Επίλογος

«Μπιλ! Μπιλ! Ξύπνα!»

Ο Μπιλ άνοιξε με δυσκολία τα μάτια του. Κοίταξε τη Lidia που τον κοιτούσε. Απόρησε.

«Τι έγινε;»

«Τι έγινε; Το ρωτάς; Θα ξυπνήσεις καμιά ώρα; Θα χάσουμε την πτήση!»

Ο Μπιλ προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε. Γύρισε το σώμα του, και κοίταξε το ξυπνητήρι. Η ώρα ήταν 2 το μεσημέρι.

Κοίταξε ξανά τη Lidia. Τη ρώτησε γιατί άργησε να ξυπνήσει. Η απάντηση;

Δε θυμάσαι; Βγήκαμε χθες με τον Elvin και τη Juret για ποτό, γυρίσαμε στις 11, και έπεσες απευθείας για ύπνο. Ξύπνησες κατά τις 3, ήπιες νερό, και ξύπνησες ξανά στις 6. Είδες τι ώρα ήταν, έπεσες ξανά για ύπνο, και σε ξύπνησα εγώ τελικά!

Ο Μπιλ προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε. Όταν, σιγά σιγά, θυμήθηκε κάποια πράγματα, φρόντισε να λύσει κάποιες απορίες που είχε.

«Δε μου λες. Ο πατέρας σου ζει;»

«Και οι δυο μου γονείς ζουν ευτυχώς»

«Και οι δικοί μου, έτσι;»

«Εννοείται», απάντησε η Lidia, και συμπλήρωσε:

«Αγάπη μου, είσαι καλά;»

Ο Μπιλ αναστέναξε.

«Είδα ένα παράξενο όνειρο το βράδυ...»

«Κάτι κατάλαβα», του είπε η Lidia, και συμπλήρωσε:

«Και για να μη ρωτάς, στις 7 πετάμε για Ολλανδία. Θα σε βραβεύσουν στο Den Haag. Γι' αυτό σήκω»

Όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι, ντύθηκε, και βγήκε στο διάδρομο, όπου είδε τα δύο του παιδιά, τους 10χρονο Μπομπ, και τον 6χρονο Μπεν, να παίζουν ιππότες και μάγοι, με τον Μπομπ να κρατάει ένα μικρό σπαθί, και τον Μπεν να κουνάει μοναχά τα χέρια του.

Αφού τους αγκάλιασε, άκουσε με χαρά να του λένε ότι, μια μέρα, ο ένας θα γίνει ιππότης, και ο άλλος μάγος. Τότε, τους ζήτησε να πάνε να ντυθούν, για να είναι έτοιμοι και εκείνοι για το ταξίδι.

Μπήκε τότε στο σαλόνι, και έπεσε πάνω σε μια κορνίζα. Την πήρε στα χέρια του. Την κοίταξε.

«Ο Andrew και η Ματίλντα. Οι δύο κολλητοί σου. Δεν τους βλέπεις καν σαν συναδέλφους. Τους βλέπεις σαν κολλητούς, που παλεύουν κάθε μέρα στα χειρουργεία, για να σώσουν κόσμο. Και φυσικά, δίπλα σας ο Modus, ο διευθυντής σας στην κλινική, που τον φωνάζετε χαϊδευτικά Donne»

«Μόνο τον διευθυντή του νοσοκομείου δεν έχουμε σε φωτογραφία»

«Τον Rallion λες; Αφού δε σας αφήνει να τον βγάζετε φωτογραφίες. Μια φορά προσπαθήσατε, και σας έβριζε»

Ο Μπιλ γέλασε. Άφησε κάτω την κορνίζα, και έφυγε να κάτσει να φάει μεσημεριανό. Για καλή του τύχη, δεν είχε χάσει την πτήση για Ολλανδία. Δεν ήθελε. Σήμερα το γηροκομείο Den Haag, θα βράβευε τον Μπιλ, τον Andrew και τη Ματίλντα, για τη συνεισφορά τους στην ιατρική, ως χειρουργοί.

Γι'αυτό, αφού έφαγε, άφησε το σπίτι, και μπήκε στο αμάξι. Αφού είδε ότι η οικογένεια του είχε μπει και εκείνη μέσα, ετοιμάστηκε να κάτσει στο κάθισμα του οδηγού.

Τότε, είδε στο τζάμι μια μορφή. Τον εαυτό του ως ιππότη. Είδε τον Alistair. Χαμογέλασε.

Πάτησε γκάζι, και έφυγε, με προορισμό το δίκαιο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top