-4-

"Ιιιιιιι" φώναξα και έκλεισα απευθείας με το χέρι μου τα μάτια μου
"Σιγά, δεν έχεις ξανά δει;"
"Βάλε τώρα μπλούζα μην σε.."
"Τι να με;" με διέκοψε
"Μην σου πω καλύτερα"

Έκανε ένα βήμα προς εμένα

Μου έπιασε πάλι μια τούφα από τα μαλλιά και μου ψιθύρισε στο αυτί

"Για πες τι να με;" Τον μισώ όταν το κάνει αυτό
"Δεν φτάνει που έχεις έρθει πάνω μου, πιάνεις το υπέροχο αυτό μαλλί μου με τα βρωμόχερα σου, έχω και την ανάσα σου μέσα στο αυτί μου"
"Δεν σου αρέσει η ανάσα μου δηλαδή;"

Γιατί να μου αρέσει η ανάσα του ας πούμε, και οποιουδήποτε ανθρώπου;

Βασικά είπαμε αυτός είναι πίθηκος.

"εε-"
"Δεν έχεις τι να πεις τώρα, ενώ στο τηλέφωνο με απειλούσες ότι θα με σκοτώσεις όταν με ξαναδείς. Είμαι ολόκληρος μπροστά σου κάνε κάτι"

Δεν άντεξα και με μιας τον έσπρωξα.

Δεν περίμενα όμως ότι από πίσω ήταν το κρεβάτι και καθώς τον έσπρωξα αυτός με τράβηξε από το χέρι και έπεσα και εγώ μαζί.

Του ζήτησα συγνώμη και σηκώθηκα από πάνω του.

"Εγώ συγνώμη γιατί εγώ σε τράβηξα μαζί μου"
"Όχι εγώ συγνώμη γιατί εγώ σε έσπρωξα"
"Όχι αλήθεια εγώ συγνώμ-"
"Ε ΣΚΑΣΕ θα λέμε συγνώμη ο ένας στον άλλο για πολύ ώρα;"
"χάχα δίκιο έχεις"

ντουτ ντουτ ντουτ ντουτ (μην κράξετε)

Κλήση: Βαγγέλης

"Το κινητό σου"
"Αχ ναι, εε που μπορώ να μιλήσω;"
"Στο βάθος αριστερά έχει ένα δωμάτιο εκεί μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα"
"Ευχαριστώ"

Μπήκα στο δωμάτιο που προηγουμένως μου είπε να πάω ο Αχιλλέας

"Τι φάση, τι θες εσύ;"
"Μυρτώ μην μου το κλείσεις σε παρακαλώ"
"Τι έγινε πάλι Βαγγελακη σε παράτησε καμία τσουλιτσα σου και είπες να πάρεις τον μπαλαντέρ την Μυρτώ"
"Όχι ρε μωρό μου"
"Τι μωρό μου ρε μαλακα;"
"Σε θέλω πίσω Μυρτώ"
"Ααα δεν ξέρεις πόσο με νοιάζει"
"Δώσε μου μια δεύτερη ευκαιρία"
"Τι δεύτερη ευκαιρία;  15 σου έδωσα και πάλι σκατά τα έκανες"
"Στο ορκίζομαι, θα επανορθώσω"
"Έχω γνωρίσει ψεύτες στην ζωή μου, αλλά εσύ είσαι ο αρχηγός τους ρε"
"βρήκες άλλον εε;"
"Θες να σου πω και αριθμό ταυτότητας ίσως;"
"Πες μου, βρήκες άλλον;"
"Όχι λέμε"

"Μυρτωω" ακούστηκε ο Αχιλλέας από πίσω.

"Το ήξερα, πατσαβούρα" μου είπε με ένα άγριο τόνο ο Βαγγέλης και μου το έκλεισε.

"Ποιος ήταν;"
"Που να σου εξηγώ και σένα τώρα"
"Είμαι όλος δικός σου. Μπορείς να μου πεις ότι θες"
"Όλος δικός μου; ιού"
"Εννοώ είμαι όλος αυτιά μικρούλα"
"Σταμάτα γαμώ να με λες μικρούλα"
"Εντάξει σταματάω αλλά θα μου πεις;"

"Λοιπόν εγώ γνώρισα έναν Βαγγέλη από το σχολείο που εκείνος με "γούσταρε" αλλά στο τέλος αποκαλύφθηκε μαλάκας"

"αωωω πληγώθηκε η μικρή μας"
"ουρακοταγκε κόψε"
"Καλά μικρούλα"
"Δεν είμαι ΜΙΚΡΉ" του είπα και τόνισα την τελευταία λέξη
"νταξξ"

Μετά από 6 ώρες...

[Σε κλήση με Αγάπη]

"Έλα μωρή" μου είπε η Αγάπη"
"Ελα ρε, τι κάνεις;"
"Καλά είμαι εσύ που χάθηκες τόσες ώρες;"
"Ήμουν στου Αχιλλέα"
"Τον σκότωσες, πες μου ότι το έκανες;"
"Όχι ρε, τελικά Αγάπη μάλλον..."
"ΔΕΝ ΥΠΆΡΧΕΙ ΜΆΛΛΟΝ, ΠΡΌΣΕΧΕ ΤΙ ΘΑ ΠΕΙΣ" με διέκοψε
"Μάλλον τ-τον θέλω"
"Όχι, όχι και πάλι όχι, δεν θα σε αφήσω να το κάνεις. Δεν υπάρχει περίπτωση. Να σου πω δεν έρχεσαι από εδώ να ετοιμαστούμε μαζί;"
"Εντάξει έρχομαι από εκεί"

Αποφάσισα επιτέλους να σηκωθώ από το μαλακό κρεβάτι μου, έσυρα τον άχρηστο εαυτό μου προς το μπάνιο.

Έπλυνα τα όμορφα δοντάκια μου.

-ΤΑ ΠΟΙΑ ΣΟΥ;

ΣΚΑΣΕ.

Όταν τα έπλυνα πήγα προς την ντουλάπα και διάλεξα ένα κολλητό τζιν και μια άσπρη μπλούζα.

Πήρα το backpack με τα ρούχα μου για το πάρτι, τα καλλυντικά μου, και κυρίως το κινητό μου.

Όταν άνοιξα την εξώπορτα, είδα μπροστά μου τον Αχιλλέα.

"Εμμ ξέχασες τα κλειδιά σου σπίτι μου." μου είπε σαν εξωγήινος.

"Ναι , ευχαριστώ" του είπα και άρπαξα τα κλειδιά από τα χέρια το αφήνοντας τον πίσω μου.

[...]

Μπήκαμε στο σπίτι του Νίκου, μύριζε ποτό και καπνό από τσιγάρο.

Όταν τα κορίτσια εντόπισαν τον Νίκο, κατευθύνθηκαν προς το μέρος του αφήνοντας με μόνη μου.

ΤΙΣ ΠΑΤΣΑΒΟΥΡΕΣ

Θα τις φτιάξω εγώ καλά.

Όταν κατάλαβα ότι δεν θα ερχόντουσαν πίσω , πήγα στην κουζίνα να πάρω ένα ποτό.

Και ποιον είδα μπροστά μου;

Όχι ποιόν είδα ;

Τον Αχιλλέα

-ΠΙΣΩ ΜΟΥ ΣΕ ΕΧΩ ΣΑΤΑΝΆ

ε σκάσε πια με αυτό το πράγμα το έχεις πει 2 φορές.

Με κοίταξε σαν να ήθελε να με σκοτώσει ένα πράγμα.

Με πλησίασε και μου έσφιξε τον καρπό του χεριού μου

Μύριζε αλκοόλ.

"Εμένα δεν θα με ξανά στήσεις. Κατάλαβες;" 

Τα μάτια του είχαν γίνει σκούρα.

Τράβηξα τότε το χέρι μου και του είπα
"Βρε δεν μας χέζεις λέω εγώ;"

Προσπάθησα να φύγω αλλά ο ήχος του Αχιλλέα να ξερνάει με σταμάτησε.

"Να σου πω δεν θες να σε πάω
να ξαπλώσεις;" Του είπα

Γύρισε, με κοίταξε και δεν απάντησε.

Υπέθεσα πως ναι.

Τον έπιασα από το χέρι και τον πήγα σε ένα δωμάτιο.

Ευτυχώς που δεν είχε σκάλες το σπίτι, γιατί αλλιώς...

Αφού τον ξάπλωσα στο κρεβάτι το ΒΌΔΙ.

Σκέφτηκα να τον πειράξω λίγο;

"Πόσο βλαμμένο παίζει να σε;"

"Τόσο για να αγαπήσω εσένα."

Έπαθα ένα σοκ..

"Καληνύχτα Αχιλλέα"

Του απάντησα με την ταραγμένη μου φωνή, κλείνοντας δυνατά την πόρτα πίσω μου.
_______________________________________

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top