~3o~


~

Η ώρα για το μεσημεριανό είχε φτάσει με τους περισσότερους να βρίσκονται ήδη στην καφετέρια του σχολείου κρατώντας τους δίσκους τους, στεκόμενοι μπροστά από το μπουφέ όπου τους σέρβιραν φαγητό δύο γυναίκες. Η παρέα του Κάμερον είχε αρπάξει ήδη ένα τραπέζι ακριβώς στο κέντρο της αίθουσας και συζητούσαν γελώντας δυνατά μαζί με την Κλόη και τις φίλες της.
Ο Namjoon στάθηκε σε μια γωνιά κρατώντας τον δίσκο με το φαγητό στα χέρια του, αδιάφορος να το δοκιμάσει. Το ενδιαφέρον του είχε στραφεί προς το τραπέζι του Κάμερον, παρατηρώντας τους όλους διακριτικά ώστε να μην τον προσέξει κάνεις. Δεν τον ένοιαζε εάν φαινόταν περίεργος στους άλλους, επειδή στεκόταν με τον δίσκο στα χέρια, όρθιος και ολομόναχος.

Πρόσεξε πως τα περισσότερα παιδιά προσπερνούσαν τον Κάμερον χαιρετώντας τον, δείχνοντας του σεβασμό λες και ήταν κανένας διάσημος, ενώ άλλα απλά έσκυβαν το κεφάλι τους μπροστά του αποφεύγοντας να αντικρίσουν το βλέμμα του, που έδειχνε κεφάτο για να ενοχλήσει όποιον του καπνίσει.

Ο Namjoon ένιωσε μια περίεργη δυσφορία όταν διαπίστωσε πως κάποια άτομα έδειχναν να τον θαυμάζουν, ακόμα κι αν ο ίδιος γνώριζε πως δεν ήταν άνθρωπος άξιος θαυμασμού.
Ξαφνικά ένιωσε ένα άγγιγμα στον ώμο του που τον έκανε να διαλύσει της σκέψεις του, ώστε να έρθει αντιμέτωπος με το χαρούμενο βλέμμα του παλιού του φίλου, του Λίαμ.

«δεν το πιστεύω.»  μου είπε κοιτώντας με με δυσπιστία «μου είπε η αδερφή σου πως γράφτηκες στο σχολείο, όμως δεν νόμιζα πως θα έρθεις.»  μου είπε έκπληκτος με την απόφαση μου λίγο πριν μου σκάσει ένα πλατύ χαμόγελο, φανερώνοντας τα μεγάλα λευκά του δόντια.

«φίλε μου.»  πέρασε το χέρι του γύρω από τον ώμο μου με μια μικρή δυσκολία, εφόσον ήταν πιο κοντός από μένα «δεν το πιστεύω πως σε έχω πάλι κοντά μου.»  διαπίστωσε με έναν θεατρίνικο τόνο στην φωνή του πράγμα που με έκανε να χαμογελάσω «είσαι συμμαθητής μου και δεν είσαι καν στην ίδια ηλικία με εμένα.»  μου είπε γελώντας με αυτήν την σκέψη «τώρα.»  με κοίταξε με μισό μάτι «δεν έχεις καμία δικαιολογία να με αποκαλείς "μικρέ", διότι είναι σαν να έχουμε την ίδια ηλικία.»  με ενημέρωσε λίγο πρώτου τον κοιτάξω με απορία εξαιτίας του περίεργου συλλογισμού του «επιτέλους θα μπορώ να βγαίνω στα κλαμπ με το φιλαράκι μου.»  σκέφτηκε με ένα ευτυχισμένο χαμόγελο έτοιμος να τρίψει το πάνω μέρος τον μαλλιών μου παιχνιδιάρικα, όταν το ξανά σκέφτηκε αντικρίζοντας το δολοφονικό μου βλέμμα γνωρίζοντας πως αυτό ήταν κάτι που με ενοχλούσε από τότε που ήμασταν μικροί «γκουχου, βέβαια με την εμφάνιση που έχεις αποκτήσει, βλέπω να μην μένει κορίτσι για κορίτσι για εμένα.»

«λες και σε νοιάζει.»  του απάντησα σκεπτόμενος πως ήταν πολλά χρόνια τώρα κρυφά ερωτευμένος με την μικρή μου αδερφή, κι ας μην το έδειχνε από σεβασμό προς εμένα.

Με κοίταξε καχύποπτα λίγο πριν τραβήξω την προσοχή μου μακριά από την φλυαρία του και κοιτάξω τον Κάμερον ο οποίος πρόσεξα ότι παρατηρούσε κάτι έντονα, χαμογελώντας πονηρά.
Ξαφνικά το μάτι μου έπεσε στην φιγούρα της και κατάλαβα από τον τρόπο που περπατούσε και από τον τρόπο που καμπούριαζε, πως επιδίωκε να περάσει απαρατήρητη από μπροστά του.
Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους εδώ μέσα, εγώ μπόρεσα να δω τον Κάμερον να ψιθυρίζει κάτι στους φίλους του κεφάτος λίγο πρώτου σηκωθεί και σταθεί μπροστά της, εμποδίζοντας την να περάσει. Μόνο τότε τον πρόσεξαν μερικοί, μάλλον όταν αντιλήφθηκαν ότι θα προκαλούσε φασαρία, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο κι από τους υπόλοιπους στην καφετέρια.

«ο ανόητος.»  ψέλλισέ ο Λίαμ δίπλα μου εκνευρισμένος «από πέρσι έχει βάλει στο μάτι αυτήν την καημένη κοπέλα και της κάνει την ζωή κόλαση. Το χειρότερο είναι πως κάνεις δεν μιλάει επειδή όλοι τον φοβούνται. Βλέπεις ο πατέρας του είναι γνωστός στο σχολείο επειδή έχει δωρίσει πολλά λεφτά, οπότε καταλαβαίνεις.»  είπε φανερά ενοχλημένος ενώ τον κοιτούσε.

«αλήθεια;»  τον ρώτησα περίεργος.

«ναι, με αυτουνού τα λεφτά περνούν υποτροφία κάποια άτομα. Απ ότι ξέρω και η συγκεκριμένη πρέπει να είναι με υποτροφία εδώ.»  με ενημέρωσε καθώς τους κοιτούσαμε.

"Ώστε γι’ αυτό τον σέβονται οι περισσότεροι; από συμφέρον;"

«πάμε να φύγουμε καλύτερα, δεν θα σου αρέσει καθόλου αυτό που θα δεις.»  μου πρότεινε έτοιμος να φύγει.

Τότε ήταν που της χτύπησε τον δίσκο σπρώχνοντας την προς τα πίσω, με αποτέλεσμα το φαγητό να χυθεί όλο επάνω της λίγο πρώτου σωριαστεί στο πάτωμα. Η αίθουσα γέμισε με άπειρα γέλια κάτι που έκανε τον θυμό στης φλέβες μου να καίει. Ήταν τόσο άκαρδοι που γελούσαν στο θέαμα μιας τέτοιας συμπεριφοράς; κατάλαβα πως τόσο καιρό έγκλειστος ξέχασα πως οι άνθρωποι, ανεξαιρέτως, μπορούσαν να γίνουν υπερβολικά σκληροί.

Ένιωσα τα δάχτυλα μου να μουδιάζουν, όταν διαπίστωσα πως έσφιγγα με δύναμη τον δίσκο στα χέρια μου. Δεν πίστευα πως θα μπορούσε η καρδιά μου να νιώσει περισσότερο πόνο, παραπάνω απ ότι είχε νιώσει έως τώρα. Αντικρίζοντας όμως αυτό το θέαμα με την Βαλέρια σε αυτήν την κατάσταση, κάτι έσπασε μέσα μου. Ξεκίνησα να προχωράω προς το μέρος του αγνοώντας τους έντονους ψιθύρους του φίλου μου που προσπαθούσε να με σταματήσει από το να ανακατευτώ σε κάτι που πίστευε πως δεν μας αφορούσε. Μεγάλο λάθος! Όσο συνεχίζαμε να μένουμε σιωπηλοί μπροστά σε κάτι τέτοιο, τόσο πιο εύκολο θα ήταν για ανθρώπους σαν τον Κάμερον, να παρενοχλούν τους γύρω τους χωρίς συνέπειες.

Έπεσα δήθεν κατά λάθος επάνω του, ρίχνοντας μερικά κομμάτια φαγητού πάνω στα ρούχα του και στα ακριβά παπούτσια που δεν έπαψε να αναδεικνύει στους φίλους του όλη την ημέρα. Ακούστηκαν έντονοι ψίθυροι έκπληξης λίγο πριν σηκώσει το βλέμμα του και με κοιτάξει έξαλλος, έτοιμος να μου επιτεθεί με τα λόγια του, ώσπου τον πρόλαβα και μίλησα πρώτος.

«συγνώμη, λάθος μου.»  του είπα μετανιωμένος με ένα αθώο χαμόγελο λίγο πριν χαμηλώσω τα μάτια μου στην Βαλέρια η οποία με παρατηρούσε έκπληκτη.

Έσκυψα κάτω αφού έφερα την τσάντα μου μπροστά για να βγάλω ένα πανάκι από μέσα. Άπλωσα το χέρι μου προς το μέρος της και προσπάθησα να καθαρίσω την τροφή που είχε στάξει πάνω στο πρόσωπο της.

«τι νομίζεις ότι κάνεις;»  τον άκουσα να με ρωτάει αναστατωμένος ακριβώς από πίσω μου.

«είσαι καλά;»  την ρώτησα αγνοώντας την ερώτηση του  αδιάφορος για το αν ενοχλήθηκε, από την στιγμή που με ένοιαζε να βεβαιωθώ αν ήταν καλά αυτή.

Δεν μίλησε, απλά μου κούνησε το πρόσωπο της καταφατικά λίγο πριν προσέξω τον Λίαμ δίπλα της, να την αρπάζει από το μπράτσο για να την βοηθήσει να σταθεί στα πόδια της.
Εγώ σηκώθηκα όρθιος, όταν ένιωσα το χέρι του να με τραβάει από την μπλούζα προς το μέρος του.
Τον κοίταξα στα μάτια ενοχλημένος με την κίνηση του και τότε ήταν που συνειδητοποίησα το πόσο μίσος είχα για τον συγκεκριμένο άνθρωπο.

«μάζεψε τα χέρια σου.»  του είπα χαλαρός, ενώ μέσα μου πίεζα τον εαυτό μου να παραμείνει ψύχραιμος, σκεπτόμενος πως ήταν πολύ νωρίς για να του κάνω το οτιδήποτε.

«Ρόνι το παρακάνεις.»  του είπε η Κλόη με έναν αδιάφορο τόνο στην φωνή της ενώ τον κοιτούσε κουρασμένη.

Στα λόγια της αυτός χαμογέλασε και με ξανά κοίταξε αλλάζοντας διάθεση πολύ απότομα.

«λαθοι γίνονται, οπότε όλα καλά φίλε μου.»  είπε τελικά γελώντας καθώς ίσιωνε την μπλούζα μου στο σημείο όπου την είχε τσαλακώσει με το γράπωμα του «απλά μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι όταν βλέπω τέτοια άτομα μπροστά μου, γι' αυτό σου μίλησα έτσι.»  με ενημέρωσε βιαστικά ενώ κοιτούσε την Βαλέρια με αηδία.

Του χαμογέλασα «σε καταλαβαίνω.»  του απάντησα κοιτώντας τον κατάματα, λίγο προτού ρίξω μια φευγαλέα μάτια στην Κλόη, όταν πρόσεξα πως δεν είχε πάψει να με κοιτάει επίμονα.

«είσαι καινούργιος, σωστά; γιατί δεν κάθεσαι μαζί μας;»  με ρώτησε με ενδιαφέρον δείχνοντας μου το τραπέζι τους, κάτι που πρόσεξα πως ξάφνιασε τον Κάμερον.

Της κούνησα το κεφάλι μου θετικά, λίγο πριν κοιτάξω την Βαλέρια να χάνεται τρέχοντας πίσω από την είσοδο της καφετέριας και ύστερα τον Λίαμ να ακολουθεί την πορεία της ρίχνοντας μου μια κλέφτη μάτια.

Ο ένας από τους φίλους του Κάμερον τράβηξε μια καρέκλα από το διπλανό τραπέζι, για να μου την προσφέρει ώστε να καθίσω μαζί τους. Ο άλλος της παρέας του, είχε μόλις γυρίσει με ένα ρόλο χαρτί στα χέρια του.

«πόσες φορές σε έχω πει να μη με αποκαλείς Ρόνι μπροστά στους άλλους;»  της ψέλλισε ενοχλημένος αρπάζοντας το χαρτί από τα χέρια του φίλου του για να καθαρίσει τα παπούτσια του, λίγο πριν καθίσει στην θέση του.

«πόσες φορές σου έχω πει να μην γίνεσαι μαλάκας;»  τον ρώτησε εκνευρισμένη αγνοώντας τα έκπληκτα επιφωνήματα των φίλων του.

Στην διάρκεια του μεσημεριανού, τους παρακολουθούσα σχεδόν αμίλητος για να μπορέσω να τους μάθω, από την στιγμή που ο σκοπός μου ήταν να καταλάβω τα αδύναμα σημεία τους. Αυτό που διαπίστωσα ήταν, πως ενώ γελούσαν μεταξύ τους παίζοντας το "φίλοι", έκαναν παρέα περισσότερο από ανάγκη. Δεν είχαν σχεδόν καμία σχέση μεταξύ τους, κανένα κοινό. Οι φίλες της Κλόη συζητούσαν όλη την ώρα για παπούτσια και ρούχα κάτι που την ίδια έδειχνε να μην την ενδιαφέρει, ώσπου κατέληξαν να σχολιάζουν τα αγόρια που υπήρχαν στην καφετέρια, προσπαθώντας να τραβήξουν και την ίδια στην συζήτηση τους, μάταια από την στιγμή που η Κλόη δεν έπαψε να προσπαθεί να πιάσει κουβέντα μαζί μου. Κάτι το οποίο κατάλαβα πως προβλημάτισε κάποια στιγμή τον Κάμερον, όταν πρόσεξε πως η προσοχή της ήταν στραμμένη κυρίως επάνω μου.

Οι δύο φίλοι του έμοιαζαν περισσότερο με στρατιωτάκια του, αμίλητα, έτοιμα να κάνουν ότι κι αν τους πει, σύμφωνοι με ότι κι αν έλεγε λες και δεν είχαν δική τους γνώμη είτε άποψη.

Αυτό που μου φάνηκε περισσότερο ενδιαφέρον, ήταν πως η Κλόη με τον Κάμερον είχαν μια περίεργη οικειότητα μεταξύ τους, κάτι που δεν μου πέρασε απαρατήρητο. Ενώ φαινόταν να τον ενδιαφέρει η Κλόη, κάτι που δεν προσπαθούσε να κρύψει από την στιγμή που ήταν ολοφάνερο στα μάτια μου, της πήγαινε διαρκώς κόντρα και προσπαθούσε να ελέγξει τα λόγια της και την άποψη της. Η Κλόη έδειχνε να αδιαφορεί γι’ αυτόν και για την συμπεριφορά του απέναντι της, όμως πρόσεξα πως είχε μια έντονη επιρροή επάνω της, κάτι που πιστεύω πως η ίδια αδυνατούσε να δει.

«δεν βαρέθηκες να ασχολείσαι διαρκώς μαζί της;»  τον ρώτησε κάποια στιγμή, η κοκκινομάλλα φίλη της Κλόη.

Στράφηκα προς το μέρος του περίεργος να ακούσω την απάντηση του, ενώ ταυτόχρονα έτρωγα με ένα αδιάφορο βλέμμα.
Κοίταξε το πιρούνι στο χέρι του σκεπτικός λίγο πριν σχηματιστεί ένα στραβό χαμόγελο στα χείλη του, κάνοντας με να αναρωτηθώ το τι μπορεί να πέρασε από το μυαλό του εκείνη την στιγμή.

«όσο υπάρχει, δεν θα βαρεθώ ποτέ.»  την ενημέρωσε γελώντας μαζί με τους φίλους του «είναι κάτι σαν τον σάκο του μποξ μου, μπορώ να τον χτυπάω χωρίς να παραπονιέται, διώχνοντας έτσι το στρες και τα νεύρα από πάνω μου, συν ότι το διασκεδάζω.» της απάντησε με σαρκασμό.

«στης αρχές όμως αλλιώς την έβλεπες.» ψέλλισε αδιάφορη η Κλόη κάτι το οποίο,εκτος από αυτόν μπόρεσα κι εγώ να ακούσω. Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε ειρωνικά «άδικο έχω;»  τον ρώτησε κοροϊδευτικά.

«ναι.»  της απάντησε κοφτά στενεύοντας τα μάτια του απειλητικά.

Ακούμπησε την πλάτη της πίσω στην καρέκλα και τον κοίταξε σταυρώνοντας τα χέρια της.

«με δουλεύεις;»  τον ρώτησε γελώντας «εδώ προσπάθησες να την φιλήσεις άγρια, γι’ αυτό και σε χτύπησε στο ευαίσθητο σημείο σου.»  τον ενημέρωσε διασκεδάζοντας με την έκφραση του.

«ω το θυμάμαι κι εγώ αυτό.»  πετάχτηκε ο φίλος του ο Τάιλερ με μπουκωμένο το στόμα.

Τον αντίκρισε εκνευρισμένος κάτι που τον έκανε να στραβοκαταπιεί την μπουκιά του.
 

  "προσπάθησε να την φιλήσει;"
    αναρωτήθηκα κοιτώντας την      
       μεριά απ όπου είχε φύγει.


Σηκώθηκα απότομα όρθιος χωρίς να μιλήσω παίρνοντας τον δίσκο μου στα χέρια. Τα βλέμματα τους στράφηκαν προς το μέρος μου μόλις πρόσεξαν ότι ετοιμαζόμουν να φύγω.

«την κάνεις;»  με ρώτησε ο Κάμερον με απορία.

«βασικά έχω μαθηματικά σε λίγο και λέω να πάω να ελέγξω την αίθουσα όπου έχω μάθημα.»  του πέταξα την πρώτη δικαιολογία που μου ήρθε «θα τα πούμε αργότερα.»

«ναι.» μου κούνησε το κεφάλι του σοβαρός και κατάλαβα ότι έδειχνε κάπως καχύποπτος με την απότομη φυγή μου.

«μπορώ να σου κάνω παρέα εάν θέλεις;» σηκώθηκε όρθια η Κλόη και με κοίταξε χαμογελώντας.

Ο Κάμερον την παρατήρησε αρκετά ενοχλημένος.

«δεν χρειάζεται.» της απάντησα απότομα «τα λέμε.» της είπα κλείνοντας της διακριτικά το μάτι έτσι ώστε να μην με δει ο Κάμερον.

Άρπαξα την τσάντα μου και έφυγα από την καφετέρια με την διάθεση μου να έχει πιάσει πάτο. Βγήκα έξω στο προαύλιο νιώθοντας τον ο αέρας από πριν να με πνίγει. Ο καιρός ήταν πολύ ζεστός κάτι που με ενοχλούσε αφάνταστα, από την στιγμή που ακόμα προσπαθούσα να προσαρμοστώ στο κλίμα του "έξω".
Κατευθύνθηκα προς της εξωτερικές τουαλέτες βγάζοντας το πακέτο με τα τσιγάρα από την τσάντα μου, αφού πρώτα κοίταξα την ώρα για να βεβαιωθώ πως είχα μερικά λεπτά ακόμα διάλειμμα. Στάθηκα δίπλα στο κτήριο όπου ένα ψηλό δέντρο μου πρόσφερε σκιά και έβγαλα ένα τσιγάρο από το πακέτο μου.

Δεν θυμάμαι καν πως προέκυψε να αρχίσω το κάπνισμα. Πριν δύο χρόνια δεν θα το έβαζα καν στο στόμα μου δεδομένης της κατάστασης της μητέρας μου. Πως μπορούσα να καπνίσω από την στιγμή που την πίεζα να το κόψει; και τώρα εισέπνεα εγώ ο ίδιος αυτόν τον καρκίνο στα πνευμόνια μου κι δεν με ένοιαζε. Δεν ήταν λίγες η φορές που ευχήθηκα απλά να πεθάνω, αδιαφορούσα αν θα ήταν το τσιγάρο η αιτία. Εξάλλου ήταν η μοναδική μου υπαρκτή συντροφιά, της κρύες άδειες μέρες στο κελί παρέα με τον μουγκό συγκάτοικο μου. Διότι το μυαλό μου είχε πάντοτε την δική του συντροφιά, με το δικό της πρόσωπο και χαμόγελο.

Εκτός αυτού, ήταν το μοναδικό που μπορούσε να με ηρεμίσει αυτήν την στιγμή, να με βοηθήσει να χαλαρώσω από το στρές που μου είχε προκαλέσει η κατάσταση προηγουμένως. Τράβηξα δύο τζούρες όταν ξαφνικά μου φάνηκε πως άκουσα ένα σιγανό κλάμα. Σκέφτηκα μήπως ήταν της φαντασίας μου καθώς πλησίαζα την πόρτα από της γυναικείες τουαλέτες, όταν μπόρεσα να ακούσω καθαρά μια κοπέλα να σιγοκλαίει. Χτύπησα την πόρτα μη θέλοντας να εισέλθω μέσα και να φανώ κανένας διεστραμμένος.
Το κλάμα της κόπηκε απότομα μόλις με άκουσε και προσπάθησε να βήξει ώστε να καθαρίσει τον λαιμό της.

«είσαι καλά;»  ρώτησα περίεργος να μάθω σε ποιον ανήκε αυτό το κλάμα που έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει δυνατά.

Δεν έλαβα απάντηση κάτι που με τρόμαξε. Έκανα ένα βήμα προς τα μέσα όταν εμφανίστηκε μπροστά μου και σχεδόν έπεσε πάνω μου χτυπώντας το κεφάλι της στο στήθος μου. Έγειρα το πρόσωπο μου στο πλάι για να κοιτάξω το χαμηλωμένο βλέμμα της όταν κατάλαβα αμέσως ποια ήταν.

«θα μπορούσα να περάσω;»  με ρώτησε αδιάφορη να ελέγξει ποιος ήμουν, με το πρόσωπο της κολλημένο στο δάπεδο.

«είσαι καλά;»  την ξανά ρώτησα ώσπου σήκωσε το βλέμμα της και με αντίκρισε.

Είχε αλλάξει ρούχα, φορώντας μια φόρμα από την στιγμή που η σχολική της στολή είχε γίνει χάλια. Τα λευκά παπούτσια της είχαν λεκιάσει, όμως προσπάθησε αρκετά να τα καθαρίσει. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και βρεγμένα, όπως και η μύτη με τα μάγουλα της.

«ναι.»  μου είπε βιαστικά ενώ προσπάθησε να με προσπεράσει για να φύγει.

Γύρισα προς το μέρος της και την κοίταξα «Βαλέρια εγώ είμαι, δεν με θυμάσαι;»  την ρώτησα νιώθοντας ένα περίεργο, γνώριμο αίσθημα στα στήθη μου.

Τα βήματα της σταμάτησαν απότομα, χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει. Προχώρησα προς το μέρος της πετώντας το αναμμένο τσιγάρο που είχε αρχίσει να καίει ανάμεσα στα δάχτυλα μου.

«πάει πολύς καιρός.»  της μίλησα ξανά ελπίζοντας πως θα γυρίσει να με κοιτάξει.

«όντως.»  ψιθύρισε αβέβαιη «άλλαξες.»  διαπίστωσε δειλά λίγο πριν με αντικρίσει με τα πρησμένα χλωμά της μάτια.

Στο επόμενο κεφάλαιο νομίζω θα κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν, οπότε μείνετε συντονισμένοι αν θέλετε να μάθετε τι τους συνέβει! ❤️ Μην ξεχνάτε να μου γράφεται την γνωμη σας για την πορεία του βιβλίου ❤️ με αγαπη ❤️ μπαιιι💋




Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top