13. The Returned Man

Μια σκοτεινή φιγούρα κύλησε αρμονικά ανάμεσα από τις σκιές του Όζαρκς. Η πλαγιά του Βέρμοντ, εκεί όπου η ομίχλη απλώνονταν ομοιόμορφα κι έγλυφε τον κορμό κάθε αιώνιου δέντρου, δημιουργούσε μια θεόρατη σκιά καλύπτοντας σχεδόν τη μισή πόλη από το ζεστό και φιλόξενο φως του ήλιου, καθιστώντας το Όζαρκς να δείχνει ακριβώς το αντίθετο -κρύο κι αφιλόξενο.

Σε ανύποπτο χρόνο ακούστηκαν τα ελαφριά βήματα ενός πλάσματος ενώ ταυτόχρονα το θρόισμα του ανέμου που σάρωνε την περιοχή ηχούσαν στα αφτιά του κάθε περαστικού. Το σφύριγμα των σκιών στα σκοτεινά σημεία του Όζαρκς δημιουργεί μια νέα διάσταση. Είναι μια σκοτεινή αντανάκλαση, μια ηχώ του κόσμου μας. Είναι ένας χώρος της καταδίκης, της αποσύνθεσης και του θανάτου. Ένα επίπεδο εκτός φάσης. Ένα μέρος με τέρατα. Είναι ακριβώς δίπλα σας και ακόμη δεν το βλέπετε... Το απόκοσμο πλάσμα, μέρος αυτού του κόσμου, ακούμπησε την πλάτη του σε ένα γέρικο κορμό ενός έλατου. Από εκεί, με την ενισχυμένη-υπερφυσική του όραση ατένισε τον ορίζοντας φτάνοντας το βλέμμα του ως και την πόλη. Διέκρινε ακόμα και τις λεπτομέρειες, έβλεπε κάτω από τις σκιές, πέρα από την αντανάκλαση, κλείνοντας τα αφτιά του στην τρομακτική ηχώ του ανθρώπινου τούτου κόσμου.

[...]

Στην άλλη πλευρά του βουνού, λίγο πιο χαμηλά, κοντά στη λίμνη, τα δυο κορίτσια έφτασαν στο όχημα της Άζρα και μπήκαν με ασφάλεια αμέσως και οι δυο τους μέσα. Η Άζρα έβαλε μπρος το αυτοκίνητο και ξεκίνησε να οδηγεί αθόρυβα, χωρίς να βγάλει άχνα καθ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής ως κι εκείνη τη στιγμή. Κοίταζε με κενό κι ανέκφραστο βλέμμα τον ασφαλτόδρομο που απλώνονταν μακρύς και υγρός μπροστά της. Ο ορίζοντας απέναντί της, της έμοιαζε άπειρος, ατελείωτος, άπιαστος... Ένιωθε τόσο έξω από τα νερά της ξαφνικά. Ήταν λίγο και η αμηχανία που βρίσκονταν η Φρέγια στο αμάξι μαζί της, δίπλα της... μετά από τόσα χρόνια! Θύμισε ξανά στον εαυτό της, το θεατράκι που ήταν αποφασισμένη να παίξει. Υποτίθεται πως δεν θυμόταν την Φρέγια από παλιά, υποτίθεται δεν ήξερε καν ποια είναι... οπότε, θα έπρεπε να υποδύεται -κάθε φορά που της μιλούσε- ότι δεν την αναγνωρίζει, ότι δεν την έχει γνωρίσει ποτέ. Γι' αυτό, εκείνη την δύσκολη στιγμή, προτίμησε την σιωπή από οποιαδήποτε κουβέντα που πιθανότατα θα την έφερνε γρήγορα σε δύσκολη θέση.

Ακολούθησε την στροφή από τον πρώτο παράδρομο που βρήκε στο διάβα της και βγήκε στον δημόσιο δρόμο αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτητα. Εδώ και ώρα κρατούσε το τιμόνι μονάχα με το δεξί της χέρι, ενώ το αριστερό της το είχε λυγισμένο και ακουμπισμένο στην πόρτα του αυτοκινήτου στο πλάι της, μπροστά από το παράθυρο. Είχε γείρει κιόλας ελαφρώς πάνω του και είχε βυθίσει για τα καλά, το πλάγιο μέρος από το μέτωπό της, στην κρύα παλάμη της.

Η οδήγησή της Άζρα ήταν τελείως απότομη εκείνη την μέρα, με νευρικά κι απότομα φρεναρίσματα, αλλοπρόσαλλη αυξομείωση της ταχύτητας και παράνομες προσπεράσεις αργών αυτοκινήτων αλλά και φαναριών. Όλα αυτά διότι οι σκέψεις της δεν της επέτρεπαν και δεν της άφηναν χώρο να σκεφτεί κάτι άλλο πέραν του ότι έπρεπε να βρει τον ιδανικό κι άμεσο τρόπο να απομακρύνει την Φρέγια από την ζωή της... Κάτι που ως τώρα δεν κατάφερνε και πολύ καλά...

[...]

Το βράδυ που πέρασε η Άζρα Τζάκσον είχε πάλι το ίδιο όνειρο! Το πρώτο πράγμα που είδε μόλις έκλεισε τα μάτια της το προηγούμενο βράδυ, η νεαρή κοπέλα, ήταν αυτή η γνωστά πια σκιά που κινούνταν σαν σατανικό αερικό στα όνειρά της. Την θυμούνταν από παλιά, ξεκάθαρα... Την έκανε να αναρωτιέται για το ποια είναι πραγματικά αυτή η γυναίκα και γιατί επιμένει να την επισκέπτεται στους εφιάλτες της. Κάτι συνέβαινε και το είχε καταλάβει πια, όλα αυτά είχαν ένα απώτερο και βαθύτερο νόημα. Είχε καταλάβει ότι δεν ήταν απλοί εφιάλτες. Τώρα έπρεπε να το διερευνήσει ξανά, όπως παλιότερα, όταν ήταν δημοτικό και συνέβαινε ακριβώς το ίδιο. Αυτήν την φορά όμως ήταν αρκετά πιο ώριμη για να βοηθήσει τον εαυτό της και δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι -με εκείνη να ταλαιπωρείτε κάθε νύχτα που περνούσε, όλο και περισσότερο.

Ήξερε πολύ καλά πως η άφιξη της Φρέγια Μπλάκγουελ ήταν ένας από τους πολύ σημαντικούς λόγους που οι εφιάλτες της επέστρεψαν. Όταν ήταν μικρές και κάνανε παρέα συνέβαινε το ίδιο! Είχαν σταματήσει όταν η μια αποχωρίστηκε την άλλη, όταν χώρισαν οι δρόμοι τους. Τώρα που ξανάσμιξαν και οι εφιάλτες της ξαναξεκίνησαν έπρεπε να βρει μια λύση για αυτό που προκαλούσε η παρουσία της Φρέγια στην ίδια, την Άζρα.

[...]

Το πλάσμα που βρέθηκε στο Όζαρκς εκείνο το πρωινό στο φθινοπωρινό Όζαρκς ξεκίνησε να κατηφορίζει την πλαγιά αποφασισμένο, με τελική του κατεύθυνση την πόλη του Όζαρκς. Κάτι φήμες είχαν φέρει αυτόν τον άνδρα ως εκεί και σκόπευε να τις εξακριβώσει ο ίδιος -να τις επιβεβαιώσει ή να τις διαψεύσει. Είχαν ακούσει πολλά τα αφτιά του, πολλά στόματα μιλούσαν για κάτι που εκείνος έβρισκε αδύνατον να ισχύει... κι ακόμα κι αν ίσχυε ήταν έτοιμος για τα χειρότερα, είχε μάθει πια πως λειτουργούν τα πράγματα, ήξερε να χειρίζεται καλά δύσκολες καταστάσεις.

Πέρασε μέσα από λασπώδες εκτάσεις, φτάνοντας τελικά στον κεντρικό δρόμο με λερωμένα παπούτσια. Τα βήματά του άφηναν σημάδια στην άσφαλτο υποδεικνύοντας την πορεία της διαδρομής που ακολούθησε. Πολλά αυτοκίνητα περνούσαν από το πλάι, του καθώς διέσχιζε πεζός τον κεντρικό δημόσιο δρόμο, που κάλυπτε περιμετρικά την πόλη του Όζαρκς. Η απόσταση ήταν τεράστια, θα του έπαιρνε ώρες για να φτάσει στο σημείο όπου ήθελε, αλλά αυτός συνέχισε το περπάτημά ούτως ή άλλως, αργά και σταθερά. Αργά γιατί σκόπευε να αξιοποιήσει πλήρως τον χρόνο που του δίνονταν για σκεφτεί, σταθερά γιατί είχε τον πλήρη έλεγχο του σώματός του, της αναπνοής και των χτύπων της καρδιάς του. Δεν ανέπνεε πολύ, δεν του χρειάζονταν και τόσο, ήταν βρικόλακες και οι βρικόλακες επιβίωναν με ελάχιστο οξυγόνο έως και καθόλου.

Έτσι ακριβώς συνέχισε να βαδίζει προς το Όζαρκς, με τη μαύρη καμπαρντίνα του να καλύπτει τους στιβαρούς του ώμους, τον κορμό του και να τον προστατεύει από τον άνεμο που είχε σηκωθεί. Οι πολίτες που τυχαία περνούσαν από τον δρόμο, που εκείνος διέσχιζε, τον κοίταζαν περίεργοι και σαστισμένοι. Παράξενα βλέμματα έστρεφαν τους βολβούς των ματιών τους στα παράθυρά τους και τον κοιτούσαν σχεδόν επίμονα. Εκείνος όμως δεν έδωσε καν σημασία σε κανένα διερχόμενο, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να φτάσει γρήγορα στο Όζαρκς. Είχε κάνει πολύ δρόμο ως τώρα, ταξίδευε δύο με τρία εικοσιτετράωρα και είχε έρθει η στιγμή να αντιμετωπίσει αυτήν, που όλοι συζητούσαν πως είχε επιστρέψει στο Όζαρκς μετά από πολλά χρόνια...

[...]

Όταν η Άζρα τράβηξε το χειρόφρενο είχε φτάσει στη μπριού του Βέρμοντ. Ξαφνικά, πριν κάνει την επόμενη κίνησή της, για να πιάσει το χερούλι της πόρτας, άκουσε ένα ξερό κι αμήχανο βήξιμο προερχόμενο από τα αριστερά της. Έστριψε το βλέμμα της προς τα εκεί αντικρίζοντας την... Φρέγια.

«Ωωω, Θεέ μου!» Σχεδόν ούρλιαξε. Ύστερα έκανε μια απότομη κίνηση με τα χέρια της, κρατώντας τα κολλημένα στο σώμα της έχοντας λυγισμένους τους αγκώνες της σε ορθή γωνία ενώ ταυτόχρονα τέντωσε έντονα τα δάκτυλά της, κάνοντας τα να δείχνουν με άγριες σκουριασμένες τσουγκράνες.

«Είσαι καλά;» απόρησε έντονα η Φρέγια. Δεν περίμενε μια τέτοια ψυχωτική αντίδραση εκ μέρους της Άζρα.

Η Άζρα πραγματικά τα είχε χάσει, δεν ήξερε καν πως υποτίθεται έπρεπε να κάνει τον εαυτό της να χαλαρώσει. Ήταν υπερβολικά τσιτωμένη. Από την στιγμή που συνάντησε την Φρέγια ήταν σε εγρήγορση, τα νεύρα της άρχιζαν σιγά σιγά να φθείρουν. «Γιατί στο καλό ήρθες μαζί μου;» γούρλωσε τα μάτια της και έγειρε προς την ενοχλητική πια -για την ίδια- Φρέγια.

«Γιατί... Εσύ με έφερες...;» Της απάντησε χαλαρή σε σαρκαστικό τόνο.

«Μα δεν σου είπα να έρθεις!» Σε αντίθεση με την χαλαρότητα της Φρέγια, η Άζρα έδειχνε έξω φρενών και δίστασε να της φωνάξει υπερβολικά. Όχι ότι δεν το έκανε ήδη, αλλά δεν είχε την πρόθεση.

«Δεν μου είπες ούτε να μην έρθω...» Στριφογύρισε τα μάτια της η Φρέγια ενοχλημένη από την απότομη συμπεριφορά της Άζρα προς εκείνη.

Μόλις η Άζρα κατάλαβε ότι φέρονταν παράλογα στην Φρέγια κι ότι απλώς είχε ξεχάσει την παρουσία της δίπλα της -λόγω του ότι είχε βυθιστεί στις σκέψεις της- έκλεισε για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια της, έσκυψε το κεφάλι της και ξεφύσιξε παίρνοντας αμέσως μετά μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει και να καλμάρει τα νεύρα της.

«Συγνώμη, λοιπόν...» ανασυγκροτήθηκε, «πες μου που μένεις, να σε πετάξω» πρότεινε όσο πιο λογικά μπορούσε.

«Νόμιζα θα ήθελες να πάμε για έναν καφέ, να μιλήσουμε, να τα πούμε! Έχουμε τόσα χρόνια να συναντηθούμε, τι θα έλεγες για-»

«Για όνομα του Θεού, εδώ δουλεύω!» Εκνευρίστηκε ακόμα μια φορά κι' έσφιξε τα δόντια της. Η Φρέγια δεν γλύτωσε τις φωνές, παρά την τίμια προσπάθεια της Άζρα να ηρεμίσει για να μην της ξαναφωνάζει. «Έχω δουλειά Φρέγια...» είπε απλά αυτή τη φορά, μετά από έξτρα προσπάθεια. Σούφρωσε τα φρύδια της εξαντλημένη με την πίεση που δέχονταν.

«Οκ, οκ...» Την απάλλαξε με τον τρόπο της, αμέσως μόλις επιβεβαιώθηκε πλήρως ότι η Άζρα δεν την ήθελε για παρέα. Σταμάτησε την κουβέντα νεύοντας θετικά με κενό βλέμμα κοιτάζοντας προς το χαλάκι της θέσης του συνοδηγού, ανάμεσα από τα πόδια της. «Κατάλαβα, κατεβαίνω...» είπε ξαφνικά και χωρίς να αφήσει χρόνο στην Άζρα να απαντήσει, εκείνη έπιασε το πόμολο της πόρτας του αμαξιού και βγήκε έξω γρήγορα.

Η Άζρα ξεφύσιξε για δεύτερη φορά, ανήμπορη. Δεν ήθελε να φορτωθεί την παρέα της Φρέγια. Δεν είχε καμιά όρεξη σε αυτήν την κατάσταση που βρίσκονταν. Επίσης, δεν ήθελε να μπλέξει την παιδική της φίλη στο σκοτάδι της...

Έβγαλε, λοιπόν, το κλειδί από την μίζα και ακολούθησε τις κινήσεις της Φρέγια. Έτσι βγήκε κι αυτή από το αμάξι, έκλεισε την πόρτα πίσω της χωρίς να σκέφτεται και πάλι -δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά κοντά στην Φρέγια. Αμέσως στράφηκε στην Φρέγια πιστεύοντας ότι θα το μετάνιωνε για αυτό που είχε σκοπό να κάνει... αλλά το έκανε ούτως ή άλλως. «Έλα,» γύρισε φευγαλέα και της είπε. Η Φρέγια φαίνονταν πως είχε κλειστεί στον εαυτό της μετά από την -δεδομένη πια- αντιμετώπιση που είχε από την Άζρα. «Πάμε να σου βάλω έναν καφέ... ίσως με βοηθήσει και με τα νεύρα που έχω πρωινιάτικα...» συνέχισε και της τραβώντας την προς την πόρτα μαζί της, «και με συγχωρείς που σου φώναξα!» συμπλήρωσε χαμογελαστή -όσο μπορούσε δηλαδή, για να αλλάξει την διάθεσή της- και η Φρέγια την αντέγραψε χαμογελώντας -όσο μπορούσε- κι εκείνη πίσω.

Τα δυο κορίτσια πέρασαν στο μαγαζί και περπάτησαν ως το μπαρ, εκεί όπου προφανώς βρίσκονταν μόνος του ο Κέβιν. Περίμενε την Άζρα, με το διαβολικό του βλέμμα να έχει καρφωθεί πάνω στην εκκεντρική παρουσία της αργοπορημένης για χιλιοστή φορά φίλης του.

«Περίμενε λίγο,» ψιθύρισε στην Φρέγια η Άζρα. Πρώτα είχε να αντιμετωπίσει τον εξαγριωμένο Κέβιν.

Η Άζρα, καθώς περπατούσε προς το μπαρ για να συναντήσει τον Κέβιν, προσευχήθηκε να μην της έχει θυμώσει τόσο ώστε να μην θέλει να της ξαναμιλήσει. Του έχει κάνει το ωράριο άνω κάτω εκατομμύριά φορές, δεν καταλάβαινε πως την άντεχε ακόμα! Ήταν όμως ξεκάθαρος ο λόγος που ο Κέβιν ανέχονταν τις τρέλες της Άζρα... μόνο που εκείνη δεν έλεγε να καταλάβει.

«Τι θα γίνει με εσένα;» γέλασε χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι άλλο μαζί της πια, την είχε συνηθίσει... Πάντα αργούσε! Ο Κέβιν όμως μπορούσε όμως να παραδεχθεί ότι η αργοπορία της ήταν ένα είδους συνέπειας που είχε η Άζρα.

«Ξέρω, ξέρω...» είπε η Άζρα κοιτάζοντας το ταβάνι, το πάτωμα, το ράφι με τα ποτά, μακριά, πίσω και στο βάθος... δηλαδή οπουδήποτε αλλού εκτός από το πρόσωπο του Κέβιν! Δεν μπορούσε να τον κοιτάξει με τίποτα στα μάτια. Προχώρησε προς την μπάρα για να περάσει πίσω από το μπαρ, όμως ο Κέβιν δεν της το επέτρεψε. Πέρασε το χέρι του απόμα μπροστά της απαγορεύοντάς της την είσοδο.

«Λέω, το ξέρω πως άργησα,» επανέλαβε τα λεγόμενα της επαναδιατυπώνοντάς τα κι αυτήν την φορά τόλμησε να τον κοιτάξει απευθείας στα μάτια. «Συγνώμη...» ψέλλισε χαμογελώντας του όσο οι βλεφαρίδες της έκαναν ένα παιχνίδι χαριτωμένων κινήσεων, κινήθηκαν όπως μια μπεζ βεντάλια στο χέρι μιας νεαρής αριστοκράτισσας, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν είχαν καμία επιρροή πάνω στον Κέβιν, έμοιαζε αμείλικτος εκείνη τη μέρα απέναντί της. Η Άζρα τα παράτησε.

«Ναι λυπάσαι,» σήκωσε τα φρύδια του κοιτάζοντάς την ελεγκτικά «και;» ρώτησε με νόημα περιμένοντας κάτι από αυτήν. Ήρθε η ώρα του παζαρέματος. Ο Κέβιν στάθηκε σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά στο στήθος του, φανερώνοντας την υπεροχή του μπροστά στην Άζρα εκείνη την στιγμή. Περίμενε να ακούσει κάτι καλό!

«Θα... Θα...» έβαλε το μυαλό της να σκεφτεί κάτι γρήγορα. «Θα κάνω τις υπερωρίες σου για το υπόλοιπο της βδομάδας! Νομίζω είναι εντάξει αυτό, τι λες;» είπε η Άζρα γελώντας κρυφά με τα χάλια της. Δεν περίμενε να φτάσει να παζαρεύει ώρες και να γίνεται το δουλάκι του Κέβιν.

«Και της επόμενης βδομάδας, Άζρα. Σήμερα είναι Παρασκευή, δεν θα την γλιτώσεις τόσο φθηνά, μόνο με ένα μόνο Σαββατοκύριακο. Δεν θα ήταν καν δίκαιο! Ξες πολύ καλά ότι εγώ έχω καλύψει της δικές σου υπερωρίες εκατοντάδες φορές...» Της επισήμανε ορθά προσπαθώντας να μείνει σοβαρός.

Η Άζρα δεν μπορούσε να πει όχι, καθώς δεν ήταν λίγες οι φορές που δέχονταν τελευταία στιγμή ένα τσαπατσούλικο μήνυμα «Κάλυψέ με, δεν θα μπορέσω να έρθω σήμερα!» από την δεσποινίδα με τα καστανά μακριά μαλλιά. Τον είχε βάλει σε μπελάδες πολλές φορές και τώρα ήταν αυτή η στιγμή -μετά από τόσο παιδεμό- ο Κέβιν να γλιτώσει μερικές υπερωρίες.

«Δίκαιο...» του χαμογέλασε αποδέχοντας τελικά τους όρους η συνεργάτης του.

«Τώρα άσε με να περάσω!» Του έκανε το βλέμμα του νικητή, με μια γρήγορη γκριμάτσα προσπάθησε να του δείξει ότι ήταν καλά μετά από αυτό που παραχώρησε. Ήταν σχεδόν σίγουρη πως θα κέρδιζε κάτι κι αυτή σύντομα δωροδοκώντας τον στεγνά και θα έπαιρνε το αίμα της σύντομα πίσω.

Οι δυο φίλοι πέρασαν πίσω από τον πάγκο και αφού πρώτα η Άζρα άφησε τα πράγματά της στην αποθήκη του προσωπικού ο Κέβιν έδωσε στην Άζρα την μαύρη ποδιά της.

Η Άζρα γύρισε το βλέμμα της στην τζαμαρία. Ομίχλη είχε απλωθεί και είχε καλύψει για τα καλά ολόκληρη τη γειτονιά. Έβαζε στοίχημα ότι στην ίδια κατάσταση βρίσκονταν και η υπόλοιπη πόλη. Ακόμα κι αν ήταν πρωί, έξω ήταν σκοτεινά κι αρκετά επικίνδυνα, οι πιθανότητες για ατυχήματα στους δρόμους ήταν αυξημένες.

Αυτή η ανήσυχη κατάσταση συνεχίστηκε με μια σύντομη δόνηση στη πίσω τσέπη του τζιν της, όταν έλαβε ένα μήνυμα στο κινητό της. Το ξεκλείδωσε και διάβασε το μήνυμα που είχε αποστολέα τον πατέρα της.

«Δεν σε είδα το πρωί να φεύγεις, ελπίζω να είσαι κάπου ασφαλείς ή στην δουλειά... Αυτός ο καιρός είναι πολύ επικίνδυνος! Μείνε μέσα και φόρα κάτι ζεστό!»

Αμέσως ένα γλυκό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της Άζρα. Η αγάπη του πατέρα της ήταν ανεξάντλητη, πάντα την σκέφτονταν και την πρόσεχε... ακόμα και από μακριά.

Όταν επιτέλους η Άζρα ξεκίνησε τη δουλειά παρατήρησε ότι είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος στο μαγαζί, περισσότερος από ότι συνήθως. Αυτός ο καιρός τους έφερε όλους μέσα. Όλοι τους φορούσαν ζεστά ρούχα και σκουφιά, γάντια και μποτάκια για τη βροχή και τις λακκούβες με νερά και λάσπες. Η ίδια ένιωσε ότι την περίμενε πολύ δουλεία βλέποντας όλους αυτούς τους πελάτες να περιμένουν στα τραπέζια τους, αλλά και στην ουρά του ταμείου να περιμένουν για τη παραγγελία τους.

[...]

Το μέρος είχε γεμίσει. Η Άζρα παρέδωσε στο τραπέζι εφτά δυο ζεστές σοκολάτες, μια βιενουά και μια κλασική, σε δυο νεαρές κοπέλες και ύστερα έριξε μια γρήγορη ματιά στο βάθος, δίπλα στο αναμμένο τζάκι, την Φρέγια να πίνει το κόκκινο τσάι που της είχε πάει νωρίτερα η Άζρα. Δεν μπορούσε να αφήσει την δουλειά για να της κάνει απλά παρέα. Ανταλλάξαν ένα βλέμμα και η Άζρα μετά από αυτήν την οπτική επαφή τους έστρεψε τον κορμό της και πέρασε πίσω από το μπαρ.

Το καμπανάκι της εισόδου χτύπησε για πολλαπλή φορά κι αμέσως ένας αέρας πέρασε στο εσωτερικό του μαγαζιού με το άνοιγμα της πόρτας μαζί με τον πελάτη. Ένας σκυθρωπός νεαρός πέρασε το κατώφλι τους και περιπλανήθηκε στο μαγαζί κοιτάζοντας τριγύρω, ψάχνοντας... Το βλέμμα της Άζρα απομακρύνθηκε από την δουλειά που έκανε κι έπεσε πάνω στον ξένο ενστικτωδώς, που για κάποιον λόγο ξεχώριζε ανάμεσα σε πόσους άλλους αγνώστους. Το βλέμμα της μαγνητίστηκε από την έντονη παρουσία του. Δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο μπροστά στα μάτια της Άζρα, ήταν απλά ένας παράξενος ξένος, με μια μαύρη καμπαρντίνα, ανακατεμένο κοντό μαλλί και ταλαιπωρημένη έκφραση. Τον παρατηρούσε για λίγα λεπτά απλά να περιφέρεται στον χώρο με μια αδιευκρίνιστη ελευθερία. Ξαφνικά η Άζρα καταφέρνει να διακρίνει που είχε εστιάσει όλη την προσοχή του και τι ακριβώς παρακολουθούσε. Φαίνονταν απολύτως συγκεντρωμένος και σκεπτικός. Το βλέμμα του έδειχνε απόκοσμα φαντασμένο κι όλη αυτήν την ώρα τα μάτια του ήταν στραμμένα απευθείας στην Φρέγια. Η Άζρα ένιωσε μέσα της να αναζωπυρώνεται το αίσθημα της απειλής κι ένας κρύος ιδρώτας την έλουσε κάνοντας την να χάσει την ανάσα της. Κάτι πολύ παράξενο συνέβαινε μπροστά στα μάτια της εκείνη τη στιγμή.

Αμέσως η νεαρή, χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, βγήκε από το μπαρ και πέρασε στην απέναντι πλευρά, ξεχύθηκε στο πλήθος με τελική κατεύθυνση τον άγνωστο που βάλθηκε να επισκεφτεί το Βέρμοντ εκείνο το πρωινό. Έσπρωχνε όσους έβγαιναν στο δρόμο της και την εμπόδιζαν να συνεχίσει και έκανε όσους ελιγμούς χρειαζόταν για να προσεγγίσει το σημείο. Ο κόσμος εκεί μέσα ήταν τόσος πολύς που πίστεψε ότι όπου να 'ναι θα τον έχανε από τα μάτια της. Κι ακριβώς έτσι έγινε... Από την μια στιγμή στην άλλη, ανάμεσα από μερικές φιγούρες που πηγαινοφέρναν στο μαγαζί, η σιλουέτα του παράξενου αγνώστου εξαφανίστηκε από το οπτικό της πεδίο.

Η Άζρα ένιωσε τον κίνδυνο να φτάνει στα ύψη. Τώρα που έχασε την οπτική επαφή μαζί του πανικοβλήθηκε. Θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε και να σχεδιάζει οτιδήποτε. Το γεγονός ότι είχε στόχο την Φρέγια την άγχωνε περισσότερο. Έχοντας υπόψη της ότι αυτές οι δυο σε συνδυασμό -η Άζρα και η Φρέγια- δεν είναι συνηθισμένες, την έκανε να πιστέψει ότι έχει να κάνει με τις ξεχωριστές τους ικανότητες όλο αυτό και ότι κάποιος τους αναζητούσε γιατί μετά από χρόνια βρέθηκαν ξανά μαζί.

Έκανε έναν κύκλο επί τόπου, γύρω από τον εαυτό της και συνέχισε να ψάχνει στον χώρο. Περπάτησε και έλεγξε ανάμεσα στους πελάτες για αυτόν τον άγνωστο. Καμία προσπάθειά της όμως δεν απέδωσε. Δοκίμασε να πάρει βαθιές ανάσες και να σταματήσει να φέρεται παράλογα. Ξαφνικά της φάνηκε να δρα σαν τρελή. Όμως, σίγουρα, δεν ήταν! Το ήξερε βαθιά μέσα της ότι αυτός ο άγνωστος δεν ήταν καλά νέα. Σύμφωνα με το παρελθόν και το τι μπορεί να είναι στην πραγματικότητα η ίδια και η Φρέγια, ο άγνωστος μπορεί να ήταν όντως απειλή και για τις δυο τους.

Όταν, μετά από λίγη ώρα, ένα κενό δημιουργήθηκε από το σημείο όπου στεκόταν η Άζρα ως το σημείο όπου καθόταν η Φρέγια έσπευσε να κοιτάξει όσο μπορούσε πιο ήρεμη. Μπορεί πράγματι ο ξένος να αντιλήφθηκε ότι η Άζρα τον είχε καταλάβει κι έφυγε από το Βέρμοντ, κι έτσι να πρόλαβε και να έσωσε τη παιδική της φίλη από μια θύελλα του κακού που πλησίαζε.


⎯⎯⎯ ☽ ⎯⎯⎯



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top