμμή. Έπειτα κοίταξαν την Άντρεα στα μάτια. «Περίμενε και θα δεις. Δεν αποτυγχάνουμε ποτέ!» Είπαν ταυτόχρονα, όλες μαζί, μεταδίδοντας μερική ανατριχίλα στην σπονδυλική στήλη της Άντρεα.

Η Άντρεα ανασήκωσε τους ώμους της, νεύοντας.

«Η Φρέγια είναι πολύ δυνατή, το ένιωσα.» Η Ντόρκας για πρώτη φορά έδειχνε ευάλωτη δηλώνοντας κάτι σαν κι αυτό. Το βλέμμα της ήταν άκρως σοβαρό, κάνοντας την Άντρεα να ανησυχήσει.

«Οι πρόγονοί της, της δίνουν ένα μεγάλο κομμάτι αυτής της δύναμης. Αντιλήφθηκα μερικές αρχαίες δυνάμεις που προσπάθησαν να εμπλακούν στο ξόρκι για να βγουν στη επιφάνεια και να φτάσουν την Φρέγια.» Συμπλήρωσε η Σελίν, πλέκοντας τα χέρια της μπροστά στο στήθος της.

«Αυτή δεν είναι η ξαδέρφη σου, Άντρεα, έτσι δεν είναι;» Την τσάκωσε η Τζόζι. Την κοίταξε κλείνοντας ελαφρά τα μάτια της και κάνοντας τα μήλα από μάγουλά της να φουσκώσουν από το παράξενο μορφασμό που πήρε το πρόσωπό της.

Η Άντρεα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, συμφωνώντας. «Τι είδους δύναμη έχει;» Απόρησε, θέλοντας να ακούσει και την γνώμη τους. Μετά από ότι είδε στο υποσυνείδητό της βεβαιώθηκε για το χειρότερο. Η Φρέγια Μπλάκγουελ τελικά δεν είχε καμία σχέση με την Βικτώρια Ντουκέιν. Δεν είχε κανένα στοιχείο για εκείνη. Κι από ότι φαίνεται η Άντρεα δεν ήταν η μόνη που ρωτούσε για την Βικτώρια. Η μάγισσα έδειχνε σκεπτική και πνιγμένη σε ερωτήσεις. Έπρεπε να μάθει ποιος είναι αυτός ο βρικόλακας που προσέγγισε την Φρέγια για τον ίδιο σκοπό.

«Δεν ξέρω τι ακριβώς δύναμη έχει, αλλά κρύβει κάτι μέσα της.» Απάντησε με βεβαιότητα η Σελίν, μέσα στην αβεβαιότητά της. «Κάτι που δεν έχω ξαναδεί... Έχει μια ισχυρή σύνδεση με το παρελθόν.» Πρόσθεσε.

«Είναι λες κι έχει έναν ισχυρό δεσμό με κάποιον, αφού μόλις συνδέθηκα μαζί της ένιωσα ακόμα ένα άτομο. Ήταν αρκετά παράξενο για να το δικαιολογήσω.» Πρόσθεσε η Τζόζι έχοντας στραμμένο το βλέμμα της προς την Άντρεα.

«Δεσμό;» Απόρησε η νεαρή μάγισσα.

«Δεσμό αίματος.» Αποφάσισε τελείως αυθόρμητα να τον χαρακτηρίσει η Τζόζι.

«Αποκλείεται να είναι τόσο δυνατή...» Ψέλλισε η Άντρεα, πίσω από τα δόντια της. Η Ντόρκας όμως την άκουσε.

«Το αίμα δεν κάνει ποτέ λάθος, Άντρεα.» Της επισήμανε την σκοτεινή δύναμη που χρησιμοποίησαν για την τελετή. «Να την προσέχεις. Μπορεί να είναι επικίνδυνη, αλλά το αίμα της μπορεί να κάνει θαύματα μια μέρα!» Η Ντόρκας δεν παρέλειψε να την προειδοποιήσει και να την ενημερώσει ταυτόχρονα.

«Όλα θα πάνε καλά.» Της είπε η Σελίν.

Αμέσως μετά, ένα κύμα αέρα περικύκλωσε τις τρίδυμες, αφού ψέλλισαν ένα ξόρκι μεταφοράς και εξαφανίστηκαν μαζί με τους κόκκους άμμου που σηκώσανε με τα λόγια τους, αφήνοντας την Άντρεα μόνη της με την λιπόθυμη Φρέγια Μπλάκγουελ. Το κεφάλι της Άντρεα έγειρε προς τα πίσω, ανίκανη να κάνει οτιδήποτε άλλο, έμεινε να περιμένει κοιτάζοντας το χάος του νυχτερινού ουρανού που απλώνονταν από πάνω τους.



⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top