19. Shaky Ground
Το κυνήγι απαντήσεων δεν θα έχει πλάκα εάν σου δίνανε αυτό που ζητάς με την πρώτη προσπάθεια. Αυτής της ιδεολογίας ήταν μάλλον και Τζάρεντ Μπλάκγουελ. Δεν έδινε απαντήσεις και δεν έληγε το παιχνίδι, με τον ίδιο και την Φρέγια να βρίσκονται σε δυο διαφορετικά στρατόπεδα στην πραγματικότητα.
«Γιατί είσαι έτσι; Που ήσουν;» σοκαρίστηκε μόλις είδε από κοντά πόσο βρεγμένη ήταν η κόρη του. «Ήσουν έξω στην βροχή;» Πλησίασε.
Η Φρέγια έκανε πίσω τα μαλλιά της και καθάρισε το λαιμό της λίγα δεύτερα πριν του απαντήσει, δεν είχε όρεξη για κουβέντα, αλλά το έκανε ούτως ή άλλως. «Ναι, ήμουν έξω όταν έπιασε η βροχή...» ρόλλαρε τα μάτια της στον χώρο, χωρίς να δείχνει ιδιαίτερη προσοχή στον πατέρα της που βρίσκονταν ακριβώς μπροστά της και της απεύθυνε ανακριτικές ερωτήσεις.
«Είσαι χάλια, πήγαινε να κάνεις ένα ζεστό μπάνιο...» Της πρότεινε κάνοντας στην άκρη, αφήνοντάς της χώρο για να περάσει. «Δεν θέλω να αρρωστήσεις.»
Η Φρέγια άλλαξε το ύφος της. Δεν πρόκειται να έφευγε, ήθελε να τον ακούσει να της δίνει μια σοβαρή απάντηση για το νέο της ερώτημα το οποίο μόλις προέκυψε. Το νέο της εύρημα, στο τσεκ επιταγών του πατέρα της, της διατάραξε την ηρεμία για ακόμα μια φορά. «Όχι, όχι τώρα...» κούνησε το κεφάλι της αρνητικά δεξιά-αριστερά. «Πρώτα θα μου πεις γιατί δίνουμε τόσα λεφτά στην Ακαδημία του Όζαρκς.»
«Παρακαλώ;» την κοίταξε σαστισμένος. Τελικά η Φρέγια πρόλαβε και είδε παραπάνω από όσα εκείνος περίμενε...
«Αυτό εδώ λέω,» ευθείς αμέσως του δείχνει την επιταγή.
Το λευκό χαρτί με την υπογραφή του Τζάρεντ Μπλάκγουελ αλλάζει χέρια. «Μμ, γιατί δεν μου λες εσύ πρώτα γιατί στο καλό πήγες στην Ακαδημία;» ρωτάει πιάνοντας απροετοίμαστη την Φρέγια. Παραμένει σιωπηλή και δεν λέει κουβέντα, δεν ένιωσε καν πως απειλείτε, απλά συνέχισε ατάραχη να περιμένει να ακούσει τι έχει να πει ο πατέρας της όσων αφορά το χρηματικό ποσό που θα έδινε στην Ακαδημία του Όζαρκς. Ο Τζάρεντ εκπλάγηκε από την ηρεμία της Φρέγια και θέλησε να την πιέσει να μιλήσει κι έτσι συνέχισε. «Τι ήθελες να κάνεις στην Ακαδημία Φρέγια; Νόμιζες δεν θα το μάθαινα;» κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της.
«Γνώρισα την κυρία Κριστίν Ρέιβενκροφτ και σύμφωνα με τα λεγόμενά της, από ότι φαίνεται, είστε γνωστοί.» Αποκάλυψε στην τελική, έμμεσα, ότι πράγματι πήγε.
«Μίλησες με την Κριστίν;» φάνηκε να πανικοβάλλεται. «Σε αναγνώρισε; Κατάλαβε ποια είσαι;» Ο Τζάρεντ κινήθηκε δειλά-δειλά προς το γραφείο του, άνοιξε τον φάκελο που προορίζονταν για την Ακαδημία και τοποθέτησε μέσα το γράμμα και την επιταγή του, χωρίς όμως να απομακρύνει το βλέμμα του από την Φρέγια την οποία παρακολουθούσε στενά.
«Είδε την υπογραφή μου υποθέτω και το κατάλαβε.» Του είπε και τον έλεγξε για ύποπτα σημάδια που θα μπορούσε να διαβάσει στο βλέμμα του. «Με έβαλαν να υπογράψω μετά την συνάντησή μου μαζί της.»
«Υπέγραψες;» ρώτησε λες και δεν άκουσε τι του είπε μόλις.
«Ναι.»
«Μάλιστα...» Φάνηκε σκεπτικός μόλις ύψωσε το δεξί του χέρι για να τρίψει τον σβέρκο του από αμηχανία.
«Λοιπόν θα μου πεις επιτέλους τι σχέση έχουμε με την Ακαδημία;» ρώτησε ακόμα μια φορά πιέζοντας τον πατέρα της.
«Καμία απολύτως σχέση δεν έχουμε με την Ακαδημία, όμως τώρα... θα αποκτήσουμε.» Της εξήγησε, χωρίς πολλές πληροφορίες. «Μην ξαναπάς μόνη σου, θα σου πω πότε θα μπορείς να επισκεφτείς την Ακαδημία. Ως τότε μην πατήσεις το πόδι σου ούτε στα γρασίδια τους, δεν είναι ασφαλές μέρος!» Τα μάτια του Τζάρεντ σούφρωσαν και εμφανίστηκαν σκιές γύρω από το πρόσωπό του προσδίδοντας την απαραίτητη μυστικότητα στο όλο θέμα.
«Τι δουλειά έχεις με την Ακαδημία εσύ μπαμπά;» Ρώτησε περίεργη, ενώ ταυτόχρονα έκανε ένα βήμα πιο κοντά του.
«Όλα στην ώρα τους Φρέγια, όλα στην ώρα τους...»
Η Φρέγια αντιλήφθηκε πως τώρα της έκρυβαν κάτι ακόμη και παρά την απαγόρευση που έλαβε από τον πατέρα της, εκείνη σίγουρα έπρεπε να πάει στην Ακαδημία! Εξάλλου, η ίδια η Κριστίν Ρέιβενκροφτ την προσκάλεσε να ξαναπεράσει. Το βλέμμα της Φρέγιας έπεσε πάνω στο πρόσωπο του πατέρα της και τον κοίταξε όλο νόημα, ήρθε η στιγμή.
«Επίσης έχουμε ημερομηνία!»
«Ημερομηνία για τι;» απόρησε, αφού δεν κατάλαβε για τι πράγμα μιλούσε ο πατέρας της.
«Για το γκαλά υποδοχής φυσικά!» Της αποκάλυψε. «Η δήμαρχος τηλεφώνησε. Θα γίνει το επόμενο Σάββατο.» Της χαμογέλασε. «Διέδωσε τα νέα!» Είπε λίγο πριν φύγει από το δωμάτιο αφήνοντας μόνη της την Φρέγια.
[...]
«Πρέπει να σταματήσεις να φέρεσαι με αυτόν τον τρόπο...» είπε ξαφνικά ο Λουκ απευθυνόμενος στην Άζρα. Μάζευαν τον χαμό από τα ποτήρια, τα μπουκάλια και τους ξηρούς καρπούς που είχανε δημιουργήσει στο σαλόνι. Ο Κέβιν, έλλειπε από τον χώρο και είχανε μείνει για λίγο οι δυο τους, και ο πατέρας της δεν έχασε την ευκαιρία να της ανοίξει κουβέντα.
Η Άζρα εκπλάγηκε από τον σοβαρό τόνο που εξέλαβε από τα λεγόμενα του Λουκ και σταμάτησε για λίγο με σκοπό να στραφεί προς αυτόν. Πήρε μια βαθιά ανάσα ξεφυσώντας και ύστερα αποφάσισε να συνεχίσει αυτήν την κουβέντα προσπαθώντας να κρύψει οτιδήποτε συνέβαινε.
«Πως δηλαδή;» είπε τελικά λες και δεν κατάλαβε σε τι αναφερόταν ο πατέρας της. Έβαλε τα χέρια της στην μέση της, γέρνοντας ελαφρώς το κεφάλι της προς τον δεξί της ώμο.
«Περίεργα!» Της απάντησε απλά ο Λουκ, χωρίς να χρειαστεί να γυρίσει να την κοιτάξει. «Φέρεσαι περίεργα!» Εδώ και μερικές μέρες πραγματικά του φέρονταν πολύ παράξενα. Καιρό είχε να δει αυτού του είδους συμπεριφοράς στην κόρη του... Πάνε χρόνια που είχε να αντιμετωπίσει αυτή τη συμπεριφορά.
«Νομίζεις ότι φέρομαι περίεργα;» Έκανε μια προφανώς ρητορική ερώτηση.
«Δεν νομίζεις;» αυτή τη φορά γύρισε και την κοίταξε υψώνοντας το φρύδι του.
«Απλά δεν είμαι στις καλές μου μπαμπά... αυτό είναι όλο. Δεν δικαιούμαι λίγο να έχω τις μαύρες μου κι εγώ;» Λέει κι αμέσως μετά ανασηκώνει τους ώμους της επαναφέροντας τον κορμό της, κάνοντάς τον και πάλι ίσιο. Αμέσως θυμήθηκε την εποχή που και ο πατέρας της είχε «τις μαύρες του». Ήταν ακριβώς η εποχή στην οποία είχε αναφερθεί νωρίτερα στην συζήτησή της με τον Κέβιν, για τον πατέρα της. Όταν λοιπόν η Άζρα περνούσε βράδια ξάγρυπνη εξαιτίας των εφιαλτών που έβλεπε εκείνος είχε φτάσει στα άκρα για εκείνη... αναζητώντας λύση στην μαύρη μαγεία. Ποτέ όμως δεν μπλέχθηκε σε σημείο που να κινδυνεύσει ο ίδιος ή η Άζρα.
«Ναι, αυτό το δικαιούσαι...» είπε αποσιωπώντας οτιδήποτε άλλο είχε να πει... σκεπτόμενος κι εκείνος ακριβώς τα ίδια με την Άζρα, εκείνη την περίοδο της ζωής του.
[...]
Ο Κέβιν, είχε ξανακοιμηθεί στο σπίτι των Τζάκσον αλλά ποτέ επειδή η Άζρα του το είχε ζητήσει. Πολλές φορές τύχαινε να πάει αργά η ώρα όσο θα βρίσκονταν στο σπίτι τους και να μην ήθελε να φύγει βραδιάτικα μέσα στα σκοτάδια του Όζαρκς. Πλέον, τώρα τελευταία μιας που από τότε που μεγάλωσε κι έκανε καλή παρέα με τον Λουκ, ήταν ένας παραπάνω λόγος που τον έκανε ευπρόσδεκτο στο σπιτικό τους. Έτσι, τον είχανε φιλοξενήσει πολλές φορές.
Εκείνο το βράδυ, ο Κέβιν, είχε ξαπλώσει στον καναπέ του σαλονιού και γύρω στη μια τα μεσάνυχτα άνοιξε ξανά την τηλεόραση, σε ένα τυχαίο κανάλι για να χαζέψει το πρόγραμμα, αφού είχε αϋπνίες. Την είχε στο αθόρυβο για να μην ενοχλήσει την Άζρα και τον Λουκ, που τώρα θα έπρεπε να κοιμούνταν.
Η Άζρα στριφογύριζε στο κρεβάτι της για ώρα φοβούμενη μην την πάρει ο ύπνος και γίνει ότι ως συνήθως... Ήξερε πως μόλις αποκοιμούνταν ο εφιάλτης θα ζωντάνευε εμπρός στα μάτια της και η γυναίκα στα μαύρα θα παραμόνευε στις σκιές -στην γωνία, κάτω από τον σβηστό φανοστάτη. Στραβοκατάπιε μόλις συνειδητοποίησε το πόσο αργά ήταν και δεν κατάφερνε να κοιμηθεί ήρεμη. Το πρωί δούλευε πρωινή βάρδια και δεν ήξερε εάν θα προλάβαινε να ξεκουραστεί επαρκώς για μια γεμάτη ημέρα που θα ακολουθούσε στην μπριού.
Αφού δεν κοιμόταν, αποφάσισε να αφήσει το κρεβάτι της, να κατεβεί τα σκαλιά και να μιλήσει στον Κέβιν...
«Κέβιν;» ψιθύρισε μόλις έφτασε πίσω από τον καναπέ. «Κοιμάσαι;» είπε στον ίδιο τόνο. Περπάτησε γύρω από τον καναπέ και στάθηκε ανάμεσα από την τηλεόραση και το χαμηλό τραπεζάκι του σαλονιού. Αμέσως αντίκρισε τα ανοιχτά καστανά μάτια του να την παρατηρούν.
«Δεν μπορούσα ούτε κι εγώ να κοιμηθώ,» είπε κι αμέσως σηκώθηκε και κάθισε κανονικά, στηρίζοντας τον κορμό του στην πλάτη του καναπέ.
«Μπορώ να καθίσω μαζί σου;» ρώτησε χαμηλόφωνα.
«Φυσικά,» ο Κέβιν έκανε μια συγκαταβατική κίνηση κουνώντας το κεφάλι του προς τα κάτω και ύστερα μετακινήθηκε προς την άκρη, αφήνοντας ελεύθερο χώρο στην Άζρα για να καθίσει.
Εκείνη, κάθισε τοποθετώντας τα πόδια της οκλαδόν στρέφοντας το σώμα της προς τον Κέβιν. Εκείνος, έμεινε να την χαζεύει, το πως κινούνταν και το πως οι σκιές έπαιζαν με τις κοιλότητες του προσώπου της κάνοντας την να δείχνει πιο γοητευτική στα μάτια του. Τα μάτια της ήταν ήδη πρησμένα από την αϋπνία, αλλά έδειχναν εξίσου όμορφα με κάθε άλλη φορά σε 'κείνον.
Οι σκέψεις της είχαν αδειάσει για λίγο... Όταν όμως ήρθε ξαφνικά στο νου της αυτό το μυστήριο πρόσωπο, από την μπριού, η καρδιά της φτερούγισε τρομαγμένη. Θυμήθηκε την απειλή που ένιωσε κοντά του, την στιγμή που τον αντίκρισε στα μάτια... Έτσι, αμέσως ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει στον Κέβιν και για αυτό.
«Έχεις παρατηρήσει τίποτα παράξενο στη μπριού Κέβιν;» ρώτησε, αλλά το μπερδεμένο βλέμμα που έλαβε από τον Κέβιν την έκανε να συνεχίσει με μια επεξήγηση για να τον κάνει να καταλάβει. «Κάποιον ξένο;» ξαναρώτησε.
«Κάποιον ξένο;» επανάλαβε, σκέφτηκε λίγο. «Μπα, δεν νομίζω... Γιατί;» απόρησε.
«Τίποτα...» είπε φευγαλέα κι αμέσως απομάκρυνε το βλέμμα της από τον Κέβιν αποσύροντας την κουβέντα.
«Πες μου Άζρα...» προσπάθησε να την βγάλει από την ησυχία της.
«Νόμιζα ότι είδα έναν περίεργο τύπο να μας παρακολουθεί και σκέφτηκα τα χειρότερα,» αποκάλυψε, «αλλά τώρα τελευταία σκέφτομαι και βλέπω διάφορα παράξενα πράγματα, οπότε δεν είμαι και σίγουρη εάν ήταν αλήθεια ή μόνο η φαντασία μου... γιατί εξαφανίστηκε μόλις με αντιλήφθηκε!»
«Πότε έγινε αυτό;» ο Κέβιν ζήτησε παραπάνω πληροφορίες, κοιτάζοντάς την στα μάτια γεμάτος άγχος.
«Σήμερα... Το πρωί...»
«Καλά γιατί δεν μου είπες τίποτα;» αναστατώθηκε και μόνο με την ιδέα ότι κάποιος παρακολουθούσε την Άζρα.
«Δεν χρειάστηκε, όλα καλά...»
«Για αυτό έφυγες δηλαδή έτσι απότομα;» συνειδητοποίησε.
«Ναι, πήρα την Φρέγια και φύγαμε. Νομίζω βρίσκονταν σε κίνδυνο!»
Ο Κέβιν ξεφύσιξε. «Θα έχω τον νου μου σε σένα, πάντα τον είχα... απλά από ότι φαίνεται δεν πρόσεχα όσο θα έπρεπε...»
Τα μάτια της Άζρα είχαν κολλήσει πάνω του. Κρέμονταν από τα χείλη του στην κυριολεξία. Δεν ήθελε όμως την προστασία του. Τα κατάφερνε μια χαρά και μόνης της, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.
Μετά από λίγα μόλις δευτερόλεπτα, η Άζρα, έκανε πέρα το μυστηριώδες και σκεπτικό της βλέμμα και χαλάρωσε μόλις είδε καθαρά μπροστά της. Ο Κέβιν καθόταν απέναντί της όλο στοργή, κοιτάζοντάς την απευθείας στα μάτια, κάνοντας αυτό το όμορφο συναίσθημα που πήγαζε από τα βάθη της καρδιά της την να αναφλέγεται.
Κούνησε το κεφάλι της ελαφρώς. «Κάνε στην άκρη,» χαμογέλασε στον φίλο της όλο χάρη κι αμέσως μετά έγειρε και ξάπλωσε το κορμί της, δίπλα του κάνοντάς τον κι εκείνον να χαμογελάσει και να ξεχάσει ότι είπαν προ ολίγου.
Η Άζρα δεν είχε συνειδητοποιήσει νωρίτερα το πόσο πολύ της έλειπε ο Κέβιν και δεν θα το καταλάβαινε εάν δεν περνούσε εκείνο το βράδυ μαζί του στον καναπέ.
Ο Κέβιν έμεινε αποσβολωμένος να την κοιτά στα μάτια για λίγο παραπάνω από ότι η Άζρα θα άντεχε. Ήταν σίγουρα η αδυναμία του. Μπορούσε να την κοιτάζει για ώρες.
Όποιο κι αν ήταν αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα, που την έκανε να νιώθει ο Κέβιν, ήταν σίγουρα όμορφο. Γι' αυτό και δεν αντιστάθηκε στο να τον αγγίξει και να χαϊδέψει το αψεγάδιαστο πρόσωπό του.
Τα μέτωπά τους ενώθηκαν και τυλίχθηκαν, κοντά ο ένας στον άλλον, κάτω την ζέστη που τους πρόσφερε η λεπτή μάλλινη κουβέρτα. Τα πόδια τους μπλέχθηκαν ανά μεταξύ τους και τα δάχτυλα των χεριών τους με το πρώτο άγγιγμα ενεργοποιήθηκαν αυτόματα και ενώθηκαν οι παλάμες τους. Τα κόκκινα χείλη της Άζρα άνοιξαν όταν το ελεύθερο χέρι του Κέβιν άρχισε να την αγγίζει για αρχή στο λαιμό και ύστερα στο εκτεθειμένο δέρμα της, φτάνοντας στο στέρνο της, κάνοντας της να ανατριχιάσει. Ο Κέβιν έγειρε και την τράβηξε ακόμα πιο κοντά του ξεκινώντας να της χαρίζει φιλιά πίσω από το αυτί. Η Άζρα γύρισε ελαφρώς το πρόσωπό της για μερικά δευτερόλεπτα κάνοντάς τον να σταματήσει.
«Άζρα,» είπε βραχνά με έναν βιαστικό ψίθυρο, σαν μια φλόγα που μόλις άναψε και τρεμοπαίζει στο σκοτάδι, απορημένος για το τι έπρεπε να κάνει τώρα... δεν ήθελε να κάνει τίποτα που η Άζρα δεν ήθελε.
«Συνέχισε,» του είπε δίνοντάς του του το ελεύθερο, τοποθετώντας αμέσως μετά τα δυο της χέρια στο πρόσωπό του. «Για να μην δω απόψε εφιάλτη.» Δήλωσε και ήλπιζε όντως ο Κέβιν να την βγάλει από την άβυσσο των σκοτεινών της ονείρων.
Ο Κέβιν συνέχισε να φιλά τον λαιμό της αμέσως μετά, μέχρι που έφτασε στα χείλη της. Τα χείλη του ήταν απαλά και η γεύση της μπύρας ήταν ακόμα εκεί, η Άζρα αντιλήφθηκε την γεύση και το απόλαυσε παραπάνω. Συνέχισε να την φιλά χωρίς να της επιτρέψει να πάρει ούτε ανάσα. Τόσο μεγάλο πάθος έτρεφε για την νεαρή Άζρα. Από το Γυμνάσιο ήξερε ότι η Άζρα προορίζονταν για αυτόν, από την πρώτη φορά που την φίλησε ήξερε, πριν μερικά χρόνια, ότι κάθε τους φιλί θα είχε την ίδια γλυκιά γεύση με την πρώτη φορά. Είχαν απομακρυνθεί από τότε έμειναν απλοί φίλοι, αλλά ο Κέβιν δεν έχασε στιγμή τις ελπίδες του για να την ξανακερδίσει. Την περίμενε από πάντα και τώρα την είχε στην αγκαλιά του, υπό την προστασία του. Μόνο που δεν θα κατάφερε να εμποδίσει, τον αναπόφευκτο πια, εφιάλτη της Άζρα...
⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top