16. Our Darkest Days
Κακοκαιρία, αστραπές, βροχή—βροχή και «βροχή προβλημάτων». Αυτά είχε να αντιμετωπίσει η Άζρα Τζάκσον κατά την έκτακτη επιστροφή της, πίσω στο σπίτι. Οι υαλοκαθαριστήρες του μπροστινού τζαμιού πήγαιναν αριστερά—δεξιά, ακολουθώντας την γνωστή κίνηση και καθάριζαν για λογαριασμό της το οπτικό της πεδίο. Ίσα που προλάβαιναν να καθαρίσουν επαρκώς το τζάμι και ύστερα νέες δεκάδες σταγόνες γέμιζαν την επιφάνειά του πιτσιλώντας το σε κάθε γωνιά.
Είχε φτάσει στο σπίτι της μετά από μια γρήγορη και λασπουδερή διαδρομή. Από ότι φαίνεται δεν το είχε καταλάβει πόσο βρώμικο είχε γίνει το αυτοκίνητο, και μπήκε με τα λασπωμένα λάστιχα στο πάρκινγκ λερώνοντάς το κι αυτό.
Μόλις είχε κατέβει από το αυτοκίνητο και έκλεινε την πόρτα πίσω της, όταν αντιλήφθηκε μια ακόμα παρουσία δίπλα της.
«Εσύ θα το καθαρίσεις όλο αυτό το χάλι!» Ακούστηκε η χαλαρή φωνή του πατέρα της κι ένα, επίσης χαλαρό, γέλιο ακολούθησε.
Η Άζρα γύρισε τον κορμό της και αντίκρισε τον Λουκ να στέκεται πάνω από την στοίβα με τις ξύλινες κάσες γεμάτες από γυάλινα μπουκάλια μπύρας. Αμέσως την εφόπλισε ο πατέρας της. Το καφάσι που κοιτούσε να πάρει ήταν ολόκληρη εξάδα και μάλλον σκόπευε να την χρησιμοποιήσει απόψε ο Λουκ, μάντεψε η Άζρα.
«Τι συμβαίνει;» Ρώτησε η Άζρα, παριστάνοντας πως δεν τρέχει τίποτα. Κλείδωσε το αμάξι και στάθηκε απέναντι από τον Λουκ σταυρώνοντας τα χέρια της μπροστά από το στήθος της, με τα κλειδιά να κρέμονται άγαρμπα από τις άκρες των παγωμένων δακτύλων της.
«Σαν τι να συμβαίνει;» Την ρώτησε πίσω, πράγματι περίεργος, γιατί παραήταν χαλαρή ξαφνικά!
«Δεν ξέρω...» Κόλλησε, τα μάτια κύλησαν χαμηλά στα χέρια του, κοιτάζοντας το καφάσι. «Καταρχάς γιατί μπύρα;» Απόρησε και γέλασε μαζί του, ρίχνοντάς του ένα αφοπλιστικό χαμόγελο. Παρόλη την διάθεση που έδειχνε, μέσα της ήταν αρκετά σφιγμένη και πολύ έτοιμη να καταρρεύσει.
«Είναι ο Κέβιν εδώ.» Αποκάλυψε στην κόρη του ο Λουκ. Έκανε ένα βήμα κι έπιασε δυο μπύρες, μια για εκείνον και μια για τον Κέβιν προφανώς. Η Άζρα ένιωσε κάπως καλύτερα μετά το άκουσμα του ονόματος του Κέβιν και ξεσφίχτηκε. Αυτό την ξάφνιασε αλλά δεν έδωσε πολύ σημασία σε αυτό το συναίσθημα που ξεπετάχτηκε στα ξαφνικά. «Είπαμε να πιούμε καμιά μπύρα... Ήρθε εξουθενωμένος... Ο απρόσεκτος μικρός αδερφός του κατέστρεψε το αμάξι τους και έπρεπε να το φτιάξουν, δούλευαν ώρες με αυτό κι επίσης έμαθα ότι είχατε μια δύσκολη ημέρα στο Βέρμοντ. Χάλασε το μηχάνημα του καφέ; Έτσι, είπα να κεράσω μια μπύρα να χαλαρώσουμε!»
«Δεν έχεις κι άδικο, καλά έκανες,» προσπάθησε να χαμογελάσει. «Η μπύρα είναι πάντα καλή ιδέα!» Παραδέχθηκε η Άζρα νεύοντας θετικά.
«Θα πιείς;» Την ρώτησε. «Να πάρω μια και για 'σένα...» πρόσθεσε ο πατέρας της κι εκείνη την στιγμή η Άζρα σκύβει και πιάνει όλο το καφάσι με τις υπόλοιπες μπύρες και το τοποθετεί με μια σχετική άνεση στην αγκαλιά της. «Τώρα μάλιστα, τώρα μιλάς σωστά μικρή!» Ο Λουκ σήκωσε τον δείκτη του αριστερού χεριού του δείχνοντάς το στην κόρη του, ενώ ταυτόχρονα χαμογέλασε διάπλατα και γεμάτος ενθουσιασμό. Ύστερα έκλεισαν τα φώτα της αποθήκης—πάρκινγκ και αποχωρήσανε από εκεί και οι δυο τους με προορισμό το σαλόνι.
[...]
«Νόμιζα δεν θα επιστρέψεις ποτέ...» Είπε ο πατέρας της Άζρα και πήρε το γυάλινο πράσινο μπουκαλάκι μπύρας κοντά του για να το ανοίξει.
«Γιατί;» Απόρησε περίεργος ο Κέβιν, στρέφοντας όλη του την προσοχή προς την φίλη του, την Άζρα. Αγωνιούσε να μάθει. «Που ήσουν όλη μέρα;» Την ρώτησε απλά. Η ώρα ήταν οχτώ το βράδυ και οι δυο τους είχανε βρεθεί μονάχα το πρωί, στην δουλειά. Η Άζρα έφυγε από το Βέρμοντ το μεσημέρι και από τότε την χάσανε, κανένας τους δεν ήξερε που πήγε και τι έκανε όλη μέρα... Ο Κέβιν είχε μια ιδέα αλλά φοβήθηκε πολύ να μην ήταν η αλήθεια. Μετά το συμπέρασμα που έβγαλε στο Βέρμοντ, όταν είδε τα δυο κορίτσια μαζί, πείστηκε ότι κάτι πήγαινε πολύ στραβά με την Άζρα.
«Είχα πάει μια βόλτα.» Είπε στα γρήγορα το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε και ήπιε λίγο από την μπύρα της, με μια μηχανική κίνηση προσπαθώντας να μην δείχνει νευρική μετά από ότι συνέβη.
Ακόμη την βασάνιζε το σκηνικό που έζησε προ ολίγου —στην βουνοπλαγιά, στην έπαυλη των Μπλάκγουελ. Αναβίωνε κάθε στιγμή που περνούσε το άγχος και τον τρόμο που βίωνε κοντά στην Φρέγια με την πιθανή μόνιμη παραμονή της στο Όζαρκς —η οποία θα σήμαινε αιώνια καταδίκη για την Άζρα, αλλά πιθανότατα και για την ίδια την Φρέγια.
«Βόλτα;» φάνηκε να θέλει να μάθει περισσότερα ο Κέβιν, ή μάλλον πως θέλει να την στριμώξει.
«Δεν επέστρεψες καν στο σπίτι μετά την δουλειά, έλειπες όλη μέρα.» Αποκάλυψε ο πατέρας της.
«Τι; Γιατί;» ο Κέβιν έστρεψε το ανακριτικό βλέμμα του στην Άζρα παραπάνω παραξενευμένος. «Κάτσε να θυμηθώ...» Είπε και πήρε το σκεπτικό το βλέμμα, σουφρώνοντας τα φρύδια του και την μύτη του. Θα έκανε μια απόπειρα ώστε να επιβεβαιωθεί, για το ότι η Άζρα ήταν με την Φρέγια Μπλάκγουελ τόσες ώρες. Εάν επιβεβαιωνόταν έπρεπε να κάνει κάτι για να μιλήσει με την Άζρα πιο ανοιχτά και να επέμβει στην κατάσταση για ενισχύσεις, που σίγουρα θα χρειάζονταν η νεαρή.
«Θυμάμαι μόνο αυτή τη φίλη σου, που είχε έρθει από το πρωί μαζί σου στο μαγαζί, και μετά φύγατε επίσης μαζί... Μαζί της ήσουν τόσες ώρες;» έκανε την ερώτηση που ήθελε έμμεσα. Φυσικά και ήξερε ονομαστικά «αυτή την φίλη της» Άζρα αλλά δεν ήθελε να ανοίξει την κουβέντα που ήθελε να κάνει μόνο μαζί της, μπροστά στον πατέρα της.
Γιατί το κάνεις αυτό τώρα, Κεβ; Απηύδησε από μέσα της μαζί του, όλο την ρωτάει πράγματα που δεν θέλει να απαντήσει.
Τα μάτια της Άζρα αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα στον Λουκ και στον Κέβιν. Δεν είχε κανένα σκοπό να μιλήσει για την Φρέγια, απλά συμφώνησε με την εύκολη λύση που της πρόσφερε απλόχερα ο Κέβιν, ήλπιζε πως δεν ήξερε και δεν κατάλαβε ποια ήταν αυτή η κοπέλα. Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι ο Κέβιν δεν ήξερε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κούνησε την παλάμη της στον αέρα, κάνοντας να πάρει μερικές στροφές. «Ναι,» κούνησε το κεφάλι της. Έδινε την εικόνα της αδιάφορης, σε συνδυασμό με τη στάση σώματός της. «Είναι καινούρια στην πόλη, χρειάζονταν κάποιον να της δείξει το Όζαρκς. Φάγαμε και ύστερα τριγυρνούσαμε στην πόλη. Για αυτό έχασα την αίσθηση του χρόνου, μέχρι που έπιασε η βροχή και γύρισα σπίτι.» Τους αποκάλυψε και ύστερα ξεροκατάπιε.
«Νόμιζα ήταν κάποια παλιά σου φίλη, έτσι έδειχνε τουλάχιστον, αλλά τέλος πάντων...» Ανασήκωσε τα φρύδια του ενώ ταυτόχρονα κοιτούσε την Άζρα στα μάτια. Το σκεπτικό βλέμμα της αμέσως επισκίασε την παρουσία του Κέβιν. Κοιτάχτηκαν για λίγο. Ο Κέβιν είχε το βλέμμα «ξέρω» και η Άζρα απορούσε για το τι συνέβαινε μαζί του και ήταν τόσο στοχευμένα όλα αυτά που την ρωτούσε. Ο Κέβιν ήξερε. Η Άζρα επιβεβαιώθηκε για το χειρότερο.
Ο Λουκ κοίταζε και παρακολουθούσε αμέτοχος όλη την συζήτηση της Άζρα με τον Κέβιν, από μακριά. Παρατήρησε πολύ καλά τα τρεμάμενα χείλη της κόρης του καθώς απαντούσε στις γρήγορες ερωτήσεις και την έντονη περιέργεια που εξέφραζε ο Κέβιν, το οποίο επιβεβαίωνε και την δική του ανησυχία.
[...]
Είχανε βάλει να παρακολουθήσουν τον απογευματινό αγώνα ποδοσφαίρου, στο καλωδιακό αθλητικό κανάλι της τηλεόρασης και όπως ήταν φυσικό, η Άζρα δεν το βρήκε ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Έτσι επέλεξε να σηκωθεί και να βγει για λίγο έξω να πάρει λίγο αέρα κι ένα διάλειμμα, που χρειαζόταν όσο τίποτα άλλο. Λίγο χρόνο μόνη της ήταν η κατάλληλη λύση.
Ακόμα και με την καταιγίδα να συνεχίζει η Άζρα κάθισε στα σκαλιά της βεράντας, κάτω από το υπόστεγο, έχοντας μαζί της τη μπύρα της για να πιεί όσο της είχε μείνει. Κοίταζε τον μισοσκότεινο βροχερό ουρανό, που κατέβαζε τόνους νερού, με μελαγχολικό βλέμμα. Ήταν τόσο χαμένη στις σκέψεις που δεν κατάλαβε τον Κέβιν να έρχεται προς το μέρος της. Τον αντιλήφθηκε μόνο όταν της μίλησε. Είχε ήδη καθίσει δίπλα της, στο κρύο σκαλί της βεράντας και την κοίταζε μπερδεμένος.
«Μπορώ να σου μιλήσω;» την ρώτησε για δεύτερη φορά, αφού δεν είχε λάβει κάποια απάντηση με την πρώτη. Η φωνή του Κέβιν κάλυψε κάθε θόρυβο και ήχος της βροχής κόπασε για την Άζρα.
Η Άζρα ενοχλήθηκε, ήθελε να μείνει μόνη της εκείνη την στιγμή. «Τι είναι;» γύρισε και τον κοίταξε χωρίς να την πολυενδιαφέρει και με μικρή διάθεση για κουβέντα.
«Είσαι καλά;» ρώτησε και την κοίταξε σοβαρός και με την αγωνία να διαγράφεται στο βλέμμα του.
«Τι ερώτηση είναι αυτή τώρα;» Η ερώτηση αυτή έκανε μεγάλη εντύπωση στην Άζρα κι αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στο βλέμμα που είχε πάρει και τα ανάμεικτα συναισθήματα που εξέφραζε εκείνη την στιγμή. Γέλασε αμήχανα στο κενό που δημιουργήθηκε στην κουβέντα τους όταν ο Κέβιν δεν έλεγε τίποτα.
«Σε βλέπω Άζρα, μέρες τώρα, δεν είμαι τυφλός. Είναι ξεκάθαρο ότι κάτι σε απασχολεί. Είσαι συνέχεια στον κόσμο σου και έχεις χάσει τον εαυτό σου, παραπάνω από το συνηθισμένο...» Δεν ήξερε τι άλλο να πει. Σταμάτησε κι άφησε λίγα δευτερόλεπτα να κυλίσουν στην ησυχία. «Ανησυχώ για 'σένα...»
Όλα αυτά την έκαναν να σφιχτεί ακόμα περισσότερο. Ήταν γεγονός πια κι όχι η ιδέα της. Ο Κέβιν την είχε καταλάβει. Είχε πάρε την κατηφόρα. Κατέρρεε μέσα της.
Το μελαχρινό αγόρι έγειρε και πλησίασε περισσότερο την θλιμμένη κοπέλα. Ήθελε απλά να την βοηθήσει. Ήθελε να δει πάλι το χαμόγελό της... Παραήταν σκυθρωπή για δυο μέρες.
«Όλα αυτά τα κατάλαβες από που;» Τελικά αποφάσισε τι ένιωθε εκείνη την στιγμή. Νεύρα. Ένιωθε πολλά νεύρα. Ένιωθε τελείως εκτεθειμένη, επειδή δεν μπορούσε να καλύψει άλλο πια τον εαυτό της παραδόθηκε στο δυνατό αυτό συναίσθημα του θυμού.
«Από το πως φέρεσαι, από το πως μιλάς, από τον τρόπο που κοιτάς το κενό, χαμένη... Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς,» της είπε προσπαθώντας να την κάνει να μιλήσει.
«Δεν θέλω να σου μιλήσω Κεβ.» Του είπε ξεκάθαρα.
Ο Κέβιν ξεφύσιξε, έστρεψε το κεφάλι του ευθεία και παρατήρησε για λίγο τη βροχή. Οι σταγόνες συναντούσαν την άσφαλτο και γίνονταν ένα με το ρυάκι νερού που κυλούσε στο δρόμο. Η καταιγίδα συνέχιζε με ορμή να πέφτει στη βρεγμένη γη. Η μυρωδιά της έφτασε στα ρουθούνια του κάνοντας τον να αναπολεί τις παλιές καλές ημέρες, από όταν ήταν ακόμα μικρά παιδιά αυτός και η Άζρα. Φτιάχνανε καραβάκια με λευκές σελίδες από τις Κυριακάτικες εφημερίδες των γονιών τους και ύστερα βγαίνανε έξω στην βροχή φορώντας τα κίτρινα αδιάβροχά τους. Έβαζαν τα καραβάκια τους στο ρυάκι που κυλούσε με το βροχόνερο πλάι στα πεζοδρόμια. Η μικρή αναδρομή του Κέβιν έληξε σύντομα. Έστρεψε το βλέμμα του στην Άζρα κι επέστρεψε στην πραγματικότητα συναντώντας το θλιμμένο όμορφο πρόσωπο της φίλης του... Θα έκανε και θα έλεγε τα πάντα προκειμένου να μάθαινε τι συνέβαινε μαζί της.
«Θέλω μόνο να μου πεις ότι δεν συμβαίνει αυτό που φοβάμαι.» Της ζήτησε. Σχεδόν την παρακάλεσε να το κάνει. Μέσα του είχε χαθεί κάθε ελπίδα για την Άζρα να έχει μια φυσιολογική ζωή, μακριά από εφιάλτες και σημάδια που έδειχναν την υπερφυσική της πλευρά και σύνδεση. Από εδώ και στο εξής όλα θα άλλαζαν, το διαισθάνθηκε...
Η Άζρα άλλαξε την στάση της και καμπούριασε, απαθής. «Δεν συμβαίνει τίποτα, απλά περνάω μερικές δύσκολες ημέρες...» η φωνή της ήταν βαριά και πλέον ήρεμη. Έσκυψε το κεφάλι της και έπιασε τον σβέρκο της νευρικά.
Ο Κέβιν έφτασε στα όριά του. Δεν άντεχε άλλο να παρακαλάει. «Άζρα μη με αναγκάσεις να σου το κάνω πιο δύσκολο από ότι είναι.» Πίεσε τα πόδια του στο έδαφος και σηκώθηκε όρθιος, περπατούσε για λίγο πέρα δώθε στη ξύλινη βεράντα. Δεν άντεξε την πίεση. Σκέφτηκε να μιλήσει ανοιχτά κι αμέσως το έκανε. Σταμάτησε πίσω από την Άζρα και κοίταξε την πλάτη της περιμένοντάς την να γυρίσει προς αυτόν. «Ξέρω ποια είναι αυτή η κοπέλα που σε περίμενε στο Βέρμοντ σήμερα...»
«Δεν ξες τίποτα, Κέβιν...» προσπάθησε μια έσχατη φορά να τον αποσιωπήσει, τα τον κάνει να μην συνεχίσει αυτή τη κουβέντα. Αμέσως μετά σηκώθηκε κι εκείνη, στάθηκε όρθια και του έριξε ένα τελευταίο βλέμμα. Ύστερα του γύρισε την πλάτη προσπαθώντας να ξεφύγει μπαίνοντας μέσα στο σπίτι. Πήγε να ανέβει τα σκαλιά της βεράντας και να τον περάσει έτσι ώστε να μπει στο σπίτι, όμως ο Κέβιν δεν την άφησε να πάει πουθενά.
Με μια μεγάλη δρασκελιά την έφτασε στο παρατσάκ. «Είναι η Φρέγια Μπλάκγουελ, έτσι δεν είναι;» την ρώτησε απαιτώντας μια άμεση απάντηση κοιτάζοντάς την κατά πρόσωπο. Την είχε τραβήξει κοντά του κρατώντας την γερά και της είπε έντρομος αυτό ακριβώς που σκεφτόταν όλη την ώρα.
«Ναι, αυτή είναι» προς έκπληξίν του, τον επιβεβαίωσε με την πρώτη. Αμέσως τράβηξε το βλέμμα της μακριά, παρόλο που την είχε τραβήξει μπροστά του και την είχε αναγκάσει να τον κοιτά κατά πρόσωπο.
«Γύρισε στο Όζαρκς μετά από τόσα χρόνια;» Το ύφος του πάγωσε και σοβάρευσε.
Ο Κέβιν ήξερε πολλά πράγματα για την Φρέγια. Είχε δει πολλά.
Η Άζρα, είχε καταστεναχωρηθεί τόσο όταν η Φρέγια την άφησε, αλλά κατάλαβε ότι υπήρχε κάποιος λόγος που έφυγε. Ο Κέβιν ήταν εκεί για να την βοηθήσει να ξεπεράσει αυτήν την ξαφνική απώλεια. Είχαν περάσει πολλά χρόνια που η Άζρα αναρωτιόταν ακόμα και εξέφραζε τις ανησυχίες της στον ίδιο, για το τι θα συνέβαινε αν ποτέ η Φρέγια επέστρεφε στο Όζαρκς. Να που συνέβη κι αυτό λοιπόν κι έπρεπε να έρθει αντιμέτωπη με αυτό που φοβόταν.
Η Άζρα έκανε πίσω κι απελευθερώθηκε από το κράτημα του Κέβιν. Τον κοίταξε κατάματα και αποφάσισε να μιλήσει. «Εδώ και δυο βράδια βλέπω εφιάλτες,» πήρε μια βαθιά ανάσα και επιζήτησε λίγη δύναμη που είχε κρυμμένη μέσα της για να συνεχίσει, «πιστεύω η Φρέγια ήρθε στο Όζαρκς το βράδυ της μεγάλης καταιγίδας που δημιούργησε το μπλακάουτ. Αυτή ήταν και η πρώτη νύχτα που είδα τον εφιάλτη ξανά.» Υπέθεσε. «Είναι ο ίδιος εφιάλτης, ξανά και ξανά.» Του τα είπε όλα με τη μια.
Ο Κέβιν δεν το πίστευε ότι του μίλησε ξεκάθαρα. «Αυτό σημαίνει ότι η Φρέγια σε επηρεάζει! Αυτή φέρνει τους εφιάλτες.» Έκανε μια διαπίστωση και την μοιράστηκε με την Άζρα. «Είναι πλέον ξεκάθαρο!»
Η Άζρα απομάκρυνε το βλέμμα της και στάθηκε για λίγο σκεπτική. Προσπάθησε να κάνει την σύνδεση και τους υπολογισμούς. «Ναι, υποθέτω πως υπάρχει κάποια σύνδεση...» Ανασήκωσε τους ώμους της.
«Η Φρέγια πρέπει να φύγει!» Η φωνή του ήταν τραχιά και ο τόνος σκληρός.
«Τι είναι αυτά που λες Κέβιν;» Φώναξε έκπληκτη μαζί με τα ξαφνικά συμπεράσματά του. «Δεν μπορεί να φύγει έτσι απλά. Μόλις ήρθε με την οικογένειά της στο Όζαρκς!»
«Είναι μαζί με τους γονείς της;»
«Ναι, είπε πως ήρθε με την οικογένειά της.»
Ο Κέβιν θυμήθηκε τότε που στα ξαφνικά η Άζρα είχε απαγορευτικό από τον πατέρα της να δει την Φρέγια και η Φρέγια από τους δικούς της γονείς να μην δει την Άζρα... «Γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο; Είδανε και πάθανε για να σας χωρίσουν... για να έχετε μια φυσιολογική ζωή!» Είπε σχεδόν έξαλλος κάνοντας την Άζρα να σοκαριστεί με την αντίδρασή του, φαίνονταν πολύ ετοιμόλογος. Τα σκέφτονταν αυτά, εδώ και χρόνια, άσχετα που δεν έλεγε λέξη στην Άζρα.
«Δεν ξέρω γιατί επιστρέψαν...» ομολόγησε η νεαρή κοπέλα «όμως είμαι σίγουρη για ένα πράγμα. Η Φρέγια δεν γνωρίζει τίποτα, δεν θυμάται απολύτως τίποτα από τότε, Κέβιν! Μόνο εγώ θυμάμαι τα πάντα...» είπε και η φωνή της ξεκίνησε να λυγίζει. «Θυμάμαι τον πόνο που μου προκαλούσε, το αίμα να ρέει από τα αφτιά μου και τα μάτια της Φρέγια, το συναίσθημα της παγωνιάς και του φόβου να με πλημμυρίζει κάθε φορά που μου έπιανε το χέρι και πως αυτό το πράγμα μέσα μου δυνάμωνε...» ένα δάκρυ αγωνίας κύλησε στο δεξί της μάγουλο. Ο Κέβιν το είδε να κατρακυλά και δεν δίστασε να την πλησιάσει.
«Σσσς...» προσπάθησε να την ηρεμήσει. Άπλωσε τα χέρια του και την παγίδευσε στην ζεστή αγκαλιά του. Εκείνη βυθίστηκε κι «απορρόφησε» όση δύναμη μπορούσε. «Θα βρούμε μια λύση, θα διώξουμε τους εφιάλτες...»
Έμεινε για λίγο ακόμα στην σφιχτή αγκαλιά του πιο αγαπημένου της ανθρώπου, μετά τον μπαμπά της, κι αφού ανέκτησε κάποιες από τις δυνάμεις της επέλεξε να μιλήσει ξανά. «Μπορείς να μείνεις εδώ απόψε;» ρώτησε για μια μικρή χάρη. «Δεν μπορώ να πω τίποτα από αυτά στον μπαμπά μου. Θα τον καταστρέψουν. Δεν μπορώ να τον δω ξανά χαμένο σε ξεχασμένα αρχαία βιβλία και να χάνει τον ύπνο του και την ψυχή του ψάχνοντας για σκοτεινή—μαύρη μαγεία και δε ξέρω και εγώ τι άλλο...» Πήρε μια βαθιά ανάσα, νιώθοντας πιεσμένη, μετά τη φλυαρία της.
«Φυσικά και μπορώ...» Την βεβαίωσε. Σήκωσε το κεφάλι της με τον δεξί του αντίχειρα και την κοίταξε κατάματα, «θα μείνω» της ψιθύρισε και ύστερα την φίλησε στοργικά στο μέτωπο. Δεν θα την άφηνε ποτέ.
«Ευχαριστώ.»Πήρε μια βαθιά ανάσα όσο ο Κέβιν είχε ακουμπισμένο το σαγόνι του στο κεφάλι της και της έτριβε την πλάτη με στοργή.
⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top