~05~

~

Ο Namjoon στεκόταν στην άκρη της στάσης με χέρια σταυρωμένα, χωμένα το ένα μέσα στο άλλο έτσι ώστε να κρατήσει ζεστό το σώμα του που το ένιωθε να τρέμει που και που. Εκείνη την ώρα δεν περνούσε ψυχή από τον συγκεκριμένο δρόμο, μόνο οι αραιοί λαμπτήρες τους πρόσφεραν ένα κιτρινιάρικο φως και αυτό αρκετά αδύναμο. Και εκεί που έλεγε πως θα κόψει η βροχή, οι βροντές που φώτιζαν σταδιακά τον ουρανό τον διέψευσαν πανηγυρικά.
Δεν τον ενοχλούσε η ιδέα να γυρίσει σπίτι του ακόμα και μέσα στην βροχή, όμως πως θα άφηνε μια μικρή κοπέλα μόνη της σε ένα τέτοιο μέρος με έναν τόσο επιθετικό καιρό μέσα στην νύχτα;

Επιδίωξε να την κοιτάξει με την άκρη του ματιού του διακριτικά έτσι ώστε να μπορέσει να την χαζέψει λίγο παραπάνω χωρίς να φανεί ενοχλητικός. Τα χέρια της κρατούσαν γερά την άκρη από το ξύλινο παγκάκι, ενώ παρακολουθούσε της πτέρνες των ποδιών της να ανασηκώνονται η μία μετά την άλλη σε έναν χορευτικό ρυθμό που μόνο η ίδια μπορούσε να ακούσει. Τα μαλλιά της έπεφταν στην μια πλευρά του προσώπου της, δίνοντας του το ελεύθερο να επεξεργαστεί καλύτερα το προφίλ της. Ο λαιμός της ήταν λεπτός και μακρύς τόσο όσο έπρεπε, με μερικές μικρές ελίτσες να κοσμούν το δέρμα της.
Τα χείλη της είχαν πάρει ένα έντονο κόκκινο χρώμα και φάνταζαν τρυφερά σαν δύο ευαίσθητα πέταλα τριαντάφυλλου. Τα μάτια της είχαν αποκτήσει δύο μαύρους κύκλους, παρ ολ αυτά δεν μπορούσες να μην διακρίνεις ακόμα και μέσα στην νύχτα το ποσό όμορφα ματιά είχε.

Καθώς την παρατηρούσε συνειδητοποίησε πως δεν έφερνε μικρότερη από την αδερφή του, αν όχι μεγαλύτερη σίγουρα ήταν στην ίδια ηλικία με αυτήν.
Ξαφνικά αναρωτήθηκε το τι θα μπορούσε να συμβαίνει στην ζωή ενός δεκαεξάχρονου κοριτσιού που θα την έφτανε σε ένα τέτοιο σημείο ώστε να έβλαπτε τον εαυτό της;

Έσυρε το βλέμμα του μακριά της σκεπτόμενος πως ήταν πολύ τυχερός που η μικρή του αδερφή δεν είχε τέτοια "θέματα”, όμως αυτή η κοπέλα; αναρωτήθηκε ρίχνοντας της μια κλέφτη ματιά. Αυτή η κοπέλα που του είχε τραβήξει τόσο πολύ το ενδιαφέρον, τι συνέβαινε μέσα στο νεανικό μυαλό της που την ώθησε εδώ απόψε; σε ένα απόμερο μέρος, μονής της στην άκρη μιας γέφυρας;

Δεν έδειχνε για ανόητη κοπέλα, ούτε για κορίτσι που θα έκανε κάτι τέτοιο από κάποια ερωτική απογοήτευση όπως συνήθιζαν τα κοριτσάκια της ηλικίας της. Όταν την πρώτο είδε έδειχνε τόσο δυναμική, ενώ τώρα έμοιαζε περισσότερο με ένα αδύναμο πληγωμένο λουλούδι.

Είχε σκεφτεί πως ήταν ένα κορίτσι τελείως διαφορετικό από κάθε άλλο, ίσως και γι’ αυτό να τράβηξε το ενδιαφέρον και την προσοχή του Namjoon.
Έκανε μια προσπάθεια να την πλησιάσει και να καθίσει δίπλα της στο παγκάκι, με την ίδια να έχει αντιληφθεί την κίνηση του και να τον παρακολουθεί με το βλέμμα της. Για λίγη ώρα μείνανε σιωπηλοί με μια περίεργη αμηχανία να αιωρείται τριγύρω τους. Αν είχαν την δυνατότητα θα μπορούσαν να ακούσουν της καρδιές τους να τρεμοπαίζουν όπως ενός μωρού, εξαιτίας των περίεργων αισθημάτων που προκαλούσαν ο ένας στον άλλον. Ο Namjoon πίεζε το μυαλό του να σκεφτεί έναν τρόπο για να της ανοίξει την κουβέντα, κάτι που η Βαλέρια δεν ήταν χαζή για να μην προσέξει. Μέσα της την έκανε να χαμογελάσει από το πόσο νευρικός μα και ταυτόχρονα γλυκός έδειχνε εκείνη την στιγμή. Κανείς θα έλεγε αλλόκοτος όμως όχι η ίδια, η ίδια τον έβρισκε κάπως χαριτωμένο.

«αυτή η μυρωδιά.»  ψέλλισε χαμογελώντας αναγκάζοντας τον Namjoon να την κοιτάξει περίεργος «η αίσθηση του βρεγμένου χώματος και του φρεσκοκομμένου γρασιδιού.» 

Διαπίστωσε πως έδειχνε κάπως μελαγχολική καθώς μιλούσε και ταυτόχρονα σκεπτική σαν να αναπολούσε κάτι που νοσταλγούσε.

«με ηρεμεί τόσο πολύ ο ήχος της βροχής, που λούζει και δίνει πνοή σε κάθε τι ζωντανό πάνω στην γη.»  διαπίστωσε χαμογελώντας στον Namjoon.

Ο ίδιος έδειχνε να την κοιτάζει αποσβολωμένος καθώς του χάριζε ένα από τα πιο όμορφα χαμόγελα που είχε δει ποτέ του, κάνοντας τον σχεδόν να ξεχάσει για μια στιγμή οτιδήποτε τον στεναχωρούσε και τον απασχολούσε τον τελευταίο καιρό.
Του θύμιζε τόσο πολύ το χαμόγελο της μητέρας του που είχε να δει για αρκετά χρόνια, τόσα που σχεδόν το είχε ξεχάσει.

Για μια στιγμή σκέφτηκε πως την χάζευε πολύ επίμονα τόσο που φοβήθηκε μην ενοχληθεί, όμως όχι. 

«με ηρεμεί πάρα πολύ η βροχή.»  τον ενημέρωσε κάπως σκεπτική σαν να ήθελε να του πει κάτι παραπάνω, να του περάσει κάποιο νόημα μέσω αυτού.

«οι άνθρωποι που αγαπάνε την βροχή ονομάζονται pluviophile.»  της είπε με έναν ήρεμο τόνο στην φωνή του καθώς παρακολουθούσε την βροχή κάπως αδιάφορα θα έλεγε κανείς, νιώθοντας ένα γνώριμο πλάκωνα ανάμεσα στα στήθη του. Ίσως γιατί κάθε φορά που έβρεχε του θύμιζε την νύχτα που έφυγε ο πατέρας του από το σπίτι του «όλοι όσοι βρίσκουν καταφύγιο και γαλήνη στις βροχερός ημέρες.»  την ενημέρωσε λίγο πρώτου ξανά στραφεί προς το μέρος της και διαπιστώσει ότι τον παρατηρούσε με προσήλωση, σχεδόν μαγεμένη από την πρωτόγνωρη λέξη που της έμαθε.

Ένιωθε ένα περίεργο τσίμπημα στην καρδιά του, γεγονός που για μια στιγμή τον τρόμαξε. Το βλέμμα της σχεδόν του έκαιγε τα σωθικά από τον τρόπο που τον κοιτούσαν τα σπινθηροβόλα ματιά της. Εκείνη την στιγμή δεν φανταζόταν πως αυτή η βροχερή νύχτα, παρέα με την συγκεκριμένη κοπέλα θα του ξυπνούσαν αισθήματα που ούτε είχε ποτέ φανταστεί. Πως να γνώριζε πως αυτό το μικρό, αθώο πλάσμα θα του έκλεβε την καρδιά άθελά του;

Η βροχή είχε σταματήσει πριν καλά το καταλάβουν, με τους δύο τους να κοιτιούνται αμίλητοι για αρκετή ώρα ώσπου τους διέκοψε ο ήχος του τηλεφώνου. Η Βαλέρια ξαφνιασμένη τράβηξε το κινητό από την τσέπη της και σηκώθηκε όρθια για να απομακρυνθεί από τον Namjoon ώστε να μπορέσει να απαντήσει στο τηλεφώνημα. Δεν ήταν άλλος από τον πατέρα της που την έψαχνε ανήσυχος. Ήταν ήδη περασμένες έντεκα, αρκετά αργά για την Βαλέρια εφόσον δεν κυκλοφορούσε τέτοιες ώρες συνήθως, κάτι που έκανε τον πατέρα της να τρομάξει για την αργοπορία της.

Ο Namjoon κατάλαβε από τα λεγόμενα της πως είχε έρθει η ώρα να φύγει και να την αποχωριστεί κάτι που για έναν περίεργο λόγο δεν ήθελε καθόλου. Πως μπορούσε όμως να την κρατήσει λίγο περισσότερο; η παρουσία της ήταν κάτι σαν δώρο εκείνη την στιγμή όντας σχεδόν ολομόναχος τόσο καιρό. Του άρεζε η παρέα της και δεν ήθελε καθόλου να την χάσει. Φοβήθηκε πως δεν θα του δινόταν ξανά η ευκαιρία να βρεθεί κοντά της και να συζητήσει, έστω και τόσο λίγο όπως απόψε.

Μόλις έκλεισε το κινητό της ο Namjoon σηκώθηκε όρθιος σαν ελατήριο, καθώς τον πλησίαζε.

«βλέπω πως η βροχή σταμάτησε, οπότε ήρθε η ώρα να φύγω.»  του είπε με ένα στραβό χαμόγελο, νιώθοντας μέσα της στεναχωρημένη που έπρεπε να φύγει τόσο σύντομα.

Ο Namjoon για μια στιγμή κόλλησε, ενώ γνώριζε τι ήθελε να της πει, πάγωσε ολόκληρος ανίκανος να αρθρώσει έστω και μια λέξη.

«ναι.»  ήταν το μόνο που μπόρεσε να ξεστομίσει.

«λοιπόν.»  τράβηξε μια τούφα των μαλλιών της νευρικά  πίσω από το αυτί της και τον κοίταξε χαμογελώντας, ενώ προσπαθούσε να κρύψει την απογοήτευση που την κατέβαλε, περιμένοντας τον μάταια να πει κάτι παραπάνω.

«καλό βράδυ.» 

Του είπε ήρεμη όταν κατάλαβε πως δεν είχε σκοπό να της πει κάτι περισσότερο από ένα απλό "ναι". Τον προσπέρασε και ξεκίνησε να προχωράει προς την κατεύθυνση που θα την οδηγούσε σπίτι της.

Όταν συνήλθε ο Namjoon, συνειδητοποίησε βρίζοντας μέσα του, πως ήταν πολύ δειλός για να σκεφτεί πως θα μπορούσε να ζητήσει από μια τόσο όμορφη κοπέλα να μείνει λίγο ακόμα μαζί του. Γύρισε από την άλλη και την κοίταξε να απομακρύνετε από κοντά του με αργά και κάπως αβέβαια βήματα. Ήλπιζε μέσα της, περίμενε πως έστω και την τελευταία στιγμή ίσως της ζητούσε να ξανά βρεθούν. Είχε διαπιστώσει όμως πως ήταν πολύ ντροπαλός για να πάρει αυτήν την πρωτοβουλία, γι’ αυτό και διάλεξε να του μιλήσει πρώτη. Τον ξάφνιασε από το πόσο γρήγορα γύρισε προς το μέρος του και τον τσάκωσε να την κοιτάζει.

«Βαλ.»

«Namj..»

Μίλησαν σχεδόν και οι δύο ταυτόχρονα λίγο πρώτου αρχίσουν να γελάνε σαν δύο μικρά παιδάκια, τόσο αθώα και αληθινά.

Προχώρησαν ο ένας προς το μέρος του άλλον ώσπου βρέθηκαν και πάλι κοντά. Για έναν ανεξήγητο λόγο χαμογελούσαν και οι δύο αμίλητοι χαζεύοντας ο ένας τον άλλον μέσα στην μέση του δρόμου.

«θα ήθελες..»  της είπε διακόπτοντας για μερικά δευτερόλεπτα την κουβέντα του αμήχανος, από την στιγμή που δεν είχε ξανά τύχει να ζητήσει κάτι από ένα κορίτσι που ένιωθε πως είχε αρχίσει να του αρέζει.

«είναι πολύ αργά και η αλήθεια είναι ότι δεν θα ήθελα να γυρίσω πίσω μόνη μου.»  του είπε τελικά με μάτια που έλαμπαν ελπιδοφόρα, φωτίζοντας του την συγκεκριμένη κρύα και σκοτεινή νύχτα «θα ήθελες να μου κάνεις παρέα;»  τον ρώτησε κάπως δειλά.

Της κούνησε το πρόσωπο του θετικά χωρίς να μιλήσει, ώσπου ξεκίνησαν να περπατάνε μαζί, ο ένας δίπλα στον άλλον.

«υπάρχει κάτι που θα ήθελα να σε ρωτήσω.» του είπε μετά από αρκετή ώρα σκέψης καθώς περπατούσαν στην άκρη του πεζοδρόμιου.

Ο Namjoon την κοίταξε περίεργος παρατηρώντας το κάπως σκεπτικό βλέμμα της.

«από που ήξερες το όνομα μου;» τον ρώτησε με ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη της.

Για μια στιγμή κόλλησε σκεπτόμενος μήπως της φαινόταν πολύ περίεργο αν της εκμυστηρευόταν πως είχε τύχει αρκετές φορές να της παρακολουθήσει περιμένοντας την μικρή του αδερφή έξω από το σχολείο της για να σχολάσει.

"Δεν είχε περάσει ούτε μισή ώρα από την στιγμή που ο Namjoon είχε φτάσει έξω από το σχολείο της Min. Κοίταξε το τηλέφωνο
του για να διαβάσει το μήνυμα που μόλις του είχε στείλει λέγοντας του πως σε λίγα λεπτά θα σχολούσε. Περίμενε έξω από τον φράχτη που περιτριγύριζε το κτήριο καθισμένος πάνω στην σέλα του ποδηλάτου του, όταν άκουσε δυνατά γέλια να πλησιάζουν την καγκελόπορτα του σχολείου. Πρόσεξε μια παρέα τριών αγοριών να ενοχλούν ένα κορίτσι που έμοιαζε μικρότερο σε ηλικία απ' αυτούς. Της είχαν αρπάξει τα γυαλιά από το πρόσωπο, με αποτέλεσμα να μην μπορούσε να δει καθαρά.

Γελούσαν μαζί της καθώς προσπαθούσε να πάρει το προσωπικό της αντικείμενο πίσω, λίγο πριν παραπατήσει και πέσει κάτω στο σκονισμένο τσιμέντο. Ο Namjoon σκέφτηκε να επέμβει και να βοηθήσει το αβοήθητο αυτό κορίτσι όταν πρόσεξε μια γυναικεία φιγούρα να τους πλησιάζει.

Τα μαύρα μαλλιά της ανέμιζαν στο ρυθμό του αέρα σαν ανήσυχη φλόγα, το βήμα της σίγουρο, οι κινήσεις της δυναμικές. Εμφανίστηκε σαν σίφουνας μπροστά τους σπρώχνοντας τον νεαρό που κρατούσε τα γυαλιά του κοριτσιού. Το βλέμμα της άγριο μα και ταυτόχρονα όμορφο όπως μιας αμαζόνας. Τα μάτια της πετούσαν σπίθες θυμού και οργής.

Σκέφτηκε πως δεν είχε ξανά δει πιο όμορφη γυναίκα σε ολόκληρη την ζωή του. Η αυτοπεποίθηση και η σιγουριά στο αγριεμένο βλέμμα της έκαναν τον Namjoon να εντυπωσιαστεί από το πόσο δυνατή έδειχνε η μικρή νεαρά.

Με μια απότομη κίνηση άρπαξε τα γυαλιά από το χέρι του καθώς τους κατσάδιασε αγανακτισμένη λίγο πρώτου γυρίσει προς το μέρος της κοπέλας που βρισκόταν ακόμα στο πάτωμα. Το πρόσωπο της ξαφνικά μαλάκωσε και γλύκανε, τελείως διαφορετικό απ αυτό που είχε αντικρίσει προηγουμένως. Τόσο ήρεμο και καθησυχαστικό."

Από κείνη την μέρα πήγαινε νωρίς έξω από το σχολείο της Min με την ελπίδα πως θα την ξανά έβλεπε χωρίς να γνώριζε πως είχε αρχίσει να αναπτύσσει αισθήματα για αυτό το πλάσμα. Και τώρα ένιωθε τόσο τυχερός που μπορούσε να της κάνει παρέα στο γυρισμό για το σπίτι της.

Έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του λίγο πρώτου την κοιτάξει στα μάτια «σε έχω δει στο σχολείο της μικρής μου αδερφής και έτυχε να ακούσω το όνομα σου.»

«αλήθεια;» τον ρώτησε έκπληκτη «ποια είναι η αδερφή σου;» τον κοίταξε με ενδιαφέρον.

«δεν νομίζω να την γνωρίζεις, είναι καινούργια στο σχολείο. Min Kyung λέγεται.» της απάντησε αμέσως λίγο πρώτου την ακούσει να επαναλαμβάνει το όνομα σκεπτική.

«έχεις δίκιο, δεν την γνωρίζω.» του είπε κάπως απογοητευμένη λίγο πρώτου προσέξει στο βάθος το τέλος του προορισμού τους.

Φτάσανε έξω από μια μεγάλη μονοκατοικία, ανάμεσα σε μια σειρά σπιτιών. Πρόσεξε πως έδειχνε καλοδιατηρημένο από έξω, πράγμα που τον έκανε να σκεφτεί πως η οικογένεια της δεν είχε οικονομικά προβλήματα. Δεν είχαν περάσει ούτε δύο ώρες που ήταν μαζί και η σκέψη πως θα την άφηνε τον έκανε να μελαγχολήσει για ακόμη μια φορά. Τουλάχιστον είχε την ευκαιρία να την γυρίσει με ασφάλεια στο σπίτι της λίγο πρώτου την αφήσει. Η Βαλέρια έσυρε αθόρυβα την καγκελόπορτα και εισχώρησε μέσα λίγο πριν τον αντικρίσει.

«Σε ευχαριστώ πολύ Namjoon.»  του είπε χαρούμενη «ελπίζω να τα ξανά πούμε.»  συμπλήρωσε λίγο πριν προχωρήσει προς τα μέσα.

Ο Namjoon έμεινε να την κοιτάει καθώς έκλεινε την πόρτα του σπιτιού πίσω της, χαμογελώντας ελπιδοφόρα στην σκέψη πως ήθελε να τον ξανά δει.

Έφυγε από κει με το χαμόγελο στα χείλη του χωρίς να μπορεί, αλλά ούτε και να θέλει να το αποβάλει από πάνω του. Είχε αρκετό καιρό να νιώσει τόσο ζωντανός μέσα του, κάτι που του πρόσφερε η γλυκιά Βαλέρια με μόνο μία κουβέντα της. Δεν σκέφτηκε ποτέ πως αυτή η δυσάρεστη αρχικά μέρα θα εξελισσόταν σε μια από της πιο όμορφες βραδιες της ζωής του.

Όταν γύρισε στο σπίτι του πρόσεξε το αυτοκίνητο του πατέρα του που βρισκόταν έξω από το κτήριο, πράγμα που σήμαινε πως ήταν ακόμη εδώ. Δεν είχε καμία διάθεση να χαλαστεί μετά απ όλα όσα συνέβησαν αντικρίζοντας τον, οπότε επέλεξε να τον αγνοήσει αμέσως μόλις τον πρόσεξε στο σαλόνι να τον περιμένει υπομονετικά να γυρίσει στο σπίτι. Τον κοίταξε για μια στιγμή φευγαλέα όταν σηκώθηκε από τον καναπέ με το ευγενικό χαμόγελο του κολλημένο στα χείλη του εξαιτίας το ότι έβλεπε τον γιο του μετά από της τόσες προσπάθειες του να επικοινωνήσει μαζί του. Η συμπεριφορά του Namjoon του έσβησε απότομα το χαμόγελο, όταν τον είδε να μπαίνει στο δωμάτιο του αγνοώντας παντελώς την ύπαρξη του. Δεν έκανε τον κόπο καν να του μιλήσει, ήξερε πως δεν θα του έδινε αυτήν την ευκαιρία ο γιος του.

Όταν τελικά έφυγε ο πατέρας του, ο Namjoon επισκέφθηκε την μητέρα του στην κρεβατοκάμαρα της για να διαπιστώσει ανακουφισμένος πως κοιμόταν ήρεμη. Την σκέπασε καλύτερα ώστε να μην κρυώσει μέσα στην νύχτα και ύστερα επέστρεψε στο δωμάτιο του για να ξαπλώσει στο σκληρό κρεβάτι του. Έφερε το ένα χέρι του πίσω από τον σβέρκο του για να στηρίξει το κεφάλι του, ενώ το άλλο το ακούμπησε πάνω στο στήθος του.
Κοιτούσε αμίλητος το ταβάνι πάνω από το πρόσωπο του τόσο χαρούμενος φέρνοντας ξανά και ξανά στην μνήμη του και πάλι το πρόσωπο της Βαλέριας.
Άγγιξε την καρδιά του και για μια στιγμή τρόμαξε από το πόσο δυνατά χτυπούσε.

Τι κάνετε αγαπημένοι μου; ελπίζω να είστε όλοι καλά και ελπίζω να μην έχετε απογοητευτεί από την ιστορία μέχρι στιγμής. Ξέρω άργησα να ανεβάσω, αλλά θα προσπαθήσω να βάζω πιο συχνά κεφάλαιο ❤️
Για οποιαδήποτε απορία με βάση το βιβλίο, στείλτε μου ελεύθερα προσωπικό μήνυμα για να το συζητήσουμε.
Τα λέμε στο επόμενο, φιλάκια 💋

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top