Κεφάλαιο 1ο
Σήμερα ήταν τα δέκατα εκτα γενέθλια της Γιασμήν, ο πατέρας της τής είχε πει οτι της ειχε ένα δώρο, το πρώτο δώρο που θα της έκανε. Ήταν ενθουσιασμένη, δεν είχε πάρει ποτέ της δώρο ανυπομονούσε, κοιτούσε το μεγάλο ρολόι του δωματίου της, το πρωί πέρασε και ήρθε το απόγευμα, κόντευε 8 το βράδυ, κατέβηκε τη σκάλα που οδηγούσε στην αίθουσα του χορού. Ήταν γεμάτη δεν είχε ιδέα γιατί διοργάνωσε μια τόση μεγάλη δεξίωση για τα γενέθλια της αλλά δεν την ενδιέφερε και παρά πολύ, ήθελε να διασκεδάσει και να ξεφύγει από το άσχημο παρελθόν.
Προχώρησε προς το τραπέζι την περίμενε ο πατέρας της, δίπλα του καθόταν ένας ψηλός ξανθός άντρας, ήταν πολύ καλοντυμένος από το στέμμα του φαινόταν οτι δεν ήταν κάποιος βασιλείας καμιάς μικρής χώρα, αντίθετος φαινόταν πολύ πλούσιος αλλά αν και ήταν όμορφος το βλέμμα του ήταν ψυχρό λαο τρομακτικό. Πλησίασε και υποκλίθηκε έπειτα φίλησε το χέρι του πατέρα της και σηκώθηκε.
<Κόρη μου Θέλω να σου γνωρίσω έναν εξαίσιο νεαρό, τα κατορθώματα του είναι γνωστά σε όλους μας. Γιασμήν από εδώ ο Αυτοκράτορας Ντέιβιντ>
Έκανε μια μεγάλη υπόκλιση για να δείξει τον σεβασμό της προς αυτόν, όμως μέσα της είχε αναστατωθει γνώριζε για τα κατορθώματα του και πάντα τα κατέκρινε, ήταν ένας από τους ανθρώπους που μισούσε οι τακτικές του ήταν πάντα ακραίες και απάνθρωπες, ήταν πολύ περίεργο που δέχτηκε την πρόσκληση άλλωστε ήταν ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους εν ζωή.
Κάθισαν στο τραπέζι, ο Βασιλείας ζήτησε απ'όλους να κάνουν ησυχία, η μουσική έπαψε, σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να μιλά
<<Καταρχάς θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που μπορέσατε και παρευρεθήκατε σε μια τόσο σημαντική στιγμή.>>
Πήρε μια ανάσα και συνέχισε
<< Απόψε η κόρη μου γίνεται 16 χρονών, είναι πλέον στην κατάλληλη ηλικία για γάμο>>
Κρύος ιδρώτας άρχιζε να με λούζει, ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτήν την δεξίωση, δεν είχα σκεφτεί ποτέ τον γάμο, το είχα ξεχάσει, πάνω που νόμιζα οτι θα είμαι ελεύθερη αλλά μάλλον σύντομα θα με αναγκάσει ο πατέρας μου να φύγω από εδώ, δεν ελπίζω ότι θα βρώ κάποιον που να με σέβεται πόσο μάλλον να με αγαπάει, δεν ελπίζω στημ αγάπη ούτε στην καλύτερη ζωή, δεν ξέρω τι θέλω από την ζωή μου βασικά θα ήθελα να φύγω από το παλάτι μακρυά από όλα και απ'όλους δεν νοιάζομαι για τα χρήματα ούτε για τα παλάτια και όλες τις άλλες πολυτέλειες θέλω απλά την ελευθερία μου.
Ο πατέρας μου συνέχισε να μιλά.
<< Αυτή η γιορτή δεν είναι μόνο για τα γενέθλια της κόρης μου αλλά θελω να σας ανακοινώσω επίσημος και με μεγάλη μου χαρά τους αρραβώνες της κόρης με τον Αυτοκράτορα Ντέιβιντ>>
Ο κόσμος άρχισε να χειροκροτα, εκείνη την ώρα ένιωθα σαν να με μαχαίρωναν, όχι με αυτόν, θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε άλλος αλλά γιατί αυτός; Τον άνθρωπο που μισώ περισσότερο απ'όλους, θα παντρευτώ έναν τύραννο έναν δολοφόνο.
Γύρισε και ε κοίταξε και χαμογέλασε με ένα τρομακτικό χαμόγελο, ένιωθα την αναπνοή μου να κόβετε. Η μουσική ξανάρχισε και οι καλεσμένοι άρχισαν να χορεύουν,ο πατέρας μου κάθησε, προσπάθησα να του μιλήσω όσο πιο ήρεμα μπορούσα.
<<Γιατί; Γιατί το έκανες αυτό;>>
Δεν γύρισε καν το κεφάλι να με κοιτάξει, διατηρούσε το ψεύτικο χαμόγελο του πολύ καλά, η απάντηση δεν με ξάφνιασε καθόλου
<<Εσύ δεν πρέπει να μιλάς, ένα τόσο άχρηστο πλάσμα σαν εσένα επιτέλους θα χρησιμεύσει σε κάτι >>
Δεν μίλησα κάθισα λίγο και μετα έφυγα, όπως πάντα ξέσπασα σε κλάματα ήξερα πως δεν υπήρχε πλέον γυρισμός όλα είχαν τελειώσει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top