12. Will-O-The-Wisp
Οι πρωινές δροσοσταλίδες και η πρωινή ομίχλη εμφανίστηκαν τα ξημερώματα και γύρω στις εφτά το πρωί ο ήλιος έλαμπε ολόκληρος από την κορφή του βουνού, δίνοντας ζωή, σημαίνοντας πως μια νέα ημέρα ξεκινά. Τα παραθυρόφυλλα των περισσοτέρων σπιτιών στο Όζαρκς ήταν ακόμα κλειστά, με τους ιδιοκτήτες τους να τους βρίσκει κοιμισμένους το πρώτο φως, της ανατολής του ηλίου. Όμως, η Φρέγια Μπλάκγουελ, άφησε το σπίτι της νωρίς εκείνη την μέρα και βγήκε για τρέξιμο πρωί πρωί, στο δάσος. Το έκανε περισσότερο γιατί ήθελε να ανακαλύψει τι υπήρχε τριγύρω από το σπίτι της κι όχι γιατί χρειαζόταν διακαώς γυμναστική.
Φορούσε ακουστικά στα αφτιά της και είχε δυνατή μουσική να παίζει. Έκανε κύκλους, γύρω από κάτι ψηλά δέντρα, προσπαθώντας να μην απομακρυνθεί και πολύ από το σπίτι της και καταλήξει να χαθεί. Σύντομα έφτασε σε ένα διαμπερές ξέφωτο όπου ο ήλιος περνούσε ανάμεσα από τα φυλλώματα των πυκνών δέντρων. Ύστερα, συνέχισε την άγνωστη πορεία της σκεπτόμενη για κάποιον δρόμο προς την πόλη. Ίσως έβγαζε σε κάποιο σημείο της πόλης αυτό το μονοπάτι, σκέφτηκε ξεχνώντας εντελώς για την ύπαρξη της λίμνης στη καρδιά αυτού του δάσους, στους πρόποδες του βουνού.
Εν τέλη η Φρέγια κατέληξε να βγαίνει, ανάμεσα από κάτι βράχους τους οποίους κατέβηκε με προσοχή, μπροστά στην λίμνη του Όζαρκς. Η έκπληξη της ήταν τεράστια. Αντί να καταλήξει κάπου στην πόλη κατέληξε να βγαίνει σε αυτήν την κρυστάλλινη λίμνη που έβλεπε και θαύμαζε από μακριά, από το μπαλκόνι της... Το πως έπεφτε το φως πάνω της και το πόσο μαγευτική έδειχνε στην δύση αλλά και με την ανατολή του ήλιου. Κάθε ένα ξέφρενο χρώμα του ουρανού αποτυπώνονταν με επιτυχία στην διαμπερές επιφάνειά της, δημιουργώντας εντυπωσιακούς αντικατοπτρισμούς.
Η νεαρή κοπέλα πλησίασε την όχθη της λίμνης και βάδισε αργά και παράλληλα με το νερό, φτάνοντας τελικά ως την αρχή της ξύλινης επίπεδης επιφάνειας, η οποία έμπαινε στην λίμνη. Τελικά αποφάσισε να περπατήσει πάνω στην πλατιά ξύλινη προβλήτα και να την διασχίσει ως το τέλος της. Πήρε μια βαθιά ανάσα, κοιτάζοντας τριγύρω το όμορφο φωτεινό τοπίο το οποίο την περιέβαλε. Έπειτα, έβγαλε τα ακουστικά από τα αφτιά της και τοποθέτησε το κινητό της πίσω στην τσέπη της ζακέτα της. Γονάτισε ακουμπώντας τα γόνατά της στην επιφάνεια της προβλήτας κι ύστερα έγειρε ελαφρώς προς το νερό. Κοίταξε φευγαλέα τον αντικατοπτρισμό της πριν βουτήξει για λίγο το χέρι της μέσα.
Πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε, το νερό ξεκίνησε να κάνει μικρούς κύκλους που με την ώρα όλο και μεγάλωναν. Ήταν λες η λίμνη ταράχθηκε και ταυτόχρονα φάνηκε λες και υπήρχε κάποιο αόρατο κύμα που το προκαλούσε αυτό ή κάποιο υπόγειο ρεύμα που περνούσε από εκεί... αλλά αυτά όλα πάνε παράλληλα με τη λίμνη, όχι κυκλικά, ακριβώς κάτω από την ίδια. Αρκετά παράξενο, παρατήρησε, το αγνόησε όμως στρέφοντας γρήγορα αλλού την προσοχή της...
Έμεινε να κοιτάζει το είδωλό της στην επιφάνεια της λίμνης. Όταν το νερό της λίμνης έγινε και πάλι επίπεδο, η Φρέγια, έκανε μια αργή κίνηση με το χέρι της πάνω στο νερό -θέλοντας να παίξει με αυτό- και ένας νέος μικρός κύκλος δημιουργήθηκε που στην συνέχεια επίσης μεγάλωσε, μόνο που αυτήν την φορά τα πράγματα έδειχναν πιο ανησυχητικά. Όσο ο κύκλος αυτός μεγάλωνε και απλώνονταν όλο και πιο μακριά, νέοι μικρότεροι κύκλοι δημιουργούνταν στο σημείο όπου είχε ακούμπησε αρχικά η Φρέγια. Έμοιαζε ότι εάν συνέχιζε να κινείτε το νερό με αυτόν το ρυθμό, σύντομα θα άνοιγε μια ρουφήχτρα που θα ρουφούσε οτιδήποτε βρίσκονταν στο πέρασμά της.
Το είδωλό της για λίγο διαταράχθηκε και χάθηκε στιγμιαία, λόγω της συνεχόμενης κίνησης του νερού. Μετά από λίγο όταν επανήλθε η μορφή της στο νερό έκανε το ίδιο για ακόμα μια φορά και μετά άλλη μια, βουτώντας δυο συνεχόμενες φορές τα δάχτυλά της μέσα στο δροσερό νερό. Τώρα όλα ήταν πιο ήρεμα... Στο τέλος όταν τελικά βαρέθηκε, έσκυψε με σκοπό να πιεί λίγο νερό για να ξεδιψάσει.
Βύθισε αρκετά τη χούφτα της και τη γέμισε με νερό. Η επόμενη κίνησή της ήταν να γείρε τον κορμό της για να πιεί από τις παλάμες της, αλλά το νερό την πάγωνε, ένιωθε να την τρυπάει το κρύο... Έφτανε ως τα κόκαλα του χεριού της, τα οποία πάγωσαν και σχεδόν ακινητοποιήθηκαν. Πρώτη φορά ένιωσε τέτοιο κρύο. Ήταν μια περίεργη και πρωτόγνωρη αίσθηση για την ίδια, την οποία δεν μπόρεσε και να εξηγήσει.
Έγειρε προς την επιφάνεια της λίμνης γεμάτη περιέργεια και κοίταξε προς τα κάτω για να δει τι συμβαίνει. Το βλέμμα της ήταν σκυθρωπό και τα χαρακτηριστικά της συνοφρυωμένα. Έδωσε λίγη περισσότερη σημασία στο νερό όταν παρατήρησε κάτι παράξενο στην όψη της. Το είδωλό της άρχισε σταδιακά να αλλάζει και να παραμορφώνεται ελαφρώς. Η καρδιά της χτύπησε πολύ δυνατά από φόβο και αμέσως ένιωσε τον πανικό να την κατακλύζει με τους παλμούς της να ανεβαίνουν. Κοίταξε με πιο πολύ προσοχή αυτήν την φορά και παρέμεινε να κοιτάζει μπερδεμένη την επιφάνεια του νερού χωρίς να σηκωθεί να φύγει τρέχοντας.
Η όψη αυτή που είχε δημιουργηθεί στην επιφάνεια της λίμνης δεν ήταν ο αντικατοπτρισμός της. Ήταν σίγουρη για αυτό. Της έμοιαζε πολύ, αλλά δεν ήταν η ίδια! Το πρόσωπο της Φρέγια είχε καλοσύνη και ζεστασιά και ήταν πάντα χαμογελαστό, ενώ αυτό φαίνονταν ψυχρό, απόμακρο, πονεμένο και στοιχειωμένο από ατελείωτο πόνο και οδύνη. Η παράξενη όψη που είχε μυστηριωδώς δημιουργηθεί στην επιφάνεια του νερού, άρχιζε σιγά-σιγά να της προκαλεί άσχημα συναισθήματα. Φαίνονταν άψυχη και αβοήθητη.
Όταν τελικά η κοπέλα στην λίμνη -που έμοιαζε στην Φρέγια- άρχισε να την τρομάζει, εκείνη έκανε πίσω τρομαγμένη και έπεσε με την πλάτη της πάνω στην ξύλινη προβλήτα λαχανιασμένη. Δεν άργησε να σηκωθεί και να πατήσει στα πόδια της έτοιμη να τρέξει μακριά. Μόλις ορθοπόδησε έκανε πράξη ότι σκέφτηκε κι έτσι άρχισε να τρέχει μακριά από την λίμνη νιώθοντας ακόμα παγωμένη και ψυχρή όσο εκείνο το είδωλο που της έμοιαζε τόσο. Γύρισε το πρόσωπό της μια φορά για να κοιτάξει πίσω της τρομαγμένη την λίμνη, να επιβεβαιωθεί πως όλο αυτό ήταν απλά οι παραισθήσεις της και τίποτα από όλα όσα είδα δεν ήταν αληθινά. Ήθελε να νιώσει ασφαλής.
[...]
Η Φρέγια είχε καλύψει πολλά μέτρα τρέχοντας πανικόβλητη και είχε διασχίσει ολόκληρη τη νότια πλευρά του δάσους κι αν συνέχιζε να τρέχει με αυτόν τον ρυθμό σύντομα θα έφτανε στη βόρεια πλευρά. Όταν αποφάσισε ότι είχε φύγει αρκετά μακριά σταμάτησε και αργά συνειδητοποίησε ότι μάλλον είχε χαθεί. Έκανε μερικές ατυχείς προσπάθειες, που διήρκησαν γύρω στο δεκαπέντε λεπτά, ψάχνοντας τον δρόμο της επιστροφής προς το σπίτι της, αλλά δεν κατάφερε να βρει την σωστή διαδρομή.
Έλεγξε το κινητό της, δεν είχε καθόλου σήμα, οπότε τώρα έπρεπε να ζητήσει βοήθεια από κάποιον περαστικό. Αλλά που να βρεθεί κάποιος τέτοια ώρα στο δάσος; Ήταν οκτώ το πρωί.
Χωρίς να ξέρει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει αποφάσισε απλά να συνεχίσει να περπατάει μέχρι να βρει μια λύση, έναν δρόμο για να γυρίσει στο σπίτι της. Έκανε μεταβολή και χωρίς να το καταλάβει ξεκίνησε να περπατάει προς τα πίσω, ακολουθώντας την διαδρομή που είχε διασχίσει νωρίτερα.
Τα βήματά της την έβγαλαν σε ένα γνωστό μέρος... Σύντομα αντιλήφθηκε ότι είχε φτάσει πάλι κοντά στην λίμνη. Βρίσκονταν σε ένα μακρινό ξέφωτο κι από όπου στεκόταν μπορούσε να δει τη λίμνη.
Στάθηκε ακίνητη και έλεγξε την περίμετρο. Τοποθέτησε τα δυο της χέρια γύρω από την μέση της ξεφυσώντας και ύστερα κοίταξε απέναντι από τη λίμνη. Δεν υπήρχε περίπτωση να πλησίαζε ποτέ ξανά αυτήν την παράξενη λίμνη για να περάσει απέναντι ακολουθώντας την ακτογραμμή της, προτιμούσε να κάνει έναν μεγάλο κύκλο μέσα από το δάσος!
Γύρισε το βλέμμα της αυθόρμητα απομακρύνοντάς το από τη λίμνη και τα μάτια της εντόπισαν κάτι που στραφτάλιζε στον ήλιο. Έτσι αστράφτει μόνο η επιφάνεια ενός αυτοκινήτου, σκέφτηκε και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε ως εκεί. Μόλις έφτασε αντίκρισε όντως ένα αυτοκίνητο, που είχε μαντέψει πως θα βρίσκονταν εκεί. Πλησίασε το όχημα και κοίταξε μέσα από τα τζάμια. Κανένας... Χωρίς κάποιον συγκεκριμένο λόγο, αλλά απλά για να ελέγξει, η Φρέγια έπιασε το χερούλι του οδηγού και το τράβηξε με δύναμη για να ανοίξει η μπροστινή πόρτα. Όταν εκείνη άνοιξε η Φρέγια σκέφτηκε πως όποιου κι αν ήταν για να το είχε αφήσει ανοιχτό λογικά θα βρίσκονταν κάπου εδώ κοντά...
Με αυτήν την σκέψη έκλεισε την πόρτα και απομακρύνθηκε από το αμάξι, κάθισε σε έναν βράχο ο οποίος βρίσκονταν λίγο πιο πέρα και αποφάσισε να περιμένει τον ιδιοκτήτη του οχήματος, με απώτερο σκοπό να του ζητήσει τη βοήθεια και τις οδηγίες που χρειαζόταν.
Είχαν περάσει τα πρώτα δέκα λεπτά και τίποτα. Ύστερα πέρασαν είκοσι και μετά εικοσιπέντε. Όταν η ώρα ήταν σχεδόν εννέα και τέταρτο η Φρέγια σηκώθηκε αγανακτισμένη με σκοπό ένα πάει η ίδια και να ψάξει για τον άνθρωπο που του ανήκε το αμάξι. Θα τον έβρισκε και θα τον ρωτούσε πως να πάει σπίτι. Αυτό ήταν το πλάνο...
Περπάτησε ανάμεσα από τα ξερά φύλλα, που ήταν πεσμένα στο ανακατωμένο νεκρό, σχεδόν, έδαφος... προκαλώντας φασαρία στο τρομακτικά ήσυχο δάσος. Συνέχισε για λίγα μέτρα ακόμα με αργό βηματισμό ώσπου τελικά άκουσε έναν άξαφνο ήχο που διατάραξε την γαλήνη του δάσους. Της έμοιαζε με μουσική αρχικά, ενώ αργότερα κατέληξε πως ακούγεται σαν ήχος κλήσης κινητού. Κάποιος είναι εδώ τριγύρω. Ήταν σίγουρη και τώρα πια έψαχνε για αυτόν τον... κάποιον.
Η έκπληξη της ήταν τεράστια όταν αντίκρισε ξαπλωμένη στο έδαφος μια νεαρή κοπέλα. Έτρεξε αμέσως κοντά της με σκοπό να την βοηθήσει. Υπέθεσε ότι είχε πέσει και βρίσκονταν πια λιπόθυμη εκεί κάτω και εντελώς αβοήθητη, κι όχι ότι την πήρε ο ύπνος από χθες βράδυ στο δάσος... Το οποίο ήταν ότι ακριβώς συνέβη.
Όταν έφτασε λιγάκι πιο κοντά αναγνώρισε αμέσως το πρόσωπο της ξαπλωμένης κοπέλας. «Άζρα;» Φώναξε έκπληκτη. «Τι στο καλό!» Έμεινε να κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα σοκαρισμένη κάνοντας ένα βήμα μακριά, όμως επέστρεψε και την πλησίασε. Γονάτισε από πάνω της και την κοίταξε από πολύ πιο κοντά.
Η Άζρα πετάχτηκε με μιας μόλις η Φρέγια την ακούμπησε για να την συνεφέρει. Ούρλιαξε και ύστερα από το στόμα της βγήκαν μερικές ασυναρτησίες με την Φρέγια να μην καταλαβαίνει τίποτα από όσα έλεγε η Άζρα. Ήταν εντελώς ιδρωμένη και κοίταζε τριγύρω της πανικόβλητη χωρίς να μπορεί να σταυρώσει λέξη. Ήταν λες και είχε συνέλθει από κάτι πολύ κακό.
«Άζρα, εγώ είμαι, η Φρέγια! Τι κάνεις ξαπλωμένη στο έδαφος; Είσαι καλά; Μοιάζεις σαν να είδες εφιάλτη!»
Η Άζρα, έπιασε το πρόσωπό της και προσπάθησε να σηκωθεί. Ξεφύσιξε μόλις συνειδητοποίησε που βρίσκονταν και αναστέναξε με το που είδε την Φρέγια μπροστά της. Λίγο πριν την ξυπνήσει, από τον βαθύ λήθαργό της, έβλεπε πάλι τον ίδιο εφιάλτη που την στοίχειωνε.
«Όλα καλά;» την ρώτησε ξανά. Η Άζρα φέρονταν τόσο παράξενα και οι κινήσεις της ήταν εντελώς νευρικές και απότομες. Φαίνονταν πως ήθελε να σηκωθεί. Η Φρέγια μόλις το κατάλαβε, έσπευσε αμέσως να την βοηθήσει.
«Τι ώρα είναι;» Την ρώτησε ξαφνικά μόλις στάθηκε γερά στα πόδια της. Κοίταξε τριγύρω της το μέρος για να προσανατολιστεί.
«Περασμένες εννιάμιση.» Της απάντησε η Φρέγια αφού πρώτα είχε κοιτάξει στο κινητό της για να ελέγξει. Το έβαλε πίσω στην τσέπη της κι έστρεψε και πάλι όλη την προσοχή της πίσω στην Άζρα. Της φαίνονταν τόσο περίεργο που την βρήκε στο δάσος να κοιμάται, πόσο μάλλον το ότι ξύπνησε σε αυτήν την κατάσταση...
«Ω Θεέ μου...» Η Άζρα έχασε το χρώμα της. «Έχω αργήσει στη δουλειά, ξανά!» Φώναξε έκπληκτη κι άρχισε να περπατάει προς άγνωστη κατεύθυνση αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτητα. Καθώς απομακρυνόταν σουλούπωνε άτσαλα τη μπλούζα της κάτω από το μπουφάν της και σήκωσε μια στιγμή και το παντελόνι της για να βολευτεί και πάλι.
«Περίμενε! Που πας;» Έτρεξε ξοπίσω της η Φρέγια σοκαρισμένη με το πόσο γρήγορα απομακρύνθηκε η Άζρα.
«Στο αμάξι μου!» Είπε το προφανές υψώνοντας τα χέρι της στον αέρα.
Ώστε δικό της είναι το αμάξι... αναλογίσθηκε η Φρέγια. «Δεν είναι από εκεί...» της επισήμανε κι άλλαξε κατεύθυνση, χωρίς να περιμένει λίγο για την Άζρα να την ακολουθήσει.
Η Άζρα ξεφύσιξε και έτρεξε για να προφτάσει την Φρέγια που είχε φύγει στα δεξιά. «Ξέχασα που είναι, φυσικά και ξέχασα!» Μονολόγησε με κλειστά τα μάτια της για ένα δευτερόλεπτο κάνοντας μια γενναία προσπάθεια να θυμηθεί που το είχε αφήσει, αλλά τίποτα... Δεν θυμόταν. Τώρα θα έπρεπε να αφήσει την Φρέγια να την καθοδηγήσει. «Πως στο καλό ξέρεις;» Ρώτησε έκπληκτη πάνω στην φούρια της για να την φτάσει.
«Το είδα νωρίτερα...» Της απάντησε απλά κι ανασήκωσε τους ώμους της καθώς έλαβε ακόμα ένα βλέμμα απορίας ως απάντηση από την Άζρα.
«Οκ...» Είπε εντελώς πια απελπισμένη η Άζρα και στο τέλος δέχθηκε να ακολουθήσει την Φρέγια φτάνοντας εν τέλη στο αμάξι της.
⎯⎯⎯ ☽ ⎯⎯⎯
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top