Μυστικά
Μια φορά και έναν καιρό, στο βασίλειο της Wolfang, τα δύο αδέρφια είχαν θέσει σε κατάσταση πολέμου και τα πέντε βασίλεια, όντας έτοιμοι να προσπαθήσουν να κατακτήσουν το βασίλειο του Zokar.
Με τον Μπεν να έχει ανακαλύψει, ότι το ξόρκι του μπορεί να τον μεταφέρει μόνο στα μέρη που έχει ήδη επισκεφθεί, ετοιμάστηκε και εκείνος για το μεγάλο ταξίδι στο άγνωστο...
Ναι. Ετοιμάζονταν να ταξιδέψουν σε άγνωστα νερά, χωρίς να γνωρίζουν, που βρίσκεται το βασίλειο του Zokar...
Έτσι, όταν ο στόλος και των πέντε βασιλείων επιβιβάστηκε στα πλοία, ο Μπεν κατευθύνθηκε προς τον αδερφό του, που βρισκόταν ήδη στο λιμάνι της Wolfang, και του είπε:
«Έτοιμος;»
«Αν σου πω ότι δεν είμαι σίγουρος, τι θα πεις;»
«Ότι δεν είναι σαν την προηγούμενη φορά. Ξέρεις, που αντιμετωπίσαμε τόσα τέρατα...»
Ο Μπομπ γέλασε.
«Ευτυχώς πάμε μέσω θαλάσσης αυτή τη φορά»
«Όπως το πες», του 'πε ο Μπεν, «Μέσω θαλάσσης. Γι'αυτό, μπες στο καράβι. Φεύγουμε σε λίγο»
Ξέροντας ότι δεν έχουν άλλο χρόνο για χάσιμο, τα δύο αδέρφια επιβιβάστηκαν στο πρώτο καράβι, και έφυγαν από το λιμάνι, έτοιμοι για ένα μεγάλο ταξίδι, με σκοπό την ανακάλυψη του βασιλείου του Zokar...
...
Ο στόλος των πέντε βασιλείων έπλεε στην άγνωστη θάλασσα, με τον Andrew, που έδειχνε να γνωρίζει πολλά, να είναι εκείνος που καθοδηγούσε τους καπετάνιους για τη διαδρομή που θα έπρεπε να ακολουθήσουν. Και δεν έμεινε μόνο εκεί.
Όταν τα πλοία είχαν φτάσει λίγα μόνο μίλια από το βασίλειο των Wingers, κατέβηκε στο αμπάρι, όπου και είδε τα δύο αδέρφια, να φορούν τις στολές τους, και να παίζουν με τα ξίφη τους. Εκείνος, τότε, τους διέκοψε, και τους έδωσε μια διαταγή.
Να κατεβούν σε ένα μικρό νησί.
Ναι. Αυτό τους ζήτησε.
Δείχνοντας ότι, ίσως, γνωρίζει πολλά, τους διέταξε να κατεβούν σε ένα μικρό νησί, και από εκεί, να πάρουν μια βάρκα, και να κατευθυνθούν αντίθετα από το στόλο.
Αυτή η διαταγή προκάλεσε την απορία των δύο αδερφών, με τον Μπομπ να βρίσκει την ευκαιρία και να ρωτάει:
«Γιατί να πάμε μόνοι μας;»
«Αφήστε τις ερωτήσεις για τώρα. Κάντε αυτό που σας είπα, και θα δείτε στην πορεία το λόγο που σας το είπα...»
«Και που θα πάμε;», ρώτησε με τη σειρά του ο Μπεν.
«Θα κατευθυνθείτε ανατολικά του βασιλείου των Wingers, κι όπου σας βγάλουν τα νερά»
«Ναι, αλλά θα μας βγάλει πουθενά;»
«Έχετε μου εμπιστοσύνη Μπομπ»
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Andrew, που κατευθύνθηκε στον καπετάνιο, και του ζήτησε να αποπλεύσει, για λίγο, στο νησί, έτσι ώστε, τα δύο αδέρφια, να κατεβούν, και να βρουν μια βάρκα, όπως τους υπόδειξε ο Andrew...
...
Το πλοίο σταμάτησε σε μια μικρή αποβάθρα, με τα δύο αδέρφια να κατεβαίνουν, και να κατευθύνονται σε ένα μικρό δάσος, το οποίο οδηγούσε, σιγά σιγά, σε μια άλλη αποβάθρα, στην οποία υπήρχε μια μικρή βάρκα. Αυτό, τότε, έκανε τα δύο αδέρφια να συνειδητοποιήσουν, ότι ο Andrew, από ό,τι φαίνεται, ήξερε τι τους έλεγε...
Δίχως να χάσουν χρόνο, έσυραν τη βάρκα μέσα στη θάλασσα, με τον Μπεν να βρίσκει την ευκαιρία, και να λέει:
«Ξέρουμε που πάμε;»
«Βγαίνουμε στο πέλαγος, κι όπου μας βγάλει»
«Αυτό φοβάμαι»
Ο Μπομπ γέλασε.
«Πάμε και βλέπουμε»
Με τον Μπεν να αναστενάζει, τα δύο αδέρφια επιβιβάστηκαν στη βάρκα, με τον Μπομπ να παίρνει στα χέρια του τα δύο κουπιά, και ξεκίνησαν το δικό τους ταξίδι, ελπίζοντας πως, κάποια στιγμή, θα βγουν σε κάποιο μέρος...
...
Σε αντίθεση με λίγα λεπτά πριν, που ταξίδευαν και δεν έβλεπαν τίποτα, τα δύο αδέρφια, αυτή τη φορά, λίγα λεπτά μετά τη φυγή τους από το μικρό νησί, είδαν στη μέση του πελάγους δύο τεράστια αγάλματα, που και τα δύο ξεπερνούσαν τα 10 μέτρα.
Σταμάτησαν για μια στιγμή για να θαυμάσουν τα δύο αγάλματα, με τα δύο αδέρφια να καταλήγουν, και οι δύο, στο ίδιο συμπέρασμα:
Τα δύο αγάλματα απεικόνιζαν δύο ανθρώπους που, και στους δύο, τους φαίνονταν γνωστοί...
Χωρίς να μπορούν να θυμηθούν, τι τους θύμιζαν οι δύο μορφές στα αγάλματα, συνέχισαν να ταξιδεύουν, μέχρι που έπεσαν σε ένα άλλο θέαμα:
Ένα συγκρότημα κτιρίων, που βρισκόταν πάνω σε μια τεράστια αποβάθρα, που ξεπερνούσε τα 300 μέτρων.
Αυτό το θέαμα, έκανε τα δύο αδέρφια να σταματήσουν, με τον Μπεν να βρίσκει την ευκαιρία να γυρίσει και να πει:
«Εδώ λες να ήθελε ο Andrew να βρεθούμε;»
«Ίσως»
«Κοίτα, δε βλέπω άλλο μέρος εδώ κοντά. Άρα...»
Ο Μπομπ γέλασε.
«Άρα σταματάμε εδώ»
Νιώθοντας ότι δεν υπάρχει άλλο μέρος να κατευθυνθούν, ο Μπομπ σταμάτησε τη βάρκα μπροστά σε μια μικρή αποβάθρα, με τα δύο αδέρφια να ανεβαίνουν σκαλοπάτια, για να βρεθούν πάνω στην αποβάθρα, που το χαρακτήριζε το μαύρο χρώμα σε όλους τους τοίχους.
Ξεκίνησαν να περπατούν, με σκοπό να φτάσουν στο τέλος της αποβάθρας, εκεί που υπήρχε ένα μεγάλο κτίριο, με μια μεγάλη, χρυσή, πόρτα, να δεσπόζει.
Όταν, εν τέλει, έφτασαν στην πόρτα, προσπάθησαν να την ανοίξουν, χωρίς αποτέλεσμα...
Αυτό άγχωσε τα δύο αδέρφια, με τον Μπεν να βρίσκει την ευκαιρία, και να λέει:
«Και τώρα;»
«Και τώρα ψάχνουμε...»
«Τι ψάχνουμε;»
«Οτιδήποτε», απάντησε ο Μπομπ, αρχίζοντας να ψάχνει το χώρο για οποιαδήποτε στοιχείο.
Κοιτούσαν παντού, μέχρι που, στο κέντρο της αποβάθρας, σε δύο μεγάλες κολώνες, βρήκαν δύο μοχλούς, που τους φάνηκαν αρκετά ενδιαφέρον...
Έχοντας και οι δύο την ίδια σκέψη, αποφάσισαν, να κατεβάσουν ταυτόχρονα τους δύο μοχλούς, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα το δάπεδο μπροστά τους να ανοίξει, και να εμφανίσει μπροστά τους μια χρυσή κόρνα.
Ο Μπομπ, τότε, πήρε στα χέρια του την κόρνα, και είδε τον Μπεν να του λέει:
«Τι είναι αυτό;»
«Εγώ το λέω κόρνα»
«Και χρησιμεύει πουθενά;»
«Κάτσε να δούμε», είπε ο Μπομπ, και είπε, δίνοντας την κόρνα στον Μπεν:
«Φύσα»
«Εγώ;»
«Ναι εσύ»
«Γιατί εγώ;»
«Φύσα να τελειώνουμε»
Με τον Μπεν να εξακολουθεί να μη θέλει να χρησιμοποιήσει την κόρνα, ο αδερφός του φύσηξε εκείνος για τον Μπεν, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα, με τον ήχο της κόρνας, να ανοίξει η πόρτα στο βάθος!
Ξέροντας ότι πρέπει να δράσουν γρήγορα, ο Μπομπ έβαλε την κόρνα στην τσέπη του, και έτρεξε με τον Μπεν μέσα στο κτίριο, όπου είδαν την πόρτα πίσω τους να κλείνει...
Πλέον, βρίσκονταν μέσα σε ένα ναό, στο οποίο ξεχώριζε μια άλλη μεγάλη πόρτα που, όπως και πριν, και εκείνη δεν άνοιγε...
Με την κόρνα να μη βοηθάει, όπως και πριν, τα δύο αδέρφια προσπάθησαν να βρουν έναν τρόπο, για να ανοίξουν την πόρτα.
Κοιτούσαν δεξιά, κοιτούσαν αριστερά, μέχρι που το μάτι τους έπεσε σε ένα τεράστιο, κόκκινο, άγαλμα, στο βάθος του ναού. Ένα άγαλμα που κρατούσε στα χέρια του δυο αγαλματίδια.
Η εικόνα του αγάλματος δημιούργησε μια ιδέα στον Μπομπ, που αμέσως φρόντισε να την εκφράσει στον Μπεν, που δεν έδειξε και πολύ πρόθυμος...
«Είσαι τρελός;»
«Ναι γιατί;»
«Το ρωτάς; Πως θα σκαρφαλώσουμε πάνω στο άγαλμα;»
«Δε θα σκαρφαλώσουμε»
«Και τι θα κάνουμε;», απόρησε ο Μπεν, με τον Μπομπ να σχηματίζει ένα χαμόγελο, και τον Μπεν να συνεχίζει την κουβέντα του, λέγοντας:
«Ε δε το πιστεύω...»
«Γιατί όχι;»
«Γιατί όχι; Συγγνώμη. Που ξέρουμε ότι αν κάνω κάποιο ξόρκι, θα πετύχει;»
«Δε το δοκιμάσαμε για να το λες»
Ο Μπεν αναστέναξε. Ο αδερφός του τον ήθελε να κάνει κάποιο ξόρκι, μήπως και καταφέρει να γυρίσει τα αγαλματίδια στο χέρι του αγάλματος.
Αν και στην αρχή δεν ήταν πρόθυμος, εντούτοις, στη συνέχεια, πείστηκε, με τον ίδιο να κουνάει τα χέρια του, και να αναποδογυρίζει τα αγαλματίδια, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα η πόρτα να ανοίξει!
Με τα δύο αδέρφια να χαμογελούν, προχώρησαν στην επόμενη αίθουσα, το οποίο δέσποζε ένας διάδρομος, το οποίο θαύμαζαν τα δύο αδέρφια.
Με τη σκέψη, όμως, το που θα έπρεπε να κατευθυνθούν, είδαν ξαφνικά ένα βέλος να έρχεται προς το μέρος τους, και να καρφώνεται σε έναν τοίχο. Αυτό σήμαινε, ένα μόνο πράγμα...
«Δεχόμαστε επίθεση!», φώναξε ο Μπομπ.
«Από ποιον;»
«Δε ξέρω!»
Χωρίς να έχουν χρόνο να αντιδράσουν, μια ομάδα ανδρών έκανε την εμφάνισή του, κρατώντας ξίφη και ασπίδες, με τα δύο αδέρφια να ετοιμάζονται, ενστικτωδώς, για μάχη.
Όπως και στη μάχη με τη Ματίλντα, ο Μπεν θα χρησιμοποιούσε τη μαγεία του, για να βοηθήσει τον αδερφό του να κατατροπώσει τους εχθρούς.
Έτσι, άνοιξε μια πύλη, και έσυρε δύο άνδρες στη γωνία, όσο ο Μπομπ τους κάρφωνε με το ξίφος του στα πλευρά τους. Στη συνέχεια, κονταροχτυπήθηκε με έναν εχθρό, με τον Μπεν να έρχεται από πίσω, πετυχαίνοντας τον εχθρό στην πλάτη.
Στο τέλος, ο Μπομπ έριξε ένα βέλος, πετυχαίνοντας έναν εχθρό στο κεφάλι, τελειώνοντας, έτσι, τη μάχη. Με τα δύο αδέρφια να έχουν βγει σώοι από τη μάχη, ο Μπομπ ήταν εκείνος που βρήκε την ευκαιρία και είπε:
«Τι ήταν αυτό;»
«Μακάρι να ήξερα»
«Από που να ήρθαν;»
«Μάλλον από την πόρτα στο βάθος», αποκρίθηκε ο Μπεν, και συμπλήρωσε:
«Γι'αυτό πάμε. Έχω μια διαίσθηση ότι κάτι θα συμβεί»
«Ελπίζω να είναι καλό αυτό», απάντησε ο Μπομπ, και συνέχισαν να περπατούν στο διάδρομο.
...
Τα δύο αδέρφια πέρασαν την πόρτα, και το θέαμα που αντίκρισαν, τους άφησε άφωνους. Μπήκαν σε μια μεγάλη αίθουσα, που την κοσμούσαν διάφορες τοιχογραφίες στους τοίχους, που απεικόνιζαν διάφορους ανθρώπους, σε διαφορετικές καταστάσεις. Ανθρώπους εν ώρα πολέμου, σε πλοία, σε δράκους, τέρατα, πολλά...
Την ίδια στιγμή, στο κέντρο της αίθουσας, δέσποζε ένα μικρό σιντριβάνι, ενώ σε μια γωνία, υπήρχε άλλη μια πόρτα.
Ο Μπομπ με τον Μπεν συνέχιζαν να παρατηρούν τις τοιχογραφίες, με τον Μπεν να είναι αυτός που είπε:
«Τι είναι όλα αυτά;», απόρησε, με την απάντηση να έρχεται από την πόρτα που είχαν μπει μέσα:
«Εγώ θα σας πω»
Γύρισαν το κεφάλι τους, και ο άνθρωπος που είδαν να μπαίνει μέσα, τους άφησε, ξανά, άφωνους.
«Andrew...», είπαν ταυτόχρονα.
«Πότε ήρθες;», ρώτησε παράλληλα ο Μπομπ, την ώρα που ο Andrew τους πλησίαζε.
«Μόλις. Αφήσαμε τα καράβια κάτω, και ετοιμαζόμαστε να περάσουμε την παρακάτω πόρτα», τους είπε, δείχνοντας τους την κλειστή πόρτα.
«Άρα ξέρεις...»
«Εσύ τι λες Μπεν; Ότι δε ξέρω;»
«Πως τα ξέρεις όλα;»
Ο Andrew αναστέναξε.
«Τον τελευταίο καιρό, νιώθω πως με κατέχει ένα πνεύμα, που μου δίνει τη δυνατότητα να γνωρίζω περισσότερα πράγματα από τον καθένα», τους είπε, και, τότε, αφού πλησίασε μια συγκεκριμένη τοιχογραφία, τους είπε:
«Γι'αυτό καθίστε ήσυχα και μη μιλήσετε για ένα λεπτό. Θέλω να σας εξηγήσω κάποια πράγματα...»
«Τι καινούργιο θα μάθουμε;»
«Σε αντίθεση με αυτά που ξέρετε από την Ματίλντα, πολλά περισσότερα», αποκρίθηκε και, τότε, ετοιμάστηκε να διηγηθεί μια μεγάλη ιστορία.
...
Σύμφωνα με τον Andrew, όλα ξεκινούν πριν πολλά εκατομμύρια χρόνια, όταν εμφανίστηκε ο Rallion, ένας πανούργος μάγος, ο οποίος είχε μόλις δημιουργήσει το δικό του βασίλειο, που πήρε το όνομα Zokar.
Για να μπορέσει να το εξουσιάσει σωστά, δημιούργησε δύο κλώνους, δίνοντας τους το όνομα Elvin και Donne αντίστοιχα.
Ο Rallion, τότε, έχρισε τον Elvin βασιλιά, ενώ τον Donne όχι, κάτι που τον οδήγησε, από ζήλεια, να προσπαθήσει να κλέψει την εξουσία από τον Elvin. Δε τα κατάφερε, όμως, και εξορίστηκε.
Έτσι, ο Donne έφυγε από το βασίλειο, νίκησε τον Minir – τον άρχοντα του σκότους – και δημιούργησε άλλα τέσσερα βασίλεια.
Την ίδια στιγμή, γεννήθηκε η νεράιδα Ματίλντα, η οποία ήξερε από την αρχή τι θα συνέβαινε, μιας και είχε τη δύναμη να τα βλέπει όλα.
Ο Rallion, βλέποντας τι συνέβαινε, για να μην ξανακάνει το ίδιο λάθος, δημιούργησε έναν κλώνο, τον έστειλε στον πραγματικό κόσμο, φτάνοντας σιγά σιγά σε αυτό που ξέρουμε...
...
Τα δύο αδέρφια κοιτούσαν έκπληκτοι τον Andrew, μη μπορώντας να πιστέψουν τι είχαν μόλις ακούσει. Διάφορες σκέψεις έκαναν την εμφάνισή τους στο μυαλό τους, με την πρώτη να εκφράζεται από τον Μπομπ:
Άρα τα αγάλματα στη θάλασσα, ανήκαν στον Elvin και τον Donne;
Η απάντηση;
Ναι. Σε εκείνους ανήκαν.
Παρόλα αυτά, ο Andrew δε σταμάτησε εκεί. Τελείωσε την ιστορία του, αναφέροντας ότι, τον Elvin και τον Donne τους ακολουθούσε μια κατάρα: ακόμα και να πέθαινε ο Rallion, δε θα πέθαιναν, όπως έγινε με τον Μπιλ και τον Ρος. Γι'αυτό ο Elvin είναι ακόμα ζωντανός...
Ξέροντας, πλέον, όλη την αλήθεια, τα δύο αδέρφια διέταξαν τον Andrew να φωνάξει μέσα τον στρατό, για να περάσουν την πόρτα, που θα τους οδηγούσε, σύμφωνα με τον Andrew, σε ένα μικρό βασίλειο, που αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο, την είσοδο στο βασίλειο του Zokar.
Έτσι, ξέροντας πως πρέπει να δράσουν, ξεκίνησαν, ξανά, για το μεγάλο ταξίδι...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top