18. Catharsis

Σήμερα

Το δάσος ήταν πράγματι, πάντα, μια πολύ κακή ιδέα. Την ώρα που εμφανίζονταν το όμορφο, ρομαντικό κι' απαλό λυκόφως ήταν η ασφαλέστερη στιγμή για να επιστρέψεις στο σπίτι· κι όχι για να ξεκινήσεις να τρέχεις προς τις βαθιές φυλλωσιές και το πυκνό δάσος της πλαγιάς του Βερμόντ.

Ένα κορίτσι τέτοια ώρα, εν μέσω καταιγίδας, ανάμεσα στις σκιές βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο. Το σκοτεινό-μαυριδερό και λουσμένο -από την παγωμένη βροχή- δάσος του Όζαρκς αποτέλεσε πηγή κινδύνου για την νεαρή Φρέγια Μπλάκγουελ εκείνο το απόγευμα που αποφάσισε να τρέξει ευθεία προς αυτό.

Μόλις η Άζρα Τζάκσον είχε φύγει από την έπαυλη των Μπλάκγουελ, η Φρέγια γρήγορα κύλησε στο σκοτάδι της για ακόμα μια φορά. Έφυγε κλαίγοντας, τρέχοντας, χωρίς κάποια σίγουρη κατεύθυνση. Βάδισε αργά μετά από πολλά λεπτά αδιάκοπου τρεξίματος χωρία ανάσα, μέσα σε λάσπες και ανάμεσα από αγκάθια και πολλά αγριόχορτα. Είχε φθάσει σχεδόν στην καρδιά του δάσους. Έγειρε τον κορμό της και σχεδόν διπλώθηκε στα δυο. Έσκυψε και ακούμπησε την παλάμη της στον κορμό ενός τυχαίου δέντρου, για να πάρει ανάσα. Συνέχισε όμως, παρά την κακοκαιρία και πήγε ακόμα πιο βαθιά στο δάσος.

Η βροχή δυνάμωνε με την ώρα... Όσο έμενε εκτεθειμένη, τόσο πιο μούσκεμα γίνονταν. Οι χοντρές σταγόνες της βροχής την έλουζαν από την κορφή ως τα νύχια. Η μπόρα δεν θα σταματούσε σύντομα, φαίνονταν εξάλλου από τα μαύρα σύννεφα που ήταν γεμάτα βροχή κι έρχονταν κατά δεκάδες προς την πόλη του Όζαρκς. Η Φρέγια θα πάγωνε και θα αρρώσταινε, εάν παρέμενε εκεί λίγο ακόμα σε αυτήν την κατάσταση. Ήθελε όμως να μείνει εκεί, είχε φτάσει στο άγνωστο... και την δεδομένη στιγμή το άγνωστο την γοήτευε.

Περπατούσε ανάμεσα από πελώρια μουντά ψηλά κυπαρίσσια και αειθαλή δέντρα. Το καθένα έμοιαζε διαφορετικό στα μάτια της. Βάδιζε αργά αφήνοντας ελεύθερο τον εαυτό της να βρει μια ήσυχη γωνία στο κεφάλι της και να κρυφτεί εκεί για λίγο, μακριά από τις σκέψεις της. Έκλεισε ακόμα και τα μάτια της -τόσο ανάγκη είχε λίγη γαλήνη. Τα έβρισκε όλα τόσο ακαταλαβίστικα και αυτή η απότομη στροφή που πήρε η ζωής της, με την μετακόμισή της εδώ, δεν της άρεζε καθόλου...

Είχε την αίσθηση πως η βροχή έπαιρνε μαζί της κι ό,τι ένιωθε πως την βάραινε, ό,τι την βασάνιζε. Τόσα χρόνια ζει και αναπνέει με τις απορίες να της κλείνουν τον λαιμό, κάνοντάς την να ασφυκτιά. Κι αυτό το κενό που ένιωθε μέσα της; Τι ήταν αυτό; Γιατί ένιωθε έτσι, από τότε που θυμάται τον εαυτό της; Τώρα η κατάσταση για την Φρέγια είχε φτάσει στο απροχώρητο.

Το νερό κυλούσε πάνω της, από το κεφάλι ως τις άκρες των νυχιών των ποδιών της. Κατέληγε σαν λεπτό ρυάκι στο έδαφος, ποτίζοντας τα αιώνια δέντρα που την περικύκλωναν σε εκείνο το ήσυχο σημείο του δάσους και της προσέφεραν ένα προσωρινό καταφύγιο εν μέσω καταιγίδας. Ήταν ένα είδους εξαγνισμού για την ίδια, ένα είδους κάθαρσης... η βροχή έφερε τις ευλογίες για τις οποίες ευχήθηκε.

Όταν ύψωσε και πάλι το βλέμμα της, με το που άνοιξε τα μάτια της, κοίταξε με τους δακρυσμένους βολβούς της ευθεία μπροστά. Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι λίγα μέτρα πιο εκεί βρίσκονταν η λίμνη του Όζαρκς· η ίδια λίμνη που την είχε κάνει να τρομοκρατηθεί τότε με το παράξενο συμβάν, στο είδωλό της, πάνω στα κρυστάλλινα νερά της...

Έστρεψε το βλέμμα της προς τα εκεί, σχεδόν διαλυμένη. Έμοιαζε κενή. Συνέβαιναν πολλά περίεργα πράγματα και απαντήσεις δεν έπαιρνε. Αυτό ήταν, τέλος, έπρεπε να μάθει τι της κρύβουν. Κάτι βαθιά μέσα της της έλεγε πως κάτι άλλαξε στην ίδια με τον ερχομό της στο Όζαρκς!

Χωρίς να το πολυσκεφτεί ξεκίνησε να περπατάει προς την λίμνη. Το βήμα της ήταν αργό και σταθερό, αλλά αυτό που το χαρακτήριζε ήταν η αποφασιστικότητα που διέθετε το βλέμμα της σε συνδυασμό με τις κινήσεις της. Γρήγορα έφτασε στην όχθη. Εκεί τα πόδια της ξεκίνησαν να βουλιάζουν με κάθε βήμα της, κατά μήκος της λασπωμένης λωρίδας που σχηματίστηκε λίγο πριν το χείλος της λίμνης. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ύστερα εξέπνευσε βγάζοντας και το τελευταίο ίχνος οξυγόνου που υπήρχε στα πνευμόνια της, αδειάζοντάς τα.

Στην συνέχεια, προσπάθησε να απομονώσει την σκέψη της, να την κάνει να αποσιωπήσει. Ένιωθε ανίκανη, πως δεν μπορούσε να βρει αυτήν την ήσυχη γωνιά στο μυαλό της όπου θα έβρισκε ανάπαυση. Παρά την γαλήνη που βρήκε μέσα της -όσο βρίσκονταν ανάμεσα στις σκιές των δέντρων και κάτω από τις παγωμένες σταγόνες που έπεφταν από τον ουράνιο θόλο πάνω από το κεφάλι της- ήθελε κι' άλλο, χρειάζονταν κι άλλο από αυτό το συναίσθημα. Ήταν λες και αντλούσε δυνάμεις εκείνο το βράδυ.

Κοίταξε πεισμώνοντας προς την λίμνη, εντελώς εξοργισμένη. Με τον εαυτό της, με τους γονείς της, με την Άζρα, με όλον τον κόσμο... Οι σταγόνες που έπεφταν κατά χιλιάδες το λεπτό από τον βραδινό σκοτεινό ουρανό την έκαναν να ανατριχιάσει. Η μπόρα εκείνη την μέρα στο Όζαρκς σχημάτιζε συμμετρικούς κι όμορφους σχεδιασμούς στην επιφάνεια της λίμνης, ταράσσοντας την γαλήνη της. Η Φρέγια, δεν άργησε να κάνει μια γρήγορη κίνηση και να σηκώσει τα χέρια της τραβώντας ασυνείδητα τα ρούχα της για να βγουν από πάνω της. Ένιωθε παγιδευμένη. Έπιασε την άκρη της μπλούζα της και την τράβηξε με φόρα προς τα πάνω, με απόλυτη μανία. Ύστερα αφαίρεσε τα παπούτσια της, κατέβασε το παντελόνι, έμεινε με τα εσώρουχα και ύστερα έτρεξε μέσα στο νερό της λίμνης. Το σώμα της με κάθε της βήμα καλύπτονταν με νερό όλο και περισσότερο. Βούτηξε αμέσως μετά χωρίς να σκέφτεται κι αμέσως το δέρμα της ήρθε σε επαφή με το ζεστό και γλυκό νερό της λίμνης. Κράτησε τα μάτια της ερμητικά κλειστά και το στόμα της σφιχτά σφραγισμένο, συγκρατώντας την τελευταία βαθιά ανάσα που είχε πάρει από την επιφάνεια.

Και ξαφνικά όλα έσβησαν από το μυαλό της, κατάφερε να κάνει τις φωνές να σωπάσουν. Έγινε ο κυρίαρχος του εαυτού της για λίγο. Αυτό το συναίσθημα ήταν τα πάντα για την Φρέγια. Ήθελε να μείνει έτσι. Θέλησε να παραμείνει κάτω από την επιφάνεια για πάντα, μακριά από τα προβλήματα. Ήθελε να μάθει όλη την αλήθεια, γίνονταν αυτό; Βρίσκονταν εκεί από κάτω προσπαθώντας να μετρήσει στα δάχτυλα ανθρώπους που πίστευε τα λόγια τους που δεν της έλεγαν ψέματα... Δυστυχώς δεν τα κατάφερε. Ούτε τον εαυτό της δεν μπορούσε να συγκαταλέξει σε αυτούς. Φοβόταν να εμπιστευτεί την ίδια, φοβόταν ότι κάτι πήγαινε στραβά μαζί της.

Δυνατό φως ξεχύθηκε ξαφνικά στον βραδινό ουρανό. Μια αστραπή έσχισε στα δυο το ουράνιο ημισφαίριο και η συνέχεια της ιστορίας πήγε κάπως έτσι... Η βροντή ακούστηκε τόσο δυνατά που συντάραξε την Φρέγια, τόσο πολύ που την έβγαλε από τον λήθαργό της. Ήταν λες και την έπαιρνε ένας ελαφρύς, γλυκός ύπνος που στο τέλος του θα είχε βρει τις απαντήσεις της, όμως τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη στην πραγματικότητα... Η Φρέγια πετάχτηκε μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα έξω από το νερό σαν πνιγμένη. Πήρε μια βαθιά ανάσα βγάζοντας νερό από το στόμα της, έφτυνε το γλυκό νερό και πάλευε να ανασάνει για μερικά λεπτά ενώ όλα τα έβλεπα μαύρα. Έπειτα από λίγο, γέμισε τα πνευμόνια της με καθαρό αέρα και επέστρεψε στο κανονικό της την αναπνοή της, αλλά και την όρασή της. Έφερε τα δάκτυλά της στο πρόσωπό της και τα πίεσε στους βολβούς των ματιών της, προσπαθώντας να τα ανοίξει και να δει καθαρά γύρω της. Τι έγινε; Ύστερα έκανε πίσω τα βρεγμένα μαλλιά της, τις τούφες που την ενοχλούσαν, ενώ παράλληλα συνέχιζε να κουνάει τα πόδια της μέσα στο βυθό της λίμνης, για να παραμείνει το κεφάλι της στην επιφάνεια και για να μην καταπιεί κι άλλο νερό.

Κολύμπησε για λίγο τριγύρω, χαλαρώνοντας τον εαυτό της και ύστερα κατευθύνθηκε προς την ξύλινη μικρή προβλήτα όπου στέκονταν την προηγούμενη φορά που βρέθηκε εκεί. Μόλις έφτασε σε εκείνο το σημείο κατάλαβε ότι ήταν πιο ρηχά. Τα πόδια της σχεδόν ακουμπούσαν στο έδαφος, παρόλ' αυτά κρατήθηκε από την προβλήτα εξαντλημένη.

Πήρε ένα λεπτό για να κοιτάξει περιμετρικά και να ελέγξει το μέρος, γύρω από την λίμνη. Για μια στιγμή συνειδητοποίησε ότι υπήρχε τόση ώρα μια ψηλή σκοτεινή σιλουέτα. Βρίσκονταν ανάμεσα από τα δέντρα, στην άλλη πλευρά της λίμνης, στραμμένη ευθεία προς το μέρος της. Στην αρχή πίστεψε ότι την γελούσαν τα κατακόκκινα και καταπονημένα μάτια της, ότι έφταιγαν τα δάκρυά της και το γλυκό νερό που είχαν θολώσει την όρασή της. Τα σκούπισε με το ελεύθερο βρεγμένο χέρι της και ύστερα έστρεψε και πάλι την προσοχή της προς τα εκεί. Η φιγούρα δεν υπήρχε πια. Δεν βρίσκονταν εκεί κανένας, ήταν μόνη της... μέσα στη λίμνη, του δάσους. Οι σκιές έπαιζαν ύπουλα παιχνίδια το βράδυ, όμως αυτό δεν της φάνηκε να ήταν και πολύ ψεύτικο, απλά αρνούνταν...

Η Φρέγια έκρινε πως είχε έρθει η ώρα να τα μαζέψει και να γυρίσει σπίτι. Η βροχή είχε σταματήσει και μπορούσε να διασχίσει το δάσος ευκολότερα τώρα. Κολύμπησε ως το σημείο όπου μπορούσε και ύστερα περπάτησε γυμνή ως την όχθη.

[...]

Όταν έπιασε το πόμολο της πίσω πόρτας του σπιτιού, για καλή της τύχη, η πόρτα, ήταν ανοιχτή. Μπήκε μέσα καταβρεγμένη, έβγαλε τα λερωμένα παπούτσια της και τα άφησε δίπλα στο χαλάκι. Περπάτησε στις μύτες των ποδιών της ως τις σκάλες, που θα την οδηγούσαν στον πάνω όροφο.

Με το πέρασμά της όμως έξω από το γραφείο του πατέρα της είδε το φως ανοιχτό. Δεν ήταν όμως σίγουρη ότι ο πατέρας της βρίσκονταν μέσα. Έτσι, έσκυψε στην κλειδαρότρυπα και κοίταξε μέσα με απόλυτη προσοχή, αλλά δεν τον αντίκρισε σε κανένα σημείο του δωματίου. Δεν βρίσκονταν μέσα! Γρήγορα πήρε την παρορμητική απόφαση να μπει μέσα και να κοιτάξει για οτιδήποτε ύποπτο, όσων αφορά το Όζαρκς και για την επιστροφή τους εκεί. Ήταν ευκαιρία!

Έσπρωξε την πόρτα απαλά και πέρασε μέσα, κλείνοντάς την με το πέρασμά της. Ήταν η τυχερή της στιγμή, το γραφείο του ήταν ανοιχτό και ο πατέρας της άφαντος. Ο Τζάρεντ δεν επέτρεπε στην κόρη του να μπαίνει ποτέ στο γραφείο του. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της, το είχε πάντα κλειδωμένο. Ήταν το μυστικό του μέρος, όπου έκανε όλη τη δουλειά ήσυχος και μακριά από τα εποπτικά μάτια της κόρης του.

Η Φρέγια περπάτησε με τις γυμνές πατούσες της πάνω στο απαλό καφέ χαλί και πλησίασε το πλατύ γραφείο του πατέρα της. Είχε ακουμπισμένα πολλά έγγραφα εκεί πάνω. Γενικά επικρατούσε χάος εκεί μέσα, γιατί πολλά πράγματα μετά την μετακόμιση δεν είχαν μπει ακόμα στην θέση τους... Η Φρέγια ένιωθε λες και εισήλθε σε χρυσορυχείο πληροφοριών και η σκέψη του ότι θα έβγαινε από εκεί μέσα χωρίς να έχει μάθει τίποτα το σημαντικό την άγχωνε κι έτσι κινήθηκε πιο γρήγορα.

Πλησίασε το γραφείο και κοίταξε από πάνω όλους τους φακέλους που ήταν απλωμένοι με την σειρά, ώσπου ένας φάνηκε να ξεχωρίζει. Είδε ένα γνωστό σύμβολο, ένα μαύρο ρόδο. Αυτό το είχε δει και κάπου αλλού... Μόλις είδε και ακόλουθο κείμενο «Ακαδημία Όζαρκς» να αναγράφεται με καλλιγραφικά γράμματα στο εξώφυλλο θυμήθηκε αμέσως που είχε δει το μαύρο ρόδο. Τι σχέση είχε με την Ακαδημία ο Τζάρεντ Μπλάκγουελ; Απόρησε η Φρέγια, καθώς κοιτούσε τον φάκελο από μακριά... Πήρε τον φάκελο στα χέρια της και τον άνοιξε προσεκτικά, ένα μακρόστενο χαρτάκι μικρού σχετικά μεγέθους έπεσε ανάμεσα από τα πόδια της και έσκυψε να το μαζέψει. Τα μάτια της γούρλωσαν όταν αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για χρηματική επιταγή, η οποία προοριζόταν για... την Ακαδημία.

Γιατί να δώσουν τόσα λεφτά οι Μπλάκγουελ στην Ακαδημία;

Τα βρεγμένα μαλλιά της Φρέγια έπεσαν στο πλάι του προσώπου της με το που έγειρε περισσότερο το κεφάλι της, πάνω από την επιταγή. Δεν καταλάβαινε, όμως σύντομα ήρθε στο νου της η Κριστίν Ρέιβενκροφτ, η γυναίκα που μίλησε μαζί της, στο γραφείο της, όταν η ίδια είχε επισκεφθεί την Ακαδημία. Ύψωσε το χέρι της και πέρασε την τούφα των μαλλιών της, που έφυγε μπροστά, πίσω από το αφτί της.

«Είσαι μια Μπλάκγουελ;» Την είχε ρωτήσει μόλις είχε μάθει το όνομά της είναι Φρέγια Μπλάκγουελ. «Δώσε τα χαιρετίσματά μου στους γονείς σου και πέρνα από 'δω σε λίγες μέρες μόλις μπορέσεις. Θα χαρούμε πολύ να σε έχουμε στην Ακαδημία!» Τα λόγια της Κριστίν Ρέιβενκροφτ ακούστηκαν στο βάθος του υποσυνείδητού της. Η Φρέγια δεν ξαναπήγε... Όμως σκόπευε να το κάνει πολύ σύντομα, ειδικά μετά από αυτήν της την ανακάλυψη όλα άλλαζαν. Θα πήγαινε πολύ σύντομα ξανά στην Ακαδημία.

Μερικά καμπανάκια «πρόσεχε κάποιος πλησιάζει» έκρουσαν στην συνείδησή της, μόλις ακούστηκαν βήματα έξω από το γραφείο. Η Φρέγια δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, ούτε να κρυφτεί, αλλά ούτε και να φύγει. Η πόρτα δεν άργησε να ανοίξει και να εμφανιστεί ο πατέρας της. Το βλέμμα του συνοφρυώθηκε μόλις την είδε μέσα, πόσο μάλιστα όταν αντιλήφθηκε ότι είχε στα χέρια της έναν από τους φακέλους του.

«Ω Φρέγια, Φρέγια...» είπε κουνώντας το κεφάλι του αριστερά δεξιά, απογοητευμένος από αυτήν. «Πόσες φορές θα σου πω να μην ανακατεύεσαι στο γραφείο μου;» την πλησίασε και άρπαξε τον φάκελο από τα χέρια της κόρης του με μια γρήγορη κίνηση.

«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε χωρίς καμία περιττή εισαγωγή, εννοώντας την επιταγή και τον φάκελο που είχε με τα αρχεία που κρατούσε για την Ακαδημία.

Ο Τζάρεντ είχε πολλές ερωτήσεις να απαντήσει εκείνο το βράδυ, όμως δεν είχε σκοπό να ανοίξει το στόμα του πριν έρθει η κατάλληλη στιγμή να το κάνει. Η Φρέγια ακόμα δεν ήταν ασφαλής.


⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top