1. Childs Of The Doomed: The Genuine Vampire
Όζαρκς, Καναδάς
1.513 μ.Χ.
Παρελθόν
Ποτέ δεν είχε φανταστεί τον τρόπο που θα πέθαινε. Αργός ή γρήγορος, δεν την ενδιέφερε. Επώδυνος ή ανώδυνος, επίσης δεν την ενδιέφερε. Ήταν απίθανο όμως αυτό να συμβεί, αφού ήταν άτρωτη και κανείς ποτέ δεν κατάφερε να την λυγίσει ως τώρα.
Τώρα τελευταία, είχε μπλέξει με τoν υπόκοσμο της πόλης του Όζαρκς και η σκοτεινή πλευρά του, την καλωσόρισε. Πάνω που ο πατέρας της νόμιζε ότι θα γλύτωνε την μονάκριβη μοναχοκόρη του από τον δικό του τρόπο ζωής, τον κόσμο των σκιών και του υπερφυσικού, εκείνη κατέληξε να γίνει μια από τις μεγαλύτερες και επιτυχημένες Κυνηγούς υπερφυσικών πλασμάτων. Η Βικτώρια Ντουκέιν ήταν πλέον ο φόβος και ο τρόμος των βαμπίρ, λυκανθρώπων αλλά και παραβατικών μάγων και μαγισσών.
Η αλήθεια είναι ότι είχε ξοδέψει ένα ολόκληρο καλοκαίρι για σκληρή προπόνηση με την θεία της -την αδερφή του πατέρα της- η οποία, ως πρώην Κυνηγός, γνώριζε καλά την «δουλειά» και είχε υποσχεθεί στην ίδια της την ανιψιά ότι θα την εκπαιδεύσει όταν κλείσει τα δεκατέσσερα. Ήταν βέβαιη ότι με την κατάλληλη καθοδήγηση, η Βικτώρια, θα γίνονταν ισάξιά της και μια μέρα ίσως και καλύτερη από εκείνη!
Κι έτσι ακριβώς έγινε... Η Βικτώρια ήταν πια είκοσι και οι ικανότητες ξεπερνούσαν κάθε προσδοκία. Ήταν γρήγορη, ευκίνητη, δυνατή, εύστροφη και εύστοχη. Είχε όλα όσα ήθελε για να γίνεις μια καλή Κυνηγός. Μαζί με το βαθύ μίσος που έτρεφε προς κάθε τι σκοτεινό κι αφύσικο πλάσμα των σκιών ήταν το τέλειο φονικό όπλο απέναντί τους. Η ευγένεια και η καλοσύνη της επίσης ήταν δυο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά που την καθιστούσαν φιλική και αγαπητή ανάμεσα σε πολλούς στο Όζαρκς. Οι άλλες φατρίες των Κυνηγών θαύμαζαν την ίδια αλλά και την οικογένειά της, πίστευαν στο ταλέντο της, στην δύναμή της και την πίστη που έδειχνε απέναντι στον Μέγα Σκοπό των Κυνηγών. Το μόνο κακό, που η θεία της Βικτώρια, έβλεπε στην ανιψιά της, ήταν το απαράμιλλο πείσμα της. Όταν η Βικτώρια αποφάσιζε πως ήθελε κάτι, ποτέ κανείς δεν κατάφερε να της σταθεί εμπόδιο. Θυσίαζε ακόμα και τον εαυτό της πολλές φορές για άτομα που αγαπούσε και νοιαζόταν για αυτά. Είναι ευάλωτη λόγω όσων αγαπά, αυτή είναι ήταν η μια και μοναδική αδυναμία της, οι άνθρωποί της. Δεν είχε τίποτα άλλο να χάσει, μόνο οι δικοί της άνθρωποι μετρούσαν για αυτήν.
«Δεν θέλω να έρθεις μαζί μου Καταλίνα, τα καταφέρνω καλύτερα μόνη μου. Έτσι δεν θα χρειάζεται να έχω κι εσένα, να σε προσέχω...» η Βικτώρια πλησίασε το οπλοστάσιο κι πέρασε στην παλάμη της το μεγάλο τόξο και την φαρέτρα της με τα δηλητηριώδη βέλη, εμποτισμένα στη βαρβένη και στο λυκοπένιο. Τα δυο αυτά είναι θανατηφόρα, σε πλάσματα όπως είναι οι βρικόλακες και οι λυκάνθρωποι, αντίστοιχα. Οι μάγισσες ήταν πιο δύσκολες να αντιμετωπιστούν στις μέρες της. Ακόμα δεν είχαν αναπτύξει άρτιες τεχνικές απέναντι σε τέτοιου είδους υπερφυσικά πλάσματα και απειλές, αλλά τα σκοτεινά αντικείμενα που είχε στην κατοχή της η οικογένεια Ντουκέιν ήταν αρκετά για να πιάσουν και να φυλακίσουν μια μάγισσα ή και να την σκοτώσουν. Ήταν σκοτεινά αντικείμενα μαύρης και αρχαίας μαγείας, που οι πρόγονοί τους είχαν φτιάξει, οι πρώτοι Κυνηγοί, για να αντιμετωπίσουν τις μάγισσες σε Κυνήγι Μαγισσών.
Η νεαρή μαθητευόμενη Κυνηγός, η οποία ήταν υπό την προστασία και την εποπτεία της Βικτώρια, εκείνο το βράδυ φέρθηκε σαν την εκπαιδεύτριά της: ατίθασα χωρίς να βλέπει καθαρά τις επιλογές της. Το πείσμα της υπερίσχυσε από την λογική και τα έβαλε με την Βικτώρια.
Βρίσκονταν μαζί, σε μια κρυφή, μικρή καλύβα Κυνηγών, στο βουνό Βερμόντ. Είχαν πάει εκεί από το πρωί για την επικείμενη εκπαίδευση της νεαρής Καταλίνα, όμως η ομίχλη που έκανε την εμφάνισή της το ίδιο απόγευμα ήταν τόσο πυκνή που δεν θα κατάφερναν να πορευθούν ανάμεσά της κατά το λυκόφως αλλά ούτε και μετά αφού έπεφτε το φως, σε κάποιο από τα κεντρικά μονοπάτια του δάσους ώστε να επιστρέψουν στην πόλη. Έτσι, οι δύο τους είχαν αποκλειστεί εκεί για το βράδυ.
«Είναι μια απλή περιπολία, όπως κάνουμε πάντα!» Είπε η δεκαπεντάχρονη Καταλίνα προσπαθώντας να πείσει την ανώτερη Κυνηγό να την πάρει μαζί της έξω στο δάσος για έναν έλεγχο. «Θα προσέχω Βικτώρια! Πίστεψέ με, είμαι πανέτοιμη για κάτι τέτοιο.»
«Είπα θα πάω μόνη μου. Θα πρέπει να κάνω γρήγορα εξάλλου, γιατί δεν υπάρχει καθαρό οπτικό πεδίο. Η ομίχλη δεν υποχώρησε ακόμα όπως βλέπεις.» Την αποσιώπησε. «Ευτυχώς όμως είχε χθες πανσέληνο και έχει φως έξω...» Πρόσθεσε ρίχνοντας μια ματιά από το μισάνοιχτο παραθυρόφυλλο του καθιστικού.
Αυτό που τρόμαζε την μικρή Καταλίνα ήταν η χθεσινοβραδινή πανσέληνος, καθώς δεν ήξερε σε τι κατάσταση θα βρίσκονταν οι λυκάνθρωποι που θα τριγυρνούσαν ακόμα στο δάσος. Με την πανσέληνο τρελαίνονται και αποκτούν παραπάνω δυνάμεις και μια εκπαιδευόμενη δεν μπορεί να τους αντιμετωπίσει, όπως ένας Κυνηγός. «Θέλω να έρθω!» Είπε με πείσμα η Καταλίνα αγνοώντας την Κυνηγό που έλεγε όχι αλλά και τον ίδιο της τον φόβο για το τι κρύβεται στις σκιές.
«Κάτσε εδώ και θα γυρίσω σε μισή ώρα. Δεν θα κάνω πολύ, πρέπει να ελέγξω την περίμετρο πριν κοιμηθούμε!» Αγνόησε τελείως την επιθυμία που εξέφραζε η Καταλίνα και την άφησε μόνη της στην καμπίνα του δάσους με το τζάκι να σιγοκαίει, για να μην φαίνεται ο καπνός από την καμινάδα. Η Βικτώρια βγήκε μόνη της από το σπίτι και έκλεισε την πόρτα πίσω της με δύναμη, ευχόμενη η μικρή Καταλίνα να μην την ακολουθήσει.
Έξω η ομίχλη παρέμεινε όπως την είχε αφήσει, αμετακίνητη και το ίδιο πηχτή. Η υγρασία έκανε την Βικτώρια να ιδρώσει όταν έτρεχε ανάμεσα από τους κορμούς δέντρων με σκοπό να ελέγξει εάν υπήρχε κανένας κίνδυνος τριγύρω τους. Κάτι γρυλίσματα την έκαναν να πατήσει στις μύτες των ποδιών της και να τεντώσει εκτενέστατα τη χορδή του τόξου της. Κάποιος λυκάνθρωπος βρίσκονταν πολύ κοντά, ήταν βέβαιη ότι θα πετάγονταν ανά πάσα στιγμή. Πήρε μια βαθιά ανάσα και αμέσως μετά σταθεροποίησε το δάκτυλό της μαζί με την αναπνοή της. Πήρε βαθιά ανάσα καθώς τραβούσε την χορδή προς τα πίσω και με την εκπνοή της άφησε το τόξο να διανύσει την πορεία που η ίδια είχε χαράξει με το μάτι της. Ένας ήχος σάρκας να σχίζεται ακούστηκε και η Κυνηγός έτρεξε να αντικρίσει το θήραμά της. Τα βήματά της ήταν γρήγορα και σταθερά πάνω στο νοτισμένο έδαφος, γεμίζοντας λάσπες. Πλησιάζοντας τους θάμνους έσκυψε και αντίκρισε έντρομη ένα αγριογούρουνο, δεν ήταν λυκάνθρωπος τελικά. Άφησε εκεί το άμοιρο άγριο ζώο να κείτεται νεκρό σημαδεύοντας την τοποθεσία για να επιστρέψει εκεί αύριο πριν αποχωρήσουνε με την Καταλίνα για την πόλη. Σχεδίαζε να το πάρει μαζί της για να το ψήσουν σε κάποια γιορτή που πλησίαζε.
Γύρισε τον κορμό της, με σκοπό να επιστρέψει πίσω στην καλύβα αλλά το θέαμα που αντίκρισε την έκανε να παγώσει στην θέση της. Έπρεπε όμως να δράσει σύντομα, δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Ήταν έτοιμη να σηκώσει τον αριστερό της αγκώνα για να πιάσει, πίσω από την φαρέτρα που είχε στην πλάτη της, ένα τόξο βαρβένης, αλλά η σκοτεινή φιγούρα την πρόλαβε κει την σταμάτησε απειλώντας την κατά πρόσωπο.
«Μια κίνησή σου Κυνηγέ και το κορίτσι θα είναι νεκρό.» Η βαριά φωνή του βρικόλακα ήχησε κάνοντας κάθε κύτταρο του κορμιού της Βικτώρια να ανατριχιάσει. Τρόμος την είχε κατακλίσει όταν συνειδητοποίησε ότι κρατούσε από τον λαιμό την Καταλίνα. Τα πόδια της νεαρής εκπαιδευόμενης κρέμονταν στον αέρα. Οι μύτες από τα σκουρόχρωμα μποτάκια της ίσα που ακουμπούσαν στα ψηλά χορτάρια που εξείχαν από το έδαφος.
«Άφησέ την και δεν θα σου κάνω κακό.» Φώναξε η Βικτώρια ως τον βρικόλακα, ξεχνώντας ότι έχει οξυμένη ακοή, και ύστερα ακούμπησε με τα χέρια ψηλά και τις παλάμες ανοιχτές προς εκείνον, το τόξο κάτω στο έδαφος, έπειτα έβγαλε και την φαρέτρα που κρέμονταν από τον δεξί της ώμο στην πλάτη της και στο τέλος σηκώθηκε και πάλι στα πόδια της σκεπτόμενη τι έπρεπε να πει για να διαπραγματευτεί με τον αιμοσταγή εχθρό της.
«Ωραία, εγώ λέω να γίνει το αντίστροφο...» είπε ήρεμος και χαλαρός και έπειτα με την υπερφυσική ταχύτητά του μετακινήθηκε μέσα σε ένα με δύο δευτερόλεπτα μπροστά στην Βικτώρια. Το βλέμμα της Κυνηγού έπεσε πάνω στο πανικόβλητο πρόσωπο της Καταλίνα και στραβοκατάπιε, εκείνη ήταν υπερβολικά πολύ τρομαγμένη καθώς το παγωμένο άγγιγμα του βρικόλακα την είχε υπό κράτηση και τελείως ακίνητη. Μικρές σταγόνες ιδρώτα κατρακυλούσαν από το μέτωπό της και έπεφταν βίαια στη μουσκεμένη γη. Τα λεπτοκαμωμένα και αδύνατα χέρια της πάλευαν με τα γερά και σφιχτά δάχτυλα του βρικόλακα που την έπνιγε και όσο περνούσε η ώρα έχανε τις ανάσες της.
«Τι θέλεις;» Τον ρώτησε, κάνοντας στην άκρη την εικόνα του προσώπου της Καταλίνα, μη αφήνοντας να την επηρεάσει. Προσπάθησε να μείνει ψύχραιμη όπως ακριβώς είχε εκπαιδευτεί να αντιμετωπίζει τέτοιες περιπτώσεις.
«Θέλω να παραδοθείς εσύ σε μένα και η νεαρή φίλη σου θα μείνει ζωντανή.» Πρόσταξε το αίτημά του, αφήνοντας την Βικτώρια άναυδη. Τι αίτημα ήταν αυτό; Ύστερα το άγνωστο πλάσμα των σκιών πήρε και πάλι το στυγερό και παγερό του ύφος, όπως ένας νεκρός θα έδειχνε αν κάποιος του φυσούσε λίγη ζωή.
«Να παραδοθώ;» Έκανε μια ρητορική ερώτηση η Βικτώρια, σε άκρως απαξιωτικό τόνο. Με λάθος Κυνηγό τα έβαλες... Δεν ήθελε να κάτσει να συζητήσει με τον βρικόλακα, αλλά ούτε και να διαπραγματευτεί μια ενδιάμεση λύση. Το μόνο που ήθελε ήταν να τον σκοτώσει, να αφανίσει τον ίδιο αλλά και ολόκληρο το είδος του και να απαλλαχθεί από τους βρικόλακες μια για πάντα...
«Είσαι μια Αυθεντική Σκοτεινή, το μυρίζομαι στο αίμα σου.» Είπε ο βρικόλακας πλησιάζοντάς την όλο και περισσότερο. Έγειρε το πρόσωπό του και τα ρουθούνια του άνοιξαν παραπάνω καθώς οσφραίνονταν την Βικτώρια κι εκείνη ανατρίχιασε.
«Αυθεντική;» Απόρησε η Βικτώρια. «Δεν είμαι βρικόλακας, είμαι Κυνηγός!» Τον διαβεβαίωσε, φωνάζοντας.
«Θα γινόσουν εξαίρετη βρικόλακας!» Της είπε υπονοώντας ότι σκόπευε να την μεταμορφώσει. «Από τις πιο δυνατές που υπήρξαν!» Το βλέμμα του σκοτείνιασε.
Η Καταλίνα άρχισε να πνίγεται παραπάνω από πριν καθώς το κράτημα του έσφιγγε σε μεγαλύτερη συχνότητα. Η Βικτώρια δεν έπαψε να σκέφτεται τρόπους για να απαλλαχθούν από το πλάσμα της νύχτας.
«Ας ξεφορτωθούμε όμως πρώτα το περιττό βάρος.» Λέγοντας αυτό άπλωσε το άλλο του χέρι, που κρέμονταν ελεύθερο, στο πλάι του και με αυτό έφερε πιο κοντά στους μυτερούς του κυνόδοντες τον γυμνό λαιμό της Καταλίνα, μέχρι που την πλησίασε αρκετά και την δάγκωσε μπήγοντας τους κυνόδοντές του βαθιά μέσα στη σάρκα της.
«Δεν πρόκειται να συμβεί αυτό ποτέ!» Του φώναξε η Κυνηγός και σήκωσε με μιας την μπότα της κι από μέσα έβγαλε ένα αιχμηρό ξύλινο παλούκι αρχαίας οξιάς και το κάρφωσε με όλη της την δύναμη στο στέρνο του βρικόλακα στοχεύοντας απευθείας στην καρδιά του, αιφνιδιάζοντάς τον.
Αμέσως το αισθάνθηκε να εισχωρεί στα σωθικά του και να μουδιάζουν τα άκρα του. Έκανε πίσω, πετάζοντας την σχεδόν αναίσθητη Καταλίνα στο έδαφος, και η Βικτώρια αμέσως αντίκρισε το τρομοκρατημένο πρόσωπο του βρικόλακα, που μόλις είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε έρθει το τέλος του, να γκριζάρει. Το κατακόκκινο αίμα της Καταλίνα έσταζε από το στόμα του. «Όχι!» Ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη βλέποντας το γκρίζο χρώμα να εξαπλώνεται σε όλο του το σώμα και να νεκρώνει ένα ένα μέρος του. Οι μαύρες φλέβες πλέον είχαν κυριεύσει το σώμα του. Η Καταλίνα ξέφυγε από κοντά του λίγο πριν πέσει σαν κούφιος κορμός δέντρου στο έδαφος και ξεψυχήσει.
Η Καταλίνα έπεσε με φόρα μέσα στην αγκαλιά της Βικτώρια και εκείνη την κράτησε σφιχτά κοντά της, χωρίς να της επιτρέπει να απομακρυνθεί και να κινηθεί για λίγο, ώστε να βεβαιωθεί ότι είναι πλέον ασφαλής. «Μην με παρακούσεις ποτέ ξανά, με ακούς;» Της είπε κοιτάζοντάς την απευθείας στα μάτια, κατά πρόσωπο. Ο τρόμος της Βικτώρια ήταν πραγματικός για το ότι θα έχανε την μικρή Καταλίνα από έναν βρικόλακα εκείνο το βράδυ. Η Καταλίνα ένευσε θετικά ως ανταπόκριση στα λόγια της Κυνηγού και ακόμα ταραγμένη συμφώνησε με την Βικτώρια.
«Βικτώρια, είπε ότι είσαι Αυθεντική!» Της είπε με τρεμάμενη φωνή μετά από λίγο, μόλις βρήκε και πάλι την σταθερή αναπνοή της.
«Δεν ήξερε τι έλεγε!» Αποκρίθηκε αυθόρμητα η Βικτώρια με την καρδιά της να χτυπάει σε γρήγορους ρυθμούς. «Μην ακούς ποτέ έναν τυχαίο βρικόλακα που συνάντησες τα μεσάνυχτα στο δάσος...» Την συμβούλεψε βάζοντας γρήγορα μια τελεία στο θέμα που πήγαινε να αναδυθεί. Δεν ήθελε να μιλήσει για αυτό. Ακολούθησε ένα λεπτό ησυχίας κατά το οποίο η Βικτώρια προσπαθούσε να καθησυχάσει την Καταλίνα αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό, για ότι μόλις συνέβη και να διαψεύσει τα όσα άκουσε από τον πλέον νεκρό βρικόλακα.
«Δεν θα μιλήσεις σε κανέναν για αυτό που συνέβη απόψε! Κατάλαβες;» Προειδοποίησε την Καταλίνα μιλώντας άκρως σοβαρά, λίγο έλειψε να την απειλήσει αλλά αμέσως θυμήθηκε ότι πρόκειται για ένα μικρό κορίτσι που έτυχε να έρθει εκείνο το βράδυ μαζί της στο βουνό Βερμόντ απλά για εκπαίδευση.
«Μάλιστα!» Η Καταλίνα την διαβεβαίωσε αμέσως για το ότι την άκουσε και θα εφάρμοζε τα λεγόμενά της χωρίς να αφήσει ίχνος αμφιβολίας στην εκπαιδεύτριά της. Ο δεσμός εκπαιδευτή και εκπαιδεύτριας ήταν ιερός. Και οι δυο πλευρές είχαν καθήκον η μια απέναντι στην άλλη, να είναι ειλικρινείς αναμεταξύ τους και να κρατάνε απόρρητα τα όσα λένε και όσα κάνουν ανά μεταξύ τους. Η Καταλίνα ήταν ολοφάνερα περιφανή που η Βικτώρια την είχε διαλέξει στις αρχές του φθινοπώρου για να την εκπαιδεύσει ανάμεσα σε πολλούς άλλους, την θαύμαζε και δεν ήθελε να την χάσει από εκπαιδεύτριά της. Έτσι, ο λόγος της ήτανε τιμή απέναντί της.
«Πρέπει να σε καθαρίσω, πάμε στην καμπίνα.» Η Βικτώρια, έσπασε το κενό που δημιουργήθηκε και στράφηκε προς την Καταλίνα, με τρεμάμενα χέρια, για να την ελέγξει πόσο βαθιά δαγκώθηκε και αν της είχε προκληθεί ζημιά που θα άφηνε σημάδι το δάγκωμα. «Έχεις αίματα, πρόλαβε και σε δάγκωσε βαθιά, πονάς;»
«Όχι είμαι καλά!» Η Καταλίνα γύρισε και κοίταξε την Βικτώρια στα μάτια απολογητικά. «Συγνώμη, βγήκα από την καμπίνα ενώ μου είπες να μην βγω!» Δεν κρατήθηκε και εν τέλη ενέδωσε στο να ζητήσει συγνώμη. Η Βικτώρια την σφιχταγκάλιασε και στο τέλος την φίλησε στοργικά στο πάνω μέρος του κεφαλιού της, σκεπτόμενη βαθιά ακόμα όλα όσα διαδραματίστηκαν τα προηγούμενα λεπτά...
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε την Καταλίνα να στέκεται παραδίπλα μόνη της, ενώ η ίδια έβγαλε ένα σπίρτο και το άναψε. Αμέσως μετά μια αδύναμη φλόγα τόλμησε να ξεπηδήσει ανάμεσα στην υγρασία κι απέναντι στο απέραντο σκοτεινό δάσος του έδωσε το φως που του έλειπε... Η Βικτώρια έριξε με κενό βλέμμα το σπίρτο πάνω στο νεκρό σώμα του βρικόλακα και το άφησε να τον κάψει ολόκληρο ώστε το σώμα του να χαθεί μπροστά στα μάτια της. Οι φλόγες ξεπηδούσαν μπροστά στην Κυνηγό και ήταν σαν να εκπλήρωναν κάθε επιθυμία της, επιτίθονταν και κατασπάραζαν τον βρικόλακα εξ ολοκλήρου όπως καλά τις είχε προστάξει να κάνουν. Η φωτιά έκαιγε ασταμάτητα μέχρι το σημείο που δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάψει και τότε η φωτεινή λάμψη της εξαφανίστηκε. Η Βικτώρια απομάκρυνε το βλέμμα της από εκείνο το σημείο και δεν ξαναγύρισε να κοιτάξει πίσω της.
Οι σκέψεις της όμως δεν έπαψαν να την καίνε όσο νερό κι αν προσπάθησε να ρίξει ο καπνός όλο και μεγάλωνε και δεν έβρισκε την ηρεμία που επιζητούσε. Δεν ήξερε καν η ίδια εάν έπρεπε να πιστέψει τον βρικόλακα, τι ήταν αυτό που μύρισε στο αίμα της και πως κατάλαβε ότι ήταν μια αυθεντική; Δεν είχε μιλήσει τόσο πολύ ποτέ ξανά με κάποιον βρικόλακα. Επίσης, δεν είχε συναντήσει ποτέ κάποιον Αυθεντικό και δεν ήξερε λεπτομέρειες, ήξερε μονάχα ότι είχε ακούσει από τους υπόλοιπους Κυνηγούς.
[...]
Αυτά κι άλλα πολλά, ήταν ερωτήματα, που ακόμα και μετά από τρία χρόνια δεν είχε καταφέρει να απαντήσει. Όταν έκλεισε τα εικοσιπέντε, η Βικτώρια, θα παντρευόταν. Είχε βρει τον κατάλληλο, ενέκριναν και οι γονείς της, οπότε τίποτα δεν τους σταματούσε από το να ζήσουν τον έρωτά τους. Ο Άρτσερ Κινγκ ήταν ο άντρας που κέρδισε την καρδιά της σπουδαίας Κυνηγού της Φατρίας των Ντουκέιν.
Ο Άρτσερ δεν ήταν Κυνηγός, αλλά επιχειρηματίας. Έκανε πολλά ταξίδια στην Ευρώπη μαζί με τρεις ακόμα φίλους τους τον Ντόριαν, Καναδέζος, ιδιοφυία στις επιχειρήσεις και δεξί του χέρι, τον Νικ, Καναδέζος επίσης, που ζούσε στο βουνό και βοηθούσε στην εταιρία με ότι σχετικό, και τον Ντάνιελ, Ιρλανδός στρατιώτης που βρέθηκε στον Καναδά κι έμεινε για την επιχείρηση αφού έγιναν και φίλοι οι τρεις τους, και όλοι μαζί έφερναν νέα πρωτοπόρα πράγματα πίσω στην πατρίδα τους. Πολλές φορές ήταν αυτοί που έφερναν και τις πληροφορίες, από την Ευρώπη, από τους άλλους Κυνηγούς. Μετέφεραν τα όπλα τους, βαρβένη και λυκοπένιο. Με την Βικτώρια ο Άρτσερ γνωρίζονταν από μικρά παιδιά, αλλά πολύ αργότερα εκδηλώθηκαν συναισθήματα πέραν της φιλίας...
Εκείνη την ημέρα ήταν τα εικοστά τρίτα γενέθλια της Βικτώρια Ντουκέιν και όλη η παρέα της: ο Άρτσερ Κινγκ, ο Ντόριαν Ράμζι, ο Νικ Γκρίφιν, ο Ντάνιελ Κάρσον αλλά και η αδερφή του η Σέραφιν Κάρσον που ήταν πολύ καλή φίλη της Βικτώρια, επρόκειτο να γιόρταζαν τα γενέθλια της πολυαγαπημένης τους φίλης μαζί στο αρχοντικό σπίτι της.
[...]
«Χορεύουμε;» Αναρωτήθηκε ο Άρτσερ στεκούμενος πλάι στην πανέμορφη αρραβωνιαστικιά του.
«Αν μου το ζητούσες αναλόγως...» Είπε επιβλητικά η Βικτώρια αφοπλίζοντας πλήρως τον Άρτσερ, αφήνοντας αμέσως μετά το κολονάτο ποτήρι της σαμπάνια της στο πάγκο με τα ποτά που βρίσκονταν πίσω της, για να έχει ελεύθερα τα χέρια της. Ύστερα στράφηκε και πάλι προς τον Άρτσερ και περίμενε να ακούσει τα κατάλληλα λόγια.
«Δεσποινίς, θα μου κάνετε την τιμή να μου χαρίσετε αυτόν τον χορό;» Της απευθύνθηκε σαν άγγελος χωρίς φτερά κάνοντάς την να πει το ναι.
Για τα επόμενο λεπτά ο Άρτσερ απολάμβανε το απαλό άγγιγμα της αρραβωνιαστικιάς του και μέλλουσας γυναίκας του. Τα δάκτυλά τους πλέχτηκαν ανά μεταξύ τους και τα βήματά τους ακολουθούσαν τις διαπεραστικές νότες του αργού κι άκρως ρομαντικού τραγουδιού που έπαιζε η μπάντα στο βάθος του κήπου των Ντουκέιν. Είχαν προσλάβει τους καλύτερους και η μουσική ήταν πραγματικά ένα από τα πιο απολαυστικά κομμάτια της εορταστικής βραδιάς απογειώνοντας την ατμόσφαιρα.
«Με συγχωρείται.» Ακούστηκε μια πιο βαριά φωνή. Ήταν ο πατέρας της Βικτώρια.
«Πατέρα...» Τον αντίκρισε ενθουσιασμένη μόλις κατάλαβε ότι ήρθε για να της ζητήσουν να χορέψουν και μαζί ως πατέρας-κόρη. Ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στα κατακόκκινα χείλη της.
«Μπορώ;» Ρώτησε τον Άρτσερ, για το εάν μπορεί να κάνει στην άκρη για να αναλάβει από εκεί και πέρα αυτός την όμορφη Βικτώρια.
«Φυσικά κύριε!» Ο Άρτσερ ένευσε θετικά και με ένα απαλό χαμόγελο αποχαιρέτησε την Βικτώρια προσωρινά, αφήνοντάς την στην ασφάλεια του πατέρα της.
«Είδα πως σε κοιτούσε, Βικτώρια.» Είπε ο πατέρας της όσο χορεύανε, θέλοντας να αναδείξει τα συναισθήματα του Άρτσερ απέναντί της.
«Πως με κοιτούσε;» Απόρησε φωναχτά η Βικτώρια με ένα χαζό χαμόγελο να κοσμεί τα χείλη της, χωρίς να καταλαβαίνει γιατί πραγματικά την ρωτούσε.
«Σαν να είσαι η γυναίκα του,» της αποκάλυψε περήφανος για την αγάπη που έτρεφε ο Άρτσερ προς την κόρη του «μην επιτρέψεις σε αυτό το χαμόγελο να σβήσει από τα χείλη του!»
Η Βικτώρια απλά χαμογέλασε γλυκά στον πατέρα της και έσπευσε να τον αγκαλιάσει, ακόμα πιο σφιχτά. Ακούμπησε το πιγούνι της απαλά πάνω στον ώμο του και από εκεί χάζευε για την υπόλοιπη ώρα τον Άρτσερ -ο οποίος στέκονταν στον πάγκο με τα ποτά πίνοντας ότι είχε απομείνει από την δική της σαμπάνια, έχοντας το άλλο του χέρι πάνω στο τραπέζι για να στηρίζεται. Της χαμογέλασε και εκείνη έκανε το ίδιο χωρίς να το πολυσκεφτεί. Αυτή μπορεί να ήταν η μοναδική της αγάπη, σκέφτηκε, και ο Άρτσερ θα ήταν εκεί για αυτήν για πάντα!
[...]
Όταν όλοι είχαν ξεκινήσει να φεύγουν -λόγω του ότι είχε πάει πολύ αργά- λίγο μετά τα μεσάνυχτα η Βικτώρια κάθισε μόνη της στο παγκάκι του μεγάλου κήπου με τα πολλά κόκκινα τριαντάφυλλα.
Οι κηπουροί της οικογένειας είχανε κάνει εξαιρετική δουλειά. Σε εκείνον τον κήπο θα έβρισκες το πιο όμορφο τριαντάφυλλο που είχες αντικρίσει ποτέ στη ζωή σου, θα σε μάγευε πρώτα-πρώτα από την όψη του και η μυρωδιά του θα σε παραπλανούσε να το κόψεις και να το χαρίσεις στον αγαπημένο σου.
Η Βικτώρια όμως δεν πήγε στον κήπο για να κόψει κάποιο τριαντάφυλλο...
Κάθισε πιο αναπαυτικά και κοίταξε τον βραδινό ουρανό που ήταν πεντακάθαρος και γεμάτος αστέρια. Φρόντισε να ανασαίνει αργά και αθόρυβα. Ήθελε να κάνει ησυχία, για να αφουγκραστεί πλήρως τους ήχους της νύχτας... Τα τριζόνια, τον ήχο του νερού καθώς εκείνο κυλούσε ελεύθερο στο μαρμάρινο σιντριβάνι, τα φύλλα που σάλευαν με το απαλό κι ελαφρύ αεράκι που διαπερνούσε τα δέντρα που την περιέκλειαν, αλλά και τον ίδιο τον άνεμο. Περίμενε να της σφυρίξει στο αφτί τα μυστικά του. Εύχονταν να μπορούσε να μιλήσει σε εκείνο το δέντρο που στέκονταν αγέρωχο απέναντί της, για να της αποκαλύψει ότι ιστορία είχε να της πει. Όμως τίποτα από αυτά δεν έμαθε... ούτε τα μυστικά του ανέμου, ούτε και τις ιστορίες εκείνου του δέντρου... Κι ακόμα να καταλάβει γιατί εκείνος ο βρικόλακας τότε, πριν τρία χρόνια επέλεξε να της αποκαλύψει το μυστικό που εκείνη δεν κατάφερε να ακούσει σε καμία ιστορία... για τους Αυθεντικούς Σκοτεινούς.
Ξαφνικά ένιωσε την παρουσία κάπου τριγύρω της, γύρισε τον κορμό της και αντίκρισε όλη την παρέα της, τον Άρτσερ, τον Νικ, τον Ντάνιελ, τον Ντόριαν αλλά και την Σέραφιν, να πλησιάζουνε...
«Τι κάνεις εδώ μόνη σου;» ρώτησε πρώτη η Σέραφιν και κάθισε δίπλα της λιγάκι άτσαλα. Ήτανε πολύ κουρασμένη για να το προσέξει αυτό εκείνη τη στιγμή.
«Ήθελα να πάρω ένα διάλειμμα... από όλον αυτόν τον κόσμο.» Αποκάλυψε σιγανά η Βικτώρια και στράφηκε και πάλι προς το σημείο όπου κάθονταν και κοιτούσε εξ' αρχής, πριν φτάσουν οι φίλοι της στον κήπο.
«Σε ψάχναμε εδώ και λίγη ώρα και δεν είχες ενημερώσει κανέναν ότι θα απομακρυνόσουν για λίγο...» της είπε δείχνοντας σχετικά ανήσυχος ο Άρτσερ. «Ανησύχησα για το που πήγες, για το αν είσαι καλά. Ξέρεις ότι δεν είναι και τόσο ασφαλείς έξω τέτοια ώρα στο Όζαρκς.» Κοίταξε τριγύρω τους ελέγχοντας.
«Συγνώμη, έπρεπε να σου το έλεγα, έχεις δίκιο...» παραδέχθηκε χωρίς πισωγυρίσματα.
«Δεν πειράζει!» Ο Άρτσερ πήγε κάθισε κι αυτός, αλλά από την άλλη πλευρά που είχε μείνει ελεύθερη θέση δίπλα στην Βικτώρια.
«Όμως θα έπρεπε να γνωρίζεις καλύτερα... για το ότι μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου αρκετά καλά. Δεν νομίζεις;» τον κοίταξε "γεννώντας" ερωτηματικά στα μάτια του.
Όλοι οι υπόλοιποι κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους σχεδόν αμήχανα και έτοιμοι να γελάσουν με τη τραγική ειρωνεία της κατάστασης που διαδραματίζονταν μπροστά τους... Μια μεγάλη και τρανή Κυνηγός δεν θα μπορούσε να προστατευτεί από κάθε ξαφνικό κίνδυνο που θα εμφανίζονταν στον δρόμο της; Φυσικά και ναι. Απλά, ο Άρτσερ ήταν αυτός που το ξεχνούσε συνέχεια. Ήθελε να έχει υπό την προστασία του την Βικτώρια και να νιώθει ασφαλείς παρόλο το πόσο δυνατή πολεμίστρια ήταν.
«Τέλος πάντων... Βικτώρια... Μας πήρε πολύ ώρα να σε ψάχνουμε, ευτυχώς θυμηθήκαμε για τον κήπο!» Είπε ο Ντόριαν και έκανε τους υπόλοιπους να ξεφυσήσουν ξαλαφρωμένοι, που πέρασε η αμήχανη στιγμή που κάθε φορά που ο Άρτσερ φέρονταν περισσότερο υπερπροστατευτικός από όσο θα έπρεπε για την Βικτώρια.
«Λοιπόν, τι κοίταζες;» ρώτησε ο Νικ περίεργος την Βικτώρια, αλλάζοντας το θέμα, ενώ με την σειρά του κάθισε κι αυτός μαζί με τους υπόλοιπους στον ελεύθερο χώρο που είχε μείνει στο μακρόστενο παγκάκι.
«Τα τριαντάφυλλα θα κοίταζες, βάζω στοίχημα! Ξέρω πόσο πολύ αγαπάς τα τριαντάφυλλα...» Της χαμογέλασε ο Ντάνιελ κάνοντας μια υπόθεση. Η αγάπη της για αυτά τα κόκκινα άνθη ήταν γνωστή σε όλους τους.
«Όχι, Ντάνιελ... Δεν ήρθα για τα τριαντάφυλλα.» Χαμογέλασε πίσω κι αυτή, αλλά χωρίς να τον κοιτάξει. Το μυαλό της παραήταν γεμάτο με σκέψεις και βάσανα που δεν προλάβαινε ούτε καν να τον κοιτάξει.
Όλοι έμειναν σιωπηλοί να κοιτάζουν τον νυχτερινό μαύρο ουρανό για λίγο. Κανένας δεν μιλούσε, ο ένας απολάμβανε την παρέα του άλλου. Ήταν πραγματικά δεμένοι. Που να ήξεραν ότι σύντομα η μοίρα θα τα έφερνε έτσι ώστε όλα αυτό θα ήταν μια γλυκιά ανάμνηση του παρελθόντος που θα τους κρατούσε συντροφιά στα δύσκολα που έρχονταν, σύντομα...
Ο Άρτσερ αγνόησε την παρουσία των φίλων τους τριγύρω και πλησίασε το σώμα της αγαπημένης του περισσότερο. Ακούμπησε τα δάχτυλά του στα δικά της και μόλις το δέρμα τους ήρθε σε επαφή εκείνη αυτόματα επιδίωξε περισσότερα, κύλισε κοντά του και του επέτρεψε να γείρει πάνω της. Έσκυψε και ξεκίνησε να ψιθυρίζει στο αφτί της Βικτώρια... «Πάντα ένα τριαντάφυλλο σου έφτιαχνε την διάθεση, το θυμάμαι καλά αυτό. Τα μάτια σου ανοίγουν διάπλατα, τα χείλη σου χαμογελούν και η ψυχή σου γαλήνευε κάθε φορά που σου πρόσφερα ένα από αυτά τα τριαντάφυλλα. Και τώρα, δείχνεις θλιμμένη παρόλο που σε περιβάλλει ένας κήπος από εκατοντάδες κόκκινα τριαντάφυλλα...» είπε ο Άρτσερ και κοίταξε την σιωπηλή Βικτώρια που κάθονταν στο πλάι του αρκετά σκεπτική. «Μπορώ να μάθω τι σε απασχολεί;» την ρώτησε γλυκά και χαμηλόφωνα για να μην τους ακούσει κανένας άλλος.
«Τίποτα, απλά η κούραση με κάνει να δείχνω έτσι... Δεν έχεις να ανησυχείς για τίποτα!» Τον καθησύχασε και στην συνέχεια του χάρισε ένα φιλί με σκοπό να αποπλανήσει τις σκέψεις που το είχε δημιουργήσει η εικόνα της.
«Θα έπρεπε να γιορτάζουμε τα γενέθλιά σου Βικτώρια, όχι να καθόμαστε στον κήπο και να κοιτάζουμε τα αστέρια!» Είπε ο Ντόριαν μειώνοντας ότι κάνανε ως τώρα στον κήπο. Προκάλεσε την προσοχή όλων τόσο που η Σέραφιν ξεφύσιξε.
«Πάντα ρηχός, όπως πάντα Ντόριαν...» σχολίασε η Σέραφιν εις βάρος του Ντόριαν, αποδοκιμάζοντας τα λεγόμενά του -ενώ στην πραγματικότητα έτσι έκρυβε το μικρό χαμόγελο που της προκαλούσε η επιρροή του Ντόριαν.
«Ρηχός, όχι. Γλεντζές, ναι!» Την διόρθωσε προκαλώντας γέλια στους άνδρες τις παρέας, γιατί τον ήξεραν αρκετά καλά όσων αφορούσε το σχετικό θέμα που άγγιξε με τα λόγια του -όχι ότι η Σέραφιν και η Βικτώρια δεν τον γνώριζαν καλά- όλοι τους. Ο Άρτσερ, ο Νικ και ο Ντάνιελ, τον είχαν δει τότε στην Μαδρίτη που είχε κατεβάσει πόσα κιλά κόκκινο κρασί στην δεξίωση ενός πλοιοκτήτη, που συμπάθησαν ο ένας τον άλλον, τόσο που εκείνος του ζήτησε να μοιραστούν με τον Ντόριαν τις μετοχές του στην εταιρία οινοποιίας που κατέχει... Αλλά ο Ντόριαν είχε μάτια μόνο για την κόρη του επιχειρηματία. Ήταν μια νεαρή μεθυστική Ισπανίδα, όσο και τα κρασιά του πατέρα της, που χόρευε το πιο ωραίο φλαμέγκο που είχε δει ποτέ στην ζωή του... Τον μάγευε με τις κινήσεις της! Είδαν επίσης με τα μάτια τους το πως ο Ντόριαν, το βράδυ της πρωτοχρονιάς στο Παρίσι, είχε δωροδοκήσει τον ταλαντούχο και πολυζήτητο πιανίστα στο πανάκριβο εστιατόριο που βρίσκονταν, μόνο και μόνο για να τον αφήσει να πατήσει μερικές ρομαντικές νότες για να εντυπωσιάσει μια νεαρή Γαλλίδα που του άρεσε... Αλλά και τότε όταν ταξίδευαν -για τις ανατολίτικες πόλεις της Μεσογείου- είχε ζητήσει από το προσωπικό της κουζίνας να στολίσει το τραπέζι τους σε ρομαντικό ύφος με ανατολίτικες γεύσεις, όταν έφαγε ένα από τα πιο νόστιμα γεύματα με μια συνταξιδιώτριά του η οποία ήταν συγγραφέας και με τα αφοπλιστικά και ποιητικά λόγια της του είχε πάρει τα μυαλά για τα καλά...
«Όλοι μας ξέρουμε πως απλά θες να πιείς κι άλλη από αυτήν την υπέροχη, μεθυστική σαμπάνια που σέρβιρε εκείνη η όμορφη καστανομάλλα, με την μακριά και ίσια αλογοουρά της, το έντονο βλέμμα και το μαύρο φόρεμα. Καλά δεν τα λέω;» Γέλασε ο Ντάνιελ καθώς τον περιέπαιζε. Η μνήμη του δεν τον γελούσε, θυμόταν καλά την σερβιτόρα. Του είχε σερβίρει παραπάνω από όσο έπρεπε, μάλλον γιατί τον συμπάθησε παραπάνω -αλλά αυτό δεν το έλεγε στον Ντόριαν.
«Δεν σε κοίταξε καν, χωρίς παρεξήγηση δεν νομίζω να είσαι ο τύπος της!» Συνέχισε το πείραγμα ο Νικ.
«Γελάτε ε;» τους ρώτησε έτοιμος να δώσει την απάντησή του. «Γελάστε όσο μπορείτε! Θα την κάνω δική μου μια μέρα...» το βλέμμα του ταξίδεψε πέρα από τα πρόσωπα των φίλων του και κατέληξε στης Σέραφιν.
Η Σέραφιν ξεροκατάπιε στο άκουσμα όλων αυτών κι έσφιξε τα χέρια σε μικρές μπουνίτσες στο πλάι του μακριού φορέματός της, με τις χρυσές λεπτομέρειες. Ο Ντόριαν πρώτη φορά εκείνο το βράδυ αντιλήφθηκε το τεταμένο κλίμα που είχε δημιουργηθεί και εκνεύριζε την Σέραφιν. Αμέσως κατάλαβε τι συνέβαινε με την γοητευτική μικρή αδερφή του Ντάνιελ. Εκείνη την νύχτα, της χαμογέλασε για πρώτη φορά σκεπτόμενος την ίδια, διαφορετικά πια, ξεχνώντας για λίγο κάθε άλλο κορίτσι που είχε συναντήσει ως τότε...
[...]
Και ο καιρός περνούσε... Οι μέρες κυλούσαν δύσκολα για την Βικτώρια Ντουκέιν στην μικρή πόλη του Όζαρκς, πίσω στον Καναδά. Σε λίγες μέρες ο Άρτσερ Κινγκ θα επέστρεφε από το τελευταίο ταξίδι που έκανε στην Ευρώπη και ύστερα δεν θα ξαναέμπαινε σε κανένα καράβι που θα σάλπαρε για την γηραιά ήπειρο. Αυτό ακριβώς είχε υποσχεθεί στην μέλλουσα γυναίκα του, την Βικτώρια Ντουκέιν, μελλοντική Κινγκ. Είχαν αποφασίσει να κάνουν οικογένεια και για αυτό ο πατέρας των παιδιών θα έπρεπε να βρίσκεται κοντά στην γυναίκα του αλλά και στα παιδιά τους.
Όσο απουσίαζε στο τελευταίο ταξίδι του ο Άρτσερ, η Βικτώρια υπέφερε και εμφάνιζε παράξενες παρενέργειες στην υγεία της, αλλά αλλαγές και στην συμπεριφορά της δεν έλειψαν να βγουν στην επιφάνεια κι αυτές . Δεν ένιωθε ιδιαίτερα καλά τελευταία και υποψιάστηκε πως κάτι ύποπτο συνέβαινε, για αυτό επισκέφθηκε μια γηραιά μάγισσα, κρυφά από όλους. Δεν κατάφερε όμως να κρυφτεί τόσο καλά ώστε να μην την αντιληφθεί κανένας. Η Καταλίνα, που συνέχισε να έχει πολύ καλές σχέσεις με την Κυνηγό, δεν άργησε να καταλάβει τι συνέβαινε. Ήταν πλέον ωριμότερη και μεγαλύτερη κατά τρία χρόνια και την είχε εκπαιδεύσει πολύ καλά η Βικτώρια για να της ξέφευγε κάτι τέτοιο.
Η Κυνηγός έφυγε από το Όζαρκς μόνη της, χωρίς να ξέρει ότι η Καταλίνα την ακολουθούσε κρυφά. Περπάτησε ως τις παρυφές του βουνού Βερμόντ και έψαξε για το σπιτάκι της μάγισσα που σκόπευε να επισκεφθεί. Βρήκε την Καταλίνα να την περιμένει καθισμένη στην σκιά μερικών δέντρων που βρίσκονταν στον δρόμο για το σπίτι της μάγισσας, αφού κατάφερε να πάρει το προβάδισμα όταν η Βικτώρια είχε σταματήσει από τον πολύ πόνο. Έτσι, δέχθηκε να την βοηθήσει λόγω του ότι η ίδια είχε εξαντληθεί τελείως. Πεινούσε, διψούσε και πονούσε επίσης σε ολόκληρο το σώμα της. Ένιωθε να καίγεται, ενώ δεν είχανε καύσωνα, και το οπτικό της νεύρο δεν ανταποκρινόταν πλήρως στο φως. Εν ολίγης, πίστευε ότι πέθαινε!
«Θυμάσαι εκείνη την νύχτα στο δάσος, που είχαμε αποκλειστεί στο βουνό με την ομίχλη κι εκείνον τον βρικόλακα που σε είχε δαγκώσει; Είχε πει κάτι πριν τον σκοτώσω, το θυμάσαι;» Η εξαντλημένη πια Βικτώρια στράφηκε στην Καταλίνα, καθώς περπατούσαν στον μονοπάτι, θέλοντας να μοιραστεί μαζί της το σκοτεινότερο μυστικό της και τον πιο ενδόμυχο φόβο της...
«Θυμάμαι πολύ καλά!» Της απάντησε χωρίς να σταματήσει να την βοηθάει να προχωρήσει, όμως το ελεύθερο χέρι της -που δεν στήριζε τον κορμό της Βικτώρια- σύρθηκε πάνω στο δέρμα του πλαϊνού μέρους του λαιμού της, σαν ένα απρόοπτο αντανακλαστικό της μνήμης της. Ήταν το σημείο που εκείνος ο βρικόλακας την είχε δαγκώσει, ήταν ένα βαθύ σχίσιμο που φαίνονταν όταν μάζευε τα μαλλιά της αλογοουρά. «Δεν έχω ξεχάσει τίποτα από εκείνη τη νύχτα και γνωρίζεις πολύ καλά ότι κράτησα το μυστικό σου Βικτώρια ασφαλής!»
«Τότε υποθέτω πως ξέρεις και τι πρόκειται να συμβεί αλλά και τι να κάνεις... Σε εμπιστεύομαι!» Της είπε τα τελευταία λόγια της και ύστερα έπεσε αναίσθητη στην αγκαλιά της νεαρής Καταλίνα, η οποία πλέον ήταν βέβαιη για το τι συνέβαινε στην Βικτώρια.
Τελικά ήταν όντως μια Αυθεντική. Αυθεντικοί είναι μονάχα μόνο μια γραμμή αίματος βρικολάκων, αυτή των πρώτων βρικολάκων. Είναι εξαιρετικά σπάνιο να συναντήσεις πια έναν Αυθεντικό διότι εξαφανίστηκαν, τους σκότωσαν και τους αφάνισαν όμοιοι τους -βρικόλακες- λόγω της σκληρότητάς και της βαρβαρότητας τους. Πλέον εμφανίζεται ένας Αυθεντικός κάθε τόσο, με δεκάδες αιώνες να μεσολαβούν, και το σκοτάδι εξαπολύεται μαζί με τον τρόμο που προκαλούν οι ίδιοι. Η Βικτώρια κατάγονταν από αυτήν την γραμμή αίματος και έμελλε να μεταμορφωθεί σε μια Αυθεντική με το αποκορύφωμα της Κόκκινης Πανσελήνου.
Η Καταλίνα βιάστηκε και πήγε ως το καλύβι τρέχοντας και κουβαλώντας μαζί της και την Βικτώρια, ενώ το κόκκινο φεγγάρι είχε ξεκινήσει να αναδύεται πάνω από τα κεφάλια τους, προειδοποιώντας τον όλεθρο που θα επακολουθούσε με την εμφάνισή του.
Την ξάπλωσαν μαζί με την μάγισσα στο πάτωμα και ύστερα η γριά ανέλαβε ολοκληρωτικά την Βικτώρια προσπαθώντας να βρει μια άμεσα δραστική λύση. Η Καταλίνα της είπε τα πάντα, ό,τι ήξερε ως τώρα για την κατάσταση και η μάγισσα αμέσως κατάλαβε. Είπε στην Καταλίνα τι μπορούν να κάνουν για να σώσουν την ζωή της Βικτώρια και μόλις το σκοτάδι απλώθηκε στην αγκαλιά του αγριόδασους καταπίνοντας κάθε μυτερή κορυφή δέντρου, η Καταλίνα, έφυγε από το σπίτι και βγήκε για κυνήγι. Χρειάζονταν αίμα, για την τελετή.
Όταν η Καταλίνα επέστρεψε, η μάγισσα είχε τοποθετήσει κεριά, κυκλικά, γύρω-γύρω από το αναίσθητο σώμα της Βικτώρια και είχε ξεκινήσει να ψέλνει το ξόρκι. Η Καταλίνα γύρισε με το αίμα ενός καθαρού ζώου, όπως ζήτησε η μάγισσα, γι' αυτό και επέλεξε να κυνηγήσει ένα ελάφι κι' όχι μαύρα κοράκια -που είχαν πολλά στο Όζαρκς και για αυτό παλιότερα τα κυνηγούσαν συχνά για εξάσκηση με τη Βικτώρια. Είχε βάλει το μικρό καφετί ελάφι σε ένα μεγάλο τσουβάλι και το είχε κουβαλήσει ως εκεί στην πλάτη της. Το ανέβασε πάνω σε ένα πλατύ ξύλινο τραπέζι που βρίσκονταν παραδίπλα τους και η μάγισσα μόλις το έβγαλε ξεκίνησε να χαράζει την κοιλιά του. Μετά από λίγο η μάγισσα χρησιμοποίησε και το αίμα του στην τελετή.
«Ήρθε η ώρα, πρέπει να πεθάνει.» Ψέλλισε στην Καταλίνα η μάγισσα, μεταφέροντάς της το μήνυμα που έλαβε από τα πνεύματα. Έπειτα άρπαξε ένα ασημένιο στιλέτο από το τραπέζι. Έπρεπε να τη σκοτώσουν τώρα πριν μεταμορφωθεί σε μια απέθαντη Αυθεντική και το πνεύμα της θα κατατάσσονταν ανάμεσα στα υπερφυσικά πλάσματα.
Οι σκιές και το φως έπαιζαν παράξενα παιχνίδια και η καρδιά της Καταλίνα άρχισε να πάλλεται σαν τρελή. Δεν πίστευε τι συνέβαινε, δεν της έμοιαζε για αληθινό, τίποτα από όλα αυτά! «Θα το κάνω εγώ!» Σταμάτησε την μάγισσα πριν μπήξει το αιχμηρό αντικείμενο στην ολοζώντανη καρδιά της Βικτώρια. «Θέλω εγώ να το τελειώσω, εάν γίνεται σε παρακαλώ.»
Η μάγισσα σηκώθηκε από τα γόνατά της και πάτησε ξανά στα πόδια της, έκανε ένα βήμα πίσω και άπλωσε το χέρι της προς την Καταλίνα παραδίδοντας της το θανατηφόρο μαχαίρι. Προτιμούσε να το κάνει η ίδια με σεβασμό και όχι η μάγισσα, κι έτσι η Καταλίνα εκείνο το βράδυ έγινε ο άγγελος θανάτου για την Βικτώρια.
«Πρέπει να το καρφώσεις βαθιά, Καταλίνα, να πεθάνει ακαριαία.» Η φωνή της μάγισσας καθοδηγούσε την Καταλίνα στο να δώσει ένα τέλος στην εκπαιδεύτριά της, στην γυναίκα που της δίδαξε τα πάντα και την είχε κοντά της σαν μικρή της αδερφή, την προστάτευε από το σκοτάδι του υπερφυσικού κόσμου και από οτιδήποτε απειλούσε να την βλάψει.
Το χέρι της Καταλίνα έτρεμε όσο πλησίασε το σώμα της Βικτώρια και δάκρυα άρχισαν να ρέουν σαν καταρράκτης από τα μάτια της. Το βλέμμα της απομακρυνόταν αυτόματα όταν τα εκατοστά που χώριζαν το μαχαίρι από την επιφάνεια του στέρνου της μειώνονταν, όμως έπρεπε να το κάνει.
«Κάν' το τώρα.» Η μάγισσα έδωσε την διαταγή και ύστερα συνέχισε με το υπόλοιπο ξόρκι.
Η Καταλίνα έσφιξε τα δάκτυλά της γύρω από το στιλέτο και ύστερα από μια βαθιά ανάσα πίεσε με δύναμη στο στήθος της Βικτώρια το μαχαίρι. Το κάρφωσε απευθείας στην καρδιά, αφήνοντας το αίμα να αναβλύζει κατακόκκινο με αφθονία γύρω από την πληγή. Κάθισε εκεί για λίγο ακόμα, να πιέζει γερά το στιλέτο βάφοντας τα χέρια της με αίμα.
Η Βικτώρια δεν περίμενε ποτέ ότι θα πέθαινε έτσι, με αυτόν τον τρόπο· αδύναμη και ανίκανη να το ανατρέψει. Ποτέ επίσης, δεν φαντάστηκε και ότι θα ξύπναγε μετά τον θάνατό της...
⎯⎯⎯ ☾ ⎯⎯⎯
Βρείτε ολόκληρο το μουσικό playlist, με όλα τα κομμάτια, που δημιούργησα αποκλειστικά για την ιστορία Bloodships για να συνοδεύσετε την ανάγνωσή σας, στο Spotify:
https://open.spotify.com/user/o4za32nocdu4zlujuoxwr2kou/playlist/0E6euXsOg2mdB59esbrLlX?si=2acoPn7QRkOWgK3ROPqung
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top