~1ο~
~
Είχε παρατηρήσει από νωρίς εκείνο το πρωί, πως ο καιρός ήταν κάπως μουντός με έναν επιθετικό άνεμο. Κοίταξε φευγαλέα τον χλωμό ουρανό με τα πυκνά, λευκά σύννεφα και ύστερα την μπλε θάλασσα που χόρευε ανήσυχη στον ρυθμό του ανέμου. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της, ήρεμη πλέον, νιώθοντας τον ζεστό αέρα να της χαϊδεύει τα μάγουλα ενώ στεκόταν στην άκρη του γκρεμού. Χαμογέλασε ασυναίσθητα νιώθοντας μια περίεργη ανακούφιση μετά από τόσο καιρό. Πλέον δεν την ένοιαζε τίποτα, ήταν ελεύθερη από τα δεσμά που την τραβούσαν στο παρελθόν κρατώντας την φυλακισμένη επί δύο ολόκληρα χρόνια.
Αγνόησε της φωνές των συμμαθητών της που ακουγόντουσαν από πίσω καθώς και των δασκάλων της, ακόμα και εκείνου που κάποτε την είχε κάνει να πιστέψει στην ζωή. Γύρισε το κορμί της προς το μέρος τους με μάτια που έλαμπαν από λύτρωση, επιτρέποντας στον αέρα να παρασύρει το σώμα της ώστε να βυθιστεί στο κενό.
"Λίγους μήνες νωρίτερα„
Η Βαλέρια σκέφτηκε να σηκώσει τα μαλλιά της σε έναν κότσο όταν αποφάσισε να τα αφήσει κάτω, ανέμελα να κρύβουν σχεδόν το μισό της πρόσωπο. Πρόσεξε ακόμα μια μικρή μοβ μελάνια στον σβέρκο της, για να συνειδητοποιήσει πως όσο περνούσε ο καιρός αυτές αυξάνονταν όλο και περισσότερο. Ξαφνικά, καθώς παρατηρούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη, διαπίστωσε πως δεν θυμόταν ποτέ ήταν η τελευταία φορά που αντίκρισε την φιγούρα της ενώ έδειχνε υγιής στα μάτια της. Είτε σωματικά, είτε ψυχικά.
Αν την ρωτούσε κάνεις πριν δύο χρόνια για το πως ένιωθε που είχε την ευκαιρία μέσω υποτροφίας να φυτά σε ένα ιδιωτικό σχολείο που της έδινε περισσότερες προοπτικές για σπουδές, θα απαντούσε με μια λάμψη στο βλέμμα της, με μια ανεξήγητη χαρά πως ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να της συμβεί. Μπορεί να ήταν στην 10η τάξη όταν ξεκίνησε, όμως από μικρή κιόλας γνώριζε ακριβώς τι ήθελε να σπουδάσει στο μέλλον. Ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα της, στο μυαλό της είχε ως στόχο της παιδαγωγικές σχολές. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να γίνει δασκάλα, ώστε να έχει την δυνατότητα να βοηθάει παιδιά με προβλήματα, δίνοντας τους την σιγουριά πως κάποιος ήταν εκεί γι' αυτούς. Κάποιος που θα μπορούσαν να εμπιστευτούν και να νιώσουν ασφάλεια κι άνεση μαζί του.
Τέτοιος άνθρωπος ήθελε να είναι η Βαλέρια στην ζωή της, ακόμα κι αν οι γύρω της την ωθούσαν σε έναν τελείως διαφορετικό, εσωστρεφή, κλειστό χαρακτήρα.
Ο μόνος άνθρωπος που την έκανε να νιώθει ο εαυτός της και που της έδινε την δύναμη να παλεύει με το σκοτάδι που απειλούσε πολλές φορές να την πνίξει, ήταν ο αγαπημένος της πατέρας, που αυτήν την στιγμή στεκόταν στην άκρη της πόρτας του δωματίου της χαζεύοντας την. Το χαμόγελο του ζεστό, τα μάτια του κουρασμένα, αλλά γεμάτα λάμψη που δεν έπαυαν να σου προσφέρουν την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Μια λάμψη που η Βαλέρια είχε ανάγκη να βλέπει.
Την πλησίασε χωρίς να τον αντιληφθεί και μόλις την άγγιξε, αυτή πετάχτηκε σαν ελατήριο με τρεμάμενη καρδιά, από την στιγμή που το μυαλό της βασανιζόταν διαρκώς από θλιβερές, τρομαχτικές σκέψεις. Του χαμογέλασε αχνά για να φανεί πως ήταν μια χαρά, όμως ο ίδιος την γνώριζε καλύτερα από τον καθένα και καταλάβαινε πως η Βαλέρια του δεν ήταν όπως παλιά. Πριν μερικά χρόνια χαιρόταν και καμάρωνε που έβλεπε διαρκώς την κόρη του χαμογελαστή καθώς έσφυζε από ζωντάνια, ενώ πλέον χαμογελούσε σπάνια και αυτό για να δείχνει χαρούμενη μπροστά του, ακόμα κι αν ήταν ψέμα.
Ανησυχούσε γι' αυτήν πως κάτι δεν πήγαινε καλά, όμως πως μπορούσε να γνωρίζει από την στιγμή που η ίδια δεν μιλούσε σε κανέναν για τίποτα, ενώ έμενε κλεισμένη με της ώρες στο δωμάτιο της μέχρι το επόμενο πρωί που θα αναγκαζόταν να πάει στο σχολείο. Πολλές φορές καταλάβαινε και η ίδια πως ο πατέρας της προβληματιζόταν με την απότομη αλλαγή στην συμπεριφορά της, όμως δεν ήξερε πως να του μιλήσει, να του εκμυστηρευτεί όλα όσα της συνέβαιναν. Δεν ήξερε πως να του ζητήσει βοήθεια, ακόμα κι αν το είχε πολύ ανάγκη. Εξάλλου ο ίδιος είχε ήδη αρκετά προβλήματα με την υγεία του κι ας προσπαθούσε να το αρνηθεί, δεν ήθελε για κανέναν λόγο να του προκαλέσει περισσότερο.
Στάθηκε μπροστά του με ένα στραβό χαμόγελο στα χείλη της παρατηρώντας τον πατέρα της να απλώνει τα χέρια του προς το μέρος της για να την χαϊδέψει στο πρόσωπο, ενώ την κοιτούσε στα μάτια που τόσο σκληρά προσπαθούσαν να κρύψουν την στεναχώρια τους.
Για μια στιγμή θυμήθηκε την γυναίκα του που τόσο πολύ είχε αγαπήσει, την οποία είχε χάσει πριν από πολλά χρόνια όταν η Βαλέρια ήταν ακόμα έξι. Σκέφτηκε πως είχε τα ίδια μπλε μάτια της μητέρας της και πολλές φορές ο τρόπος που τον κοιτούσαν, του έφερναν μνήμες από την εποχή που ζούσε. Δεν θυμόταν πιο χαρούμενες στιγμές από εκείνες με την οικογένεια του σε ολόκληρη την ζωή του.
Σίγουρα ήταν ερωτευμένος με την τωρινή σύζυγο του, όμως δεν θα μπορούσε ποτέ του να ξεχάσει την πρώτη του αγάπη. Ίσως γι' αυτό να είχε μια τόσο τρελή αδυναμία στην Βαλέρια, επειδή της έμοιαζε απόλυτα σε όλα.
«πόσο γρήγορα περνάνε τα χρόνια.» σκέφτηκε στεναχωρημένος «όσο μεγαλώνω συνειδητοποιώ πως εσύ δεν παραμένεις το μικρό μου κοριτσάκι που συνήθιζε να τρέχει γελαστό προς το μέρος μου και να βυθίζεται στην αγκαλιά μου, σχεδόν να χάνεται.» παραπονέθηκε μελαγχολικά καθώς παρατηρούσε την κόρη του, θυμούμενος πως σε λίγες μέρες ήταν τα δέκατα έβδομα γενέθλια της. Καθώς και η ημέρα του θανάτου της γυναίκας του, την συγκεκριμένη μέρα που η ίδια θα έπρεπε να γιορτάζει την πιο χαρούμενη στιγμή της ζωής της, τα γενέθλια της.
«μπαμπά μου.» του χάιδεψε το πρόσωπο που παρά την μικρή ηλικία του, είχε γεράσει και ασπρίσει πολύ απότομα «μην μελαγχολείς μπαμπά μου.» του υπενθύμισε ενθαρρυντικά, ακόμα κι αν μέσα της ένιωθε πολύ χειρότερα απ ότι ο ίδιος «πάντα θα είμαι το μικρό σου κοριτσάκι μπαμπά.» τον διαβεβαίωσε ενώ του χαμογελούσε.
Την έχωσε στην αγκαλιά του με ευκολία, αυξάνοντας έτσι τον φόβο μέσα του. Ίσως το είχε προσέξει και νωρίτερα πως η κόρη του δεν έτρωγε όπως θα έπρεπε, το σώμα της είχε αλλάξει, σαν να στέγνωσε χωρίς ίχνος λίπους οι κιλών επάνω της. Και τώρα που την αγκάλιαζε, το κορμί της φάνταζε μισό απ ότι ήταν πριν κάμποσα χρόνια. Πότε άλλαξε τόσο πολύ; γιατί δεν το πρόσεξε νωρίτερα; μήπως δεν ήταν τόσο καλός μπαμπάς όσο θα ήθελε;
Τέτοιες σκέψεις βασάνιζαν το μυαλό του, σκέψεις που δεν περνούσαν απαρατήρητες από την Βαλέρια που ενώ ήθελε να μάθει τι τον απασχολεί, δεν τολμούσε να τον ρωτήσει! Φοβόταν πως θα θίξει κάποιο θέμα που αφορούσε και την ίδια, κάτι που απέφευγε διαρκώς.
«ώρα να σε πάω στο σχολείο.» της υπενθύμισε μια προτεραιότητα που δεν ήθελε καθόλου να εκπληρώσει.
Κάθε πρωί ήλπιζε να αποκοιμηθεί ο πατέρας της ώστε να μην αναγκαστεί να την πάει στο σχολείο που τόσο πολύ είχε αρχίσει να μισεί. Θα προφασιζόταν πως ήταν αρκετά μακριά, οπότε θα μπορούσε να μείνει στο σπίτι, όχι πως εκεί ένιωθε καλύτερα, αλλά τουλάχιστον δεν θα την ενοχλούσε κάνεις μέσα στο δωμάτιο της.
Του ένευσε χαμογελώντας, από την στιγμή που δεν είχε άλλη επιλογή και τον ακολούθησε σιωπηλά από δίπλα μέχρι τον κάτω όροφο. Στάθηκε δίπλα στην εξώπορτα όση ώρα ο πατέρας της θα αποχαιρετούσε την μητριά της και την μικρή της αδερφή. Πολλές φορές ο πατέρας της παραπονιόταν για την σχέση που ποτέ δεν θέλησε η μεγάλη κόρη του να αναπτύξει με την καινούργια σύζυγο του, όμως δεν ήθελε να την πιέσει, διότι γνώριζε πόσο πολύ αγαπούσε την μητέρα της που ενώ ήταν μικρή όταν πέθανε, θυμόταν λεπτομερώς την ημέρα που την χάσανε.
Η αλήθεια από την πλευρά της Βαλέριας ήταν πως δεν συμπάθησε ποτέ της την μητριά της. Ήξερε πως είχε παντρευτεί τον πατέρα της μόνο και μόνο για τα λεφτά που κάποτε είχαν, ενώ τώρα που λιγόστευαν τα χρήματα, αυτή εκδήλωνε όλο και περισσότερο τον αληθινό, κακιασμένο χαρακτήρα της, κάτι που αυτός δεν μπορούσε να δει εφόσον μπροστά του έδειχνε έναν ευαίσθητο και γλυκό χαρακτήρα.
Εκτός αυτού η Βαλέρια αισθανόταν πως και η μητριά της δεν την χώνευε καθόλου και αυτό ήταν όντως μια αλήθεια. Εκνευριζόταν και πολλές φορές ζήλευε που ο σύζυγος της έδειχνε μια ιδιαίτερη αγάπη στο πρώτο του παιδί, απ ότι στην ίδια και την μικρή τους μοναχοκόρη. Την ζήλευε που ήταν τόσο όμορφη όπως η νεκρή μητέρα της και τόσο υγιής, ερχόμενη από μια κάπως πιο εύπορη οικογένεια απ ότι η δική της, η οποία μπορούσε να της εξασφαλίσει το μέλλον της σε αντίθεση με την ίδια που δεν είχε πολλές ευκαιρίες όντας μικρή.
"Όταν μεγαλώνεις σε ένα ορφανοτροφείο, η μόνη ευκαιρία για να έχεις μελλοντικές σπουδές, είναι να σε υιοθετήσει μια εύπορη οικογένεια, κι αν αυτό δεν γίνει ποτέ, τι επιλογές έχεις; ποιες είναι οι ελπίδες σου για μια καλύτερη ζωή όταν σε υιοθετεί ένα ζευγάρι που στην πορεία αποδεικνύεται ότι έχει ψυχικές διαταραχές και προβλήματα αλκοολισμού;
Αυτά όμως δεν τα γνώριζε κανένας, ούτε η Βαλέρια ούτε καν ο σύζυγος της.
Όταν η Ήβη γνώρισε τον Όλιβερ δούλευε ως σερβιτόρα σε μια καφετέρια που πήγαινε ο ίδιος για να αγοράσει τον πρωινό του καφέ πριν την δουλειά του. Μόλις την είδε, σκέφτηκε πως αυτή η γυναίκα ήθελε να γίνει η μελλοντική του σύζυγος. Η μοναξιά και η θλίψη που ήταν χαραγμένα μέσα στα κάστανα μάτια της, τον έκαναν να πιστέψει πως μπορούσε να της προσφέρει όλη την αγάπη που δεν πρόλαβε να δώσει στην σύζυγο του. Η Ήβη από την άλλη, σκέφτηκε πως αυτή ήταν μια ευκαιρία να ξεφύγει από την αρρωστημένη οικογένεια της και να ζήσει επιτέλους την ζωή που της αναλογούσε. Στην πορεία αναγκάστηκε να ερωτευθεί τον Όλιβερ και να μεγαλώσει την τότε δεκάχρονη κόρη του λίγο πρώτου φέρει στον κόσμο το πρώτο της παιδί."
~
«σε αγαπάω γλυκέ μου.» του φώναξε μόλις βγήκε από την κουζίνα για να με πλησιάσει.
"ψεύτρα" σκέφτηκα ενοχλημένη από την στιγμή που γνώριζα πως αυτή η γυναίκα δεν μπορούσε να αγαπήσει κανέναν πέρα από τον εαυτό της.
«καλή σου μέρα Βαλέρια μου.» μου είπε χαμογελαστή ξεπροβάλλοντας από την κουζίνα.
Πάρα το γεγονός πως προτιμούσα να την αγνοήσω και απλά να βγω έξω από το σπίτι, αποφάσισα να της πω καλημέρα για χάρη του μπαμπά μου, που γνώριζα πόσο πολύ στεναχωριόταν όταν αδιαφορούσα για την Ήβη.
Η Σοφία, η μικρή μου αδερφή, βγήκε τρέχοντας από την κουζίνα για να με πλησιάσει γελώντας ώστε να χωθεί στην αγκαλιά μου. Αυτή τουλάχιστον ήταν πιο γλυκιά μαζί μου απ ότι η μητέρα της.
«καλή σου μέρα Βαλ.» μου φώναξε χαρούμενη λίγο πριν τραβηχτεί από την αγκαλιά μου και της χαϊδέψω την μυτούλα.
Έσκυψα λίγο παραπάνω για να μπορέσει να μου δώσει ένα βιαστικό φιλί στο μάγουλο πρώτου την χαιρετήσω και βγω έξω μαζί με τον πατέρα μου.
Κάθε πρωί έπρεπε να ξεκινάμε μισή ώρα νωρίτερα από το σπίτι μας, διότι το σχολείο ήταν ακριβώς στο κέντρο της πόλης και συνήθως αυτές της πρωινές ώρες είχε αρκετή κίνηση.
Η διαδρομή ήταν όπως πάντα ήσυχη, ξαφνικά κάνεις μας δεν τολμούσε να μιλήσει. Για έναν περίεργο λόγο, σε αυτήν την διαδρομή που κάναμε σχεδόν σε καθημερινή βάση, ο πατέρας μου έδειχνε απρόσιτος, σαν να τον βασάνιζε κάποια σκέψη έντονα.
Σταμάτησε το αυτοκίνητο έξω από το κτήριο και στράφηκε ξαφνικά προς το μέρος μου λίγο πριν προλάβω να ανοίξω την πόρτα.
«Βαλέρια μου, να προσέχεις και να έχεις ένα όμορφο ξεκίνημα.» μου είπε χαμογελώντας λίγο πριν τον αποχαιρετήσω και βγω από το αυτοκίνητο.
Καθώς τον έβλεπα να απομακρύνετε με το αμάξι, μέσα μου ήλπιζα να με έπαιρνε μαζί του πάρα να με άφηνε εδώ πέρα μόνη μου.
Κράτησα το λουρί της τσάντας μου σφιχτά ανάμεσα στα δάχτυλα και κοίταξα το κτήριο που ορθωνόταν τρομακτικά ψηλό μπροστά μου. Το καλοκαίρι πέρασε τόσο γρήγορα που σαν χθες θυμόμουν να εισέρχομαι την μεγάλη καγκελόπορτα του σχολείο και να αντικρίζω τα ίδια άγνωστα βλέμματα που ποτέ δεν θέλησαν να με γνωρίσουν.
Προχώρησα με βιαστικά βήματα μέσα στο κτήριο αγνοώντας τα περίεργα βλέμματα και τους περαστικούς με πρόσωπο σκυμμένο στο έδαφος, λες και είχα διαπράξει κάποιο έγκλημα. Που πήγε η περήφανη Βαλέρια; του κορίτσι που αντίκριζε τους άλλους κατάματα για να τους χαιρετήσει ευγενικά; ποια ήταν αυτή που έβλεπα κάθε πρωί στον ολόσωμο καθρέφτη του δωματίου μου; έμοιαζα με ξένη, ένιωθα μια ξένη μέσα στο ίδιο μου το κουφάρι που είχε παραμορφωθεί με την πάροδο του χρόνου.
Πλέον το μόνο που ήθελα ήταν να περνάω απαρατήρητη από τους άλλους, γι' αυτό και βημάτιζα όλο και πιο γρήγορα αποφεύγοντας τον καθένα ξεχωριστά σαν καμία αντικοινωνική, απρόσιτη νεαρά.
Πριν προλάβω να περάσω την πόρτα της τάξης μου ένιωσα κάποιον να τραβάει την τσάντα μου προς τα πίσω παρασέρνοντας και εμένα μαζί της καταλήγοντας στο έδαφος. Χτύπησα τους αγκώνες μου, όμως αυτήν την στιγμή ήταν το τελευταίο που με ένοιαζε.
«πρόσεχε που πας.» είπε σαρκαστικά λίγο πριν ακουστούν μερικά χαχανητά.
Γνώριζα ήδη το άτομο που με είχε ρίξει κάτω, οπότε δεν έκανα καν τον κόπο να τον κοιτάξω. Τράβηξα την τσάντα μου από το έδαφος και προσπάθησα να σηκωθώ όρθια χωρίς να μιλήσω, όταν με ξανά έσπρωξε ρίχνοντας με με δύναμη κάτω στο κρύο πλακάκι με αποτέλεσμα να χτυπήσω τα κόκαλα της λεκάνης μου επίπονα.
«σου είπε κανείς να σηκωθείς;» τον άκουσα να με ρωτάει θυμωμένος, βρισκόμενος ιδιαίτερα κοντά στο πρόσωπο μου για να μπορέσω να μυρίσω το χυδαίο άρωμα του.
Σήκωσα το πρόσωπο μου και αντίκρισα το αλαζονικό, σκούρο πράσινο βλέμμα του ενοχλημένη.
«δεν γνώριζα πως έπρεπε να ζητήσω την άδεια σου.» του απάντησα με αυθάδεια και έκανα άλλη μια προσπάθεια να σηκωθώ αγνοώντας τον οξύ πόνο στην λεκάνη μου.
Τους κοίταξα για μια στιγμή, αυτόν και τους δύο φίλους του, τον Τάιλερ και τον Τζάκσον, οι οποίοι με παρατηρούσαν με ένα σαρκαστικό χαμόγελο στα χείλη τους. Δεν ήθελα να δώσω παραπάνω έκταση στο θέμα γνωρίζοντας πως θα βγω ηττημένη όπως κάθε φορά, οπότε αποφάσισα να κατευθυνθώ προς την τάξη. Μα πριν προλάβω, στάθηκε μπροστά μου ανάμεσα σε εμένα και στην αίθουσα, εμποδίζοντας με να περάσω.
Έσφιξα τα χέρια μου σε γροθιές, πιέζοντας τον εαυτό μου να χαλαρώσει, κάτι που πρόσεξε και ο ίδιος. Από το πρόσωπο του και μόνο κατάλαβα πως η κίνηση μου τον ενόχλησε όπως καθετί επάνω μου. Άρπαξε τον καρπό μου με δύναμη στα χέρια του νιώθοντας πως είχε την δυνατότητα να μου το σπάσει, σπρώχνοντας με κοντά του. Με έφερε αντιμέτωπη με το σκληρό του, χυδαίο βλέμμα.
«σοβαρά σκέφτηκες να με χτυπήσεις;» με ρώτησε με δυσπιστία ψάχνοντας μια ευκαιρία, έστω μια δικαιολογία από εμένα για να σηκώσει ο ίδιος το χέρι του επάνω μου.
«Κάμερον άφησε με, με πονάς.» του απάντησα νιώθοντας τα νύχια των δαχτύλων του να μου τρυπάνε το δέρμα με δύναμη.
«αλλιώς;» με ρώτησε με σηκωμένο φρύδι «θα με χτυπήσεις;» επέμενε γελώντας.
«Κάμ άφησε την επιτέλους.» του πρόσταξε μια γνώριμη αντρική φωνή από πίσω μας λίγο πριν γυρίσουμε και τον κοιτάξουμε «δεν βαρέθηκες να προκαλείς φασαρίες και να το παίζεις νταής;» τον ρώτησε γελώντας ρίχνοντας μου μια κλέφτη ματιά.
Το χέρι του Κάμερον λύθηκε από τον καρπό μου, σπρώχνοντας με μέσα στην τάξη ώστε να έρθει αντιμέτωπος με τον ετεροθαλή αδερφό του.
Ο Κάμερον δεν δίσταζε να μαλώσει μαζί του, από την στιγμή που έδειχνε να μην τον χωνεύει και πολύ. Θυμάμαι πως υπήρχαν εποχές που τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους, η έτσι έδειχναν όταν ο Γουίλιαμ έκανε ακόμα παρέα μαζί του. Κάτι συνέβη μεταξύ τους, κάτι που ποτέ μου δεν κατάλαβα. Από τότε ο Κάμερον δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί του και το έδειχνε και δημοσίως χωρίς δισταγμό.
Η αλήθεια ήταν πως δεν υπήρχε λόγος να με βοηθήσει ο Γουίλ, από την στιγμή που δεν με γνώριζε, όμως και μόνο που το έκανε τον ανέβαζε στα μάτια μου. Παλιά είχα την εντύπωση πως ήταν ίδιος με τον Κάμερον, όμως ίσως είχα κάνει λάθος. Αγνόησα τον καυγά που ετοιμαζόταν να δημιουργηθεί από την πρώτη κιόλας μέρα μεταξύ των δύο πιο γνωστών παιδιών του σχολείου και απλά επέλεξα να κάτσω σε μια θέση.
Δεν πέρασε αρκετή ώρα όταν χτύπησε το κουδούνι και η αίθουσα γέμισε στην στιγμή. Τους περισσότερους τους γνώριζα από την προηγουμένη χρόνια και η αλήθεια ήταν πως δεν χαιρόμουν καθόλου που φέτος θα είχα τον Κάμερον και την παρέα του στην τάξη μου, γνωρίζοντας πως θα προσπαθούσαν να κάνουν την τελευταία χρόνια μου εδώ να περάσει μαρτυρικά.
Μπήκε μέσα ένας ψηλός άντρας κρατώντας έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα και πλησίασε την έδρα για να τον αγγίξει επάνω. Έβγαλε το σακάκι που φορούσε λίγο πριν στραφεί προς το μέρος μας κεφάτος.
"άλλος ένας καινούργιος καθηγητής" σκέφτηκα αδιάφορα λίγο πριν κοιτάξω έξω από το παράθυρο της τάξης δίπλα μου "τελικά δεν ήμουν η μόνη που δεν άντεχε σε αυτό το σχολείο. Μέχρι και οι καθηγητές άλλαζαν κάθε χρόνο εφόσον αδυνατούσαν να κουμαντάρουν τόσα κακομαθημένα πλουσιόπαιδα."
Του πήρε λίγη ώρα να τους ηρεμίσει ώστε να καταφέρει επιτέλους να συστηθεί. Έδειχνε ανίδεος με το χαμόγελο στα χείλη του ιδιαίτερα ευδιάθετος που μας γνώριζε. Ρωτούσε τον καθένα ξεχωριστά τα ονόματα τους και λίγα πράγματα για τον εαυτό τους ώσπου έφτασε σε εμένα. Μου μίλησε αρκετές φορές για να μπορέσει να με συνεφέρει από της σκέψεις μου, ώσπου κατάφερε να στρέψει το ενδιαφέρον μου προς το μέρος του νιώθοντας ενοχλημένος που δεν τον παρακολουθούσα.
«θα ήθελα να είστε περισσότερο συγκεντρωμένη σε εμένα δεσποινίς μου.» μου απάντησε πειραγμένος «το όνομα σας παρακαλώ.» συμπλήρωσε αμέσως.
Μου έκανε νόημα να σηκωθώ όρθια όταν πρόσεξε πως κοιτούσα τα παιδιά τριγύρω μου κάπως αβέβαιη.
Τράβηξα την καρέκλα μου προς τα πίσω και σηκώθηκα κοιτώντας τον καθηγητή απέναντι μου.
«όνομα.» είπε ρίχνοντας μια ματιά στον κατάλογο με τα ονόματα που κρατούσε.
«Βαλέρια Γουάιτ.» του απάντησα αυτόματα ακούγοντας μερικούς ψίθυρους πίσω μου, κάτι που δεν αντιλήφθηκε ο καθηγητής.
«χαίρω πολύ δεσποινίς Γουάιτ. Θα ήθελες να μας πεις μερικά λόγια για εσένα;» με ρώτησε πιο ευγενικά αυτήν την φορά.
Δεν νομίζω πως υπήρχε κάτι συγκεκριμένο που θα ήθελα να μοιραστώ με αυτούς τους ανθρώπους, ούτε καν με τον ίδιο που μόλις τώρα γνώριζα κι ας φαινόταν λιγότερο κακός με αυτούς εδώ.
«τι το ενδιαφέρον θα μπορούσε να μας πει ένα φτωχό σκουπίδι με πόδια.» ψιθύρισε ένας από πίσω μου ακολουθώντας μερικά χαχανητά στα λεγόμενα του από αρκετούς.
Το πρόσωπο του καθηγητή μου μόρφασε με δυσπιστία σε αυτά που πίστευε πως φαντάστηκε ότι άκουσε.
«ησυχία παρακαλώ.» φώναξε ενοχλημένος λίγο πριν μου ζητήσει να καθίσω στην θέση μου.
Μαζεύτηκα στην καρέκλα και ακούμπησα τους αγκώνες μου πάνω στο θρανίο μου, στρέφοντας την προσοχή μου και πάλι έξω από το παράθυρο, ακούγοντας δε τα λόγια του.
«εγώ είμαι ο καινούργιος σας καθηγητής για τα βασικά μαθήματα και ονομάζομαι Κόλτον Γουέιν.» συστήθηκε σε όλους με έναν διαφορετικό αέρα απ ότι με αυτόν που είχε μπει πριν λίγο.
Τότε ακούστηκε ένα ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα και ο ήχος από της αλυσίδες στης μπότες του, έκαναν τα βήματα του να μοιάζουν βαριά. Από περιέργεια και μόνο στράφηκα προς την είσοδο της τάξης για να κοιτάξω το άτομο που ξαφνικά είχε προκαλέσει μικρούς γυναικείους ψίθυρους.
Το πρώτο που πρόσεξα ήταν τα βαμμένα μαλλιά του στο λευκό προς γκρι χρώμα. Τα αυτιά του ήταν τρυπημένα με μερικά σκουλαρίκια να κρέμονται από τους λοβούς του. Από το ελαφρώς ανεβασμένο μανίκι στο δεξί χέρι του, μπορούσα να δω το μαύρο μελάνι με τα περίτεχνα σχέδια πάνω στο δέρμα του μέχρι και κάτω από μερικά ασημένια βραχιόλια στον καρπό του. Τα ρούχα του ήταν σκουρόχρωμα εκτός από το λευκό μπλουζάκι μέσα από το μαύρο σκισμένο τζιν-τζάκετ του.
Έδειχνε εξαιρετικά όμορφος για τα πρότυπα πολλών κοριτσιών, με εκπληκτική αναλογία στο ύψος και στο πλάτος του και μυώδες μορφές. Έδειχνε αρκετά αρρενωπός και δροσερός σε σχέση με πριν. Διότι από τα μεγάλα ελαφρώς σχιστά του μάτια γνώριζα, πως τον συγκεκριμένο νεαρό τον ήξερα κάποτε και πολύ καλά μάλιστα. Όμως τώρα ήταν ένας τελείως διαφορετικός άντρας. Πότε άλλαξε τόσο; τι του συνέβη και έγινε αυτό που ήταν σήμερα; ένας άντρας τελείως αντίθετος με το αγόρι που γνώρισα πριν δύο χρόνια.
Αγαπημένοι μου, ελπίζω το 1ο κεφάλαιο να σας φάνηκε ενδιαφέρον! Το βιβλίο είναι βασισμένο πάνω σε κάθε μορφή bullying και ελπίζω μαζί με την υποστήριξη και την βοήθεια σας να μου βγει ένα καλό αποτέλεσμα από μια αποτυχία 😂 σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας, τα λέμε στο επόμενο ❤️
οποιαδήποτε ερώτηση έχετε με βάση το βιβλίο το θέμα και τους χαρακτήρες του, μην διστάσετε να αφήσετε ένα σχόλιο είτε να μου στείλετε προσωπικό μήνυμα!
By CherryBlossomM101 🌺
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top