14. Scratched Past


         Παιδικοί φίλοι... Όλοι είχαμε από αυτούς. Ήταν τα πρώτα άτομα που μας συνόδευσαν στην πορεία μας στο σχολείο και μαζί τους μάθαμε την άλφα βήτα, μάθαμε να κάνουμε πρόσθεση, αφαίρεση, διαίρεση και να πολλαπλασιάζουμε, κάναμε τα πρώτα μας ξενύχτια μαζί, μένοντας ξάγρυπνοι μία ώρα παραπάνω από το συνηθισμένο και ήμασταν περήφανοι που καταφέραμε να μείνουμε ξύπνιοι τόσο αργά!

Η Φρέγια, είχε κι αυτή μια παιδική φίλη. Από την πρώτη κι' όλας φορά που μίλησε με την Άζρα ήξερε πως θα γίνουν πολύ καλές φίλες κι έτσι έγινε... Από εκείνη την μέρα κάνανε τα πάντα μαζί. Η Άζρα θυμάται τα πράγματα όπως ακριβώς είχανε γίνει ανά μεταξύ τους, με τα άσχημα και τα καλά τους, ενώ η Φρέγια θυμόταν μόνο τις όμορφες και χαριτωμένες αναμνήσεις τους, τις απλές καθημερινές τυπικές αναμνήσεις που είχαν δημιουργήσει ως απλές φίλες και ως συμμαθήτριες -με τις αληθινές και τις άσχημες αναμνήσεις να μένουν μακριά από την μνήμη της, έχοντάς τες καλά φυλαγμένες στα πιο βαθιά και σκοτεινά σημεία του υποσυνείδητου της.

[...]

          Η Άζρα πλησίασε την Φρέγια που στέκονταν στην άλλη πλευρά του μαγαζιού, όπου την είχε αφήσει να την περιμένει. Είχε πιεί όλο της το τσάι και δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει, πέρα από το να παρατηρεί τον κόσμο που έμπαινε κι έβγαινε από το Βέρμοντ με μεγάλη συχνότητα. Μόλις αντιλήφθηκε την Άζρα να την πλησιάζει βιαστική, ύψωσε το βλέμμα της και την κοίταξε στα μάτια χωρίς να γνωρίζει τα όσα έζησε πριν από λιγάκι με αυτόν τον ξένο που έμοιαζε με αρπακτικό σε κοινή θέα.

«Όλα καλά;» την ρώτησε η Φρέγια όταν αντιλήφθηκε μια ένταση στο πρόσωπό της άλλης κοπέλας.

«Ναι,» της είπε απότομα χωρίς να καταφέρει να την πείσει.

Η Φρέγια ένευσε, μη έχοντας κάτι άλλο να πει.

Η Άζρα κοίταξε πρώτα αριστερά και δεξιά για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχε καμία απειλή τριγύρω. «Πάμε να φύγουμε!» Της είπε ξαφνικά, αιφνιδιάζοντάς την κι άπλωσε το χέρι της για να την σηκώσει και να την πάρει μαζί της. Δεν ένιωθε ότι η Φρέγια ήταν και πολύ ασφαλείς εκεί...

«Να πάμε που;» απόρησε η Φρέγια κοιτάζοντάς την παραξενευμένη.

«Απλά ακολούθησέ με, πάμε!» Είπε και την τράβηξε από την καρέκλα της. «Φεύγουμε από εδώ.»

Ο Κέβιν βγήκε από την αποθήκη μετά από ένα λεπτό που ήταν μέσα και αντίκρυσε την Άζρα με μια ακόμα μια κοπέλα να φεύγουν βιαστικές από το μαγαζί.

«Ω Άζρα! Πάλι μόνο με άφησες να καθαρίσω!» Ξεφύσιξε. Δεν μπορούσε όμως να της θυμώσει... Ακόμα κι αν του έκανε την ζωή δύσκολη, του ήταν αδύνατο να της θυμώσει. Ήταν το κορίτσι που του είχε πάρει τα μυαλά, νοιάζονταν για αυτήν και ήθελε να την βλέπει μόνο χαρούμενη. Δεν βρήκε όμως ποτέ το κουράγιο να της μιλήσει για αυτά του τα αισθήματα.

Περπάτησε ως την τζαμαρία για να ελέγξει εάν είχε προλάβει να φύγει η Άζρα Τζάκσον μακριά από το Βέρμοντ... Ήταν όμως ακόμα εκεί. Ο Κέβιν στάθηκε μπροστά από την τζαμαρία και παρατηρούσε για τα επόμενα λεπτά την Άζρα να προχωράει πλάι με την ίδια άγνωστη κοπέλα που ήταν μαζί προ ολίγου. Η νεαρή κοπέλα που ακολουθούσε την Άζρα του θύμιζε κάποια από τα παλιά... δεν ήταν ακόμα σίγουρος για το ποια ήταν αλλά κόντευε να θυμηθεί και σύντομα οι «δρόμοι» τους θα διασταυρώνονταν.

Ο Κέβιν ήταν κι αυτός ένας από τους παλιούς και παιδικούς φίλους της Άζρα. Γνωρίζονταν από το δημοτικό κι έκαναν παρέα από τότε. Η μνήμη του δεν τον πρόδωσε όταν ανακάλεσε ημέρες του δημοτικού και δεν άργησε να θυμηθεί την καλύτερη φίλη της Άζρα, την Φρέγια Μπλάκγουελ. Εάν αυτή που είναι μαζί με την Άζρα ήταν η μια και μοναδική Φρέγια Μπλάκγουελ τότε αυτό μόνο ένα πράγμα σήμαινε για την Άζρα... κι ο Κέβιν το είχε καταλάβει.

[...]

          Μόλις εν τέλη τα δυο κορίτσια μπήκαν στο αμάξι έβαλαν και οι δυο τους ζώνες και ξεκίνησαν για το σπίτι της Φρέγια, κάτι το οποίο είχε αποφασίσει μόνη της η Άζρα.

«Θα σε πάω στο σπίτι σου, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σένα!» Ξεφύσιξε η Άζρα έχοντας τα μάτια της στον δρόμο. Οι τύψεις της για το ότι δεν της έλεγε πως κινδύνευσε στο Βέρμοντ από έναν άγνωστο άνδρα, μεγάλωναν με την ώρα και έτσι ήθελε να την πάει κάπου ώστε να είναι ασφαλής.

«Οκ, μπορείς να το κάνεις αυτό... Επίσης θα μπορούσες να έρθεις και για μεσημεριανό!» Πρότεινε ενθουσιώδες η Φρέγια μόλις βρήκε την ευκαιρία να την καλέσει στο σπίτι της, με τον απώτερο σκοπό να μείνουν περισσότερη ώρα μαζί ώστε να προσπαθήσει να της αποσπάσει πληροφορίες που θα μπορούσαν να τις φανούν χρήσιμες.

Με αυτή τη πρόταση και μόνο προκάλεσε στην Άζρα μια μικρή κρίση πανικού. Δεν μπορούσε να πάει στο σπίτι της Φρέγια! Εδώ ίσα ίσα που κατάφερε να «κρυφτεί» από την Φρέγια, για το ότι είναι η παιδική της φίλη, πως θα κατάφερνε να κρυφτεί και από ακόμα δυο άτομα; Ήταν σίγουρη ότι οι γονείς της Φρέγια θα την αναγνώριζαν αμέσως, με το που την έβλεπαν στο σπίτι τους. Τα χέρια της Άζρα άρχισαν να ιδρώνουν πάνω στο δερμάτινο μαύρο κάλυμμα του τιμονιού της.

«Νομίζω οι γονείς μου έχουν πια ετοιμάσει τα πάντα στο σπίτι και όλα είναι στη θέση τους μετά την μετακόμιση, οπότε... τι λες;»

«Εμ, άστο καλύτερα, μην σας ενοχλώ. Λογικά ακόμα θα προσαρμόζεστε...» έκανε μια μικρή πρώτη προσπάθεια να το αποφύγει.

«Δεν μπορεί να το λες σοβαρά!» Γέλασε σιγανά η Φρέγια. «Το ξες ότι δεν γνωρίζω κανέναν στην πόλη;» Γύρισε να κοιτάξει την Άζρα. «Είμαι στο Όζαρκς πόσες μέρες; Τέσσερις; Πέντε; Θα ήταν τέλειο εάν ερχόσουν για παρέα, χρειάζομαι μια φίλη...» Η Φρέγια ένιωθε ανασφάλεια όταν ήταν μόνη της, πάντα ήθελε κάποιον να στέκεται δίπλα της. Ήταν από εκείνα τα άτομα που μόνα τους δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά, γιατί ήταν ανασφαλή. Χρειάζονταν ένα παρτενέρ πάντα στο πλάι της.

Το στομάχι της Άζρα σφίχτηκε. Ξαφνικά διακυβεύονταν πολλά. Ειδικά μετά από αυτήν την αναπάντεχη απειλή που εμφανίστηκε το πρωί στο μαγαζί, δεν μπορούσε με τίποτα να ρισκάρει να αφήσει την Φρέγια να την θυμηθεί. Αν συνέβαινε αυτό, όλες οι κακιές και άσχημες αναμνήσεις θα επέστρεφαν στο μυαλό της και θα την βασάνιζαν. Πιθανότατα τώρα, ως πιο ώριμη και συνειδητοποιημένη, να τρομοκρατούνταν από όσα της είχε κάνει τότε η Άζρα και να έτρεχε μακριά της φοβισμένη. Έτσι, αντί αυτού, προτίμησε η Άζρα να τρέξει αυτή μακριά της πρώτη.

«Λυπάμαι Φρέγια, αλλά δε μπορώ...» Είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε αρνούμενη.

Τα μούτρα της Φρέγια έδειχναν πιο λυπημένα από ποτέ. Ήθελε λίγη παρέα, αλλά η Άζρα συνέχιζε να της αρνείται το οτιδήποτε, πράγμα που την τσάντιζε και την ωθούσε στα άκρα κάθε φορά που άκουγε όχι. Δεν καταλάβαινε γιατί δέχονταν τέτοια άρνηση... Όχι μόνο από την Άζρα, αλλά κι από τους γονείς της.

«Που μένεις; Πες μου που να πάω.» Διέκοψε τις δυσάρεστες και ανήσυχες σκέψεις της Φρέγια.

«Στρίψε από εκεί, πάει πιο γρήγορα!» Η Φρέγια της έδειχνε -για κάποιον λόγο που η Άζρα δεν καταλάβαινε- τον παράδρομο που σε έβγαζε στον κεντρικό δρόμο.

«Στον κεντρικό;» Απόρησε αλλά ακολούθησε τις οδηγίες της άλλης κοπέλας ούτως ή άλλως.

«Ναι.»

«Καλά, δεν μένεις στο Όζαρκς;» Ρώτησε έντονα στρέφοντας τα μάτια της προς την Φρέγια απορημένη.

«Μένω στο βουνό Βέρμοντ, επιστρέψαμε με την οικογένειά μου στην έπαυλη του Βέρμοντ.» Αποκάλυψε η Φρέγια όλο καμάρι για το σπίτι της στην Άζρα, κάνοντάς την να ανατριχιάσει.

«Ακριβώς εκεί όπου μέναμε πριν χρόνια στο Όζαρκς, στο ίδιο σπίτι!» Της εξήγησε, με δεδομένο ότι η Άζρα θυμόταν. Για λίγο φάνηκε να διστάζει να συνεχίσει τα λεγόμενά της. Δεν το πολυσκέφτηκε όμως, συνέχισε να μιλά για το παρελθόν περιμένοντας να δει την αντίδραση της άλλης κοπέλας. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να την ψαρώσει για να μάθει γιατί η Άζρα απομακρύνονταν από εκείνη και αρνούνταν να παραδεχτεί κάτι πρωτοφανές πια.

«Μάλλον έπαθες κάποιου είδους αμνησία και με έχεις ξεχάσει... ή... μήπως εγώ έκανα κάτι τόσο κακό, που εγώ έχω ξεχάσει, και με μίσησες από τότε για αυτό και τώρα που επέστρεψα σου κατέστρεψα τη ζωή με την παρουσία μου και δεν με θες τριγύρω σου ή... τι;» συνέχισε να μονολογεί αδίκως, καθώς κανείς δεν την άκουγε...

Εκείνη την στιγμή η νεαρή Τζάκσον πάγωσε στην θέση της, συνέχισε να οδηγεί τελείως μηχανικά χωρίς να σκέφτεται, υπό τον υστερικό μονόλογο της Φρέγια Μπλάκγουελ. Για μια στιγμή έχασε -χωρίς καμιά προειδοποίηση- τον έλεγχο του αμαξιού της, για τα καλά εκείνη τη φορά. Οι ρόδες γλίστρησαν στο έδαφος και έκαναν ένα ελαφρύ σλάλομ στην βρεγμένη γκρίζα άσφαλτο του κεντρικού δρόμου, κάνοντας την καρδιά της Φρέγια να παραλύει από τον πανικό και να πάψει να μιλάει μόλις ένιωσε την απότομη κίνηση του αυτοκινήτου που παραλίγο να βγει από τον δρόμο. Την ίδια στιγμή άνοιξαν διάπλατα τα πράσινα μάτια της Άζρα φέρνοντάς την με τον πιο βίαιο τρόπο πίσω στην πραγματικότητα.

«Άζρα, τι στο διάολο; Πρόσεχε!» Της φώναξε πανικόβλητη έτοιμη να βρίσει τα πάντα γύρω της. «Όλα καλά;» Ρώτησε έντονα, για να την κάνει να συνέλθει, μόλις πήρε μια βαθιά ανάσα για να καθησυχάσει κι εκείνη τον εαυτό της όσο γινόταν. Έδειχνε τελείως ανήσυχη με την αγωνία να διαγράφεται στα έντονα χαρακτηριστικά του προσώπου της.

«Ναι» απάντησε εντελώς απότομα και άχρωμα. «Ήταν μια λακκούβα. Ευτυχώς την είδα και δεν πέσαμε μέσα.»

«Οκ...» Η Φρέγια ξεφύσιξε χωρίς να επεκταθεί.

Ήταν ξεκάθαρο ότι η Άζρα είπε ψέματα για την λακκούβα. Προφανώς και δεν υπήρχε καμία λακκούβα, απλά τα έχασε τελείως μόλις έμαθε ότι η Φρέγια έμενε στο ίδιο σπίτι όπως και παλιά... Οι δυο τους είχαν μερικές κοινές αναμνήσεις σε εκείνο το μεγάλο, αρχοντικό σπίτι των Μπλάκγουελ. Γύρω στα εφτά τους, τα καλοκαίρια έπαιζαν παρέα στην βεράντα καθώς χάζευαν την αχανή έκταση των καταπράσινων δέντρων του δάσους, την ώρα που ο ήλιος έδυε. Ήταν ένα μαγευτικό θέαμα και για τις δυο νεαρές κοπέλες που τις έκοβε την ανάσα κάθε φορά που το αντίκριζαν. Τότε τα δάση του Όζαρκς, στα μάτια της Άζρα, δεν ήταν τόσο τρομακτικά όσο είναι τώρα, τα πλάσματα που έρπονταν κάτω από τα θεόρατα έλατα ήταν άγνωστα σε αυτή... Τώρα γνωρίζει πολλά σκοτεινά γεγονότα για την πόλη και ήταν σίγουρη πως δεν μαγεύεται πια από ένα απλό ηλιοβασίλεμα με θέα τις βουνοκορφές του Όζαρκς.

«Ξέρεις που είναι;» η Φρέγια επανέλαβε για τρίτη φορά στην Άζρα -με βαρύτερη φωνή αυτήν την φορά- και εκείνη επανήλθε στην πραγματικότητα μόλις άκουσε την δυνατή φωνή της Φρέγια από το βάθος να την καλεί.

Η οδηγός έστρεψε τον κορμό της προς την άλλη κοπέλα και την κοίταξε ανέκφραστη, το βλέμμα της ήταν κενό και χαμένο και πάλι. Την παρατηρούσε χωρίς να λέει κουβέντα ενώ διέσχιζε μια μακριά ευθεία του κεντρικού δρόμου, παράλληλα από χιλιάδες σκιές συστάδες δέντρων του δάσους. Η Άζρα έκανε τόσο βαθιές σκέψεις που είχε αποκοπεί για τα καλά με τον έξω κόσμο -για ακόμα μια φορά σήμερα. Δεν ήξερε πως οδήγησε και έφτασε ως και τις παρυφές του βουνού. Ούτε που το είχε καταλάβει ότι είχε καλύψει την μισή διαδρομή. «Συγνώμη, κάτι σκεφτόμουν.» Ψέλλισε ακόμα μια φορά βαριεστημένα χωρίς να δώσει ιδιαίτερη προσοχή.

Η Φρέγια ξεφύσιξε αθόρυβα, παραδομένη και παραξενεμένη με την υπερβολικά περίεργη συμπεριφορά που έβλεπε στην Άζρα όλη μέρα... Αλλά ούτε κι αυτήν την φορά είπε κάτι. Επέστρεψε τον κορμό της πίσω, στην πλάτη του καθίσματος, σκεπτόμενη για το τι μπορεί να συνέβαινε με εκείνη. Ήταν όντως αρκετά παράδοξο όλο αυτό που συνέβαινε ανά μεταξύ τους. Η Άζρα αρνούνταν να της μιλήσει αρχικά, ενώ ύστερα και να την κάνει παρέα. Επιπλέον, αρνούνταν πεισματικά να την θυμηθεί από την πρώτη κιόλας, τυχαίας, συνάντηση που είχαν οι δυο τους -ενώ η Φρέγια ήταν τόσο μα τόσο σίγουρη ότι η Άζρα Τζάκσον που είχε δίπλα της αυτήν ακριβώς την στιγμή ήταν η ίδια μικρή Άζρα που έκαναν παρέα όταν ήταν νηπιαγωγείο και αρχές δημοτικού. Αυτό, λοιπόν, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί μόνο μέσω των γονιών της!

Εάν λοιπόν έφερνε την Άζρα στο σπίτι, οι γονείς της θα την επιβεβαίωναν αν όντως αυτή είναι η παιδική της φίλη και θα επιβεβαιώνονταν ότι δεν ήταν τρελή αρκετά για να πιστεύει κάτι τέτοιο. Σε περίπτωση που αρνούνταν και τότε η Άζρα, η Φρέγια δεν ήξερε πως θα αντιδρούσε απέναντί της. Σίγουρα θα ανησυχούσε για την Άζρα, αλλά δεν είχε στο μυαλό της τίποτα συγκεκριμένο προς το παρόν.

Μόλις οι ρόδες του αυτοκινήτου κύλισαν στην ασφαλτόστρωση του οικοπέδου των Μπλάκγουελ, η Άζρα ξεκίνησε να ιδρώνει. Αρχικά ευχήθηκε να μην βρίσκονται εκεί οι γονείς της Φρέγια, για να μην την δούνε. Σίγουρα θα άνοιγαν κουβέντα μαζί της, θα την παρατηρούσανε καλά καλά και όταν θα την σύστηνε η Φρέγια σε αυτούς οι σκέψεις τους θα παίρνανε επικίνδυνες στροφές φτάνοντας στο παρελθόν -αν δεν την είχανε ήδη καταλάβει από νωρίτερα. Δεν είχε καμιά όρεξη να ρισκάρει να μαθευτεί πως έχει έρθει σε επαφή με την Φρέγια, μετά την σκόπιμη απομάκρυνσή της από την πόλη. Θα ήταν καταστροφικό για εκείνη. Θα ήταν καταστροφικό και για τις δυο.

Δεν θα έπρεπε καν να επικοινωνήσουν μετά από εκείνη την αλληλεπίδρασή τους στην καφετέρια Βέρμοντ, αλλά να που τώρα αναγκάστηκε να την επιστρέψει σπίτι, αφού πρώτα πέρασε ένα ολόκληρο πρωινό μαζί της. Ήταν πολύ επικίνδυνο οι δυο τους να έρθουν σε στενή επαφή μετά από την φυγή των Μπλάκγουελ από το Όζαρκς. Έφυγαν για κάποιον λόγο... Έφυγαν γιατί ήταν επικίνδυνο η Φρέγια να είναι κοντά στην Άζρα. Αλλά τώρα γιατί επέστρεψαν στο Όζαρκς; Δεν καταλάβαινε το γιατί η Άζρα και παρόλο που θα ήθελε πολύ να μάθει, δεν τολμούσε να ζητήσει εξηγήσεις.

Αν δεν υπήρχε κάποιος σοβαρός λόγος θα τους έλεγε να ξεκουμπιστούνε από την πόλη, να μαζέψουν τα πράγματά τους και να φύγουν από εκεί -όπως ακριβώς πολύ καλά έκαναν και δεκατέσσερα χρόνια πριν.

«Θα έρθεις;» Η φωνή της Φρέγια έσπασε την σιωπή. Η μηχανή του αυτοκινήτου είχε σβήσει εδώ και ώρα και καμία από τις δυο δεν είχε πει κουβέντα αλλά ούτε είχε κουνηθεί για λίγο.

«Ακολούθησέ με!» Ζήτησε η Φρέγια ευγενικά από την Άζρα και ύστερα βγήκε από το αυτοκίνητο.

Τα λεύκα παπούτσια της, που είχαν γίνει καφέ από την λάσπη που συνάντησε το πρωί στο δάσος και κατέληξαν να λερώσουν την πεντακάθαρη άσφαλτο του δρόμου τους. Περπάτησε αφήνοντας μεγάλα λασπωμένα στίγματα στο διάβα της, φτάνοντας τελικά ως τα μπεζ πλακάκια της εξωτερικής αυλής τους, όπου και εν τέλη στάθηκε για να περιμένει την Άζρα.

Η Άζρα παρατηρούσε την Φρέγια πίσω από το σκούρο τζάμι του αυτοκινήτου της. Το θαμπό φως του μεσημεριού, που ο ήλιος εξέπεμπε πίσω από τον συννεφιασμένο ουρανό, την ανάγκαζε να κλείνει ελάχιστα τα μάτια της για να βλέπει χωρίς να στραβώνεται από το φως, τα φρύδια της έσμιγαν και η έκφραση που είχε πάρει εκείνη την στιγμή ήταν από τις πιο σκεπτικές της. Η Φρέγια στέκονταν ακίνητη μπροστά στην αυλή της έπαυλης και περίμενε την Άζρα να την ακολουθήσει ως μέσα στο σπίτι.

Η Άζρα όμως ήθελε να βγει να της μιλήσει, να τα τελειώσει όλα μια για πάντα, ώστε να μην ξαναειδωθούνε ποτέ ξανά οι δυο τους. Όμως δεν είχε τα κότσια. Δείλιασε πολλαπλές φορές ως τώρα. Ακόμα κι όταν το είχε εφαρμόσει, η Φρέγια δεν έμεινε για πολύ μακριά της. Έπρεπε να της το ξαναπεί λοιπόν, να την κάνει να το κάνει ξεκάθαρο και να ξεμπερδέψει. Αποφασισμένη να δώσει ένα τέλος στην παρέα τους βγήκε από το αμάξι σκυθρωπή, αγανακτισμένη με την ξαφνική τροπή που πήρε η κατάσταση, αναγκασμένη πια και έτοιμη να πράξει όπως θα έπρεπε να πράξει για να γλυτώσει από τα χειρότερα.

Βγήκε έξω και έκλεισε, χτυπώντας με δύναμη, την πόρτα του αυτοκινήτου πίσω της κι αμέσως μετά περπάτησε κατά πρόσωπο προς την Φρέγια. Έκανε το πρώτο βήμα και μόλις ένιωσε την υγρασία να την κατακλύζει φόρεσε με μια γρήγορη κίνηση την κουκούλα της ζακέτας της καλύπτοντας το κεφάλι της και τα αφτιά της. Χάραξε την ίδια πορεία που είχε κάνει και η Φρέγια, περπατώντας παράλληλα από τα βήματά της κι άφηνε επίσης τις δικές της λάσπες και στίγματα ως και την αυλή.

«Λοιπόν, πάμε μέσα;» Ρώτησε η Φρέγια, με την αγωνία να γλιστρά από την άκρη της γλώσσας της, κοιτάζοντας την Άζρα με απορία.

«Δεν μπορώ, συγνώμη!» Είπε αμέσως η Άζρα σιγομουρμουρώντας, πριν προλάβει να της αλλάξει γνώμη. «Βιάζομαι, έχω μερικές δουλειές που με περιμένουνε και...» σταμάτησε απότομα.

Άθελά της, στην προσπάθειά της να την αποφύγει, κοίταξε πίσω από τους ώμους της Φρέγια, αντίκρισε το μεγάλο κτίσμα που τόσα χρόνια είχε να δει από τόσο κοντά και της έκοψε την ανάσα. Το έβλεπε από μακριά, μονάχα από την πλατεία του Όζαρκς καμιά φορά όταν κάθονταν στο παγκάκι που κοίταζε προς το βουνό Βέρμοντ. Δεν περίμενε όμως με τίποτα να το επισκεφτεί τόσο σύντομα...

«Να σου δείξω κάτι θέλω μόνο, δεν θα κάνουμε πολύ...» Είπε η Φρέγια κοιτάζοντάς την βαθιά στα μάτια παρακλητικά.

Η Άζρα ξεφύσιξε αλλάζοντας οπτική γωνία. Κοίταξε προς την πόλη αυτήν την φορά, για να κάνει το μυαλό της να ξεφύγει για λιγάκι. Φαίνονταν ακόμα και το σπίτι της από εκεί πάνω.

Εντάξει. Σκέφτηκε να πει, αλλά δεν ήταν αρκετά δυνατή για αυτό. Έτσι άπλα ένευσε σιωπηλά χαρίζοντας ένα κύμα ενθουσιασμού στην Φρέγια, η οποία θα είχε μετά από καιρό την πρώτη της επισκέπτρια στο σπίτι της.

«Έλα, μην στέκεσαι εκεί!» Την τράβηξε από τον αγκώνα βγάζοντας το χέρι της Άζρα από τις τσέπες όπου το είχε τοποθετημένο εκείνη δάγκωσε το κάτω χείλος της σφίγγοντας τα δόντια της και ύστερα περπάτησε πλάι στην Φρέγια προσπαθώντας να συμβαδίσει με το βιαστικό περπάτημά της.

Τα δυο κορίτσια μπήκαν στο σπίτι των Μπλάκγουελ και πέρασαν γρήγορα το χολ χωρίς να μείνουν στιγμή εκεί. Μπαίνοντας στο σαλόνι σαν σίφουνες η Άζρα ίσα που πρόλαβε να ρίξει μια βιαστική ματιά στον χώρο -έτσι δεν πρόλαβε και να νιώσει περίεργα που βρίσκονταν εκεί μετά από τόσα χρόνια και μετά από τόσες αναμνήσεις που είχε σε εκείνο το μέρος. Ύστερα βγαίνοντας στην βεράντα δεν μπόρεσε να αντισταθεί και να μην κοιτάξει την θέα, εκεί τα συναισθήματά της ναυάγησαν. Ήρθε αντιμέτωπη με το θέαμα που την έκανε μικρότερη να ονειρεύεται, να φτιάχνει ιστορίες και όμορφες εικόνες στο μυαλό της.

Όταν ζωγράφιζε πάντα έκανε και τα δάση του Όζαρκς. Της άρεζε τόσο πολύ να τα ζωγραφίζει, γιατί ζωγραφίζοντάς τα χρησιμοποιούσε όλα τα χρώματα που είχε! Πράσινο στα δέντρα της άνοιξης, κίτρινο και πορτοκαλί για τα δέντρα του φθινοπώρου, καφέ για τους πελώριους κορμούς τους -που τότε έμοιαζαν να φτάνουν στον ουρανό- κόκκινο για τις χιλιάδες σκεπές των σπιτιών της πόλης και τον κόκκινο ουρανό στο ηλιοβασίλεμα, μπλε της λίμνης, λευκό για το χιόνι του χειμώνα που κάλυπτε κάθε κομμάτι της μικρής τους πόλης και πάγωνε τους δρόμους και την λίμνη, γκρίζο ή γαλάζιο για τον ουρανό -ανάλογα κάθε φορά με τη διάθεσή της- ενώ τα υπόλοιπα χρώματα μοιράζονταν στα αυτοκίνητα που σχεδίαζε στους δρόμους, ή στα υπόλοιπα κτίρια... Από μικρή αγαπούσε αυτήν την πόλη, ακόμα κι όταν ανακάλυψε το σκοτάδι της συνέχισε να την αγαπάει, έγινε ένα με το σκοτάδι και εκείνο την αγκάλιασε σφιχτά. Η Άζρα ήταν το Όζαρκς και το Όζαρκς ήταν μέσα στην Άζρα.

«Λοιπόν;» άνοιξε τα χέρια της η Φρέγια φέρνοντάς τα στο ίδιο ύψος με τους ώμους της. «Σου αρέσει η θέα;» Έκανε μερικά βήματα γύρω από τον εαυτό της -σαν μια μικρή σβούρα- έχοντας κλειστά τα μάτια της. Η αντηλιά την έκανε να δακρύσει κι έσφιξε τους βολβούς των ματιών της, κρατώντας τα κλειστά για λίγο ακόμα. Ακριβώς αυτό ήθελε να δείξει στην Άζρα, ήξερε πως το θέαμα που θα της παρείχε από εδώ πάνω θα την μάγευε και θα τα ξεχνούσε όλα -το να την αποπαίρνει, να την στριμώχνει στον τοίχο λέγοντας απανωτά όχι και να αρνείται το κοινό παρελθόν τους.

«Είναι πανέμορφη η θέα!» Παραδέχθηκε μετά από λίγο η Άζρα αφήνοντας για λίγο στην άκρη ότι είχε σκεφτεί να πει στην Φρέγια βγάζοντας τις σκέψεις της σωστές. Το σχέδιό της πέτυχε!

«Σου το είχα πει!» Της χαμογέλασε δικαιωμένη η άλλη κοπέλα και η Άζρα έκανε μια γενναία προσπάθεια να χαμογελάσει κι εκείνη φιλικά -σχεδόν τα κατάφερε. «Έλα να καθίσουμε.» Είπε η Φρέγια και προχώρησε προς τις καρέκλες που είχαν στην βεράντα τους προσδοκώντας να την ακολουθήσει.

Η Άζρα δεν συνέχισε την κουβέντα αλλά ούτε και ακολούθησε την Φρέγια αφήνοντάς την να προχωράει μόνη της μακριά. Αντίθετα, περπάτησε από την άλλη μεριά κι απομακρύνθηκε από την Φρέγια. Εκείνη προφανώς και παραξενεύτηκε, όταν την είδε να το κάνει όμως άφησε την Άζρα να προχωρήσει καθώς φαίνονταν πως έψαχνε κάτι και δεν την απέφευγε επίτηδες.

Όταν η Άζρα έφτασε ως την μέση, όπου και σταμάτησε, κοίταζε γύρω της για να βεβαιωθεί ότι βρίσκονταν στην μέση της βεράντας. Ύστερα απλά κοίταξε στην ξύλινη επιφάνειάς της, ανάμεσα από τα γόνατά της, και ξεκίνησε να μετράει τα βήματά της κατευθυνόμενη μπροστά στα κάγκελα. Ένα, δυο, τρία, τέσσερα, πέντε... Στοπ! Κι εκεί, σε εκείνο το σημείο έστρεψε το κεφάλι της λιγάκι δεξιά, στην ξύλινη κολόνα του κιγκλιδώματος ακριβώς μπροστά στα πόδια της. Πλησίασε αυθόρμητα χωρίς να το σκεφτεί και γονάτισε με σκοπό να κοίταξε στα πλάγια της μικρής ξύλινης κολόνας, συναντώντας επιτέλους αυτό που έψαχνε.

Το βλέμμα της Φρέγιας -που παρακολουθούσε με προσοχή την Άζρα τόση ώρα να κινείτε περίεργη στον χώρο- συνοφρύωσε μόλις μια ανάμνηση που δεν θυμόταν πως έχει, από την βεράντα, επέστρεψε στον νου της σαν αστραπή! Έβαλε τον νου της να δουλέψει. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε πολλές αναμνήσεις από την Άζρα, όλα ήταν επιλεκτικά και διακοπτόμενα. Ήταν τόσο παράξενο. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα! Ήταν λες και είχε πέσει ένας τοίχος ανάμεσα σε αυτήν και τις αναμνήσεις της με την Άζρα και δεν μπορούσε να τις δει... Γιατί;

Η επόμενη σκέψη της ήταν να τρέξει κοντά στην Άζρα καθώς η περιέργειά της την έτρωγε βαθιά. Έτσι έτρεξε ως την Άζρα και γονάτισε γρήγορα δίπλα της. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά και γεμάτη από αγωνία. Έσκυψε κοντά στο κιγκλίδωμα, όπως ακριβώς και η Άζρα, και κοίταξε εξετάζοντας πιθαμή προς πιθαμή το ξύλινο κολονάκι. Τα μάτια της έπεσαν αμέσως εκεί όπου υπήρχαν χαραγμένα δυο ονόματα, «Φρέγια» και «Άζρα».

⎯⎯⎯ ☽ ⎯⎯⎯
  

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top