28. The Beginning Of The End
Το απαλό αγνό μπλε ξεκινούσε κι έφθειρε καθώς ο ουρανός έτεινε να ενωθεί με την γη. Οι αποχρώσεις εναλλάσσονταν από ελαφρύ κίτρινο, πορτοκαλί κι ύστερα έντονο κόκκινο. Τα σύννεφα είχαν βαφτεί ροζ κι ο άνεμος που είχε σηκωθεί δεν τα άφηνε για πάνω από μερικά δευτερόλεπτα στο ίδιο σημείο.
Θα μπορούσε να ήταν ένα όμορφο απόγευμα, μα δεν ήταν για την Άζρα Τζάκσον. Αλλά ούτε και για την Φρέγια Μπλάκγουελ. Και οι δυο είχαν να αντιμετωπίσουν πια η μια την άλλη. Έτσι δεν είπε ο μπαμπάς; Σκέφτηκε απορώντας η Άζρα καθώς κάθονταν στο πεζούλι της βεράντας τους.
Αυτά τα σκαλιά την είχαν φιλοξενήσει σε μερικές από τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής της. Από τότε που θυμάται τις σκληρές ημέρες της, έχει την ανάμνηση του εαυτού της να κάθεται σε εκείνο το σημείο και να κοιτάζει τον ίδιο ουρανό και τον ίδιο δρόμο. Όλα ήταν ίδια, ακόμα κι εκείνο το ψηλό πεύκο, δίπλα της, βρίσκονταν χρόνια εκεί και της έκανε σκιά, εκτός από την ίδια... Εκείνη ήταν διαφορετική πια. Όλα είχαν αλλάξει. Αντιμετώπιζε μια από τις πιο σκληρές περιόδους της ζωής της και από ότι φαίνεται, όπως το έβλεπε από την δική της οπτική, η ανηφόρα θα ήταν ακόμα μεγάλη για να την ανέβει και είχε πολύ δρόμο ακόμα.
Εκείνο το απόγευμα ήταν ήσυχο, αν εξαιρούσες τις φωνές που ακούγονταν από το σπίτι των Τζάκσον. Ο πατέρας της και ο Κέβιν αντάλλαξαν μερικές βαριές κουβέντες που δεν εννοούσαν, αλλά συμφωνούσαν σε ένα σημείο και οι δυο. Εκείνο το «σημείο» ήταν που τους κράτησε ενωμένους και παρά τον τσακωμό τους και τα συνταρακτικά νέα που αντάλλαξαν τους έθεσε σε εγρήγορση.
Όταν η εξώπορτα του σπιτιού άνοιξε, η Άζρα ούτε που το κατάλαβε. Οι σκέψεις τις ήταν τόσο δυνατές που κάλυπταν ακόμα τα αφτιά της. Είχε τόσα πολλά στο μυαλό της που την τρέλαιναν
«Αζ;» Ο Κέβιν την πλησίασε. «Τι σκέφτεσαι;» Πέρασε από μπροστά της και μόνο τότε τον πρόσεξε. Η Άζρα γύρισε προς τα εκείνον, του έριξε ένα βιαστικό βλέμμα για να δει εάν του τα είχε πει όλα ο Λουκ και επιβεβαιώθηκε με μιας. Ο Κέβιν είχε ενημερωθεί λοιπόν, για όλα. Το είδε στο βλέμμα του.
«Πολλά...» Ψιθύρισε απλά η νεαρή χωρίς να τραβήξει το βλέμμα της από τον δρόμο, που βρίσκονταν πέρα από την αυλή της και το πεζοδρόμιο.
«Όπως;» Ο Κέβιν έσπευσε να καθίσει δίπλα της, για χιλιοστή φορά, σε εκείνο το σημείο. Αυτά τα σκαλιά ήταν το δικό τους μέρος.
«Όπως πως στο διάολο έγιναν όλα αυτά;» Γέλασε με την τραγικότητα της κατάστασης. «Πως φτάσαμε να μετράμε τόσους νεκρούς στο Όζαρκς; Πως ένας λυκάνθρωπος εισέβαλε στο σπίτι μου; Οι εφιάλτες μου; Επέστρεψαν, γιατί; Βλέπω τον ίδιο, ξανά και ξανά. Είναι εξαντλητικό, Κέβιν... Κάθε φορά είναι όλο και χειρότερο. Τις προάλλες, κατέληξα να ...» Πήγε να μιλήσει για το βράδυ, πριν ελάχιστες μέρες, που κατέληξε στο δάσος. Αλλά δεν το έκανε! Δεν ήθελε να τον ανησυχήσει παραπάνω από ότι τον είχε ανησυχήσει ήδη. Τώρα πια ήξερε και ο πατέρας της.
Αγνόησε ότι είπε και παραμέρισε τις σκέψεις της για αργότερα. Ύστερα συνέχισε... «Και πως στο καλό φτάσαμε στο σημείο να λέμε πως η Φρέγια είναι υπεύθυνη για όλα αυτά;» Απόρησε μπερδεμένη, κοιτάζοντας τον Κέβιν, με τα μάτια της να γεμίζουν με την ώρα όλο και περισσότερα δάκρυα.
Ο Κέβιν ξεφύσιξε. Δεν μπορούσε να δώσει καμία απάντηση... Απομάκρυνε το βλέμμα του από την πονεμένη Άζρα χωρίς να της μιλήσει και κοίταξε στον ουρανό. Λίγο ακόμα και η νύχτα θα είχε φτάσει για τα καλά. Όλα θα καλύπτονταν στο σκοτάδι για ακόμα μια φορά και το Όζαρκς θα έμοιαζε ακόμα πιο τρομακτικό υπό το φως του φεγγαριού και τις σκιές που δημιουργεί.
«Σήκω πάμε μέσα να δούμε καμιά ταινία να περάσει η ώρα και να ξεχαστούμε, ούτε κι εγώ είμαι στα καλύτερά μου.» Της είπε χωρίς να το πολυσκεφτεί και την ίδια στιγμή πήγε να σηκωθεί.
Το χέρι της Άζρα όμως απλώθηκε και τον κράτησε κοντά της κι έτσι ο Κέβιν δεν σηκώθηκε. «Δεν είσαι στα καλύτερά σου εξαιτίας μου;» Τον ρώτησε με λυπημένο βλέμμα. Έπειτα απομάκρυνε το βλέμμα της από εκείνον και κοίταξε το πάτωμα νιώθοντας υπεύθυνη.
«Όχι φυσικά, τι είναι αυτά που λες;» Την διέψευσε αμέσως.
«Δεν ήθελα ποτέ να είμαι αυτή που επηρεάζει αρνητικά τους άλλους. Με ξέρεις Κεβ, τόσα χρόνια... Γατί καταλήξαμε έτσι μου λες;» Είπε γρήγορα.
«Θα το ξεπεράσουμε κι αυτό, Άζρα.» Της υποσχέθηκε και χαμογέλασε. Κρίμα που δεν τον είδε όμως, γιατί το χαμόγελό του ήταν το αγαπημένο της...
«Συγνώμη,» είπε ειλικρινής. «Λοιπόν γιατί είσαι έτσι; Όντως διακρίνω κάτι πέρα από την ανησυχία των όσων είπατε με τον μπαμπά μου.»
Το σκέφτηκε για λίγο, για το αν θα της έλεγε. «Έχει να κάνει με τον Ραφ...» Της αποκάλυψε τελικά κι έγειρε το κεφάλι του πίσω. Τέντωσε την πλάτη του και στήριξε το σώμα του στις παλάμες του, οι οποίες εφάπτονταν με το πάτωμα. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο στον ουρανό. Λίγο ακόμα λεπτά και θα έβλεπαν τα πιο όμορφα αστέρια.
«Με τον Ράφαελ; Τι έκανε αυτήν την φορά;» Γέλασε απαλά και τον κοίταξε να ξεφυσά. «Έμαθα κατέστρεψε το αυτοκίνητό σου...» Σοβάρεψε για λίγο.
«Όχι δεν έχει σχέση με αυτό...» Την διέκοψε. «Βέβαια, είναι κι αυτό μαζί... Είναι πολλά βασικά...» Είπε διχασμένος.
«Τι συμβαίνει με τον Ράφαελ, Κέβιν;» Ρώτησε γεμάτη ενδιαφέρον ώστε να βοηθήσει.
«Έχει ξεφύγει, αυτό συμβαίνει.» Αποκάλυψε. «Νόμιζα τα κατάφερνα, με το να τον μεγαλώνω μόνος μου. Αλλά από ότι φαίνεται δεν κάνω και πολύ καλή δουλειά.»
«Δεν φταις εσύ Κέβιν!» Προσπάθησε να τον δικαιολογήσει. «Είναι σε περίεργη ηλικία!»
«Γυρνάει πολύ αργά στο σπίτι και λείπει πολλές ώρες, αμελεί τα μαθήματά του, το σκάει από το σχολείο ή από το σπίτι όποτε του καπνίσει, πάει σε έξαλλα πάρτι και τώρα τράκαρε και το αυτοκίνητο!» Είπε έξαλλος όλα όσα έχει εντοπίσει στην εκνευριστική συμπεριφορά του αδερφού του.
«Ακριβώς αυτό εννοούσα...» Του είπε η Άζρα και τον πλησίασε. Δεν δίστασε να τον γυρίσει προς το μέρος της και τον βάλει να την κοιτάξει στα μάτια. «Είναι λυκειόπαιδο, αν δεν τα κάνει όλα αυτά πότε θα τα κάνει;» Τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον απευθείας στα μάτια.
«Πρέπει να σταματήσει αυτή η κατάσταση το συντομότερο!» Δήλωσε αποφασισμένος ο Κέβιν γελώντας ελαφρώς με την Άζρα που είχε πάει τόσο κοντά στο πρόσωπό του και τον κοίταζε με αυτό το βλέμμα. Την λάτρευε που ενδιαφέρονταν τόσο για τον ίδιο όσο και για τον μικρό του αδερφό.
Αμέσως μετά, η Άζρα, άπλωσε τα χέρια της και τέντωσε τους αγκώνες της. Τοποθέτησε τις ζεστές παλάμες τις στα παγωμένα μάγουλα του Κέβιν και τον κοίταξε τρυφερά. «Όλα αυτά είναι συνηθισμένα. Θυμάσαι τι κάναμε εμείς στο λύκειο;» Γέλασαν στιγμιαία ο ένας με τον άλλον. «Παρόμοια! Όχι σε τέτοιον βαθμό βέβαια, εγώ τουλάχιστον, αλλά δες... Όλα καλά πήγαν στο τέλος!» Του χαμογέλασε γλυκά, καθώς δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Το χαμόγελο που της δημιούργησε τώρα δύσκολα θα έσβηνε.
«Δεν ξέρω Άζρα, θέλω απλά να τον χτυπήσω κάθε φορά που κάνει κάτι από όλα αυτά...» Ξεκαθάρισε, κουνώντας το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, μαζί με τα χέρια της Άζρα.
Η Άζρα τον κοίταξε σιωπηλή. Παρατήρησε ότι ήθελε να της πει και κάτι ακόμα. Ήταν βέβαιη ότι είχε να του πει και κάτι ακόμα κι απλά περίμενε.
«Είναι και κάτι ακόμα...» είπε εν τέλη ο Κέβιν.
Η Άζρα ήταν έτοιμη να ρωτήσει, έτσι κατάλαβε ο Κέβιν, Τα χείλι της ήταν ελαφρώς ανοιχτά. Μετά από λίγο όμως τα έκλεισε, αλλά επανέλαβε το ίδιο για ακόμα μια φορά ανοίγοντάς τα. Ταλαντεύονταν εμφανώς, για το τι θα έκανε και τι θα έλεγε στην συνέχεια κι ο Κέβιν το είχε αντιληφθεί αυτό. Την έβρισκε τόσο χαριτωμένη όταν βρίσκονταν σε ένα μικρό δίλλημα.
Πριν προλάβει εν τέλη όμως ο Κέβιν να συνεχίσει να πει αυτό που ήθελε, η Άζρα δεν μπόρεσε να περιμένει άλλο και να συνεχίσει να παραμερίζει τον ενδοιασμό που είχε... Κι έτσι, του επιτέθηκε αφήνοντας στα χείλη του ένα γλυκό φιλί. Δεν κράτησε πολύ, αλλά κράτησε όσο ήθελε εκείνη για να τον κάνει να καταλάβει πως τον θέλει. Ήταν επίσης και μια δήλωση του τύπου, «είμαι εδώ για σένα, όπως κι εσύ τόσα χρόνια». Δεν μπορούσε να το πει, έτσι του το έδειξε. Πάντα τις φαίνονταν δύσκολα τα λόγια από ότι οι πράξεις. Έτσι του υπενθύμισε αυτό που ήθελε να θυμάται.
Ο Κέβιν Ρουσσώ δεν μπορούσε να συγκρατήσει το χαμόγελό του, αλλά ούτε και τον εαυτό του. Έτσι αυτήν την φορά πήρε αυτός την πρωτοβουλία και τύλιξε τα χέρια του γύρω από την μέση της Άζρα και ένωσε τα πρόσωπά τους, με αποτέλεσμα να έρθουν σε απόσταση αναπνοής. Ο Κέβιν φίλησε απαλά την Άζρα, ξανά, κι εκείνη ανταπόδωσε στο φιλί του. Αισθάνονταν χαρούμενη που ένιωθε τα χείλη του Κέβιν να χαμογελούν κατά τη διάρκεια του φιλιού τους και ταυτόχρονα αισθάνονταν τυχερή που τον είχε στην ζωή της, καθώς δεν μπορούσε να φανταστεί κάποιον καλύτερο για εκείνη. Κι εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησε το πόσο δύσκολο θα της ήταν εάν έχανε τον Κέβιν.
Αυτό δεν μπορούσε να συμβεί. Δεν μπορούσε να τον χάσει! Φιλώντας τον κατάλαβε το πόσο εύθραυστος ήταν στα χέρια της.
Εάν κινδύνευε η Φρέγια εξαιτίας της, τότε κινδυνεύει κι οποιοσδήποτε άλλος βρίσκεται κοντά της.
Με την σκέψη αυτή ξεκίνησε να σταμάτησε και άρχισε να απομακρύνεται σιγά-σιγά από τον Κέβιν. Μετά από λίγο έκαναν και οι δυο τους πίσω. Κοιτάχτηκαν και η Άζρα πήρε τον λόγο. «Πήγες κάτι να πεις...»
«Και με διέκοψες...» Είπε ο Κέβιν προσπαθώντας να το παίξει όσο πιο σοβαρός ήταν δυνατόν να μείνει.
«Πες μου λοιπόν.» Τον προέτρεψε.
«Έπιασα τον Ράφαελ να κάνει κόκα στην κουζίνα, μαζί με έναν φίλο του.» Της είπε τελικά
Η Άζρα τον κοίταξε σοκαρισμένη. «Και τι έκανες;» Τα μάτια της γούρλωσαν από την έκπληξη.
«Του την πήρα φυσικά!»
Η Άζρα έκανε μια τρελή σκέψη, κοίταξε το Κέβιν πονηρά έτοιμη να του την εξομολογηθεί. «Πες μου, σε παρακαλώ, εάν την κράτησες!» Λέγοντας αυτό ξέσπασε σε γέλια. Ο Κέβιν άναυδος έμεινε να την κοιτάζει, μη μπορώντας να την πιστέψει.
«Είσαι με τα καλά σου;» Γέλασε ελαφρώς μαζί της. Δεν περίμενε σίγουρα αυτή την αντίδρασή της.
«Η ζωή είναι σκατά, Κέβιν Ρουσσώ.» Του είπε με το προκλητικό βλέμμα της, το οποίο κάθε φορά καταφέρνει άθελά της να τον σκλαβώνει στο λεπτό. «Ας περάσουμε καλά, τουλάχιστον απόψε.»
Δεν ήξερε τι να κάνει για να την κάνει να νιώσει καλύτερα... Έτσι, συμφώνησε παρορμητικά, με ένα μικρό ,νεύμα προκαλώντας το χαμόγελό της, κάνοντάς το να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο.
Ξαφνικά τον κοίταξε βαθιά στα μάτια σωπαίνοντας. «Έλα, ξέρεις ίσως θα μας χρησίμευε λίγη στην κατάστασή μας...» Του είπε καθώς τα γέλια της κόπασαν. Το βλέμμα της ήταν σοβαρό τώρα κι ο Κέβιν αντιλήφθηκε ότι δεν έκανε πλάκα. «Τι λες;» Τον ρώτησε ξανά για να επιβεβαιωθεί πως ήθελε κι εκείνος. Η Άζρα, φώναζε βοήθεια, σιωπηλά.
Ο Κέβιν όμως την άκουσε και ήθελε να την βοηθήσει. Εάν αυτό ήταν με λίγη κόκα, θα το έκανε... Τα ναρκωτικά δεν την βοηθούσαν σίγουρα απλά ίσως τελικά να την έκαναν να νιώσει για λίγο καλύτερα.
Η πόρτα του σπιτιού των Τζάκσον άνοιξε και ο Λουκ βγήκε στην βεράντα. «Θα πάω στο τμήμα. Με χρειάζονται! Από ότι φαίνεται είχαμε κάτι έκτακτο...» Τους ανακοίνωσε μόλις τον κοίταξαν. Βάδισε προς τα σκαλιά όπου καθόταν οι δυο τους και τους προσέγγισε. Τους αντίκρισε και κατάλαβε ότι βρίσκονταν σε μια περίεργη ψυχολογική κατάσταση. Δεν παραξενεύτηκε και πολύ με τα όσα συνέβαιναν.
«Κι εμείς τώρα φεύγουμε, οπότε...» Είπε τελείως απροειδοποίητα η Άζρα και πετάχτηκε με μια κίνηση όρθια κοιτάζοντας με νόημα τον Κέβιν, για να αντιγράψει τις κινήσεις της και να την ακολουθήσει. Η κοπέλα στραβοκατάπιε.
«Φεύγουμε;» Της ψιθύρισε εν αγνοία κι εκείνη του ένευσε καταφατικά. «Ναι, φεύγουμε... Είπαμε να πάμε να τσιμπήσουμε κάτι για βράδυ...» Εξήγησε στον Λουκ ο Κέβιν ακολουθώντας το πρόχειρο πλάνο της Άζρα.
«Εντάξει, θα την φέρεις μετά στο σπίτι. Πάρτε το αμάξι.» Είπε πρώτα στο Κέβιν. «Να προσέχετε!» Λέγοντας αυτό έφυγε και περπάτησε ως το πεζοδρόμιο, όπου είχε παρκάρει το περιπολικό. Γρήγορα μπήκε μέσα, έβαλε μπρος κι έφυγε.
«Που πάμε;» Ρώτησε ο Κέβιν την Άζρα με απορία.
«Στο σπίτι σου φυσικά! Εκεί δεν έχεις την κόκα;» Είπε λες και ήταν αυτονόητο κι αμέσως ξεκίνησε να περπατάει προς το γκαράζ.
Ο Κέβιν έσφιξε τα χείλη του κι έγιναν μια ευθεία λεπτή γραμμή. Ίσως δεν έπρεπε να της είχε πει τίποτα τελικά... Ξεφυσώντας ξεκίνησε να την ακολουθεί.
[...]
Στην Ακαδημία του Όζαρκς, το βράδυ θα διεξάγονταν στο δάσος, κρυφά, το πάρτι της τάξης των Μάγων, και η Άντρεα Λόπεζ, δεν δίστασε στιγμή να ενημερώσει και να καλέσει στο πάρτι την Φρέγια Μπλάκγουελ.
«Λοιπόν, μπορείς να μείνεις για το βράδυ; Θα χαιρόμουν ιδιαιτέρως εάν ερχόσουν σε ένα πάρτι που διοργανώνει η τάξη μου στο δάσος. Η ατμόσφαιρα είναι τουλάχιστον... Πως να το πω; Μαγική!» Τα μάτια της έλαμψαν. «Θα έρθει πολύς κόσμος! Μπορούμε να μιλήσουμε εκεί.» Της πρότεινε ευδιάθετη. Η Φρέγια φάνηκε να ενδιαφέρεται από την πρώτη κιόλας στιγμή. Η Άντρεα της έριξε μια πονηρή ματιά, πάνω στην προσπάθειά της για να την πείσει. «Τι λες; Θα περάσουμε καλά! Εξάλλου δεν έχεις ξαναπάει σε τέτοιο πάρτι. Βάζω στοίχημα!» Είπε και γέλασε ελαφρώς.
Το όλο κλίμα της Ακαδημίας φώναζε παράξενο. Όμως εάν δεν πήγαινε στο πάρτυ της Άντρεα δεν θα υπήρχε άλλος λόγος να την ξανσυναντήσει σύντομα. Οι δικαιολογίες θα τελείωναν κάποια στιγμή, επομένως έπρεπε να δεχθεί. «Θα έρθω!» Δήλωσε η Φρέγια με μιας έχοντας επιφυλάξεις για την απόφασή της.
«Αλήθεια; Πολύ ωραία λοιπόν!»
«Ναι... Οπότε... Τι ώρα ξεκινάει;» Την αντίκρισε έτοιμη.
«Στις δέκα. Έχουμε καμιά ώρα ακόμα. Μπορούμε να πάμε όμως και πιο νωρίς.» Ενημέρωσε.
«Όπως θελεις!» Χαμογέλασε η Φρέγια.
[...]
Η ώρα πέρασε γρήγορα, αφού η Άντρεα πήρε την Φρέγια μαζί της, ως το δωμάτιό της, όπου και προετοιμάστηκε για το πάρτι. Άλλαξε ρούχα, βάζοντας ένα κολλητό, κοντό μαύρο φόρεμα και τα λευκά αθλητικά της, κρατώντας το ακόμα κι έτσι ανεπίσημο ντύσιμο. Έτσι, στην συνέχεια έφυγαν με κατεύθυνση το σημείο όπου θα γίνονταν το πάρτι.
Καθώς βάδιζαν μακριά από το πέτρινο αρχαίο κτίσμα της Ακαδημίας η νύχτα είχε απλωθεί φέρνοντας μαζί της χιλιάδες φωτεινά αστέρια στον ουρανό. Η Άντρεα αφού χάζεψε στην μισή διαδρομή τον όμορφο νυχτερινό ουρανό, μετά από λίγο αποπειράθηκε να ανοίξει εκείνη την κουβέντα, αφού περπατούσαν στην σιωπή. «Λοιπόν τι σε φέρνει στην Ακαδημία;» Κοίταξε στα δεξιά της, πέρα από τον ώμο της, όπου βρίσκονταν η Φρέγια η οποία περπατούσε ακριβώς δίπλα της.
Η Φρέγια δεν ήξερε τι ακριβώς να της πει. Η αλήθεια είναι πως ήθελε να συναντήσει την Άντρεα για να ζητήσει αυτή την χάρη που είχε σκεφτεί πως ήθελε. Ως δευτερεύον λόγος, υποσυνείδητος, που την υποκίνησε στο να πάει στην Ακαδημία ήταν το γεγονός ότι ήθελε να μάθει οτιδήποτε για τον κόσμο του υπερφυσικού από έναν υπερφυσικό αλλά και να γνωρίσει περισσότερους του είδους αυτού. Έτσι, της είπε ψέματα. «Υποθέτω πως απλά ήθελα λίγη παρέα και δεν ήξερα που αλλού να πάω, οπότε... Να 'μαι...» Δήλωσε απλά και χαμογέλασε άβολα.
«Μάλιστα...» Αντέδρασε η Άντρεα. «Έλκεσαι από την Ακαδημία, Φρέγια. Είσαι ξεκάθαρα μια από μας, απλά δεν έχεις ανακαλύψει τι ακόμα.» Το βλέμμα της έπεσε πάνω στην Φρέγια προκαλώντας της ταραχή και σιωπή.
Το βλέμμα της συνοφρυώθηκε. «Τι πράγμα;» Απόρησε, προσπαθώντας να μην καρφωθεί. Λες και δεν ήξερε την αλήθεια για αυτό το μέρος... Ως ένα βαθμό ήξερε αρκετά πια.
«Θα μου φαίνονταν τελείως παράλογο αν μου πεις ότι δεν ξέρεις που πραγματικά βρίσκεσαι ή αν υποστηρίζεις ότι δεν νιώθεις ένα κάλεσμα.» Η Φρέγια δεν μίλησε. Η Άντρεα την κοίταξε βαθιά στα μάτια και είδε πως φαίνονταν διαφορετική. Μάλλον ήρθε γνωρίζοντας πια για αυτούς, σκέφτηκε.
«Εσύ γιατί είσαι εδώ;» Την ρώτησε με την σειρά της. «Γιατί είσαι στην Ακαδημία, Άντρεα; Ζεις εδώ;» Την κοίταξε ελεγκτικά. «Τι κάνεις εδώ;»
«Εγώ εδώ ζω, εδώ σπουδάζω.»
«Σε έστειλαν οι γονείς σου;» Συνέχισε να ρωτά.
«Όχι, η θεία μου. Οι γονείς μου πέθαναν.»
«Ω, λυπάμαι...» Ταράχθηκε και την κοίταξε με λυπημένο βλέμμα.
«Δεν χρειάζεται, όλα καλά. Πέρασε καιρός εξάλλου.» Της εξήγησε. «Όσο περνά ο καιρός οι πληγές σου επουλώνονται και είναι πιο εύκολο από ότι ήταν την προηγούμενη ημέρα.»
Η Φρέγια ένευσε. «Συμφωνώ... Νομίζω.» Είπε κοιτάζοντάς την συμπονετικά. Γρήγορα επέστρεψε την πλήρη προσοχή της στον βηματισμό της. Στα αυτιά της σιγά-σιγά έφτανε μια δυνατή χορευτική μουσική. Περπάτησαν μερικά μέτρα ακόμα, μέσα στο σκοτεινό δάσος, ώσπου μια φωτιά μέσα σε ένα κόκκινο μεταλλικό βαρέλι βρέθηκε στο δρόμο τους που τους καλωσόριζε στο πάρτι.
«Εδώ είμαστε, ορίστε!» Είπε επιβεβαιώνοντας την άφιξή τους, η Άντρεα.
Τα μάτια της Φρέγια έτρεξαν στον χώρο, μέχρι που εντόπισε στο βάθος μερικά ακόμα μεταλλικά βαρέλια με δεκάδες κούτσουρα μέσα τους να φλέγονται, δίνονταν την εντύπωση ότι το βαρέλι είχε πάρει φωτιά από μέσα. Ήταν διάσπαρτα μέσα στο δάσος δημιουργώντας ατμόσφαιρα και φώτιζαν τον χώρο κατάλληλα.
Στάθηκε για λίγο ακίνητη με σκοπό να περιεργαστεί τον χώρο. Το βλέμμα της χαλάρωσε όταν αντίκρισε μερικά άτομα στην ηλικία της, άλλα λίγο μικρότερα κι άλλα λίγο μεγαλύτερα. Μερικοί έμοιαζαν περίεργοι, απόμακροι και υπερβολικά σκληροί. Μα υπήρχαν κι άλλοι τόσοι που έδειχναν φιλικοί και προσιτοί. Σκέφτηκε ότι τελικά ίσως και να περνούσε καλά εκείνο το βράδυ...
«Τι κάθεσαι εκεί; Έλα!» Την φώναξε η Άντρεα, που είχε προχωρήσει στο όμορφο ξέφωτο.
Η Φρέγια στράφηκε προς την νεαρή κοπέλα και της χαμογέλασε. Στην συνέχεια πήγε προς το μέρος της. Η Άντρεα την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε στην παρέα της χωρίς να το πολυσκεφτεί. Μετά από λίγο βρέθηκαν να περιφέρονται μαζί με την Άντρεα, ανάμεσα σε νέους όλων των ηλικιών. Το ποτό που υπήρχε στο πάρτι ήταν άφθονο και όλοι είχαν πιεί ήδη αρκετά και ακόμα δεν είχαν αρχίσει καλά-καλά. Τα δέντρα γύρω τους είχαν μια ελαφρά κλήση προς το έδαφος, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό σκηνικό. Αυτά που τους περικύκλωναν, δημιουργούσαν ένα μακρόστενο ξέφωτο, το οποίο διένυσαν κατά μήκος περπατώντας η μια δίπλα στην άλλη.
«Θα σου γνωρίσω την παρέα μου.» Της είπε καθώς την τραβούσε πέρα δώθε. Την Φρέγια δεν την πείραζε. Τελικά το διασκέδαζε ήδη αρκετά που βρίσκονταν εκεί και δεν με μετάνιωσε, ακόμα, που δέχθηκε να έρθει. Είχε καιρό να διασκεδάσει πραγματικά... Το χρειάζονταν.
Σύντομα η Άντρεα τους βρήκε και τους έκανε νόημα από μακριά για να την δούνε. Μόλις τα υπόλοιπα παιδιά την είδαν, η Άντρεα πήγε κοντά τους έχοντας μαζί της και την Φρέγια. Στην αρχή όλοι τους παραξενεύτηκαν που είδαν κάποια καινούρια μαζί με την Άντρεα Λόπεζ. Όμως η Άντρεα τους έκανε νόημα ότι όλα είναι καλά.
«Μπα, μπα η αντικοινωνική έφερε παρέα!» Ένας από τα αγόρια της παρέας αστειεύτηκε. Είχε καστανά μαλλιά και μια παράξενη προφορά. Παρατήρησε πως ήταν κι αυτός ντυμένος στα μαύρα, όπως και οι περισσότεροι σε αυτό το πάρτι. Η Φρέγια δεν απέκλειε από το σύνολο, καθώς το σκούρο τζιν της και το μαύρο της δερμάτινο την έκανε ένα με τους υπόλοιπους.
«Πολύ αστείο, μικρέ!» Τον έκοψε μια κοπέλα, που εμφανίστηκε πίσω από την Φρέγια, από το πουθενά καταφέρνοντας να την τρομάξει. Γύρισε να την κοιτάξει αμέσως μόλις τους πλησίασε αρκετά.
«Αυτοί είναι ο Κόλιν και η Μαξίν, παραδίπλα βρίσκονται και οι υπόλοιποι!» Είπε η Άντρεα στην Φρέγια αγνοώντας τους τελείως, ότι κι αν είπαν. «Παιδιά από εδώ η Φρέγια!»
«Γεια,» είπε η Μαξίν χαμογελώντας της. Η Μαξίν έκανε μεγάλη εντύπωση στην Φρέγια, από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε. Είχε κοντά βαμμένα σε γκρίζα σχεδόν άσπρη απόχρωση μαλλιά, με φράντζα που σχεδόν κάλυπτε τα καλοσχηματισμένα φρύδια της. Το σκούρο κόκκινο φόρεμα που φορούσε έκανε μεγάλη αντίθεση με το λευκό της δέρμα αλλά ταίριαζε με το κραγιόν που είχε χρησιμοποιήσει για τα χείλη της. «Είσαι καινούρια;» Την ρώτησε παραξενευμένη κάνοντας μια ευχάριστη καμπύλη το στόμα της.
«Δεν σε έχω ξαναδεί...» Είπε στον ίδιο τόνο και ο Κόλιν και τα πυκνά φρύδια του συνοφρυώθηκαν.
Ξαφνικά το κλίμα βάρυνε για την Φρέγια κι ένιωσε να απειλείτε. Θυμήθηκε τι της είχε πει η Άζρα για τους ανθρώπους της Ακαδημίας, ότι δεν πολυσυμπαθούνε τους ξένους και δεν τους εμπιστεύονται, πως είναι παράξενοι. Έτσι φοβήθηκε να απαντήσει χωρίς να σκεφτεί. Δεν ήθελε να μάθουν πως είναι ξένη... Η Φρέγια σφίχτηκε και ένιωσε να ασφυκτιά υπό το άγρυπνο κι ανακριτικό βλέμμα των δυο φίλων της Άντρεα.
Όταν πήγε να ανοίξει το στόμα της για να απαντήσει, δεν ήξερε ακόμα τι θα πει. Πολλές εκδοχές περνούσαν από το μυαλό της, για το πως θα μπορούσε να εξελιχθεί η συζήτηση και μερικές από αυτές την τρόμαζαν.
Την κατάλληλη στιγμή η Άντρεα πετάχτηκε και την έσωσε. «Είναι η ξαδέρφη μου, από την Αμερική!» Είπε καλύπτοντάς την με την πρώτη αξιόλογη δικαιολογία που σκέφτηκε.
«Μάλιστα...» Ψέλλισε ο Κόλιν και έτριψε το πιγούνι του καθώς επεξεργαζόταν το πρόσωπο της Φρέγια.
Η απάντηση ήταν αρκετά πειστική από ότι φαίνεται. Αυτό έκανε την ίδια να χαλαρώσει για λίγο.
«Ήρθε για λίγες μέρες να με δει.» Συνέχισε το ψέμα η Άντρεα.
«Ναι, είχαμε καιρό να ιδωθούμε.» Την υποστήριξε και η Φρέγια.
«Το φαντάζομαι...» Είπε η Μαξίν κουνώντας τον καρπό του χεριού της στον αέρα για να δώσει έμφαση στο λόγο της. «Η Άντρεα είναι στην Ακαδημία από τότε που ήρθαμε όλοι μας και δύσκολα φεύγει. Είναι από τους πιο παλιούς. Λογικό να μην την βλέπεις όσο θα ήθελες.» Εξήγησε προκαλώντας το ενδιαφέρον της Φρέγια.
Ώστε είναι από τους παλιούς και δεν φεύγει συχνά;
«Ναι ξέρω, ξέρω...» Ξεφύσιξε προσποιητά η Φρέγια.
«Οπότε...» Ακούστηκε η Μαξίν και η Φρέγια στράφηκε σε αυτήν. «Χάρηκα για την γνωριμία Φρέγια!» Της είπε φιλικά.
«Επίσης!» Απάντησε στον ίδιο τόνο, ανταποδοτικά.
«Λοιπόν, αρκετά με την ξαδέρφη σου.» Φώναξε ο Κόλιν, δείχνοντας ανυπόμονος. «Καλώς ήρθες στο Όζαρκς πάντως, εύχομαι να έχεις μια περιπετειώδης διαμονή!»
Στο άκουσμα αυτής της «ευχής», η Φρέγια παραξενεύτηκε αρκετά, καθώς δεν είναι κάτι που θα σου εύχονταν ο καθένας. Σίγουρα αυτός ο Κόλιν ήταν παράξενος και... από ότι φαίνεται περιπετειώδης;
«Επίσης έμαθα ότι οι τρίδυμες επιφυλάσσουν κάτι για απόψε και δεν θέλω με τίποτα να το χάσω. Πάμε να τις βρούμε; Είχαν νεύρα είπαν μερικοί που τους είδαν. Κάτι είπαν και για καταστροφικές τάσεις...» Ο Κόλιν απευθύνθηκε και στις τρεις τους ενθουσιασμένος επιχειρώντας να παρασύρει κι αυτές μαζί του. «Δεν πρέπει να το χάσουμε ότι κι αν κάνουνε!» Φανέρωσε μια κρυφή λατρεία του απέναντι στις γνωστές σε όλους τρίδυμες μάγισσες Νάιτ.
Η Μαξίν φάνηκε να ενδιαφέρεται πιο πολύ από όλες τους. «Ότι κι αν είναι, είμαι σίγουρη πως δεν θα έχει καλό αποτέλεσμα!» Σοβάρεψε η Μαξίν και αγριοκοίταξε τον Κόλιν που εδώ και καιρό θαύμαζε τα κατορθώματα των τριών μαγισσών.
«Τρίδυμες;» Ρώτησε έκπληκτη η Φρέγια την Άντρεα μόλις οι άλλοι δυο έφυγαν.
«Ναι, Νάιτ. Είναι κάτι σαν διασημότητες εδώ πέρα! Και σκύλες.» Της απάντησε η Άντρεα κάνοντάς την να γελάσει.
Πήγε πίσω από την Άντρεα και την ακολούθησε. «Και τι ετοιμάζουν;» Απόρησε.
«Κάτι καταστροφικό υποθέτω. Πάντα κάτι κάνουν για να κλέψουν τις εντυπώσεις σε όλα τα πάρτι της Ακαδημίας, για να έχουν όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω τους.» Εξήγησε καθώς περπατούσαν. «Θέλεις να πιείς κάτι;» Την ρώτησε όταν περνούσαν από τον πάγκο με τα ποτά.
[...]
Η Σερένα δεν ενόχλησε την κόρη της εκείνο το απόγευμα, σεβάστηκε το ότι ήθελε να μείνει μόνη της και να επεξεργαστεί με τον δικό της ρυθμό τα όσα συνέβησαν. Αλλά εκείνο το απόγευμα η Φρέγια δεν ήταν εκεί, όπως πίστευε η μητέρα της. Η Φρέγια βρίσκονταν στην Ακαδημία και σχεδίαζε να δράσει μόνη της. Έτσι, κάθισε μόνη της στο σαλόνι περιμένοντας τον Τζάρεντ να γυρίσει κι αυτός στο σπίτι.
Δεν είχε αποφασίσει ακόμα εάν θα του έλεγε κάτι από όλα όσα συνέβησαν την ημέρα που πέτυχαν τους τρεις βρικόλακες στο δρόμο. Φοβόταν για την αντίδρασή του... Ο Τζάρεντ μπορούσε να γίνει υπερβολικός πολλές φορές, πάνω σε αυτά τα θέματα και κυρίως υπερπροστατευτικός αν σκεφτεί κανείς ότι ο πατέρας του έπεσε θύμα ενός τέρατος και κατέληξε νεκρός μπροστά στα μάτια του.
Ακόμα και το γεγονός ότι πέρασαν τρεις μέρες από τότε που συνέβη, δεν της ήταν ευκολότερο να το πει. Όταν άνοιξε η πόρτα και ακούστηκαν τα βήματα του Τζάρεντ, από το χολ, η Σερένα ένιωσε έτοιμη να πει μόνο την μισή αλήθεια.
«Σήμερα συνάντησα μερικά πολύ σημαντικά πρόσωπα της πόλης και βεβαιώθηκα πως θα έρθουν στο γκαλά!» Είπε ο Τζάρεντ μόλις πέρασε στο σαλόνι και αντίκρισε την γυναίκα του. «Το κρυφό συμβούλιο του Όζαρκς θα παρευρεθεί επίσης για την συνέλευσή μας μετά από πολύ καιρό θα πραγματοποιηθεί κι αυτό!»
Στην συνέχεια, έβγαλε το σακάκι του και πλησίασε το έπιπλο με τα ποτά. Άνοιξε ένα από τα αγαπημένα του και έριξε σε ένα από τα κρυστάλλινα χαμηλά ποτήρια τους. «Θέλεις να πιείς μαζί μου;» Την ρώτησε χαρούμενος που όλα επιτέλους έμπαιναν στη θέση τους. Η άγνοιά του ήταν τρανή, δεν είχε πραγματικά ιδέα για τις σκοτεινές προθέσεις της Μόνα Σινκλαίρ.
Η Σερένα αρνήθηκε, με το βλέμμα της να την προδίδει, δείχνοντάς την πιο σκεπτική από ποτέ αλλά και ύποπτη πως κάτι έκρυβε.
Σύντομα, ο Τζάρεντ, παρατήρησε την άβολη ησυχία που κυριαρχούσε στον χώρο, αφού η Σερένα ούτε μιλούσε αλλά και ούτε τον κοιτούσε. Έδειχνε χαμένη στις σκέψεις της, πράγμα που έβαλε σε σκέψεις τον Τζάρεντ Μπλάκγουελ.
«Τι συμβαίνει Σερένα; Όλα καλά;» την ρώτησε αμέσως και κατευθύνθηκε σε εκείνη, αφήνοντας το ποτήρι με το ποτό του στο τραπέζι. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε σοβαρή. «Πες μου, το ξέρω αυτό το βλέμμα.» Της ζήτησε.
«Συνέβη κάτι, όσο πηγαίναμε στην πόλη μαζί με την Φρέγια, πριν λίγες μέρες...» Του είπε και πριν προλάβει να ολοκληρώσει ο Τζάρεντ πετάχτηκε. «Που πας;» του φώναξε καθώς έτρεξε από πίσω του ως τις σκάλες για όπου και πήγαινε κι εκείνος.
«Το παιδί; Είναι καλά;» Ρώτησε έντρομος και μόλις έφτασε στο δωμάτιό της άνοιξε την πόρτα της και μπήκε μέσα φουριόζος. Κοίταξε τριγύρω, αλλά η Φρέγια δεν ήταν πουθενά. Μόνο το παράθυρο ήταν εκεί, ανοιχτό, ως σημάδι το ότι ήταν στο δωμάτιο ώσπου το έσκασε από εκεί. Για αυτό δεν την κατάλαβε η Σερένα που βρίσκονταν στο σαλόνι όλη μέρα. Είχε φύγει κρυφά από τους γονείς της.
«Εδώ ήταν! Ήμουν εδώ όλη μέρα...» Είπε η Σερένα και έτρεξε στο παράθυρο αμέσως μετά. «Δεν καταλαβαίνω...» Κοίταξε γύρω από το σπίτι και στην αυλή τους.
«Τι έγινε;» Ρώτησε μες την αγωνία ο Τζάρεντ. «Είχες ξεκινήσει κάτι να λες.»
«Δυο άνδρες και μια γυναίκα μας σταμάτησαν στον παράδρομο λίγο πριν φτάσουμε στην διασταύρωση, ήταν βρικόλακες!» Του αποκάλυψε. «Μας απείλησαν και ήθελαν κάτι από την Φρέγια, δεν ξέρω όμως τι...» Είπε τρέμοντας για την ασφάλεια της κόρης τους.
«Νομίζω ξέρω ακριβώς τι θέλανε...» Δήλωσε ο Τζάρεντ. «Και δεν θα είναι οι μόνοι που θα την κυνηγήσουν, Σερένα.»
«Τι είναι αυτά που λες;» Βάδισε προς το μέρος του και τον πλησίασε. Τον κοίταξε στα μάτια. Η Σερένα ήταν ένα ακόμα θύμα του, όπως η Φρέγια. Ο Τζάρεντ δεν είχε μυστικά μόνο από την κόρη του.
«Πρώτα αυτός ο λυκάνθρωπος στο σπίτι των Τζάκσον και τώρα αυτοί οι βρικόλακες στον δρόμο;» είπε φοβούμενος ότι είχε δίκιο. «Πρέπει να βρούμε την Φρέγια. Μπορεί να κινδυνεύει παραπάνω απ' όσο νομίζαμε.» Λέγοντας αυτό ο άνδρας εξαφανίστηκε από το δωμάτιο και η Σερένα έτρεξε πίσω του. Δικαίως ανησυχούσαν και οι δύο τους σε τέτοιο βαθμό. Εκείνη η νύχτα θα ήταν η αρχή του τέλους για την παλιά Φρέγια.
⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top