-34-
«Αχιλλέα μου βάζεις λίγο νερό σε παρακαλώ ;»
«Τι έπαθες ; Είσαι λίγο χλομή»
«Ανησυχώ ρε Αχιλλέα , για την Έλενα, δεν ξέρω αν θα αντέξει άλλο»
«Εντάξει εσύ χαλάρωσε όλα καλά θα πάνε , δεν θέλω να χάσω και εσένα από την ζωή μου, αρκετά πέρασα»
«Επίσης με έχει πιάσει και άγχος με τους γονείς μου , θέλω τόσο πολύ να τα ξανά βρουν αλλά και ο πατέρας μου έκανε την μαλακία του»
«Δεν πρέπει να αγχώνεσαι για τους δικούς σου , είναι μεγάλη άνθρωποι , μπορούν να διαχειριστούν την ζωή τους πιστεύω»
Άνοιξε η πόρτα και πέρασε μέσα ο πατέρας μου...
Τέλεια.
«Καλησπέρα Μυρτώ , γεια σου Αχιλλέα»
«Μπαμπά , τι θες εδώ;»
«Ήρθε να μαζέψω κάποια πράγματα μου. Η μητέρα σου είναι εδώ;»
«Όχι έχει πάει στην γιαγιά»
«Α εντάξει , θα πάω γρήγορα να μαζέψω τα πράγματα μου και θα φύγω. Δεν έχω την δύναμη ούτε να την αντικρίσω πλέον»
«Αχ ρε μπαμπά , τα έκανες και εσύ μπάχαλο»
«Το έχω μετανιώσει Μυρτώ μου , αλήθεια. Ξέρω όμως ότι η μητέρα σου δεν πρόκειται να με συγχωρέσει. Τέλος πάντων εσύ πως είσαι;»
«Μπαμπά , πέθανε ο Ντίνος»
«ΤΙ;» φώναξε σοκαρισμένος
«Δολοφονήθηκε»
«Μα ποιος ; Γιατί ;»
«Κανείς δεν ξέρει ακόμα, η αστυνομία έχει αρχίσει τις έρευνες»
«Έχω μείνει άφωνος...Εσύ κανόνισε να μείνεις δυνατή»
«Προσπαθώ»
Πλησίασε στον καναπέ και μου έδωσε μια σφιχτή αγκαλιά...Έπειτα έκανε δυο βήματα πίσω και είπε «Πάω εγώ τώρα στο δωμάτιο»
«Εντάξει Μπαμπά» απάντησα.
Γύρισα να κοιτάξω τον Αχιλλέα ο οποίος στεκόταν δίπλα από το ψυγείο λες και είναι πωλητής και μου το διαφημίζει.
«Αχιλλέα , γίνεται να φύγεις ; Θα ήθελα να κάτσω λίγο μόνη μου»
«Ότι θες εσύ» ήρθε κοντά και μου έδωσε ένα φιλί
«Στείλε μου μήνυμα όταν πας σπίτι»
«Εντάξει μωρό μου , τα λέμε και αύριο στο σχολείο»
Μου ξανά έδωσε ένα φιλί και άνοιξε την πόρτα για να φύγει. Α ΚΑΛΕ Η ΜΑΝΑ Μ . Α ΤΕΛΕΙΑ .
"Γεια σου Αχιλλέα παιδί μου»
«Γεια σας»
«Φεύγεις ;»
«Εμ ναι πρέπει να πηγαίνω σιγά σιγά»
«Άντε καλά , καληνύχτα»
«Καληνύχτα»
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΑΣ ΚΛΑΨΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ
Ο πατέρας μου στο δωμάτιο και η μάνα μου εδώ στο σαλόνι. Άμα βγει τώρα ο πατέρας μου από το δωμάτιο , κόλλυβα θα φάμε για βραδινό , η μάνα μου θα τον σκοτώσει.
«Μαμά»
«Έλα παιδί μου»
«Μπορείς να πας λίγο πάνω στο δωμάτιο μου;»
«Γιατί ;» Μου είπε καθώς έβαζε ένα ποτήρι κρασί
«Εμμμ , ααα έχω ξεχάσει το παράθυρο ανοιχτό και θα μπουν μέσα όλα τα κουνούπια»
«Και γιατί δεν πας εσύ;»
Είμαι πολύ έξυπνη τι να πω...
«Με πονάνε παρά πολύ τα πόδια μου βρε μαμά , σε παρακαλώ πήγαινε γιατί δεν θα με αφήσουν τα κουνούπια να κοιμηθώ το βράδυ»
«Καλά καλά πάω»
ΑΧ ΕΥΤΥΧΩΣ...
ΙΙΙΙ ΤΙ ΧΑΖΗ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ
ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΣΤΟΝ ΠΑΝΩ ΟΡΟΦΟ ΟΠΟΥ ΕΚΕΙ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ
Έτσι και ακούσει θόρυβο η μάνα μου από το δωμάτιο θα μπει να δει ποιος είναι μέσα.. Έξοχα
Ξαφνικά κατέβηκε τις σκάλες ο πατέρας μου με δυο σακούλες γεμάτες πράγματα..
«Έτοιμος και εγώ»
«Σσσσσς μην φωνάζεις»
«Γιατί καλέ;»
«Εεε;» Του είπα με μια απορία και το βλέμμα αγελάδας.
«Ναι γιατί να μην φωνάζω λέω»
«Γιατί...Γιατί φοβάμαι μην πέσουν οι τοίχοι. Διάβασα σε ένα άρθρο ότι οι φωνές μπορεί να ρίξουν έναν τοίχο»
«Μυρτώ παιδί μου είσαι καλά; Μήπως έχεις πάρει κάτι;»
«Έλα έλα , πήγαινε και εσύ σιγά σιγά γιατί θέλω να πάω να κάνω μπάνιο , άντε»
«Καλά φεύγω , και πάρε και κανένα τηλέφωνο κάποια στιγμή»
«Εντάξει μπαμπά θα σε πάρω γεια»
Άνοιξα την πόρτα, τον έσπρωξα έξω και του την έκλεισα στα μούτρα γρήγορα.
«Το παράθυρο σου δωμάτιο ήταν κλειστό»
Το τέλειο timing..Εγκεφαλικό θα πάθαινα. Η καρδιά μου πήγε στο συκώτι και το συκώτι στην καρδιά.
«Αλήθεια ; Ε δεν πειράζει»
«Ήταν κάποιος εδώ; Άκουσα ομιλίες»
«Ε ναι. Ήρθε ο Αχιλλέας , ξέχασε εδώ το κινητό του. Να εκεί στον καναπέ. Αν δεν με πιστεύεις πήγαινε να τον ρωτ»
«Σιγά παιδί μου , σε πιστεύω χαλάρωσε» με διέκοψε
«Α τελικά δεν είπα στην Έλενα να έρθει να κοιμηθεί εδώ απόψε , την έβλεπα ότι δεν ήταν καλά και υπέθεσα ότι ήταν καλύτερο να πάει στο σπίτι της»
«Καλά έκανες, θα έρθει μια άλλη μέρα»
Μετά από 10 λεπτά καληνύχτισα την μητέρα μου και ανέβηκα στο δωμάτιο. Άλλαξα παρά πολύ γρήγορα και έπεσα με φόρα στο κρεβάτι..
Θα το σπάσω μια μέρα αυτό το κρεβάτι..
Άνοιξα το κινητό μου ώστε να με βοηθήσει να νυστάξω...Καλά αυτός ο παπάρας ο Αχιλλέας το μήνυμα δεν το έστειλε ποτέ.
Θα δει αύριο τι θα πάθει.
Λίγη ώρα μετά έκλεισα το κινητό και το τοποθέτησα κάτω από το μαξιλάρι μου...Χαλάρωσα και έκλεισα τα βλέφαρα μου.
[...]
Γιατί χριστέ μου ; Γιατί σε μένα ; Κοίταξα το ρολόι του κινητού μου και συνειδητοποίησα ότι έχω ξυπνήσει μια ώρα νωρίτερα... ΑΛΛΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΦΤΑΙΩ ΕΓΩ.
Κάποιος έχει εισβάλει στο σαλόνι και μιλάει δυνατά με την μάνα μου...
Και ξανά ρωτάω γιατί δεν πήρα απάντηση προηγουμένως. ΓΙΑΤΙ ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ;
Πέταξα το σεντόνι στο πάτωμα και με θυμό κατέβηκα στο σαλόνι.
Ώπα
Τι φάση
Τι θέλει ο αστυνόμος εδώ πέρα;
«Καλημέρα Δεσποινίς Παπαδόπουλου»
«Καλημέρα , τι γυρεύεται τέτοια ώρα εδώ πέρα»
«Τίποτα το πολύ σημαντικό , απλώς θα πάρω την μητέρα σου στο τμήμα για να μας δώσει μια κατάθεση που μπορεί και να μας βοηθήσει αρκετά»
«Χμ δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει η μητέρα μου με τον Ντινο αλλά τέλος πάντων»
Που να καταλάβω κιόλας με την τσίμπλα μέσα στο μάτι. Εφτά είναι η ώρα.
Αφού έφυγε η μητέρα μου με τον αστυνομικό , εκμεταλλεύτηκα το γεγονός ότι πρώτη φορά ξύπνησα τόσο νωρίς και πήγα να φτιάξω πρωινό..
Επιτέλους να περιποιηθώ λίγο τον εαυτό μου.
Σκέφτομαι να πάρω τηλέφωνο τον Αχιλλέα για να πάμε μαζί σχολείο με το μηχανάκι του.. Αλλά φοβάμαι μην ξεπαγιάσω εκεί πάνω..
Δεν έχω καθόλου όρεξη να δω ούτε τους καθηγητές μου ούτε τα ζώα , τους συμμαθητές μου.
Τελείωσα το πρωινό και προχώρησα προς την ετοιμασία μου για το σχολείο.
Καλά μην φανταστείτε , λίγο να χτενίσω την αγριόγατα που κατοικεί στο κεφάλι μου.
Ετοίμασα και την τσάντα μου την οποία δεν έφτιαξα το προηγούμενο βράδυ διότι έπεσα ξερή στο κρεβατάκι μου.
Τελείωσα τις ετοιμασίες μου και τηλεφώνησα στον Αχιλλέα.
[Στην Κλήση]
«Καλημέρα μωράκι μου»
«Κακή ψυχρή και ανάποδη παπάρα»
«Τι με βρίζεις μωρέ;»
«Εγώ δεν σου είπα να μου στείλεις μήνυμα εχτές βράδυ; Γιατί δεν έστειλες ποτέ»
«Γιατί μωρό μου ήμουν πτώμα , και έπεσα ξερός»
«Άντε συγχωρεμένος. Θέλεις να πάμε μαζί με το μηχανάκι σου σήμερα;»
«Ναι φυσικά αγάπη μου»
«Εγώ είμαι έτοιμη , εσύ έτοιμος είσαι η ακόμα είσαι με το εσώρουχο ;»
«Όχι έτοιμος είμαι και εγώ , βγες έξω και περίμενε με να έρθω»
«Καλά , άντε γεια»
[Τέλος Κλήσης]
Του το έκλεισα μέσα στην μούρη και έτρεξα εγώ γρήγορα...
Α να έρχεται ο κλαρινογαμπρος.
Πωω που το θυμήθηκα αυτό.
«Καλημέρα μωράκι» μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί
«Καλημέρα αγάπη μου»
«Άντε ανέβα να ξεκινήσουμε»
Καλέ θα σκοτωθώ...
Πως γίνεται κάθε φορά να μην μπορώ να ανέβω σε αυτό το μηχανάκι. Τόσο κοντή είμαι πια;
-ΛΟΓΙΚΑ
Καλέ ζεις εσύ;
-ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΝΑΙ
Ώρες που βρίσκεις και εσύ να εμφανίζεσαι..
-ΕΙΜΑΙ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΗ ΓΕΝΙΚΑ
«Αχιλλέα δεν κρυώνεις;»
«Όχι γιατί κρυώνεις εσύ;»
«Παρά πολύ»
«Γαμω και δεν έφερα κανένα μπουφάν μαζί μου»
ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ
Δεν θα προλάβω να πάω σχολείο , θα έχω γίνει σταλακτίτης.
«Κατέβα φτάσαμε»
«Θαύμα που δεν εγινα παγοκολονα»
Μου έπιασε το χέρι και περάσαμε στο προαύλιο.
«Να εκεί κάθεται η Αγάπη» του έδειξα
«Καλημέρα»
«Καλημέρα παιδιά»
«Πως πάει;»
«Πως να πάει...Χάλια» ξεφύσησε
«Η Έλενα να υποθέσω δεν ήρθε έτσι;»
«Όχι , δεν έχει απουσίες οπότε θα κάτσει σπίτι μερικές μέρες»
«Το χρειάζεται , η ψυχούλα της έχει ταλαιπωρηθεί παρά πολύ τελευταία»
Μόλις τώρα συνειδητοποίησα ότι όλα τα μάτια έχουν στραφεί επάνω μας.
Για κάποιον λόγο ντρέπομαι.
Δεν πρέπει να ντρέπομαι.
____________________________________
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top