Η θυσία

Μια φορά και έναν καιρό, τα δύο αδέρφια βρίσκονταν μπροστά σε κάτι που θα άλλαζε την ιστορία. Έστεκαν στην πύλη, παρατηρώντας με δέος το βασίλειο του Zokar, που ξεπρόβαλε μπροστά τους. Κοιτούσαν δεξιά και αριστερά, παρατηρώντας το βασίλειο, που το κάλυπτε ένα καταπράσινο δάσος.

Μπήκαν στο βασίλειο, και προχώρησαν δίπλα στα αρχαία αγάλματα, που έστεκαν δίπλα σε αρχαία κτίσματα. Κτίσματα που άφησαν άφωνο τον Μπομπ, που κατόρθωσε, κάποια στιγμή, να πει:

«Κοίτα τι ωραία αγάλματα»

«Πρέπει να είναι από την εποχή του Donne, όταν ακόμα δεν είχε εξοριστεί»

«Αν ισχύει αυτό που λες, τότε είναι σαν να μη πέρασε μια μέρα»

«Πάντα ισχύουν αυτά που λέω»

Ο Μπομπ γέλασε. Ξέροντας ότι δεν έχουν χρόνο για χάσιμο, συνέχισαν να προχωρούν στο βασίλειο, ψάχνοντας να βρουν που βρισκόταν ο Elvin.

Αν κάτι τους κάνει εντύπωση, είναι ότι δε βλέπουν πουθενά κάποιο κάστρο, κάποιο φρούριο, ή κάτι που να τους προϊδεάζει για το που να βρίσκεται ο Elvin. Το μόνο που έβλεπαν, είναι κάποια αγάλματα, μέσα στο, κατά τ' άλλα, πανέμορφο δάσος, που επεκτεινόταν σε όλο το βασίλειο.

Κάποια στιγμή, και ενώ περπατούσαν αμέριμνοι, ένα φλογερό βέλος προσγειώθηκε σε ένα άγαλμα, με τον Μπεν να γυρίζει και να λέει:

«Το βέλος τώρα, τι το 'θελες και το 'ριξες;»

«Μα, δεν έριξα κάποιο βέλος»

«Αν δε το έριξες εσύ, τότε ποιος το έριξε;...»

Πριν προλάβουν να βρουν μια απάντηση, είδαν σε 4 διαφορετικά σημεία, μυώδη τέρατα να τους κοιτούν, κρατώντας τόξα με φλογερά βέλη...

Πριν προλάβουν να αντιδράσουν, έβγαλαν ταυτόχρονα μια κραυγή, και έριξαν από ένα βέλος, με τον Μπεν να προλαβαίνει να ανοίξει μια πύλη, και να διώχνει μακριά τα βέλη.

«Τι είναι όλα αυτά;», φώναξε ο Μπομπ.

«Μάλλον φύλακες του βασιλείου...»

Ξέροντας ότι θα έπρεπε, με κάποιο τρόπο, να αντιδράσουν, ο Μπομπ έδωσε εντολή στον Μπεν να του ανοίγει από μια πύλη, να πετυχαίνει με το ξίφος του ένα ένα τα τέρατα, και να φύγουν από το σημείο.

Με τον Μπεν να συμφωνεί, ακολούθησε την εντολή του αδερφού του, που ετοιμάστηκε για την πρώτη επίθεση. Όταν ο Μπεν άνοιξε την πύλη, ο Μπομπ έτρεξε με το ξίφος του στο πρώτο τέρας που βρήκε, προσπαθώντας να το νικήσει.

Για κακή του τύχη, το τέρας ήταν τόσο δυνατό, που μέχρι να τον πετύχει ο Μπομπ, εκείνο του έριξε μια γροθιά, και ετοιμάστηκε να τον χτυπήσει για δεύτερη φορά. Ο Μπομπ, τότε, ενστικτωδώς, γύρισε το σώμα του, και ξέφυγε την επίθεση.

Προσπαθώντας να βρει μια λύση, είδε, ξαφνικά, ένα μεγάλο ξίφος να καρφώνεται στο σώμα του τέρατος. Ακριβώς μετά από αυτό, είδε μικρά μαχαίρια να εκτοξεύονται σε ένα άλλο τέρας, σκοτώνοντας το.

Τα δύο αδέρφια έμειναν άφωνα. Μπροστά τους, έστεκε μια γυναίκα, με ένα μακρύ, ξανθό μαλλί, που φορούσε ένα κατάλευκο μανδύα. Εκείνη, τους πλησίασε, και τους είπε:

«Είστε τυχεροί που ήρθα»

«Ποια είστε;», της είπε ο Μπομπ.

«Ψάχνετε το κάστρο του Elvin;»

«Που το καταλάβατε;», απόρησε ο Μπεν.

«Ακολουθήστε με. Θα σας δείξω εγώ το δρόμο»

Τα δύο αδέρφια παρατηρούσαν άφωνοι τη μυστηριώδη γυναίκα, που περπατούσε με αργό βήμα, γεμάτο αυτοπεποίθηση, και με έναν αέρα βασίλισσας, τη στιγμή που εκείνοι, μόλις είχαν συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί.

Αποφάσισαν να την ακολουθήσουν, με την ίδια να τους οδηγεί μέσα στο καταπράσινο βασίλειο, εξηγώντας τους, παράλληλα, και κάποια πράγματα.

Τα τέρατα που είδατε, τους είπε, είναι οι φύλακες του βασιλείου. Ήταν άνθρωποι, που τους μεταμόρφωσε ο Elvin σε τέρατα. Όποιος έχει προσπαθήσει να μπει στο βασίλειο... νομίζω καταλαβαίνετε τι του είχε επιφυλάσσει η μοίρα του.

Όταν τα δύο αδέρφια τη ρώτησαν το όνομα της και για ποιο λόγο, αφού όπως τους είπε στη συνέχεια, δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, παρά μόνο εκείνη και τα τέρατα, εκείνη δεν τους αποκάλυψε το όνομά της, παρά μόνο ότι μένει σε ένα σπίτι, έξω από το βασίλειο, και ότι τον τελευταίο καιρό απέκτησε μια περίεργη δύναμη, που αν την είχε από χρόνια, θα είχε σώσει πολύ κόσμο.

Τα δύο αδέρφια δεν έμειναν μόνο εκεί. Φρόντισαν να την ρωτήσουν και το λόγο που το βασίλειο δεν είχε άλλους ανθρώπους. Η απάντησή της;

Το βασίλειο, εκτός από μένα, έχει και δικό της στρατό, που απαρτίζεται από τέρατα, τα οποία μεταμόρφωσε ο Elvin σε ανθρώπους πριν λίγες μέρες, για να επιτεθούν στα βασίλεια σας. Από όσο ξέρω δηλαδή, τα τέρατα ζούνε μόνο εδώ. Αν έφευγαν, θα πέθαιναν αμέσως. Είναι κάτι σαν κατάρα γι' αυτούς.

Τώρα, το μόνο που θέλω να ξέρετε, είναι ότι έχω ζήσει πολλά. Και ο λόγος που είμαι ο μόνος άνθρωπος εδώ, είναι γιατί κουβαλάω τη δική μου κατάρα...

Τα δύο αδέρφια απόρησαν. Τι κατάρα κουβαλούσε; Δυστυχώς, ούτε τώρα έλαβαν απάντηση. Όμως, δε θα αργούσε η στιγμή που θα μάθαιναν το μυστικό της. Και αυτό το μυστικό, θα άλλαζε μια και καλή, όσα γνώριζαν...

...

Κάποια στιγμή, τα αδέρφια αντίκρισαν ένα τεράστιο κενό. Τότε ήταν που συνειδητοποίησαν, ότι το βασίλειο σταματούσε εκεί...

Ναι, αλλά το κάστρο του Elvin δε βρισκόταν πουθενά!

Όμως, τι είπαμε πριν; Ότι το μυστικό της γυναίκας, θα άλλαζε όσα γνώριζαν. Μέχρι να φτάσουν εκεί, είχε κάτι να τους πει:

«Αυτός ο γκρεμός, αποτελεί το δεύτερο σπίτι μου...

«Τι θέλετε να πείτε;», απόρησε ο Μπομπ.

Σιωπή.

«Γεννήθηκα όταν η ζωή μου έπεσε στο γκρεμό, και επανήλθε ξανά...»

«Δε σας καταλαβαίνουμε»

Η γυναίκα αναστέναξε.

«Ελάτε μαζί μου. Θα τα καταλάβετε όλα σε λίγο.

Μένοντας άφωνοι, τα δύο αδέρφια κοίταξαν τη γυναίκα, που έστριψε δεξιά, και πλησίασε μια πόρτα, που έστεκε δίπλα τους. Την άνοιξε, και μπήκαν μέσα σε ένα σκοτεινό διάδρομο, που οδηγούσε σε μια μεγάλη αίθουσα.

Στη μέση, υπήρχε ένας μεγάλος κορμός δέντρου, που στο κέντρο έστεκε μια μικρή υδρόγειος σφαίρα. Η γυναίκα, τότε, πλησίασε τη σφαίρα.

Την ακούμπησε.

Ξαφνικά, τα μάτια της άστραψαν. Έγιναν λευκά...

Τα δύο αδέρφια, φοβισμένα, είδαν την γυναίκα να σκύβει το κεφάλι, ενώ διάφορες εικόνες έκαναν την εμφάνισή τους στο χώρο.

Ένα φεγγάρι, μια γυναίκα, ένα μωρό, και μια νεράιδα...

Τα δύο αδέρφια, γνώριζαν πλέον την αλήθεια...

«Είστε... η μητέρα της Matilda;»

Όταν η γυναίκα επανήλθε στην πραγματικότητα, αναστέναξε, και φώναξε:

«Μου πήραν το παιδί! Το καταράστηκαν, και μαζί με εκείνη εμένα! Το μεταμόρφωσαν σε νεράιδα, ενώ εμένα με έριξαν στο γκρεμό να πεθάνω! Δεν ήξεραν, όμως, ότι τη 'Μέρα του Φεγγαριού', είχα γεννηθεί και εγώ, με 23 χρόνια διαφορά, όμως, από την κόρη μου!»

Τα δύο αδέρφια δεν ήξεραν τι να πουν. Έβλεπαν μπροστά τους τη μητέρα της Matilda, να τους αποκαλύπτει ακόμα περισσότερα μυστικά για τη νεράιδα...

Εξακολουθώντας να μένουν άφωνοι, η γυναίκα πήρε ξανά τη σκυτάλη, και είπε:

«Ξέρω ότι είναι νεκρή, γιατί πρώτη εγώ το είχα προβλέψει. Όταν έμαθαν ότι με την κόρη μου είχαμε την ίδια μέρα γενέθλια, με φυλάκισαν, και προσπάθησαν να με μεταμορφώσουν σε τέρας. Είχα όμως μια κατάρα. Δε μπορούσα να πεθάνω τόσο εύκολα...»

«Και γιατί μας βοηθάτε;», απόρησε ο Μπεν.

«Γιατί αυτό είχε ορίσει η μοίρα μου. Να πεθάνω, τη μέρα που θα βοηθούσα τους ανθρώπους που έσωσαν την κόρη μου από την κατάρα της...»

Ναι. Η γυναίκα δεν τους έβλεπε ως δολοφόνους. Όχι. Για εκείνη, τα δύο αδέρφια ήταν οι σωτήρες της κόρης της, που την έσωσαν από την κατάρα της. Και μαζί με εκείνη, θα έσωζαν και εκείνη...

Με τα δύο αδέρφια να προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν τι είχε συμβεί, η γυναίκα αναστέναξε για ακόμη μια φορά, και, τότε, τους αποκάλυψε το όνομά της.

Με λένε Ίρις.

Χωρίς να μπορούν ακόμα να αρθρώσουν λέξη, η Ίρις τους πλησίασε, τους χάιδεψε το μάγουλο, και τότε τους είπε, μονάχα, δύο λέξεις:

Σας ευχαριστώ.

Τότε, πλησίασε ξανά τη σφαίρα. Χαμήλωσε το βλέμμα της. Ακούμπησε τη σφαίρα, ξεκινώντας να ψελλίζει κάποιες άγνωστες, στον Μπεν, αλλά όχι στον Μπομπ, λέξεις:

«Bokar, bin bin son oror...»

«Τι λέει;», απόρησε ο Μπεν.

«Επιτέλους, ήρθε αυτή η στιγμή...», αποκρίθηκε ο Μπομπ.

«Ennar, moror, artar molik...»

«Τι λέει; Δεν καταλαβαίνω»

«Κόρη, άκου, έρχομαι κοντά...»

«Tar bor bonk, arar...»

«Να με περιμένεις, φτάνω...»

«Zon hok molik tol.»

«Σε λίγο κοντά σου.»

«Matilda.»

«Matilda.»

Με το άκουσμα της λέξης Matilda, τα μάτια της Ίρις άστραψαν ξανά, με ένα εκτυφλωτικό φως να φτάνει στην οροφή του κτιρίου, κάνοντας τα δύο αδέρφια να πέσουν κάτω.

Ξαφνικά, η Ίρις εξαφανίστηκε, όπως επίσης και το κτίριο, με τα δύο αδέρφια να βρίσκονται, ξαφνικά, ξανά δίπλα στον γκρεμό...

«Τι συνέβη;», απόρησε ο Μπεν.

«Αυτό που κατάλαβες. Εμείς τη βοηθήσαμε να βρει ξανά την κόρη της, σώζοντας την από την κατάρα της...»

Με τον Μπεν να μένει με ανοιχτό το στόμα, φρόντισε να ρωτήσει τον αδερφό του ποια γλώσσα ήταν αυτή που χρησιμοποίησε η Ίρις, με τον Μπομπ να του αναφέρει πως, όπως και την άλλη φορά, αυτή ήταν η γλώσσα Lagnok.

Με την απορία να έχει λυθεί, έμενε μια άλλη, που έψαχνε τη δική της λύση: πως θα έβρισκαν το κάστρο του Elvin;

Τα δύο αδέρφια κοίταξαν γύρω τους, και εντόπισαν ένα μικρό τοιχίο, που είχε μια μικρή θέση για κόρνες. Ένα τοιχίο που δεν υπήρχε πριν, αλλά δημιουργήθηκε μετά τη θυσία της Ίρις...

Νιώθοντας ότι, ίσως, το τοιχίο θα ήταν αυτό που θα τους βοηθούσε, έβαλαν την κόρνα που κρατούσαν στο τοιχίο, περιμένοντας να δουν τι θα συμβεί.

Τότε ήταν που ο Μπεν φύσηξε, με τη γη, ξαφνικά, να σείεται...

Τότε, εκεί που δε το περίμεναν, είδαν έναν τεράστιο, λευκό, δράκο, να κάνει την εμφάνισή του!

«Τι είναι αυτό;», απόρησε ο Μπεν.

«Αυτό είναι το όχημά μας», απάντησε ο Μπομπ, κάνοντας, παράλληλα, νόημα στον αδερφό του, να ανεβούν στο δράκο.

Όταν ανέβηκαν, είδαν τον δράκο να τους ανεβάζει στον ουρανό, με κατεύθυνση ένα μεγάλο κάστρο.

Το κάστρο του Elvin.

Πλέον, βρίσκονταν μπροστά στο κάστρο του Elvin. Η ώρα της εκδίκησης, είχε πλέον φτάσει...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top