Εν αρχή ήν η επαρχία


ΤΥΧΑΙΑ ΣΚΗΝΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ - ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΜΑ

ΣΚΗΝΗ 12

Ο μικρός Γιωργάκης τραβάει το στρίφωμα στο φουστάνι της μαμάς του, η οποία κοιτά τη θάλασσα να σκάει μελαγχολικά πάνω στα όνειρά της.

"Μαμά πού πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι;"

Ένα δάκρυ κυλά στο μάγουλο της μάνας.

"Μακριά, Γιωργάκη."

Ο Γιωργάκης κοιτάζει τον κόσμο που κρατά βαλίτσες, ομπρέλες, τρίκυκλα, ένα σταυρόλεξο με λυμένα Sudoku να περπατά πάνω στη θάλασσα με οδηγό το ηλιοβασίλεμα.

"Πού είναι το μακριά, μαμά;"

Η μαμά ξεσπά σε κλάματα.

"Στη πρωτεύουσα. Winter is coming, Giorgaki."

The End


Πόσοι από εσάς ταυτιστήκατε με τη μάνα; Πόσοι νιώσατε τον πόνο της; Πόσοι ψιθυρίσατε στο ηλιοβασίλεμα "πάρε με μαζί σου, plz"; Πόσοι αγνοήσατε το Γιωργάκη, γιατί ο Γιωργάκης είναι ένα αφελές τέκνο που το μόνο που το νοιάζει είναι ο νέος Max Steel; Πόσοι θα θέλατε το καλοκαίρι να διαρκεί 6 μήνες και ας σας απειλούσε ο Άδης ότι και καλά καταπατάτε συνθήκες και θα τα πείτε στα δικαστήρια;

Πόσοι από σας ζείτε (ή ζούσανε, αν είστε από τους τυχερούς) στην επαρχία;

Μην αισθάνεστε μόνοι. Και οι συγγραφείς του Bitch Bodies από την επαρχία είναι. Έζησαν την μοναξιά, τη βαθιά κατάθλιψη, τα βράδια που έβρεχε και με τα ακουστικά στα αυτιά με λυπητερή μουσική προσποιούνταν ότι γυρνούσαν videoclip. Μεγάλωσαν σε μια περιοχή που ο πληθυσμός της ήταν λίγο περισσότερος από το πληθυσμό που μαζεύουν οι καφετέριες της Γλυφάδας. Πέρασαν το μεγάλο εφηβικό ξέσπασμα που κατακερμάτισε την οικογενειακή θαλπωρή δηλώνοντας "ΕΓΩ ΘΑ ΠΑΩ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ". Ήταν από αυτούς τους ταλαιπωρημένους νέους που μετρούσαν τις μέρες ως τις γιορτές και τις διακοπές του καλοκαιριού με Zanax. Που περπατούσαν στα στενά της πόλης όπου άνετα μπορούσαν να γυριστούν νέα Resident Evil/Walking Dead/World War Z.

Ένα τρέμουλο διαπερνά την αρχισυντάκτρια και κάπως έτσι ξεκινά το τεύχος αυτού του μήνα.

Ας ξεκινήσουμε

Καταρχάς, μεγαλώσαμε σε ένα σπίτι στο κέντρο της επαρχίας. Το σχολείο μας απείχε 10 λεπτά από το σπίτι και το μόνο όφελος ήταν πως κοιμόμασταν για μισή ωρίτσα παραπάνω. Χα χα, όχι. Ξυπνούσαμε στις 7 από τη γνώριμη και γλυκιά φωνή του εκνευρισμένου Χίτλερ (της μάνας) μας, λέγοντάς πως είναι 7.30 και θα αργήσουμε για το σχολείο, μα γιατί έπρεπε χτες να αργήσετε να κοιμηθείτε, αυτά παθαίνετε άμα χαζεύετε στην τηλεόραση, να γιατί δε γράφετε καλά στα διαγωνίσματα, σας έχει ζαβλακώσει το κουτί αυτό, μια ζωή με στενοχωρείτε, πώς θα πάω στη γειτόνισσα για καφέ εγώ σήμερα;

Τα πρωινά, μετά το κήρυγμα, ανοίγαμε τα παράθυρα να μπει λίγος φρέσκος αέρας και μαζί με αυτόν έμπαινε και η μυρωδιά από το τοπικό φούρνο/ζαχαροπλαστείο και ξαφνικά η πόλη πλημμύριζε από τα σάλια μας. Αφού κάναμε ότι κάνει ο κάθε τυπικός άνθρωπος τα πρωινά, φορτώναμε το σαμάρι (τη σχολική τσάντα τη φορτώναμε στον κόκορα) και τρέχαμε να πάμε στο σχολείο. Στη διαδρομή βρίσκαμε και τα φιλαράκια μας και έτσι από 2 άτομα γινόμασταν λεγεώνα του Καίσαρα λες και ετοιμαζόμασταν για flash mob στο κέντρο του υπαρξιακού πουθενά. Γεια σου random γιαγιά στο random χαμόσπιτο, της random γειτονιάς που κάτι είπες, αλλά κανείς δε σε άκουσε.

Η διασκέδαση

Η ζωή μας κυλούσε σα καρδιογράφημα νεκρού και η μόνη μας έξοδος ήταν την Παρασκευή στα Goody's ή στον κινηματογράφο ο οποίος έφερνε ταινίες που είχαν ήδη παιχτεί εδώ και κανα χρόνο στη μεγάλη πρωτεύουσα και τις έπαιζε ο κυρ Τάσος ο μπεκρής, οπότε δεν ήταν λίγες οι φορές που στραβολαιμιάζαμε στην οθόνη από ύφασμα καραβόπανου ή βλέπαμε τα σχέδια που έκανε με τις σκιές, μπροστά από του μούρη του DiCaprio.

Η άλλη έξοδος ήταν τα γενέθλια φίλων. Είχαμε σημειώσει τα γενέθλια όλων των συμμαθητών μας και ανυπομονούσαμε όταν έμπαινε ο μήνες του καθενός. Ύστερα κάναμε κανένα τάμα για να μας καλέσουν στα γενέθλιά τους, μπας και βγαίναμε λίγο από το σπήλαιο του Πλάτωνα και βλέπαμε το φως του ήλιου που ήταν εντελώς διαφορετικό από εκείνο που βλέπαμε όταν πηγαίναμε σχολείο (αυτό, μας έκαιγε τα μάτια).

Βέβαια σα παιδιά και εμείς δεν ήταν λίγες οι φορές που κάναμε το μέγα λάθος του clubbing. Μια φορά το χρόνο, στη γαλάζια σελήνη που τη φρουρούσαν 6 αστέρια και 3 πλανήτες που ευθυγραμμίζονταν, πηγαίναμε στο ένα και μοναδικό club της περιοχής. Παρακάτω σας αναφέρω μερικούς από τους πελάτες:

1. Οι 3 μπαρμπάδες στη γωνία του barman που μπάνιζαν τα νεαρά κοριτσάκια,

2. Ο γκόμενος/Η γκόμενα που θα γούσταρες, σε αγνοούσε σε όλα τα σχολικά σου χρόνια και είχε βγει με μια παρέα αγνώστου ταυτότητας,

3. Εσύ και η παρέα σου που αποτελούνταν από 3 άτομα,

4. Ο barman,

5. Η καθαρίστρια που σιχτήριζε με νέους πελάτες.

Το ποτό στο χέρι μας ήταν σόδα με στυμμένο λεμόνι, κόκα κόλα, Sprite με γρεναδίνη, και οτιδήποτε άλλο μη αλκοολούχο γιατί ο barman ήξερε το μπαμπά της Στέλλας από την παρέα μας, που δούλευε ως πολισμάνος μαζί με το μπαμπά μου. Παρόλη την έλλειψη αλκοόλ, όμως, κάναμε χαμό όταν ακουγόταν το 4 minutes της Madonna και το Gucci φόρεμα του ΜΑΖΩ ΖΩ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΔΩ. Σε repeat. Για 5 ώρες.

Τα βραζιλιάνικα επί επαρχίας

Έχοντας και την τύχη η οικία μας να βρίσκεται ανάμεσα σε όλα τα μαγαζιά, σουπερμάρκετ, φροντιστήρια, κτλ., κάθε φορά που μας έστελναν οι γονείς μας για μια αγγαρεία, έπρεπε να υπολογίσουμε ότι στην ακτίνα των 300 μέτρων που ήταν το μαγαζί, βρίσκονται άλλα 5 στα οποία δούλευαν γνωστοί των γονιών μας και τους οποίους έπρεπε να χαιρετήσουμε (ανεξαρτήτως το πόσες φορές τους βλέπαμε μέσα στη μέρα). Οπότε για μια διαδρομή που θα έπαιρνε συνήθως 10 λεπτάκια, εμείς την κάναμε σε 40. Oh the joy. 

Βεβαίως, αυτό είχε και τα καλά του, γιατί στην επαρχία μέχρι και τα πεζοδρόμια έχουν αυτιά. Όση ώρα ήμασταν στο φούρνο του κυρ Τάσου, ακούγαμε τη φίλη της κυρά Σοφίας, τη Χρυσούλα να μιλάει για την Αγγελική του Δελλή που χτες βγήκε κρυφά με γκόμενο και μόλις της μίλησε, γύρισε και έφυγε τρέχοντας. Εμείς σα σπασμένο τηλέφωνο το λέγαμε στη μαμά και αυτή μας έστελνε πάλι πίσω για κουλουράκια, ώστε να ακούσουμε τη συνέχεια.

Μα, κανείς δε μας προετοίμαζε για τη στιγμή που από απλό φερέφωνο, το φως της διασημότητας έπεφτε πάνω μας. Τότε έπρεπε να έχεις έτοιμο το βιογραφικό σου, να δώσεις ονόματα, τηλέφωνα και ΑΦΜ, ώστε η κυρά Σοφία να σε αναγνωρίσει και να πει ότι η μαμά σου είναι τακτική πελάτισσα και της έχει πει για σένα, αχ ατιμούτσικο γιατί δε διαβάζεις, θα τα βρεις μπροστά σου όλα, και δες τη μεγάλη της κόρη την Κούλα που σπούδασε εις τας Αγγλίας ιατρική και πλέον ζει μόνη της, ενώ ο μικρός μου ο γιος ο αχαΐρευτος ούτε κοπέλα δε μπορεί να φέρει σπίτι, να δεις που θα με σκάσει το παλιόπαιδο, κάτσε να σου βάλω και πέντε κριτσίνια, πριν λίγο βγήκαν.

Τα καλύτερα βραζιλιάνικα, φυσικά, γυρίζονταν όταν παίρναμε βαθμούς στο σχολείο. Κλαίγαμε όλοι μαζί και καλούσαμε ο ένας τον άλλο στις κηδείες μας, ακόμα και οι άριστοι μαθητές (Βασιλική, ελπίζω να πατήσεις Lego). Ξαφνικά ήμασταν όλοι ίσοι, ο Μιχαλάκης από το Γ2 εξομολογούνταν τον έρωτά του στη Κατερίνα του Γ3 και υποσχόμασταν εκδίκηση αλά Σοράγια οι λεύτερες, δημιουργούσαμε ανώνυμες ομάδες ψυχολογικής υποστήριξης και όταν βλέπαμε τους γονείς να μπαίνουν στο σχολείο όπως οι Αχαιοί στην Τροία, τότε στα μεγάφωνα έπαιζε το soundtrack από τους 300 και σκορπίζαμε μέχρι να μας βρει η Νικολούλη.

Οι αλλαγές της Περσεφόνης

Ανάθεμα την ώρα που πήγες και μύρισες εκείνο το σκατολούλουδο, μωρή.

Το καλοκαίρι ήταν χαρά Θεού. Χαμόγελα σε slow motion, φωτογραφίες με το Νοkia 3210 σε ανάλυση με σούπερ πίξελ, σέλφι στο ασασέρ με φλας με φιλαράκια, ώστε να κόβεται η μούρη μας και ένα ψαγμένο μήνυμα τύπου "Η ζωή μετά την κατηφόρα είναι η τσουλήθρα μαζί σας, BFF". Μπάνια στη θάλασσα πολύ πρωί, το απόγευμα παιχνίδι στην αλάνα (στο δημοτικό), στο κρυφά φιλιά και φλερτ (στο γυμνάσιο) ζώντας με το ρίσκο της εξορίας αν μας έβλεπε ο μπαμπάς. Έπειτα, για κανα μήνα διαμονή στο χωριό, μακριά από τον κο(σ)μωπολίτικο μοναχισμό, μπάλα με τα χωριατόπουλα, κουτσομπολιά, τη γιαγιά να έρχεται να μας μαζέψει επειδή βράδιασε (ό,τι ηλικία και να είχαμε), καγκουριές με τα ποδήλατα (το μηχανάκι δεν είχε ανακαλυφθεί στα πρώιμα εφηβικά χρόνια) και ξύλο μεταξύ συγχωριανών.

Τον καταραμένο χειμώνα....όλοι ξέραμε τι γινόταν τότε. Όλοι οι πρωτευουσιάνοι μαζεύονταν, οι τουρίστες μύριζαν τον Γιάννη το Χιώνη και την έκαναν με ελαφρά, οι πλατείες άδειαζαν, οι καφετέριες φιλοξενούσαν πια το φάντασμα του Ιπτάμενου Ολλανδού και κάτι γερόντια, οι δρόμοι γέμιζαν σκόνες της ερήμου και τα μαγαζιά ερήμωναν. Βγαίναμε έξω και νομίζαμε πως ήμασταν πρωταγωνιστές σε θρίλερ. Ο σερβιτόρος ήξερε και τα ονόματά μας μιας και ήμασταν οι μόνοι του πελάτες κάθε Παρασκευή 19:00-23:00, ενώ το αφεντικό του ήταν γνωστός της κυρα Σοφίας του φούρναρη, όπου πήγαινε για ψωμί και βουτήματα διαίτης η κυρά Μαίρη, η συνάδελφος της μαμάς και μας είδε χτες να πίνουμε bacardi. Μαντέψτε ποιος ήταν τιμωρία για 1 μήνα.

Το νορμάλ τέλος

Σε γενικές γραμμές, η ζωή στην επαρχία δεν ήταν τόσο χάλια. Όσο μεγαλώναμε, όμως, δε μας κάλυπταν τα ίδια πράγματα που μας άρεσαν σαν παιδιά. Οι φίλοι μας έφευγαν για σπουδές, όπως και εμείς, μα αν δεν έφευγες επειδή αποφάσιζες να ξαναδώσεις Πανελλήνιες ήταν κατάρα, και το μόνο που σε χαροποιούσε ήταν οι διακοπές επειδή επέστρεφαν στην πόλη οι φίλοι σου. Μέχρι τότε, είχες εφεύρει ένα νέο τηλέφωνο, μια εφαρμογή που σε προειδοποιούσε για τυχόν ασθένειες, ένα ρολόι που σου δείχνει το μέλλον, είχες καταρρίψει τον Einstein, τον Hawking και είχες εκδόσει 10 βιβλία για το πως τους κατέρριψες, ενώ έτρωγες ένα πιάτο μπάμιες.

Πείτε μου και εσείς οι επαρχιώτες τις ιστορίες σας και αν έχω κάτι ξεχάσει να αναφέρω για αυτή την τρελή και ξέφρενη ζωή που κάναμε (και μερικοί συνεχίζουν να κάνουν)!

Εις το επανιδείν, γλυκά μου επαρχιωτόπουλα,

The one and only Bitch Body.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top