25. Fragments Of Truth
Η Άζρα Τζάκσον ήταν βέβαιη ότι εκείνος ο λυκάνθρωπος θα κατασπάραζε την Φρέγια Μπλάκγουελ εάν δεν τον σκοτώνανε με τα ίδια τους τα χέρια. Ευτυχώς για εκείνη, ο Κέβιν ήταν μαζί τους, την στιγμή της επίθεσης και την βοήθησε στο να τον σταματήσουν. Δεν περίμενε κάποια αντίδραση από την Φρέγια, όπως ήταν λογικό, αφού δεν ήξερε με τι ήρθαν αντιμέτωποι εξ' αρχής. Κι έτσι, εκτέθηκε σε αυτόν τον καλά κρυμμένο κόσμο του υπερφυσικού. Μέσα σε ένα απόγευμα, έμαθε περισσότερα από όσα περίμενε να μάθει και μάλιστα είδε και με τα μάτια της ένα ολοζώντανο πλάσμα των σκιών, έναν λυκάνθρωπο.
Μόλις φτάσανε οι τρεις τους έξω από την έπαυλη των Μπλάκγουελ, η Φρέγια, βγήκε πρώτη από το αυτοκίνητο ενθυμούμενη τα λόγια της Άζρα. «Αυτό δεν θα έχει καλή κατάληξη,» εκείνη την στιγμή δεν καταλάβαινε γιατί ακριβώς της το είπε αυτό η Άζρα. Όμως η Άζρα, είχε δίκιο και ήξερε πολύ καλά πως μόλις οι δυο οικογένειες θα ξαναντάμωναν θα έρχονταν σε επεισοδιακή σύγκρουση οι μεγάλοι. Θυμόταν αρκετά καλά πως δεν είχαν και το κατάλληλο κλείσιμο ανά μεταξύ τους, πριν φύγουν οι Μπλάκγουελ από το Όζαρκς. Ακόμα και με τα τωρινά δεδομένα, που θα συναντιόταν μετά από τόσα χρόνια, η ένταση θα ήταν ίδια.
Ο Λουκ και η Άζρα βγήκαν κι αυτοί από το αυτοκίνητο αμέσως μετά και περπάτησαν ξανά μαζί, μετά από χρόνια, προς το γνώριμο σπίτι της «φιλικής» κατά τ' άλλα οικογένειας. Ακολούθησαν την Φρέγια ως την μαύρη ξύλινη εξώπορτα, την οποία ξεκλείδωσε και ύστερα πέρασαν από εκεί και οι όλοι τους μέσα στο σπίτι.
Ο ήχος της πόρτας να κλείνει στις έντεκα και μισή το βράδυ, έκανε εμφανές στους γονείς της Φρέγια, ότι κάποιος μπήκε στο σπίτι κι έτσι έσπευσαν ως το χολ. Περίμεναν πως και πως την Φρέγια, αφού όλη την ημέρα δεν είχαν νέα της και είχαν ανησυχήσει.
«Φρέγια;» φώναξε από μακριά ο πατέρας της -λίγο πριν καταφθάσει στο σαλόνι, μαζί με την γυναίκα του, και αντικρίσει την Φρέγια μαζί με την παρέα που έφερνε μαζί της. Έτσι λοιπόν ο Τζάρεντ Μπλάκγουελ ήρθε πρόσωπό με πρόσωπο με τους δυο βραδινούς έκτακτους επισκέπτες τους.
Μόλις βρέθηκαν αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλον και οι δυο πλευρές πάγωσαν στην θέση τους, με την Φρέγια και την Άζρα να νιώθουν ως ο αδύναμος κρίκος ανάμεσα στους μεγάλους, αλλά και ο λόγος που εκείνοι ήρθαν σε αυτή την δύσκολη κι άβολη κατάσταση. Γι' αυτό ένιωσαν άσχημα, αμήχανα και ήθελα να της καταπιεί η γης... Η Φρέγια, παρόλα αυτά, είχε αγωνία για το ποια θα μπορούσε να ήταν η έκβαση της σημερινής βραδιάς σε αντίθεση με την Άζρα, ο οποία έτρεμε για την έκβαση της σημερινής βραδιάς.
«Λουκ; Άζρα;» είπε ο Τζάρεντ χαμηλόφωνα. Δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει ότι τους είχε και πάλι μέσα στο σπίτι του. Στάθηκε όμως ισιώνοντας την μέση του και έτοιμος. Ύστερα, έφτιαξε την μαύρη γραβάτα του και πάτησε βαριά στα πόδια του. Δεν εκπλήσσονταν όμως και τόσο που τους έβλεπε. Η Σερένα του είχε ήδη πει για την Άζρα... ότι είχε έρθει στην έπαυλη και μίλησε με την Φρέγια. Τους είχε δει το απόγευμα που ανακάλυψαν τα ονόματά τους, που ήταν ακόμα σκαλισμένα στην βεράντα... Δεν περίμενε όμως να έρθουν σε επαφή τόσο σύντομα!
Από την άλλη πλευρά ο Λουκ τους κοίταζε και δεν πίστευε ότι τους έβλεπε μπροστά του, στο Όζαρκς. Δεν περίμενε να τους δει ποτέ ξανά εκεί. Υποτίθεται έφυγαν για τα καλά, για να σώσουν το παιδί τους! Θυμόταν ακόμα τον Τζάρεντ να του λέει «Θα πάρω την Φρέγια μακριά από το Όζαρκς». Τότε η Άζρα είχε κάψει τα μάτια της Φρέγια με έναν ανεξήγητο τρόπο... Απλά παίζανε και της έκανε κακό. Αυτό από μόνο του αποδείκνυε το πόσο καταστροφική είναι η μια για την άλλη.
Η Άζρα ήταν πάντα υπό έλεγχο, πάντα. Ποτέ τίποτα παράξενο δεν συνέβαινε όσο ήταν μόνη της. Όταν όμως ήταν κοντά στην Φρέγια τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Η Άζρα ήταν επικίνδυνη για την Φρέγια και ταυτόχρονα η Φρέγια ήταν επικίνδυνη για την Άζρα. Ο συνδυασμός τους ήταν επικίνδυνος. Μόνο που κανένα από τα δυο κορίτσια δεν είχε καταλάβει το πόσο σοβαρή ήταν η κατάστασή τους.
«Όσο μακριά κι αν πας, η κατάρα θα κυνηγάει και μας και τα παιδιά μας,» ακριβώς αυτό είχε απαντήσει ο Λουκ στον Τζάρεντ μετά από ότι του είχε πει. Κι ακόμα είχε την ίδια άποψη. Μπορεί ο Τζάρεντ να πήρε τη Φρέγια μακριά, όμως ήξερε πολύ καλά πως η κατάρα που τους ακολουθεί χρόνια τώρα, ή μάλλον αιώνες, δεν θα πάψει να τους κυνηγά όσο μακριά κι αν φύγει ο ένας από τον άλλον. Για αυτό όμως γύρισε ο Τζάρεντ στο Οζαρκς. Τα πράγματα για την Φρέγια αποδείχθηκαν δύσκολα ακόμα και μακριά από την Άζρα και το Όζαρκς.
«Δεν διστάσατε καθόλου να γυρίσετε πίσω;» ρώτησε προδομένος ο Λουκ. Σκεπτόμενος την τελευταία φορά που είδε τον Τζάρεντ. Ήταν ένα βροχερό πρωινό στον δρόμο, έξω από το αστυνομικό τμήμα. Εκείνος σχολούσε και ο Τζάρεντ τον περίμενε στο αυτοκίνητο. Είχε πάει για να του ανακοινώσει ότι έφευγαν και δεν θα ξαναγύριζαν πίσω.
Ο Λουκ με τον Τζάρεντ αντάλλαξαν βλέμματα φωτιάς. Πως μπόρεσε να γυρίσει; Γιατί γύρισε τώρα; Ο Λουκ εξοργίζονταν όλο και πιο πολύ όσο το σκέφτονταν.
«Τόσα χρόνια να μας δεις και ούτε ένα γεια Λούκας;» λέει η Σερένα, μπαίνοντας στην συζήτηση, προσπαθώντας με τον ήρεμο τρόπο της να ηρεμίσει τα πνεύματα πριν ορμίσει ο ένας άνδρας στον άλλον. Η κατάσταση απαιτούσε λεπτές κινήσεις, ώστε ο Τζάρεντ να παραμείνει ψύχραιμος και ο Λουκ να μην αρχίσει να χάνει τη λογική του.
«Δεν νομίζω να έχουμε ανάγκη από τα τυπικά τέτοια ώρα.» Είπε σοβαρός ο Λουκ αμέσως μετά, μη παίρνοντας καν το βλέμμα του από τον Τζάρεντ.
«Ας αφήσουμε τα τυπικά τότε.» Συμφώνησε κι εκείνος.
Η Άζρα στραβοκατάπιε, ένιωθε το κλίμα να βαραίνει μπροστά στα μάτια της και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Για αυτό επέλεξε να τους διακόψει. «Ας πηγαίνουμε καλύτερα μπαμπά,» έπιασε τον καρπό του Λουκ, προσπαθώντας να τον πείσει να φύγουνε πριν να είναι πολύ αργά.
«Ακόμα δεν ήρθατε!» Ο Τζάρεντ τους πλησίασε και στάθηκε μπροστά στην Άζρα εμποδίζοντάς την. «Δεν έχεις αλλάξει καθόλου μικρή μου,» της χαμογέλασε, με την έκπληξη να κρύβεται από πίσω του. Δεν το πίστευε ότι είχε μπροστά του με σάρκα και οστά την όχι πια μικρή Άζρα Τζάκσον.
Η Άζρα δεν ήθελε να του απαντήσει, δεν χρειάζονταν εξάλλου. Της φαίνονταν ιδιαίτερα ενοχλημένος μαζί της. Έμεινε απλά να τον κοιτάζει βαθιά στα μάτια. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερε καλά λεπτομέρειες από το παρελθόν, γιατί πολύ απλά δεν μπορούσε να θυμόταν και τόσο συγκεκριμένα πράγματα από όταν ήταν μικρή, αλλά θυμόταν πολύ καλά ότι ο Τζάρεντ Μπλάκγουελ δεν την συμπαθούσε και πολύ. Όμως δεν ήταν απλή αντιπάθεια, εκείνη το εκλάμβανε έτσι. Ήταν όμως φόβος, καθώς ο Τζάρεντ πριν μερικά χρόνια την έτρεμε, να μην κάνει κακό στην κόρη του.
«Βλέπω η μοίρα δεν άργησε να σας ενώσει και πάλι,» συνέχισε λέγοντας στα δυο κορίτσια ο Τζάρεντ.
«Άσε την μοίρα στην θέση της,» του είπε σχεδόν απειλώντας τον ο Λουκ «και σκέψου καλά τι πας να κάνεις.»
«Ήρεμα αγόρια,» η Σερένα επενέβη ρίχνοντας ένα ελεγκτικό βλέμμα και στους δυο υπενθυμίζοντας τα όρια.
«Θα πω αυτό που ήρθα να πω και μετά θα φύγω.» Ανακοίνωσε ο Λουκ, όσο πιο ψύχραιμος μπορούσε. Ο Τζάρεντ στράφηκε προς εκείνον, το ίδιο και η Σερένα, περιμένοντας να ακούσει τι το τόσο σημαντικό είχε να τους ανακοινώσει. Μετά από λίγο, απόλυτη ησυχία επικράτησε στο σπίτι και ακούγονταν μόνο η αναπνοή του, καθώς πήρε μια βαθιά ανάσα πριν ξεκινήσει και είπε... «Σήμερα το απόγευμα, η Άζρα με την Φρέγια ήταν στο σπίτι μας. Όσο εγώ ήμουν στην δουλειά ένας λυκάνθρωπος εισέβαλλε στο σπίτι και επιτέθηκε στην Φρέγια. Η Άζρα έχει σοβαρό λόγο να πιστεύει ότι είχε έρθει για την Φρέγια.»
Με το άκουσμα της λέξης λυκάνθρωπος μπροστά στην Φρέγια, οι γονείς της πανικοβλήθηκαν. Η σκέψη τους θόλωσε και το σώμα τους πάγωσε. Δεν μπορεί να έμαθε! Δεν είναι ούτε ένα μήνα στο Όζαρκς και ήδη της αποκαλύφθηκε ο υπερφυσικός κόσμος; Ο Τζάρεντ τα έχασε, δεν ήξερε τι να πει για να την κάνει να ξεχάσει ότι κι αν είδε κι έζησε. Είχε γίνει αυτό που φοβόταν. Όλα αποκαλύφθηκαν και η κόρη του ήταν πια πλήρως εκτεθειμένη στον υπερφυσικό κόσμο.
«Είσαι καλά κορίτσι μου;» έτρεξε κοντά της η μητέρα της, αγνοώντας όλα όσα προσπαθούσαν να κρύψουν τόσο καιρό. Την ένοιαζε μόνο να βεβαιωθεί για την σωματική και η ψυχολογική ακεραιότητα του παιδιού της.
«Ναι μαμά,» είπε κάνοντας ένα βήμα πίσω διότι είχε έρθει υπερβολικά κοντά της η Σερένα. «Η Άζρα, ο Λουκ και ο Κέβιν με βοήθησαν! Όλα πήγαν καλά. Τον σκότωσαν τον λυκάνθρωπο.»
«Ανοησίες...» κούνησε το κεφάλι του Τζάρεντ δείχνοντας δύσπιστος. Αμέσως μετά έστρεψε τους βολβούς των ματιών του απειλητικά προς την Άζρα, απορώντας για το πόσα ήξερε τελικά εκείνη για την υπερφυσική πλευρά του Όζαρκς... Και κατά πόσο είχε βρεθεί κοντά στην αλήθεια για τις οικογένειές τους.
Έπειτα, ο Τζάρεντ στράφηκε ξανά προς την κόρη του τρίβοντας ελαφρώς το πιγούνι του. «Είμαι σίγουρος ότι δεν ήταν λυκάνθρωπος αυτό το ζώο καλή μου. Δεν υπάρχουν λυκάνθρωποι άλλωστε, όλοι το ξέρουμε αυτό!» Ο Τζάρεντ δεν δίστασε να δοκιμάσει να το καλύψει κι αυτήν την φορά, όπως κι όταν η Φρέγια ήταν μικρότερη και κάτι παρόμοιο συνέβαινε. Εκείνος πάντα έβρισκε την τέλεια δικαιολογία και η Φρέγια ποτέ δεν μάθαινε για αυτόν τον κόσμο που κρύβονταν σε κοινή θέα, κάτω από την μύτη της. «Ήταν ένας βουνίσιος λύκος, έχει πολλά του είδους του στα βουνά του Καναδά!»
«Μπαμπά...» είπε η Φρέγια πρώτη φορά τόσο ψύχραιμη απέναντι στα ψέματα του πατέρα της. «Ας σταματήσουμε τα ψέματα. Δεν νομίζεις πως ήρθε η στιγμή; Συμβαίνουν μερικά σημαντικά πράγματα γύρω μας και εάν θέλεις να με προστατεύσεις καιρός είναι να μου πεις την αλήθεια.» Απάντησε όσο πιο συνετά μπορούσε η νεαρή, αφήνοντας άφωνο τον Τζάρεντ. Προσπάθησε να του ανοίξει τα μάτια. Να του πει ότι έχει το δικαίωμα να ξέρει.
Πράγματι ήθελε να την προστατεύσει. Αλλά χωρίς να της πει τίποτα από όλα αυτά. Πράγμα αδύνατον.
«Αρκετά με τα ψέματα Τζάρεντ,» είπε η Σερένα βροντόφωνα, αμέσως μετά χωρίς να το πολυσκεφτεί. Συμφώνησε με την Φρέγια, εκπλήσσοντάς την, ενώ άφησε το ίδιο εμβρόντητους και τους άνδρες της παρέας. «Γλυκιά μου, για αυτό σε πήραμε από το Όζαρκς. Δεν ήταν ασφαλές για να μεγαλώσεις σε ένα μέρος σαν κι αυτό.» Απευθύνθηκε στην Φρέγια πρώτη φορά με ένα δείγμα ειλικρίνειας.
«Τότε γιατί επιστρέψαμε τώρα;» ρώτησε η νεαρή.
Κι όμως, τον έναν λόγω τον ήξερε ήδη, αλλά δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμα ότι ήταν αυτός, ο ένας από τους πολλούς...
Όλα ξεκινούσαν με την βιτρίνα της πολιτικής καριέρας που επιδίωκε να αρχίσει ο Τζάρεντ Μπλάκγουελ στην πόλη του Όζαρκς. Ήταν ένας σκοπός που θα εξυπηρετούσε τα μελλοντικά του σχέδια.
Έπειτα, το έγγραφο που βεβαίωνε την συνεργασία του Τζάρεντ Μπλάκγουελ με την Ακαδημία, ήταν επίσης κι αυτό απλά ένα ακόμη μικρό στοιχείο που οδηγούσε σε ένα μεγαλύτερο... Αλλά ο Τζάρεντ ήξερε πολύ καλά πως να κρατάει κλειστά τα χαρτιά του. Επόμενος ο δεύτερος λόγος που επεστρεψε ήταν και η Ακαδημία. Απλά η Φρέγια δεν είχε κάνει ακόμα την σύνδεση.
Αυτά τα δύο, η πολιτική καριέρα και η Ακαδημία, συνδέονταν, είχαν κοινή αρχή και σκοπό. Όλα ήταν καλά σχεδιασμένα και κρυμμένα ώστε να μην χρειαστεί να αποκαλύψει το οτιδήποτε, σε κανένα. Ακόμα και στην γυναίκα του δεν τα είχε πει όλα. Έτσι, φυσικά, ούτε και τώρα είπε τίποτα από όλα αυτά.
«Δεν είναι μονάχα ένας ο λόγος, το ξέρεις καλά αυτό γλυκιά μου.» Της είπε ο Τζάρεντ εν μέρη μια αλήθεια, κοιτάζοντάς την αινιγματικά χωρίς να αποκαλύψει τίποτα στη τελική.
«Η Φρέγια δεν είναι ασφαλής στο Όζαρκς!» Είπε η Άζρα τραβώντας όλα τα βλέμματα πάνω της. Δεν μπορούσε να το κρατάει άλλο μέσα της.
«Δεν είναι ασφαλής επειδή είσαι εσύ εδώ!» Της επισήμανε αμέσως επιτιθέμενος, κοιτάζοντάς την βαθιά στα μάτια ο Τζάρεντ. «Δεν σου είπε μάλλον όλη την αλήθεια ο πατέρας σου, Άζρα.» Την ίδια στιγμή εξαπέλυσε ένα εχθρικό βλέμμα στον Λουκ. «Ξέρεις δεν φύγαμε από το Όζαρκς γιατί η πόλη ήταν επικίνδυνη για την Φρέγια. Φύγαμε γιατί εσύ ήσουν επικίνδυνη για την Φρέγια κι εκείνη για εσένα!» Φώναξε έξαλλος.
Η Φρέγια παρακολουθούσε τα όσα λέγονταν αλλά δεν μπορούσε να χωνέψει ούτε τα μισά. Οι πληροφορίες έπεφταν σαν βομβίδες πολέμου σε ενέδρα που της είχαν στήσει εχθροί κι εκείνη απλά προσπαθούσε να μείνει ασφαλής κάτω από μια βροχή αυτών μη έχοντας κάτι για να προστατεύσει τον εύθραυστο εαυτό της... Η πανοπλία της ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και δεν μπορούσε να αντέξει τα όσα άκουγε.
«Ξέρουμε πολύ καλά ότι πλέον δεν αποτελώ κίνδυνο για κανέναν. Έχω μάθει να ελέγχω πολύ καλά τις παρορμήσεις μου. Έχω μεγαλώσει κύριε Τζάρεντ, δεν είμαι πια εκείνο το μικρό παιδί που έχετε στο μυαλό σας. Και ο πατέρας μου, είναι πολύ περισσότερο τίμιος από εσάς στο να παραδέχεται ορισμένα πράγματα και δεν μου κρύβει την αλήθεια.» Η Άζρα πέρασε στην αντεπίθεση, έτοιμη να υπερασπιστεί την ίδια αλλά και τον πατέρα της, όπως πάντα έκανε. Την είχε μεγαλώσει καλά ο Λουκ. Αν και μόνος του τα κατάφερνε πολύ καλά. Η Άζρα μεγάλωσε χωρίς να της λείψει τίποτα, μόνο μια μητέρα της έλειπε και αυτό δεν αποτέλεσε ποτέ πρόβλημα για την ίδια. Δεν την πειράζει που δεν είχε μαμά. Δεν ήταν και η μοναδική που δεν είχε μια.
Ο Λουκ ξαφνικά κοίταξε την Άζρα γεμάτος τύψεις, γιατί ήξερε πως κι εκείνος της έκρυβε πολλά πράγματα όπως και ο Τζάρεντ από την δική του κόρη. Δεν ήταν σε καθόλου καλύτερη θέση. Ήταν ακριβώς το ίδιο και οι δύο άνδρες. Μες τα ψέματα και τα μυστικά. Μόνο που ο Λουκ στην τελική ήταν αρκετά διαφορετικός σε ορισμένα θέματα.
«Τι λέτε να σταματήσουμε τώρα; Αρκετά ειπώθηκαν για απόψε.» Η Σερένα μπήκε στην μέση προσπαθώντας αυτήν την φορά να βάλει ένα οριστικό τέλος σε μια συζήτηση χωρίς τέλος. Προσπαθούσε να είναι η φωνή της λογικής εκείνο το παράλογο βράδυ. Εάν συνέχιζαν οι δυο άνδρες, θα μπορούσαν να μιλάνε μέχρι το ξημέρωμα και να μην έβγαζαν καμιά άκρη, μπορεί να φτάνανε σε αδιέξοδο αλλά η κουβέντα θα συνεχίζονταν με τον έναν να κατηγορεί τον άλλον.
«Συμφωνώ,» είπε ο Λουκ κουρασμένος. Δεν τον πείραζε να είναι ο πρώτος που θα έκανε πίσω. Απλά ήθελε να διασφαλίσει και να προφυλάξει τα δυο κορίτσια από την τρέλα που κατείχαν οι οικογένειές τους.
«Μην ξεχνάς πόσο δειλός υπήρξες, Λουκ, στο παρελθόν. Ήταν ή εμείς ή εσείς!» Τον πλησίασε εκνευρισμένος. «Ένας από τους δυο μας θα έφευγε από το Όζαρκς, απλά ποτέ δεν κατάφερες να εγκαταλείψεις αυτήν την μουχλιασμένη και κατεστραμμένη τρύπα που αποκαλείς πόλη.» Είπε ο Τζάρεντ και ύστερα έκανε πίσω. «Εμείς είχαμε το θάρρος να φύγουμε, εσύ όχι! Έμεινες εδώ περιμένοντας... Τι περίμενες; Την καταστροφή των παιδιών μας;» Συνέχισε παρόλα αυτά, να τον κατηγορεί. «Είχα κάθε δικαίωμα να επιστρέψω. Ίσως τώρα καταφέρεις να φύγεις εσύ με την Άζρα! Εγώ ήρθα για να βρω λύση στο πρόβλημα που δεν βρήκες εσύ!»
Η Φρέγια άκουγε προσεκτικά. Ήξερε καλά τον πατέρας της, το πόσο πεισματάρης ήταν με το να κρατά μυστικά αλλά και το ότι πάντα μιλά με γρίφους. Έτσι, προσπαθούσε κάθε φορά που εκείνος μιλούσε εκείνη να ακούει καλά και να λύνει τα αινίγματα που έλεγε. Και τώρα «έπιασε» κάτι σημαντικό το αφτί της, ή έτσι τουλάχιστον πίστευε. «Εγώ ήρθα για να βρω λύση στο πρόβλημα που δεν βρήκες εσύ!» Ο πατέρας της λοιπόν ήρθε για να διευθετήσει ένα πρόβλημα, το οποίο μάλλον αφορούσε την ίδια άμεσα.
«Δεν θα μείνω να ακούσω άλλο από την φλυαρία σου, Τζάρεντ.» Είπε ο Λουκ και ξεκίνησε να βαδίζει προς τα πίσω, παρατώντας τον. «Άζρα φεύγουμε!» Της φώναξε πιο αποφασιστικός από ποτέ.
Τώρα κατάλαβες γιατί σε απέφευγα Φρέγια; Αυτό ακριβώς το βλέμμα έριξε η Άζρα στην Φρέγια, λίγο πριν φύγει από το σαλόνι με τον πατέρα της. Η Φρέγια όμως δεν ήταν στην ίδια διάθεση με την Άζρα και δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, αφήνοντάς την να φύγει.
[...]
Οι δυο Τζάκσον βγήκαν έξω και περπάτησαν βιαστικά-βιαστικά ως το αμάξι τους. Το κρύο είχε απλωθεί στην ατμόσφαιρα και τα άκρα τους είχαν παγώσει μέχρι να φτάσουν στο όχημα. Τα μικρά χαλίκια που κλοτσούσαν οι μύτες από τα καφέ μποτάκια της Άζρα ήταν ο μόνος ήχος που ακούγονταν εκείνες τις λίγες στιγμές πριν από μια μικρή αλλά σημαντική ανακάλυψη...
Καθώς διέσχιζαν το πλακόστρωτο, η άκρη του ματιού της έπιασε μια γρήγορη κίνηση από το δάσος, που δύσκολα θα έβλεπες εάν δεν ήσουν η Άζρα Τζάκσον. Τα δέντρα του δάσους έφταναν, σχεδόν, μέχρι την αυλή της έπαυλης και μέσα τους απλώνονταν απέραντο βαθύ σκοτάδι. Ποιος θα μπορούσε να ήταν εκεί μέσα, τέτοια ώρα, απόρησε η νεαρή. Στάθηκε για λίγο ακίνητη να παρατηρεί το απόλυτο σκοτάδι, περιμένοντας τις κόρες των ματιών της να προσαρμοστούν σε αυτό και να καταφέρει να δει καθαρά.
Ποιος άλλος έβλεπε το σκοτάδι και γαλήνευε; Μόνο η Άζρα Τζάκσον. Είχε συμφιλιωθεί με αυτό, καθώς την ακολουθούσε συνεχώς κατά τη διάρκεια της ζωής της ως τώρα, την συντροφεύει στους εφιάλτες της, την γαληνεύει.
Και ξαφνικά το ξαναείδε!
Καθαρά αυτήν την φορά, μπροστά στα μάτια της. Ήταν μια κίνηση τόσο γρήγορη -σχεδόν απαρατήρητη εάν δεν έδινες την απαραίτητη σημασία- μη ανθρώπινη. Έμοιαζε όμως σίγουρα με ανθρώπινη σιλουέτα...
«Άζρα!» Ο πατέρας της την φώναξε από το αυτοκίνητο, εκείνη γύρισε απότομα και κοίταξε προς τον Λουκ ο οποίος ήταν έτοιμος να μπει στο αμάξι. «Έλα μέσα, έχει παγωνιά!»
Η Άζρα παρατήρησε την ανάσα της, έκανε μικρά συννεφάκια καπνού καθώς υψώνονταν και ύστερα διαλύονταν με τον άνεμο στην κρύα ατμόσφαιρα. Εκείνη την στιγμή κατάλαβε πόσο κρύο έκανε κι άρχισε να τουρτουρίζει ακόμα περισσότερο. Χωρίς να καθυστερεί άλλο, άκουσε τον πατέρα της. «Έρχομαι!» Είπε κι έτρεξε ως εκεί. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στην ζέστη που είχε προλάβει να κάνει το κλιματιστικό. Έβαλε τα πόδια της κοντά για να ζεσταθούν γρηγορότερα.
«Καλά γιατί καθόσουν εκεί πέρα μες το κρύο τόση ώρα;» Ρώτησε αυθόρμητα ο Λουκ, σαν να παραμιλούσε χωρίς να την κοιτάζει, όσο έλεγχε κάποιες ρυθμίσεις στο ραδιόφωνο που έδειχνε να μην δουλεύει σωστά. Έπειτα το άφησε στην άκρη και πάτησε το γκάζι, έκανε αναστροφή και ήταν έτοιμοι να φύγουν.
Το αμάξι γύρισε ευθεία και το βλέμμα της Άζρα στράφηκε και πάλι στο αγριόδασος. Κάτι δεν την άφηνε να πάρει τον νου της από 'κει. «Νόμιζα ότι κάτι είδα...» Απάντησε φευγαλέα και σιγανά, χωρίς να τον κοιτάξει κι εκείνη. Δεν ήταν σίγουρη εάν ο Λουκ την είχε ακούσει όμως.
Και τότε ένιωσε μια παρουσία, δεν είδε μόνο μια κίνηση... Τα μάτια της δεν την γέλασαν ούτε αυτήν την φορά. Είδε έναν άνδρα να στέκεται μπροστά στην πυκνή βλάστηση. Φορούσε μια μακριά μαύρη καμπαρντίνα και επίσης σκούρα ρούχα. Αμέσως θυμήθηκε εκείνον τον άγνωστο που ήρθε αντιμέτωπη στη μπριού. Ήταν ο ίδιος!
Η Άζρα δεν ήταν σίγουρη εάν αυτός ο άγνωστος, ανάμεσα στις σκιές, βρίσκονταν εκεί έξω από το σπίτι της Φρέγια για κακό. Ξαφνικά τον είδε σαν προστάτη... Παρακολουθούσε την Φρέγια, αλλά δεν ήθελε το κακό της. Το ένστικτό της, της έλεγε να μην ανησυχεί. Και το άκουσε για ποτέ ως τώρα δεν έκανε λάθος το ένστικτό της.
[...]
Το ίδιο βράδυ, αργά, μετά τις 3 τα μεσάνυχτα, ένας διαπεραστικός ήχος πλημμύρισε το δωμάτιο της Άζρα. Η ίδια, μέσα στον εφιάλτη της φώναζε με αποτέλεσμα να ξυπνήσει ακόμα και τον πατέρα της.
Γρήγορα η πόρτα άνοιξε και ο Λουκ έτρεξε μέσα ανήσυχος για την κόρη του. «Άζρα;» Την αναζήτησε μέσα στο σκοτάδι, μόλις πάτησε το πόδι του στο δωμάτιό της. Πήγε ως το κρεβάτι της και την αντίκρισε καθισμένη και με σκυφτό το κεφάλι, τα πόδια της διπλωμένα και τα χέρια της τυλιγμένα γύρω τους. «Τι συνέβη; Έβλεπες εφιάλτη;» Έτρεμε για τους εφιάλτες της Άζρα. Δεν ξέχασε τις νύχτες που η μικρή κόρη του ούρλιαζε στον ύπνο της και δεν μπορούσε καν να την ξυπνήσει για να την καθησυχάσει. Η Άζρα ζούσε μέσα στους εφιάλτες της κάποτε...
«Καλά είμαι,» κατάφερε και είπε τελικά, κι αμέσως αντιλήφθηκε ότι είχε εξαντληθεί. Ύστερα ύψωσε το κεφάλι της για να αντικρίσει τον πατέρα της και να τον καθησυχάσει. Τον είδε να την κοιτά φοβισμένος. «Είμαι καλά σου είπα!» Δήλωσε όσο πιο πειστικά μπορούσε. «Πήγαινε να κοιμηθείς...» μουρμούρησε χαμηλόφωνα και έσπευσε να βολέψει το στρώμα της, προσποιούμενη ότι θα συνεχίσει κι εκείνη τον βραδινό ύπνο της.
Ο Λουκ όμως δεν σηκώνονταν από δίπλα της. «Αζ, επέστρεψαν οι εφιάλτες σου;» Τα μάτια του γαντζώθηκαν στης κόρης τους.
Εκείνη τον κοίταξε σοκαρισμένη. Πήρε ένα λεπτό για να προετοιμάσει τον εαυτό της για να απαντήσει όσο πιο λογικά γίνονταν και είπε... «Όχι, μπαμπά. Καμία σχέση...» Τον κοίταξε γλυκά. «Ήταν απλά ένας εφιάλτης.» Του χαμογέλασε γενναία.
Ο Λουκ έσπευσε να φιλήσει την Άζρα, στο μέτωπο και έπειτα σηκώθηκε από το κρεβάτι της διστακτικά. «Ο,τι θελήσεις μην διστάσεις να με ξυπνήσεις.» Είπε κι έφυγε με αργά βήματα, κλείνοντας και την πόρτα πίσω του με μισή καρδιά.
Η Άζρα έμεινε μόνη της στο δωμάτιό της. Τα μάτια της περιπλανιούνταν για ώρα μέσα στον χώρο. Το φως που περνούσε από το μακρόστενο παράθυρο έριχνε μερικό μέσα στο δωμάτιο και δημιουργούσε σκιές που έμοιαζαν σαγηνευτικές στην Άζρα.
Το επόμενο δευτερόλεπτο έκλεισε τα μάτια της κι όταν τα ξανάνοιξε βρίσκονταν στο παγωμένο δάσος, ήταν ξυπόλυτη και οι πατούσες τις είχαν γδαρθεί. Το μόνο που θυμόταν ήταν πως είδε ξανά τη γυναίκα με τα μαύρα, να στέκετε στον σβηστό φανοστάτη και εκείνη να αδυνατεί να αναγνωρίσει τα χαρακτηριστικά της για ακόμα μια φορά...
Γύρω της υπήρχε μόνο σκοτάδι. Μέχρι που μπροστά της στάθηκε μια λεπτή φιγούρα. Η καρδιά της Άζρα ξαφνικά άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα από πριν. Σιγά σιγά άρχισε να συνέρχεται από τον ύπνο, από τον εφιάλτη που είδε, και συνειδητοποίησε το που βρίσκονταν.
Πως ήρθε εδώ;
Ποιος στέκεται μπροστά της;
Ο πανικός την κατέκλυσε και μούδιασε ολόκληρη η ραχοκοκαλιά της. Η φιγούρα δεν κινούνταν ούτε εκατοστό. Ακόμα κι έτσι η Άζρα ένιωθε μια συνεχή απειλή, για αυτό έτρεξε γρήγορα μακριά προς τα φώτα της πόλης.
⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top