10. The Blackwells Will Fall
Καλό, κακό. Αγνό, σκοτεινό. Αλήθεια, ψέματα. Καθώς οι σκιές γύρω από το Όζαρκς βάθαιναν και όλο και μεγάλωναν, οι λεπτές και εύθραυστες γραμμές που διαχώριζαν αυτά τα πολικά αντίθετα, θόλωναν και παραμορφώνονταν προκαλώντας την φρίκη σε όποιον τις άγγιζε ή έστω επιχειρούσε να τις πλησιάσει.
Δεν έβρεχε ακόμα εκείνο το μεσημέρι που η Άζρα άφησε την δουλειά της για να επιστρέψει στο σπίτι της, άλλα ο ουρανός έδειχνε πως ήταν έτοιμος να καταβρέξει την μικρή ομιχλώδες Καναδέζικη πόλη. Φαίνονταν δεκάδες φορτωμένα σύννεφα να κρέμονται πάνω από την κορφή των κεφαλιών τους, έτοιμα να απελευθερώσουν τους τόνους νερού που κουβαλούσαν εδώ και ώρες. Τα μάτια της Άζρα καθώς το αμάξι διέσχιζε τον δρόμο είχαν καρφωθεί στον σκουρόχρωμο ουράνιο θόλο. Λάτρευε αυτόν τον καιρό και να κοιτάζει ψηλά στον ουρανό. Την ηρεμούσε. Έτσι, γι' αυτό παρέμεινε σκεπτική, αμίλητη και σιωπηλή ως την στιγμή που έφτασαν με τον πατέρα της στο σπίτι.
«Φέρεσαι παράξενα από την στιγμή που μπήκες στο αμάξι ως και τώρα...» Ψέλλισε ο Λουκ στην Άζρα μόλις άνοιξε την εξώπορτα του σπιτιού τους ξεκλειδώνοντας στα γρήγορα. Μπαίνοντας μέσα, της έριξε μια γρήγορη ματιά, αλλά εκείνη τον αγνόησε. Άθελά της, αλλά συνέβη... Καμιά απάντηση από την κόρη του... Ο Λουκ στην προσπάθειά του να αφυπνίσει την Άζρα έβηξε ως ένδειξη, μπας και θυμηθεί να του πει τελικά καμιά κουβέντα. Αλλά και πάλι τίποτα. «Ακόμα έτσι φέρεσαι, μικρή!» Της επισήμανε σαρκαστικά σε περίπτωση που εκείνη δεν το είχε παρατηρήσει. Ένιωθε λες και μιλούσε μόνος του.
«Είμαι απλά κουρασμένη, μην σε νοιάζει.» Είπε δίνοντας ένα τέλος στην περιέργειά του ή καλύτερα... δίνοντας μια ανησυχητική συνέχεια στην περιέργειά του. Αρνούνταν να του μιλήσει και εκείνος το κατάλαβε. Προφανώς και θα το καταλάβαινε... δεν ήτανε δύσκολο άλλωστε να το καταλάβει κανείς. Αφού ο πατέρας της συνέχιζε να την κοιτάζει επίμονα έχοντας τοποθετημένα τα χέρια του στη μέση του, επέλεξε να του πει κάτι ακόμα. Αφού σκέφτηκε λίγο άνοιξε το στόμα της και ανήμπορη πια του είπε ένα εξαναγκασμένο «όλα καλά εδώ, μπαμπά!»
«Κάτι κρύβεις...» Σχολίασε στο τέλος, μόλις άφησε τελικά την σακούλα με τα φρέσκα λαχανικά στον πάγκο της κουζίνας τους και ύστερα στράφηκε και πάλι προς την Άζρα. Δεν μπορούσε να του πει τίποτα ακόμα.
Η νεαρή κοπέλα είχε ακουμπήσει τον κορμό της στην πόρτα, έχοντας τα χέρια της σταυρωμένα και τοποθετημένα πάνω στο στήθος της, τέλος τα μάτια της ήταν μελαγχολικά και στραμμένα στο πάτωμα.
«Ούτε χθες, ούτε και σήμερα δείχνεις καλά. Συμβαίνει κάτι που δεν γνωρίζω Αζ;» Τώρα το βλέμμα του ήταν πιο σοβαρό από ποτέ.
Η Άζρα γύρισε έντρομη προς τον πατέρα της. Θυμήθηκε πως είχαν τα ίδια με χθες και ότι τον τρόμαξε ήδη αρκετά γι' αυτήν την βδομάδα. Τα μάτια της γούρλωσαν και το μυαλό της θόλωσε για τα μερικά δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν. Είχε δείξει ήδη αρκετά σημάδια που υποδείκνυαν πως κάτι πήγαινε στραβά και πως σίγουρα κάτι έτρεχε μαζί της. Όμως, ήταν πολύ σίγουρη ότι δεν ήθελε ακόμα να μιλήσει για όλα όσα έγιναν κι όσα σκέφτονταν.
Σκέφτονταν όλη μέρα για τους τρομακτικούς εφιάλτες της αλλά και την παράξενη συνάντησή της με την Φρέγια Μπλάκγουελ, στη μπριού Βερμόντ, και μήπως αυτά τα δύο συνδέονταν κατά κάποιον μαγικό τρόπο... Δεν έτυχε να δει κάπου στο Όζαρκς την Φρέγια εδώ και δυο μέρες. Ίσως έφυγε... αποκλείεται, αλλά το σκέφτηκε ούτως ή άλλως.
Η Άζρα και η Φρέγια έχουν μεγάλη ιστορία. Ήταν φίλες στο μακρινό παρελθόν, όταν ήταν ακόμα μικρά κορίτσια. Όντως αυτή ήταν η τρομερή αλήθεια... ότι ήταν η πρώτη φίλη της η Φρέγια, και για την Φρέγια, η Άζρα ήταν η πρώτη της φίλη. Όμως μονάχα που στην πραγματικότητα η μόνη που θυμόταν τα πάντα, ολόκληρη την ιστορία τους, από την αρχή ως το τέλος και επακριβώς ήταν από ότι φαίνεται... η Άζρα! Η Φρέγια θυμόταν μονάχα τα καλά κομμάτια εκείνης της περιόδου και τίποτα σκοτεινό δεν είχε αποτυπωθεί στην ψυχή της, όπως συνέβη με την Άζρα. Γι' αυτό και υπέφερε και υποφέρει ακόμα και τώρα, γιατί εκείνη δεν την γλύτωσε το ίδιο με την Φρέγια. Η Άζρα παρέμεινε με το ίδιο σκοτεινό σημάδι στην ψυχή της και τώρα αυτό την μπλόκαρε από όλους και από όλα. Η Φρέγια ήταν καθαρή από όλα αυτά, η Άζρα επιβεβαιώθηκε με την συνάντησή τους, αφού δεν θυμόταν τίποτα παράξενο και δεν ειπώθηκε τίποτα για το κοινό παρελθόν τους. Επίσης δεν της έκανε ερωτήσεις, απλά χάρηκε που την είδε. Αυτό από μόνο του έλεγε πολλά. Είχαν χωριστεί απότομα, η Φρέγια δεν της είπε ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο ότι θα έφευγε από το Όζαρκς, της είχε αφήσει ένα σημείωμα λέγοντάς της ότι θα επιστρέψει μια μέρα και ότι τότε θα μπορούνε να είναι και πάλι φίλες.
Τώρα που η Φρέγια επέστρεψε, η Άζρα έπρεπε να κρατήσει κρυφά όλα αυτά. Πάση θυσία η Φρέγια δεν πρέπει να μάθει για τίποτα από όλα αυτά που έγιναν μεταξύ τους τότε. Έφυγε για κάποιον λόγο, για το δικό της καλό απομακρύνθηκε από την πηγή του κινδύνου. Τώρα πια η Άζρα έβρισκε σωστή την απομάκρυνση της φίλης της. Τώρα ήξερε πως ήταν το καλύτερο για την Φρέγια, όλη αυτή η απόσταση την κράτησε ασφαλή και τώρα δεν ξέρει τίποτα από όλα αυτά που βαραίνουν την Άζρα.
Αν μάθει η Φρέγια την αλήθεια, η Άζρα θα την σύρει μαζί της στην δικής της προσωπική κόλαση ειδικά φτιαγμένη για εκείνη από την οποία δύσκολα θα αποδράσει.
Η Άζρα για λίγο δεν έλεγε να κουνηθεί από το σημείο όπου στεκόταν. Τα βλέφαρά της έμειναν ακόμα κι αυτά στάσιμα. Μονάχα το στήθος της ανεβοκατέβαινε έντονα, μονό και μόνο γιατί ανέπνεε βαθιά.
Ο πατέρας της επέστρεψε αργά το βλέμμα του στην χαρτοσακούλα με τα πράγματα που είχαν ψωνίσει από το σούπερ μάρκετ νωρίτερα οι δυο τους. Τελικά, ξεκίνησε σιγά σιγά να τακτοποιεί τα προϊόντα στα ντουλάπια τους. Έβαζε τα γυάλινα βαζάκια της κόκκινης σάλτσας και αυτά με τις καυτερές γεμιστές πιπεριές με ειδική προσοχή στο δεύτερο ράφι και άφησε στην άκρη για λίγο την άκρως παράξενη συμπεριφορά της κόρης του, που δυσκολεύονταν να κατανοήσει και να ερμηνεύσει. Κι έτσι, εκείνο το μουντό απόγευμα την έδιωξε, άθελά του, μακριά του.
[...]
Το ίδιο απόγευμα, το μεγαλοπρεπές σπιτικό της νότιας πλαγιάς του βουνού Βερμόντ, η έπαυλη της οικογένειας Μπλάκγουελ, επρόκειτο να δέχονταν επισκέψεις...
Μια μαύρη λιμουζίνα, με σκουρόχρωμα φημέ τζάμια σταμάτησε και πάρκαρε αργά, στον ελεύθερο χώρο του πάρκινγκ της κατοικίας. Αρχικά άνοιξε η πόρτα του οδηγού, από όπου κατέβηκε ο σοφέρ. Περπάτησε γρήγορα κι έκανε τον κύκλο του αμαξιού, ώσπου εν τέλη σταμάτησε έξω από την δεξιά, πίσω πόρτα. Ύστερα, με μια προσεκτική κίνηση την άνοιξε και αμέσως μετά εμφανίστηκε μια ψηλή λεπτεπίλεπτη φιγούρα. Ήταν η Μόνα Σινκλαίρ, η δήμαρχος του Όζαρκς.
Το κουδούνι του σπιτιού των Μπλάκγουελ χτύπησε ακριβώς στις έξι το απόγευμα και ο ήχος του διαπέρασε την ησυχία του δάσους που περιέβαλε την έπαυλη. Το σκούρο σκηνικό του Όζαρκς διαταράχθηκε. Τα φυλλώματα των ψηλών δέντρων που βρίσκονταν τριγύρω από το μεγάλο κτίσμα ταρακουνήθηκαν, όταν μερικά κοράκια επέλεξαν να καθίσουν πάνω τους ανενόχλητα και να καταστρέψουν με αυτόν τον τρόπο την ηρεμία της φύσης. Το βλέμμα της Μόνα Σινκλαίρ ταξίδεψε ως τα φυλλώματα και τα κλαδιά, του κοντινότερου σε αυτή δέντρου. Παρατήρησε ότι φιλοξενούσε δεκάδες κοράκια και σε δευτερόλεπτα ανατρίχιασε. Το σαγόνι της σφίχθηκε και γωνίες του περιποιημένου προσώπου της οξύνθηκαν, καθώς πίεζε με δύναμη τα δόντια της, εκτονώνοντας έτσι όλη την πίεση που ένιωθε.
Η εξώπορτα του σπιτιού άνοιξε αμέσως μετά και η δήμαρχος του Όζαρκς βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με την αφοπλιστική Σερένα Μπλάκγουελ.
«Καλησπέρα.» Της είπε απλά κι έγειρε προς την πόρτα περίεργη για το ποια ήταν αυτή η άγνωστη γυναίκα που έκανε τόσο δρόμο ως το σπίτι της και τους επισκέφτηκε εντελώς απροειδοποίητα.
«Καλησπέρα! Είμαι η Μόνα Σινκλαίρ, δήμαρχος της κοινότητας του Όζαρκς. Έμαθα ότι θέλατε να με συναντήσετε.» Της είπε και έπειτα της χαμογέλασε περιμένοντας από την Σερένα να την προσκαλέσει μέσα.
«Ω, μάλιστα κατάλαβα...» είπε η γυναίκα με το μονόχρωμο, κολλητό, μακρύ φόρεμα, το οποίο έφτανε ως την καλλίγραμμη γάμπα της. Αφού κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια την δήμαρχο της πόλης, ελέγχοντάς την καλά καλά, αποφάσισε να της επιτρέψει να περάσει. «Περάστε παρακαλώ.» Είπε με την απαλή της φωνή η Σερένα, χρησιμοποιώντας το δελεαστικό χαμόγελό της. Η αμέσως επόμενη κίνησή της ήταν να κάνει πίσω ώστε να περάσει η Μόνα μέσα στο σπίτι.
Η Σερένα άφησε την Μόνα στο χολ, να περιμένει, όσο εκείνη θα έκλεινε την εξώπορτα πίσω τους. Για μια στιγμή τόλμησε και κοίταξε κλεφτά, έχοντας τον νου της για οτιδήποτε ύποπτο, έξω στο κατώφλι της έπαυλης. Αντίκρισε μόνο τη λιμουζίνα, που μετέφερε τη δήμαρχο Σινκλαίρ ως εδώ, να στέκεται καλογυαλισμένη ακριβώς μπροστά από τα πλατιά μαρμάρινα σκαλιά που οδηγούσαν στην πόρτα τους. Το πρόσωπο του σοφέρ της δημάρχου ήταν μισοκαλυμμένο με το μαύρο κλασσικό καπέλο που φορούσε οπότε δεν κατάφερε να δει την μορφή του, κρατώντας έτσι κρυφή την ταυτότητά του.
«Τζάρεντ;» Η οικοδέσποινα κάλεσε τον άντρα της, όταν οι δυο γυναίκες κατευθύνονταν προς το καθιστικό. Ήθελε να του δώσει σήμα ότι πλησίαζε στο σαλόνι, αφού υποψιάστηκε ότι πρόκειται για αυτόν κυρίως η επίσκεψη της δημάρχου.
«Παρακαλώ;» Ο Τζάρεντ είπε από μακριά, μέχρι που έφτασε και όπως βιάζονταν να την συναντήσει σταμάτησε απότομα παγώνοντας τα πόδια του πριν κατέβει τα δυο πλατιά σκαλιά του καθιστικού τους. Έριξε μια αρκετά γρήγορη μάτια στην επισκέπτριά τους και τα χαρακτηριστικά του ξεκίνησαν να σκληραίνουν κατά την διάρκεια της επεξεργασίας του τι έβλεπε, καθώς προσπαθούσε να καταλάβει ποια ήταν η γυναίκα που βρίσκονταν στο σαλόνι του. «Μόνα Σινκλαίρ...» ψιθυρίζει μόλις την θυμήθηκε από τα παλιά «τι δουλειά έχεις εσύ στο σπίτι μου;» τελείωσε και ξεκίνησε να της χαμογελάει αυτάρεσκα.
«Καλησπέρα Τζάρεντ, και σε εσένα...» υψώνει το βλέμμα της γελώντας ελαφρά με την υποδοχή που έλαβε.
«Υποθέτω σου μεταβίβασαν την επιθυμία μου να συναντηθούμε.» Είπε ο Τζάρεντ καθώς πλησίασε τις γυναίκες. Έφτιαξε με το χέρι του την γραβάτα του κουστουμιού του και ξαναχαμογέλασε ξανά, δείχνοντας άνετος και χαλαρός.
Η Σερένα, έμεινε να παρακολουθεί από μακριά χωρίς να εμπλέκεται στην συζήτηση που είχαν ο άντρας της με την δήμαρχο. Κατάλαβε γρήγορα ότι ο Τζάρεντ γνώριζε την Μόνα ήδη. Εκείνος είχε γεννηθεί και είχε μεγαλώσει στο Όζαρκς οπότε το έβρισε λογικό να γνωρίζει περισσότερο κόσμο από ότι εκείνη —η οποία μετακόμισε εκεί, όταν της ζητήθηκε από τον ίδιο.
«Ακριβώς, είμαι εδώ για τα καθέκαστα.» Τον διαβεβαίωσε η Μόνα.
«Για να παραδόσεις σε μένα τα καθήκοντά σου ως δήμαρχος, ας πούμε;» ο Τζάρεντ κοίταξε με τολμηρό βλέμμα προς την Μόνα χωρίς όμως να χαμογελάσει, αυτήν την φορά ήταν απόλυτα σοβαρός. Μπήκε αμέσως στο ψητό χωρίς υπεκφυγές. Πάντα έτσι ήταν ο Τζάρεντ Μπλάκγουελ σε θέματα δουλειάς, εξαιρετικά ευθείς.
«Ένα ένα Τζάρεντ, ένα ένα...» τον σταμάτησε γνωρίζοντας πολύ καλά πως θα έπρεπε να τον χειριστεί για να φτάσει εκεί που ήθελε. Τον ήξερε πολύ καλά για να κάνει κάποιο λάθος. Το βλέμμα της σκλήρυνε επίσης και κοίταζε τον Τζάρεντ στα μάτια για να τον ελέγχει καλύτερα. Ένιωθε ήδη πως ο Τζάρεντ υπερείχε από δύναμη μπροστά της, ακόμα κι αν εκείνη ήταν ακόμα η δήμαρχος και είχε την θέση κι όχι εκείνος. Θα έπρεπε να επιλέγει προσεκτικά το τι λέει και να σκέφτεται καλά πριν πει ή κάνει οτιδήποτε.
Το ανδρόγυνο, η Σερένα και ο Τζάρεντ, τελικά επέλεξε να καθίσει στο καθιστικό του σπιτιού τους μαζί με την σημαντική επισκέπτριά τους. Αν και το κλίμα μεταξύ τους υπήρξε αρχικά ψυχρό και η ατμόσφαιρα ήταν σχετικά ηλεκτρισμένη, όταν ξεκίνησε η πραγματικά ουσιώδες κουβέντα τα πράγματα κύλησαν ομαλότερα μεταξύ των δύο πλευρών. Το παλιό καλό λευκό κρασί που διέθετε στο κελάρι της η οικογένεια σερβιρίστηκε σε γυαλισμένα βαθιά ποτήρια κρασιού και οι τρεις τους απόλαυσαν τις πρώτες γουλιές πλάι στο αναμμένο ζεστό τζάκι. Οι Μπλάκγουελ ήταν μαθημένοι σε τέτοιες καταστάσεις. Ήξεραν πολύ καλά να χειρίζονται τον κόσμο και ως καλοί διπλωμάτες πάντα κλείνανε τις καλύτερες συμφωνίες με λίγο καλό κρασί και μερικά παραπάνω χαμόγελα.
«Μίλησε μας για το Όζαρκς, δήμαρχε.» Απευθύνθηκε με ευγένεια στην δεσποινίς Σινκλαίρ η Σερένα κάνοντας την αρχή για μια ενδιάμεση κουβέντα πέραν των πολιτικών που βαρέθηκε να ακούει από την φλύαρη Μόνα. Βέβαια, η φλυαρία της Μόνα δεν ήταν καθόλου κακή, ίσα ίσα έτσι διευκόλυνε το ζεύγος Μπλάκγουελ με το να μάθει περισσότερα κάνοντας ερωτήσεις. Η Σερένα, αμέσως μετά επέλεξε να αλλάξει στάση στα πόδια της καταλήγοντας σταυροπόδι. Η λεπτή γάμπα της κρεμάστηκε πάνω από το δεξί της γόνατο και τα καινούρια τακούνια της εμφανίστηκαν. Ήταν στο ίδιο χρώμα με τον μπεζ καναπέ τους. Η Σερένα, εστίασε την προσοχή της στην Μόνα, όσο εκείνη ετοιμαζόταν να απαντήσει, ενώ ταυτόχρονα αντάλλασσε ματιές με τον άνδρα της. Ήταν πολύ σημαντικό να «διαβάζει» τον ίδιο και να πράττει αναλόγως εάν ήθελε ένα να έχουν μια θετική έκβαση.
«Τι ακριβώς θα θέλατε να ακούσετε;» Ρώτησε η Μόνα, αμέσως μόλις κατάπιε την πρώτη γουλιά κρασί που της σερβιρίστηκε. Έδειχνε πως την απόλαυσε μέχρι και την στιγμή που γλίστρησε από τον ουρανίσκο της στον φάρυγγά της.
«Οτιδήποτε ενδιαφέρον έχεις να μας πεις!» Συμπλήρωσε η Σερένα εύθυμα.
H Μόνα έστρεψε το βλέμμα της και προς τον Τζάρεντ, για να δει εάν συμφωνεί κι εκείνος. Εκείνος ένευσε θετικά κι άπλωσε το χέρι του κάνοντάς της νόημα να αρχίσει. Ήθελε πολύ να ακούσει τι είχε να τους πει.
«Λοιπόν, για να δούμε... Πρόκειται για μια ήσυχη πόλη, με χαμηλά επίπεδα εγκληματικότητας. Τα κρούσματα αυξάνονται βέβαια κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, στην διάρκεια των διακοπών —αλλά παραμένουν ελεγχόμενα... Οι δημοτικές υπηρεσίες και οι δημόσιες παροχές ελέγχονται και αξιολογούνται πολύ συχνότερα από ότι παλαιότερα και υπάρχει βελτίωση στην παροχή τους, πράγμα που απέδειξε ο τελευταίος έλεγχός μας... Έχουμε πολλές επιχειρήσεις, με αυξημένο τζίρο τα τελευταία πέντε χρόνια... Η εσωτερική ανάπτυξη της πόλης βασίζεται σε δουλειές μέσα από την πόλη... Το βουνό του Όζαρκς μάλιστα είναι πλούσιο σε ξυλεία, με το κύριο και πρώτο όνομα της φουντουκιάς, στα ορυχεία δουλεύουμε πυρετωδώς για μια καλύτερη επίδοση και σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα ανακαλύφθηκε ένα πολύτιμο πετράδι και—»
«Αυτά είναι για τους τουρίστες και τους επενδυτές, Μόνα.» Ο Τζάρεντ έκοψε βίαια τη δήμαρχο από τον λόγο που είχε αναπτύξει και γέλασε υποτιμητικά. Δεν ήθελε να ακούσει αυτά προφανώς. Η Μόνα ήταν όντως φλύαρη και έλεγε πολλά άσχετα πράγματα που εκείνος δεν ήθελε να ακούσει. Ο Τζάρεντ ακούμπησε το —μισοάδειο πια— ποτήρι του πάνω στο τραπεζάκι που βρίσκονταν ανάμεσά τους και ύστερα έστρεψε απειλητικά τα μάτια του προς την Μόνα. «Κάτι πιο ενδιαφέρον από την αειφόρα ανάπτυξη της πόλης έχεις να μας πεις;» έκατσε πίσω, αναπαυτικότερα ακουμπώντας την πλάτη του στην ζεστή επιφάνεια του καναπέ, αποβάλλοντας την σύγχυση που το μετέδωσε η Μόνα. Ύστερα, έβαλε σταυροπόδι τα πόδια του και απλώθηκε αποδεικνύοντας την χαλαρότητά του και την υπεροχή του. «Κάτι πιο πικάντικο;» ρώτησε γίνοντας έτσι πιο κατατοπιστικός. «Υπάρχει κάτι που να αξίζει την προσοχή μας και την επιβολή μας;»
Η Μόνα τα έχασε! Κοίταζε τον Τζάρεντ αναζητώντας στα μάτια του τι κυνηγούσε να ακούσει. Βαθιά μέσα της ήξερε πολύ τι ήθελε να ακούσει, γιατί ήξερε τον Τζάρεντ. Μετά από λίγη σκέψη κατέληξε στο τι θα μπορούσε να ήταν αυτό —σύμφωνα με τα παλαιότερα ενδιαφέροντα που είχε παρουσιάσει ο Τζάρεντ, όταν συμμετείχε στο Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης. Αποφάσισε να μιλήσει χωρίς αναστολές αυτήν την φορά. Αφού κι εκείνος απέδειξε προ ολίγου πως δεν κρύβονταν πίσω από το δάχτυλό του, αλλά ούτε και μασούσε τα λόγια του.
«Υπάρχει όντως κάτι ανησυχητικό, ένα πρόβλημα που προέκυψε... Αλλά το ελέγχουμε.» Είπε η Σινκλαίρ αλλά το μετάνιωσε κατευθείαν. Δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να το αποκαλύψει σε τρίτους, εκτός του Συμβουλίου... Όμως πρόκειται για τον Τζάρεντ Μπλάκγουελ, σκέφτηκε ορθά κάνοντας πέρα τον εγωισμό της για την αποκλειστικότητα, ίσως και να μπορεί να βοηθήσει αυτός στο πρόβλημά μας.
«Όπως;» Ο Τζάρεντ της ζήτησε να γίνει πιο διευκρινιστική, λέγοντας απλά τη λέξη πρόβλημα κανείς δεν κατάλαβε.
«Όπως για το πρόβλημα που αφορά τα τέρατα που έχουν στοιχειώσει την πόλη μας χρόνια τώρα.» Είπε και όλοι τους βυθίστηκαν για λίγο στην σιωπή.
«Τέρατα;» Ο Τζάρεντ ύψωσε τα φρύδια του, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο την Μόνα να μην ντραπεί να τα αποκαλέσει με το όνομά τους. Κούνησε το κεφάλι του μερικές φορές ελαφρά αριστερά και δεξιά προσπαθώντας να δώσει την απαραίτητη βαρύτητα στη ροή της συζήτησης ύστερα στράφηκε ξανά προς αυτήν. «Θες να πεις βρικόλακες και λυκάνθρωποι.»
Η Μόνα ήταν εμφανές ότι σφίχτηκε το στομάχι της μόλις άκουσε τις δυο αυτές λέξεις. Έπρεπε να περιμένει τέτοια αντιμετώπιση από τον Τζάρεντ, ήταν αρκετά γνώριμος σε αυτά. Ήδη από παλιά θυμόταν που εκείνος ασχολούνταν με τέτοια θέματα κι έψαχνε, έψαχνε σαν τρελός για τέτοιες καταστάσεις. Της φαίνονταν σαν να έψαχνε συνεχώς για κάτι που ποτέ όμως δεν έβρισκε. Εκείνη όμως δεν ήξερε όλη την αλήθεια.
«Αυτό δηλαδή σημαίνει ότι τα υπερφυσικά πλάσματα του Όζαρκς βρίσκονται ακόμα εδώ...» ο Τζάρεντ μονολόγησε κοιτάζοντας το κενό.
«Ποτέ δεν έφυγαν.» Τον διαβεβαίωσε η Μόνα.
«Νόμιζα πως ως τώρα θα είχαν μειωθεί...» είπε στον ίδιο χαμηλό τόνο με τον άντρα της και η Σερένα, βαθιά σκεπτόμενη τις παλιές εποχές και έκανε την σύγκριση. Δεν έπρεπε να επιστρέψουμε, παραδέχθηκε ενδόμυχα στον εαυτό της. «Υπάρχουν πολλά θύματα;» ρώτησε τη δήμαρχο ύστερα, ανήσυχη.
«Ναι» απάντησε με μιας, με απόλυτη σιγουριά. «Χτυπάνε πολύ συχνά τις νύχτες με πανσέληνο και ως συνήθως οι νεκροί βρίσκονται σε κοινή θέα —σε πάρκα, σε μαγαζιά, σε διάφορα στενάκια της πόλης, πλάι στην εκκλησία, στο δάσος... Τα τέρατα αυτά κινούνται κάτω από τη μύτη μας, βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας!»
«Έχεις σκεφτεί τι να κάνεις;» την ρώτησε σκεπτόμενος ότι πρέπει να λάβουν δράση γρήγορα.
«Αυτή η κατάσταση με ξεπερνά, Τζάρεντ. Είναι κάτι που ξεπερνά κατά πολύ τις δυνάμεις αλλά και τις γνώσεις μου...» Παραδέχθηκε ανοιχτά. Στα μάτια της φαίνονταν ξεκάθαρα ότι φοβόταν για το μέλλον της μικρής τους πόλης. Την έχαναν από τα πλάσματα των σκιών; Ήταν αργά για να αντεπιτεθούν; «Για αυτό ήρθα κυρίως εδώ απόψε. Χρειαζόμαστε την βοήθειά σου!»
Ένα δευτερόλεπτο μετά ακούστηκε ένας χτύπος από το βάθος. Ήταν η πόρτα. Ήρθε η Φρέγια και τους διέκοψε. Όλοι αμέσως κοιτάχτηκαν ανά μεταξύ τους. Είχε πάει για ψώνια στην πόλη και τώρα ήταν η ώρα που θα επέστρεφε.
«Ποιος είναι;» η Μόνα ταράχθηκε και πετάχτηκε από την θέση της. Κοίταξε ως τον διάδρομο όπου είδε και την σκιά της Φρέγια να πλησιάζει.
«Η κόρη μας.» Αποκάλυψε η Σερένα. «Δεν θα της πεις τίποτα από όσα είπαμε! Έγινα κατανοητή;» Η Μόνα αντάλλαξε ένα έντονο βλέμμα με την Σερένα —η οποία σχεδόν ένιωσε πως η Σερένα όντως την απειλούσε έμμεσα πως θα την σκότωνε αν έλεγε έστω και μια λέξη στην κόρη τους για τα θέματα που συζητούσαν. Το βλέμμα της έλεγε ότι δεν πρόλαβε να πει, έτσι η Μόνα έκανε πίσω.
Μόλις το βλέμμα της Σερένα απομακρύνθηκε για να συναντήσει της Φρέγια, η Μόνα ήρθε αντιμέτωπη με τον Τζάρεντ. «Μην ανοίξεις το στόμα σου.» Της ψιθύρισε, χαμογελώντας ψεύτικα.
Αμέσως μετά η Φρέγια εμφανίστηκε στο σαλόνι. «Γεια σας, καλά τι κάνετε εδώ πέρα, ελάτε να σας δείξ—» σώπασε αμέσως μόλις είδε μια γυναίκα που δεν γνώριζε να κάθεται με τους γονείς της στο καθιστικό. «Έχουμε επισκέπτη;» Έμεινε αποσβολωμένη να κοιτάζει την άγνωστη, σε αυτήν, γυναίκα.
«Έλα κόρη μου.» Ο Τζάρεντ πλησίασε την Φρέγια και ύστερα άπλωσε το χέρι του, το πέρασε γύρω από την μέση της και την πήρε μαζί του, κοντά στους καναπέδες όπου κάθονταν τόση ώρα οι τρεις μεγάλοι. «Από εδώ η Μόνα Σινκλαίρ, δήμαρχος του Όζαρκς. Μόνα, από εδώ η κόρη μου, η Φρέγια.» Έκανε τις απαραίτητες συστάσεις χαλαρώνοντας τον επιθετικό εαυτό του που παρουσίασε πριν.
«Χάρηκα για την γνωριμία δήμαρχε!» Η Φρέγια έκανε μια απλή και τυπική χειραψία με την γυναίκα που τους είχε επισκεφθεί.
«Κι εγώ χάρηκα πολύ σε γνωρίζω επιτέλους Φρέγια. Γνωρίζω τον πατέρα σου από πολύ παλιά, πριν προλάβει να φύγει από εδώ. Είναι ένας θαυμάσιος άνθρωπος, πρέπει να είσαι περιφανή που είναι ο πατέρας σου!» Τον επαίνεσε γενναιόδωρα, τόσο που δεν ήξερε και η ίδια αν έπρεπε.
Η Φρέγια παραξενεύτηκε που άκουσε τόσο καλά λόγια από εκείνη για τον πατέρα της. Ήδη μυρίζονταν συνεργασία μεταξύ της οικογενείας της με την δήμαρχο, οπότε επέλεξε να χαμογελάσει ευγενικά και να μην πάρει μια φρικιαστική γκριμάτσα —που της έβγαινε ως μια πιο φυσική αντίδραση με τον ανεξήγητο, ξαφνικό εγκωμιασμό της.
Η Φρέγια ήταν συνηθισμένη στο να γνωρίζει συνεργάτες του πατέρα της, πριν τις συμφωνίες και έτσι ήξερε ακριβώς πως έπρεπε να φερθεί για να τους γοητεύσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά άλλωστε που ένιωθε έτσι αμήχανα μπροστά σε γνωστό του πατέρα της.
Μιλώντας για γνωστούς... Πάνε δυο μέρες που επισκέφθηκε την Ακαδημία του Όζαρκς κι ακόμα να ρωτήσει για την Κριστίν Ρέιβενκροφτ.
Η μητέρα της στράφηκε προς εκείνη και της έκανε νόημα να την πλησιάσει και να καθίσει κοντά τους όταν πήγε να φύγει. «Έλα να καθίσεις μαζί μας, Φρέγια. Δεν χρειάζεται να φύγεις.»
Η Φρέγια για ακόμα μια φορά εκπλάγηκε. Της ζήτησε η μητέρα της να καθίσει σε μια επαγγελματική τους κουβέντα; Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά!
«Μπορώ;» Ρώτησε νιώθοντας χιλιάδες ενδοιασμούς να την καταπλακώνουν, λες και ήταν βράχια από την πιο απόκρημνη πλαγιά κι εκείνη ήταν το έδαφος.
Στην πραγματικότητα η Σερένα ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Η συγκεκριμένη κίνησή της έριχνε στάχτη στα μάτια της μικρής Μπλάκγουελ. Ήταν μια κίνηση εκ μέρους της μητέρας της που είχε σκοπό να την κάνει να ξεχάσει για λίγο τις απανωτές, πιεστικές και άκρως ενοχλητικές ερωτήσεις που έκανε περί της επιστροφής τους στο Όζαρκς.
Ο πατέρας της, Ο Τζάρεντ, ένευσε θετικά στην ερώτησή της, το ίδιο ακριβώς έκανε και η μητέρα της κι έτσι η Φρέγια τελικά έμεινε μαζί τους. Η Μόνα Σινκλαίρ χαμογέλασε ευγενικά στην Φρέγια κι αμέσως ένιωσε πιο ευπρόσδεκτη.
«Τότε ας καθίσω...» Είπε και πήρε θέση. «Τι πράγμα συζητούσατε και σας διέκοψα; Γιατί δεν ήθελα με τίποτα να σας διακόψω!» Είπε κάνοντας λεπτή τη φωνή της, προσπαθώντας να το παίξει άνετη αλλά ταυτόχρονα και διακριτική. Είπε ότι είπε εξάλλου για να δει τι ψάρια μπορεί να πιάσει. Ίσως με την δήμαρχο εδώ να μάθει και κάτι για τον πραγματικό, μυστήριο, λόγο που επέστρεψαν οικογενειακώς στο Όζαρκς. Παρά την κρυφή προσπάθεια της μητέρας της να καταφέρει να απομακρύνει τις σκέψεις της κόρης της από το συγκεκριμένο θέμα κατάφερε το εντελώς αντίθετο.
«Λοιπόν, ήρθες πάνω στην ώρα...» Η δήμαρχος της είπε κεντρίζοντάς της το ενδιαφέρον. «Θα ανακοίνωνα για μια ιδέα που είχα.»
«Για τι ακριβώς πρόκειται δήμαρχε;» επέμβει περίεργη η Σερένα καθώς το βλέμμα της πετούσε σπίθες προς την Μόνα, προειδοποιώντας την να προσέχει. Ύστερα, ρόλλαρε ανήσυχα τα μάτια της καταλήγοντας στον Τζάρεντ, ο οποίος την διέψευσε και την καθησύχασε με το βλέμμα του αφού ήταν σίγουρος ότι δεν υπήρχε κάτι για να ανησυχεί κανένας από τους δυο τους. Εξάλλου της είχαν καταστήσει ξεκάθαρο ότι σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να μιλήσει ανοιχτά μπροστά στην κόρη τους.
«Σκεφτόμουνα να διοργανώσουμε ένα γκαλά υποδοχής μιας αγαπητής οικογένειας στην κοινότητα του Όζαρκς... και λέγοντας αγαπητή οικογένεια εννοώ φυσικά την δική σας οικογένεια. Οπότε λοιπόν, τι λέτε να είστε τα τιμώμενα πρόσωπα;» χαμογέλασε στους Μπλάκγουελ. Οι βλεφαρίδες πετάρισαν έντονα και το βλέμμα της έδειχνε ότι έκρυβε κάποιον μυστικό σκοπό. Σίγουρα ήθελε να τους καλοπιάσει και να τους έχει με το μέρος του συμβουλίου, αλλά με ένα εντυπωσιακό γκαλά τα βλέμματα θα στρέφονταν όλα πάνω τους και δεν ήταν σίγουρη αν αυτό θα επέφερε θετικά αποτελέσματα. Όμως θα έστρεφε τα βλέμματα σε αυτούς αρκετά ώστε να προλάβει να δράσει η ίδια. Οι Μπλάκγουελ θα έμπαιναν στο επίκεντρο της προσοχής.
«Γκαλά; Που; Εδώ;» Η Φρέγια είχε ήδη ενθουσιαστεί.
«Μου ακούγεται φοβερή ιδέα ένα γκαλά υποδοχής!» Σχολίασε η Σερένα.
«Σίγουρα θα βοηθούσε για να έρθουμε σε επαφή με τον κόσμο.» Ο Τζάρεντ απάντησε έξυπνα σκεπτόμενος για ακόμα μια φορά πολιτικά. «Το γκαλά θα είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να με επανασυστήσεις και στο διοικητικό συμβούλιο.» Χαμογέλασε έτοιμος για όλα.
«Φυσικά, Τζάρεντ.» Δέχθηκε χαμογελαστή. «Όλοι θα μάθουν πως οι Μπλάκγουελ επέστρεψαν!» Χαμογέλασε. Εάν κοιτούσες από κοντά, θα καταλάβαινες ότι κάτι ετοίμαζε η δήμαρχος του Όζαρκς και τίποτα δεν θα την σταματούσε από το να υλοποιήσει το σχέδιό της.
Οι Μπλάκγουελς θα «πέσουν», ήταν η τελευταία της σκέψη λίγο πριν την τελευταία χειραψία της με τον Τζάρεντ. Άφησε το σπίτι τους με άλλα σχέδια διαφορετικά από αυτά με τα οποία ξεκίνησε, αποφασισμένη να επιστρέψει υπερέχοντας.
⎯⎯⎯ ☽ ⎯⎯⎯
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top